Συχνά μέσα στη θεωρία μας, αναφερόμαστε στην ύπαρξη ενός Μυστικού Σχεδίου, που έχει δρομολογηθεί εδώ και πολλούς αιώνες κι αυτήν τη στιγμή ακόμα εξελίσσεται. Ο λόγος μας περί Σχεδίου δεν είναι αυθαίρετος ούτε προϊόν φαντασίας. Επιβεβαιώνεται από τις Γραφές αλλά κι από τη γνωστή άπειρη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι πανίσχυρος κι αν αυτό συνδυαστεί με τη δεδομένη αγάπη Του προς εμάς, το σύνολο των όσων περιγράφονται στην Αποκάλυψη είναι χωρίς λόγο. Γιατί ο Πανίσχυρος Θεός ν’ ανεχθεί όλες τις ασχήμιες των εθνικών που σταύρωσαν ακόμα και τον Ίδιο τον Υιό Του; Αυτή η ανοχή είναι η απόδειξη ότι κάτι επιδιώκεται κι αφού επιδιώκεται από τον Ίδιο το Θεό είναι αδύνατο να μην επιτευχθεί.
Για ν’ αρχίσει ο αναγνώστης ν’ αντιλαμβάνεται τι ακριβώς είναι το επιδιωκόμενο, θα πρέπει να έχει στο μυαλό του δύο άκρως ευνόητες σχετικές διαφορές. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαφορά μεταξύ Θεού κι ανθρώπου και η δεύτερη μεταξύ των ανθρώπων, που υπήρξαν στον πλανήτη. Ο Θεός σ’ αντίθεση προς τον άνθρωπο, είναι Άπειρος, Τέλειος, Αθάνατος και Παντογνώστης. Γνωρίζει απόλυτα τι έχει συμβεί, τι συμβαίνει και τι θα συμβεί. Αντίθετα ο άνθρωπος είναι θνητός, πεπερασμένος και η γνώση του περιορισμένη. Όσον αφορά την τελειότητά του, ως δημιούργημα του Θεού, γεννήθηκε τέλειος, αλλά εξαιτίας του αμαρτήματος, και θα δούμε πως, έχασε την τελειότητά του.
Απ’ αυτήν την τεράστια διαφορά μεταξύ Θεού κι ανθρώπου γεννιέται η παρερμηνεία των λόγων Του, που είναι η αιτία όλων των δεινών, αλλά και η αιτία γέννησης της δεύτερης σχετικής διαφοράς. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, που γνωρίζει τα πάντα, είτε αφορούν το παρελθόν είτε το μέλλον, μιλά αληθινά στον άνθρωπο, αλλά αυτή η αλήθεια τον καταστρέφει. Μιλά ο Θεός για κρίση, για τιμωρία, γι’ ανάσταση, αλλά μιλά ως αθάνατος. Ο θνητός άνθρωπος παρανοεί και νομίζει ότι όλα αυτά τον αφορούν στο σύνολό τους. Πόσο μπορεί ν’ άλλαζε ο Χριστός τη ζωή ενός συνομήλικού Του από τη στιγμή που ούτε Τον είδε ούτε έμαθε τι ακριβώς λέει; Άνθρωποι γεννήθηκαν και πέθαναν μετά το Χριστό, χωρίς να επηρεαστούν καθόλου απ’ Αυτόν. Αυτό που συμβαίνει όμως στο θνητό άνθρωπο δε συμβαίνει στον αθάνατο άνθρωπο, που είναι η ανθρωπότητα στο σύνολό της. Για την ανθρωπότητα η γέννηση του Χριστού ήταν το πιο σημαντικό γεγονός των αιώνων. Ακόμα κι οι άνθρωποι έξω από το χριστιανισμό επηρεάζονται απ’ αυτήν τη γέννηση, αφού η παγκόσμια εξουσία ανήκει σ’ αυτούς, που υποτίθεται λατρεύουν το Χριστό.
Βλέπουμε ότι ο Θεός κι ο άνθρωπος έχουν σχέση σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά την ανθρωπότητα ως σύνολο κι επομένως τα όσα λέει ο Θεός, είτε μέσω των προφητών είτε μέσω του Υιού Του, είναι απόλυτα αληθινά κι ακριβή. Για την ανθρωπότητα υπήρξε ζωή, θάνατος, κρίση κι ελπίδα ανάστασης. Όσον αφορά το θνητό άνθρωπο στο δεύτερο επίπεδο, αυτός είναι, που είναι λατρευτός στο Θεό ως υιός Του. Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά έχει ιδιαίτερη σχέση με το Θεό-Πατέρα κι αυτό σημαίνει ότι, αν δε συγχρονιστεί με την ανθρωπότητα, που ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία, μπορεί να γνωρίσει τη Θέωση. Ο θνητός δηλαδή άνθρωπος, είτε γεννήθηκε προ Χριστού είτε μετά Χριστόν, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη τη γενική Θέωση. Ο Θεός δίνει δύναμη ώστε να μπορεί ο άνθρωπος ν’ ακολουθεί την πορεία Θέωσης. Η γενική Θέωση, αυτό που αναφέρουν οι Γραφές ως Βασιλεία των Ουρανών, αφορά τους ανθρώπους που θα γεννηθούν μετά από κάποιον συγκεκριμένο χρόνο κι είναι σταθμός για την ανθρωπότητα, γιατί θα εξαλειφθούν όλοι οι παράγοντες, που για τον οποιονδήποτε λόγο εμποδίζουν τους θνητούς ανθρώπους να θεωθούν. Ενώ ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα Θέωσης, η ανθρωπότητα στο σύνολό της θ’ αποκτήσει αυτό το δικαίωμα μετά απ’ ορισμένο χρόνο.
Αυτή η διαφορά είναι η αιτία που, όπως αναφέραμε, γεννά τη δεύτερη σχετική διαφορά, που αφορά αποκλειστικά τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος ξεκίνησε την πορεία του γυμνός, ζώντας μέσα σ’ ένα φυσικό κόσμο ανταγωνιστικό κι επικίνδυνο. Από εκείνον τον άνθρωπο που κατοικούσε στις σπηλιές μέχρι τον άνθρωπο του σήμερα, που κυκλοφορεί μ’ ελικόπτερο και μιλά μέσω του τηλεφώνου μ’ όποιο σημείο της Γης θέλει, υπάρχει μία όχι ευκαταφρόνητη διαφορά. Ο άνθρωπος σήμερα νομίζει ότι όλα αυτά είναι “φυσικά” εξαιτίας της ευφυΐας του. Θεωρεί ζήτημα χρόνου ν’ ανακαλυφθεί το αυτοκίνητο ή το τηλέφωνο ή οτιδήποτε άλλο. Αντιλαμβάνεται την ευφυΐα του, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει ότι, αν μία ευφυΐα τού σύγχρονου κόσμου γεννιόταν στην εποχή του λίθου, το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να εξασφαλίσει καλύτερο μέρος σε μία σπηλιά για να κοιμηθεί. Δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί υπάρχουν φυλές στην Αφρική ή στην Αυστραλία τις οποίες αυτό το “φυσικό” δεν τις άγγιξε. Εδώ ένας βλάκας ρατσιστής θα μπορούσε να πει ότι είναι θέμα ανωτερότητας της κάθε φυλής. Αυτό είναι εντελώς λάθος κι αποδεικνύεται τέλεια κι απόλυτα μ’ ένα πείραμα.
Ο ανώτερος ή κατώτερος άνθρωπος, αν υπάρχει, γεννιέται και δε γίνεται. Το πείραμα που αναφέρουμε, είναι ό,τι πιο εύκολο υπάρχει στη διεξαγωγή του. Από τις άπειρες “πρωτόγονες” και άρα “κατώτερες” σύμφωνα με τη λογική των ρατσιστών φυλές, παίρνουμε ένα βρέφος. Αυτό το βρέφος στη συνέχεια το παραδίδουμε προς υιοθεσία σε μία οικογένεια της ανεπτυγμένης Δύσης και το παρακολουθούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Εξαλείφουμε όλες τις παραμέτρους, που είναι δυνατό να δημιουργήσουν προβλήματα και βλέπουμε αν προσαρμόζεται στα δεδομένα μίας “ανώτερης” κοινωνίας. Τέτοιες παράμετροι είναι το χρώμα της επιδερμίδας ή ο σωματότυπος της κάθε φυλής. Ένα μαύρο παιδί δεν είναι δυνατό να παραδοθεί σε μία λευκή οικογένεια μίας ομοιογενούς λευκής κοινωνίας. Αν, από τη στιγμή που εμείς δημιουργούμε ιδανικές συνθήκες, το βρέφος δεν προσαρμόζεται κι εξελίσσεται σε προβληματικό άτομο, τότε είναι πράγματι κατώτερο. Είναι όμως δυνατόν ένα βρέφος άνθρωπος ν’ αναπτυχθεί φυσιολογικά και να μη μπορέσει να προσαρμοστεί; Σε καμία περίπτωση δε θα είναι κατώτερο κι ίσως αποδειχτεί ανώτερο απ’ όλους. Από τον ηλίθιο ρατσιστή σίγουρα θα είναι ανώτερο, γιατί αυτό τουλάχιστον δε θα έχει αυτήν την άθλια άποψη για τους ανθρώπους. Ο ρατσιστής χαίρεται, επειδή είναι Γερμανός ή Γάλλος ή Έλληνας, για τα επιτεύγματα του λαού που τον γέννησε, αλλά αγνοεί ότι, αν όλοι οι άνθρωποι είχαν την ευφυΐα του, θα ήμασταν ακόμα στην εποχή των σπηλαίων. Καθώς βλέπουμε ότι υπάρχει αυτή η τεράστια διαφορά μεταξύ των ανθρώπων, που έχουν κατοικήσει τον πλανήτη, καθώς και ότι είναι ανύπαρκτη κάθε διαφορά μεταξύ των ανθρώπινων φυλών, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι το ζητούμενο είναι αυτή η συγκεκριμένη διαφορά και για ν’ επιτευχθεί αυτό, απαιτούνται συγκεκριμένες ενέργειες.
Από τη στιγμή που γεννήθηκε ο άνθρωπος “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, ήταν αδύνατο να μην υπάρξει Σχέδιο, που να βελτίωνε τη θέση του. Ήταν αδύνατο ν’ αφεθεί ο άνθρωπος στην τύχη του. Δεν μπορεί ο Θεός να του δώσει θεϊκή ύλη και να τον αφήσει να ζήσει σε συνθήκες που ζουν τα ζώα της φύσης. Ήταν αδύνατο να τον άφηνε να πεθαίνει λόγω πείνας, λόγω ψύχους ή να κατασπαράζεται από τα θηρία. Τι ήταν ο άνθρωπος όμως κατά την εποχή της Δημιουργίας; Τέλειος; Ήταν πράγματι τέλειος και δεν είχε αμαρτίες, δεν ήταν μοιχός, δεν ήταν δολοφόνος. Πώς μπορούσε όμως αυτή η τελειότητα να ωφελήσει σ’ εκείνες τις συνθήκες; Έκανε κρύο και κρύωνε, άλλαζε εποχή, έπρεπε να μετακινηθεί, γερνούσε, ήταν αδύνατο να επιβιώσει λόγω αδυναμίας, ενώ το πιθανότερο ήταν να χάσει τη ζωή του από τα θηρία. Το ανθρώπινο είδος γευόταν το θάνατο και ζούσε μ’ αυτόν. Γεννούσε η γυναίκα δέκα παιδιά, επιβίωναν ελάχιστα.
Όλα αυτά συμβαίνουν στα ζώα στη φύση κι είναι αυτό που θεωρούμε δυναμική της. Το ισχυρό συντηρείται από το ανίσχυρο και η επιβίωση του τελευταίου στηρίζεται στην ταχύτερη αναπαραγωγή. Ο άνθρωπος όμως είναι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Έχει λογική, έχει κι αισθήματα. Οι χοίροι αναπαράγονται ταχύτατα, αλλά δεν αισθάνονται το θάνατο. Ή ίδια η μητέρα μπορεί να κατασπαράξει τους βλαστούς που γεννά. Ο άνθρωπος όμως βασανίζεται. Είναι αδύνατο μία μητέρα να δεχτεί ως φυσικό το γεγονός να χάνει συνεχώς τα παιδιά που γεννά. Η μητέρα, από την εποχή της Δημιουργίας μέχρι σήμερα, έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά. Γεννά παιδιά, θυσιάζεται γι’ αυτά, τα βλέπει να μεγαλώνουν και χαίρεται, και ως ον με συναισθήματα συμπάσχει όταν αυτά υποφέρουν. Είναι δυνατόν αυτό το ον ν’ αφεθεί ν’ ακολουθήσει τους νόμους της φύσης, που καθορίζουν τη λειτουργία της; Ένα ον που γνωρίζει κι αγαπά ομοειδή του, υποφέρει κι αρνείται να ζήσει κάτω από συνθήκες που το βασανίζουν.
Βλέπουμε ότι ο άνθρωπος της Δημιουργίας ήταν τέλειος, αλλά τραγικά αδύναμος ν’ αντιμετωπίζει το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται η ζωή μέσα στη φύση. Ο Θεός θα ήταν άδικος αν επέτρεπε τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Είναι άδικο να φεύγει η μητέρα ή ο πατέρας από τη σπηλιά και γυρίζοντας πίσω ν’ αντικρίζει το θάνατο. Είναι άδικο να βλέπει ο αδερφός τον αδερφό να κατασπαράζεται από τ’ άγρια θηρία. Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο κι αυτή η αγάπη έχει σχέση με το χαμόγελό του και την ψυχή που το προκαλεί. Αυτό το χαμόγελο αποφάσισε να χαρίσει στον άνθρωπο χωρίς κόστος. Ο Χριστός υποσχέθηκε Αιώνιο Ζωή και μιλά γι’ άπειρη χαρά. Ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται κι αυτός είναι ο πραγματικός σκοπός του Θεού. Για να επιτευχθεί αυτό, έπρεπε να γίνουν ορισμένα συγκεκριμένα πράγματα, στην πλειοψηφία τους άσχημα, για την ανθρωπότητα. Η δικαιοσύνη του Θεού έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ κατευθύνει την ανθρωπότητα στο σύνολό της, παρ’ όλα αυτά δεν αγγίζει ούτε απειλεί τον καθένα από εμάς σε προσωπικό επίπεδο.
Ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, όπως ο Πατέρας του. Αυτό σημαίνει ότι, είτε ο άνθρωπος ζει στην εποχή των σπηλαίων είτε στη σημερινή Νέα Υόρκη, έχει κρίση να εκτιμήσει την κατάσταση που βρίσκεται ο ίδιος και η κοινωνία, και με τα μέσα που έχει ν’ ακολουθήσει την πορεία προς τη Θέωση. Υπάρχει μία τεράστια παγίδα, εφόσον το Μυστικό Σχέδιο απαιτεί ανθρώπινο δυναμικό, που θα θυσιαστεί, αλλά αυτό δεν αφορά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Αν απαιτείται για το Σχέδιο η υποχρεωτική αγαμία, είναι ψεύτης κι άθλιος, όποιος ισχυριστεί ότι τον παρέσυρε ο Θεός σ’ αυτήν. Οι άθλιοι παρασέρνουν τους ανθρώπους κι αυτοί είναι που θυσιάζονται.
Ξαναγυρνώντας στην εποχή της Δημιουργίας, βλέπουμε ότι υπάρχει μία πλήρης συμφωνία μεταξύ των λόγων του Χριστού και της υπάρχουσας επιστημονικά τεκμηριωμένης γνώσης των ανθρώπων. Υπήρχε δηλαδή ο άνθρωπος και ο Θεός. Ο αρσενικός άνθρωπος αποκολλιόταν από την οικογένειά του και γινόταν “σάρκα μία” με το θηλυκό άνθρωπο. Αυτή η ένωση ήταν τέλεια, γιατί την πραγματοποιούσε ο Θεός. Δεν υπήρχαν ενδιάμεσοι και συνεπώς την όποια εξουσία την έφερε η γυναίκα. Ο άνθρωπος της Δημιουργίας και του Παραδείσου ανήκε στη μητριαρχική κοινωνία. Αυτή η κοινωνία, ενώ είναι τέλεια, έχει μία τρομερή αδυναμία. Δεν μπορεί να παράγει γνώση, που απαιτεί θυσία, και είναι ικανή μόνο για επιβίωση. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτή μπορεί να ζήσει χιλιάδες χρόνια, χωρίς ν’ ανακαλύψει τίποτε απολύτως. Απ’ αυτήν την κοινωνία ανέλαβε να τον βγάλει ο Θεός θυσιάζοντας την τελειότητά του. Πώς έγινε αυτό; Δημιουργώντας συνθήκες πραγματοποίησης αυτού που λέμε “προπατορικό αμάρτημα”.
Τι όμως είναι το προπατορικό αμάρτημα και πώς συμβάλλει στην ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης; Οι περιγραφές υπάρχουν μέσα στις Γραφές κι είναι δοσμένες από το Θεό. Το δυσνόητο των περιγραφών μέσα στις Γραφές, καθώς και η ύπαρξη έλλογων όντων εκτός από τον άνθρωπο, οδηγεί στην παρανόηση και μ’ αυτόν τον τρόπο στην παγίδευση. Οι άνθρωποι, ενώ γνωρίζουν την ύπαρξη του αμαρτήματος, δεν μπορούν να το κατανοήσουν. Μέσα στις περιγραφές υπάρχει για παράδειγμα ένα ον, ο όφις, που είναι το εξυπνότερο ον του Παραδείσου. Όμως τι είναι ο όφις; Είναι δυνατό τα φίδια να ήταν κάποτε εξυπνότερα από τον άνθρωπο; Γιατί παγιδεύτηκε η Εύα και όχι ο Αδάμ απ’ αυτό; Τι ήταν το δέντρο της γνώσης και γιατί απαγορευόταν στους ανθρώπους να δοκιμάσουν τους καρπούς του; Τι ήταν το δέντρο της ζωής; Γιατί, παρόλο που ο άνθρωπος έφαγε τον απαγορευμένο καρπό, δεν πέθανε όπως προέβλεψε ο Θεός; Ή μήπως ο θάνατος είναι κάτι άλλο; Γιατί ο Θεός απείλησε τη γυναίκα ότι τα παιδιά της θα έρθουν σε σύγκρουση με τα παιδιά του όφεως; Γιατί την απείλησε μ’ εξάρτηση από τον άντρα της και με υποταγή στην εξουσία του; Γιατί όλη η αντιπαλότητα των παιδιών θα εξαντλείται στο να πατά ο γιος της γυναίκας το κεφάλι του όφεως κι ο όφις να τον πληγώνει στην πτέρνα;
Όλα αυτά είναι γνωστά σ’ όλους. Όλοι οι άνθρωποι αιώνες τώρα γνωρίζουν αυτό το συμβάν. Αυτό που δε γνωρίζουν είναι ότι ο όφις δεν είναι το γνωστό φίδι, αλλά κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο αποκαλύπτεται μόνο μέσω των αριθμών. Αν ο αναγνώστης δει αυτό που δείχνουν οι αριθμοί, σίγουρα θα καταλάβει ότι η παραπάνω περιγραφή είναι αληθινή και όχι μύθος. Όφις = Πύθων = Έχιδνα = Άνδρας = Άρσεν = 27. Ο “όφις”, το εξυπνότερο ον του Παραδείσου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κλειδωμένη λέξη, που χαρακτηρίζει τον άντρα. Ο άντρας περιφερόταν στο χώρο της γνώσης, που ήταν ικανή να βουτήξει την ανθρωπότητα στο άπειρο σκοτάδι. Ο λόγος που παρέσυρε την Εύα είναι πλέον προφανής. Η γυναίκα είχε την εξουσία κι αυτή έπρεπε να την ανταλλάξει με τον καρπό της γνώσης. Το προπατορικό αμάρτημα έγινε, όχι όταν ο άντρας μπήκε στο χώρο της γνώσης κι αντιλήφθηκε ότι ο άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τη ζωή του μέσα από συγκεκριμένες ενέργειες, που προϋποθέτουν θυσίες, αλλά όταν έπεισε τη γυναίκα. Η γυναίκα χρεώνεται αυτό το αμάρτημα, επειδή έδωσε την εξουσία στον άντρα. Από την αρχή της Δημιουργίας ο άντρας ήταν πάντα ο ίδιος. Σκεφτόταν με τρόπο όμοιο κι όλα αυτά τα έχουμε περιγράψει. Η πανίσχυρη γυναίκα δεν του επέτρεπε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες, που θα απειλούσαν την τέλεια δυναμική. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα δέχτηκε την εξουσία του άντρα, εμφανίστηκε ό,τι άσχημο χαρακτηρίζει την πατριαρχική κοινωνία. Το πρόβλημα που μπορεί ν’ απασχολεί κάποιον, είναι το πώς αυτή η μεταβολή της κοινωνίας έγινε παγκόσμια και σε μία περίοδο κατά την οποία η επικοινωνία ήταν δύσκολη υπόθεση μεταξύ των λαών.
Για να τ’ αντιληφθεί κάποιος αυτό θα πρέπει κατ’ αρχήν να γνωρίζει το σημείο στο οποίο έγινε το αμάρτημα… πού εντοπίζεται η μεταβολή της κοινωνίας και με ποιον τρόπο επηρεάζεται ο περίγυρος. Μιλάμε για σημείο κι όχι για παγκόσμια ταυτόχρονη εμφάνιση, γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά που πρέπει να διερευνήσουμε. Ο Θεός έχει τη γνώση κι αυτή η γνώση στον Παράδεισο εκφράζεται με την έννοια του “δένδρου” αυτής. Ο Θεός μπορούσε, αν ήθελε, να εμφανιστεί ταυτόχρονα σ’ όλα τα σημεία του πλανήτη και σ’ όλους τους άντρες και να μοιράσει γνώση. Το πρόβλημα είναι ότι η Εύα η γυναίκα, δεν επηρεάστηκε απ’ αυτήν καθ’ αυτήν τη γνώση, αλλά από τον καρπό αυτής. Ο Θεός έπρεπε να δώσει γνώση σ’ εκείνες τις συνθήκες και σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που μπορούσαν να παράγουν άμεσα και θεαματικά αποτελέσματα, που θα ήταν οι καρποί. Το μέρος επιλέχτηκε με τέλειο τρόπο και δεν ήταν άλλο από την κοιλάδα της Μεσοποταμίας. Αποτέλεσμα του αμαρτήματος ήταν η Βαβυλώνα των μύθων. Εκεί υπήρχαν οι συνθήκες, όπου η γνώση έφερνε άμεσο και τεράστιο πλούτο χωρίς κίνδυνο και παρασύρθηκε η γυναίκα. Εκεί διαπίστωσε η γυναίκα ότι έπρεπε να παραδώσει τα παιδιά της στην εξουσία του άντρα, ο οποίος είχε τη γνώση να δαμάσει τη φύση και να εξασφαλίσει ευκολότερη επιβίωση.
Η περιγραφή του αμαρτήματος στις Γραφές έχει δύο φάσεις, όπως συνέβη και στην πραγματικότητα. Η πρώτη φάση είναι αυτή στην οποία ο άντρας ξεγελά τη γυναίκα και της προσφέρει τον καρπό και η δεύτερη είναι αυτή, που η ίδια προσφέρει τον καρπό στον άντρα. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο φάσεων είναι ότι η πρώτη συνέβη στο παρελθόν κι είναι αυτή, που εντάσσει την κοινωνία στην πατριαρχία, ενώ η δεύτερη είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενη και συμβαίνει μέχρι τις μέρες μας. Πώς; Η Εύα είναι η γυναίκα κι ο Αδάμ είναι ο άντρας. Σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουν μόνον άντρες και γυναίκες κι αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που γελάστηκε η Εύα δίνει τον καρπό στον Αδάμ, που είναι πλέον ο γιος της. Εξαπατάται η γυναίκα, αλλά αυτή γεννά τους άντρες και τους δίνει τη γνώση, που την εξαπάτησε. Απλά ο Αδάμ και ο κάθε άντρας δεν έχει πλέον ανάγκη να εξαπατήσει τη γυναίκα, όπως ο όφις, γιατί η κοινωνία έχει αλλάξει. Το προπατορικό αμάρτημα κατατρέχει ακόμα τους ανθρώπους, γιατί απλούστατα η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται την πλάνη της. Αν πάψει η γυναίκα να παρασέρνει τον άντρα ως γιο της, αυτός έχει τη δύναμη να νικήσει τον όφι. Ό,τι λέει ο Θεός στους πρωτόπλαστους είναι τέλειο και ακριβές. Τον άντρα τον προειδοποιεί και τον απειλεί, όχι άμεσα αλλά έμμεσα, αφού απειλεί τον όφι. Ο άντρας από τότε δεν έπαψε να σέρνεται με το στήθος και την κοιλιά σαν δούλος. Όσον αφορά τη γυναίκα, πάλι ο Θεός υπήρξε σαφής. Σ’ όλη τη ζωή της θα είναι εξαρτώμενη από τον άντρα και θα υποτάσσεται στις εξουσίες του, αφού αυτός θα είναι αφέντης της.
Πώς όμως όλοι αυτοί οι σκληροί λόγοι βγήκαν από το στόμα του Θεού; Ήταν ο πανάγαθος Θεός κακός; Τα έλεγε όλα αυτά για να τιμωρήσει; Τίποτε απ’ όλα αυτά δε συμβαίνει. Ο Θεός μιλά σκληρά γιατί βλέπει και περιγράφει το μέλλον και όχι επειδή έχει πρόθεση να τιμωρήσει. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι παράκουσαν τις Εντολές Του, μπήκαν στο δρόμο της θυσίας. Ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεύτηκε τον καρπό του δέντρου της γνώσης, ήταν πλέον νεκρός.
Πριν δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στο χώρο των αριθμών, θα πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε πώς πέρασε η παγκόσμια κοινωνία στην πατριαρχική μορφή της. Είπαμε ότι το μέρος, που επιλέχθηκε, ήταν αυτό, που μπορούσε ν’ αποφέρει τα πιο άμεσα και θεαματικά αποτελέσματα. Η κοιλάδα της Μεσοποταμίας ήταν δώρο και κατάρα μαζί. Δώρο, γιατί οι καρποί τής γης της κι ο πλούτος σε θηράματα εξασφάλιζαν εύκολη επιβίωση και κατάρα, γιατί οι πλημμύρες του Ευφράτη κόστιζαν σε ανθρώπινες ζωές κι ανθρώπινο κόπο, επειδή προκαλούσαν καταστροφές.
Ο όφις, δηλαδή ο άντρας, από τη στιγμή που πήρε έτοιμη γνώση για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, ήταν θέμα χρόνου να πείσει τους ομόφυλούς του άντρες να συμμετάσχουν σε μία κοινή δραστηριότητα, που σκοπό είχε την πραγματοποίηση υποδομής και όχι την άμεση καθημερινή επιβίωση. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτή η μεταβολή, ακολουθούν πλήθος άλλες. Ποιες είναι αυτές; Πρώτον, η γυναίκα βλέπει ότι τα παιδιά της δεν είναι υποχρεωμένα να έχουν το άγχος της επιβίωσης κι ούτε είναι αναγκασμένα να μετακινούνται ανάλογα με την εποχή. Αυτή η διαπίστωση της γυναίκας την κάνει εύκολη στο να δεχτεί το δρόμο της θυσίας και της υποταγής. Δεύτερον, ανάμεσα στους άντρες, που πραγματοποίησαν το έργο, αρχίζουν να εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου άντρες εκλεκτοί και άρα πολύτιμοι. Μέχρι τότε όλοι οι άντρες ήταν ίσοι και η όποια διαφορά στη σωματική διάπλαση δεν επηρέαζε τις σχέσεις τους, αφού δεν είχαν να μοιράσουν μεταξύ τους κάτι το ιδιαίτερο. Ο δυνατός άντρας επιβίωνε λίγο πιο εύκολα και τίποτε περισσότερο.
Από τη στιγμή όμως που κάποιος έχει μία πολύτιμη γνώση κι αυτό είναι κοινά αποδεκτό, βελτιώνει τη θέση του. Η γνώση σ’ αντίθεση με τη μυϊκή δύναμη, έχει το χαρακτηριστικό ότι ακολουθεί τον άνθρωπο μέχρι το τέλος της ζωής του κι απ’ αυτό ξεκινούν όλα τα προβλήματα. Ο εκλεκτός άνθρωπος έχει αυτήν την ιδιότητα μέχρι το θάνατό του. Ο άνθρωπος έχει ορισμένες ανάγκες κι αυτές μέχρι τότε τις κάλυπτε με τον κόπο του. Από τη στιγμή όμως που μπορεί να εκβιάσει με τη γνώση του, αυτές τις ανάγκες προσπαθεί να τις καλύψει εκμεταλλευόμενος τον κόπο των άλλων. Έτσι, πολύ γρήγορα ο εκλεκτός κι ο περίγυρός του άρχισαν να περιφέρονται τεμπελιάζοντας. Για μία μεγάλη κοινωνική ομάδα, όταν αυτοί είναι λίγοι, δεν υπάρχει πρόβλημα κι έτσι αφέθηκαν να λειτουργούν σύμφωνα με τον τρόπο που επέλεξαν. Αν σταματούσαν σ’ εκείνο το σημείο, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κι όταν η γνώση τους θα ήταν πλέον άχρηστη γι’ αυτούς, αφού θα είχε εφαρμοστεί, η κοινωνία πάλι θα επανερχόταν στην ιδανική κατάσταση.
Ο άντρας όμως δε σταμάτησε εκεί. Ο πονηρός και άθλιος άντρας, όταν έχει την εξουσία, προσπαθεί εκτός από την επιβίωσή του να εξασφαλίσει και την υπερπολύτιμη γι’ αυτόν πορνεία. Ποιος άντρας εκείνης της εποχής, βλέποντας τη μοναδικότητά του, δε θα προσπαθούσε ν’ απολαύσει σαρκικά όποια γυναίκα επιθυμούσε; Ποιος άντρας σήμερα, όταν κάνει όνειρα για πλούτο ή εξουσία, δε φαντάζεται τον εαυτό του περιτριγυρισμένο από καλλονές; Ο άντρας, από τότε μέχρι σήμερα, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ό,τι μπορεί να εκμεταλλευτεί, δεν το αφήνει. Πόσο μάλιστα σε μία πρωτόγονη κι αγνή κοινωνία έχοντας ανώτερη γνώση. Επειδή η γνώση ακολουθεί τον άνθρωπο μέχρι το θάνατο, αυτή η κατάσταση επίσης ακολουθεί. Ο πονηρός εκλεκτός βλέποντας όμως το γήρας και την αδυναμία να τον απειλούν, άρχισε κατά βούληση να δημιουργεί ψευδοεκλεκτούς. Μοιράζοντας συνθήκες εύκολης ζωής και πορνείας, εύκολο ήταν να συγκεντρώνει γύρω του πονηρούς δούλους κι άντρες ανώτερης σωματικής διάπλασης, που αναλάμβαναν πλέον να τον προστατέψουν. Ο αναγνώστης βλέπει ότι, από ένα σημείο κι έπειτα, τα πάντα ακολουθούν με τρομακτική ταχύτητα.
Τι συμβαίνει όμως στη βάση, όταν συμβαίνει αυτό στην κορυφή της κοινωνικής ομάδας; Από τη στιγμή που η γυναίκα παρέδωσε την εξουσία στον άντρα, επειδή έτσι της υποδεικνύουν τα έργα του, ο άντρας εκμεταλλεύεται αυτήν την εξουσία. Δεν έχει ενδοιασμό να παραδώσει το μικρό κορίτσι του στον άθλιο γέροντα, που μοιράζει τεμπελιά και πορνεία. Ο άντρας είναι πονηρός και παρασύρεται. Βλέπει τους εκλεκτούς ν’ απολαμβάνουν τα πάντα και θέλει κι αυτός να τ’ απολαύσει. Γι’ αυτόν είναι το ίδιο αν η κόρη του ακολουθήσει τον έρωτά της ή τον άθλιο εκλεκτό. Εξασφαλίζει και το άλλοθί του πιστεύοντας ότι διευκολύνει τη ζωή της.
Όλα αυτά όμως έχουν και κάποια αποτελέσματα όσον αφορά τη γενικότερη λειτουργία της ομάδας. Αυτά είναι τα παρακάτω: από τη στιγμή που επιλέχθηκε το καλύτερο μέρος, αυτό σημαίνει ότι οι εκλεκτοί αρχίζουν και προωθούν τη θέση για τη στατικότητα. Ενώ μέχρι τότε μπορεί να υπήρχε η περίπτωση μετακίνησης, αυτή είναι τώρα απαγορευτική. Ο εκλεκτός δε θέλει να μετακινείται γιατί απλούστατα η γνώση του και τα όσα αυτή προσφέρει έχει αξία στο συγκεκριμένο μέρος. Επειδή το μέρος είναι πολύ πλούσιο και οι γνώσεις το κάνουν ακόμα πλουσιότερο, αυτό σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων μπορεί να επιβιώνει, χωρίς να εργάζεται καθόλου. Μέχρι τότε η εύφορη κοιλάδα της Μεσοποταμίας ήταν σταθμός για πολλές φυλές και λαούς. Μία συγκεκριμένη περίοδο συνέρεαν πλήθη ανθρώπων απ’ όλες τις κατευθύνσεις για ν’ απολαύσουν τους καρπούς της.
Από τη στιγμή όμως που μία ομάδα έχει τη γνώση να δαμάσει τη φύση κι έχει δουλέψει για την υποδομή, αυτό σημαίνει ότι η ελεύθερη μετακίνηση μέσα στο χώρο αρχίζει να γίνεται προβληματική. Ο πλούτος, που είναι το πλεόνασμα και συντηρεί όλους τους τεμπέληδες, τίθεται σε κίνδυνο. Όλοι αυτοί αρχίζουν και σκέφτονται να πάρουν για πρώτη φορά στην ιστορία ένα ρόλο. Αναλαμβάνουν να διώχνουν τους ανθρώπους που για αιώνες συνέρεαν στην περιοχή. Αυτός είναι ο πρώτος στρατός κι είναι αποτέλεσμα καθαρά του αμαρτήματος. Οι άνθρωποι που μέχρι τότε δε γνώριζαν το φόνο, παρά μόνον το θάνατο από τα θηρία, γνώρισαν το χειρότερο θηρίο, που είναι ο άνθρωπος. Η ζωή του ανθρώπου έπαψε να έχει αξία κι ο θάνατος σκορπιζόταν απλόχερα μέσα κι έξω από την πρώτη πατριαρχική κοινωνία. Από τότε έπαψαν να τηρούνται και τα προσχήματα. Άρπαζαν, βίαζαν κι εξασφάλιζαν δούλους με τη δύναμη των όπλων. Δε χρειαζόταν τώρα να ρωτηθεί ο πατέρας ή να είναι πονηρός. Ο φόβος ήταν αρκετός για να μην υπάρξει αντίσταση.
Ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στην πρώτη πατριαρχική κοινωνία, τι συμβαίνει στον περίγυρο, που παραμένει στο μητριαρχικό τύπο; Αυτή η κοινωνία έχει το μειονέκτημα, να μη μπορεί με κανέναν τρόπο ν’ αναπτύξει μηχανισμούς άμυνας. Η μητέρα ασκεί εξουσία, αλλά αυτή η εξουσία είναι μέσα στην οικογένεια. Δεν μπορεί να γίνει κεντρική, κι αν γίνει δεν έχει το τρομερό ένστικτο της αντίστοιχης αντρικής. Αυτό το τρομερό ένστικτο γεννιέται από τα πάθη των διεστραμμένων δούλων, που όταν γεράσουν αποκτηνώνονται πλήρως. Όταν οι άθλιοι της πατριαρχικής κοινωνίας δε διστάζουν να σκοτώσουν και ν’ αδικήσουν ανθρώπους της ίδιας φυλής, είναι δυνατό να έχουν ενδοιασμούς με τις υπόλοιπες φυλές; Το επόμενο βήμα ήταν εξορμήσεις, με σκοπό τη λεηλασία είτε αγαθών είτε ανθρώπων. Άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Τους άντρες τους έκαναν δούλους και τις γυναίκες τις βίαζαν μετατρέποντάς τες σ’ ερωμένες δια της βίας. Μέσα σ’ αυτές τις φυλές που αδικούνταν, φυσικό είναι να υπήρχαν αντιδράσεις και φόβοι. Οι άντρες εκείνων των φυλών αποφάσισαν ν’ αντιδράσουν και ν’ αμυνθούν. Το έργο τους ήταν η οργανωμένη άμυνα. Αυτό υπήρξε κι ο καρπός του προπατορικού αμαρτήματος για τη γυναίκα αυτών των φυλών. Ενώ στη Μεσοποταμία ο καρπός ήταν η εύκολη επιβίωση, στον περίγυρο ήταν η άμυνα. Όλες αυτές οι φυλές που αμύνθηκαν έγιναν κι αυτές επιθετικές, επειδή ακολουθούσαν την ίδια ακριβώς πορεία. Απλά ο εκλεκτός δεν ήταν πλέον λόγω γνώσης, αλλά λόγω ηρωισμού. Άρχισαν να εμφανίζονται κι οι ήρωες που, εκμεταλλευόμενοι τη δήθεν ιστορία τους, απολάμβαναν μέχρι το θάνατό τους προνόμια που γνωρίζουμε ποια είναι. Στη Μεσοποταμία πυροδοτήθηκε μία αλυσιδωτή αυτοτροφοδοτούμενη αντίδραση. Μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων έπεσε η γνώση σαν ατομική βόμβα και διασκορπίστηκε στα πέρατα της Γης. Από τη στιγμή που διαπράχθηκε το προπατορικό αμάρτημα και μετά, δεν υπήρχε περίπτωση πισωγυρίσματος. Ήταν τόσο καθοριστικό το πέρασμα μίας ομάδας στην κοινωνία πατριαρχικού τύπου, που το μόνο που απέμενε πλέον ήταν η συμπλήρωση του χρόνου που απαιτούσε το Μυστικό Σχέδιο.
Στη Βαβυλώνα λοιπόν βρίσκονται τα θεμέλια της πατριαρχικής κοινωνίας κι εμείς πρέπει να δούμε τι ακριβώς έχει οικοδομηθεί σ’ αυτά τα θεμέλια. Οι αριθμοί περιγράφουν τα όσα συνέβησαν τότε μ’ ακρίβεια κι αυτό σημαίνει ότι εμείς πρέπει να βρούμε τι ακριβώς είναι το δέντρο της γνώσης ή το δέντρο της ζωής. Εδώ είναι χρήσιμο ν’ αναφέρουμε ότι στις Γραφές αναφέρεται ο όρος “ξύλον” και όχι “δένδρον”. Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο “δένδρον”, γιατί αυτό διδαχτήκαμε από το Χριστό. Τα δέντρα ξεχωρίζουμε και όχι το ξύλο, που προέρχεται από δέντρο. Δένδρον της ζωής = Αθάνατος άνθρωπος = Βασιλεία των Ουρανών = Άνθρωποι ζώντες = Κέρας της αμάλθειας = 80. Επίσης, με άλλο αριθμό εκφράζεται πάλι το ίδιο, εφόσον: Δένδρον ζωής = Αιώνιος ζωή = Ιερός Λόγος = Αλήθεια του Θεού = Θεία κοινωνία = 63. Απ’ αυτό το δέντρο έχει δικαίωμα να τρώει καρπούς ο άνθρωπος κι αυτοί οι καρποί δεν τον αποβάλλουν από τη θεία κοινωνία της Δημιουργίας. Το απαγορευμένο δέντρο είναι αυτό της γνώσης του καλού και του κακού. Ο όφις όταν προσπάθησε να ξεγελάσει τη γυναίκα, της είπε ότι μέσω αυτού του καρπού ο άνθρωπος γίνεται όμοιος με το Θεό και γνωρίζει πώς να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Ο όφις δεν είπε ψέματα. Ο Θεός γνώριζε το καλό και το κακό, γιατί γνωρίζει τα πάντα. Το θέμα όμως είναι ότι ο τέλειος άνθρωπος τότε δεν είχε ανάγκη απ’ αυτήν τη γνώση, γιατί λειτουργούσε σύμφωνα με την επιθυμία του Δημιουργού. Για να γίνει όμως Θεός και όμοιός Του στη γνώση, έπρεπε να φάει τον καρπό αυτού του δέντρου, να κάνει και το καλό και το κακό, ώστε να τα γνωρίζει και να τα ξεχωρίζει.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η παγίδα. Ο άνθρωπος προστατευόταν από το Θεό Πατέρα μόνο σεβόμενος τα στεγανά μεταξύ της γνώσης του Θεού, που βρίσκεται στο δέντρο της γνώσης και της δικής του τελειότητας, που εκφράζεται από την αγνότητα της ψυχής που του έδωσε ο Δημιουργός. Για να θεωθεί ο άνθρωπος απαιτείται να εφαρμοστεί το Μυστικό Σχέδιο του Θεού. Ήταν αγνός και τέλειος, αλλά δεν ήταν Θεός εφόσον δεν είχε γνώση. Η Θέωση επέβαλε τη δρομολόγηση όλων εκείνων των καταστάσεων, καλών και κακών, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος της Θέωσης θα είχε γνώση όμοια με τον Πατέρα. Ο Θεός γνώριζε από τότε το αυτοκίνητο, το τηλέφωνο, τους δορυφόρους, που είναι αγαθά χρήσιμα και καλά, αλλά γνώριζε επίσης και το κόστος τους, που είναι η Βαβυλώνα, οι πόλεμοι, ο Μεσαίωνας. Αυτή η γνώση τού έδινε την ιδιότητα του Θεού, εφόσον ήταν ήδη Δημιουργός. Ως Δημιουργός δημιούργησε τα πάντα και τα παρέδωσε στον άνθρωπο. Ως Θεός όμως γνώριζε τα πάντα και δεν επιδίωκε να γίνει ο άνθρωπος Θεός κι επομένως δημιουργός των όσων γνωρίζουμε σήμερα, γιατί τον λυπόταν.
Ο άνθρωπος τότε ήταν “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, αλλά μ’ ένα λόγο ομοιότητας, που άγγιζε το ένα προς άπειρο. Όλη η πορεία προς τη Θέωση έχει στόχο να μειώσει αυτήν τη διαφορά και κατά τη Θέωση να υπάρχει ταύτιση, όσον αφορά τη γνώση πάνω στο θέμα του καλού και του κακού. Ταύτιση με το Θεό δε νοείται εκτός απ’ αυτήν τη γνώση, που δόθηκε για το κέρδος της τεχνολογίας. Το δέντρο της γνώσης χαρακτηρίζεται από το μέγιστο των αριθμών που είναι το “9”. Δένδρον της γνώσης = Οίκος κεκοσμημένος = Πρωτότοκος των νεκρών = Βασιλεύς της Βαβυλώνος = Κύριος των ανθρώπων = 90. Όταν γνωρίζουμε ότι Δένδρον = Κύριος = 35, αντιλαμβανόμαστε ότι το περίφημο αυτό Δένδρο ήταν ο Ίδιος ο Κύριος, ο οποίος είχε και την απόλυτη γνώση. Η έννοια “όφις” υποδηλώνει απλά το φύλο του Κυρίου.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Θεός ήθελε με κάθε θυσία τη Θέωση του ανθρώπου κι επομένως το απαγορευμένο δέντρο ήταν θέλημά Του να βρίσκεται εκεί τη στιγμή που έπρεπε, ώστε ο άνθρωπος να ξεκινήσει την πορεία του. Η απαγόρευση απλά υπήρχε για να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι όλα αυτά συμβαίνουν εξαιτίας κάποιου σφάλματος, όπως είναι η αλλαγή της κοινωνίας στον πατριαρχικό τύπο. Από το Λόγο του Χριστού διδασκόμαστε ότι ο Θεός τα παρέδωσε όλα σ’ αυτόν και μεταξύ άλλων και το δικαίωμα της κρίσης. Αυτό που μας λέει ο Χριστός σημαίνει ότι αυτός, που είναι το δέντρο της γνώσης, είναι αυτός, που είναι ο Κύριος της γνώσης και δεν είναι άλλος από τον Υιό του Θεού. Ο Υιός του Θεού ως όφις, ως άντρας, είχε τη γνώση και την έδωσε στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο “πρωτότοκος των νεκρών”, που είναι ο ίδιος μ’ αυτόν που γνωρίζουμε στην Αποκάλυψη. Ο Υιός ο μονογενής είναι τα δέντρα είτε της γνώσης είτε της ζωής. Από τη στιγμή όμως που ο άνθρωπος παίρνει γνώση και ο Υιός θυσιάζεται, χάνει για πάντα το δικαίωμα της πρόσβασης στο δέντρο της ζωής, που είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Ο Υιός του Θεού θα πρέπει ν’ αναστηθεί, ώστε να λειτουργήσει ως δέντρο της ζωής. Από το σημείο αυτό και πέρα το δέντρο της ζωής, ό,τι λυτρωτικό δηλαδή προέρχεται από το Λόγο του Υιού του Θεού, φυλάσσεται από τα “Χερουβείμ” κι απ’ αυτό που στην Αποκάλυψη περιγράφεται ως “μάχαιρα μεγάλη”. Οι αριθμοί που εκφράζουν τις έννοιες “Χερουβείμ” και “μάχαιρα μεγάλη” είναι αντίστοιχα 44 και 48. Το 44 είναι ο αριθμός του Παντοκράτορα και το 48 της φιλοσοφίας. Ο Παντοκράτωρ = 44, και η Φιλοσοφία = 48, δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να έρθει σ’ επαφή με το δέντρο της ζωής.
Ο “Παντοκράτωρ” όμως ως έννοια μας βάζει σ’ ορισμένες σκέψεις και μας προβληματίζει. Είδαμε ότι το δέντρο της γνώσης είναι ισοδύναμο του Κυρίου των ανθρώπων κι ο Κύριος των ανθρώπων δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Παντοκράτορα. Πώς όμως μπορούμε να μιλάμε εκείνη την εποχή για παντοκρατορία; Ο Κύριος των ανθρώπων ήταν ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, όπως μας περιγράφουν αριθμοί, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν σε καμία περίπτωση το σύνολο των ανθρώπων, όπως αρμόζει στην έννοια του “παντοκράτορα”. Η Βαβυλώνα έλεγχε ένα μέρος του πλανήτη όχι ιδιαίτερα μεγάλο και σ’ αυτό είχε την εξουσία. Πώς ήταν όμως ο βασιλιάς της παντοκράτορας, αφού δεν είχε την εξουσία πάνω σ’ ανθρώπους που βρίσκονταν σ’ άλλες ηπείρους ή ακόμα και στην ίδια ήπειρο;
Εδώ βρίσκεται και το λεπτό σημείο. Ο όφις που σε πρώτη φάση παρέσυρε τη γυναίκα, βρισκόταν μεν στο δέντρο της γνώσης, αλλά το ξύλο αυτής της γνώσης, που είναι μέρος του δέντρου, επιδίωκε να δημιουργήσει. Ο Κύριος, δηλαδή το Δένδρον, εμφανίστηκε για να παρασύρει τη γυναίκα κι αυτό δημιούργησε το Ξύλον, το οποίο ξαναπαρέσυρε τη γυναίκα σε παγκόσμια πλέον κλίμακα. Αυτό σημαίνει ότι ο Υιός του Θεού εμφανίστηκε σε μία συγκεκριμένη στιγμή μ’ άπειρη γνώση, που παρέσυρε τους ανθρώπους κι άλλαξαν την κοινωνία τους δημιουργώντας τη Βαβυλώνα. Ο Κύριος έφυγε κι αυτό που έμεινε ήταν η Βαβυλώνα, που αναγνώριζαν οι άνθρωποι ως ξύλο. Η πόλη αυτή για την ανθρωπότητα υπήρξε ό,τι το δέντρο της γνώσης, δηλαδή ο Βασιλεύς της, γι’ αυτήν. Ξύλον = Βαβυλών =19.
Βλέπουμε ότι ο Θεός χρησιμοποίησε αυτήν την πόλη για ν’ ανέβει κλίμακα. Από μία μικρή κοινωνική ομάδα, εντελώς ασήμαντη πληθυσμιακά, δημιούργησε τη Βαβυλώνα κι από τη Βαβυλώνα ξεκινά την παντοκρατορία. Είναι προφανές στον αναγνώστη ότι η γνώση του προπατορικού αμαρτήματος, που αφορά το σύνολο της ανθρωπότητας, δόθηκε σε χρόνο πιο κοντινό σ’ αυτόν που ζούμε. Η εκδίωξη του ανθρώπου από τον Παράδεισο, είτε αυτός κατοικούσε στην Αμερική είτε στην Ευρώπη, έγινε όταν η γυναίκα πήρε καρπό, που είναι σ’ όλους ορατός κι αφορά το σύνολο των ανθρώπων. Τα φράγματα της Μεσοποταμίας δεν ήταν ο λόγος που οι Ινδιάνοι της Αμερικής γνώρισαν την Κόλαση, αλλά κάτι άλλο, που αφορά και τους ίδιους και το γνωρίζουν.
Πριν εξετάσουμε το προπατορικό αμάρτημα στην παγκόσμια κλίμακα, χρήσιμο είναι να δούμε τι ακριβώς προκύπτει απ’ αυτό στο επίπεδο του ανθρώπου και που επαναλαμβάνεται συνεχώς. Ο Θεός είπε στον άνθρωπο ότι, από τη στιγμή που θα γευτεί τον καρπό του δέντρου, θα πεθάνει. Θα γνωρίσει ο άνθρωπος το θάνατο κι αυτό θα έχει ως άμεση συνέπεια την απώλεια της Αιωνίου Ζωής. Τι ακριβώς είναι όμως ο θάνατος; Είναι δυνατό να είναι ο βιολογικός; Πώς επιβίωσε το ανθρώπινο γένος; Είπε ψέματα ο Θεός; Αυτό είναι αδύνατον κι επομένως ο θάνατος είναι κάτι άλλο πιο σύνθετο. Αυτός είναι κι ο λόγος που υπάρχει στις Γραφές ο πρώτος κι ο δεύτερος. Ο Θεός λέει ότι αυτός, που θα γευτεί τον καρπό της γνώσης θα πεθάνει αμέσως. Εμείς ψάχνουμε κάποιον, που έχει γνώση κι είναι νεκρός ανάμεσα στους ζωντανούς. Η λογική μας υποδεικνύει ότι αυτοί είναι οι εκλεκτοί. Οι εκλεκτοί, σύμφωνα με τις Γραφές, έχουν γνώση κι επομένως αυτοί είναι οι πιο πιθανοί. Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν απλά ότι, Θάνατος = Εκλεκτός = Εκλεκτοί = Αδελφοί = 30, ενώ, Νεκρός = Σοφός = Πτωχός = 33. Τον όρο “αδελφοί” τον αναφέρουμε γιατί ο Χριστός στους τελευταίους λόγους Του —κι ενώ είχε αφήσει γνώση— ονομάζει τους Αποστόλους αδερφούς. Αυτοί είναι οι άνθρωποι, που γεύτηκαν τον καρπό κι έχουν τη γνώση. Εμείς αναφέραμε ότι απ’ αυτούς προέκυψε ένα σύστημα, το οποίο εμπεριέχει μέσα του την αδικία, την εξουσία κλπ. Συνεπώς αυτός ο αριθμός προσδιορίζει μόνον τους ανθρώπους που έχουν γνώση και όχι τη λειτουργία τους. Προσδιορίζει μία μερίδα ατόμων, που υπάρχει μέσα στην κοινωνία και διατηρεί κάτω από την κατοχή της τη γνώση που οδηγεί στο θάνατο. Αυτό που αφήνουν από πίσω τους κι αποτελεί το κυρίως πρόβλημα, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Οι Γραφές και πάλι θα πρέπει να μας οδηγήσουν. Από τη στιγμή που αυτό το φαινόμενο είναι πρωτόγνωρο για την ανθρωπότητα κι όλοι αυτοί είναι οι πρώτοι που γεύονται το θάνατο, αυτό που αναζητούμε είναι της αυτής λογικής. Ο πρωτότοκος των νεκρών, επομένως ο πρώτος που γεύτηκε το θάνατο, μεταξύ των άλλων προσδιορισμών, μας αφήνει και την έννοια του “πρώτου”. Έτσι, με βάση και πάλι τη λογική, αφού Αυτός είναι ο Υιός του Θεού και συμμετέχει στο μυστήριο, γίνεται πρώτος, για να δημιουργήσει πρώτους. Όλα γίνονται με την προοπτική του πολλαπλασιασμού. Ο εκλεκτός γεννά εκλεκτούς κι επομένως ο πρώτος γεννά πρώτους. Οι πρώτοι, εφόσον δεν έχουν την απόλυτη γνώση του πρωτότοκου, αλλά και την ψυχική δύναμή του, είναι αυτοί, που εκμεταλλεύονται τη γνώση τους σε βάρος των ανθρώπων.
Αυτοί, σύμφωνα με τη θεωρία μας, εισήγαγαν στην κοινωνία την έννοια της “εξουσίας”, της “μοιχείας”, της “βλασφημίας”, κι εφόσον η γνώση προέρχεται από το Θεό και θίγει τα παιδιά Του επίσης κι αυτήν της “αμαρτίας”. Οι άνθρωποι αυτοί έκαναν την αμαρτία, συνεπώς ήταν αμαρτωλοί. Όλα αυτά τα περιγράψαμε επαρκώς και οι αριθμοί τα επιβεβαιώνουν. Πρώτος = Πρώτοι = Αμαρτωλοί = Ασύνετοι = Μοιχοί = Μοιχεία = Βλασφημία = Εξουσία = 37. Οι άνθρωποι αυτοί μετάλλαξαν την κοινωνία, για να την εκμεταλλευτούν ικανοποιώντας την αθλιότητά τους κι αυτοί είναι οι γνωστοί βάρβαροι των αρχαίων Ελλήνων. Οι δικές τους κοινωνίες ήταν επιθετικές και δε σέβονταν τίποτε, ούτε Θεό ούτε άνθρωπο. Βάρβαροι = 37. Οι περίφημοι βάρβαροι, που τόσο πολύ υποτιμήθηκαν από τους Έλληνες, δεν ήταν άλλοι παρά αυτοί, που βίωναν την πατριαρχική κοινωνία σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν αυτοί, που λιθοβολούσαν τις γυναίκες τους, αφού πρώτα τις εγκλώβιζαν στην αθλιότητα της μοιχείας κι ήταν αυτοί, που φέρονταν στα παιδιά τους όμοια με τα ζώα, εφόσον η κοινωνία τους έδινε τη δυνατότητα ν’ ασκούν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω σ’ αυτά. Πώς να μην είναι βάρβαρος για τον Περικλή ένας άνθρωπος, που ζει με μία γυναίκα που δεν ανέχεται και που εκδήλωση αυτού του αισθήματος είναι η άσκηση βίας; Πώς να μην είναι βάρβαρος, τη στιγμή που εκμεταλλεύεται τα παιδιά του κι απαιτεί απ’ αυτά πλήρη υποταγή, ακόμα κι αν γνωρίζει το λάθος του; Πώς να μην είναι βάρβαροι αυτοί, που ζουν σε μία κοινωνία, που δεν τους σέβεται και τους σκοτώνει, και όχι μόνο δεν αμύνονται, αλλά αντίθετα περνούν αυτήν την αθλιότητα και μέσα στα σπίτια τους; Αυτό που επιδίωκε ο Θεός μέσα απ’ αυτήν την κοινωνία, είναι η δημιουργία αδιεξόδου μέσα από ανυπέρβλητα εμπόδια και συγκρουόμενα συμφέροντα, ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να κατανοήσει την έννοια του “Μεσσία” και άρα της “Λύτρωσης”. Δημιουργούνται τεχνητά συνθήκες καταπίεσης, ώστε σε συγκεκριμένο χρόνο να δράσει ένας άνθρωπος με χαρακτηριστικά λυτρωτή. Μέσα σε μία κοινωνία ανθρώπων-Θεών, είναι αδύνατο να υπάρξει Μεσσίας, γιατί απλούστατα δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτε. Όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ήρεμος, “σάρκα μία” με τη γυναίκα του, ο Μεσσίας είναι ο καλύτερος κι ο πιο αγαπητός φίλος, αλλά σε καμία περίπτωση λυτρωτής. Δεν υπάρχει τίποτε, που να επηρεάζει τόσο αρνητικά τη ζωή του, ώστε η νίκη εναντίον αυτού να οδηγεί στη Λύτρωση.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ίδιο σημείο που το έχουμε εντοπίσει. Πρέπει η κοινωνία να έχει αγγίξει μία στάθμη στην οποία το σύνολο των αλλαγών, που θα επιφέρει η επανεμφάνιση του Μεσσία, να φέρει τη Λύτρωση και όχι την απελπισία. Αν δεν ωριμάσουν οι συνθήκες, ο Μεσσίας όχι μόνο δεν μπορεί να επιφέρει τη Λύτρωση, αλλά αντίθετα εντείνει την απελπισία. Όσο ο άνθρωπος ελπίζει, μπορεί και ζει περιμένοντας. Αν όμως αυτό που περιμένει αποκαλυφθεί άκαιρα και δεν έχει την παραμικρή δύναμη, τότε τ’ αποτελέσματα είναι τραγικά. Από τη στιγμή που η ανθρωπότητα έχει μπει στο στάδιο της πατριαρχίας, τα πάντα πρέπει ν’ ακολουθήσουν το Σχέδιο με απόλυτη ακρίβεια, γιατί ένα σφάλμα είναι ικανό να βυθίσει την ανθρωπότητα σε μόνιμη κι ανίκητη αθλιότητα. Ο Θεός όλους αυτούς τους αιώνες δεν εμφανιζόταν, όχι επειδή δε λυπόταν τον άνθρωπο, αλλά για λόγο ακριβώς αντίθετο. Έδωσε τη γνώση και το ένστικτο στον άνθρωπο, αλλά τα κλειδιά αυτής της γνώσης ήταν αδύνατο να δοθούν. Έκτισε τη Βαβυλώνα, αλλά τη γνώση της την προστάτευσε για όσο διάστημα επέβαλε το Μυστικό Σχέδιο. Αυτό που πρέπει εμείς τώρα να δούμε είναι, γιατί η Βαβυλώνα υπήρξε το ξύλο της γνώσης και πώς οδήγησε τον άνθρωπο έξω από τον Παράδεισο.
Η Βαβυλώνα υπήρξε σύμφωνα με τη γνώση των ανθρώπων το πρώτο οργανωμένο σύστημα του οποίου η σκληρότητα άγγιξε τα άκρα. Ο άνθρωπος τη γνωρίζει ως σύστημα και όχι ως πρόσωπο. Η τρομερή θεία ευφυΐα σ’ αυτό το σημείο στηρίζει τη δύναμη του Μυστικού Σχεδίου. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και κορυφαίο δημιούργημά Του είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι είτε αρσενικός είτε θηλυκός. Οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων είναι τρομερές κι αυτό είδαμε πού οφείλεται. Όταν ο Θεός θέλει να γεννηθεί ο Υιός Του ο άνθρωπος και ν’ απολαύσει τα πάντα, εννοείται ότι θα του προσφέρει μία μητέρα. Ο Υιός Του θα γεννηθεί ως άνθρωπος από τη γυναίκα. Λέει ο Χριστός ότι ο άνθρωπος θ’ αποκολληθεί από τους γονείς του και θα προσκολληθεί στην γυναίκα του. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν εμείς γνωρίζουμε ότι ο όφις, δηλαδή ο άντρας, παρασέρνει τη γυναίκα, όταν βρίσκεται στο ξύλον της γνώσης. Όταν στη Δημιουργία ο Θεός κι ο άνθρωπος είναι τα μόνα έλλογα όντα, αυτό σημαίνει ότι κατά τη στιγμή εκείνη το Ξύλον είναι κάτι ανάλογο με την αντιστοιχία του όφι και του άντρα. Από τη στιγμή που στον κόσμο υπάρχουν μόνον ο Θεός, ο άντρας και η γυναίκα, το ξύλο είναι λογικά η γυναίκα. Οι αριθμοί δείχνουν ότι, Ξύλον = Θήλυ, κι όταν εμείς έχουμε βρει ότι Όφις = Άρσεν, τότε διαπιστώνουμε ότι πρόκειται περί ζεύγους.
Έχουμε δηλαδή ένα ζεύγος τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος παίρνει γνώση. Το Σχέδιο του Θεού βασίζεται στο να χωρίσει αυτό το ζεύγος και τα παιδιά τού καθενός να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Όταν ισχυριζόμαστε ότι ο Θεός μέσω του Υιού Του θέλησε να δημιουργήσει το ξύλο, εννοούμε ότι θέλησε να δημιουργήσει το σύστημα με τα θηλυκά χαρακτηριστικά, που θα γεννά ανθρώπους. Ο άντρας σύμφωνα με τις Γραφές, δημιουργήθηκε πρώτος, γιατί πρώτα εμφανίστηκε το Δένδρον, ώστε σ’ εκείνη την κλίμακα να δημιουργήσει το Ξύλον κι αυτό να παραμείνει μέχρι την επόμενη φάση του Σχεδίου. Ο άνθρωπος που πραγματοποίησε εκ νέου το αμάρτημα, περιφερόταν στον κήπο όταν υπήρχε το ξύλο, αλλά όχι ο όφις. Γνώριζε το ξύλο, αλλά σε μία συγκεκριμένη στιγμή εμφανίστηκε ο όφις.
Ο άνθρωπος πάντα γεννιέται μέσα σ’ ένα περιβάλλον θηλυκό, συνεπώς εξουσιαστικό, που δίνει ορισμένα χαρακτηριστικά. Ο αναγνώστης είναι δυνατό σ’ αυτό το σημείο να καταλάβει ότι οποιαδήποτε επέμβαση στη γνώση αυτού του θηλυκού περιβάλλοντος, είναι δυνατό να επηρεάσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Όταν, σε άλλο σημείο της θεωρίας, αναλύσαμε πώς σκέφτεται η γυναίκα και πώς ενεργεί ανάλογα πάντα με την προσωπική κατάσταση που βιώνει, είδαμε ότι προκύπτουν ορισμένες διαφορές. Αλλιώς ενεργεί μία γυναίκα ερωτευμένη και αλλιώς μία γυναίκα μοιχαλίδα που εκτελεί πορνεία. Η πρώτη είναι λιγότερο καταπιεστική έναντι του γιου της και η γνώση της για τον έρωτα την κάνει να σέβεται και τον έρωτά του, αλλά και τη σύντροφο που επέλεξε. Η δεύτερη, η μοιχαλίδα, αντίθετα δε σέβεται τίποτε. Επειδή δεν έχει νιώσει ποτέ τον έρωτα, δεν τον σέβεται. Επιπλέον, επειδή μέσω του έρωτα δε γνώρισε την πολύ ευαίσθητη κι ευφυή φύση του άντρα της, δεν ξέρει πώς να φερθεί στο γιο της. Βλέπει ξαφνικά ότι ο γιος που γέννησε είναι εξαιρετικά έξυπνος κι αναλαμβάνει να διαχειρίζεται τον καρπό αυτής της εξυπνάδας. Εδώ συγκρούεται με το Δημιουργό. Ο Θεός έδωσε αυτήν την εξυπνάδα στον άντρα, για ν’ απολαμβάνει τη ζωή, να χαίρεται, να γελά και μ’ αυτόν τον τρόπο να γοητεύει. Η γυναίκα που δεν είδε, ούτε ένιωσε τη γοητεία τού άντρα, νομίζει ότι αυτό είναι ανώφελο και περιττό. Νομίζει ότι ο γιος της καταναλώνεται άσκοπα για πράγματα που μπορεί να απολαύσει με άλλο τρόπο, πιο ασφαλή. Όμως πέρα από την ευφυΐα ο άντρας είναι πολύ ευαίσθητος κι αναζητά την επιβεβαίωση. Αυτή η ανασφάλεια, ενώ στην πραγματικότητα του δόθηκε για να μπορεί να γίνει “σάρκα μία” εκμεταλλευόμενος τα σταθερά χαρακτηριστικά της γυναίκας, για τη μητέρα του είναι μειονέκτημα. Είναι μειονέκτημα για τη μοιχαλίδα να είναι ο γιος της ευαίσθητος. Τον θέλει σταθερό κι έτοιμο για κάθε θυσία προκειμένου να πετύχει τους στόχους που η ευφυΐα τού υποδεικνύει.
Όλα αυτά που αναφέρουμε, εύλογα θα προβληματίσουν τον αναγνώστη κι εύκολα θ’ αναρωτηθεί τι σχέση μπορεί να έχουν με τη Βαβυλώνα ή το Μυστικό Σχέδιο. Έχουν σχέση, γιατί σ’ αυτήν τη διαφορά στηρίζεται το Μυστικό Σχέδιο. Το σύστημα που γεννά ανθρώπους, άρα και τον υιό του Θεού, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γεννά και τον υιό με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Επειδή το Μυστικό Σχέδιο έχει μία πορεία μέσα στο χρόνο και για να μη χαθούμε μέσα σ’ αυτόν, θα πρέπει κατ’ αρχήν να μείνουμε στην υπόθεση Βαβυλώνα και στην έννοια “Ξύλον”.
Ο Θεός δημιούργησε τη Βαβυλώνα και από τον καρπό της προέκυψε το αμάρτημα. Όλα όσα αναφέραμε για τη μοιχαλίδα συνδέονται με την έννοια της Βαβυλώνας. Στη Βαβυλώνα δόθηκε γνώση αρκετή, αλλά όχι τέλεια. Οι άνθρωποι που κυβέρνησαν τη Βαβυλώνα είχαν αναμφισβήτητα γνώση για το Θεό και για το Σχέδιό Του. Μ’ αυτήν τη γνώση δημιούργησαν το σύστημα και μ’ αυτήν τη γνώση εξουσίασαν τους ανθρώπους. Όταν ο άνθρωπος γεννιέται μέσα σ’ ένα τέτοιο σύστημα είναι γιος του συστήματος. Τι σημαίνει γιος; Όσο βρίσκεται στο στάδιο της νεότητας, δεν απολαμβάνει την ελευθερία και το σύστημα έχει τη δυνατότητα να τον τιμωρήσει. Από τη στιγμή που δεν αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του κι ακολουθεί τα όσα προτείνει το σύστημα, μπαίνει στον κόσμο της θυσίας. Η μοιχαλίδα μητέρα για το σύνολο του αντρικού πληθυσμού είναι το σύστημα. Όπως αυτή η μητέρα προτρέπει το γιο της ν’ αγωνιστεί στη ζωή του για το κέρδος κι ευνοεί το γάμο τού συμφέροντος, έτσι και το σύστημα κατευθύνει το σύνολο του αντρικού πληθυσμού. Αυτός ο προσανατολισμός εξασφαλίζεται μέσω της κατευθυνόμενης γνώσης από το σύστημα προς τις γυναίκες και μέσω της ισχύος του συστήματος, που εξασφαλίζει τις απαραίτητες συνθήκες (γάμος, πορνεία, εξουσία, υπεραξία). Όλα αυτά αφορούν την έννοια “γιος”. Ο προσανατολισμός αφορά μόνον το γιο.
Ο θνητός άνθρωπος από τη στιγμή που για τον οποιονδήποτε λόγο θυσιάσει τη νεότητα του, αλλάζει υπερβολικά όσο περνά ο χρόνος. Το σύστημα που είναι θηλυκό, μεταλλάσσεται γι’ αυτόν τον άντρα και γίνεται από μητέρα σύζυγος. Αυτή η μεταβολή γίνεται, γιατί το σύστημα δεν είναι ακέφαλο, παρά ακολουθεί τις βουλές των κρατούντων, που είναι άντρες. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται και η πορνεία και η μοιχεία. Το σύστημα που είναι θηλυκό, δίνει την εξουσία του και τη σάρκα του στον οποιονδήποτε που προκύπτει μέσω της θυσίας στην κορυφή και, εκμεταλλευόμενο την ευφυΐα του, διατηρεί τα χαρακτηριστικά του και τα εμπλουτίζει γεννώντας εκ νέου γιους ως μοιχαλίδα. Με το πέρασμα του χρόνου το σύστημα ισχυροποιείται από την ευφυΐα των κρατούντων και γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο κι επιπλέον πιο δύσκολα ανατρέπεται.
Η μοιχεία και η πορνεία εντοπίζονται πάλι μέσω των Γραφών. Όταν υπάρχει ο Θεός, υπάρχει ο έρωτας κι αυτός είναι, που λείπει πάντα από τη μοιχεία. Ο Θεός πρώτα έπλασε τον άντρα και μετά τη γυναίκα. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα ως δεύτερο στη σειρά δημιούργημα πλάστηκε για να γίνει “σάρκα μία” με το πρώτο. Όταν μιλάμε για σύστημα εννοούμε πάντα το θηλυκό δημιούργημα, που ακολουθεί την εμφάνιση του άντρα και άρα του Κυρίου. Από τη γνώση αυτού του Κυρίου δημιουργήθηκε κι επομένως μόνον όταν είναι “σάρκα μία” μ’ αυτόν, μπορεί ν’ αποδώσει καλούς καρπούς. Όταν αυτός ο Κύριος είναι απών λόγω θυσίας και το σύστημα γίνεται “σάρκα μία” με τον κάθε εκλεκτό, είτε βασιλιά είτε Πατριάρχη, αυτό που συμβαίνει είναι μοιχεία κι άμεσο αντίκτυπο έχει στα παιδιά που γεννά. Για το διάστημα που το σύστημα ακολουθεί τις βουλές αντρών που γέννησε το ίδιο, είναι αδύνατο να υπάρχει ελπίδα αλλαγής των πρακτικών που ακολουθεί. Τα θετικά του συστήματος που προκύπτουν από την κοινωνική οργάνωση, είναι δυνατό να τ’ απολαύσει ο άνθρωπος, μόνον αν αυτό το σύστημα ακολουθήσει τις βουλές αυτού, που το δημιούργησε.
Η Βαβυλώνα δημιουργήθηκε για να γεννά συνεχώς ανθρώπους, εκμεταλλευόμενη το έργο τους μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης του Μεσσία, ο οποίος θα γίνει “σάρκα μία” μ’ αυτήν. Αν δεν υπάρξει Βαβυλώνα δεν μπορεί να υπάρξει και Μεσσίας. Όλη η γνώση που στηρίζει το σύστημα της Βαβυλώνας, είναι δοσμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να ξεκλειδώνεται από μία άλλη γνώση και κατ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αναγνωρίζεται ο Μεσσίας. Είναι αδύνατο να δοθεί γνώση, που να επιτρέπει ποικίλες προσεγγίσεις και η κάθε φορά καλύτερη προσέγγιση να δημιουργεί προβλήματα. Η αρχική γνώση που δίνει την ισχύ, δεν πρέπει να αλλοιώνεται με κανέναν τρόπο. Δεν πρέπει να επιτρέπεται, ούτε η πρόσθεση ούτε η αφαίρεση πληροφοριών. Αυτό το απαγορευτικό εξασφαλίζεται μέσα από την πτώση ισχύος της και στις δύο περιπτώσεις. Οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι είχαν γνώση του Μυστικού Σχεδίου, που έφτανε μέχρι τη θυσία κι αφορούσε το Θεό και τον Υιό Του. Γνώριζαν ότι θα εμφανιστεί ο Υιός του Θεού και θα θυσιαστεί από τον Πατέρα Του. Ό,τι συνέβη από τη στιγμή της Θυσίας και μετά, αλλά και το λόγο της, τ’ αγνοούσαν κι αυτό γιατί η Βαβυλώνα και η γνώση της έπρεπε να ξεπεραστούν σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Η Βαβυλώνα ποτέ δεν ξεφεύγει από την έννοια “ξύλον”, που σημαίνει περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με το “δένδρον” δηλαδή τον Κύριο. Αυτό που μπορεί να συμβεί, είναι η μετατόπισή της στο χώρο και θα δούμε πώς αυτή επιτεύχθηκε.
Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτή η πόλη, ο Θεός έπαψε να της προσθέτει γνώση και το μόνο που απέμενε ήταν να περάσει ο απαιτούμενος χρόνος. Ο χρόνος αυτός ήταν απαραίτητος, γιατί μέσα σ’ αυτόν το χρόνο η Βαβυλώνα επεκτάθηκε στο χώρο και εισήγαγε μέσα στη δομή της ακόμα κι ανθρώπους των οποίων η ένταξη στο σύστημα είναι αρνητική στο σύνολό της. Αν για τους Βαβυλώνιους ένας θεωρητικός θα έβλεπε ως όφελος, που άξιζε θυσία, τη δημιουργία των φραγμάτων, για άλλους λαούς δεν υπήρχε ούτε αυτό το κέρδος. Ο Θεός επιδίωκε να επεκταθεί όσο το δυνατό περισσότερο η Βαβυλώνα και να ενταχθούν μέσα στη δομή της όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι. Όλοι αυτοί, μέσω των συνθηκών που βίωναν, αποκτούσαν προκαθορισμένα χαρακτηριστικά και το βασικότερο αυτών ήταν η μοιρολατρία. Οι άνθρωποι που είναι ενταγμένοι σ’ αυτό το σκληρό καθεστώς, ελπίζουν μόνο σ’ ό,τι τους επιτρέπεται να ελπίζουν και η γνώση που δόθηκε στη Βαβυλώνα, επέτρεπε την εναπόθεση των ελπίδων μόνο στο Μεσσία. Απ’ αυτήν τη γνώση επίσης προκύπτουν όλα τα βάρβαρα έθιμα των λαών της Ασίας, αποκορύφωμα της αθλιότητας των οποίων ήταν η θυσία του πρωτότοκου γιου. Γνώριζαν ότι ο Θεός θα θυσίαζε τον Υιό Του αλλά η έλλειψη ερμηνείας, η τάση για εξομοίωση μ’ Αυτόν κι ο φόβος τούς μετέτρεπαν σε άθλιους δολοφόνους. Δεν ήταν δυνατόν, σύμφωνα με τη λογική τους, ο Πανίσχυρος Θεός να θυσιάζει τον Υιό του και οι θνητοί κι αδύναμοι άνθρωποι να το αρνούνται.
Από τη στιγμή που ο Θεός δημιούργησε τη Βαβυλώνα, ισχύς της οποίας είναι η γνώση, προκύπτει ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, που πρέπει να ξεπεραστεί. Ο Θεός έδωσε σχετική γνώση στη Βαβυλώνα με στόχο να ξεπεραστεί. Όμως πριν συμβεί αυτό, θα πρέπει το σύνολο της ισχύος της σαν σύστημα να το προσφέρει στο Μεσσία. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι τα πάντα στηρίζονται στη γνώση και η απόλυτη ισχύς δε βρίσκεται στο ίδιο σημείο με την απόλυτη γνώση, υπάρχει μία αδυναμία να ελεγχθεί ο Μεσσίας. Η σχετική γνώση είναι αδύνατο να κρίνει την απόλυτη, γιατί, όποια διαφορά παρατηρείται μεταξύ απόλυτης και σχετικής, η ίδια μπορεί να παρουσιαστεί και μεταξύ λανθασμένης σχετικής κι ορθής σχετικής, από τη στιγμή που κανένας δε γνωρίζει το σωστό. Πώς μπορεί κάποιος να κρίνει κάποιον για την ορθότητα των λόγων του όταν δε γνωρίζει τι είναι απόλυτα ορθό και τι λάθος;
Αυτό το πρόβλημα το έλυσε ο Θεός με τη δημιουργία της Αιγύπτου. Η Αίγυπτος είχε κι έχει την απόλυτη γνώση Του, που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Απλά η Αίγυπτος δεν μπορούσε να γίνει Βαβυλώνα, γιατί η γνώση της δεν ξεπερνιέται κι έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα μετακίνησης του κέντρου. Η Βαβυλώνα έπρεπε να μετακινείται και η δύναμή της να είναι πάντα η υψηλότερη δυνατή σχετική γνώση. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γνώσης τής Αιγύπτου, που είναι και η απόλυτη, είναι το μυστήριο. Κανένας δε γνωρίζει από πού προέρχεται και η μόνη αποστολή των ιερέων της είναι η διαφύλαξή της. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό και είναι πλήρης, το πρόβλημα που γεννιέται γι’ αυτούς, που επιδιώκουν να την επεξηγήσουν είναι η αδυναμία τοποθέτησής της μέσα στο χρόνο.
Οι ιερείς ήταν αδύνατο να γνωρίζουν ποια γεγονότα αφορούσαν το παρελθόν και ποια το μέλλον. Υπήρχε μία κλειστή γνώση που δεν επέτρεπε σε κάποιον να διαπιστώσει σε ποια φάση της εξέλιξής της βρίσκεται. Αυτό το χαρακτηριστικό δόθηκε σ’ αυτήν τη γνώση για το λόγο ότι ο Μεσσίας, έστω και σε ψευδή μορφή, δεν έπρεπε να προκύψει μέσα από την τάξη των ιερέων της. Ένας ιερέας της σε καμία περίπτωση, όσο κι ανώτερη γνώση να είχε απ’ αυτήν της Βαβυλώνας, δεν έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να την ξεπεράσει παίρνοντας εξουσία. Επειδή αυτή η γνώση δόθηκε για την επιβεβαίωση του αληθινού Μεσσία, έπρεπε να είναι πλήρης, αλλά να μη θέτει σε κίνδυνο το σύνολο του Σχεδίου. Η γνώση της Αιγύπτου λόγω χαρακτηριστικών έχει δυνατότητα μόνον επιβεβαίωσης. Πρέπει αυτός που την έχει να είναι σύγχρονος του Μεσσία και με βάση την πορεία Του να επιβεβαιώσει, ώστε να την προσαρμόσει στο χρόνο κι έπειτα να προφητεύσει. Πρέπει να υπάρχει ο άνθρωπος, που θα ενεργήσει κατά τον τρόπο που περιγράφει η γνώση κι ο χρόνος εμφάνισής του να είναι το σημείο στο οποίο στο σύνολο του χρόνου προσαρμόζεται η γνώση.
Για να καταλάβει ο αναγνώστης πόσο μεγάλη δυσκολία υπάρχει, αρκεί ν’ αναφερθούμε στο πώς δίνεται η κάθε γνώση. Η Αίγυπτος έχει πλήρη γνώση και της έχει δοθεί στο σύνολό της. Η Βαβυλώνα αντίθετα έχει μερική γνώση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο της δόθηκε είναι διαφορετικός. Το σύνολο της γνώσης της Ασίας έχει δοθεί με τη μορφή προφητείας. Όταν υπάρχει προφητεία, υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Προφητεύει, για παράδειγμα, ο Ησαΐας τον ερχομό του Εμμανουήλ. Αυτός που γνωρίζει την προφητεία, γνωρίζει ότι αυτό, που θα συμβεί, έχει σχέση με χρόνο μέλλοντα σε σχέση με τον Ησαΐα. Ο σύγχρονος του Ησαΐα σ’ αυτήν την περίπτωση γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν, αλλά ούτε και συμβαίνει στον παρόντα γι’ αυτούς χρόνο. Είναι προφητεία και άρα θα συμβεί στο μέλλον.
Οι Αιγύπτιοι έχουν γνώση για τον Εμμανουήλ, αλλά αυτή η γνώση είναι πλήρης. Γνωρίζουν ότι εμφανίστηκε ή θα εμφανιστεί ένας άνθρωπος κι έδρασε ή θα δράσει με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Δεν έχουν όμως την ασφάλεια της προφητείας, που χωρίζει το χρόνο σε δύο μεγάλους υποχώρους. Αυτή η διαφορά που είναι σημαντικότατη, είναι κι ο λόγος για τον οποίο η γέννηση του Χριστού κι ο Ίδιος εντοπίστηκαν από μάγους της Ανατολής άρα της Βαβυλώνας και όχι από Αιγυπτίους ιερείς της ανώτερης γνώσης. Η γνώση της Αιγύπτου μπορεί να επιβεβαιώνει τα όσα συμβαίνουν, αλλά αυτή η δυνατότητα την κάνει επικίνδυνη για το Μυστικό Σχέδιο στο σύνολό του. Αν υποτεθεί ότι κάποτε επιβεβαίωσε την ύπαρξη του Μεσσία, σήμερα με την επιβεβαίωση εκείνη πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτό βέβαια θα συνέβαινε αν το Σχέδιο ήταν ανθρώπινο, που στην περίπτωση αυτή δεν είναι.
Η εξαιρετική θεϊκή ευφυΐα παρακάμπτει αυτό το πρόβλημα με τον ιδιαίτερο σχεδιασμό του Μυστικού Σχεδίου. Η επανάληψη είναι απόλυτη κι επειδή έχει στόχο την αλλαγή κλίμακας, δημιουργούνται τέτοιες συνθήκες, που αχρηστεύουν τη γνώση. Έτσι αυτός που έχει τη γνώση γνωρίζει ότι δεδομένο είναι οι άσχημες κοινωνικές συνθήκες κι ο Μεσσίας είναι Λυτρωτής. Ο Θεός εμφανίζει το Μεσσία, νικά τις συνθήκες αυτές, η γνώση Τον επιβεβαιώνει την εποχή που αυτό απαιτείται για τη λήψη εξουσίας και κατόπιν δημιουργούνται εξίσου άσχημες συνθήκες. Αυτός που έχει γνώση, αμφισβητεί αυτούς που αναγνώρισαν το Μεσσία και ταυτόχρονα τον Ίδιο, εφόσον οι συνθήκες στις οποίες ζει το επιβάλλουν. Επειδή Τον αμφισβητούν, η γνώση γίνεται ουσιαστικά άχρηστη κι αυτοί που την κατέχουν αδύναμοι.
Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν, για παράδειγμα, το μύθο της Ατλαντίδος στο σύνολό του, αλλά δε γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Αν κατάφερναν και συνέδεαν ορισμένα ιστορικά γεγονότα ανάλογα του μύθου της Ατλαντίδος, θα έβλεπαν ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους. Όμως οι Αιγύπτιοι ήταν πεπεισμένοι ότι αυτός ο μύθος ανήκε στο παρελθόν. Απ’ αυτήν την ιδιομορφία της γνώσης, που είναι πλήρης, αλλά συνοδεύεται από την αδυναμία εφαρμογής της σ’ ένα σταθερό χρονικό σημείο, προέρχονται οι μύθοι για τα πλωτά νησιά όπως η Δήλος ή η Αιολία, για τα οποία όμως οι αριθμοί δείχνουν να ταυτίζονται, Ατλαντίς = Δήλος = Αιολία = 28. Αυτά βέβαια θα τα δούμε σε άλλο σημείο. Εδώ τα αναφέρουμε γιατί στόχος μας είναι η κατανόηση από μέρους του αναγνώστη της δυσκολίας να ερμηνευθεί μία πλήρης γνώση, όταν η έννοια του “χρόνου” είναι αφηρημένη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του Σχεδίου είναι η δημιουργία της Βαβυλώνας και η δημιουργία της Αιγύπτου. Ο Θεός μέσω αυτών των δύο θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία της παγκόσμιας κατάστασης. Ο Θεός κατάφερε μ’ αυτόν τον τρόπο, τον έξυπνο κι απείθαρχο γενικά άνθρωπο μέσω της γνώσης να τον μεταβάλλει σε δούλο μετατρέποντάς τον σε θύμα της ίδιας του της ευφυΐας. Ενώ μέχρι τότε ο άνθρωπος περιφερόταν στην τεράστια Γη ανέμελος κι ανεξάρτητος, με τη δωρεά γνώσης δημιούργησε κέντρα εξουσίας, που ασκούσαν έλεγχο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ενώ μέχρι τότε ο άνθρωπος επικοινωνούσε σε απόσταση ίση μ’ αυτήν που ακουγόταν η φωνή του, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αυτή η φωνή έγινε εξώκοσμα μεγάλη. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας ή ο βασιλιάς της Αιγύπτου ακουγόταν από τη Μεσόγειο μέχρι τον Περσικό κόλπο κι ως την Αιθιοπία. Αυτές οι τρομερές δυνατότητες που δίνονται σε απλούς ανθρώπους μέσω του συστήματος, ήταν το ζητούμενο από το Θεό. Πολλοί εκλεκτοί της γνώσης, επιδιώκοντας απλά να ικανοποιήσουν την αθλιότητά τους, έγιναν θύματα και θυσιάστηκαν για την επέκταση της εξουσίας τους, δημιουργώντας τις συνθήκες που θα επέτρεπαν στο Μεσσία να εμφανιστεί τεράστιος, εξώκοσμος, γίγαντας.
Η Βαβυλώνα δημιουργήθηκε μέσω της γνώσης του Θεού και μέσω της θυσίας αυτών που την πήραν, για να πάρει το ρόλο της νύμφης, όπως αναφέρουν οι Γραφές. Ένα τεράστιο οικοδόμημα με θηλυκά χαρακτηριστικά που σε μία συγκεκριμένη στιγμή θα γινόταν νύμφη στο γάμο του Μεσσία. Βαβυλών = Θήλυ = Νύμφη = 19. Όμως μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή, το θήλυ αυτό, δίνοντας την ισχύ του στον κάθε δούλο για να διασφαλίσει τα συμφέροντά του, εκτελεί με βάση τη λογική πορνεία. Το σύστημά της είναι η δύναμή της, που είναι η σάρκα της, δηλαδή η ίδια η πόρνη. Πόρνη = Σύστημα = Δύναμις = 32, ενώ, Σάρκα = Δομή = Βαβυλώνα = 20. Η πόρνη μέσω της πορνείας της λειτουργεί με το σκεπτικό ν’ αυξήσει τον πλούτο της, την εξουσία της και την ισχύ της κι αφήνεται ελεύθερη να το πράξει, μέχρι να εκπληρωθεί το Σχέδιο. Ο Θεός δημιουργώντας αυτό το σύστημα, δημιουργεί τη νύμφη για τον Υιό Του. Ο Υιός Του, δηλαδή, θα εμφανιστεί σε όλο Του το μεγαλείο κι ο Πατέρας θα τον ενώσει με τα δεσμά του έρωτα με τη νύμφη. Η πόρνη θα ερωτευτεί κι αυτό θα είναι η Λύτρωσή της αλλά και η Λύτρωση της ανθρωπότητας.
Σ’ αυτό το σημείο προκύπτει το μεγάλο πρόβλημα ότι ο Υιός του Θεού δεν μπορεί να γεννηθεί απ’ αυτήν, γιατί το Μυστικό Σχέδιο δεν μπορεί να εξελιχθεί. Αν η δύναμη και το σύστημα της Βαβυλώνας εκτείνεται στο χώρο της Ασίας, που είναι πολύ μικρός σε σχέση με το σύνολο του χώρου του πλανήτη, κι ο Υιός Του είναι Βαβυλώνιος, με την εμφάνισή Του το σύστημα θα χάσει τ’ αρνητικά του χαρακτηριστικά, αλλά η υπόθεση αυτή θα είναι μία εσωτερική υπόθεση, που εξελίσσεται σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο. Όταν το σύνολο της ανθρωπότητας βρίσκεται στη φάση της πατριαρχίας κι ο Μεσσίας μεταλλάσσει το πιο ισχυρό και πλούσιο σύστημα σε μία αγνή μορφή κοινωνίας, αυτό δεν μπορεί να είναι μόνιμο. Ο περίγυρος με τα επιθετικά χαρακτηριστικά θα κλέψει και θα ρημάξει τους καρπούς αυτού του συστήματος, αναγκάζοντάς το να ξαναεπιστρέψει στα παλιά του χαρακτηριστικά. Εκτός απ’ αυτό γίνεται απαγορευτική η βασική προϋπόθεση δημιουργίας της Βαβυλώνας, που είναι η μετακίνηση.
Ο Μεσσίας πρέπει να είναι γέννημα ενός χώρου, που θα μετακινήσει τη Βαβυλώνα. Ο Μεσσίας θα πρέπει να γεννηθεί σ’ ένα χώρο, που είναι εκτός εξουσίας της Βαβυλώνας, ώστε άνθρωποι, που δε ζουν σε χώρους με τα στοιχεία της Μεσοποταμίας, να γοητευθούν από τη δύναμή της και να την υπηρετήσουν. Η Βαβυλώνα, όσο δυνατή κι αν είναι η γνώση της, δεν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα να δημιουργηθεί στην Ευρώπη. Οι συνθήκες στην Ευρώπη ήταν δύσκολες και η επιβίωση ήταν ένας αγώνας, που απαιτούσε κόπο και συνεχή προσπάθεια σε προσωπική βάση κι αυτό δεν είχε καμία σχέση με τον πολλαπλασιασμό του πλούτου, μέσω κοινών προσπαθειών κάτω από την εξουσία εκλεκτών, όπως στη Μεσοποταμία. Ο Θεός έπρεπε να δημιουργήσει άλλα δύο θηλυκά συστήματα, που θα γεννούσαν τον Υιό Του με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Εδώ ο αναγνώστης θ’ απορήσει και πολύ λογικά, γιατί θα έπρεπε να δημιουργηθούν δύο συστήματα και όχι ένα. Αυτό συμβαίνει, γιατί, όπως θα δούμε κι αλλού, θα πρέπει να γεννηθεί ο Μεσσίας, να του παραδοθεί η νύμφη και ν’ αποδώσει καρπούς. Αν όμως συνέβαινε αυτό, το Μυστικό Σχέδιο θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί. Ο Μεσσίας εμφανίστηκε όχι για να λυτρώσει τον κόσμο, αλλά για να μετακινήσει τη Βαβυλώνα. Ο Ίδιος πάλι ο Υιός του Θεού θα έπρεπε να εμφανιστεί εκ νέου, ώστε τη χήρα πλέον νύμφη να την κάνει πόρνη, ώστε να ξαναδημιουργηθούν οι ίδιες συνθήκες, που οδηγούν στην τελική παγκόσμια και μόνιμη Θέωση. Η άκρως απαραίτητη αυτή διπλή εμφάνιση αποκαλύπτεται από τον τίτλο που φέρει ο Υιός του Θεού όταν πλέον τιμωρεί. (Αποκ. Ιωάν. 19.16) “και έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων.” (Επάνω εις τό ένδυμα καί εις τόν μήρον του έχει όνομα γραμμένον, “Βασιλεύς τών βασιλέων καί κύριος τών κυρίων”.). Αυτή η διπλή ιδιότητα, για να αποδοθεί στον Υιό, θα πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες γέννησης της κάθε μίας ξεχωριστά. Προηγείται σε κάθε περίπτωση ο Βασιλεύς της εμφανίσεως του Κυρίου. Ο διάβολος στον πειρασμό του Χριστού στην έρημο προτείνει το σύνολο των βασιλείων και της δόξας τους, που σημαίνει ότι προϋπάρχουν, ενώ ο Χριστός επιμένει στην ιδιότητα του Κυρίου: “ούκ εμπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου”. Για ν’ αναπτυχθούν αυτά τα δύο συστήματα και να παράγουν καρπούς, που στην οριακή κατάσταση είναι η γέννηση του Υιού του Θεού, θα πρέπει ν’ ακολουθήσουν μία συγκεκριμένη πορεία. Πρέπει να βρίσκονται στο στάδιο της πατριαρχίας κι αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να διαπραχθεί το προπατορικό αμάρτημα… επιπλέον για ν’ ακολουθήσουν διαφορετική πορεία, πρέπει να τους δοθεί διαφορετική γνώση. Η γνώση της ιστορίας και μόνον αρκεί, για ν’ αποκαλύψει τα δύο αυτά συστήματα. Το πρώτο είναι το σύστημα των Ελλήνων και το δεύτερο αυτό των Ιουδαίων.
Πριν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέσα στην οποία αναπτύχθηκε ο χριστιανισμός, οι δύο αυτοί λαοί βάδισαν δρόμους διαφορετικούς, αλλά χρονικά παράλληλους και το σύνολο του Δυτικού πολιτισμού είναι αποτέλεσμα των αρχικών γνώσεων αυτών των λαών. Η γνώση των Ελλήνων γέννησε την Αθήνα και η γνώση αυτή μαζί με τη γνώση της Αθήνας γέννησε το σύνολο της Δυτικής φιλοσοφίας. Για να λειτουργήσει σήμερα ένας Δυτικός φιλόσοφος, απαιτείται απ’ αυτόν μία συγκεκριμένη αντίληψη για το Θεό κι επίσης η έτοιμη γνώση των Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά και των μεταγενέστερων, που γεννήθηκαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Η θρησκεία του χριστιανισμού είναι αποτέλεσμα της ιουδαϊκής γνώσης και η γενική λειτουργία του χριστιανισμού απαιτεί ανθρώπους με μία άλλη επίσης συγκεκριμένη αντίληψη για το Θεό.
Οι άνθρωποι που συνθέτουν το χριστιανικό κόσμο, κινούνται ανάμεσα σε δύο όρια. Τα όρια αυτά τα έχει θέσει ο Θεός κι είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του θελήματός Του, που είναι η Θέωση του ανθρώπου. Σ’ αυτό το σημείο εύκολα θα παρεξηγήσει κάποιος —με βάση την υπάρχουσα φιλοσοφία— και θ’ αναρωτηθεί αν οι Έλληνες ή οι Ιουδαίοι είναι ανώτεροι από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους κλπ. Αυτό δε συμβαίνει, γιατί η γνώση, όταν δίνεται, δημιουργεί τύπο ανθρώπου και δεν έχει σχέση με τη φυλή ή το έθνος. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι, από τη στιγμή που υπάρχει Μυστικό Σχέδιο, που εξελίσσεται και προϋποθέτει τη θυσία, ένας Έλληνας ή ένας Ιουδαίος έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι κατώτερος του απλού ανθρώπου, αφού η Θέωση ανθρώπου μέσω αυτών των γνώσεων γίνεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτός ο άνθρωπος ή θα πρέπει ν’ αγνοήσει εντελώς αυτήν τη γνώση και να βαδίσει προς τη Θέωση ή να τη νικήσει. Επειδή το σύνολο των ανθρώπων προσπαθούν να τη νικήσουν, παγιδεύονται και μ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργεί το Σχέδιο. Έτσι είναι πιο πιθανό να θεωθεί ένας Ινδός ή ένας Αφρικανός, παρά ένας Έλληνας ή ένας Ιουδαίος.
Οι άνθρωποι, επειδή δε γνωρίζουν τις ακριβώς σημαίνει Θέωση και Αιώνιος Ζωή, εκτιμούν περισσότερο ένα φιλόσοφο που κατέχει τη γνώση και βασανίζεται απ’ αυτήν, παρά ένα φτωχό κι αγράμματο άνθρωπο, που απολαμβάνει τη ζωή αλλά δεν μπορεί να την περιγράψει. Ο αναγνώστης βλέπει ότι είναι καλύτερο για έναν άνθρωπο να μην έρθει ποτέ αντιμέτωπος μ’ αυτές τις γνώσεις, στις οποίες βασική προϋπόθεση για τη θέωση είναι η θυσία. Η παγίδα αυτών των γνώσεων είναι η δυνατότητα κατανόησής τους κι επομένως η έλξη προς τον αγώνα. Οι σοφοί αυτού του κόσμου αγωνίζονται να τις νικήσουν, κι αγνοούν ότι, αν νικήσει κάποιος την ελληνική γνώση, μπορεί να γίνει ο Μεσσίας ή την ιουδαϊκή αντίστοιχα να γίνει ο Χριστός.
Από τη στιγμή που αυτή η δυνατότητα δε δίνεται πριν ωριμάσουν οι συνθήκες, οι άνθρωποι αυτοί παγιδεύονται και ζουν τη ζωή του θνητού ανθρώπου. Ο θνητός άνθρωπος πεθαίνει και ως σάρκα και ως πνεύμα. Ο φιλόσοφος που θυσιάζει τη ζωή του για το έργο του, πεθαίνει ως σάρκα ζώντας μικρή ζωή λόγω του αγώνα του, ενώ όταν το έργο του ξεπεραστεί —που είναι λογικό, αφού δεν είναι θείο έργο— πεθαίνει κι ως πνεύμα. Ο απλός άνθρωπος που ζει την Αιώνιο Ζωή, ζει ακριβώς, όσο χρόνο επιθυμεί ο άνθρωπος να ζει κι ο βιολογικός θάνατος έρχεται φυσιολογικά και όχι ως εφιάλτης. Επιπλέον το πνεύμα του δεν πεθαίνει, αφού στην τελική Θέωση θα δικαιωθεί και θ’ αναστηθεί. Πώς μπορεί ν’ αναστηθεί το πνεύμα του φιλοσόφου, όταν περιγράφει λανθασμένα πράγματα, που δεν έχουν θέση στη θεία κοινωνία; Μπορεί ένας κληρικός που φιλοσοφεί μέσα στην αγαμία στην οποία ζει ν’ αναστηθεί; Θυσίασε όλη του τη ζωή και δεν ευχαριστήθηκε την Αιώνιο Ζωή. Ο βιολογικός θάνατος τον βρίσκει ανέτοιμο κι είναι κατάρα. Το πνεύμα του μέσα σε συνθήκες θυσίας μπορεί να παραμένει ζωντανό για αιώνες, αλλά είναι θνητό. Όταν αναπτυχθεί πλήρως η γνώση του Θεού και γίνει κατανοητή από τους ανθρώπους, το πνεύμα αυτό θα γνωρίσει το θάνατο. Ο θάνατός του θα είναι η εξάλειψή του ως γνώση από τη γνώση των Θεών-ανθρώπων. Θα έχει εγκυκλοπαιδική αξία, ανάλογη ενός μνημείου ή τάφου σ’ ένα χώρο, που κάποτε είχε ζωή, ενώ τώρα όχι.
Η επιβεβαίωση των ορίων αυτών πέρα από τη λογική εξήγηση, που δόθηκε παραπάνω, επιβεβαιώνεται από το Λόγο του Χριστού, αφού αναφέρεται μόνον στους Έλληνες και στους Ιουδαίους. Δεν είναι δυνατό σε καμία περίπτωση να δεχτεί κάποιος ότι ο Χριστός αγνοεί ή υποτιμά τον κόπο και τη θυσία όλων των ανθρώπων κι όλων των φυλών. (Ιωάν. 12.20-12.25) “Ήσαν δε τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή… κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν… ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων. ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο Υιός του ανθρώπου. αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις τη γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει. εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει.” (Ήσαν μερικοί Έλληνες μεταξύ εκείνων πού είχαν ανεβή διά νά προσκυνήσουν κατά τήν εορτήν… “Κύριε, θέλομε νά ιδούμε τόν Ιησούν”… Ο Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς, “Ήλθε η ώρα διά νά δοξασθή ο Υιός τού ανθρώπου. Αλήθεια, αλήθεια σάς λέγω, εάν ο σπόρος τού σιταριού δέν πέσει εις τήν γήν καί πεθάνη, μένει αυτός μόνος, εάν όμως πεθάνη, φέρει πολύν καρπόν”.). Ενώ για τους Ιουδαίους λέει: (Ιωάν. 4.22-4.23) “υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε ημείς προσκυνούμεν ό οίδαμεν. ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν.” (Σείς λατρεύετε εκείνο πού δέν ξέρετε, εμείς λατρεύουμε εκείνο πού ξέρομε, διότι η σωτηρία έρχεται από τούς Ιουδαίους.).
Απόδειξη είναι και το γεγονός ότι οι δύο μοναδικοί κι αδιαφιλονίκητοι κοσμοκράτορες ήταν παιδιά των δύο αυτών γνώσεων. Ο Αλέξανδρος κι ο Ιησούς είναι παιδιά της ελληνικής κι ιουδαϊκής γνώσης αντίστοιχα. Αυτό που πρέπει εμείς να βρούμε είναι, γιατί ο Θεός έκτισε τα δύο αυτά συστήματα και τι ακριβώς επιζητούσε. Αν το ζητούμενο ήταν μόνον ο Αλέξανδρος ή ο Ιησούς, αυτό δεν ήταν πρόβλημα, γιατί ο Θεός τους δημιουργεί όποτε θέλει. Έπρεπε ο Αλέξανδρος να είναι Έλληνας αλλά και να υπάρχουν Έλληνες. Ο Αλέξανδρος θα μπορούσε να είχε γεννηθεί στην Ευρώπη ή στην Αφρική με την ίδια πάντα ευκολία, αλλά αυτό δεν ήταν ο στόχος. Στόχος ήταν η γέννηση των Ελλήνων ως τύπου ανθρώπων, που θα παρήγαγαν έργο πριν, αλλά και μετά τη γέννηση του Αλεξάνδρου. Ο Θεός μπορούσε να προικίσει τον Αλέξανδρο με τρομερές ιδιότητες, που θα του εξασφάλιζαν, χωρίς καν αγώνα, το θρόνο της Βαβυλώνας. Αυτό όμως δεν έγινε, γιατί επιδίωξη του Θεού ήταν κάτι άλλο και όχι η ενθρόνιση του κοσμοκράτορα. Για ν’ αλλάξει ο κόσμος χρειάζεται πλήθος ανθρώπων, που θα γεννιούνται και θα πεθαίνουν με τα ίδια χαρακτηριστικά, ώστε θνητοί άνθρωποι να δημιουργούν αθάνατα επιτεύγματα.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Ιησού. Ο Ιησούς μπορούσε να γίνει Κοσμοκράτορας όποια ώρα επιθυμούσε. Δεν έγινε και θυσιάστηκε. Αυτή η Θυσία έχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο πραγματοποιήθηκε, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Πλήθος ανθρώπων με τα ίδια χαρακτηριστικά μπήκε στις αθάνατες δομές και μεταμόρφωσε το σύνολο, όσων έπρεπε να μεταμορφωθούν. Ο κοσμοκράτορας είναι παιδί μίας γνώσης και του καρπού της. Εξαιτίας αυτής της γνώσης ο Ίδιος λαμβάνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έχει σαν στόχο να μοιράσει αυτήν τη γνώση, αλλά αυτό μόνο θεωρητικά. Πρακτικά έχει σκοπό να παραδώσει την κοσμοκρατορία του στο λαό του οποίου ο ίδιος είναι έκφραση και αποτέλεσμα αυτού είναι η δρομολόγηση εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα. Ο κάθε ξεχωριστός τύπος ανθρώπων που δημιουργεί ξεχωριστό σύστημα, που στη συνέχεια θα τον αναπαράγει, δημιουργείται από ξεχωριστή γνώση. Η γνώση που δημιουργεί αυτούς τους συγκεκριμένους τύπους είναι τα Ομηρικά Έπη για τους Έλληνες και η Παλαιά Διαθήκη των Εντολών για τους Ιουδαίους. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να βρούμε μέσω ποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτών των γνώσεων κι άλλων συνθηκών δημιουργούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους ανθρώπους και κατ’ επέκταση στην κοινωνία τους.
Αρχίζοντας από τους Έλληνες βλέπουμε δύο κύρια και βασικότατα στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι κατοικούν στο χώρο της Ευρώπης και το δεύτερο ότι η μετακίνηση των φυλών έχει φορά από βορρά προς νότο. Οι Έλληνες δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη γνώση και τη νοοτροπία των Ασιατών, που έχουν ήδη αναπτύξει τα χαρακτηριστικά τους. Το δεύτερο είναι επίσης σημαντικό και έχει σχέση με το επίπεδο διαβίωσης. Οι Έλληνες προέρχονται από το βορρά των δυσμενών καιρικών συνθηκών και άρα της δύσκολης επιβίωσης και καταλήγουν στο νότιο άκρο της βαλκανικής χερσονήσου, όπου η επιβίωση είναι σχετικά ευκολότερη. Από το δυσμενές κατευθύνονται στο λιγότερο δυσμενές. Αυτό έχει τεράστια σημασία, γιατί η Ελλάδα ως χώρος εκείνη την εποχή ήταν εξαιρετικά φτωχός σε σχέση με τη Μεσοποταμία και την κοιλάδα του Νείλου. Αυτό σημαίνει ότι αν άνθρωποι απ’ αυτούς τους χώρους κινούνταν προς την Ελλάδα η φτώχεια της θα γκρέμιζε το σύστημά τους κι αυτή η κατάσταση δε θα οδηγούσε πουθενά. Όμως τα σκληροτράχηλα ελληνικά φύλα, από ένα χώρο πολύ πιο δυσμενή που δεν επέτρεπε δημιουργία συστήματος, εφόσον η ατομική επιβίωση ήταν δύσκολη, βρέθηκαν σ’ ένα χώρο, όπου η εύκολη επιβίωση προσέφερε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Αποτέλεσμα αυτού του ελεύθερου χρόνου και της γειτνίασης με την Ασία ήταν η άντληση γνώσης.
Η γνώση δόθηκε κι ήταν τα Ομηρικά Έπη. Η ιδιαιτερότητα των Επών έγκειται στο ότι είναι πλήρης γνώση, όμοια μ’ αυτήν της Αιγύπτου. Όμως η διαφορά της βρίσκεται στο γεγονός ότι είναι δοσμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην τρομάζει τον άνθρωπο. Όπως οι Αιγύπτιοι, έτσι κι οι Έλληνες από τη στιγμή που υπάρχει πλήρης γνώση είναι αδύνατο να την ερμηνεύσουν. Για να τη διασφαλίσει ο Θεός ακόμα περισσότερο, της έδωσε το χαρακτηριστικό της περιγραφής ενός πολέμου που συνέβη. Οι Έλληνες είναι απολύτως βέβαιοι ότι τα όσα περιγράφονται σ’ αυτά, είναι γεγονότα του παρελθόντος.
Ο Θεός έδωσε πλήρη γνώση και για άλλο λόγο: οι Έλληνες δεν έπρεπε να έρθουν σ’ επαφή μαζί Του ως πνεύμα για κανένα λόγο. Ο άνθρωπος που έρχεται σε επαφή με το Θεό τρομάζει κι αλλάζει πλήρως τα χαρακτηριστικά του. Δεν υπάρχει Έλληνας, που να ήρθε σε επαφή με το Θεό. Ο Θεός τούς έδωσε τα Έπη ως δώρο, για ν’ αναπτυχθούν. Μέσα από τα Έπη αντλούν οι Έλληνες δυνάμεις για ν’ αγωνιστούν. Τα Έπη τους εξασφαλίζουν βαθμούς ελευθερίας, για ν’ αναπνέουν μέσα στο σύστημα. Το Δωδεκάθεο ήταν προσφορά του Θεού, για να μπορεί ο άνθρωπος να ελπίζει σε μία θεϊκή βοήθεια, όποια κι αν είναι η θέση του μέσα στο σύστημα. Είναι γραμμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε η θυσία να είναι γλυκιά και με μία αίσθηση ηρωισμού που να μη δημιουργεί τρόμο. Ωθούν τον αναγνώστη ν’ αγαπά, να θαυμάζει τον Αχιλλέα και να ταυτίζεται μ’ αυτόν. Αυτό γίνεται πολύ εύκολα όταν το άτομο ζει σε μία κοινωνία οργανωμένη και συχνά του ζητούνται παραπάνω από όσα θέλει να δώσει.
Ο Αχιλλέας σηκώνει το σπαθί του εναντίον του αρχηγού του κι εκείνη την ώρα το σηκώνουν όλοι οι Έλληνες, που αντιλαμβάνονται την κλοπή του συστήματος. Ο Αχιλλέας είναι το τραγικό πρόσωπο της Ιλιάδας, αλλά όλοι ταυτίζονται μαζί του. Είναι τόσο τέλεια γραμμένα τα Έπη, που, ενώ οι άνθρωποι συνήθως ταυτίζονται με το νικητή ηγέτη, στο έργο αυτό ταυτίζονται με το νεκρό ήρωα. Ξέρουν από την αρχή ότι ο Αχιλλέας σκοτώνεται και σκιρτάει η καρδιά τους κάθε φορά που διαβάζουν τους λόγους του εναντίον του Αγαμέμνονα, εναντίον της εξουσίας, εναντίον του συστήματος. Σκιρτάει η καρδιά των Ελλήνων, όταν ο αγαπημένος τους ήρωας απειλεί να γκρεμίσει μόνος του —κι αυτό έχει σημασία— τις πύλες της Τροίας. Απειλεί Θεούς και δαίμονες και δε διστάζει ν’ απειλήσει και τον Απόλλωνα, τον τρομερότερο των Θεών, που τον φοβούνται ακόμα κι οι Θεοί.
Αυτό είναι και το αποκορύφωμα του έργου, η απαρχή της θυσίας. Οι Έλληνες ταυτίζονται μ’ έναν ήρωα άφοβο για τον οποίο ξέρουν, όπως κι ο ίδιος ξέρει ότι θα νικηθεί από τον Υιό τού μεγάλου Θεού και δε φοβούνται το θάνατο. Ο θάνατος για τον Έλληνα είναι απειροελάχιστο κόστος για μία τέτοια στιγμή μεγαλείου κι αποθέωσης. Εδώ είναι το σπέρμα που δόθηκε από το Θεό κι έδειξε στους Έλληνες το δρόμο της δημοκρατίας. Σ’ ένα αυστηρό σύστημα πάντα θα βρεθεί ένας άνθρωπος να σηκώσει το ανάστημά του εναντίον της αδικίας και της εξουσίας. Η διαφορά όμως με τους άλλους λαούς είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν στην τύχη του, θα τον αφήσουν να θυσιαστεί μόνος του, ενώ οι Έλληνες μ’ αυτήν την παιδεία θα ταυτιστούν με το μοναχικό άνθρωπο και θα του δώσουν τη δύναμή τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός δεν εμφανίστηκε στην Αθήνα ή σε μία άλλη πόλη της Ελλάδας κι εμφανίστηκε στην Ιουδαία. Ο Χριστός έπρεπε να θυσιαστεί κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα.
Η Ιλιάδα, αν και είναι ένα έργο, που υπηρετεί το σύστημα και τις δομές, έχει ένα χαρακτηριστικό που δεν υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη… στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Σ’ αυτό το έργο, ενώ γίνεται μία προσπάθεια ομαδική με συγκεκριμένη ηγεσία, περιγράφονται χαρακτήρες ανθρώπων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί μαθαίνει στον άνθρωπο να εκτιμά αξίες κι ανθρώπους και επιπλέον δείχνει με τον τρόπο του ότι κατά τον ίδιο τρόπο κρίνουν και οι Θεοί. Είναι αδύνατο ο Θερσίτης να γίνει ποτέ ο αγαπημένος των Ελλήνων. Είναι θρασύς, δειλός και δεν έχει και το μυαλό να βοηθήσει. Όπως τον αποστρέφονται οι Θεοί, τον αποστρέφονται κι οι άνθρωποι. Δε βρίσκεται άνθρωπος να τον κλάψει, έστω κι αν είναι Αχαιός, και δε θυμώνει κανένας Θεός από την ενέργεια του Αχιλλέα. Όταν μέσα σ’ ένα σύστημα μαθαίνει κάποιος τον άνθρωπο να κρίνει, τότε τον μαθαίνει ν’ αγωνίζεται. Στην Ιλιάδα όλοι οι ήρωες έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Άλλος είναι γενναίος, άλλος έξυπνος, άλλος καλός χωρίς καμία ιδιαιτερότητα και στα δύο. Υπάρχει ηγεσία που κι αυτή έχει καλά χαρακτηριστικά. Ο Αγαμέμνονας είναι κι αυτός γενναίος κι έξυπνος, αλλά όχι τέλειος.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο ηγέτης είναι ο Μωυσής και ό,τι λέει, εφόσον προέρχεται από το Θεό, είναι σωστό και τέλειο. Όταν υπάρχει τελειότητα από μία πλευρά, πάντα οι υπόλοιποι μειονεκτούν και φαίνονται ασήμαντοι. Προκύπτει λοιπόν πρόβλημα. Όλοι κάνουν λάθος, δεν έχει σημασία ποιος κάνει το μεγαλύτερο ή το μικρότερο, το σωστό, εφόσον προέρχεται από το Θεό, το γνωρίζει ο Μωυσής. Είναι ο τέλειος ηγέτης, εφόσον αντλεί τη γνώση του από το Θεό. Ένας άνθρωπος που διαπαιδαγωγείται μ’ αυτό το βιβλίο έχει τυφλή εμπιστοσύνη στο σύστημα, εφόσον η ιστορία λέει ότι από μόνος του είναι πιο κοντά στο λάθος παρά στο σωστό. Όταν διδάσκεται την Ιλιάδα, μαθαίνει ότι δεν υπάρχει αλάνθαστος. Όλοι μαζί προσπαθούν να βρουν τη λύση και στην προσπάθεια αυτήν αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας τους. Αν ο Αγαμέμνονας είχε ως πηγή της γνώσης του τον Ίδιο το Θεό, τότε όσα έλεγε θα ήταν τέλεια. Όλοι οι άλλοι από εκεί και πέρα θα εκμηδενίζονταν. Δε θα είχαμε την ευκαιρία να δούμε πόσο έξυπνος ήταν ο Οδυσσέας ή πόσο έμπειρος ο Νέστορας. Θα έλεγε από την αρχή ο Αγαμέμνονας πώς πρέπει να κατακτηθεί η Τροία κι εφόσον το σύστημα έτσι αποφάσιζε, έτσι θα γινόταν. Αν γι’ αυτό ήταν απαραίτητη η θυσία του Αχιλλέα, αυτό θα γινόταν. Έτσι όμως ο άνθρωπος θα έτεινε να γίνει μοιρολάτρης. Ο πιο γενναίος των Ελλήνων θα σφαζόταν σαν ένα άβουλο αρνί. Αν αυτό το αποκάλυπτε ο Αγαμέμνονας και προερχόταν από το Θεό, τότε οι άνθρωποι θα φοβούνταν το Θεό που παίρνει τέτοιες αποφάσεις.
Στην Ιλιάδα όμως όλα αυτά δε συμβαίνουν. Τα πάντα παραδίδονται στα χέρια των ανθρώπων. Ο Αχιλλέας γνώριζε ότι θα πεθάνει στην Τροία, αλλά δε χάθηκε σαν άβουλο ον. Προσπάθησε ν’ αποφύγει τη στράτευση κρυβόμενος, αλλά τον βρήκε ο δαιμόνιος Οδυσσέας. Ο Οδυσσέας ήταν η μοίρα του. Ένας άνθρωπος απλός, που με την ανθρώπινη εξυπνάδα του τον βρήκε. Αν σ’ αυτήν την περίπτωση ο Θεός πρόδιδε τον Αχιλλέα, αυτό σήμαινε ότι τον καταδίκαζε, χωρίς να του δίνει καμία άλλη ευκαιρία. Ακόμα και λίγο πριν από το θάνατό του, η Ιλιάδα δεν αφήνει να φανεί καταδικασμένος. Όσο ο θυμός τον κρατούσε μακριά από τη μάχη δεν κινδύνευε. Οι υπόλοιποι Αχαιοί γνώριζαν τις προφητείες για τον Αχιλλέα και την αναγκαιότητά του. Δεν μπορούσαν, ούτε ήθελαν να του το επιβάλλουν με διαταγές.
Σ’ ένα σύστημα τύπου Βαβυλώνας δε διακυβεύεται μία τεράστια οργανωμένη προσπάθεια για κοινούς στόχους από τα κέφια και τις διαθέσεις ενός ανθρώπου κατώτερου ιεραρχικά. Θα τον εξανάγκαζαν κι έτσι θα φαινόταν πάλι αδύναμος και καταδικασμένος. Ο Χριστός λέει ότι ο φίλος θυσιάζεται για το φίλο. Η μόνη περίπτωση θυσίας για το Χριστό είναι αυτή. Δε θυσιάζεται κάποιος, ούτε για την κοινωνία ούτε καν για τον αδερφό. Όλοι οι άνθρωποι έχουν φίλους κι όλοι έρχεται η στιγμή που πρέπει να κάνουν μία θυσία. Αυτό το ευκολονόητο είναι που στην Ιλιάδα παίζει τον τραγικό ρόλο της μοίρας κι οδηγεί τον Αχιλλέα στο τέλος. Δεν τον καταδικάζει κάποιος, δεν υπάρχει ανώτερη δύναμη που να τον ωθεί. Είναι ένα συναίσθημα απλό κι ανθρώπινο. Δε θυσιάζεται όπως ο Χριστός, το νόημα της Θυσίας Του οποίου είναι δύσκολο κάποιος να κατανοήσει.
Η θυσία του έχει ανθρώπινα ερείσματα. Έχει να διαλέξει ανάμεσα στην τιμωρία αυτού, που σκότωσε τον αγαπημένο φίλο του διακινδυνεύοντας τη ζωή του ή την προσωπική του ατίμωση, αφού δεν μπόρεσε να φερθεί ως πραγματικός φίλος —πάντα με τα ιδεώδη της εποχής—. Στο σημείο αυτό παγιδεύεται ο άνθρωπος, που διαπαιδαγωγείται μέσω την Ιλιάδας. Αγαπάει τον ήρωα και τον θαυμάζει. Είναι σύμφωνα με τον Όμηρο ο πιο γενναίος κι ο πιο όμορφος μεταξύ των Αχαιών. Θλίβεται με την τραγική μοίρα του και μέχρι το τέλος ελπίζει κάτι ν’ αλλάξει. Δε θέλουν οι Έλληνες να πεθάνει ο απείθαρχος, λαμπρός, αγαπημένος τους Αχιλλέας. Όμως το τραγικό συμβάν με τον Πάτροκλο τους κάνει να μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα με τον ήρωα. Ο πιο λαμπρός κι ο πιο γενναίος ήρωας, ο φόβος κι ο τρόμος των Τρώων να μη μπορεί να τιμήσει το νεκρό του φίλο; Αυτό που κι ο πιο απλός άνθρωπος θα σκεφτεί και θα τολμήσει να κάνει, δεν το τολμά ο ήρωας; Η θεϊκή ευφυΐα, που έχει γράψει κι έχει δώσει αυτό το έργο στους ανθρώπους, εδώ ακριβώς φαίνεται. Ο Αχιλλέας βαδίζει προς το θάνατο, αλλά όχι σαν άβουλο ον. Βαδίζει ως ήρωας, ως άνθρωπος, ως Θεός. Μαζί του βαδίζουν κι οι νέοι, που διδάσκονται τα Έπη. Όλα του δόθηκαν στα χέρια του. Ο Θεός ο Ίδιος να πει ότι δεν πρέπει να πάει, οι άνθρωποι θ’ αντιδράσουν, γιατί δεν τον αφήνουν να κάνει το χρέος του ως άνθρωπος κι ως φίλος. Η θεϊκή ευφυΐα τον κατευθύνει μ’ άπειρη δύναμη χωρίς διεξόδους προς το θάνατο, που είναι και η βασική προϋπόθεση για την κατάκτηση της Τροίας. Η Ιλιάδα είναι έργο, που βοηθά το σύστημα ν’ ασκεί εξουσίες. Όσοι ασκούν εξουσία αυτήν τη στιγμή στον πολύπλοκο κόσμο στον οποίο ζούμε γνωρίζουν την Ιλιάδα και τη φιλοσοφία της.
Όπως παγιδεύτηκε ο Αχιλλέας απ’ όρκους κι υψηλά καθήκοντα, έτσι παγιδεύεται κι ο πιο απλός άνθρωπος, που υπηρετεί το σύστημα. Σ’ αυτήν την παγίδα στηρίζεται η εξουσία και κυβερνά. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο συντηρήθηκαν τα Έπη από τότε μέχρι σήμερα. Αυτό που είναι κέρδος για τον απλό άνθρωπο, είναι η ελπίδα. Ελπίδα βαστάει μόνον ο λαός, που διαπαιδαγωγείται με τα Έπη. Μόνον αυτός μαθαίνει να κρίνει… του δίνονται άπειροι χαρακτήρες ανθρώπων κι αυτός διαλέγει. Στην κοινωνία που είναι οργανωμένη, πάντα υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, αλλά κι ο Θερσίτης. Όλοι αυτοί έχουν το ρόλο τους στην επίτευξη του στόχου. Όλοι προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως αυτό που μένει από την Ιλιάδα είναι ότι σ’ έναν αγώνα στον οποίο είναι αρχηγός ο Αγαμέμνονας, αγαπημένος ήρωας και τραγικό πρόσωπο είναι ο Αχιλλέας κι αυτός που δίνει στο τέλος τη νίκη είναι ο πανέξυπνος Οδυσσέας. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει θεϊκή επέμβαση άμεση, όλοι, εφόσον κάθονται στα συμβούλια, έχουν τη δική τους άποψη και κρίνονται. Δεν υπάρχει το απόλυτα σωστό που το γνωρίζει κάποιος. Όλοι προσπαθούν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Ο Οδυσσέας χαίρει της εκτίμησης όλων, χωρίς να μειονεκτεί σε γενναιότητα, λόγω της εξυπνάδας του. Από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο που συμμετέχει στην εκστρατεία, όλοι έχουν την ίδια άποψη για τον ήρωα. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας ο βασιλιάς κι ο πρώτος της ιεραρχίας αξιωματικά είναι ο πιο έξυπνος κι ο πιο γενναίος. Ο Οδυσσέας χάνεται σ’ αυτήν την κοινωνία μέσα στα παρασκήνια, όπου συσκέπτονται οι μυστικοσύμβουλοι για να τιμάται ο βασιλιάς. Η Ιλιάδα μπορεί να βρίσκεται σ’ επίπεδο βασιλέων, αλλά κι εκεί υπάρχει ιεραρχία που, όταν καταπατάται αποφέροντας κέρδη, δείχνει το δρόμο προς την ελευθερία. Στην Ιλιάδα ο καθένας απολαμβάνει τις τιμές που του αντιστοιχούν, κανένας δεν μπορεί να κλέψει τη δόξα του άλλου.
Εδώ ακριβώς δημιουργείται και η κύρια διαφορά μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν μπορούν να κρατήσουν πνευματικά δικαιώματα για να κυβερνήσουν τους υπόλοιπους. Δεν μπορούν να δημιουργήσουν κοινωνία τύπου Βαβυλώνας. Είναι πάντα σε κατάσταση αμφισβήτησης. Ο Αγαμέμνονας δεν μπορεί να γίνει ούτε Φαραώ ούτε Ναβουχοδονόσωρ. Κάθε φορά που ένας Έλληνας ηγέτης, από τον Περικλή μέχρι σήμερα, υπερβαίνει την εξουσία, που είναι ανεκτή, οι υπόλοιποι θυμούνται τον Αχιλλέα. Όταν η παιδεία, που αποτυπώνεται στα κύτταρα του ανθρώπου, υποδεικνύει ότι κανένας δεν είναι αλάνθαστος, τότε αυτή η ίδια δημιουργεί χαρακτηριστικά. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο λαός αυτός δεν έχτισε αυτοκρατορίες, παρά μόνον την πιο λαμπρή πόλη στον κόσμο.
Αν η Ιλιάδα χαρακτηρίζει την κοινωνία που συνθέτουν οι Έλληνες, η Οδύσσεια χαρακτηρίζει την προσωπική τους ζωή. Στην Οδύσσεια περιγράφεται η περιπέτεια ενός πανέξυπνου ανθρώπου, μέχρι να γυρίζει πίσω στην πατρίδα του. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι τεράστιες κι ενώ ξεκινά μ’ ένα πλήθος συντρόφων και συμπολεμιστών επιστρέφει πίσω μόνος. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του ήρωα να ξεπεράσει τρομερά εμπόδια που βρίσκονται στο δρόμο του και η τελική του μοναχική νίκη έχουν κι αυτές το νόημά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο Οδυσσέας σε καμία φάση του έργου δεν ξεφεύγει από την ανθρώπινη φύση του. Βρίσκεται συνέχεια μέσα στον κίνδυνο κι είναι επικεφαλής συντρόφων. Δεν είναι ο Μωυσής στον οποίο θα του δοθεί η γνώση για να οδηγήσει τους συντρόφους του πίσω στην πατρίδα. Είναι άνθρωπος απλός, με την ίδια άνεση που κάνει το σωστό κάνει και το λάθος. Αγαπάει βαθύτατα τους Θεούς κι αυτοί του ανταποδίδουν αυτήν την αγάπη. Ο συνεχής κίνδυνος μέσα στον οποίο ζει αυτός κι οι σύντροφοί του τούς κάνει να σκέφτονται συνεχώς κι όλοι μαζί για να βρουν λύσεις.
Σ’ άλλη περίπτωση ο πανέξυπνος Οδυσσέας θα επισκίαζε τους συντρόφους και θα υπήρχε περίπτωση να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα. Πώς όμως να κρατήσει πνευματικά δικαιώματα κάποιος, που δεν έχει εξασφαλίσει ούτε καν τη δική του επιβίωση; Όταν παίρνει αποφάσεις που έχουν κόστος σε ζωές δεν μπορεί να διεκδικεί το αλάθητο όσο έξυπνος κι αν είναι. Μία από τις επόμενες φορές θα μπορούσε να ήταν και η δική του σειρά. Ό,τι σκέφτεται, το προφέρει στους συντρόφους του κι αυτοί με τη σειρά τους κάνουν το ίδιο. Σ’ ολόκληρο το έργο δύο φορές του δόθηκε ασφαλής γνώση μέσω των Θεών, ώστε να γυρίσει πίσω ασφαλής με τους συντρόφους του. Εδώ ακριβώς είναι η τραγική ειρωνεία. Μ’ εξασφαλισμένη γνώση, έστω κι αν αυτή αποφέρει πνευματικά δικαιώματα, οι σύντροφοί του τόν πρόδωσαν. Ό,τι καλλιεργείται μέσω των Επών, για να δοθεί στους Έλληνες ως δώρο, αυτό τους πρόδωσε. Το τέλος του Έπους είναι κι αυτό εξίσου σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ανθρώπου. Ο μεγάλος Οδυσσέας επιστρέφει μόνος του. Μέσα από δοκιμασίες και βάσανα επιστρέφει κουρασμένος, λυπημένος και προπάντων ανθρώπινος. Ακόμα κι όταν έχει επιστρέψει, τίποτε δε γίνεται εύκολα και χρειάζεται αγώνας.
Η τελική νίκη του Οδυσσέα είναι η ελπίδα που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο. Ο Οδυσσέας επέστρεψε, αφού κατέβαλε όλες τις δυνατές προσπάθειες ως άνθρωπος, αλλά μόνο μετά από θεϊκή επέμβαση. Αυτή η επέμβαση δε γίνεται υπό μορφή θαύματος με το οποίο ο Οδυσσέας από τη μία στιγμή στην άλλη επιστρέφει νικητής και δοξασμένος. Η επέμβαση προσφέρει διέξοδο… και πάλι θα πρέπει να εξαντλήσει τις δυνατότητές του για να την εκμεταλλευτεί. Ακόμα και μετά την απόφαση των Θεών για την επιστροφή του, δεν είναι λίγες οι φορές που λύγισαν τα γόνατά του από το φόβο και την απελπισία. Οι Θεοί για τον Οδυσσέα παίρνουν θετικές αποφάσεις, αλλά αυτές οι αποφάσεις βοηθούν μόνο στην περίπτωση στην οποία θα βρει το κουράγιο να συνεχίσει.
Όλα αυτά τα στοιχεία που δίνει η Οδύσσεια, ως παιδαγωγικό μέσο ενός συστήματος, ωθούν τον άνθρωπο σ’ αναζήτηση προσωπικής ελευθερίας. Το σύστημα μπορεί ν’ απαιτεί συλλογική προσπάθεια για να κατακτήσει αυτό που επιδιώκει, αλλά ο άνθρωπος μαθαίνει ότι αυτό που θα τον βοηθήσει είναι το προσωπικό του κουράγιο και η αλύγιστη θέληση. Ο Θεός δε φτιάχνει ανάμεσα στους Έλληνες εκλεκτούς, που παίρνουν άπειρη δόξα εξαιτίας Του. Οι αγαπημένοι Του είναι βασανισμένοι και μοναχικοί. Ό,τι δημιουργούν είναι δικό τους έργο, απλά η θεία πρόνοια τους βοηθά να σταθούν στα δικά τους ανθρώπινα πόδια, που τόσο εύκολα λυγίζουν. Έργο του Θεού είναι ένας λαός, που μάτωσε μέσα στην προσπάθειά του ν’ ανακαλύψει τον άνθρωπο που κρύβεται μέσα στις δομές. Όταν όλα αυτά περνούν μέσα στην ψυχή τού ανθρώπου κι ειδικά του νέου ανθρώπου, δεν μπορεί το σύστημα να είναι σκληρό κι άδικο. Αυτά δικαιολογούνται μόνο σε συστήματα τύπου Βαβυλώνας, όπου το άβουλο ον υποτίθεται πως δε γνωρίζει, ενώ ο εκλεκτός γνωρίζει τα πάντα. Εκεί πρέπει να σκύψει ο άνθρωπος το κεφάλι γιατί μαθαίνει ότι το γενικό καλό απαιτεί θυσίες τις οποίες γνωρίζουν καλύτερα οι εκλεκτοί.
Τα δύο Έπη δημιουργούν ανθρώπους που στην κοινωνική τους δραστηριότητα και στην καλύτερή τους στιγμή θ’ αγωνιστούν για την κατάκτηση του Ιλίου, ενώ στην προσωπική τους ζωή τα πάντα εξαρτώνται από τους ίδιους. Τα λάθη που θα πληρώσουν στην πλειοψηφία τους είναι δικά τους λάθη κι αυτό είναι που πρέπει να κατανοήσουν. Οι Θεοί δεν τιμωρούν με τους ανθρώπινους κανόνες. Δίνουν συμβουλές για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και η καταπάτηση αυτών των συμβουλών είναι η πηγή των κακών. Όλα τα παραπάνω δείχνουν, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αναλυτικά, γιατί οι Έλληνες δεν μπορούν κι ούτε θέλουν να κρατήσουν πνευματικά δικαιώματα.
Εξίσου σημαντικό μ’ αυτό είναι κι ένα άλλο στοιχείο, που δίνεται μέσω των Επών. Αυτό είναι ο έρωτας. Σ’ ένα έργο του οποίου η πλοκή έχει να κάνει μ’ έναν ανθρωποφάγο πόλεμο και βασιλιάδες γεμάτους δόξα και σοφία, κυριαρχεί ο έρωτας. Οι Θεοί ερωτεύονται και παιδιά αυτού του έρωτα είναι υπέρλαμπροι ήρωες ή πεντάμορφες νέες. Οι Θεοί μ’ αυτόν τον τρόπο υποδεικνύουν στους θνητούς ν’ αναζητούν τον έρωτα. Δεν υπάρχουν παιδιά μοιχείας, υπάρχουν μόνον παιδιά αγάπης, που κληρονομούν θεϊκά χαρακτηριστικά. Ο πόλεμος της Τροίας γίνεται αποκλειστικά για τον έρωτα. Ο Πάρης —αρνητικός ήρωας για τους Έλληνες, εφόσον είναι αντίπαλος— δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει μισητός. Πώς μπορεί ένας Έλληνας, που κατανοεί τους έρωτες των Θεών, να μισήσει έναν άνθρωπο που έπεσε κι αυτός θύμα του έρωτα; Του δόθηκαν βασίλεια, του δόθηκε σοφία κι αντρειοσύνη, αλλά αυτός προτίμησε τον έρωτα. Αυτός είναι, που δείχνει στους ανθρώπους τι ακριβώς είναι να είσαι Θεός. Τα βασίλεια για τον Πάρη έχουν έγνοιες και σκοτούρες. Η θεϊκή ομορφιά όμως, όταν είναι δίπλα στον άνθρωπο, είναι ευτυχία. Η ευτυχία μέσω του έρωτα είναι η Θέωση για τον άνθρωπο.
Ο έρωτας παρουσιάζεται ανίκητος μέσα στα Έπη. Ο Αχιλλέας, μόνον εξαιτίας του έρωτα, απέχει των μαχών. Ο Αγαμέμνονας, εξαιτίας της στέρησης του δικού του έρωτα, κάνει υπέρβαση εξουσίας. Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει θεές, που του υπόσχονται αιώνια δόξα κι αθανασία, για τον έρωτά του. Όλα αυτά, βέβαια, για τον έρωτα που είναι καθαρός και δεν προδίδεται. Η ιστορία της Ελένης είναι μία ιστορία γυναίκας που βρήκε έναν άλλο έρωτα κι αυτό βέβαια δεν είναι έγκλημα, απλά η κοινωνία ήταν πολύ καθυστερημένη, για να δεχτεί το δικαίωμα αυτό σε μία γυναίκα. Η πατριαρχία είναι η δεδομένη κατάσταση στην ελληνική κοινωνία κι απ’ αυτό μπορεί κάποιος να καταλάβει ποιοι έχουν το δικαίωμα στη Θέωση μέσω του έρωτα. Η θέση της γυναίκας είναι ισχνή σ’ ό,τι αφορά τα δικαιώματά της. Οι επιλογές της είναι πάντα σε προκαθορισμένα όρια. Είναι άτιμη και προσβάλλει τους ανθρώπους, όταν κι αυτή ως άνθρωπος αποφασίζει για την προσωπική της ευχαρίστηση και είναι τίμια κι ενάρετη όταν είναι μία σύζυγος, που μεγαλώνει τα παιδιά της ανεχόμενη τους έρωτες του άντρα της. Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ιλιάδα και στην κοινωνία που περιγράφει κατά την έναρξη του πολέμου.
Όμως η Ιλιάδα δεν έχει στόχο να διαπαιδαγωγήσει μόνον τους άντρες και να τους μάθει πώς πρέπει να λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύνολο και να πετυχαίνουν τους στόχους τους. Τους μαθαίνει και τι σημαίνει έρωτας και πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, που δε σέβεται τους κανόνες του. Η Ελένη δεν κοιμήθηκε πρόστυχα μ’ ένα φιλοξενούμενο του άντρα της. Ερωτεύτηκε ένα όμορφο βασιλόπουλο. Πέρασε χίλιες σκέψεις μέσα από το μυαλό της για ν’ αντισταθεί. Μία γυναίκα που ζει σε μία αντροκρατούμενη κοινωνία βασανίζεται πολύ για να πάρει μία τέτοια απόφαση. Αμύνθηκε, όσο μπορεί ν’ αμυνθεί άνθρωπος στον έρωτα. Όμως ο Μενέλαος πού ήταν; Εκείνη την ώρα έπρεπε να είναι δίπλα της και να τη στηρίξει. Αυτός όμως υπήρξε ένας τυπικός σύζυγος, που αντιλαμβάνεται τη γυναίκα του ως κτήμα του και που πάντα τη βρίσκει εκεί όπου την αφήνει… αυτό όμως δε συνέβη αυτήν τη φορά. Ο Μενέλαος κι ο κάθε άντρας όταν είναι ερωτευμένος, δεν αφήνει το ταίρι του ούτε για μία στιγμή. Αυτός είναι ο έρωτας, μία συνεχής δυναμική κατάσταση. Όταν κάποιος δεν μπορεί ή δε θέλει ν’ ακολουθεί τους κανόνες του, δεν μπορεί να έχει κι απαιτήσεις. Όμως οι απαιτήσεις υπάρχουν γιατί υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Από εδώ ξεκινά ο Τρωικός πόλεμος.
Η Ελένη δεν έχει δικαίωμα να ερωτευτεί όπως όλοι οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν παραμελείται. Ο Μενέλαος μπορεί να βαστάει τις παλλακίδες του και να βιάζει όποια θέλει στους πολέμους στους οποίους συμμετέχει, αλλά η Ελένη πρέπει να είναι σωστή σύζυγος. Η προσφορά της Ελένης στο έργο είναι ότι στους μεν άντρες δείχνει ότι πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν τον έρωτα, γιατί ποτέ δε θα μπορούν να προβλέψουν τίποτε. Στις δε γυναίκες ότι ακόμα και σ’ αυτήν τη θεοσκότεινη κοινωνία πρέπει ν’ απαιτούν από τους άντρες την προσήλωση ερωτευμένου και στην αντίθετη περίπτωση να τολμούν. Τόλμησε η Ελένη και μπορεί να μη δικαιώθηκε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η κάθε Ελένη δε θα δικαιώνεται.
Στον αντίποδα αυτής της σχέσης Μενελάου κι Ελένης είναι η σχέση Οδυσσέα και Πηνελόπης. Ο τέλειος έρωτας. Μπορεί να ενώνονται με τα συζυγικά δεσμά, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά δεν αντικαθιστούν την ερωτική προσήλωση. Η αιώνια αγάπη. Και οι δύο αρνούνται τα πάντα για τον έρωτά τους. Αν ο άντρας ονειρεύεται δόξες, πλούτη και προπαντός ως θνητός αθανασία, ο Οδυσσέας τ’ αρνείται για τον έρωτά του, για την αγάπη του. Θα ήταν αδικία, αυτός ο έρωτας να μην έφτανε στη λύτρωσή του. Λύτρωση γι’ αυτούς ήταν να ζήσουν και να γεράσουν μαζί.
Όλα αυτά αποκαλύπτουν τι συμβαίνει στις σχέσεις των ανθρώπων και πώς αυτές οι σχέσεις επηρεάζονται από την ύπαρξη του θεσμού τού γάμου. Όταν κάποιος άνθρωπος ζει σε μία κοινωνία, όπου υπάρχει ο νόμιμος γάμος, πιστεύει ότι πάντα αυτός είναι κι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει τη διατήρηση μίας σχέσης. Η μη προσαρμογή φαίνεται σαν να είναι πρόβλημα των ανθρώπων και όχι του θεσμού. Τα Έπη προσφέρουν τη γνώση του έρωτα που δεν μπορεί να κλειστεί μέσα σε θεσμούς και όταν υπάρχει δένει τους ανθρώπους τόσο πολύ, που ο οποιοσδήποτε θεσμός φαίνεται αστεία υπόθεση. Καμία συζυγική υποχρέωση δεν είναι δυσβάσταχτη για τον Οδυσσέα. Ο ίδιος είναι διατεθειμένος να κάνει πράγματα για τα οποία, αν υπήρχε θεσμός να τα επιβάλλει στους ανθρώπους, θα έκαναν επανάσταση. Οι Έλληνες ζηλεύουν τον Οδυσσέα, που έχει μία γυναίκα που του ανήκει, όπως και της ανήκει ψυχή τε και σώματι. Δεν είναι δύο σάρκες, είναι μία. Αυτό λέει ο Χριστός, αυτό ισχύει σ’ αυτήν την περίπτωση. Ο Μενέλαος και η Ελένη είναι δύο σάρκες και, αν τους δοθεί ευκαιρία, το αποδεικνύουν.
Τελευταίο αφήσαμε ίσως το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί κάποιος να πάρει από την Οδύσσεια. Αν ο έρωτας, σύμφωνα με τον Πάρη, είναι το μυστικό της Θέωσης και της τελειότητας, αυτό που είναι το πιο σημαντικό, είναι η ίδια η ζωή. Αυτό το δώρο που λέγεται ζωή και δίνεται από το Θεό σ’ όλους τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει δόξα ούτε μεγαλείο που να μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή. Φτωχοί, πλούσιοι, ελεύθεροι, δούλοι, παίρνουν ακριβώς το ίδιο δώρο από το Θεό. Δεν υπάρχουν εκλεκτοί, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τα πάντα για τον υιό Του τον άνθρωπο και του έδωσε τη ζωή. Αν αυτός την υποτιμά και βλέπει αδικία σ’ ασήμαντα πράγματα, δε φταίει ο Θεός, φταίει ο άνθρωπος. Διά στόματος Αχιλλέα οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι ακόμα και η ζωή τού σκλάβου είναι πιο πολύτιμη απ’ όλες τις δόξες και τα μεγαλεία. Η βασιλεία στον κόσμο των νεκρών δεν έχει καμία αξία. Αν η θυσία του Αχιλλέα πρόσφερε στους Αχαιούς την Τροία, αυτοί οι λόγοι του δώσανε ελπίδα και χαρά σ’ όλους του ανθρώπους. Ο ύμνος της ζωής από τον Αχιλλέα είναι μέσα σε δύο σειρές.
Υπάρχουν πολλές μελέτες πάνω στα Ομηρικά Έπη σημαντικότατες και με προσεγγίσεις απ’ όλες τις δυνατές πλευρές όλων των θεμάτων. Για κάθε μία σελίδα των Επών θα μπορούσαν να γραφούν χίλιες. Οι σοφοί όλων των εποχών από τα Έπη αντλούν γνώση. Μέσα στις λίγες αυτές σελίδες δεν μπορεί κάποιος να κάνει μία σοβαρή ανάλυση, ούτε να προσεγγίσει το νόημά τους. Αυτό που κάναμε τώρα, είναι ν’ αντλήσουμε ορισμένα πράγματα που απαιτούνται στη θεωρία μας. Δεν είναι δυνατό να τα πάρουμε χωρίς έστω μία αναφορά κι αυτό, γιατί ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι και τέλειος γνώστης των Επών. Αυτές οι σελίδες γράφηκαν, για να διευκολυνθεί ο καθένας, που προσπαθεί να διαβάσει τη θεωρία, χωρίς να χρειαστεί ν’ ανατρέξει πρώτα στον Όμηρο… πράγμα που έτσι κι αλλιώς στο τέλος πρέπει να κάνει. Δεν μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Έλληνες δεν κρατάνε πνευματικά δικαιώματα λόγω των Επών και ν’ αφήσουμε απορίες για τη λύση των οποίων πρέπει να ανατρέξει κάποιος σε άλλες πηγές.
Τα στοιχεία που αντλήσαμε, έστω και μ’ αυτήν την περιορισμένη ανάλυση είναι ότι το σύστημα που δημιούργησαν οι Έλληνες, και μέσω αυτού τη δημοκρατία, στηρίζεται στα Έπη. Το σύστημα δεν εξαφάνισε τα Έπη, γιατί μέχρι ενός σημείου το στηρίζουν. Στηρίζουν το σύστημα, εφόσον το μεγάλο επίτευγμα είναι προϊόν του συνόλου. Η λεπτή ισορροπία που υπάρχει μέσα στα Έπη, αφορά τη σχέση μεταξύ της δομής που απαιτείται για να υπάρξει ένα μεγάλο επίτευγμα και των ανθρώπων που την υπηρετούν. Η παιδεία μέσω των Επών δημιουργεί ανθρώπους, που είναι πάντα κοντά σ’ αυτήν την ισορροπία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι Έλληνες. Δεν έχουν ξεχωριστά βιολογικά χαρακτηριστικά, ούτε συγκεκριμένο χρώμα. Δεν είναι υπερευφυείς, είναι απλοί άνθρωποι, όπως όλοι οι άλλοι. Όμως σ’ αυτούς δόθηκε αυτό το δώρο από το Θεό. Πρέπει να γίνει κατανοητό σ’ όλους ότι, όταν υπάρχει ένα σχέδιο, οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό σημαντικό ή ασήμαντο, πάντα υπάρχουν ρόλοι. Ένας απ’ αυτούς τους ρόλους ήταν και το να είσαι Έλληνας.
Οποιοσδήποτε άνθρωπος αν πάρει παιδεία όμοια με των Ελλήνων, είναι Έλληνας. Αυτούς τους ανθρώπους αναφέρει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο. Αυτούς που έχουν τον άλλο ρόλο. Ποιοι είναι αυτοί; Αυτοί που δεν κρατούν πνευματικά δικαιώματα, αυτοί που γνωρίζουν για τον έρωτα, αυτοί που θυσιάζονται για τους φίλους τους και τέλος αυτοί που γνωρίζουν την αξία της ζωής και δεν την ανταλλάσσουν με βασίλεια νεκρών. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα δημιουργούν τα Έπη κι οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται Έλληνες. Ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος πάνω στη Γη ανεξάρτητα από το χρώμα, φυλή και έθνος μπορεί να είναι Έλληνας, εφόσον έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι Έλληνες είναι τύπος ανθρώπων, που διαμορφώνεται μέσω συγκεκριμένης παιδείας κι όχι μία συγκεκριμένη φυλή συγκεκριμένου χρώματος. Οι Έλληνες, που υπάρχουν κι αποτελούν το λεγόμενο ελληνικό έθνος, είναι κι αυτοί δημιούργημα του Θεού που υπάρχει κι επιτελεί συγκεκριμένο έργο, όπως θα δούμε αργότερα.
Ο αναγνώστης σ’ αυτό το σημείο θ’ απορήσει και θ’ αναρωτηθεί αν είναι δυνατό μόνον οι Έλληνες να γνωρίζουν και να εκτιμούν τον έρωτα, τη φιλία και να μην κρατούν πνευματικά δικαιώματα. Άνθρωποι σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτού του πλανήτη και σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου αγωνίστηκαν υπέρ των ανθρώπων και βίωσαν όλα τα παραπάνω. Ύμνησαν τον έρωτα, γεύτηκαν την τέλεια φιλία και μετέδωσαν τη γνώση τους. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι και η γνώση τους ανθρώπινη. Το σύστημα, που γεννά τον άνθρωπο, έχει σημασία τι αποδέχεται και τι απορρίπτει. Ο άνθρωπος του Μεσαίωνα μπορεί να τα γνώριζε όλα αυτά, αλλά ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ο Θεός έδωσε γνώση που να δημιουργεί σύστημα κι αυτό κατόπιν να γεννά ανθρώπους που να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Όταν υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αυτήν τη γνώση, είναι αρκετό να εμφανιστεί ένας άνθρωπος που, χωρίς να προκαλεί τις γενικές κοινωνικές αντιλήψεις, να έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει όμοιούς του με ανώτερη γνώση. Επιδίωξη του Θεού ήταν η δημιουργία ενός λαού, που θα μπορεί να λειτουργεί ως σύστημα, αποδεχόμενος και τα αρνητικά της λειτουργίας του, αλλά σε μία οριακή κατάσταση θα υπάρχει δυνατότητα έκρηξης, που να μεταλλάσσει την κοινωνία σε θεία κοινωνία. Η τέλεια και πλήρης γνώση δόθηκε στους Έλληνες κι αυτό που πρέπει να βρούμε είναι τι ακριβώς παρήγαγαν αυτοί και πώς βοηθιέται η εξέλιξη του Σχεδίου.
Όμως πριν δούμε αυτό, θα πρέπει ν’ αναφερθούμε πρώτα και στον άλλο λαό, που είναι δημιούργημα του Θεού κι αποτελεί το άλλο όριο. Οι Ιουδαίοι, που τόσο πολύ κατακρίθηκαν από τους υποκριτές και τόσο πολύ βασανίστηκαν ανά τους αιώνες, είναι παιδιά του Θεού που υπηρέτησαν το Σχέδιό Του. Ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς γνώση, αλλά με τρόπο εντελώς διαφορετικό, αποδίδοντάς τους τα επιθυμητά γι’ Αυτόν χαρακτηριστικά. Οι Ιουδαίοι προετοιμάστηκαν ειδικά για να σταυρώσουν το Χριστό κι έκαναν αυτό που έπρεπε σύμφωνα με το Σχέδιο του Θεού. Σταύρωσαν το Υιό του Θεού που γεννήθηκε ανάμεσά τους. Σταύρωσαν τον ίδιο τους τον εαυτό, σταυρώνοντας το λυτρωτή τους.
Η εκτέλεση του καθήκοντός τους και άρα του θελήματος του Θεού, αποκαλύπτεται μέσα από το Λόγο του Χριστού. Όταν ο Χριστός προλέγει τη Σταύρωσή Του και ο Πέτρος Τον λυπάται, η απάντηση Του είναι: (Ματθ. 16.23) “ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω. ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. σκάνδαλον μου ει, ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων.” (Αυτός δέ εστράφη εις τόν Πέτρον καί είπε, “Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά… μού είσαι σκάνδαλον, διότι δέν σκέπτεσαι τά αρεστά εις τόν Θεόν αλλά τά αρεστά εις τούς ανθρώπους”.). Ο Χριστός επιδίωκε τη Θυσία και οι Ιουδαίοι ενέργησαν κατά τον τρόπο που επιδίωκε ο Θεός. Τα χαρακτηριστικά των Ιουδαίων, που τους έκαναν άκρως απαραίτητους για το Σχέδιο του Θεού, δόθηκαν από τον Ίδιο το Θεό μέσω της γνώσης. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες οι Ιουδαίοι είχαν συνεχή επαφή με το Θεό. Από την εποχή του Αβραάμ μέχρι το Μωυσή και τους προφήτες, ο Θεός αποκάλυπτε τα όσα έπρεπε ν’ αποκαλύψει μέσω επαφής. Αν ο Θεός δεν εμφανίστηκε στους Έλληνες για να μην τους τρομάξει, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι με τους Ιουδαίους επιδίωκε ακριβώς το αντίθετο.
Η εμφάνιση του Θεού συνοδεύεται πάντα από δωρεά γνώσης. Η γνώση αυτή είναι τέλεια κι ανίκητη. Ό,τι δίνει ο Θεός είναι τέλειο και ανίκητο. Αυτή η γνώση, όπως και η οποιαδήποτε γνώση, για να έχει νόημα και ν’ αποφέρει κέρδος, πρέπει να καλλιεργείται. Πρέπει να οδηγεί τον άνθρωπο σε προβληματισμό, τα αποτελέσματα του οποίου θα τον βοηθούν στη ζωή του. Όλα αυτά ισχύουν για τον ελεύθερο άνθρωπο, όχι για τον φοβισμένο. Όταν ο άνθρωπος είναι φοβισμένος, τη γνώση αυτή δεν τη χρησιμοποιεί σαν εργαλείο, παρά τη βαστάει νεκρή και μέσω αυτής βασανίζεται. Αυτός ο βασανισμός είναι αποτέλεσμα των όσων προκύπτουν, εξαιτίας της απευθείας εμφάνισης του Θεού σε κάποιον, που αυτόματα τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους. Αυτό επιφέρει ως άμεση συνέπεια τα πνευματικά δικαιώματα, που οδηγούν σε κοινωνία τύπου Βαβυλώνας. Ο ίδιος μπορεί να μην τα εκμεταλλευτεί σε βάρος των άλλων, αλλά είναι βέβαιο ότι κάποιοι άλλοι θα το κάνουν. Όταν έχει κάποιος πνευματικά δικαιώματα, που έχουν σχέση με το Θεό, αυτά είναι αναμφισβήτητα. Η τέλεια γνώση που του προσφέρει ο Θεός τον κάνει αήττητο κι υπεράνω κριτικής. Αυτό σε συνδυασμό με μία μεγάλη δοκιμασία που απαιτεί άμεσες και τέλειες λύσεις, καθιστούν τον εκλεκτό αναμφισβήτητο κι ως ηγέτη.
Ό,τι υπήρξε ο Τρωικός πόλεμος για τους Έλληνες, υπήρξε η έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Η περιγραφή αυτών των γεγονότων αποτελούν για τον κάθε λαό την παιδεία του. Οι διαφορές τους είναι αυτές, που προσδίδουν τα χαρακτηριστικά στους λαούς, που διαπαιδαγωγούνται μέσω αυτών. Όταν ένας άνθρωπος διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη, αποκτά εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από κάποιον, που διαβάζει τα Ομηρικά Έπη. Τα χαρακτηριστικά των Ιουδαίων προέρχονται από την παιδεία τους, που είναι η Παλαιά Διαθήκη. Αν τα Έπη δίνουν στους Έλληνες βαθμούς ελευθερίας, ώστε να σκέφτονται ακόμα κι όταν υπηρετούν δομές, η Παλαιά Διαθήκη κάνει ακριβώς το αντίθετο. Όσες φορές οι άνθρωποι προσπάθησαν, μέσα στα πλαίσια της φύσης τους, να σκεφτούν και να πράξουν ανάλογα, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο Αγαμέμνονας της εξόδου, ο Μωυσής, ποτέ δε βρέθηκε αντιμέτωπος με κανέναν άνθρωπο, που να έχει το δίκιο με το μέρος του. Τα συμβούλια των Αχαιών στην Παλαιά Διαθήκη δεν έχουν κανένα νόημα. Οι Αχαιοί, όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους, πήραν κατά καιρούς σωστές και λανθασμένες αποφάσεις. Όμως η αναζήτηση των σωστών, τους έκανε να εξετάζουν όλες τις πιθανές προτάσεις. Οι σωστές απαντήσεις δεν προέρχονταν ποτέ από το ίδιο πρόσωπο. Ο Αγαμέμνων ήταν αρχηγός, αλλά όχι αλάνθαστος. Από την πλευρά των Ιουδαίων συναντάμε μία τελείως αντίθετη κατάσταση. Ό,τι έλεγε ο Μωυσής ήταν τέλειο, αφού προερχόταν από το Θεό. Ο Θεός πραγματοποιούσε θαύματα, για να βεβαιωθεί ο λαός ότι υπάρχει και τους βοηθά, αλλά αυτά τα θαύματα δικαίωναν στην πραγματικότητα τις επιλογές του Μωυσή.
Όταν αναφερθήκαμε στην αρχή στην Αίγυπτο, είπαμε ότι εκεί ήταν το ιδανικό μέρος για την εμφάνιση του Θεού, εφόσον το δίλημμα δεν είναι και τόσο δίλημμα. Ο άνθρωπος έχει να επιλέξει μεταξύ μίας οργανωμένης κοινωνίας, που μόνον αυτή μπορεί να δαμάσει το Νείλο και να μετατρέψει το χώρο σε όαση, και του θανάτου στην έρημο. Αυτήν την έρημο προσπάθησαν να διασχίσουν οι Ισραηλίτες. Αν οι Αχαιοί θέλησαν να καταλάβουν το Ίλιον και να πάρουν πίσω την Ελένη, οι Ισραηλίτες θέλησαν να διαβούν την έρημο. Η διάβαση της ερήμου γι’ αυτούς ήταν η βασική προϋπόθεση για την πολυπόθητη ελευθερία. Όμως αυτή η διάβαση, χωρίς τη βοήθεια του Θεού, θα ήταν αδύνατη. Ο Θεός δημιούργησε μία τέτοια κατάσταση για τους Ισραηλίτες, ώστε να είναι αδύνατο να μην υπακούσουν. Η ανυπακοή ισοδυναμούσε με θάνατο. Οι Αχαιοί μπορούσαν να πάρουν μία απόφαση λανθασμένη, που να είχε κόστος σ’ ανθρώπινες ζωές και σε χρόνο, όσον αφορά την κατάκτηση της Τροίας, αλλά σε καμία περίπτωση αυτή η λανθασμένη απόφαση δε θα τους οδηγούσε σε αφανισμό.
Οι Ισραηλίτες ήταν άμεσα εξαρτώμενοι από το Θεό. Αν ο Θεός δεν πρόσφερε γνώση και θαύματα μαζί, δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Όταν περιμένει ένας λαός ολόκληρος τη λύση από το Θεό, σημαίνει ότι κατ’ αρχή υπακούει απόλυτα σ’ αυτόν μέσω του οποίου έρχεται η λύση του Θεού. Ο Μωυσής σε κάθε περίπτωση είχε τον έλεγχο της κατάστασης. Τα συμβούλια ήταν περιττά. Ο άνθρωπος, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, μπορεί να συλλάβει μία λύση, που στην καλύτερή της μορφή, απλά θα πλησιάζει την τέλεια. Όμως είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να βρίσκει αυτός και μόνον αυτήν την ιδανική λύση συνεχώς. Όταν δεν μπορεί να υπάρξει ένας τέτοιος άνθρωπος, είναι αδύνατο να υπάρξει ξεχωριστή τάση μέσα στο λαό. Αν ο Μωυσής είναι ο Αγαμέμνονας κι είναι αλάνθαστος εξαιτίας της θείας επέμβασης, τότε μέσα από το λαό είναι αδύνατο να ξεχωρίσουν άνθρωποι όπως ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας κι οι υπόλοιποι προικισμένοι άντρες. Ο Οδυσσέας δεν είναι αλάνθαστος, εκτιμάται όμως από τους Αχαιούς γιατί είναι έξυπνος κι απ’ αυτήν την εξυπνάδα μπορεί να παραχθεί μία καλή πρόταση. Εδώ ακριβώς είναι και η διαφορά. Όταν υπάρχει η σωστή λύση για ένα πρόβλημα που απασχολεί ένα λαό, κανένας δεν ενδιαφέρεται ποιος από τους απλούς ανθρώπους είναι πιο κοντά στη λύση. Ούτε ενδιαφέρει το λαό αν αυτός ο άνθρωπος μπορεί να έχει άλλη άποψη πιο σωστή σε θέματα για τα οποία δεν έχει δοθεί γνώση μέσω του Θεού.
Αυτό το λεπτό σημείο είναι πολύ σημαντικό κι απ’ αυτό αρχίζουν και δημιουργούνται τ’ άσχημα φαινόμενα και το κακό μοντέλο της κοινωνίας. Ο εκλεκτός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει επαφή με το Θεό, δεν παίρνει συνολική γνώση. Η γνώση του είναι μερική. Προκύπτει κάτι κι εξαιτίας αυτού του γεγονότος εμφανίζεται ο Θεός και δίνει γνώση. Όμως η απόλυτη εξουσία που παίρνει λόγω των πνευματικών δικαιωμάτων, του δίνει τη δυνατότητα να εκφράζει τη δική του γνώμη, την προσωπική του άποψη και σε θέματα για τα οποία δεν έχει γνώση μέσω του Θεού. Επειδή όμως ο λαός είναι απόλυτα υπάκουος σ’ αυτόν, δέχεται κι υπακούει και στις απόψεις, που είναι δικές του και προσωπικές. Όταν οι γνώσεις είναι αυτού του είδους, επιδέχονται πάντα κριτική κι όσες πιθανότητες έχει ένας απλός άνθρωπος με την ίδια ευφυΐα να βρει το σωστό, τόσες έχει και ο εκλεκτός. Αυτό όμως δε συμβαίνει, γιατί οι υπόλοιποι έχουν ισοπεδωθεί και δεν μπορούν ν’ αμφισβητήσουν καμία άποψη του ηγέτη, εφόσον μόνον αυτός ξέρει από που αυτή προέρχεται.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θ’ αναφερθούμε στην Εντολή της μοιχείας. Ο Θεός δίνει την Εντολή “ου μοιχεύσεις”. Ο Μωυσής έχει τη δική του φιλοσοφία σ’ αυτό το θέμα και νομίζει ότι είναι η σωστή. Αυτό τον κάνει να μη ρωτήσει ποτέ το Θεό για τη μοιχεία… πότε έχουμε μοιχεία, πότε κάποιος είναι μοιχός. Δε ρωτάει τίποτε για τον έρωτα, που είναι πολύ σημαντικός στα Ομηρικά Έπη… αν πρέπει να υπάρχει έρωτας για να υπάρξει γάμος κι όλες τις σχετικές ερωτήσεις. Ο Θεός δίνει αυτά που είναι να δώσει κι είναι τέλεια. Η Εντολή αυτή είναι τέλεια. Δεν μπορεί κανένας να την αμφισβητήσει. Όμως η φιλοσοφία του Μωυσή πάνω στο θέμα γενικά, είναι φιλοσοφία και συνεπώς άποψη απλού ανθρώπου. Ο καθένας έχει τη φιλοσοφία του και σ’ αυτό το σημείο, εφόσον δε δόθηκε γνώση από το Θεό, πρέπει να γίνει πνευματική μάχη μεταξύ των ανθρώπων… αυτό όμως δε συμβαίνει. Ο Μωυσής, ο αναμφισβήτητος ηγέτης, περνά την προσωπική φιλοσοφία του μέσα στο λαό σαν να πρόκειται για θεία γνώση, χωρίς αυτό να συμβαίνει. Όταν είναι εξαιτίας του Θεού σε μερικά θέματα και προβλήματα αλάνθαστος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και σε άλλα θέματα, πράγμα όμως που πρέπει να συμβεί. Σ’ αυτό ακριβώς πρέπει ν’ αναζητηθεί και η παγίδα του Θεού. Η παγίδα αυτή στήθηκε για να παρασύρει το λαό αυτό σ’ έναν τρόπο ζωής και στην ανάπτυξη ενός μοντέλου, που υπηρετεί τα σχέδιά Του.
Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, οι διαφορές μεταξύ των δύο λαών προέρχονται από τη διαφορετική αντίληψη για το Θεό. Οι Έλληνες μέσω του Δωδεκάθεου ποτέ δεν αισθάνονταν το μεγάλο φόβο. Ήλπιζαν στη βοήθεια κάποιου Θεού και φρόντιζαν να τους τιμούν όλους. Γνώριζαν ότι ο Δίας είχε προαποφασίσει για πολλά πράγματα, που αφορούν το ανθρώπινο γένος, αλλά γνώριζαν επίσης ότι πολλοί Θεοί θα έδιναν την όποια βοήθειά τους σε προσωπικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά οι Ιουδαίοι γνώρισαν την πραγματική φύση του Θεού που είναι Μοναδικός, Πανίσχυρος και Πάνσοφος. Το φορτίο αυτού του Θεού είναι βαρύ για τους ώμους των ανθρώπων κι ως εκ τούτου η απόσταση από το θάνατο ελαχιστοποιείται. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει τι ακριβώς λέει ο Θεός κι ο φόβος τον παραλύει. Φοβάται και παρεξηγεί. Δεν αγαπά το Θεό όπως θέλει Αυτός, αλλά Τον τρέμει, όπως επιθυμούν οι άθλιοι. Ο άνθρωπος δε φέρεται “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Πατέρα κι αυτό είναι η αιτία του κακού.
Χρήσιμο είναι εδώ ν’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα, για να γίνει εύκολα κατανοητό, πώς ο άνθρωπος παραλύει από το φόβο κι, ενώ πρέπει να ακούσει το Λόγο του Θεού για να λυτρωθεί, κάνει το ακριβώς αντίθετο. Παρακούει και πάει κατευθείαν στην Κόλαση. Ο Θεός, ό,τι λέει, είναι σωστό και τέλειο. Αν όμως ο άνθρωπος δεν τα κατανοεί και τα βαστά ανερμήνευτα, ο Λόγος είναι θάνατος. Όταν ο Μωυσής πήγε στο όρος Σινά να πάρει για δεύτερη φορά τις Εντολές Του, ο Θεός του μίλησε και του είπε σε ελεύθερη μετάφραση: “Είμαι ο Κύριος και Θεός, γεμάτος συμπόνια και έλεος, με υπομονή και καλοσύνη ανεξάντλητες. Ελεώ χιλιάδες αμαρτωλούς, ξεχνώ το κακό, την αδικία και την αμαρτία. Αλλά τιμωρώ τον ένοχο, φέρνοντας τις συνέπειες της αμαρτίας του πάνω στα παιδιά του και στα παιδιά των παιδιών του ως την τρίτη και την τέταρτη γενιά”. Ο Θεός, εφόσον είναι τέλειος και πανάγαθος, αυτά που λέει στους ανθρώπους, που θεωρεί παιδιά Του, είναι αληθινά. Όμως εδώ με την πρώτη ματιά, πέφτει σ’ αντιφάσεις. Είναι δυνατόν ο Θεός να πέσει σε αντίφαση; Πώς γίνεται, ενώ λέει ότι έχει καλοσύνη ανεξάντλητη, ότι ελεεί χιλιάδες αμαρτωλών και ότι ξεχνά την αδικία και την αμαρτία να τιμωρεί και μάλιστα τόσο σκληρά ανθρώπους, που δε φταίνε σε τίποτε; Όταν κάποιος τιμωρεί τα παιδιά κάποιου που έφταιξε, είναι άδικος και σκληρός ακόμα και για τ’ ανθρώπινα μέτρα. Είναι δυνατόν ο Θεός να είναι τόσο άδικος; Είναι δυνατόν ο Θεός να λέει ψέματα; Τίποτε βέβαια απ’ όλα αυτά δε συμβαίνει. Απλά ο Θεός βλέπει, ενώ ο άνθρωπος είναι τυφλός και φοβισμένος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Θεός δίνει Εντολές, που είναι τέλειες, αλλά αποφέρουν θετικά αποτελέσματα μόνον όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να σκεφτεί.
Μία από τις Εντολές λέει: “ου μοιχεύσεις”. Ο Υιός του Θεού μίλησε για μοιχεία κι εκτός απ’ αυτό δεν τιμώρησε τη συλληφθείσα. Οι Ιουδαίοι λιθοβολούσαν τις μοιχαλίδες κι αυτό το έκαναν επειδή υποτίθεται τηρούσαν τις Εντολές του Θεού. Ποιο είναι το σωστό; Αυτό που λέει ο Θεός; Αυτά που κάνουν οι Ιουδαίοι; Ή μήπως αυτά που λέει, αλλά και κάνει ο Υιός Του; Εφόσον ο Χριστός λέει ότι όσα κάνει, τα έμαθε από τον Πατέρα Του, γιατί αντιδρά διαφορετικά απ’ αυτούς, που τηρούν κατά γράμμα τις Εντολές Του; Έτσι αρχίζει και φαίνεται η παρεξήγηση των λόγων του Θεού. Οι Ιουδαίοι, απλούστατα, δε γνωρίζουν τι σημαίνει μοιχεία. Ο Θεός τούς λέει να μην είναι μοιχοί, αλλά κι όταν είναι, τους βεβαιώνει ότι το ξεχνά, όπως ξεχνά όλα τα κακά και τις αδικίες. Για να ξεχάσει όμως κάποιος, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό, όσο καλή διάθεση κι αν έχει, πρέπει αυτό πρώτα να εξαλειφθεί. Δεν μπορεί ο Θεός να ξεχάσει τη μοιχεία κάποιου, όταν αυτή εξακολουθεί να υπάρχει.
Η τιμωρία συνίσταται στο γεγονός ότι τα παιδιά της μοιχείας είναι δυστυχισμένα και η διαιώνιση της τιμωρίας και το πέρασμά της από γενιά σε γενιά οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος ό,τι βλέπει από τον πατέρα του, αυτό κάνει. Αν μεγαλώσει μέσα σε μία οικογένεια, που χαρακτηρίζεται από τη μοιχεία, την ίδια οικογένεια θα φτιάξει. Έτσι αντιλαμβανόμαστε, γιατί δεν υπάρχει αντίφαση στο Λόγο του Θεού. Ενώ είναι τέλειος και γεμάτος συμπόνια, μιλά για τιμωρία. Μιλά σε πρώτο πρόσωπο… τιμωρεί, όχι επειδή Τον ενδιαφέρει να τιμωρήσει, αλλά επειδή Αυτός είναι ο Δημιουργός. Όταν αυτός δημιουργεί και δίνει χαρακτηριστικά τα οποία ο άνθρωπος αλλοιώνει με την παρεξήγηση των λόγων Του, τότε Αυτός τον τιμωρεί, επειδή Αυτός τον έφτιαξε μ’ αυτόν τον τρόπο. Οι Ιουδαίοι αδυνατώντας να ερμηνεύσουν ελεύθερα και χωρίς φόβο το Λόγο Του, φυσικό είναι να τρέμουν το θυμό Του και να υπακούουν σ’ αυτούς, που υποτίθεται πως είναι οι εκλεκτοί του. Ο φόβος τους απέναντι στο Θεό προέρχεται: πρώτον από το Λόγο Του και δεύτερον καλλιεργείται απ’ αυτούς που έχουν συμφέρον απ’ αυτόν το φόβο και είναι οι άθλιοι δούλοι.
Οι Έλληνες νιώθουν δέος απέναντι στο Θεό κι αυτό εμπεριέχει την έννοια του “φόβου”. Όμως αυτός ο φόβος δεν τυφλώνει, ούτε κάνει τον άνθρωπο δούλο. Οι Έλληνες αγαπάνε πραγματικά το Θεό κι αυτή η αγάπη τους ωθεί προς την ελευθερία. Ο φόβος όμως τους κάνει ν’ ανέχονται χαλαρά συστήματα κι αυτό το διπλό συναίσθημα είναι το χαρακτηριστικό, που δίνεται μέσω των Επών και δημιουργεί το σύστημά τους. Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, μέσω του φόβου τους, αναπτύσσουν μία αγάπη μ’ άρρωστα χαρακτηριστικά. Αγαπούν και μισούν το Θεό ταυτόχρονα. Τον θεωρούν Τέλειο και Πανάγαθο, αλλά αυτά συγκρούονται με την άποψη περί σκληρότητας και τιμωρίας. Όλα αυτά γεννούν αντικρουόμενα συναισθήματα και σκέψεις και γεννούν τη βλασφημία. Ο Ιουδαίος αγαπά το Θεό, αλλά επειδή αδυνατεί να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ του Λόγου Του κι αυτού των αθλίων, αισθάνεται βρώμικος. Ενώ βλέπει το Θεό τέλειο, δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει αυτά που του υποδεικνύουν και σκέφτεται άσχημα πράγματα. Σκέπτεται άσχημα πράγματα για τον εαυτό του, τ’ αποδίδει στο Θεό, αισθάνεται αμαρτωλός και βασανίζεται.
Όμως τίποτε απ’ αυτά που γεννιούνται στη φαντασία τού ανθρώπου δε συμβαίνει. Ο άνθρωπος είναι καθαρός κι ο Θεός τον αγαπά. Ό,τι κι αν σκεφτεί, ό,τι κι αν κάνει, ο Θεός τον βλέπει σαν παιδί Του. Ο νεαρός Ιουδαίος που αισθάνεται βρώμικος, επειδή δεν ακολουθεί τα όσα του λένε οι πρεσβύτεροι, πρέπει να είναι σίγουρος ότι ο Θεός τον αγαπάει με την ίδια αγάπη που έχει για τον Υιό Του. Όλα αυτά συμβαίνουν, επειδή στον τέλειο Θεό αποδίδονται οι βρώμικες προθέσεις των αθλίων. Η αθλιότητα και η βρωμιά παρουσιάζονται σαν τελειότητα κι ο νέος αισθάνεται βρώμικος, ενώ στην πραγματικότητα είναι κοντά στο Θεό.
Όταν αναφερθήκαμε στη γέννηση της Βαβυλώνας, που είναι σύστημα, θεωρήσαμε απαραίτητη προϋπόθεση την αμαρτία. Τ’ οποιοδήποτε σύστημα πρέπει κατ’ αρχήν να βρίσκεται στην πατριαρχία. Αυτό σημαίνει ότι, για να λειτουργήσουν αυτά τα δύο συστήματα, θα έπρεπε να μπουν σ’ αυτήν τη φάση. Όμως ποιος έκανε το αμάρτημα; Τι λένε οι Γραφές; Από τη στιγμή που θεωρούμε τη δοθείσα γνώση και στους δύο λαούς αληθινή, τη γνώση γι’ αυτό μπορούμε να την αντλήσουμε μόνον απ’ αυτές. Αυτό σημαίνει ότι το αμάρτημα θα περιγράφεται για τον κάθε λαό, είτε στα Ομηρικά Έπη είτε στην Παλαιά Διαθήκη. Από τη στιγμή που οι Έλληνες είναι προορισμένοι ν’ αγωνιστούν για την κατάκτηση της Τροίας, υπηρετώντας ένα σύστημα, το αμάρτημα θα πρέπει να το αναζητήσουμε σ’ αυτό το οποίο είναι ακριβώς απαραίτητο για την έναρξη του αγώνα.
Το πρόβλημα ξεκινά και πάλι από τον όφι, δηλαδή τον άντρα, που εξαιτίας της πονηριάς του, βάζει τους ανθρώπους ενώπιον καταστάσεων, που, ενώ θεωρητικά υπηρετούν κοινά συμφέροντα, παρ’ όλ’ αυτά προκαλούν όλα τα δεινά. Ο άντρας στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Οδυσσέας, που εντάσσει τους βασιλιάδες των Αχαιών στον όρκο. Ο όρκος έχει τη δύναμη να εκμηδενίζει το σκεπτόμενο άνθρωπο, γιατί τον φέρνει σε αντιπαράθεση όχι με ανθρώπους, αλλά με τον Ίδιο του το Θεό. Ο όρκος είναι ο θάνατος. Όρκος = Θάνατος = 30. Ο Οδυσσέας καταφέρνει κι αποσπά αυτόν τον όρκο στη μοναδική στιγμή που ήταν δυνατό για τους Αχαιούς. Βασιλιάδες υπέρλαμπροι διεκδικούσαν την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο. Λίγες στιγμές πριν την επιλογή όλοι ήταν διατεθειμένοι να ορκιστούν, αφού κανένας δεν ήξερε ποια θα ήταν η τύχη του και η ελπίδα που έτρεφε ο καθένας τους, τον έκανε εύκολο θύμα δέσμευσης. Ο όρκος είναι καρπός του δέντρου της γνώσης και στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε στα χέρια του όφι, δηλαδή του άντρα.
Ανεξάρτητα όμως από το επίπεδο της γνώσης του άντρα το ζητούμενο στο αμάρτημα είναι να παρασυρθεί η γυναίκα. Αν η γυναίκα δεν παραδοθεί, ώστε να οδηγηθεί στη θυσία, η μετάλλαξη της κοινωνίας είναι αδύνατη. Οι Έλληνες σ’ αντίθεση με τους Βαβυλώνιους, δεν είχαν τα οφθαλμοφανή κέρδη του συστήματος. Οι γυναίκες των Ελλήνων δεν ήταν δυνατό να παραιτηθούν από την εξουσία, γιατί ήταν αδύνατο να υπάρξει η μεγάλη διαφορά στο επίπεδο ζωής των παιδιών τους. Ήταν απαραίτητο η γυναίκα να πεισθεί κι αυτό γίνεται μόνο με τη γνώση. Οι άντρες κατάφεραν μέσω της παιδείας που διοχέτευσαν στις γυναίκες, να τις κάνουν να σκέφτονται όμοια μ’ αυτούς κι είδαμε πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για την κοινωνία. Η γυναίκα όταν μαθαίνει ν’ αναζητά τη δόξα και τα μεγαλεία, γίνεται κατ’ αρχήν επικίνδυνη για τα παιδιά της.
Όταν η δόξα κοστίζει σ’ ανθρώπινες ζωές και η γυναίκα την αναζητά, δεν είναι δυνατό να την αναζητά μέσω της θυσίας των παιδιών των άλλων γυναικών και όχι των δικών της. Η γυναίκα που αντιλαμβάνεται και δέχεται τη θυσία για έννοιες όπως η τιμή ή η προσβολή, είναι έτοιμη να διαπράξει την αμαρτία. Ποια είναι αυτή; Η Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια είναι η γυναίκα εξαιτίας της οποίας οι Αχαιοί βρέθηκαν έξω από τον Παράδεισο. Οι άντρες ήταν δεσμευμένοι και γνώριζαν το θάνατο, αλλά η κοινωνία μπήκε στο σύνολό της μέσα σ’ αυτόν εξαιτίας της θυσίας της γυναίκας. Η τρομερή θεϊκή ευφυΐα που έγραψε την Ιλιάδα παρουσιάζει τη θυσία της Ιφιγένειας με τέτοιον τρόπο, ώστε, όπως και στην περίπτωση του Αχιλλέα, να μη μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει. Οι Έλληνες δεν είχαν πρόβλημα να δώσουν γνώση στη γυναίκα, γιατί αντίθετα από την περίπτωση της Βαβυλώνας, αυτή η γνώση διαιώνιζε το προπατορικό αμάρτημα.
Οι Έλληνες δε θεωρούσαν κατώτερες τις γυναίκες όπως οι Ασιάτες, αλλά μέσω της γνώσης κατάφεραν ν’ αποσπούν απ’ αυτές την τόσο απαραίτητη θυσία. Στη Βαβυλώνα οι γυναίκες τύγχαναν μεταχείριση ανάλογης των ζώων κι επειδή ο πλούτος τής έδινε δυνατότητα ανάπτυξης ισχυρού συστήματος, η όποια αντίδρασή τους ήταν ασήμαντη υπόθεση. Αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο το προπατορικό αμάρτημα ήταν στο σύνολο του χρόνου στιγμιαίο και τύγχανε μόνον απλής αναφοράς. Η γνώση ήταν επικίνδυνη να δίνεται στη γυναίκα, γιατί το σύστημα σε κάθε περίπτωση είχε μόνο να χάσει. Στην Ελλάδα αντίθετα, όπου η δύσκολη επιβίωση απαιτούσε την αρωγή της γυναίκας κι επιπλέον δεν υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμών στ’ αστικά κέντρα, η ταπείνωσή της ήταν δύσκολη υπόθεση. Δεν μπορούσε κάποιος να διατηρεί πλούτο και ισχύ, έτσι ώστε η πορνεία να πάρει υπερβολικές διαστάσεις. Το μόνο που μπορούσε να γίνει, κι έγινε από το Θεό, ήταν να δίνεται συνεχής γνώση σ’ αυτές, ώστε να διατηρούν θεωρητικά υψηλή θέση στην κοινωνία, που πρακτικά θα εξαφανίζεται μέσω της θυσίας. Πλέκουν οι άντρες το εγκώμιο στις γυναίκες δείχνοντας εκτίμηση στην ισχύ τους, αλλά μέσω ψευδών καταστάσεων την υποβιβάζουν και παίρνουν την εξουσία, που είναι απαραίτητη.
Στην Ιλιάδα βλέπει κάποιος το μεγαλείο και τη δόξα της Ιφιγένειας που ευνοεί το σύστημα, ενώ η ίδια ευφυΐα βάζει στο στόμα της Ελένης λόγια, που θίγουν τη γυναίκα κι ευνοούν το σύστημα. Ο αναγνώστης βλέπει μία γυναίκα που θυσιάζεται να κερδίζει την εκτίμηση των αντρών, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μία γυναίκα, που απλά φέρθηκε ως άνθρωπος κι ακολούθησε τον έρωτα να βρίζει τον ίδιο της τον εαυτό. Οι άντρες μαλώνουν μεταξύ τους για τις δούλες που εξαναγκάζουν σε πορνεία, ενώ η γυναίκα που αποφάσισε για την αυτοδιάθεσή της, δέχεται ως φυσιολογικό να είναι στόχος κατάκρισης και φτάνει μέχρι την αυτοκατάκριση. Μέσω της Ιλιάδας η γυναίκα μαθαίνει να σκέφτεται όπως συμφέρει το σύστημα. Παγιδεύεται μέσα σε συνθήκες, που είναι επινοήσεις των αντρών και χάνει την ταυτότητά της.
Οι Ιουδαίοι έπρεπε να λιθοβολήσουν τη γυναίκα που είναι μοιχαλίδα, για να τρομάζουν τις υπόλοιπες, που δεν είχαν την παραμικρή γνώση. Αντίθετα οι Έλληνες έπρεπε να δώσουν τη γνώση και να μάθουν τη γυναίκα να σκέφτεται, όπως τους συμφέρει… να αισθάνεται ατιμασμένη, κατακριτέα και πόρνη, όταν τολμούσε να ξεφύγει από την αθλιότητα της μοιχείας. Η Ελληνίδα έχει τη δυνατότητα να δει τη μοιχεία και την αθλιότητά της, αλλά μέσω αυτής της γνώσης προτιμά την αυτοταπείνωση από την ελευθερία, που δήθεν επισύρει την κοινωνική κατακραυγή. Η διαφορά που προκύπτει στο τέλος και δίνεται μέσω της γνώσης μεταξύ των γυναικών αυτών και των γυναικών της Βαβυλώνας είναι ότι ο μόνος που βρίσκει τη λύτρωση του έρωτα και τη Θέωση είναι ο Οδυσσέας, που επινόησε έναν όρκο, που δεν τον αφορούσε. Ο Αγαμέμνονας αντίθετα, ο οποίος ήταν ο υπαίτιος της θυσίας και η θυσιαζόμενη ήταν κόρη του, βρήκε το θάνατο όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά μέσα στο ίδιο του το σπίτι από την ίδια του τη γυναίκα.
Αυτό σημαίνει απλά ότι ο Έλληνας που θ’ αποφασίσει τη θυσία, φερόμενος ως άντρας-εξουσία μέσα στην οικογένεια, βρίσκεται πολύ κοντά στο θάνατο, εφόσον ο έρωτας εξαφανίζεται και η γυναίκα είναι πολύ δυνατή για να βασανίσει τον άντρα. Η γυναίκα που έχει γνώση μπορεί ν’ αυτοταπεινωθεί για τα όσα πιστεύει, αλλά είναι αδύνατο να μη στείλει στην Κόλαση αυτόν που θεωρεί υπαίτιο της όλης κατάστασης. Αυτήν τη δυνατότητα τη δίνει η γνώση, που προσανατολίζει την ισχύ της γυναίκας. Αντίθετα η γυναίκα που δεν έχει γνώση, διαθέτει την ισχύ, αλλά δε γνωρίζει το σωστό ή το λάθος. Νομίζει ότι το σωστό είναι να σέβεται τις όποιες αποφάσεις του άντρα, γιατί έτσι νομίζει ότι επιθυμεί ο Θεός. Δέχεται την ταπείνωση, χωρίς να γνωρίζει τα δικαιώματά της ως άνθρωπος-δημιούργημα του Θεού. Στην περίπτωση των Ελλήνων το Ξύλον δηλαδή το Θήλυ είναι η Ελλάς, που γεννά τους Έλληνες. Ενώ η γυναίκα στη θέση της Εύας ήταν η Ιφιγένεια. Ο καρπός που γεύτηκε η Ιφιγένεια ήταν ο καρπός της γνώσης των όσων μεγάλων θα προέκυπταν για τους Έλληνες από την κατάκτηση της Τροίας. Ελλάς = Ξύλον = Βαβυλών = 19.
Οι Ιουδαίοι κι αυτοί με τη σειρά τους έπρεπε να διαπράξουν το προπατορικό αμάρτημα, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση ο Θεός θα έπρεπε να νικήσει κατ’ αρχήν δύο εμπόδια: πρώτον η κοινωνία θα έπρεπε να παραμείνει τύπου Βαβυλώνας και δεύτερον να δοθεί τέλεια γνώση. Αυτό είναι δύσκολο, γιατί η Βαβυλώνα έχει αδυναμία μπροστά στην τέλεια γνώση. Ο Μωυσής κι όσοι πήραν τη γνώση του Θεού, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση, μέχρι την έλευση του Χριστού, ν’ απειλήσουν τη Βαβυλώνα και να πάρουν την εξουσία της σαν μεσσίες. Η θεία ευφυΐα νίκησε αυτήν την ιδιαιτερότητα, βάζοντας τους Ιουδαίους να διαπράξουν το αμάρτημα δύο φορές και θα δούμε πώς. Οι Ισραηλίτες πριν τη μετακίνησή τους στην Αίγυπτο ανέπτυξαν τον πολιτισμό τους σ’ ένα χώρο, όπου δέσποζε η μεγάλη Βαβυλώνα. Τα επιτεύγματά της επισκίαζαν τ’ αντίστοιχα επιτεύγματα όλων των άλλων λαών, που ανέπτυξαν πολιτισμό στον ίδιο χώρο σε χρόνο παράλληλο ή μεταγενέστερο. Οι λαοί που ζούσαν μέσα σ’ αυτόν το χώρο είχαν αντιληφθεί από πολύ νωρίς την αξία αυτού του μοντέλου κοινωνίας, όσον αφορά την ισχύ που προσφέρει σ’ ένα έθνος.
Ένας λαός που επηρεάστηκε άμεσα απ’ αυτό, ήταν κι ο λαός των Ισραηλιτών. Η απόλυτη πατριαρχία ήταν το μόνιμο καθεστώς, που χαρακτήριζε την κοινωνία τους. Το πρόβλημα που υπήρξε για τη δημιουργία αυτής της κοινωνίας είναι ότι έπρεπε να δοθεί μερική γνώση για τη δημιουργία ενός λαού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά αυτή η μερική γνώση να μην ταυτιστεί μ’ αυτήν της Βαβυλώνας και μ’ αυτόν τον τρόπο χαθεί. Έπρεπε ο συγκεκριμένος λαός να έχει ειδική γνώση, που να μην απειλείται απ’ αυτήν της Βαβυλώνας κι επιπλέον να μην είναι επιθυμητή από τα σκληρά συστήματα της εποχής. Έπρεπε να βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο, που βοηθά τον άνθρωπο σε σχέση με τη Βαβυλώνα, ώστε να μην την επιθυμεί το σύστημά της, αλλά να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά μ’ αυτήν, ώστε να δημιουργεί παρόμοια κοινωνία. Απ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα προκύπτει το γεγονός της εμφάνισης του Θεού στον Αβραάμ, χωρίς να του δίνει οποιασδήποτε μορφής ωφέλιμη γνώση για το κοινωνικό σύνολο. Ο Θεός εμφανίστηκε στον Αβραάμ κι αυτό ξεχωρίζει τους Ιουδαίους από τους υπόλοιπους λαούς. Οι Ιουδαίοι έχουν συγκεκριμένο γενάρχη κι ο λαός έχει κοινή καταγωγή. Από τη στιγμή που ο Θεός εμφανίζεται σ’ έναν άνθρωπο, αυτός είναι εκλεκτός κι αυτό, αν καλλιεργηθεί ανάλογα, διαχωρίζει τα παιδιά του από τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Οι Ιουδαίοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά Φοίνικες, που διαχώρισαν τη θέση τους απ’ αυτούς, θεωρώντας τούς εαυτούς τους εκλεκτούς. Οι Φοίνικες ζούσαν σε μία κοινωνία απόλυτα όμοια μ’ αυτήν της Βαβυλώνας. Η γνώση που είχαν για το Θεό ήταν περίπου κοινή μ’ αυτήν της Βαβυλώνας κι, όπως αναφέραμε σ’ άλλο σημείο, η παρεξήγησή της οδηγούσε τους ανθρώπους στην αθλιότητα και το φόνο. Ο τρομερός Βαάλ (Θεός, Κύριος) των Φοινίκων τρομοκρατούσε τους ανθρώπους. Οι τεράστιες δυνάμεις του γκρέμιζαν τις ψυχικές δυνάμεις που έχει ο άνθρωπος για ν’ αντιδράσει. Αυτός ο Θεός στη μορφή του Βαάλ-Μολώχ απαιτούσε, σύμφωνα με τις ανθρώπινες αντιλήψεις, να παραδίδουν οι άνθρωποι ως θυσία τα παιδιά τους ζωντανά στις φλόγες του ναού του. Ύψιστη προσφορά θεωρούνταν η θυσία μ’ αυτόν τον τρόπο του μονογενούς γιου. Ένας Θεός που για εξευμενισμό του ζητά όλα αυτά τα πράγματα, φυσικό είναι να τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Αυτός ήταν ο Θεός των Φοινίκων κι επομένως Θεός των γονιών και του Αβραάμ και της Σάρας.
Απ’ αυτά τα δεδομένα ξεκινά το Σχέδιο του Θεού. Ο τεράστιος και πανίσχυρος Θεός υποδεικνύει τη θυσία στον Αβραάμ κι ο Αβραάμ, παιδί αυτής της κοινωνίας, το βλέπει σαν μία παραδεκτή απαίτηση από μέρους Του. Αυτός είναι, που του έδωσε το γιο, Αυτός μπορεί ν’ απαιτήσει τη θυσία του. Η επιρροή της κοινωνίας των Φοινίκων είναι τόσο μεγάλη που, ενώ ο Αβραάμ αντιλαμβάνεται πόσο σκληρή κι απάνθρωπη είναι η απαίτηση, παρ’ όλ’ αυτά τη βλέπει σαν λογική. Η στάση της Σάρας δείχνει σε μέγιστο βαθμό αυτήν την επιρροή. Δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο, που να είναι πιο ισχυρή από την αγάπη της μητέρας προς το παιδί κι όμως ο φόβος του Θεού νικά ακόμα κι αυτήν την αγάπη. Από τη στιγμή που η Σάρα παραδίδει χωρίς αγώνα ό,τι πιο πολύτιμο έχει, τα πράγματα παίρνουν μία τροπή, που είναι αδύνατο ν’ αλλάξει. Ο Θεός έδειξε πράγματι ότι δεν έχει απαίτηση θυσίας κι αυτό ήταν ένα θετικό βήμα για τον άνθρωπο. Σ’ ένα χώρο όπου η ανθρωποθυσία ήταν φυσικό φαινόμενο, ο Θεός δείχνει στον Αβραάμ και τον άνθρωπο ότι δεν τη δέχεται. Αυτό αποδεικνύει όσα αναφέραμε πιο πάνω. Ο Θεός δε λέει ψέματα και πάντα βοηθά τον άνθρωπο. Η γνώση αυτή είναι καλύτερη απ’ όλες τις απόψεις σε σχέση μ’ αυτήν της Βαβυλώνας. Ο Θεός καταφέρνει να δώσει ανώτερη γνώση, χωρίς να μεταλλάζει το σύνολο της κοινωνίας και σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να δούμε πώς παγιδεύτηκε η γυναίκα, ώστε ν’ αντέξει η μορφή αυτής της κοινωνίας ακόμα και στην περίοδο κατά την οποία μεταλλάχθηκε η Βαβυλώνα.
Το Σχέδιο του Θεού δε λειτουργεί από τη στιγμή που αποφασίζει ο Αβραάμ τη θυσία, αλλά από τη στιγμή που επιστρέφει με το γιο του. Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή με βάση τις αντιλήψεις που επικρατούσαν, δέχονταν σε βάρος τους τα χειρότερα πράγματα. Ο Αβραάμ μπορούσε ν’ αρπάξει το παιδί από τα χέρια της Σάρας ακόμα και με τη βία. Ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος που, προκειμένου να κάνει αυτό που του είχε υποδείξει ο Θεός, ήταν σε θέση να κάνει και έγκλημα. Ο Αβραάμ ισχυρίστηκε ότι του το ζήτησε ο Θεός κι αυτό μπορούσαν να το κάνουν χιλιάδες άλλοι θρησκόληπτοι δεισιδαίμονες. Η διαφορά είναι ότι όλοι οι υπόλοιποι πραγματοποιούν τη θυσία, ενώ ο Αβραάμ, πρώτος σ’ όλη εκείνη την περιοχή, γνωρίζει τη θέση του Θεού απέναντι στο φαινόμενο της θυσίας. Εδώ τελειώνει η επέμβαση του Θεού.
Στο μεταξύ την ώρα που ο Αβραάμ βρίσκεται στο χώρο της θυσίας, η Σάρα κλαίει κι οδύρεται στο σπίτι. Αρχίζει και μισεί τον Αβραάμ, γιατί πάντα η γυναίκα μισεί αυτόν, που σκοτώνει τα παιδιά της. Από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται η γυναίκα ότι κάποιος, ακόμα κι ο ίδιος ο έρωτάς της, ετοιμάζεται να σκοτώσει τα παιδιά της, μπορεί να μετατρέψει ακόμα κι αυτόν τον έρωτα σε μίσος. Το μητρικό ένστικτο της γυναίκας είναι τόσο ισχυρό που από μόνο του την οδηγεί. Αν η γυναίκα ως άνθρωπος αναζητά τον έρωτα, αυτό το ένστικτο είναι τόσο δυνατό ώστε να νικήσει αυτήν την ανθρώπινη και πανίσχυρη ορμή. Η Σάρα είναι βέβαιο, κι αυτό μπορούν να το καταλάβουν οι γυναίκες, ότι εκείνη τη στιγμή όχι μόνο μισούσε τον Αβραάμ, αλλά κι ετοίμαζε το σχέδιο αντίδρασής της.
Το Σχέδιο του Θεού αρχίζει από τη στιγμή που γυρίζει ο Αβραάμ στο σπίτι του με τον Ισαάκ ζωντανό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δημιουργείται το σπέρμα του Ισραήλ. Τη στιγμή που βλέπει η Σάρα το γιο της ζωντανό, ζει ένα όνειρο μοναδικό, τα συναισθήματα ανατρέπονται κι όπως συμβαίνει πάντα, όταν η ανθρώπινη σκέψη και το ανθρώπινο συναίσθημα ωθούνται στ’ άκρα, τα συναισθήματα ανατρέπονται κι εναλλάσσονται μεταξύ αυτών των άκρων. Από την πλήρη αμφισβήτηση και το μίσος η Σάρα άγγιζε το άλλο άκρο της απόλυτης υποταγής και της απόλυτης πίστης. Η Σάρα βλέπει τώρα καθαρά ότι ο άντρας της είναι υπεύθυνος για τη σωτηρία του παιδιού της κι αυτό την κάνει να υποταχθεί πλήρως και οικειοθελώς στις εξουσίες του. Αγνοεί βέβαια ότι αυτός ο ίδιος ήταν, που προκάλεσε το συμβάν. Αγνοεί ότι δικαίωμα κάθε γυναίκας είναι ν’ αγωνιστεί υπέρ των παιδιών της όχι μόνο χωρίς φόβο Θεού αλλά με τη δύναμή Του.
Όλα αυτά οδηγούν τη Σάρα στο συμπέρασμα ότι ο Θεός, ο οποίος είναι πανίσχυρος, αγαπά ξεχωριστά τον άντρα της και άρα είναι σωστά τα όσα εκείνος κάνει και πιστεύει. Από τη στιγμή που αυτός ο εκλεκτός προστατεύει το παιδί της, πρέπει κι αυτή να υποτάσσεται στις βουλές του. Ό,τι κάνει κι ό,τι πιστεύει ο Αβραάμ από εκείνη τη στιγμή είναι σωστά για τη Σάρα και τους απογόνους. Αυτές οι αντιλήψεις είναι που έκαναν κατά τη γνώμη τους αγαπητό τον Αβραάμ στο Θεό κι αυτές πρέπει να διαιωνιστούν. Η επιστροφή του Αβραάμ από το χώρο της θυσίας είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των μετέπειτα εξελίξεων. Ο Αβραάμ από το Θεό πήρε ως γνώση μόνον το ανώφελο της θυσίας.
Σ’ αυτό το σημείο σταματά η γνώση μέσω του Θεού κι ακολουθούν απόψεις, που έχουν να κάνουν καθαρά με την προσωπική φιλοσοφία του Αβραάμ. Ο Αβραάμ βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία κι αυτό είναι ένα σοβαρό γεγονός. Έζησε μέσα σε μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας. Η οικογένεια μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Όσον αφορά τη δημιουργία της, είναι κατά κύριο λόγο μία καθαρά εμπορική πράξη με την οποία γίνονται κυριολεκτικά συμφωνίες οικονομικού ενδιαφέροντος. Όταν διερευνούσαμε τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας της Βαβυλώνας, αναφέραμε ότι η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Έτσι, σε μία κοινωνία μ’ απόλυτη εξουσία, θα υπάρχει πάντα και η οικογένεια με την απόλυτη εξουσία. Ο Αβραάμ κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος που του παρέχει η κοινωνία κι οδηγεί στη θυσία το γιο του.
Για έναν Έλληνα που διαβάζει τα Έπη θα ήταν δολοφονία κι ο άνθρωπος αξιομίσητος, αν έκανε χρήση της πατρικής εξουσίας μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι δυνατό να διανοηθεί έστω κάποιος τον Οδυσσέα να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος και να οδηγεί τον Τηλέμαχο στη θυσία. Δεν είναι δυνατό να προβεί ο ήρωας σ’ αυτήν την ενέργεια και να έχει την απαίτηση να διατηρήσει η Πηνελόπη τον έρωτα και την αγάπη της γι’ αυτόν. Έτσι αρχίζει και σκιαγραφείται ο στόχος του Θεού μέσω αυτής της εμφάνισης στον Αβραάμ καθώς και η αποστολή που ανατέθηκε σ’ αυτούς. Η κοινωνία των Ιουδαίων άντεξε και διατήρησε τα χαρακτηριστικά της ακόμα και στη μεγάλη επίθεση του πνεύματος, που έγινε επί Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Είπαμε παραπάνω ότι ο Αβραάμ στη συνάντησή του με το Θεό ήταν μεγάλης ηλικίας άντρας… το θεωρήσαμε πολύ σημαντικό και πρέπει ν’ αποδείξουμε το γιατί. Μέσα στην Καινή Διαθήκη και στο συμβάν με τη γυναίκα που συνελήφθη για μοιχεία, όταν ο Χριστός προκάλεσε τους Ιουδαίους, οι πρώτοι που αποχώρησαν ήταν οι πρεσβύτεροι. Ο άντρας όταν περάσουν τα χρόνια κι αρχίσει να γερνάει, χωρίς να έχει γνωρίσει τον έρωτα, χάνει τις ελπίδες του. Το μόνο πράγμα που του δίνει ενδιαφέρον στη ζωή είναι η εξουσία. Η ματαιοδοξία του εκδηλώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Αν αυτός ο άνθρωπος τυχαίνει να έχει κι οικογένεια τότε γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τι θα πει μοιχεία και γι’ αυτόν το λόγο οι πρεσβύτεροι αποχώρησαν πρώτοι. Ο Αβραάμ, ανεξάρτητα από το αν γνώρισε ή δε γνώρισε τον έρωτα, ήταν ένας γέροντας. Ο έρωτας δεν τον αφορούσε και γι’ αυτόν το λόγο δε ρώτησε. Όμως την επαφή με το Θεό τη χρησιμοποίησε κατάλληλα για να προστατεύσει την εξουσία του.
Όταν ο Αβραάμ δεν έχει γνώση για τον έρωτα από το Θεό, τότε ενεργεί σ’ ό,τι αφορά τον έρωτα με βάση τη δική του φιλοσοφία. Έτσι, όταν στέλνει το δούλο του για να βρει γυναίκα στον Ισαάκ, κάνει απλούστατα ό,τι γνωρίζει από μόνος του. Η εξουσία του τόν κάνει ν’ αποφασίζει αυθαίρετα για το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του Ισαάκ. Τα κριτήρια με τα οποία ο δούλος αναζητά τη γυναίκα του Ισαάκ, επιεικώς είναι ανάξια, έστω και ν’ αναφερθούν. Ο Αβραάμ ούτε καν ρώτησε τον Ισαάκ, αν ήταν, όπως είναι φυσιολογικό, ερωτευμένος με κάποια γυναίκα από το περιβάλλον, όπου ζούσε. Από την πλευρά του ο Ισαάκ ούτε καν αντιστάθηκε σ’ αυτήν την αυθαιρεσία του πατέρα του κι αυτό είναι αποτέλεσμα της φιλοσοφίας, που επικρατεί στην κοινωνία της Βαβυλώνας.
Ο Αβραάμ δεν τον έσφαξε με το μαχαίρι, τον έσφαξε όμως με την εξουσία του, που οδηγεί στην αυθαιρεσία κι ωθεί τον άνθρωπο ν’ ακολουθήσει ένα δρόμο στη ζωή του παντελώς διαφορετικό απ’ αυτόν που επιθυμεί. Όλη αυτή η αυθαιρεσία είναι ανεκτή από μέρους του Ισαάκ, εφόσον γνωρίζει ότι ο Θεός ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσους άλλους τον πατέρα του και συνεπώς ό,τι λέει είναι νόμος. Εφόσον κι ο Ισαάκ αγαπάει το Θεό —σύμφωνα με τη λογική— για να γίνει κι αυτός αγαπητός, πρέπει να υπακούει κατ’ αρχήν στον πατέρα του και στη συνέχεια, όταν θα γίνει κι αυτός πατέρας, να κάνει τα ίδια. Η θυσία του έρωτα είναι επώδυνη για ένα νέο όπως ο Ισαάκ, αλλά όταν ένας άνθρωπος γνωρίζει τι θα πει ανθρωποθυσία είναι βέβαιο ότι την υποτιμά. Θεωρεί τη θυσία του έρωτά του ελάχιστο φόρο σε σχέση με τη ζωή που του χαρίστηκε. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος κι έχει να κάνει μόνο με την ανθρώπινη αντίληψη και γνώση. Απ’ αυτό το σημείο και μετά μαθαίνουν όλοι οι Ισραηλίτες να υπακούουν στον πατέρα τους σαν δούλοι και να παντρεύονται χωρίς απαραίτητη προϋπόθεση τον έρωτα.
Όλα αυτά έγιναν βάσει του Σχεδίου του Θεού πριν τη μετανάστευση στην Αίγυπτο, για κάποιο συγκεκριμένο χρόνο, για τρεις λόγους: πρώτον, έπρεπε να υπάρχουν ιδέες κι αντιλήψεις παγιωμένες κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε ένα περιβάλλον που ευνοεί… δεύτερον, να μην επεκταθούν σε μεγάλο πληθυσμό κι αρχίσουν τα μικρά αυτά πνευματικά δικαιώματα να διαχέονται και να χάνουν την ισχύ τους, συνεπώς να μην περάσουν πολλές γενιές πριν τη μετανάστευση και τρίτον, αυτά τα χαρακτηριστικά να διαφέρουν σημαντικά από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που θα συναντούσαν στην Αίγυπτο, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος εξάλειψής τους.
Όλοι αυτοί οι λόγοι έδωσαν τη δυνατότητα στους Ισραηλίτες έχοντας γνώση του γενάρχη τους να πολλαπλασιαστούν και να διατηρήσουν την ταυτότητά τους λόγω των ιδιομορφιών της κοινωνίας τους μέσα στην Αίγυπτο. Τέλος, λόγω του συνόλου των αντιλήψεών τους για το Θεό και τις επιλογές Του, είχαν για τον εαυτό τους την εντύπωση ότι είναι εκλεκτοί, επειδή είναι παιδιά του Αβραάμ και κάνουν κατά γράμμα αυτά που έκανε εκείνος. Μ’ αυτόν τον τρόπο παγίωσαν και την άποψη ότι ο Θεός ο Ένας και Μοναδικός έχει σαν στόχο να προστατεύσει αυτούς καταδικάζοντας τους υπόλοιπους. Έτσι έχουμε για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου ένα Θεό, που προστατεύει ένα συγκεκριμένο έθνος, ένα Θεό εθνικό. Όταν ο Θεός αποφάσισε να τους βγάλει από την Αίγυπτο μέσω του Μωυσή, ήταν εύκολο, γιατί διατηρούσαν τα χαρακτηριστικά τους και δεν αναμείχθηκαν με τους τοπικούς πληθυσμούς, γεγονός που στην αντίθετη περίπτωση θα έκανε δύσκολη τη μετακίνησή τους.
Από τη στιγμή που αρχίζει η έξοδος από την Αίγυπτο, μπαίνει σε λειτουργία το δεύτερο μέρος του Σχεδίου του Θεού. Ο Θεός έδωσε στο Μωυσή τη δυνατότητα να πάρει τέλεια γνώση ανάλογη των Φαραώ της Αιγύπτου. Όλη η περιπέτειά του ήταν θέλημα Θεού, για ν’ ανατραφεί ένας Ιουδαίος με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα οι Αιγύπτιοι να δώσουν συνειδητά γνώση στους Ιουδαίους. Όμως ο Μωυσής με τη βοήθεια του Θεού την πήρε στην καλύτερη μορφή της. Εκτέλεσε το θέλημα του Θεού κι αποφάσισε να βγάλει από την Αίγυπτο τους ομόφυλούς του. Το επίτευγμα του Θεού ήταν ότι βρέθηκε ένας άνθρωπος στην κορυφή μίας κοινωνίας τύπου Βαβυλώνας με τέλεια γνώση. Δεν ήταν Αιγύπτιος ανάμεσα σε Αιγυπτίους, των οποίων η κοινωνία ήταν πιο ανεπτυγμένη λόγω γνώσης κι άρα υπήρχε αδυναμία άσκησης απόλυτης εξουσίας… ακόμη δεν ήταν και Βαβυλώνιος μ’ εύθραυστη γνώση. Είχε απόλυτη εξουσία πάνω σ’ ένα λαό, που ήταν αποτέλεσμα γνώσης που δεν ανατρέπεται.
Το καθήκον του Μωυσή ήταν να βγάλει τους Ιουδαίους από την Αίγυπτο. Για να πραγματοποιηθεί αυτό, επιβαλλόταν κατά πρώτον να μην υπάρξει εκτεταμένη διασπορά γνώσης, ώστε ν’ ασκηθεί απόλυτη εξουσία και στη συνέχεια έπρεπε να δημιουργηθεί ένα σύστημα δούλων, που θ’ ακολουθούσε τις βουλές της ηγεσίας. Ακόμα και να ήθελε ο Μωυσής να σκορπίσει τη γνώση δεν μπορούσε, γιατί απλούστατα έπρεπε να εγκαταλείψει την ιδέα της εξόδου. Η έξοδος απαιτούσε πλήρη υποταγή στην εξουσία κι αποφάσεις απόλυτα σωστές. Τα συμβούλια και οι διαφορετικές αποφάσεις ήταν δυνατό να οδηγήσουν σε αφανισμό ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος.
Αυτήν τη φορά το προπατορικό αμάρτημα το έκανε πάλι η γυναίκα αλλά λόγω γνώσης πλέον. Η Ιουδαία γυναίκα έβλεπε καθαρά ότι έπρεπε να παραδώσει την εξουσία στον άντρα, αν ήθελε να επιβιώσει κι αυτή και τα παιδιά της. Εδώ δεν υπάρχει τέχνασμα, που κάτω από ορισμένες συνθήκες θα έθετε υπό αμφισβήτηση την εξουσία του άντρα. Οι συνθήκες είναι απόλυτες, υπάρχει μόνον η “γη της επαγγελίας” κι ο θάνατος ως επιλογές. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται εύκολα γιατί θα έπρεπε να διαπραχθεί δύο φορές το προπατορικό αμάρτημα στην περίπτωση των Ιουδαίων. Την πρώτη φορά το θήλυ, δηλαδή η Βαβυλώνα, είναι η Σάρα και η γνώση της μερική. Ξύλον = Βαβυλών = Θήλυ = Σάρα. Τη δεύτερη φορά το Ξύλον έχει απόλυτη γνώση ανάλογη αυτής, που δόθηκε στους Έλληνες κι αυτό που εκφράζει το σύστημα των Ιουδαίων είναι η έννοια “Βάτος”. Ο Μωυσής είδε την καιόμενη βάτο, που δεν ήταν άλλο παρά η κοινωνία των Ιουδαίων. Βάτος = Ξύλον = Βαβυλών.
Σύμφωνα με τα όσα έχουμε αναφέρει μέχρι εδώ, ο Θεός δημιούργησε μέσω της γνώσης δύο τεράστια συστήματα, που άγγιξαν την κοσμοκρατορία στις εποχές της ακμής τους κι είναι η Βαβυλώνα και η Αίγυπτος, και δύο λαούς με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το Μυστικό Σχέδιο αρχίζει και λειτουργεί από τη στιγμή που οι δύο αυτοί λαοί θα γεννήσουν τον Υιό του Θεού, ώστε ν’ αρχίσει πλέον η εξουσία ν’ απλώνεται στο σύνολο του πλανήτη. Αυτό που πρέπει να δούμε εμείς, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν αυτά τα δημιουργήματα και πώς κατορθώνει η θεία ευφυΐα να τα προστατεύει από την αντίστοιχη ανθρώπινη.
Όταν μελετούσαμε τη θεωρία των αριθμών αναφέραμε ότι για να περατωθεί το Μυστικό Σχέδιο του Θεού απαιτούνται εννέα βήματα. Θεωρήσαμε ότι η κοινωνία των ανθρώπων ως σύνολο στην τελειότερη μορφή αγγίζει το βήμα πέντε, που είναι το βήμα της δημοκρατίας. Αυτό το βήμα δεν είναι άγνωστο στον άνθρωπο, παρά είναι η Αθήνα της αρχαιότητας. Η πόλη αυτή και το σύνολο της πολιτιστικής της κληρονομιάς είναι προϊόν της γνώσης των Ελλήνων. Η πόλη αυτή που αποτελεί και το όριο εξέλιξης της κοινωνίας, δε δημιουργήθηκε, ούτε άκαιρα ούτε κατά σύμπτωση… είναι αποτέλεσμα που προκύπτει μέσα από συγκεκριμένα δεδομένα. Όμως αυτή η πόλη είχε δύο πρόσωπα: το πρώτο πρόσωπο είναι αυτό της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού, ενώ το δεύτερο είναι αυτό του πολέμου και της εκμετάλλευσης.
Η Αθήνα ποτέ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ αυτήν τη διπλή φύση της, γιατί οι συνθήκες ποτέ δεν της το επέτρεψαν. Από τη στιγμή όμως που τα πάντα ελέγχονται κι εξελίσσονται κάτω από το βλέμμα του Θεού, κάτι συγκεκριμένο επιδιώκεται. Ο Θεός έδωσε πλούτο κι ισχύ για ελάχιστο χρονικό διάστημα στην κοινωνία, που δημιουργείται μέσω των Επών, για να μπορέσει να γεννηθεί η φιλοσοφία. Αν η Αθήνα δεν είχε αυτόν τον πλούτο και η επιβίωση της ήταν προβληματική, η εξουσία δε θ’ ανεχόταν σε καμία περίπτωση ανθρώπους σαν το Σωκράτη, τον Πλάτωνα ή τον Αριστοφάνη. Όλοι αυτοί υπήρξαν, γιατί οι άνθρωποι, όταν εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους, επιδιώκουν την επαφή με το πνεύμα κι αναζητούν την ελευθερία. Αυτές οι συνθήκες είναι που γεννούν τη φιλοσοφία, που σκοπό έχει τον προσδιορισμό της θέσης του ατόμου ως ον μέσα στη φύση και στο ανθρώπινο σύστημα. Ο άνθρωπος πρέπει πρώτα ν’ αντιληφθεί τη θέση του μέσα στη φύση, ν’ αξιολογήσει τα δώρα της και κατόπιν να προσπαθήσει να κατανοήσει την αναγκαιότητα του συστήματος. Πρέπει πρώτα ν’ αναζητήσει τις ρίζες του, να δει πώς ήταν και πώς είναι και κατόπιν ν’ αξιολογήσει τις διαφορές. Η φύση προσφέρει ελευθερία, αλλά ο Παρθενώνας είναι προϊόν του συστήματος. Η φύση προσφέρει έρωτα, αλλά οι τριήρεις που έπλεαν με ασφάλεια τα πελάγη ήταν επίσης προϊόντα του συστήματος.
Όλα αυτά απασχόλησαν τους ανθρώπους εκείνης της εποχής κι αποτέλεσμα αυτού του προβληματισμού ήταν η φιλοσοφία. Η αχίλλειος πτέρνα αυτής της φιλοσοφίας είναι ο διαχωρισμός των ανθρώπων μεταξύ τους. Ενώ ο άνθρωπος είναι ένα ον, δημιούργημα του Θεού, η φιλοσοφία των Αθηνών έπρεπε να σεβαστεί τις συνθήκες, που επέτρεπαν την ύπαρξή της. Το σύστημα τότε στήριζε τη δύναμη του στην ύπαρξη των δούλων μέσω του κόπου των οποίων εξασφάλιζαν οι ελεύθεροι το χρόνο που απαιτεί η δραστηριότητα του πνεύματος. Οι φιλόσοφοι των Αθηνών δεν μπορούσαν να επιτεθούν κατά της δουλείας, γιατί απλούστατα αυτή στήριζε την ιδανική γι’ αυτούς κατάσταση. Αυτό που μπορούσαν να κάνουν ήταν ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε δύο τάξεις και η μελέτη ενός μέρους του συνόλου. Οι φιλόσοφοι είχαν ως αντικείμενο μελέτης τον άνθρωπο, που ανήκει σ’ ένα υποσύνολο με κοινά χαρακτηριστικά. Δεν επιτέθηκαν στη δουλεία αλλά επιτέθηκαν στη διαφθορά, στην αλαζονεία, στην υποκρισία και σ’ όλα τα ανθρώπινα πάθη. Μπόρεσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να διακρίνουν τις συνθήκες, μέσω των οποίων ο άνθρωπος αλλάζει χαρακτηριστικά. Μπόρεσαν να δουν και να περιγράψουν πώς ένας άνθρωπος έντιμος και θαρραλέος γίνεται το ακριβώς αντίθετο μόλις γευθεί την εξουσία.
Όλα αυτά εφόσον έχουν διατυπωθεί, αποτελούν γνώση. Ένας άνθρωπος που έχει αυτήν τη γνώση, δε χρειάζεται να είναι ούτε ο Σωκράτης ούτε ο Διογένης για να τα διαπιστώσει. Αρκεί κάποιος να γνωρίζει τι οδηγεί τον άνθρωπο στη διαφθορά και στη δουλεία κι από κει και πέρα αυτήν τη γνώση τη χρησιμοποιεί κατά βούληση. Ο Διογένης ήταν έντιμος και γενναίος κι αυτά τα χαρακτηριστικά τού έδωσαν τη δυνατότητα να διακρίνει τα παραπάνω. Όμως ο δούλος που θέλει ν’ ασκήσει εξουσία, άσχετα αν διακρίνει ή όχι την αλήθεια, μπορεί να διαφθείρει μέσω αυτής της γνώσης τον άνθρωπο.
Ο αναγνώστης ήδη αντιλαμβάνεται ότι η Αθήνα δε δημιουργήθηκε άκαιρα αλλά όταν έπρεπε, γιατί η παντοκρατορία απαιτεί γνώσεις, που αφορούν τους ανθρώπους. Ο Θεός έδωσε τα Έπη για να δημιουργηθεί το σύστημα και οι φιλόσοφοι έδωσαν τη γνώση περί ανθρώπου μέσω του συστήματος. Δεν έχουμε μία γνώση, αλλά δύο. Είναι πλέον προφανές ότι η Αθήνα γεννήθηκε για την παραγωγή της συγκεκριμένης γνώσης. Τι επιδίωκε ο Θεός μέσω αυτής; Η γνώση της Αθήνας είναι τέλεια και λυτρώνει τον άνθρωπο; Μπορεί η φιλοσοφία να νικήσει το Λόγο του Υιού Του; Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, είναι ανίκητος και η γνώση του η ανώτατη. Η Λύτρωση προέρχεται μόνον απ’ Αυτόν και όχι από τη γνώση των ανθρώπων. Η φιλοσοφία της Αθήνας υπήρξε μόνο, για να δοθεί ως εργαλείο στα χέρια της εξουσίας. Επειδή οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν, δεν μπόρεσαν οι φιλόσοφοι να παράγουν λυτρωτική γνώση, παρά μόνο να εντοπίσουν τ’ αδιέξοδα. Η γνώση τους δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει την τελειότητα, παρά ν’ ανακαλύψει τις όποιες αδυναμίες του συστήματος, αλλά και του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήταν κι είναι Γίγαντες μόνο στον κόσμο στον οποίο έζησαν και ζούμε.
Στη θεία κοινωνία, μέσα στην οποία οι άνθρωποι γνωρίζουν τη Θέωση και το φως είναι η μόνιμη κατάσταση, όλοι αυτοί είναι τραγικά μικροί. Ο άνθρωπος με τα στοιχεία που του δίνει ο Δημιουργός, ζώντας στις κατάλληλες συνθήκες, είναι ανώτερος του Σωκράτη ή του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης ή ο οποιοσδήποτε φιλόσοφος μπορεί να είναι σημαντικά εξυπνότερος του μέσου ανθρώπου. Υπάρχει διαφορά μεταξύ της έννοιας “ανώτερος” κι “εξυπνότερος”. Ανώτερος είναι αυτός, που ζει την Αιώνιο Ζωή κι απολαμβάνει τη Θέωση, εξυπνότερος είναι αυτός, που με τα ίδια δεδομένα αντιλαμβάνεται περισσότερα πράγματα. Όμως ποιος θα αντάλλαζε την Αιώνιο Ζωή με την ανώτερη ευφυΐα; Ποιος θα έσπαζε το χέρι του, για να δοκιμάσει την ευφυΐα του προσπαθώντας να δαμάσει τον πόνο; Όλοι αυτοί ήταν παιδιά κατώτερης κοινωνίας και οι δυνατότητές τους τούς έδωσαν τη δόξα που γνωρίζουμε. Βάδισαν σωστά βήματα μέσα σ’ ένα σκοτεινό κόσμο, αλλά ποτέ δε γνώριζαν αυτό, που γνωρίζει ο μέσος άνθρωπος της θείας κοινωνίας, το σωστό και το λάθος. Υπέθεταν τα πάντα, αλλά ακόμα και τη στιγμή του θανάτου δε γνώριζαν τι ακριβώς ακολουθεί κι αν ακολουθεί.
Η διαφορά μεταξύ υπόθεσης και βεβαιότητας αποκαλύπτει την ανωτερότητα, ενώ η διαφορά μεταξύ των απόψεων, όταν δεν υπάρχει έτοιμη γνώση, αποκαλύπτει την εξυπνάδα. Ο ανώτερος άνθρωπος ανεξάρτητα από την προσωπική του εξυπνάδα, μπορεί να κρίνει τους προηγούμενους. Ο μέσος άνθρωπος της θείας κοινωνίας μπορεί να πει ότι ο Σωκράτης ήταν εξυπνότερος του Πλάτωνα, γιατί τους βλέπει από πάνω προς τα κάτω. Στο ίδιο επίπεδο δεν μπορεί να κρίνει κανέναν απ’ αυτούς μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί η ευφυΐα τους είναι υψηλότατη και τον καλύπτει. Όταν, ανεξάρτητα από την προσωπική ευφυΐα, διαθέτει κάποιος τη γνώση του Θεού, μπορεί να διαπιστώσει ποιος είναι ο εξυπνότερος, σύμφωνα με την απόσταση, που τον χωρίζει από τον κάθε φιλόσοφο. Η θεία ευφυΐα προστάτευσε τα δημιουργήματά της μέσω των δυσμενών συνθηκών και της σειράς εμφάνισής τους. Ο Χριστός δεν έπρεπε να διατυπώσει το Λόγο Του όταν η Αθήνα γεννούσε φιλοσόφους. Ο Αλέξανδρος δεν έπρεπε να γεννηθεί και να κατακτήσει την Ασία, πριν οι φιλόσοφοι ολοκληρώσουν το έργο τους. Τι είδους γνώση θα σκόρπιζε στην Ασία, για να λειτουργήσει ως Μεσσίας; Τα Ομηρικά Έπη; Από την Ασία τα πήραν οι Έλληνες κι υπήρχαν σ’ αυτήν καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Αντίθετα με τους Έλληνες που δημιούργησαν την Αθήνα, οι Ιουδαίοι ως λαός δεν πραγματοποίησαν κάτι ανάλογο. Η κοινωνία τους ήταν τύπου Βαβυλώνας και όχι ξεχωριστό βήμα. Ο Θεός και σ’ αυτήν την περίπτωση επιδίωκε κάτι ανάλογο, που είναι η διπλή γνώση. Οι Ιουδαίοι ήταν ο μόνος λαός στον κόσμο, που διατηρούσε το Λόγο του Θεού, χωρίς να τον χρησιμοποιεί λυτρωτικά. Γνώριζαν τις Δέκα Εντολές, που είναι ο πιο ασφαλής δρόμος προς τη Θέωση κι όμως είναι ο μοναδικός λαός στην ιστορία των ανθρώπων, που δεν επέτρεψε στα παιδιά του τη Θέωση. Κανένας Ιουδαίος από τον Αβραάμ μέχρι σήμερα δεν έχει γνωρίσει τη Θέωση. Ο μόνος που το πέτυχε ήταν ο Χριστός και θυσιάστηκε γι’ αυτόν το λόγο. Αν δεν υπήρχε η Θυσία Του, δε θα μπορούσε να εξελιχθεί το Σχέδιο.
Ένας άνθρωπος που μπορεί να ερμηνεύσει το Λόγο του Πατέρα ως Υιός Του και γνωρίζει τη Θέωση, μπορεί να οδηγήσει ολόκληρο το λαό σ’ αυτήν. Όμως η Θέωση των Ιουδαίων, όπως θα δούμε αλλού, θα ήταν άκαιρη και καταστροφική. Αυτό που έχει εδώ σημασία είναι ότι ο λαός αυτός έχει το Λόγο του Θεού και μέσα από συγκεκριμένες συνθήκες αυτός ο Λόγος δεν αποδίδει καρπούς, παρά βοηθά την εξουσία. Για να πραγματοποιηθεί αυτό απαιτούνται ορισμένες ιδιόμορφες συνθήκες, όπως η έξοδος από την Αίγυπτο κι ο εξαναγκασμός σε θυσία με υπόσχεση τη Λύτρωση. Όμως όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μίας θεωρίας, που έχει σκοπό ν’ αποπροσανατολίσει τον άνθρωπο και να τον μπερδέψει. Ενώ έχει τις Εντολές στα χέρια του, τον ωθεί να λειτουργεί σαν να μην υπάρχουν… να γνωρίζει το Λόγο του Θεού και να υπακούει σ’ αυτούς, που έχουν συμφέρον από την άγνοια, που οδηγεί στην εξουσία.
Ήταν οι Ιουδαίοι κατώτεροι των Ελλήνων; Γιατί δε γεννήθηκε ανάμεσά τους ένας φιλόσοφος, που να μιλούσε για έρωτα συνδέοντάς τον με την εντολή περί μοιχείας; Γιατί δε μίλησε κανένας για τη διαφθορά και την υποκρισία των ψευδοεκλεκτών; Δεν τα έβλεπαν; Εδώ ακριβώς βρίσκεται η διαφορά. Είτε τα βλέπουν είτε δεν τα βλέπουν, φοβούνται. Φοβούνται να μιλήσουν, γιατί τους τρομάζουν με το Θεό, τις κατάρες και τις δεισιδαιμονίες. Ένας τόλμησε να μιλήσει για όλα αυτά και ήταν ο Χριστός. Αυτό που εξασφάλισε ήταν η Σταύρωση. Όταν αναζητάμε τι επιδίωκε ο Θεός μέσω των Ιουδαίων, είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι επιδίωξή Του ήταν αυτή η γνώση… ο φόβος, οι κατάρες, οι δεισιδαιμονίες. Όλα αυτά αποτελούν τη γνώση των υποκριτών. Όλων αυτών που χρησιμοποιούν το Λόγο του Θεού για να βασανίζουν τους ανθρώπους.
Αυτό δεν είναι μυστικό, αλλά δόθηκε στους Ιουδαίους μέσω του Ησαΐα: (Μάρκ. 7.6-7.10) “Ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς ότι καλώς προεφήτευσεν Ησαϊας περί υμών των υποκριτών, ως γέγραπται. ούτος ο λαός τοις χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού. μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων. αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων, και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείτε. και έλεγεν αυτοίς. καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε.” (Αυτός δέ τούς είπε, “Καλά επροφήτευσε ο Ησαϊας γιά σάς τούς υποκριτάς, καθώς είναι γραμμένον, Ο λαός αυτός μέ τά χείλη μέ τιμά, ενώ η καρδιά τους είναι μακρυά από εμέ, τού κακού μάλιστα μέ σέβονται, διότι διδάσκουν διδασκαλίας, πού είναι ανθρώπιναι εντολαί. Αφήνετε τήν εντολήν τού Θεού καί κρατάτε τήν παράδοσιν τών ανθρώπων, πλύσεις σκευών καί ποτηριών καί άλλα τέτοια παρόμοια κάνετε”. Καί τούς έλεγε, “Ωραία παραβαίνετε τήν εντολήν τού Θεού, διά νά φυλάξετε τήν παράδοσίν σας.). Η γνώση περιγράφεται από το Χριστό κι είναι αυτό που ονομάζει: “εντάλματα ανθρώπων”. Αυτή η γνώση έχει ως αποτέλεσμα ν’ αθετούνται οι εντολές και να τηρούνται τα παραπάνω αστεία όπως οι βαπτισμοί ποτηρίων και η παράδοση. Βλέπουμε ότι οι δυο αυτοί λαοί βρίσκονται στο όριο της εξέλιξής τους, ο καθένας με δύο διαφορετικές γνώσεις… μία από το κάθε ζεύγος είναι η δοθείσα από το Θεό και γεννά ορισμένες συνθήκες. Αυτό το λέμε γιατί, αν ο αναγνώστης σκεφτεί, θα δει ότι σ’ αυτές τις συνθήκες ένας άνθρωπος μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο του Θεού. Αυτό επιδίωκε ο Θεός και το ρόλο αυτόν τον παρέδωσε στον Υιό Του. Βλέπει ότι, αν κάποιος ηγηθεί των Ελλήνων και του δοθεί ένα σύστημα να το κυβερνήσει, μπορεί να λειτουργήσει απόλυτα ως Θεός. Μπορεί να μοιράσει ανώτερη γνώση και να λειτουργήσει ως Μεσσίας κι επειδή η ανώτερη γνώση ελέγχεται, δίνεται αυτή, που αποδίδει στην εξουσία. Με τους Ιουδαίους συμβαίνει κάτι άλλο. Αν κάποιος έχει τέλεια και μόνον τέλεια γνώση —και άρα προερχόμενη από το Θεό— μπορεί να ονομάσει δούλους εκλεκτούς κι αυτό να οδηγήσει σε κατάσταση ανάλογη αυτής, που βίωναν οι Ιουδαίοι το χρόνο της Σταύρωσης του Χριστού.
Πριν δούμε αυτές καθ’ αυτές τις ενέργειες του Υιού του Θεού θα πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι τα δεδομένα μας. Η Βαβυλώνα είναι δομή προετοιμασμένη ειδικά για να γίνει “σάρκα μία” του Υιού του Θεού. Αυτή η δομή δε γεννά κι είναι απόλυτα θηλυκή. Η γνώση της παραμένει πάντα η δοθείσα και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα εξέλιξης. Όταν μελετούσαμε τους άντρες και τις γυναίκες αναφέραμε —κι αυτό μπορεί από ορισμένους να παρεξηγηθεί— ότι ο άντρας είναι το εξυπνότερο ον του πλανήτη. Αυτό περιγράφουν κι οι Γραφές αναφερόμενες στον όφι. Οι γυναίκες δεν είναι κατώτερης ευφυΐας των αντρών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εμφανίσουν το φαινόμενο της πνευματικής έκρηξης. Κατώτερες θα ήταν, αν δεν αντιλαμβάνονταν αυτά που συμβαίνουν, πράγμα που είναι αδύνατον. Ο άνθρωπος, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, αντιλαμβάνεται αυτά, που έχουν σχέση με το Θεό κι αυτό είναι αρκετό.
Άνδρες και γυναίκες δε διαφέρουν σε τίποτε, όσον αφορά τη δυνατότητα κατανόησης της έτοιμης γνώσης. Ο άντρας είναι το εξυπνότερο ον στον πλανήτη γιατί αυτός ανοίγει το δρόμο. Όμως η απόσταση που χωρίζει την ευφυΐα του από έναν άλλο άντρα, μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την απόσταση σε σχέση με μία γυναίκα. Δεν υπάρχει ένα όριο πάνω από το οποίο υπάρχουν μόνον οι άντρες και το σύνολο των γυναικών να βρίσκεται κάτω απ’ αυτό. Απλά η γυναίκα έχει αναλάβει τον ιερό ρόλο της μητέρας και σε τίποτε δε διαφέρει από το απόλυτα έξυπνο ον, που είναι ο Χριστός. Η γυναίκα αυτή μπορεί να είναι η μητέρα του, ο έρωτάς του, η κόρη του και αυτά όλα ισοδυναμούν με τη ζωή του. Ο άντρας απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της γυναίκας, μπόρεσε να γίνει Αλέξανδρος, Μαρξ, Αϊνστάιν ή Ράδερφορντ. Η γυναίκα δεν επινόησε την πυρηνική τεχνολογία και θα ήταν κατώτερη μόνον αν δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει το δρόμο της επιστήμης, πράγμα που δε συμβαίνει. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, για να γίνει κατανοητό αυτό που είπαμε για τη Βαβυλώνα και τα θηλυκά χαρακτηριστικά της.
Η Βαβυλώνα δεν μπορεί να παράγει τη γνώση, που της δίνει εξουσία και ν’ αυτομεταλλαχθεί. Πρέπει να εμφανιστεί άντρας, που θα την καταλύσει. Αν η γνώση της είναι οι Δέκα Εντολές, καταρρέει αλλά δε μεταλλάσσεται παράγοντας κάτι ανώτερο. Το σύστημα κι οι δούλοι υπάρχουν και λειτουργούν πάντα μ’ αυτά που τους έχουν δοθεί. Από τη στιγμή που δε γεννά η Βαβυλώνα, ο Υιός του Θεού θα πρέπει να γεννηθεί από άλλη γυναίκα μητέρα. Ο Θεός δημιούργησε τους δύο λαούς, γιατί επιδίωκε το σύστημα του κάθε λαού, που στηρίζεται στη γνώση του, να παίζει το ρόλο της μητέρας, και μετά τη γέννηση του Υιού Του με την ανθρώπινη μορφή, ο κάθε λαός να συνεχίζει πλέον το ρόλο του Υιού σε άλλη κλίμακα. Ο Θεός χρειαζόταν δυναμική και όχι στατικότητα όπως στην περίπτωση της δομής.
Οι λαοί έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα συστήματα κι αυτό επιδιώχθηκε. Οι λαοί μετακινούνται και σκορπίζονται διατηρώντας τα χαρακτηριστικά τους σε αντίθεση με το σύστημα. Ισχυριζόμενοι ότι οι λαοί γεννούν τον Υιό του Θεού και κατόπιν γίνονται έκφρασή Του, ερχόμαστε μπροστά στο μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί ν’ αντιμετωπίσει ο άνθρωπος. Τι είναι ο Θεός; Πώς ένας λαός μπορεί να γεννήσει τον Υιό Του, που είναι Θεός μέρος του Θεού Πατέρα; Μπορεί ένας λαός να γίνει Θεός και Υιός του Θεού; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να δοθεί γνώση απ’ Αυτόν που γνωρίζει και είναι ο Ίδιος ο Θεός και ο Υιός Του. Η γνώση δόθηκε στους ανθρώπους κι είναι πλήρης, ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί το Σχέδιο του Θεού βρίσκεται σ’ εξέλιξη. Όταν ο άνθρωπος κατανοήσει τα περί του Θεού, θα είναι έτοιμος για τη δική του Θέωση, εφόσον θ’ αντιληφθεί και τη δική του θεϊκή καταγωγή.
Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, μας δίνει τη γνώση κι απ’ αυτήν πρέπει να ξεκινήσουμε. Όταν απαντά για τη μοιχεία, ταξιδεύει στο χρόνο κι αγγίζει τη Δημιουργία. Περιγράφει την αρχική κατάσταση. Σύμφωνα μ’ Αυτόν υπάρχει ο Θεός, ο άντρας και η γυναίκα. Έχουμε το Δημιουργό και τα δημιουργήματά του. Ο Θεός εφόσον είναι Πατέρας, ο Υιός Του είναι ο αρσενικός άνθρωπος και ανθρώπινη μορφή του Υιού είναι ο Χριστός. Όμως ο Θεός δεν είναι Πατέρας μόνον του άντρα, αλλά του ανθρώπου γενικά. Είναι Πατέρας και της γυναίκας. Ο άνθρωπος γενικά είναι παιδί του Θεού. Όταν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, του έδωσε χαρακτηριστικά “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”. Απ’ αυτήν την παραδοχή, που δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται στο Λόγο του Θεού, προκύπτει ότι ο άντρας είναι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, αλλά το ίδιο είναι και η γυναίκα. Ο Θεός έπλασε τον άντρα σύμφωνα με την εικόνα Του, αλλά και τη γυναίκα επίσης.
Ο Θεός έχει μία εικόνα, όπως ο άνθρωπος γενικά, αλλά αυτή η εικόνα είναι ταυτόχρονα διπλή. Ο Θεός είναι και άντρας και γυναίκα και πατέρας και μητέρα. Αυτές οι ιδιότητες όμως δε διαχωρίζονται, ούτε αλλοιώνουν τη φύση Του, που είναι μοναδική. Είναι Ένας και Μοναδικός αλλά ταυτόχρονα Διπλός. Αυτή η διπλή φύση Τού επιτρέπει τη γέννηση του Υιού Του, που είναι ο Ίδιος, χωρίς να ξεφεύγει από τη μοναδική Φύση Του. Είναι ο Ίδιος: ο Πατέρας, η Μητέρα κι ο Υιός του Θεού. Ο άνθρωπος έχει δει άνθρωπο ως Υιό του Θεού κι αυτό είναι αληθινό και σωστό, εφόσον ο Υιός Του ο Μονογενής έχει ανθρώπινη μορφή και άγγιξε τη Θέωση βαδίζοντας προς τον Πατέρα Του. Ένα μέρος του Θεού εμφανίστηκε στους ανθρώπους κι έφυγε προς Αυτόν θέτοντας τα θεμέλια της πανανθρώπινης Θέωσης.
Αν επιστρέψουμε στην εποχή της Δημιουργίας, βλέπουμε ότι ο άνθρωπος, είτε αρσενικός είτε θηλυκός, είναι τέλειος ως θείο δημιούργημα, αλλά ο Θεός είναι μοναδικός και τα επιμέρους χαρακτηριστικά Του άγνωστα. Ο άνθρωπος δε γνωρίζει τη φύση Του και είναι τέλειος. Ο άνθρωπος συνυπάρχει με το Θεό και δεν τον φοβάται γιατί: πρώτον, δε γνωρίζει τις δυνάμεις Του και δεύτερον, δε διαπράττει αμαρτίες που προκαλούν αυτές τις δυνάμεις. Σ’ εκείνη την κατάσταση ο Θεός είναι Μοναδικός και παιδιά Του οι άνθρωποι. Όμως ο άνθρωπος παράκουσε το θέλημα του Θεού κι έφαγε τον καρπό του δέντρου της γνώσης. Αυτός ο καρπός είχε ως αποτέλεσμα να πάρει γνώση ο άνθρωπος, αλλά να χάσει την τελειότητά του. Από εκείνη τη στιγμή έχει γνώση του καλού και του κακού, εφόσον παίρνει εντολές, προτροπές κι απαγορεύσεις, αλλά εκτός απ’ αυτήν τη γνώση και με δεδομένη πλέον την ατέλειά του παίρνει γνώση και για τον Υιό του Θεού. Ο Υιός του Θεού, ενώ είναι ο άνθρωπος στο σύνολό του, από εκείνη τη στιγμή γίνεται ο τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος. Αν δεν έπαιρνε γνώση, δε θα ντρεπόταν ούτε θα φοβόταν το Θεό. Μέσω αυτής της γνώσης αλλάζει χαρακτηριστικά και διαπράττει αμαρτίες. Επειδή όλα αυτά είναι γνωστά στο Θεό, δίνεται γνώση για τον Υιό. Αν ο άνθρωπος αγνοούσε τη φύση του Θεού, δε θα ήταν δυνατό να διαπράξει αμαρτία. Η αμαρτία όμως είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την απόλυτη Θέωση κι οδηγεί στη θυσία. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα, αλλά το πρόβλημα βρίσκεται στην ομοιότητα. Ο άνθρωπος ήταν όμοιος αλλά το πνεύμα του, που ήταν θείο δημιούργημα, πολύ φτωχό. Ο άνθρωπος δε διέπραττε αμαρτίες, αλλά ήταν παιδί ενός Πατέρα, που γνώριζε από τότε τα επιτεύγματα του υιού Του της σημερινής εποχής, αλλά και του μέλλοντος. Όταν γνώρισε ο άνθρωπος τον Πατέρα, τότε κατάλαβε τη διαφορά, που υπάρχει μεταξύ τους και μπήκε στην Κόλαση. Προσπάθησε ο άνθρωπος να μοιάσει στο Θεό που πλέον γνώριζε κι αγνόησε τη φύση του ακολουθώντας την ευφυΐα του. Εγκατέλειψε ο θνητός άνθρωπος τη θεία φύση του, για να εξομοιωθεί με το τέλειο, το αθάνατο και το άφθαρτο.
Ο Θεός γνώριζε τι θ’ ακολουθήσει και γι’ αυτό απαγόρευσε στους ανθρώπους τον καρπό της γνώσης. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, λόγω της απόστασης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, ο Θεός εγκαταλείπει τη Γη και τοποθετείται στον ουρανό. Ενώ μέχρι τότε ήταν μεταξύ των ανθρώπων, ο κάθε άνθρωπος γίνεται ανώτερος πατέρας του ουρανού και ο Υιός αγωνίζεται για τη Θέωση. Ο άνθρωπος από εκείνη τη στιγμή απαιτεί γνώση γι’ αυτό που δε βλέπει πλέον και δεν αντιλαμβάνεται. Προκύπτει πρόβλημα, που δε θα υπήρχε, αν ο άνθρωπος παρέμενε στην άγνοιά του. Ο Θεός δίνει τη γνώση κι ο άνθρωπος ακολουθεί τη μοίρα του.
Ο Θεός δεν έχει σχέση πλέον με τον άνθρωπο και περιγράφεται ως: Τέλειος και Κάτοχος κάθε γνώσης. Είναι ο Ένας και Μοναδικός, ο Αυθύπαρκτος, ο “Ενούσιος Ων”. Ο μόνος που γεννά και στον ουρανό και στη γη. Ο Απάτωρ και ο Αμήτωρ. Πατήρ και Μήτηρ των πάντων. Αναλλοίωτος, Αέναος μέσα στην τελειότητά Του. Παρών στο σύνολο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Ο τα πάντα Πληρών, πανταχού Αισθητός και ουδαμού Συλληπτός. Μόνος και Εις ουσιαστικώς. Δεν είναι μόνος και προσωπικώς, διότι είναι Πατήρ εκ μόνης της αιωνίας Του υποστάσεως, γεννά διαρκώς, χωρίς να μειώνεται ή να εξασθενεί. Δεν έχει ανάγκη να εξέλθει αφ’ Εαυτού, για να γεννήσει, αλλ’ ενέχει εν Εαυτώ την ύλη της τε Εαυτού και της των πάντων Δημιουργίας. Συλλαμβάνει τον καρπόν Του κι επειδή παρ’ Αυτώ η σύλληψις δε διακρίνεται της μαιεύσεως, απ’ αρχής των αιώνων παράγει εν Εαυτώ και αφ’ Εαυτού Εαυτόν. Είναι και ο Πατήρ και η Μήτηρ και ο Υιός του Θεού. Οι τρεις αυτοί συλληφθέντες και γεννηθέντες υπό του Θεού, χωρίς να εξέλθουν εν χώρω ή χρόνω από του Θεού, αποτελούν τον “τρισυπόστατον Θεόν”. Ο τρισυπόστατος Θεός έχει όλες τις ιδιότητες του Θεού: το άπειρον, το αιώνιον, το αυτόβουλον, την υπέρτατην θέλησιν, την ύπατην αγαθότητα. Αυτός είναι ο πραγματικός Θεός και Δημιουργός των πάντων.
Σ’ αυτό το σημείο ο αναγνώστης δίκαια θ’ αναρωτηθεί τι σχέση μπορεί να έχει Αυτός ο Θεός με το Δία και τους άλλους Θεούς του Ολύμπου, που λάτρευαν οι Έλληνες κατά την αρχαιότητα. Αν ο Θεός έδωσε τα Ομηρικά Έπη σ’ αυτούς, τότε πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του Θεού του Μοναδικού και του Δωδεκάθεου. Ό,τι δίνει ο Θεός είναι απολύτως αληθινό κι επομένως ο Δίας πρέπει να είναι πραγματικός Θεός. Για να γίνει αντιληπτή η σχέση αυτή, θα πρέπει και πάλι να επιστρέψουμε στην εποχή της Δημιουργίας. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός κι ενώνει σε “σάρκα μία” τον αρσενικό και το θηλυκό άνθρωπο. Οι άνθρωποι δεν είχαν γνώση γι’ Αυτόν κι ο Θεός ήταν αποκλειστικά ο έρως. Θεός = Έρως. Όμως από τη στιγμή που μετατέθηκε το πρόβλημα στη γνώση, εμφανίστηκε η απόσταση και η διαφορά μεγέθους. Ο Θεός έγινε ο Πανίσχυρος Πατέρας κι ο άνθρωπος ο αδύναμος υιός. Αυτό προκύπτει αμέσως μετά το αμάρτημα και θέτει τα όρια. Ο Θεός τότε γνώριζε τα πάντα κι ο άνθρωπος απολύτως τίποτε. Θεός κι άνθρωπος ξεκινούν με αντίθετη φορά απ’ αυτά τα όρια προς την ένωσή τους, τη Θέωση του ανθρώπου. Ο Θεός δίνει γνώση στον άνθρωπο με τέτοιον τρόπο, ώστε να τον ελκύει προς Αυτόν. Όσο πιο πολύ γνώση αντλεί ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ κατανοεί το Θεό, που μετά το αμάρτημα, έγινε ασύλληπτα Άπειρος. Ο άνθρωπος που μετά το αμάρτημα μπήκε στη φάση της πατριαρχίας, γεύτηκε την εξουσία. Από τη στιγμή που αυτό αφορά την ανθρωπότητα στο σύνολό της, αφορά και το Μοναδικό Θεό.
Η σχέση Πατέρα και υιού μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου δημιούργησε μία κατάσταση ιδιόμορφη. Ο άνθρωπος βλέπει ένα είδωλο μπροστά του που ενεργεί μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο κι αυτός αντιγράφει τις ενέργειές του. Ο άνθρωπος αγνοεί ότι αυτό το είδωλο είναι το δικό του. Εξουσιάζει τα παιδιά του και τα σκοτώνει κι, επειδή βλέπει το είδωλο να κάνει το ίδιο, νομίζει ότι κάνει το σωστό. Ο Θεός τού έδωσε γνώση για τον Εαυτό Του, αλλά ο άνθρωπος αγνοεί τη δική του ταυτότητα και παρεξηγεί. Αν γνώριζε ότι ο ίδιος είναι ο υιός Του και ότι στο τέλος θα γευθεί τη Θέωση, θα γνώριζε ότι όταν ο Θεός τού λέει ότι θα θυσιάσει τον Υιό Του, εννοεί τον ίδιο τον άνθρωπο. Αφού συμβεί όμως αυτό κι ο άνθρωπος θεωθεί, δηλαδή γίνει όμοιος με τον Πατέρα, θ’ αντιληφθεί ότι αυτός ο ίδιος θυσίασε τα παιδιά του και όχι ο Θεός τον άνθρωπο ως Πατέρας. Ο Θεός ως μέγιστη προσφορά προς τον άνθρωπο θυσίασε μόνο τον Ίδιο Του τον Εαυτό με την ανθρώπινη μορφή. Τον άνθρωπο τον θυσιάζει ο άνθρωπος και όχι ο Θεός.
Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, θυσιάστηκε ως Θεός. (Ιωάν. 14.9-14.10) “ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα. και πως συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστί;” (Εκείνος πού έχει ιδή εμέ, έχει ιδή τόν Πατέρα… καί πώς σύ λέγεις, “Δείξε μας τόν Πατέρα”; Δέν πιστεύεις ότι εγώ είμαι εν τώ Πατρί καί ο Πατέρας είναι εν εμοί;). Ο Χριστός ως Υιός εκτέλεσε την επιθυμία του Πατέρα Του, που είναι δική Του, εφόσον είναι ο Θεός. Η αποστολή Τού δίνει την ιδιότητα του Υιού. Ο Θεός θυσιάζεται για τον άνθρωπο ως Υιός, γιατί αυτό επιβάλλει το Μυστικό Σχέδιό Του. Όμως ο άνθρωπος που δε γνωρίζει τι συμβαίνει, παρεξηγεί. Από τη στιγμή που ο Θεός δίνει γνώση στον άνθρωπο για τον Εαυτό Του, κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος αλλάζει άποψη για το Θεό κι επομένως στον ουρανό γεννιέται ένας νέος Θεός. Ο Θεός γεννά Θεό και μέχρι να γεννηθεί ο Υιός Του με μορφή ανθρώπου, θα πρέπει να εμφανιστούν Θεοί, που θα υπηρετούν το Μυστικό Σχέδιο. Ο κάθε υιός του Θεού που θα παίρνει πλήρη γνώση, θα γίνεται Θεός-πατέρας και θα ξαναγεννά υιό, μέχρι να γεννηθεί ο Θεός-άνθρωπος, που θα γίνει ο πατέρας του ανθρώπου, που θα γνωρίσει τη Θέωση. Ο Θεός είναι Σοφία. Από τη στιγμή που αυτή η Σοφία μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά Θεών, είναι θέμα χρόνου να φτάσει στο μικρότερο των Θεών, τον άνθρωπο. Επειδή η Σοφία είναι μία και μοναδική όπως και ο Θεός, Σοφία = Θεός = 28, οι ποικίλες απόψεις που διατηρούν οι άνθρωποι περί Αυτού, οφείλονται στη σχετικότητα της ανθρώπινης γνώσης.
Ο άνθρωπος όταν κοιτά το Θεό, ενώ αυτός είναι Μοναδικός, η μορφή Του εξαρτάται από τη γνώση του ανθρώπου. Όταν δε γνωρίζει τίποτε απ’ αυτήν τη Σοφία, ο Θεός είναι το Έρεβος, ενώ όταν γνωρίζει το σύνολό της, ανεξάρτητα από το πόσο την κατανοεί, ο Θεός είναι άνθρωπος, εφόσον επιδίωξή Του είναι να τη δώσει μ’ αυτήν τη μορφή. Ο Χριστός περιέγραψε τον Πατέρα και τον Υιό κι αυτό το έκανε με τη μορφή ανθρώπου και όχι Πνεύματος. Όλα αυτά τα λέμε για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι το Θεό ο άνθρωπος Τον κατανοεί ανάλογα με το επίπεδο γνώσης που του δίνεται, συνεπώς ανάλογα με το προκαθορισμένο για τον καθένα επίπεδο. Ενώ ο Θεός είναι Μοναδικός και ο Υιός Του επίσης, ο άνθρωπος ανάλογα με τη γνώση του βλέπει, είτε αυτήν τη μοναδικότητα στην τέλειά της μορφή είτε την κατάληξή της που είναι πάλι τέλεια, αλλά μετά από αλλεπάλληλες γεννήσεις Πατέρα και Υιού.
Όσο η απόσταση μεταξύ ανθρώπου και Θεού μικραίνει, τόσο λιγότερο υπάρχει ο φόβος και τόσο περισσότερο μεγαλώνει η αγάπη. Ο Θεός είναι Πατέρας του ανθρώπου κι ο φόβος δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Όταν ο άνθρωπος κατανοεί αυτήν τη σχέση και γνωρίζει την προσφορά Του, τότε μόνον μπορεί να Τον λατρέψει αληθινά πνευματικά όπως είναι η επιθυμία Του. Αντίθετα, όταν ο άνθρωπος γνωρίζει μόνον τη δύναμή Του κι αγνοεί το σύνολο των χαρακτηριστικών Του, τότε φοβάται υπερβολικά και μισεί το Θεό εφόσον μισεί τον ίδιο του τον εαυτό ζώντας μέσα στην Κόλαση. Όταν ο άνθρωπος γνωρίζει το θέλημά Του και τη δύναμή Του και παρερμηνεύει το Λόγο Του, βασανίζεται, παραμορφώνει τη φύση του κι επειδή όλα αυτά οδηγούν στην άποψη περί αδυναμίας κι ατέλειας, μισεί τον εαυτό του και κατά συνέπεια το Θεό.
Αυτές οι δύο καταστάσεις που είναι εντελώς διαφορετικές κι εξαρτώνται από την απόσταση, που υπάρχει μεταξύ Θεού και ανθρώπου, καθορίζουν και τα όρια. Αγάπη και σεβασμός είναι από τη μία πλευρά, μίσος κι υποταγή από την άλλη. Από τη στιγμή που εμείς δεχόμαστε ότι οι Έλληνες δημιουργήθηκαν για να παράγουν φιλοσοφία, που απαιτεί και γνώση και ελευθερία, αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες βρίσκονται σε μικρότερη απόσταση και άρα το Δωδεκάθεό τους είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Οι Θεοί των Ελλήνων έχουν ανθρώπινη μορφή, γιατί τους δόθηκε γνώση κοντά στην τελική φάση της μεταφοράς τής θείας ιδιότητας από τον Πατέρα προς τον Υιό. Οι Ιουδαίοι αντίθετα έχουν κι αυτοί τέλεια γνώση για το Θεό, αλλά αυτή η γνώση είναι και η πιο επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Ο Θεός των Ιουδαίων είναι ο Ίδιος μ’ Αυτόν, που τιμωρεί τους Πρωτοπλάστους για την αμαρτία τους, τεράστιος και πανίσχυρος, χωρίς έλεος και προπαντός, χωρίς να δίνει εξηγήσεις για το σωστό και το λάθος, όσον αφορά την πορεία, που θα ακολουθηθεί. Αυτός ο Θεός είναι σκληρός, όχι επειδή αυτό είναι η αλήθεια, αλλά επειδή δε δίνει γνώση. Αποβάλλει τον άνθρωπο από τον Παράδεισο και τον βασανίζει, χωρίς να του γνωστοποιεί ότι Αυτός ο Ίδιος έχει αυτοαποβληθεί και ότι Αυτός ο Ίδιος αυτοβασανίζεται.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο Θεός που είναι παντογνώστης κι επιπλέον αθάνατος, εκείνη τη στιγμή γνωρίζει τι ακριβώς ακολουθεί. Όμως τη στιγμή εκείνη ο άνθρωπος βρίσκεται ακριβώς στη φάση της διάπραξης του αμαρτήματος και δεν έχει δημιουργήσει ακόμα το σύστημα, που γνωρίζουμε πώς λειτουργεί. Ο Θεός δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο απαντήσεις σε ερωτήματα που ακόμα δεν έχει. Τι θα πει “ου μοιχεύσεις” από τη στιγμή που δεν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους ορατό αυτό το πρόβλημα; Τι θα πει “ου κλέψεις” από τη στιγμή που η επιβίωση είναι αγώνας και δεν υπάρχει πλούτος, που μπορεί να κλαπεί; Διαπράττει ο άνθρωπος το αμάρτημα και θέτει τον εαυτό του έξω από τον Παράδεισο. Ο Θεός, επειδή γνωρίζει τι θα επακολουθήσει και εκτιμώντας τη γνώση του ανθρώπου, μιλά σκληρά και αληθινά.
Ο αναγνώστης βλέπει πως όσο πιο νωρίς χρονικά γίνεται η επαφή με το Θεό, τόσο πιο σκληρός είναι. Όσο προχωρά η ανθρωπότητα κι εμφανίζονται τα συστήματα που βασανίζουν τους ανθρώπους, τόσο μεγαλύτερη γνώση παίρνουν από το Θεό. Ξεκινάμε πάλι από την εποχή της Δημιουργίας και βλέπουμε ότι ο Θεός εγκαταλείπει τους ανθρώπους κι επιπλέον τους αποβάλλει από τον Παράδεισο. Ο Θεός παίρνει απόλυτες αποφάσεις και δε διαχωρίζει τους ανθρώπους σε δικαίους και αδίκους. Ο Θεός είναι Κύριος. Παίρνει αποφάσεις σύμφωνα με τη δική Του υπέρτατη βούληση. Ο Θεός από τον αριθμό 28 μεταπηδά στον αριθμό 35. Κύριος = 35. Αυτός είναι ο Θεός του βήματος της Βαβυλώνας της απόλυτης εξουσίας. Όταν ο άνθρωπος παίρνει γνώση που τη μετατρέπει σε εξουσία και μπαίνει στην Κόλαση, εννοείται ότι ο Θεός του έχει την απόλυτη, άρα είναι Κύριος των πάντων. Απ’ αυτήν τη γνώση του Θεού παίρνει δύναμη η Βαβυλώνα.
Οι Έλληνες αυτόν το Θεό δεν τον γνωρίζουν, γιατί δεν είχαν γεννηθεί ακόμα. Οι Ιουδαίοι αντίθετα Τον γνωρίζουν κι είναι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ. Ο Θεός εμφανίζεται σ’ αυτούς πάντα ως Κύριος. Οι λαοί της Ασίας έχουν αποβληθεί οριστικά από τον Παράδεισο και περιμένουν αποκλειστικά τη βοήθεια του Θεού και του Υιού Του. Ακολουθούν τη μοίρα τους, δομούν τ’ άθλια για τους ανθρώπους συστήματα κι όταν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος, εμφανίζεται εκ νέου ο Θεός. Η εμφάνιση συνοδεύεται με γνώση και γίνεται στο Μωυσή. Τώρα πια έχουν νόημα οι Εντολές. Υπάρχει το σύστημα, υπάρχει η αθλιότητα κι ο άνθρωπος έχει βελτιώσει το επίπεδο της γνώσης του. “Ου μοιχεύσεις” σε μία κοινωνία στην οποία υπάρχει μοιχεία. “Ου κλέψεις” σε μία κοινωνία στην οποία υπάρχει κλοπή. Ο Κύριος εμφανίζεται στο Μωυσή, αλλά δίνοντας γνώση στους ανθρώπους στον ουρανό γεννιέται ένας άλλος Θεός. Ο Θεός δεν είναι ο πρώτος, που δεν ξεχώριζε δικαίους και αδίκους. Ο Θεός γίνεται πιο κατανοητός και με την ίδια ισχύ τιμωρεί πλέον τους παραβάτες μόνον των Εντολών. Η θεϊκή ευφυΐα αποκαλύπτεται, αν αντιληφθεί ο άνθρωπος την επιδίωξη του Θεού μέσα απ’ αυτήν τη γέννηση και την ισχύ αυτού του νέου Θεού. Τι είναι αυτός ο νέος Θεός; Ο Υιός του Θεού; Ποια η διαφορά Του με τον πραγματικό Υιό, δηλαδή τον Ίδιο το Θεό; Για να καταλάβει ο άνθρωπος τον πραγματικό Θεό και τον Υιό Του —και κατόπιν να τους ξεχωρίσει από κατώτερους Θεούς— θα πρέπει να έχει υπόψη του πως οτιδήποτε λέει ή κάνει ο Θεός ή ο Υιός Του είναι τέλειο. Στο Λόγο Του αλλά και στο έργο Του υπάρχει μόνον η τελειότητα κι αυτό αφορά το σύνολό τους. Ο κατώτερος Θεός ενώ έχει γνώση θεϊκή μέσω της οποίας παίρνει ισχύ, δεν έχει συνολική τελειότητα. Αυτός ο Θεός δημιουργείται, για να οδηγήσει τους ανθρώπους μέχρι κάποιο σημείο και μετά νικιέται από έναν άλλο Θεό, είτε τον πραγματικό είτε κάποιον ανώτερό Του, αλλά κατώτερο του Πραγματικού.
Για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης τι ακριβώς σημαίνει αυτό, θα εξετάσουμε την περίπτωση των Βαβυλωνίων και των Ιουδαίων, που γνωρίζουν τον Ίδιο Θεό. Ο Κύριος, ο Τέλειος και ο Πανίσχυρος, είναι ο Ίδιος και για τους δύο λαούς. Είναι σκληρός και απ’ αυτήν τη συμπεριφορά δεν εξαιρείται κανένας. Όταν ο Μωυσής έρχεται σε επαφή μ’ Αυτόν, ένας νέος Θεός γεννιέται κι αυτό γίνεται ως εξής: ο Θεός δίνει γνώση στο Μωυσή κι απόλυτη ισχύ. Από τη στιγμή που η συγκεκριμένη γνώση ξεχωρίζει τους ανθρώπους με άλλα κριτήρια και η ισχύς που τη συνοδεύει, δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον ν’ αναπτύξει μία νέα φιλοσοφία, ο νέος Θεός είναι αυτός που έχει την ισχύ. Ο Θεός των Ιουδαίων δεν είναι ο Κύριός τους, αλλά ο Μωυσής. Πώς γίνεται αυτό; Όταν ο Μωυσής παίρνει τέλεια γνώση, που του δίνει ισχύ, τη χρησιμοποιεί, όπως αυτός νομίζει. Τιμωρεί τη μοιχεία, αλλά όπως τη θεωρεί αυτός. Τιμωρεί την κλοπή με την ίδια λογική. Η γνώση μένει σ’ ένα σταθερό επίπεδο και το σύνολο των όσων αφορούν τους ανθρώπους είναι προϊόν της φιλοσοφίας του Μωυσή. Ενώ ο Μωυσής είναι άνθρωπος, οι Ιουδαίοι μη δυνάμενοι ν’ αντιληφθούν τον πραγματικό Θεό, έχουν την εντύπωση ότι ο Μωυσής εκτελεί το θέλημά Του στο σύνολο των ενεργειών του. Ο Θεός τους κρίνει και τιμωρεί με απόλυτα όμοιο τρόπο με τον εκλεκτό του Μωυσή.
Αυτός ο Θεός είναι κατώτερος του πραγματικού γιατί, ενώ έχει στοιχεία του πραγματικού, όπως οι Εντολές, το σύνολο της γνώσης του είναι κατώτερο εφόσον είναι η γνώση του Μωυσή. Ο Θεός αυτός δεν είναι ο πραγματικός, γιατί ο Υιός Του δεν είναι τέλειος Θεός, ώστε να γίνει ένα μ’ αυτόν. Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, δε διατύπωσε λόγο όμοιο μ’ αυτόν του Μωυσή αλλά ανώτερό του. Αν το έκανε αυτό, όχι μόνο δε θα σταυρωνόταν, αλλά θα γινόταν Κύριος των Ιουδαίων. Ο Υιός του Θεού γίνεται όμοιος με τον Πατέρα Του. Ο Χριστός ήταν Θεός, Υιός του Θεού του Μωυσή. Ο Κύριος που έδωσε τις Εντολές στο Μωυσή είχε έναν Υιό κι εκείνη τη στιγμή δημιούργησε έναν κατώτερο Θεό μέρος του Εαυτού Του.
Καθώς βλέπουμε πώς γεννιέται ένας κατώτερος Θεός, θα πρέπει να καταλάβουμε και τι ακριβώς επιδιώκεται. Γεννήθηκε ο Θεός με τα χαρακτηριστικά του Μωυσή, αλλά ποια ήταν η αποστολή Του; Ο Θεός επιδίωκε τη δημιουργία συστήματος, που θα ήταν γέννημα του συνόλου των εσφαλμένων απόψεων του Μωυσή. Εμφανίστηκε σ’ αυτόν, τον τρόμαξε, του έδωσε γνώση κι ισχύ, κι αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν συγκεκριμένη συμπεριφορά και άποψη, που έχει ως αποτέλεσμα το ιουδαϊκό σύστημα. Το σύστημα, όπως γνωρίζουμε, έχει θηλυκά χαρακτηριστικά και γεννά ανθρώπους. Η γνώση του, ενώ είναι όμοια μ’ αυτήν του Μωυσή, παρ’ όλ’ αυτά δε βελτιώνεται. Όσο ζει ο Μωυσής μπορεί να αλλάξει απόψεις που βελτιώνουν τις προηγούμενες και βοηθούν τους ανθρώπους. Από τη στιγμή όμως που πεθαίνει κι είναι ο δημιουργός του συστήματος, τέτοια πιθανότητα δεν υπάρχει. Το σύστημα διατηρεί τα πάντα, όπως του δόθηκαν.
Αυτό το σύστημα επιθυμούσε ο Θεός για να γεννήσει τον Υιό Του. Αυτό το σύστημα γεννά τον Υιό με τα χαρακτηριστικά του Πατέρα Κυρίου. Το θηλυκό σύστημα που γεννιέται όχι από τέλεια και πλήρη γνώση, είναι επικίνδυνο για τους ανθρώπους που γεννά, γιατί έχει τα τέλεια χαρακτηριστικά της μοιχαλίδας. Έχει θεϊκή Σοφία ώστε να μην είναι ανατρέψιμο, αλλά δεν έχει πλήρη γνώση ώστε να γεννήσει ανθρώπους γιους, που θ’ αγωνιστούν για τη Θέωση και στο σύνολό τους θα συνθέτουν τον Υιό του Θεού. Είναι μοιχαλίδα, γιατί σαν γυναίκα δεν είναι “σάρκα μία” με τον άντρα της, το Θεό. Ενώ λαμβάνει απ’ Αυτόν πνεύμα κι έχει αποστολή να γεννήσει τον Υιό Αυτού, αυτή ακολουθεί τις επιλογές της. Αυτή η μοιχαλίδα γεννά γιους που τους συνθλίβει και παραδίδεται στους εκλεκτούς. Ο Άννας ή ο Καϊάφας ήταν εκλεκτοί στους οποίους παραδόθηκε αλλά χωρίς έρωτα, μ’ άμεση συνέπεια αυτοί να σταυρώσουν τον Υιό του Θεού και η μοιχαλίδα να παραμείνει αναίσθητη. Η ιστορική γνώση μας δίνει το σημαντικό στοιχείο ότι από τον καιρό που εμφανίστηκε ο Κύριος στον Αβραάμ και τον Ισαάκ μέχρι και την εποχή του Χριστού, ολοκληρώθηκε ένας πλήρης κύκλος. Εμφανίστηκε ο Κύριος κι έπειτα εμφανίστηκε ο Υιός. Από τη δεύτερη εμφάνιση και μετά δε σημειώθηκε καμία επαφή, που να αφορά τους Ιουδαίους. Αν γινόταν τέτοιου είδους επαφή, οι Ιουδαίοι θα ξέφευγαν από τις Δέκα Εντολές και την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης. Από τη στιγμή που σταύρωσαν τον Υιό του Κυρίου, είτε αυτός είναι ο Ίδιος ο Χριστός είτε ο οποιοσδήποτε νεαρός Ιουδαίος, ο Κύριος τιμωρεί κι εμείς πρέπει να βρούμε πώς γίνεται αυτό.
Όταν οι Ιουδαίοι βρίσκονταν στην Αίγυπτο, προκάλεσαν το θυμό του Θεού με την απιστία τους. Ο Θεός έδειξε σ’ αυτούς πώς τιμωρεί. Ο Θεός τιμωρεί με το να στερεί τη δυνατότητα από ένα έθνος να γεννά. Στερεί τη δυνατότητα από ένα έθνος να ελπίζει στα παιδιά του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λέει στο Μωυσή ότι θα τους καταστρέψει και μόνον από τους απογόνους του θα γεννήσει ένα νέο μεγάλο έθνος. Από το σημείο αυτό και πέρα η γνώση των Ιουδαίων είναι ανύπαρκτη, γιατί μένουν κοντά στο Θεό Κύριο και τον Υιό Του.
Ο κύκλος της γνώσης τους είναι τεράστιος κι αρχίζει από ένα Θεό Άπειρο και τελειώνει σ’ έναν Υιό με ανθρώπινη μορφή. Αγνοούν το σύνολο των όσων πρέπει να γεννηθούν μεταξύ αυτών των ορίων… αγνοούν τον αγώνα και την αποστολή του Υιού. Ο Υιός γι’ αυτούς δεν αγωνίζεται ούτε προσπαθεί. Είναι Υιός του Κυρίου, Κύριος κι έχει την ισχύ να τους οδηγήσει στον Παράδεισο. Πριν ολοκληρωθεί όμως αυτός ο κύκλος έχουν προηγηθεί στο παγκόσμιο επίπεδο σημαντικές αλλαγές, όσον αφορά τη γνώση για το Θεό. Από τον Κύριο της Βαβυλώνας ακολουθεί ο Κύριος των Ιουδαίων μ’ ανώτερη γνώση, αλλά με χαρακτηριστικά αυτά του Μωυσή. Ο Θεός εμφανίζεται μπροστά στο Μωυσή σαν κάτοπτρο. Ενεργεί ο Μωυσής, στον οποίο δόθηκε εξουσία Κυρίου και νομίζει ότι ενεργεί ο Κύριος. Βλέπει το είδωλό του κι έχει την εντύπωση κι αυτός κι ο λαός του ότι βλέπουν τον Κύριο ενώ βλέπουν το είδωλο του Μωυσή. Οι αριθμοί αποκαλύπτουν την πλάνη, αφού, Κύριος = Κάτοπτρον = 35, και Μωυσής = Είδωλον = 36. Έχουν αυτό το είδωλο και γίνονται Ειδωλολάτρες = 58. Αυτό προκαλεί το θυμό του Θεού και δίνει τα χαρακτηριστικά στην κοινωνία τους, αφού απ’ αυτήν τη λατρεία παράγεται η γνώση τους. Θυμός του Θεού = Παλαιά Διαθήκη = Τυφλοί οδηγοί = Εξουσία μεγάλη = 58 = Ιουδαϊσμός. Για αιώνες αυτή η γνώση ήταν παγκόσμια η ανώτερη και συνεπώς Θεός Παντοκράτορας ήταν αυτός ο Θεός.
Σ’ αυτό το σημείο χρήσιμο είναι να διευκρινίσουμε ότι αυτή η γνώση ήταν πάντα κατώτερη από τη γνώση των ιερέων της Αιγύπτου, αλλά ήταν η ανώτατη, που δινόταν στους απλούς ανθρώπους. Ο Ιουδαίος ήξερε τις Εντολές και μπορούσε να σκεφτεί όπως ο Χριστός για τον εαυτό του. Ο αρχαίος Αιγύπτιος βάδιζε στο απόλυτο σκοτάδι. Ιστορικά μετά τη γνώση των Ιουδαίων εμφανίστηκε μία άλλη γνώση για το Θεό, που είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση των Ελλήνων. Οι Έλληνες γεννήθηκαν ως τύπος ανθρώπων μέσα από μία συγκεκριμένη παιδεία. Η κύρια διαφορά η οποία τους διαχωρίζει από τους Ασιάτες είναι η γνώση για το Θεό. Οι Θεοί των Ελλήνων είναι όμορφοι, νέοι, φωτεινοί και δίνουν άφθονη γνώση στους ανθρώπους. Ο Έλληνας γνωρίζει για τον έρωτα και τον εκτιμά μιμούμενος το Θεό-Πατέρα του, Δία. Γνωρίζει την αξία της ζωής κι έχει αντίληψη για τη διαφορά, που χωρίζει τους θνητούς από τους αθανάτους. Η γνώση αυτής της διαφοράς είναι πολύ σημαντική, γιατί ο Έλληνας μέσω αυτής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τις προτεραιότητές του. Ο Αχιλλέας σκέφτεται έξω από την Τροία τι τον συμφέρει να επιλέξει. Δόξα αιώνια και θάνατο ή άπειρη ζωή κοντά στον πατέρα του, στα παλάτια της Φθίας. Ο Έλληνας γνωρίζει ότι αιώνια δόξα μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος μόνο μέσα από τη θυσία. Γνωρίζει επίσης ότι Θέωση δίχως έρωτα δεν μπορεί να υπάρξει. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ν’ αναπτύξει διαφορετική σχέση με το Θεό και καρπός αυτής της σχέσης είναι η φωτεινότερη ζωή. Απ’ αυτό το σημείο και μετά εμείς πρέπει να βρούμε τι ακριβώς είναι οι Έλληνες και πώς συνδέονται με το μοναδικό Θεό.
Οι Θεοί των Ελλήνων κι ειδικότερα ο πατέρας των Θεών τους, σ’ αντίθεση προς το Θεό Κύριο των Ασιατών, δεν είναι ούτε απάτωρ ούτε αμήτωρ. Είναι Θεός υιός Θεών. Απ’ αυτό το πολύ σημαντικό αντιλαμβανόμαστε ότι η θεϊκή καταγωγή του Δία, που περιγράφεται στη θεογονία των Ελλήνων, πρέπει να ταυτίζεται με την πορεία που έχουμε μέχρι τώρα περιγράψει. Ο Θεός Έρως μέσω της γνώσης γίνεται ο άπειρος Κύριος κι αυτός ο Κύριος γεννά το Μωυσή, ένα Θεό-είδωλο με ισχύ, που σε κάποια στιγμή νικιέται. Οι Έλληνες, όπως κι οι Θεοί τους, είναι πάντα υιοί κι αυτό επειδή ο Θεός επιδιώκει να μην τρομάζουν από τη γνώση. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει το νόημα ότι οι Έλληνες δεν έχουν την παράδοση των Ασιατών για το αμάρτημα. Δε γνώρισαν ποτέ το Θεό Κύριο, που απέβαλε τους Πρωτόπλαστους από τον Παράδεισο. Δε γνώρισαν ποτέ ένα Θεό με απόλυτα χαρακτηριστικά. Έχουν τη γνώση ενός αρχικού Θεού, που γέννησε τους υπόλοιπους, αλλά όχι τη γνώση για τη συμπεριφορά Του ή τη βούλησή Του. Δε γνωρίζουν ότι ο Θεός ήταν ανάμεσα στους ανθρώπους και στη συνέχεια έγινε ο φοβερός και τρομερός Κύριος. Πίστευαν ότι ο έρωτας ήταν παλαιότατος Θεός, αλλά δε γνώριζαν τίποτε παραπάνω. Αυτό το χαρακτηριστικό τούς δίνει αυτό, που αναφέρουμε ως νεότητα.
Ο αρχικός Θεός των Ελλήνων είναι το Έρεβος. Αυτός ο Θεός δε νικήθηκε, όπως συμβαίνει στις επόμενες γενιές Θεών, αλλά γέννησε το Θεό Ουρανό. Η γυναίκα του Ερέβους έκανε σύζυγο το γιο της κι αυτός ο Θεός είναι, που αγωνίζεται για την εξουσία, που τη χάνει. Οι αριθμοί δείχνουν ότι, Έρεβος = Κύριος. Αυτός ο Θεός γεννά τον Ουρανό. Ουρανός = Είδωλον = Μωυσής = 36. Απ’ αυτήν τη σύνδεση που είναι απόλυτη, μπορούμε να δούμε τι ακριβώς εννοούσε ο Θεός όταν μιλούσε για τιμωρία στην έρημο. Το μεγάλο έθνος γεννιέται από απογόνους του Μωυσή ως πνεύμα, που λαμβάνει δικαιώματα από το Θεό και όχι από το δημιούργημά του ως θηλυκό σύστημα, που είναι το ιουδαϊκό. Ο Μωυσής γέννησε απογόνους μέσω της πρακτικής που ανέπτυξε. Δε γεννιέται εκλεκτός μέσα από τον ιουδαϊκό λαό, αλλά με διαδικασία όμοια μ’ αυτή που ακολουθήθηκε για το Μωυσή, κάποιος άλλος που επίσης επιλέγεται, παίρνει διαφορετική κι ανώτερη γνώση. Ο Μωυσής έπραξε, όπως του είπε ο Θεός κι αυτοί οι απόγονοι ήταν οι κάτοχοι των δικαιωμάτων της γνώσης του, που είναι αυτή του Κυρίου. Όπως ο Ααρών που έγινε ιερέας, κι ο Ιησούς του Ναυί που πήρε την εξουσία. Το σύνολο της μεταφοράς εξουσίας ή γνώσης γίνεται μέσω πνευματικών δικαιωμάτων. Όλοι αυτοί είναι εκλεκτοί. Τα παιδιά αυτού του Θεού που ενεργεί σαν το Μωυσή, είναι οι Εκλεκτοί = 30.
Η θεογονία των Ελλήνων αναφέρει ότι ο Ουρανός έχει παιδιά τους Τιτάνες. Τιτάνες = Εκλεκτοί = 30. Ο Θεός αυτός γνώριζε ότι θα εκθρονιστεί κι αυτό λόγω της περιορισμένης γνώσης του. Όπως ο Μωυσής πολέμησε εναντίον όσων αμφισβητούσαν την εξουσία του μέσω των δικαιωμάτων που ο ίδιος τους έδωσε, έτσι κι ο Θεός τον οποίο αυτός αντιπροσωπεύει, πολεμά στο σύνολο του χρόνου εναντίον των εκλεκτών που ο ίδιος γεννά. Για να μην ανατραπεί, ρίχνει τα παιδιά του στον Τάρταρο. Αυτό σημαίνει ότι τα εξομοιώνει μ’ αυτόν αλλά παραμένοντας ο ίδιος Άρχων Θεός. Τάρταρος = Κύριος. Ο εκλεκτός ή Τιτάνας έρχεται αντιμέτωπος με τον Κύριο κι έτσι ο Ουρανός δε χάνει την εξουσία, εφόσον από τον Κύριο την πήρε. Όμως αυτός που μας ενδιαφέρει είναι αυτός που τον εκθρονίζει κι αυτό σημαίνει ότι παίρνει γνώση ανώτερη από τον Κύριο. Ανώτερη γνώση απ’ αυτήν των Ιουδαίων που βοηθά τους απλούς ανθρώπους είχαν οι Έλληνες. Άρα ο Κρόνος είναι οι Έλληνες, όπως και συμβαίνει. Ο Κρόνος, οι Έλληνες ανήκουν ως σύνολο στον κόσμο των Τιτάνων, γιατί επιλέχθηκαν και παίρνουν γνώση ως σύνολο. Ο Έλληνας είναι Έλληνας όχι λόγω αίματος, όπως ο Ιουδαίος, αλλά λόγω γνώσης. Κρόνος = Έλληνες = 34. Οι Έλληνες εκείνη την εποχή, ως λαός κι ως έθνος ήταν για την ανθρωπότητα ο Κρόνος. Η ανώτερη γνώση του Κρόνου φαίνεται από τη δυνατότητα να εκθρονίσει τον πατέρα του και κατόπιν να τον εμποδίσει να ξαναπάρει την εξουσία. Οι Γραφές αναφέρουν ότι αυτό έγινε κατορθωτό μετά από τον ακρωτηριασμό του Ουρανού. Ο Ουρανός έχασε τα γεννητικά του όργανα κι απώλεσε και την εξουσία και τη δυνατότητα να την ξαναπάρει.
Αυτό που περιγράφουν οι Γραφές έχει το νόημα ότι ο Ουρανός αντιπροσωπεύει, όπως και ο ιουδαϊσμός, την απόλυτη πατριαρχία. Η εξουσία του άντρα είναι απόλυτη και αναμφισβήτητη. Ο Κρόνος, δηλαδή οι Έλληνες, για να υπάρξουν και ν’ αναπτυχθούν στο χώρο, πήραν γνώση ανώτερη, ώστε οι άνθρωποι να τη δέχονται πιο εύκολα. Η γνώση αυτή εννοούσε για πρώτη φορά και τις γυναίκες. Η μητέρα του Αχιλλέα είναι δυνατή και στηρίζει το γιο της. Η Πηνελόπη για τον Οδυσσέα είναι ανώτερη από την αθανασία. Αυτή η γνώση κλονίζει την πανίσχυρη πατριαρχία, χωρίς να την ανατρέπει. Ο Κρόνος είναι άντρας, αλλά όχι όμοιος με τον πατέρα του. Οι βάρβαροι της πατριαρχίας χάνουν οριστικά την ανώτερη γνώση. “Πάς μη Έλλην βάρβαρος” τη στιγμή που Έλληνες = Κρόνος.
Το λεπτό σημείο που αφορά τους Έλληνες είναι ότι ως λαός κι ως σύνολο για τον υπόλοιπο κόσμο είναι ο Κρόνος. Οι ίδιοι όμως έχουν γνώση του Θεού μέσω των Ομηρικών Επών στα οποία οι Θεοί έχουν ανθρώπινη μορφή. Τους δόθηκαν τα Ομηρικά Έπη, για να γεννηθούν, αλλά αυτά τα Έπη είναι προφητεία από τη στιγμή που οι Θεοί τους δεν έχουν γεννηθεί. Ο Υιός του Θεού με ανθρώπινη μορφή και γνώση ισοδύναμη μ’ αυτήν του Δία, γεννήθηκε μετά τη γέννησή τους. Στην πραγματικότητα οι Έλληνες των αρχαίων χρόνων λατρεύουν Θεούς που δεν έχουν γεννηθεί. Ο Κρόνος, όπως κι ο Ουρανός, είναι Θεοί, που ανατρέπονται. Είναι Θεοί που γεννήθηκαν, για να δημιουργήσουν συνθήκες. Στηρίζουν τη δύναμή τους σε θεϊκή γνώση, που τους δόθηκε, αλλά αυτή δεν είναι ταυτόσημη με τη γνώση του πραγματικού Θεού. Αντίθετα μ’ αυτούς ο Δίας είναι Θεός ανίκητος. Οι Έλληνες δεν έχουν γνώση στην οποία περιγράφεται η διάδοχη κατάσταση.
Ο Δίας από τη στιγμή που είναι Θεός ανίκητος και γεννιέται από Θεούς που με τη σειρά τους είναι γεννημένοι από το Έρεβος, είναι ο Υιός του Θεού. Είναι Υιός του Θεού αλλά όχι άνθρωπος, δηλαδή ο άνθρωπος-Θεός. Είναι Θεός του ουρανού και γεννήθηκε για να πάρει το ρόλο του Πατέρα. Η ανθρώπινη μορφή του υποδηλώνει ότι εμφανίστηκε στη Γη και άρα εμφανίστηκε ως άνθρωπος, αλλά όχι για να υπάρξει ως τέτοιος. Ο άνθρωπος-Θεός που εμείς αναζητούμε είναι ο Υιός Του. Αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός στο πρόσωπο του οποίου ταυτίζονται δύο ιδιότητες. Υιός του Διός = Υιός του Κυρίου = 63 = Αειπάρθενος. Αυτός ο Θεός ο τέλειος που υπήρξε άνθρωπος, έπρεπε να εμφανιστεί, για να γεννηθεί ο Υιός Του, που είναι αυτό που περιγράφει ο Χριστός ως Υιός του Ανθρώπου = Θεός Διόνυσος = Σωτήρας του κόσμου.
Για να γίνει αυτό αντιληπτό, θα πρέπει ο αναγνώστης πάλι να σκεφτεί για το Θεό. Ο Θεός είναι Σοφία. Η Σοφία αυτή έχει τη δυνατότητα να μετακινείται στο χώρο και στο χρόνο, τέλεια και πλήρης. Όπως ο Θεός έγινε Κύριος κι εμφανίστηκαν οι δυνάμεις Του, με τον ίδιο τρόπο παρακάμπτει τις γενιές των Θεών και παίρνει το πρόσωπο τού Δία. Όταν ο Δίας παίρνει την ιδιότητα του Πατέρα Θεών κι ανθρώπων σημαίνει ότι η Σοφία έχει μετακινηθεί από το άπειρο στο πεπερασμένο. Πριν δούμε ακριβώς τη θέση του Δία ανάμεσα στους Θεούς, θα πρέπει να διερευνήσουμε την περίπτωση του Πατέρα Του. Ο άπειρος Θεός, ο πραγματικός, είναι Θεός Πατέρας όλων των ανθρώπων. Όταν γεννά Θεό, αυτός ο Θεός είναι Θεός Πατέρας ενός μέρους των ανθρώπων. Γεννά τον Ουρανό, αλλά αυτός ο Θεός αφορά, για παράδειγμα, μόνον τους Ιουδαίους και όχι τους Ινδιάνους της Αμερικής. Γεννά τον Κρόνο αλλά αντίθετα με την προηγούμενη περίπτωση αυτός ο Θεός δεν είναι Θεός των Ελλήνων. Ο Θεός των Ελλήνων είναι ο Δίας. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό; Οι άνθρωποι που δε λατρεύουν ούτε τον Ουρανό ούτε το Δία, βλέπουν τον Κρόνο. Το σύνολο, δηλαδή, της φιλοσοφίας, της συμπεριφοράς και των ιδιαιτεροτήτων των Ελλήνων είναι ο Κρόνος.
Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με την άποψη που έχει για το Θεό, αναπτύσσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ο Ιουδαίος που έχει την άποψη του πατέρα του για τη μοιχεία, έχει την άποψη του Μωυσή, δηλαδή την άποψη του Θεού που λατρεύει. Ο Έλληνας κι ο κάθε άνθρωπος όταν βλέπει τον Ιουδαίο αντιλαμβάνεται μέσα από τις απόψεις του τα χαρακτηριστικά του Θεού του. Όμως η περίπτωση των Ελλήνων είναι πιο σύνθετη. Το σύνολο των ανθρώπων που βλέπουν τους Έλληνες, αντιλαμβάνονται με την παραπάνω λογική το Θεό τους, αλλά αυτός ο Θεός είναι ο Κρόνος και όχι ο Δίας που λατρεύουν. Αυτό το σύνολο έχει κάποια λειτουργικά χαρακτηριστικά ιδιόμορφα. Τον Κρόνο τον βλέπει μόνον ο άνθρωπος που δεν είναι Έλληνας, όταν βλέπει τους Έλληνες. Αυτός ο άνθρωπος αν πιστεύει ότι οι Έλληνες είναι δυνατό να τον βοηθήσουν, όπως ο Μωυσής τους Ιουδαίους κι ο Δίας τους Έλληνες, λατρεύει τον Κρόνο. Οι Έλληνες μεταξύ τους όταν εξετάζει ο ένας τον άλλο, αντιλαμβάνονται το Δία. Αυτή η σύνθετη κατάσταση είναι προϊόν της γνώσης που δόθηκε στους Έλληνες.
Οι Έλληνες έχουν συγκεκριμένη γνώση κι όταν συμβαίνει αυτό δημιουργούνται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όταν σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει το πατριαρχικό σύστημα, αυτή η γνώση διαφοροποιεί τους ανθρώπους, που ναι μεν βρίσκονται στην ίδια φάση, αλλά η εξουσία δεν έχει τα ίδια απόλυτα χαρακτηριστικά. Η γνώση αυτή, ενώ δίνει στο σύνολο των ανθρώπων που την κατέχουν αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά, που τους διαφοροποιούν ως σύνολο, έχει την ιδιότητα να δημιουργεί κι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στους ανθρώπους σε προσωπικό επίπεδο. Αυτό προέρχεται από την ιδιαιτερότητα της γνώσης, που έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες διδάσκονται τα Έπη και μαθαίνουν να κρίνουν. Μαθαίνουν να κρίνουν και Θεούς και ανθρώπους. Ο Άρης είναι τρομερός Θεός, αλλά όταν ο Δίας τον κρίνει με την ίδια λογική με την οποία θα τον έκρινε ο άνθρωπος, ο άνθρωπος που διαπαιδαγωγείται μέσω των Επών δε φοβάται. Ο Δίας ταπεινώνει ένα γιο του και δεν ασχολείται καν μ’ αυτήν καθ’ αυτήν την υπόθεση, που είναι ο τραυματισμός του από ένα θνητό. Ο μεγάλος Θεός των Ελλήνων αγωνιά για τα θνητά παιδιά του και δεν τα θυσιάζει άπονα. Ο Σαρπηδόνας, ο γιος του, ακολουθεί τη μοίρα του, αλλά όταν αυτό συμβαίνει, ο παντογνώστης Δίας λυπάται. Οι Θεοί, παιδιά του Δία, συγκρούονται και μισούνται θανάσιμα για χάρη των θνητών ανθρώπων.
Όλα αυτά δημιουργούν μία άποψη για το Θεό, που έχει ως αποτέλεσμα οι Έλληνες να μαθαίνουν να κρίνουν, όπως επιθυμεί ο Θεός. Ένας Έλληνας εκείνη την εποχή δεν παρέλειπε να τιμήσει τον Άρη, έστω κι αν γνώριζε την άποψη του Δία γι’ αυτόν. Αυτή η γνώση δόθηκε, όχι για να κρίνουν οι άνθρωποι τους Θεούς, αλλά τους ανθρώπους. Το να κρίνει ο άνθρωπος το Θεό, είτε τον πραγματικό είτε τον κατώτερο, είναι κάτι χωρίς αξία. Αυτό συμβαίνει γιατί το βέβαιο είναι ότι θα πάει στην Κόλαση. Ο άνθρωπος κρίνοντας δυνάμεις που δεν τις γνωρίζει, ξυπνά μέσα του το φόβο. Ακόμα και τον Άρη δε μπορεί να κρίνει με τα στοιχεία που έχει. Ο Δίας μπορεί να το κάνει, αλλά όχι ο άνθρωπος. Όλη η δύναμη της κρίσης στρέφεται προς τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος με βάση τη γνώση του για το σωστό μπορεί να κρίνει έναν άλλο άνθρωπο. Μαθαίνει να εκτιμά τους ανθρώπους που σκέφτονται κι αγωνίζονται για το κοινό συμφέρον. Αυτή η κοινωνία μπορεί να επιτρέψει —και γι’ αυτό προετοιμάζεται— την επανεμφάνιση του Υιού Του Θεού με ανθρώπινη μορφή. Ο Χριστός μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία δεν υπάρχει πιθανότητα να σταυρωθεί.
Αν για την ανθρωπότητα οι Έλληνες είναι ο Κρόνος, μέσα στην κοινωνία τους κυρίαρχος είναι ο Δίας. Μέσα στην κοινωνία αυτήν υπάρχει το σύνολο των χαρακτήρων των ανθρώπων. Ο Έλληνας κρίνει κι εξαιτίας αυτού αγαπά και μισεί Έλληνα. Η ιστορία των αρχαίων Ελλήνων είναι ένας ατελείωτος εμφύλιος πόλεμος. Αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά η μοίρα τους. Πριν ξεκινήσουν για την Τροία βρίσκονται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου. Ο μεγάλος Αχιλλέας απειλεί να σκοτώσει Έλληνες στην περίπτωση που επιμείνουν στην ιδέα της θυσίας της Ιφιγένειας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες υπάρχει τεράστιο μίσος. Ο Αχιλλέας δε διστάζει να κλάψει μπροστά στον Πρίαμο κι είναι ο ίδιος που δε θα χόρταινε να κατασπαράξει τον Αγαμέμνονα. Ο Θερσίτης δε βρίσκει το θάνατο από αντίπαλο σπαθί, αλλά από το χέρι του πιο λαμπρού Έλληνα.
Ο Θεός τα δημιουργεί όλα αυτά, γιατί ο στόχος Του είναι οι άνθρωποι να γνωρίσουν τη Θέωση. Ο Υιός Του θα εμφανιστεί ως άνθρωπος και πρέπει να υπάρχει κοινωνία, που θα έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το Λόγο Του, αλλά και να τον παρεξηγήσει. Αυτός ο Λόγος θα δημιουργήσει όλες αυτές τις καταστάσεις, που είναι απαραίτητο να προηγηθούν της Θέωσης. Ο Δίας όπως κι ο πραγματικός Θεός έχει υιό άνθρωπο. Ο Ουρανός έχει παιδιά Τιτάνες. Οι Τιτάνες είναι εξώκοσμα μεγάλοι και για να το κατανοήσει κάποιος αυτό, θα πρέπει να δει τις κοινωνίες τους.
Ο Μωυσής είναι ηγέτης ενός λαού που τον διακρίνει η μονολιθικότητα, όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του. Οι Ιουδαίοι είναι όλοι όμοιοι μεταξύ τους. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο, θα υπήρχαν διάφορες τάσεις στην κοινωνία τους. Οι Ιουδαίοι από την εποχή του Μωυσή μέχρι τη σημερινή ελάχιστα έχουν αλλάξει. Είτε κατοικούν στην Ιουδαία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είτε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Αυτό το επιδίωκε ο Θεός και θα δούμε γιατί. Οι Έλληνες αντίθετα αναπαράγουν συνεχώς το σύνολο των ανθρώπινων χαρακτήρων. Μέσα στην ίδια γειτονιά και μέσα από την ίδια παιδεία μπορεί να προκύψει Έλληνας δεισιδαίμονας χειρότερος αρχαίου Βαβυλωνίου και Έλληνας παντελώς άθεος. Αυτή η διαφορά είναι επίτευγμα του Θεού και μέσω αυτής της διαφοράς είναι δυνατή η ανάμειξη αυτών των δύο κοινωνιών.
Οι Έλληνες μέσα στην κοινωνία τους δέχονται τους Ιουδαίους και τους αγαπούν ή τους μισούν. Ο Έλληνας έχει γνώση για τον Ιουδαίο και μπορεί να συνυπάρξει, όπως συνυπάρχει μ’ έναν Έλληνα. Το πρόβλημα του Έλληνα είναι πάντα ο άνθρωπος, που μέσα σε μία κοινωνία με συγκεκριμένους στόχους, δημιουργεί τάσεις. Δεν έχει σημασία, αν αυτός είναι Ιουδαίος ή ο γείτονας. Σημασία έχει ότι το μίσος ή η αγάπη ξεκινά από τα λόγια ή τα έργα αυτού του ανθρώπου. Ο Ιουδαίος είναι απλά άνθρωπος του οποίου ο Έλληνας εκ των προτέρων γνωρίζει τα χαρακτηριστικά. Αν ο Έλληνας έχει την ίδια άποψη με τον Ιουδαίο, τον αγαπά και μισεί έναν άλλο Έλληνα με διαφορετική άποψη και το αντίστροφο. Η συνύπαρξη αυτή των κοινωνιών είναι επιθυμητή και πραγματοποιήθηκε μετά την κατάκτηση της Ασίας από τον Αλέξανδρο. Ο Κρόνος, λοιπόν, γεννήθηκε από το Θεό, για να φωτίσει την ανθρωπότητα στο σύνολό της —ως σύστημα με ανώτερη γνώση— και για να γεννήσει το Θεό-άνθρωπο που σε κάποια στιγμή θα τον νικήσει παίρνοντας το θρόνο του.
Οι Γραφές των Ελλήνων δίνουν ένα στοιχείο, που επιβεβαιώνεται από την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας. Ενώ οι Έλληνες λάτρευαν το Δία, γνώριζαν ότι ο κόσμος στο σύνολο του έζησε μία χρυσή εποχή επί της βασιλείας τού Κρόνου. Ήταν μία εποχή κατά την οποία το αυστηρό σύστημα της πατριαρχικής κοινωνίας είχε κλονιστεί και οι άνθρωποι με τα μέσα που διέθεταν ζούσαν ήσυχα κι ειρηνικά. Αυτή η περίοδος ήταν η περίοδος της κοσμοκρατορίας των Ελλήνων. Από την εποχή της ακμής της Αθήνας μέχρι και την αρχή της Αλεξανδρινής περιόδου η ανθρωπότητα έζησε σ’ ένα σύστημα πολύ χαλαρό. Οι Έλληνες δεν μπορούν να δημιουργήσουν απολυταρχικά συστήματα, γιατί δεν μπορούν οι ίδιοι να ζήσουν μέσα σ’ αυτά. Ασκούν εξουσία μέσω μίας γνώσης, που, όταν δίνεται, τείνει ν’ ανατρέψει αυτήν την εξουσία. Ο Κρόνος είναι κι ο τελευταίος Θεός με μη ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ο Δίας είχε μορφή ανθρώπου κι αυτό που ψάχνουμε πλέον είναι να βρούμε έναν άνθρωπο, που συγκέντρωσε στο πρόσωπο του το σύνολο των χαρακτηριστικών του Κρόνου και πήρε την εξουσία του. Οι Έλληνες νίκησαν τον αυταρχισμό και τη σκληρότητα της κοινωνίας, όπου οι βασιλιάδες έχουν άπειρη εξουσία και γεύτηκαν τη δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι το τελειότερο των πολιτευμάτων και το αγάπησαν όπως και το ύμνησαν με πάθος. Όμως όλα αυτά κατέρρευσαν και λησμονήθηκαν μετά τη γέννηση του λαμπρότερου ιστορικού προσώπου των Ελλήνων.
Ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας και πρώτα αυτήν της Ελλάδας. Πριν εξετάσουμε την ταυτότητα του Αλεξάνδρου, χρήσιμο είναι να κατανοήσουμε τι ακριβώς ήταν ο Αλέξανδρος. Ήταν άνθρωπος; Ήταν Υιός του Θεού, Θεός; Όπως στην περίπτωση του Κρόνου έτσι και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου τα πάντα εξαρτώνται από την οπτική γωνία από την οποία βλέπει ο άνθρωπος ένα φαινόμενο. Ο Αλέξανδρος ήταν παιδί της ελληνικής κοινωνίας και με την παραπάνω λογική οι Έλληνες τον έβλεπαν διαφορετικά απ’ ό,τι οι υπόλοιποι λαοί. Οι Έλληνες που λάτρευαν το Δία κι είχαν γνώση για τον άνθρωπο ως πνευματικού όντος, παιδί Θεού, είδαν τον Αλέξανδρο ως έναν εξαιρετικά προικισμένο άνθρωπο. Η γνώση τούς επέτρεπε να υποθέτουν ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί να ήταν και γιος του Δία. Πολλοί ήρωες των Ελλήνων ήταν παιδιά Θεών κι ο λαμπρός Αλέξανδρος δεν υστερούσε, ούτε σε δόξα ούτε σε ισχύ έναντι αυτών. Οι Έλληνες είδαν έναν άνθρωπο όμοιο με τους μυθικούς ήρωές τους.
Ο Αλέξανδρος, μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέκτησε το σύνολο σχεδόν του τότε γνωστού κόσμου και πέθανε νεότατος. Αυτά τα δύο σημαντικότατα χαρακτηριστικά της όλης πορείας του, δημιούργησαν ορισμένες πρωτόγνωρες καταστάσεις. Κατακτά την Ασία των σκληρών συστημάτων και δρα ως ευεργέτης. Είναι ένας βασιλιάς που δεν έχει καμία σχέση με τους προηγούμενους. Σέβεται τον κάθε λαό, επιτρέπει σε κάθε εθνική ομάδα να διατηρεί την ταυτότητά της μέσα στην αυτοκρατορία και σκορπά γνώση. Σκορπά το σύνολο της ελληνικής γνώσης, καλύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το σύνολο των απαιτήσεων του συνόλου των κοινωνιών και των ανθρώπων.
Η ελληνική γνώση έχει δύο επίπεδα: το πρώτο επίπεδο είναι τα Έπη κι αφορά τη βάση της παιδείας της κοινωνίας και το δεύτερο είναι η φιλοσοφία των Ελλήνων και αφορά τον πιο ολιγάριθμο πνευματικό κόσμο κάθε κοινωνίας. Μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια λαοί απειράριθμοι είδαν τη ζωή τους ν’ αλλάζει. Άνθρωποι που ζούσαν κάτω από σκληρά καθεστώτα και η ζωή τους δεν είχε αξία παραπάνω απ’ αυτή των ζώων, είδαν την εξουσία ν’ αλλάζει χαρακτηριστικά και την ανθρώπινη ζωή να παίρνει αξία. Τα παιδιά τους δεν ήταν πλέον καταδικασμένα, όπως οι ίδιοι. Μπορούσαν να μορφωθούν, να φιλοσοφήσουν, ν’ αμφισβητήσουν και να κερδίσουν δόξα και πλούτη.
Όμως το πρόβλημα ήταν ότι, ενώ οι άνθρωποι τα είδαν όλα αυτά, δεν είδαν τον Αλέξανδρο. Λαοί που θεωρητικά βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του, δεν τον είδαν ποτέ. Όλοι αυτοί και με βάση τα θρησκευτικά τους ιδεώδη λάτρεψαν ένα νέο Θεό. Ο Αλέξανδρος δεν υπήρχε στη ζωή και λάτρεψαν έναν ευεργέτη άφθαρτο και τέλειο. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία αν οι Έλληνες στο σύνολο τους ήταν ο Κρόνος, για το σύνολο αυτών των ανθρώπων ο Αλέξανδρος ήταν ο Δίας. Ενώ μέχρι τότε ο Θεός τους ήταν ο άπειρος Κύριος, που δεν είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος νεκρός δε φθείρεται, ο Θεός τους έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Οι λαοί της Ασίας λάτρευαν πλέον ένα Θεό μ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Από τη στιγμή που φεύγει η γνώση των Ελλήνων και διασκορπάται στην Ασία ταυτόχρονα διασκορπάται και η άποψη τους για το Θεό. Ο Αλέξανδρος είναι υιός του Δία και όμοιος μ’ αυτόν, άρα Δίας.
Στην εποχή μας ένας ιστορικός βλέποντας την ιστορία θεωρεί τον κόσμο εκείνης της εποχής υπανάπτυκτο και καθυστερημένο με βάση τα όσα πίστευε. Βλέπει τον Αλέξανδρο ως στρατηλάτη και θεωρεί τα περί θείας αποστολής χωρίς αξία. Όμως ο ίδιος δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο του Χριστού. Δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Χριστός, ένας άνθρωπος, είναι ο Θεός των χριστιανών. Βλέπει πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από τις ενέργειες του Αλεξάνδρου, ενώ την ίδια ώρα δεν μπορεί να εξηγήσει πώς η θυσία ενός ανθρώπου μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα εξηγήσει όλα αυτά γιατί δε γνωρίζει τι σημαίνει Θεός και τι σημαίνει να δίνει κάποιος λυτρωτική γνώση. Σημασία σ’ αυτό το σημείο έχει ότι οι άνθρωποι της Ασίας είδαν ένα Θεό να γεννιέται, ενώ οι Έλληνες τον πιο λαμπρό και ισχυρό ήρωά τους.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε, είναι η ανθρώπινη ιδιότητα του Αλεξάνδρου. Όπως για τη θεογονία αντλήσαμε γνώση από τα Έπη, έτσι και στην περίπτωση του Αλεξάνδρου πρέπει να βρούμε την αντίστοιχη. Τα Έπη περιγράφουν έναν πόλεμο στον οποίο θνητοί άνθρωποι μάχονται. Κυρίαρχος Θεός είναι ο Δίας, αλλά ενώ έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά, κατοικεί στον ουρανό. Από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος είναι άνθρωπος και μέλος του ελληνικού κόσμου, εμείς πρέπει να τον αναζητήσουμε ανάμεσα στους ήρωες των Ελλήνων. Ο πιο λαμπρός Έλληνας της ιστορίας των Ελλήνων μόνον με τον Αχιλλέα μπορεί να συγκριθεί. Ο Αλέξανδρος με βάση την ιστορική γνώση από πολύ μικρή ηλικία είχε ταυτιστεί με τον Αχιλλέα. Η παιδεία του τον ωθούσε προς αυτήν την κατεύθυνση με ακατάβλητη δύναμη. Είναι αδύνατον, ο άνθρωπος που διαπαιδαγωγείται μέσω των Επών να ξεφύγει απ’ αυτήν την κατάληξη.
Το λεπτό σημείο σ’ αυτήν την περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος έχει δύο ιδιότητες… είναι και άνθρωπος και Θεός. Ως σύνολο ιδιοτήτων πρέπει να τον αναζητήσουμε στο Πάνθεον των Ελλήνων, ενώ ως ιστορικό πρόσωπο, δηλαδή άνθρωπο, τις γνώσεις μας θα τις αντλήσουμε από το μύθο των ηρώων, που περιγράφονται στα Έπη. Άνθρωπος-Θεός, πανίσχυρος κι ανίκητος είναι μόνον ένας κι αυτός είναι ο Υιός του Δία, ο Διόνυσος. Αυτός ο Υιός έχει ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να προσεχθεί… έχει γεννηθεί δύο φορές και θα δούμε σ’ άλλο σημείο της θεωρίας τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πορεία του και το έργο του κατά τη διάρκεια της ζωής του ως άνθρωπος. Ως θνητός άνθρωπος ο Αλέξανδρος είχε να πραγματοποιήσει έργο απολύτως ανάλογο αυτού του Αχιλλέα. Συμμετείχε σε μία πανεθνική εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων, που πρόσβαλαν το ελληνικό έθνος. Ο Αλέξανδρος καθώς νικά τους βαρβάρους, νικά στην πραγματικότητα η ελληνική κοσμοθεωρία την αντίστοιχη της Ανατολής. Η θεία αποστολή του Αλεξάνδρου πρέπει ν’ αναζητηθεί σ’ αυτό το σημείο.
Ο Θεός δεν επιδίωκε ένας Έλληνας να γίνει βασιλιάς της Βαβυλώνας, πράγμα γι’ Αυτόν πολύ εύκολο, αλλά να διεισδύσουν Έλληνες μέσα σε τεράστιες δομές εξουσίας. Ο Αλέξανδρος ήταν η έκφραση ενός λαού, που πήρε ως σύνολο την εξουσία της τρομερής δομής της Βαβυλώνας. Έτσι βλέπουμε να σχηματίζεται διαδοχικά η ακόλουθη αλυσίδα: ενώ οι Έλληνες για το σύνολο της ανθρωπότητας ήταν ο Κρόνος, εμφανίζεται άνθρωπος, που νικά τον Κρόνο και άρα την εξουσία του και η ανθρωπότητα βλέπει πλέον το Δία. Βλέπει έναν κοσμοκράτορα μ’ ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όμως αυτός ο άνθρωπος πεθαίνει κι αυτό που μένει είναι η παρουσία των Ελλήνων στην παγκόσμια εξουσία. Οι Έλληνες ως λαός υπήρξαν ο Κρόνος, ενώ μετά την εμφάνιση του θνητού Αλεξάνδρου παύουν να υπάρχουν ως ενιαίος λαός κι άρα αθάνατοι και γίνονται θνητοί όμοιοι του Αλεξάνδρου. Οι Έλληνες με τη συγκεκριμένη παιδεία και χωρίς να συνυπάρχουν σε ομοιογενή κοινωνία, που μπορεί να έχει αθάνατα χαρακτηριστικά, θυσιάζονται πλέον ως θνητοί για την αιώνια δόξα. Κρόνος = Έλληνες = Αχιλλεύς = 34.
Η θεία ευφυΐα δημιούργησε ένα λαό, που, προστατεύοντάς τον, του επέτρεψε ν’ αναπτύξει το πνεύμα στην ύψιστη βαθμίδα και μετά σκόρπισε αυτόν το λαό, ώστε η παιδεία του καθενός πλέον να του δίνει τα χαρακτηριστικά του Αχιλλέα. Οι Έλληνες μέσα στις δομές θυσιάζονται λόγω της παιδείας τους αναζητώντας δόξα. Δεν είναι πλέον η κοινωνία της Αθήνας, που είναι αθάνατη κι οι σοφοί της δοξάζονται εκ του ασφαλούς χωρίς θυσία. Ο κάθε Έλληνας με το σύνολο της ελληνικής παιδείας αγωνίζεται ως θνητός, που γνωρίζει το κόστος του αγώνα του. Γνωρίζει ο Έλληνας όπως κι ο Αχιλλέας ότι μέσα στο σύστημα, όπως και στον κάμπο της Τροίας, υπάρχει μόνον η δόξα κι ο θάνατος. Γνωρίζει ότι η άπειρη ζωή βρίσκεται μακριά από τη μάχη και κοντά στον έρωτα και την οικογένεια. Όμως όπως ο Αχιλλέας παίρνει τις αποφάσεις του αγνοώντας τις προφητείες, έτσι κι οι Έλληνες, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί ως σύνολο, παίρνουν τις ίδιες αποφάσεις. Βλέποντας αυτήν την ταύτιση μεταξύ Αχιλλέα κι Ελλήνων αναζητούμε πλέον στα Έπη την καταγωγή τους.
Αυτό που αναζητούσαμε στην αρχή ήταν η μητέρα του Υιού του Θεού και τα χαρακτηριστικά της. Η μητέρα του Αχιλλέα είναι η Θέτιδα και ο αριθμός της είναι ο αριθμός του Θεού δηλαδή 28. Θέτιδα = Θεός = 28. Αυτό σύμφωνα με τη θεωρία σημαίνει ότι ο Θεός θέλοντας να γεννήσει τον Υιό Του και να θέσει σε λειτουργία το Σχέδιό Του, δημιουργεί τα εξής δεδομένα: δίνει γνώση κατ’ αρχήν για τη δημιουργία της τεράστιας Βαβυλώνας, που οδηγεί στην παντοκρατορία. Δίνει διαφορετική γνώση σε δύο λαούς, για να δημιουργήσουν δύο διαφορετικά συστήματα, που θ’ αποτελέσουν τη μητέρα του Υιού Του. Στους μεν Ιουδαίους δίνει γνώση, ώστε το σύστημα να έχει χαρακτηριστικά μοιχαλίδας, συνεπώς ο Υιός Του θα είναι τέλειος Υιός του Πατέρα Του, στους δε Έλληνες δίνει τέτοια γνώση, ώστε ο Θεός να είναι μητέρα του Υιού Του. Όπου είναι η Σοφία, εκεί βρίσκεται ο Θεός. Ο Χριστός δηλώνει ότι τα πάντα τα πήρε από τον Πατέρα Του και ότι είναι γεννημένος Άνωθεν. Άνωθεν = 28. Ο Αλέξανδρος το σύνολο της γνώσης του το πήρε από το ελληνικό σύστημα και είναι υιός, σύμφωνα με τα Έπη, της Θέτιδας. Θέτιδα = 28 = Άνωθεν = Θεός. Οι δύο αυτοί άνθρωποι είναι γεννημένοι από την ίδια Σοφία και η διαφορά τους βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ενεργούν. Σ’ αυτό το σημείο στηρίζεται το σύνολο του Μυστικού Σχεδίου.
Ο Υιός του Θεού έχει χαρακτηριστικά θνητού, γιατί ένας από τους γονείς του είναι θνητός. Η μητέρα των Ιουδαίων είναι μοιχαλίδα κι ο Πατέρας τους είναι ο Θεός, ενώ με τους Έλληνες συμβαίνει περίπου το αντίστροφο. Αυτό είναι επιδίωξη του Θεού, γιατί ο Υιός Του πρέπει να έχει δύο ιδιότητες. Ο Υιός Του είναι Βασιλεύς και Κύριος μαζί. Η μοιχαλίδα γεννά τον Κύριο, ενώ ο Θεός με θηλυκά χαρακτηριστικά το Βασιλέα. Η σειρά με την οποία εμφανίζονται οι ιδιότητες του Υιού του Θεού είναι το πιο σημαντικό πράγμα και όπως θα δούμε είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην παντοκρατορία.
Βλέπουμε ότι, ενώ το ιουδαϊκό σύστημα είναι παλαιότερο του ελληνικού, παρ’ όλ’ αυτά ο Υιός του Θεού δε γεννιέται με τη σειρά που επιβάλλει η λογική. Ο Χριστός έπρεπε φυσιολογικά να προϋπάρξει του Αλεξάνδρου, πράγμα το οποίο δε συνέβη. Για ν’ αντιληφθεί αυτό ο αναγνώστης, θα πρέπει να γνωρίζει τον τελικό στόχο του Θεού και τις δυσκολίες που υπάρχουν. Στόχος είναι η παντοκρατορία και η κατοχή της απόλυτης εξουσίας από μέρους του Υιού του Θεού. Ο Υιός του Θεού πρέπει να είναι απόλυτος κυρίαρχος του κόσμου. Η έννοια “απόλυτος” οδηγεί αυτόματα στην έννοια “Κύριος” και όχι “Βασιλεύς”. Όμως από τη στιγμή που βασική προϋπόθεση είναι η Θυσία και η εξουσία θα πρέπει να είναι σκληρή κι απόλυτη, ο Κύριος δεν είναι δυνατό να επεκτείνει χωρίς προετοιμασία την εξουσία Του σε χώρους, που δεν έχουν τα δεδομένα της Βαβυλώνας.
Οι Βαβυλώνιοι δέχονται την πανίσχυρη εξουσία του συστήματος, δηλαδή, του Κυρίου, επειδή ο πλούτος τούς αναγκάζει. Οι Ιουδαίοι τη δέχονται επίσης, επειδή είναι η βασική προϋπόθεση για την ελευθερία. Οι Έλληνες όμως δεν έχουν αυτά τα δεδομένα. Οι Έλληνες όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μόνο στη χειρότερη των περιπτώσεων δέχονται την εξουσία του βασιλιά, και πάντα εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα επιλογής του. Ένας σκληρός βασιλιάς ανατρέπεται και πριν ξεψυχήσει ακούγονται οι πανηγυρισμοί της ανακήρυξης του επόμενου βασιλιά. Ο ύψιστος Θεός παρακάμπτει αυτό το πρόβλημα κι εγκαθιστά Έλληνα κι επομένως Ευρωπαίο στον τρομερό από άποψη ισχύος θρόνο της Βαβυλώνας. Οι Έλληνες που μισούσαν τη δομή της Ανατολής, παγιδεύονται από την υπεραξία κι εντάσσονται αυτόβουλα. Με τη γνώση που έχουν, δίνουν χαρακτηριστικά στη νέα δομή, ώστε μέσα της να υπάρχει δυνατότητα συνύπαρξης του συνόλου των κοσμοθεωριών. Αυτό το μοντέλο της κοινωνίας, όπως θα δούμε, στηρίζεται στην υποκρισία κι έχει τη δυνατότητα επέκτασης στο σύνολο του χώρου.
Όταν πλέον η δύναμη του παγκοσμίου συστήματος μετατίθεται στη Ρώμη, δηλαδή στην Ευρώπη, τότε εμφανίζεται ο Κύριος, ώστε να μοιραστεί το θρόνο με το Βασιλέα αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά του συστήματος. Έπρεπε να περάσει πρώτα η βασιλεία στο χώρο που γέννησε τη δημοκρατία κι αφού μονιμοποιηθεί ως κατάσταση τότε και μόνον να εμφανιστεί ο Κύριος. Ο Χριστός έπρεπε να γεννηθεί, όταν υπήρχε ο διάβολος και όταν υπήρχε η δυνατότητα να του προσφέρει τις βασιλείες του κόσμου. Ο Χριστός που γνωρίζει τα πάντα μέσα στο Λόγο Του αναφέρει το εξής: (Λουκ. 22 25-22.26) “οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. υμείς δε ουχ ούτως,” (Οι βασιλείς τών εθνών γίνονται κύριοι αυτών καί εκείνοι πού τά εξουσιάζουν ονομάζονται ευεργέται. Σείς όμως μή κάνετε τό ίδιο,). Για το Χριστό είναι υπέρβαση ο βασιλιάς να γίνεται κύριος. Όμως αυτούς τους βασιλιάδες τους συνδέει με την έννοια “Ευεργέτης”. Ο Χριστός έχει την ιδιότητα του Κυρίου. Βασιλεία προσφέρει μόνον ο διάβολος. Διάβολος = Βασιλεύς = 39.
Ο Χριστός κατηγορεί την υπέρβαση. Ο ευεργέτης είναι πάντα ο Μεσσίας. Ο Μεσσίας όμως είναι Βασιλεύς. Ο Βασιλεύς είναι πάντα ο άνθρωπος, που προσφέρει συνθήκες κι υπηρεσίες σ’ ένα λαό ανώτερες απ’ αυτές που θα μπορούσε να κατακτήσει μόνος του. Όταν όμως ο Βασιλεύς γίνει Κύριος, αυτή η αλλαγή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του και αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει ως ευεργέτης. Ο Χριστός γνωρίζει αυτήν τη διαφορά και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιεί τη λέξη “καλούνται” και όχι τη λέξη “είναι”. Αυτό ακριβώς επιθυμεί ν’ αποφύγουν οι μαθητές Του.
Όταν εμφανίζεται ο Χριστός και θυσιάζεται, το βασίλειο του Θεού υπάρχει κι αυτό επιδιώκει να μεταμορφώσει σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Θεός θυσιάζει τον Υιό Του, δηλαδή τον Εαυτό Του, δύο φορές. Θυσιάζει τον Αλέξανδρο ακριβώς τη στιγμή που λειτουργεί ως ευεργέτης, για να μη φθαρεί ο ίδιος από την εξουσία κι επίσης για να μη φθαρεί η έννοια της “βασιλείας”. Με την ίδια λογική θυσιάζει το Χριστό, ως ιδανικό Κύριο, τη στιγμή που μοιράζει τα πάντα για να προστατευθεί η ιδιότητα του Κυρίου. Από εκείνο το σημείο και μετά οι λαοί, ακόμα κι αυτοί που γνώρισαν τη δημοκρατία, έχουν να πολεμήσουν ένα θεσμό βασιλείας πανίσχυρο και ιδανικό… οι ίδιοι λαοί, που γνώρισαν τους άθλιους βασιλιάδες να γίνονται κύριοι και να τους εξουσιάζουν, έχουν να πολεμήσουν και τον ιδανικό Κύριο. Το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που ο Ίδιος δε βρίσκεται στη ζωή και τις εξουσίες Του τίς φέρουν δούλοι που δεν ελέγχονται. Αυτή η μεικτή και σύνθετη κατάσταση είναι ανίκητη κι είναι αποτέλεσμα της θείας παρέμβασης.
Για να πραγματοποιηθούν βέβαια όλα αυτά, απαίτησαν συνεχή παρακολούθηση από πλευράς Θεού και η εφαρμογή τους βασίστηκε στην απόλυτη χρονική ακρίβεια. Ελάχιστα χρόνια, που φαίνονται ασήμαντη υπόθεση στους αιώνες, νωρίτερα ή αργότερα αν εμφανιζόταν ο Υιός του Θεού, τίποτε απολύτως δε θα λειτουργούσε. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε κι έδρασε μέσα στο χρόνο με ακρίβεια δευτερολέπτων. Ο Χριστός επίσης. Αν εμφανιζόταν ο Αλέξανδρος λίγα χρόνια νωρίτερα, δε θα μπορούσε να παρασύρει τους Έλληνες υπό την εξουσία του στον αγώνα εναντίον της Ασίας των βαρβάρων. Ο Χριστός αν εμφανιζόταν λίγο νωρίτερα, οι Έλληνες θα ερμήνευαν το Λόγο Του προς όφελος των ανθρώπων καταστρέφοντας το σχεδιασμό τού Θεού. Ήταν αναγκαίο να βρεθούν οι άνθρωποι μέσα σε τεράστια αδιέξοδα και η απελπισία να είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Μόνον κάτω από αυτές τις συνθήκες θα ήταν έτοιμοι να δεχτούν να οδηγηθούν από ανθρώπους με τεράστιες εξουσίες.
Οι βασικές και άκρως απαραίτητες συνθήκες, για να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω, είναι, όσον αφορά τους Έλληνες, η ύπαρξη της Μακεδονίας και όσον αφορά τους Ιουδαίους, η αντοχή στην παγκόσμια πνευματική επίθεση των Ελλήνων. Ο Θεός έπρεπε με κάθε θυσία να διατηρήσει στον ελλαδικό χώρο, που έσφυζε από πνευματική ζωή, ένα σύστημα καθυστερημένο στο οποίο ο βασιλιάς να έχει απόλυτες εξουσίες. Μέσα στον ελλαδικό χώρο, όπου η φιλοσοφία ανθούσε δίνοντας δύναμη στους ανθρώπους, έπρεπε να υπάρχει ένα βασίλειο πολύ μακριά από τη λογική της πόλης-κράτους και της δημοκρατίας. Ήταν απαραίτητο ανάμεσα στους Έλληνες να υπάρχουν βάρβαροι. Αυτό ήταν απαραίτητο, γιατί καμία πόλη δε θα ήταν δυνατό να επιβληθεί απόλυτα στο σύνολο των υπολοίπων κι επιπλέον αυτή η δύναμη, που θα το κατάφερνε, θα έπρεπε να ήταν κάτω από την εξουσία ενός ανθρώπου… του βασιλιά. Ο Αλέξανδρος δε θα μπορούσε να δράσει με τον τρόπο με τον οποίο έδρασε, αν δεν ήταν βασιλιάς.
Για να δημιουργήσει ο Θεός μία τέτοια δύναμη, που θα πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις σε απόσταση αναπνοής από την Αθήνα, φρόντισε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες. Η οικονομία της Μακεδονίας σ’ αντίθεση μ’ αυτήν της Αθήνας, στηριζόταν αποκλειστικά στη γεωργική παραγωγή. Οι πλούσιοι Μακεδόνες ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, ενώ στην Αθήνα υπήρχαν πλούσιοι όλων των ειδών (έμποροι, βιοτέχνες). Σ’ αυτήν τη διαφορά πρέπει ν’ αναζητηθεί η ιδιαιτερότητα της μακεδονικής κοινωνίας. Οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες και πολλοί απ’ αυτούς γνώριζαν τη φιλοσοφία. Όμως όταν ο πλούτος και η ισχύς είναι άμεσα συνδεδεμένα με την κατοχή γης, η κοινωνία δεν μπορεί να μεταλλαχθεί. Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφερθήκαμε στην απέχθεια της εκκλησίας απέναντι στο εμπόριο και την τεχνολο&gamm