Με δεδομένη την περιγραφή των βημάτων προσπαθούμε να μπούμε μέσα στη λογική του Μυστικού Σχεδίου κι επομένως να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο αυτό εξελίχθηκε, καθώς και το κέρδος που είναι δυνατό ν’ αποφέρει στον άνθρωπο. Αυτό που έχουμε κατ’ αρχήν στα χέρια μας, είναι δύο όρια. Υπάρχει μία άσχημη κοινωνική δομή που τη χαρακτηρίσαμε ως τύπο Βαβυλώνας και η άριστη επίσης κοινωνική δομή τύπου Αθήνας, που είναι η δημοκρατία. Μ’ αυτά τα δύο διαφορετικά πράγματα στο νου, θα λέγαμε ότι αυτό, που απομένει, είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου, συνεπώς η Λύτρωση. Γνωρίζοντας τι είναι αρνητικό και τι θετικό, δεν έχουμε παρά να ξεκλειδώσουμε τη γνώση, που στηρίζει το σύστημα και να προτείνουμε την πολυπόθητη δημοκρατία. Είναι όμως τόσο απλό; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Χριστός ήταν αυτός ο παράγοντας και όχι ένας άλλος, έστω και με τη βοήθεια των αριθμών;

Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο πολλές και μεγάλες θρησκείες… η κάθε μία απ’ αυτές ορίζει το ζήτημα Λύτρωση με τρόπο διαφορετικό και κατά συνέπεια το προτεινόμενο κοινωνικό μοντέλο ακολουθεί την κάθε γνώση. Όλες οι θρησκείες έχουν γνώση που τις συνδέει με το Θεό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι συνδέονται απαραίτητα με τον Υιό Του. Στον ισλαμισμό οι μωαμεθανοί γνωρίζουν τον Αλλάχ και τον προφήτη του το Μωάμεθ. Ποιος είναι όμως ο Αλλάχ; Ο Πατέρας ή ο Υιός; Οι χριστιανοί ελπίζουν στον Υιό, αφού έχουν την αντίστοιχη γνώση. Ένας χριστιανός πιστεύει στο Χριστό και δέχεται τη γνώση του ως γνώση του Θεού. Είναι δυνατόν όμως η Λύτρωση ν’ αφορά κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους στον κόσμο, που στην κυριολεξία έτυχε να πιστεύουν στον Υιό κι επομένως να τον δέχονται; Ο μωαμεθανός, που δεν πιστεύει στον Υιό, εφόσον δεν έχει γνώση γι’ Αυτόν, δε θα λυτρωθεί;

Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατή η προσέγγιση του Μυστικού Σχεδίου από την πλευρά του μυστηρίου. Μυστήριο ήταν η εμφάνιση των κοσμοκρατόρων, αλλά αυτό για μερικούς δε σημαίνει τίποτε. Γιατί ο μωαμεθανός να δεχτεί τη σημαντικότητα της εμφάνισης του Χριστού από τη στιγμή που γι’ αυτόν είναι σημαντικός μόνον ο Προφήτης; Ο Χριστός είναι Κοσμοκράτορας για τους χριστιανούς, αλλά αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτε για κάποιους άλλους. Ο αρχαίος κόσμος αναγνώρισε τον Αλέξανδρο ως Υιό του Θεού και οι χριστιανοί, που έχτισαν το δικό τους πολιτισμό πάνω στον αρχαίο, δεν έχουν αυτήν την άποψη. Για το μέσο χριστιανό ο Αλέξανδρος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας μεγάλος στρατηλάτης, τυχερός κι άτυχος ταυτόχρονα, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις κι έδωσε θεϊκή υπόσταση στη μορφή του. Βλέπουμε ότι το ν’ αναγνωρίσουμε ορισμένα πρόσωπα ή γεγονότα, δε σημαίνει ότι παίρνουμε τη δυνατότητα να θέσουμε κοινές βάσεις και κοινά δεδομένα για το σύνολο των ανθρώπων.

Είναι αξίωμα ότι για να λυθεί κάποιο πρόβλημα, σημαντικό ή ασήμαντο θα πρέπει να υπάρχουν τα δεδομένα κι από εκείνο το σημείο να ξεκινά η αναζήτηση της λύσης. Δεν είναι δυνατό ν’ αναζητούμε λύση σε κοινά προβλήματα, όταν δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Δεν είναι δυνατό να ξεκινά κάποιος να προτείνει μία λύση και οι υπόλοιποι ν’ αμφισβητούν τα δεδομένα. Από την παραπάνω διαπίστωση είναι δυνατό να προσανατολιστούμε ως προς την πορεία μας, αλλά είμαστε ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να προσεγγίσουμε απ’ άλλο σημείο την κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι θέτουμε δύο όρια, που είναι αναμφισβήτητα και προσεγγίζουμε το πρόβλημα από την πλευρά που αφορά τον κάθε άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα. Τα όρια είναι αναμφισβήτητα και παγκοσμίως αποδεκτά. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος. Εξαιτίας των θρησκειών και των ποικίλων απόψεων στο θέμα Θεός, είναι αδύνατο να βρούμε έναν κοινό τόπο. Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών και γι’ αυτούς έχει Υιό το Χριστό. Θεός είναι ο Θεός των μωαμεθανών, αλλά δεν υπάρχει γνώση για τον Υιό, εφόσον τη μεταφορά της θείας βούλησης αναλαμβάνει ο Προφήτης. Είναι δυνατό να πείσει κάποιος τους μωαμεθανούς, αφού δεν έχουν την αντίστοιχη γνώση ότι ο Αλλάχ ταυτίζεται με το Θεό των χριστιανών κι επομένως υπάρχει και Υιός, που είναι ισχυρότερος από τον Προφήτη; Αυτό είναι αδύνατον και όχι μόνον αυτό, αλλά κι ανεπιθύμητο από τον Ίδιο το Θεό.

Αυτό το τελευταίο φαντάζει αυθαίρετο, αλλά δεν είναι.. το να πει κάποιος με μόνο όπλο τη λογική τι είναι επιθυμητό για το Θεό και τι όχι, είναι στην καλύτερη περίπτωση αστείο. Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει αυτή η δυνατότητα, γιατί υπάρχει ο Θεός. Ο Θεός δίνει γνώση για τον Εαυτό Του στους ανθρώπους κι αυτή η γνώση υπηρετεί την επιθυμία Του. Αυτός έδωσε γνώση για τον Υιό στους χριστιανούς κι ο Ίδιος έδωσε τον Προφήτη στους μωαμεθανούς, το Βούδα στους βουδιστές. Εφόσον η γνώση δίνεται απ’ Αυτόν, είναι αδύνατον ν’ αλλάξει κάποιος τα δεδομένα και να πείσει τους ανθρώπους για κάτι άλλο.

Αυτό το αδύνατο δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το χειροπιαστό, εφόσον οι θρησκευτικοί πόλεμοι ακόμα μαστίζουν την ανθρωπότητα. Όπως δεν πείστηκαν αιώνες τώρα οι θρησκείες κι οι λαοί για την ορθότητα της γνώσης ο ένας του άλλου, έτσι είναι αδύνατο να πειστούν και τώρα. Η επιθυμία του Θεού σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται. Οποιαδήποτε επέμβαση πάνω σ’ ό,τι θεωρείται ιερό και συνδέεται με τον Ίδιο, πρέπει να τύχει σεβασμού, γιατί δημιουργεί τάσεις μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων. Αυτές οι τάσεις είναι υπεύθυνες για τις αιματοχυσίες σ’ όλους αυτούς τους αιώνες κι αυτό είναι έγκλημα εναντίον του Θεού. Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και δε θέλει με κανέναν τρόπο την παραμικρή θυσία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που ο Θεός να μην τον αγαπά, όπως ένας τέλειος πατέρας το γιο του. Βλέπουμε ότι είναι επικίνδυνο να προσπαθεί κάποιος να πείσει κάποιον άλλο για κάτι για το οποίο δεν έχει προετοιμαστεί. Είναι θεομίσητη ενέργεια να ξεκινήσουμε σταυροφορίες, για να πείσουμε τους άπιστους, όπως είναι επίσης θεομίσητη ενέργεια να επιβάλλουμε τη γνώση του Προφήτη μέσω των ιερών πολέμων.

Εκατομμύρια άνθρωποι βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ορισμένοι ηλίθιοι είχαν την ιδέα να πείσουν ανθρώπους, που είχαν πίστη, για την ορθότητα μίας άλλης. Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκληματίες κι αυτό γιατί ξέχασαν την πλέον βασική παραδοχή… ότι Θεός κι αγάπη πάντα ταυτίζονται. Ο άνθρωπος μπορεί στο όνομα του Θεού ν’ αγαπά τον άνθρωπο κι, αν έχει τη δυνατότητα, να τον βοηθά. Εν ονόματι του Θεού δεν μπορεί να επιβάλλει τίποτε και σε κανέναν. Από τον πλέον θρησκόληπτο μέχρι τον πλέον άθεο, οι άνθρωποι απολαμβάνουν την ίδια πατρική στοργή, όπως επίσης γεύονται και την ίδια οργή. Το τελευταίο δεν είναι αντίφαση, με την ταύτιση που δεχτήκαμε προηγουμένως, αλλά επιβεβαίωση.

Ένας άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη του Θεού αλλά, όταν, είτε εξαιτίας της θρησκοληψίας του είτε της αθεΐας του, προκαλεί αρνητικά φαινόμενα στους υπόλοιπους, ξεφεύγει από την αγάπη κι έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτήν. Ο Θεός δίνει αγάπη σ’ όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Η προσωπική επιλογή του καθενός να επιβάλλει στους υπόλοιπους κάτι που δεν επιθυμούν, είναι ο λόγος, που προκαλεί την οργή. Η οργή του Θεού είναι η αγάπη Του προς τους άλλους, που βλέπει ο άνθρωπος, όταν ξεφεύγει ο ίδιος από το Λόγο του Θεού. Αν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο ως σύνολο, αυτό θα ήταν αδύνατον, εφόσον αυτή η αγάπη θ’ ακολουθούσε τον άνθρωπο, ανάλογα με το αν οι επιλογές του ταυτίζονται ή όχι με τη θεία θέληση. Θ’ αγαπούσε τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός προσπαθούσε να επιβάλλει κάτι ανεπιθύμητο στους υπόλοιπους, ακόμα κι αν αυτό ταυτιζόταν με τη θεία θέληση. Αυτό όμως δε συμβαίνει κι ο άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη μόνον, όταν λειτουργεί ως άνθρωπος γενικά και σέβεται τους υπόλοιπους. Δεν έχει καμία σχέση, ούτε με τη γνώση ούτε με το δίκιο. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει, όταν σέβεται τους ανθρώπους. Ο άθεος είναι αγαπητός στο Θεό, όταν αγαπά τους φίλους του, την οικογένειά του και σέβεται τους υπόλοιπους. Είναι μισητός μόνον, όταν εξαιτίας της αθεΐας του προκαλεί άσχημα φαινόμενα, είτε επειδή προσπαθεί να πείσει τους άλλους γι’ αυτό που πιστεύει είτε επειδή προσβάλλει κάποιον για την πίστη του. Το ίδιο αφορά και το άλλο άκρο, που αντιπροσωπεύεται από το θρησκόληπτο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το μυστήριο από την πλευρά του Θεού και συνεπώς καταλήγουμε στον παράγοντα άνθρωπο. Σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση είναι δυνατό να βρούμε έναν κοινό τόπο κι άρα τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Ο άνθρωπος-δημιούργημα που εξετάζουμε, έχει σταθερά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ιδιομορφίες που αναπτύσσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ή τις όποιες εξωτερικές διαφορές, που είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές. Ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος, είτε είναι μωαμεθανός είτε είναι χριστιανός είτε ασπάζεται οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν υπάρχουν ορισμένες εξωτερικές διαφορές. Είναι πάντα άνθρωπος, είτε είναι λευκός είτε μαύρος είτε ερυθρόδερμος είτε οτιδήποτε άλλο. Η βάση μας λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που είναι ο Υιός του Θεού. Αυτός που χαίρεται τη ζωή, τον έρωτα, τη φιλία και ως ευφυές ον αναζητά την υπηρεσία της τεχνολογίας στη ζωή του.

Ο κοινός τόπος που αναζητούμε, είναι ο άνθρωπος και οι επιθυμίες του. Υπάρχει μωαμεθανός, που χαίρεται τον έρωτα λιγότερο από ένα χριστιανό, εξαιτίας της πίστης του; Υπάρχει λευκός, που αναπτύσσει ισχυρότερες φιλίες, εξαιτίας του χρώματός του; Υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη, που να μην ονειρεύτηκε ένα όμορφο σπίτι ή να μην εκτίμησε την αξία ενός όμορφου αυτοκινήτου; Βλέπουμε ότι τα δεδομένα μας είναι κοινά κι αναμφισβήτητα. Προσδιορίζοντας αυτά τα άκρα, βλέπουμε μία εντελώς νέα κατάσταση στην οποία υπάρχουν ανεξάρτητες δύο διαφορετικές οντότητες. Ο Θεός κι ο άνθρωπος. Υπάρχει ο Θεός-Δημιουργός κι ο άνθρωπος-δημιούργημα. Ο Δημιουργός ως Πατέρας κάνει δωρεά κι ο άνθρωπος ως Υιός παίρνει ό,τι είναι δυνατόν.

Σ’ αυτό το σημείο εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας κι είναι απαραίτητο να προσέξει ο αναγνώστης. Έχουμε κοινά κι αναμφισβήτητα δεδομένα για όλους κι επιπλέον ανακαλύψαμε μία σχέση. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος ως ανεξάρτητες οντότητες κι από κάποια στιγμή κι έπειτα αρχίζει ο πρώτος παράγοντας να επηρεάζει το δεύτερο μέσω της δωρεάς. Χωρίς ν’ απαιτείται ιδιαίτερη ευφυΐα, είναι δυνατό να γίνει κατανοητό ότι η έναρξη αυτής της δραστηριότητας σηματοδοτεί μία νέα φάση στη ζωή του ανθρώπου. Με μόνο εφόδιο αυτήν τη διαπίστωση είναι δυνατό ν’ αντιληφθούμε την ουσία του αμαρτήματος. Ο Ίδιος ο Θεός έδωσε ως πληροφορία στον άνθρωπο να μην αγγίζει τη γνώση, γιατί είναι αδύνατον εξαιτίας αυτής της επαφής να μην ακολουθήσει η καταδίκη. Οι δύο αυτές οντότητες αλληλοεπηρεάζονται, αλλά με γνώση των άσχημων συνεπειών. Ο Θεός έχει γνώση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η λήψη της από τον άνθρωπο είναι λυτρωτική. Με βάση τα παραπάνω χωρίζουμε το χρόνο σε δύο υποχώρους. Ο πρώτος υποχώρος είναι αυτός στον οποίο οι δύο οντότητες συνυπάρχουν αλλά δεν αλληλοεπηρεάζονται. Αυτή η κατάσταση είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος είναι τέλειος, εφόσον αντανακλά την τελειότητα του Δημιουργού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο δεύτερος υποχώρος, όταν ο άνθρωπος παραλαμβάνει γνώση κι ακολουθεί μία άσχημη πορεία.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε για το λόγο ότι στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το Μυστικό Σχέδιο από την πλευρά του ανθρώπου, είμαστε υποχρεωμένοι να διερευνήσουμε το σύνολο των όσων προέκυψαν μετά τη λήψη της όποιας γνώσης. Αυτό που λαμβάνουμε υπόψη μας δεν είναι, ούτε η ποιότητα ούτε η ποσότητα της γνώσης που έχει στην κατοχή της η κάθε θρησκεία. Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι η λήψη γνώσης και μόνον. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό. Είναι ένα ον με ξεχωριστά χαρίσματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα θεϊκής δωρεάς σε προσωπικό επίπεδο. Επίσης είναι ον που λειτουργεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Όταν ο άνθρωπος παίρνει γνώση από το Θεό, ευνόητο είναι ότι αλλάζει χαρακτηριστικά, εφόσον η γνώση αυτή τείνει να τον τελειοποιήσει. Η θεία ευφυΐα αυτό το φαινόμενο το μεταφέρει και στην κοινωνία του, ώστε η δωρεά ν’ αγγίζει όλους τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα να υπηρετεί και το Σχέδιο.

Αυτό γίνεται με το πέρασμα της δωρεάς από το προσωπικό επίπεδο στο αντίστοιχο κοινωνικό, όπου και γίνεται κοινή. Απ’ αυτήν την κοινή δωρεά ευνοούνται οι επόμενες γενιές στο σύνολό τους, επειδή ξεκινούν με μεγαλύτερη ποσότητα γνώσης. Ο προικισμένος άνθρωπος προσφέρει στον εαυτό του, αλλά προσφέρει και στην κοινωνία. Οι επόμενες γενιές θα έχουν κτήμα τους, αυτό που ένας ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος πρόσφερε στον εαυτό του. Με την παραπάνω διαπίστωση, που είναι αναμφισβήτητη, βλέπουμε ότι: όπως ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από ιδιαιτερότητες, έχει κοινούς στόχους κι επιθυμίες με τους υπόλοιπους, το ίδιο συμβαίνει και στις κοινωνίες. Οι ανθρώπινες κοινωνίες που βλέπουμε σήμερα ότι αναπτύσσουν διαφορετικές φιλοσοφίες, θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν ως οντότητες, που έχουν κοινούς στόχους αλλά τους προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο, που είναι αποτέλεσμα διαφορετικής γνώσης. Με βάση αυτό είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η χριστιανική κοινωνία διαφέρει, για παράδειγμα, από τη μωαμεθανική, όχι επειδή ο Θεός των χριστιανών δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ, αλλά, επειδή η γνώση που δίνει χαρακτηριστικά στην κοινωνία, προσεγγίζει τα προβλήματα του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο.

Χωρίς να εμβαθύνουμε ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο, βλέπουμε ότι, αφού οι άνθρωποι και οι κοινωνίες έχουν όμοια χαρακτηριστικά, είναι δυνατό ν’ απομονώσουμε εκ νέου τις έννοιες, Θεός κι άνθρωπος, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τον άνθρωπο τον ακολουθεί και η κοινωνία του. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο, όπου ο Θεός βρίσκεται σ’ ένα απόλυτα ξεχωριστό επίπεδο και δεν έχει καμία σημασία πώς ονομάζεται από τους πιστούς Του. Ένας Θεός που είναι ορατός απ’ όλους με τα ίδια απόλυτα χαρακτηριστικά, αλλά και ταυτόχρονα Δημιουργός πολλών και διαφορετικών θρησκειών, που με τη σειρά τους δημιουργούν πολλούς και διάφορους τύπους κοινωνιών.

Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία, γιατί είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, ο άνθρωπος βλέπει το Θεό πάντα με τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά. Ο Θεός είναι Τέλειος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος και Δημιουργός των πάντων στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, άσχετα αν αυτός είναι χριστιανός, μωαμεθανός, σιντοϊστής ή οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά αφορούν το γενικό επίπεδο κι είναι κοινά για όλους. Τι γνωρίζει όμως ο Ιουδαίος, που πιστεύει στο Γιαχβέ και γιατί διαφέρει από το μωαμεθανό, που πιστεύει στον Αλλάχ;

Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι η γνώση για το Θεό δεν έχει απόλυτη σχέση με την ποιότητα και την ποσότητά της σ’ ό,τι αφορά το βασικό επίπεδο που χαρακτηρίσαμε ως γενικό. Για να υφίσταται αυτό το επίπεδο, απαιτείται μόνον κάποια γνώση —έστω και σχετική— και βασίζεται απόλυτα στα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που από τη φύση του αναζητά το Θεό. Οι θρησκείες, σ’ αυτό το επίπεδο, δεν παίζουν κανένα ρόλο κι αυτό γιατί στηρίζονται σε γνώση που έχει δοθεί σ’ αυτές από το Θεό κι εκμεταλλεύονται χαρακτηριστικά, που έχουν δοθεί στον άνθρωπο, επίσης από το Θεό. Η θρησκεία με λίγα λόγια δεν ανακάλυψε το Θεό κι ούτε έδωσε χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την τάση για πίστη, στον άνθρωπο.

Αφήνουμε αυτό το γενικό επίπεδο, που είναι κοινό για όλους κι εντοπίζουμε ένα νέο επίπεδο που εξαρτάται άμεσα από τη γνώση. Σ’ αυτό το επίπεδο, που δεν είναι κοινό για το σύνολο των ανθρώπων, παρά μόνο για το σύνολο των πιστών κάθε θρησκείας, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και η ποιότητα και η ποσότητα της γνώσης. Ο Θεός δεν έχει πλέον τα γενικά χαρακτηριστικά, που είναι κοινά για όλους, αλλά έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αναγνωρίζει μόνον αυτός που έχει ειδική γνώση. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζονται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών. Ο Ιουδαίος λατρεύει το Θεό ως άνθρωπος, αλλά τα χαρακτηριστικά του Θεού του, που είναι χαρακτηριστικά κυρίου, τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους. Ο Ιουδαίος σύμφωνα μ’ αυτήν τη λογική είναι Ιουδαίος, όχι επειδή λατρεύει κάποιον άλλο Θεό σε σχέση με τους υπόλοιπους αλλά, επειδή έχει γνώση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Θεού, που είναι αυτά του κυρίου.

Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τη γνώση κάθε θρησκείας, εφόσον τα ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά του Θεού, που υποστηρίζει η κάθε μία απ’ αυτές, είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά των άλλων. Ενώ στο πρώτο επίπεδο ο Θεός είναι Ένας και δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά, σ’ αυτό το επίπεδο έχει τεράστια σημασία τ’ όνομά Του. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιον Θεό λατρεύει ο κάθε άνθρωπος, αφού ο Γιαχβέ είναι εντελώς διαφορετικός από τον Αλλάχ ή το Χριστό. Βλέπουμε λοιπόν ότι η δωρεά γνώσης κατά πρώτον: δημιουργεί το πρώτο επίπεδο, διαχωρίζοντας το Θεό από τον άνθρωπο, ενώ κατά δεύτερον: αποδίδει χαρακτηριστικά στο Θεό. Ενώ ο Θεός είναι Ένας, ο Γιαχβέ δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ. Εξαιτίας της γνώσης ο Γιαχβέ είναι Κύριος και θυσιάζει τον Υιό Του κι εξαιτίας πάλι της γνώσης ο Αλλάχ γνωστοποιεί της βουλές Του, μέσω του Προφήτη.

Ενώ ο Θεός είναι ένας, είναι ταυτόχρονα και πολλοί. Η έννοια του ονόματος του Θεού, έχει πλέον τεράστια σημασία και δε συνδέεται σε καμία περίπτωση με τις γλώσσες των ανθρώπων. Οι μωαμεθανοί λατρεύουν τον Αλλάχ, όχι επειδή στη γλώσσα τους δεν υπάρχει η λέξη “Θεός”, αλλά γιατί ο Θεός τους είναι ο Αλλάχ. Ο Θεός αποκαλύπτει τ’ όνομά Του και δεν το ανακαλύπτουν οι άνθρωποι. Όπως έδωσε ο Θεός στους Έλληνες τ’ όνομα “Δίας”, έτσι μπορούσε να δώσει τ’ όνομα “Αλλάχ”. Ο Θεός αυτήν την αποκάλυψη την κάνει, γιατί, έχοντας γνώση του Σχεδίου, δίνει διαφορετική γνώση, ώστε να δημιουργηθεί διαφορετικός τύπος ανθρώπου, δηλαδή κοινωνίας, κι έτσι να εξελιχθεί το Σχέδιο. Ο άνθρωπος εξαρτάται άμεσα πλέον από το Θεό που λατρεύει. Ο μωαμεθανός λατρεύει τον πραγματικό Θεό και πρέπει ν’ αναζητά τη Θέωση στο λόγο του Προφήτη. Ο χριστιανός επίσης λατρεύει τον πραγματικό Θεό, αλλά είναι αναγκαίο η αναζήτησή του να στρέφεται αποκλειστικά στο Λόγο του Χριστού. Ο χριστιανός που στρέφεται προς το λόγο του Προφήτη, βρίσκεται μακριά από την υπόθεση Θέωση.

Αυτά συμβαίνουν γιατί ο Θεός δημιουργεί την επιθυμητή κοινωνία, μέσω της γνώσης και τον τύπο του ανθρώπου που αυτή παράγει. Ο Θεός δίνει την κατάλληλη γνώση στον κατάλληλο χώρο και στους κατάλληλους ανθρώπους. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών, και κατά συνέπεια των ανθρώπων, απαιτούν διαφορετική γνώση κι επομένως αποκτά σημαντικό νόημα η ύπαρξη του Υιού, αλλά και του Προφήτη. Ο άνθρωπος που γεννιέται στην κοινωνία του Αλλάχ, ελέγχεται για την πίστη ή την απιστία του με βάση το λόγο του Προφήτη και σε καμία περίπτωση με βάση το Λόγο του Χριστού. Ο μωαμεθανός σε καμία περίπτωση δεν αποκτά χαρακτηριστικά απίστου, αν αγνοεί ή ακόμα κι αν μισεί τον Υιό του Θεού. Απλά, επειδή ο άνθρωπος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καμία γνώση δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα. Αν ένας μωαμεθανός μισεί το Χριστό, αυτό σημαίνει ότι μισεί τους χριστιανούς, επομένως τους ανθρώπους. Δεν είναι άπιστος, επειδή μισεί το Χριστό, αλλά είναι άπιστος απέναντι στον Αλλάχ, επειδή ακριβώς κάτι δεν πάει καλά, που αναπτύχθηκε το μίσος μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ όλους τους ανθρώπους, όλων των θρησκειών. Η κάθε θρησκεία αποτελεί μία κοινότητα ξεχωριστή κι ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη γνώση της θρησκείας του. Αν ο βουδιστής γεννηθεί και ζει σε μία κοινωνία βουδιστών, η γνώση του Βούδα είναι ασφαλής. Αν ο βουδιστής διατηρεί την πίστη στο Βούδα και ζει σε μία χριστιανική κοινωνία, αναζητώντας τη βοήθεια και του Χριστού, είναι αδύνατο να μην παγιδευτεί. Είναι αδύνατο να μη γίνει άπιστος απέναντι στο Θεό του, εφόσον καταστρέφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Πώς είναι δυνατό να βοηθήσει αυτός ο άνθρωπος τα παιδιά του, όταν αυτά γεννιούνται και ζουν σε μία κοινωνία στην οποία η γνώση του πατέρα είναι ακατάλληλη;

Εξαιτίας αυτών των προβληματισμών φτάνουμε σε μία κατάσταση στην οποία τα δεδομένα είναι κοινά με το πρώτο επίπεδο, αλλά εξαιτίας της διαφοράς της γνώσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Υπάρχει ο Θεός, ο άνθρωπος και η δωρεά του Θεού, αλλά σ’ αυτό το σημείο παίρνουν τα πάντα συγκεκριμένο όνομα. Στη θέση του Θεού υπάρχει ο Γιαχβέ, ο Χριστός, ο Αλλάχ, ενώ στη θέση των ανθρώπων αντίστοιχα, οι Ιουδαίοι, οι χριστιανοί, μωαμεθανοί. Εξαιτίας της γνώσης και άρα της θρησκείας, από το γενικό πάμε στο ειδικό κι από την πανανθρώπινη κοινωνία στην κάθε κοινωνία, που δημιουργείται από την αντίστοιχη θρησκεία.

Όλη αυτήν την πορεία του προβληματισμού την κάναμε για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι απαιτείται να βρεθεί ένας κοινός τόπος, σ’ ό,τι αφορά τους ανθρώπους και το Θεό Πατέρα, ώστε να γίνει κατ’ αρχήν αποδεκτό ότι είναι δυνατό να υπάρξει μία γενική και πανανθρώπινη λύση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, εντοπίζοντας τα δεδομένα που μας χρειάζονται, είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τις κοινωνίες αναζητώντας τη λύση, χωρίς να χρησιμοποιούμε υποκειμενικά κριτήρια, που είναι δυνατό να οδηγήσουν στην παρεξήγηση. Αυτό σημαίνει ότι, σεβόμενοι την πίστη του ανθρώπου προς το Θεό, πρέπει να εντοπίσουμε τον τύπο κοινωνίας, της οποίας η λύση των προβλημάτων να είναι ταυτόχρονα και παγκόσμια λύση.

Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εντοπιστεί η πιο σύνθετη κοινωνία από πλευράς προβλημάτων, ώστε οι λύσεις να καλύπτουν το σύνολο των υπολοίπων. Είναι εντελώς διαφορετικό να επιλέξουμε τη χριστιανική κοινωνία με βάση τη συνθετότητα των προβλημάτων της, από το να την επιλέξουμε με βάση την ιδιότητα του Χριστού ως Υιού. Υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που δε δέχονται το Χριστό κατά τρόπο όμοιο με τους χριστιανούς κι επομένως είναι αυθαίρετο ν’ αναζητήσουμε τη λύση στο Λόγο Του. Αν όμως εμείς αποδείξουμε ότι η χριστιανική κοινωνία είναι η πιο σύνθετη με βάση γενικά αποδεκτά κριτήρια, είναι αδύνατο ν’ αγνοηθεί ο Λόγος του Ιδρυτή της. Είτε πιστεύει ο μωαμεθανός στο Χριστό είτε όχι, η Λύτρωση των χριστιανών τον αφορά. Αν λυτρωθούν οι χριστιανοί εξαιτίας αυτού που θεωρούν Υιό, όλοι οι υπόλοιποι, εφόσον θα γευθούν τη Λύτρωση, θ’ αναγνωρίζουν κι Αυτόν, που είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Ο Αλλάχ έχει το Μωάμεθ Προφήτη, όμως εδώ κι αιώνες τα προβλήματα των μωαμεθανών όχι μόνο δε λύνονται, αλλά τείνουν να γίνουν πιο σύνθετα. Αν ο Χριστός λυτρώσει τους μωαμεθανούς, είναι αδύνατο να μην ταυτιστεί είτε με τον Αλλάχ είτε με τον άγνωστο Υιό Του.

Η απόδειξη για το ποια είναι η συνθετότερη των κοινωνιών είναι ό,τι πιο απλό υπάρχει. Εφόσον για όλους υπάρχει το δεδομένο ότι υπάρχει Θεός κι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, η κοινωνία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από δύο παράγοντες: είτε από το Θεό είτε από τους ανθρώπους είτε και από τους δύο. Τα όρια είναι ο Θεός κι ο άνθρωπος και η ενδιάμεση κατάσταση, που είναι η συνθετότερη, έχει σχέση με τη δημοκρατία που αναπτύσσεται στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που έχουν κοινή πίστη. Οι ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν είτε με βάση το Λόγο του Θεού, μ’ εντολές που μεταφέρονται μέσω δούλων του Θεού, είτε εντελώς δημοκρατικά, αγνοώντας οριακά ακόμα και το Λόγο του Θεού. Η δημοκρατία στην περίπτωση αυτή κρίνεται, όχι για τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, αλλά για τη δυνατότητα παρέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα. Δημοκρατία είναι ν’ αποφασίσουν οι άνθρωποι να φέρονται ως Θεοί και δημοκρατία είναι επίσης ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι να φέρονται σαν ζώα.

Βλέπουμε ότι ο καθοριστικός παράγοντας, που γεννά την πολυπλοκότητα, είναι η ίδια η δημοκρατία κι αυτήν αναζητούμε. Από την εποχή του αμαρτήματος, όταν ο άνθρωπος πρωτοπήρε γνώση, η λειτουργία της κοινωνίας στηρίζεται στις εντολές που δόθηκαν σ’ εκλεκτούς. Από την κοινωνία της Βαβυλώνας μέχρι το βασικό χριστιανικό κορμό δεν υπάρχει διαφορά στα λειτουργικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Σ’ αυτό το σημείο δεν κρίνεται ούτε η ποιότητα της γνώσης ούτε η ποιότητα των δούλων. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, που μεταφέρουν εντολές κι υποδεικνύουν στον άνθρωπο πώς πρέπει να ζήσει. Αυτός ο τύπος κοινωνίας αγγίζει τα όρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, κι εξαρτάται από τις παραπάνω ποιότητες, έχοντας όμως πάντα τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά. Είτε τις εντολές τις δίνει ένας τρισάθλιος δούλος είτε ο Ίδιος ο Θεός, ο τύπος της κοινωνίας δεν αλλάζει. Το σύνολο των θρησκειών που υπάρχει στον κόσμο αυτήν τη στιγμή, δημιουργεί κοινωνίες αυτού του τύπου και η μόνη εξαίρεση, που είναι κι αυτή που μας ενδιαφέρει, είναι ο χριστιανισμός.

Ο χριστιανισμός είναι η μοναδική θρησκεία στον κόσμο, στην οποία η δημοκρατία κι επομένως ο ανθρώπινος παράγοντας έχει δυνατότητες παρέμβασης. Χριστιανός είναι ο θρησκόληπτος, που τρέχει στις εκκλησίες, όπως χριστιανός είναι κι ο φιλόσοφος που έχει τη δική του άποψη για τη ζωή. Η διαφορά αυτή παρουσιάζεται στο χριστιανισμό εξαιτίας δύο παραγόντων: ο πρώτος είναι ότι ο χριστιανισμός εδραιώθηκε σε χώρους, όπου γνώριζαν τη δημοκρατία κι ο δεύτερος είναι η τρομερή δύναμη του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος κι αυτό σημαίνει ότι έχει τις δυνατότητες να κινείται και στα δύο επίπεδα. Λειτουργεί ως Θεός, εφόσον δίνει εντολές σε δούλους, αλλά λειτουργεί κι ως άνθρωπος, εφόσον δίνει γνώση. Η δημοκρατία δεν είναι δυνατό ν’ απειλήσει το Λόγο του Χριστού, γιατί η ίδια στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, κι ο Χριστός υπήρξε άνθρωπος. Η πολυπλοκότητα που αναζητούσαμε, αποκαλύπτει σ’ αυτό το σημείο τη σπουδαιότητά της.

Δεν είναι δυνατό δίνοντας κάποιος λύση στην ισλαμική κοινωνία, να δώσει ταυτόχρονα και στην πανανθρώπινη. Το Ισλάμ έχει ένα μοντέλο ζωής, που είναι το προτεινόμενο από τον Προφήτη. Ο οποιοσδήποτε παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο, είναι κατ’ αρχήν άπιστος και κατά συνέπεια αποβάλλεται. Το Ισλάμ και η δημοκρατία είναι έννοιες, που αδυνατούν να συνυπάρξουν. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία είτε ακολουθεί τον Προφήτη είτε όχι. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο το σύνολο των μεγάλων κοσμοθεωριών προέρχεται από το χώρο του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί δεν είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους, ώστε να εξηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο. Οι χριστιανοί έχουν κάτω απ’ ορισμένες συνθήκες τη δυνατότητα να σκέφτονται πιο ελεύθερα και να μη χάνουν την ιδιότητά τους. Ακόμα κι ο άθεος είναι δυνατό ν’ ακολουθεί το Χριστό. Εξαιτίας της διπλής ιδιότητας του Χριστού ένας άθεος είναι δυνατό να Τον απαλλάξει από τα στοιχεία που Τον συνδέουν με το Θεό και να Τον ακολουθεί σαν ένα χαρισματικό φιλόσοφο. Η λύση στα προβλήματα των χριστιανών είναι η πιο δύσκολη, γιατί θα πρέπει να ικανοποιούνται οι άπειρες ανθρώπινες ανησυχίες, που εκφράζονται με τη μορφή θεωριών, αλλά ταυτόχρονα η ίδια η λύση να σέβεται και την πίστη των ανθρώπων σ’ ό,τι αφορά το Θεό. Το Θεό ο άνθρωπος είτε το σέβεται είτε όχι. Δεν υπάρχει σεβασμός απέναντι στο Θεό, όταν δε σέβεται κάποιος την πίστη του άλλου.

Με δεδομένο αυτόν το σεβασμό απέναντι στο Θεό, βλέπουμε ότι, προσπαθώντας να καλύψουμε τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλάζουν κατά πολύ τα δεδομένα. Στη νέα κατάσταση υπάρχει ο Θεός κι ένας τεράστιος αριθμός υποσυνόλων, που υποστηρίζουν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο. Υπάρχει ο Θεός, οι χριστιανοί, οι μωαμεθανοί, οι βουδιστές, οι σιντοϊστές αλλά κι οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, οι υλιστές ακόμα κι ένας άνθρωπος μόνος του, που διατηρεί μία ιδιόμορφη άποψη για τη ζωή. Η ανάγκη να επιλέξουμε το χριστιανισμό βλέπουμε ότι είναι τεράστιας σημασίας, αφού αν καλυφτούν τα προβλήματά του, καλύπτονται τα πάντα.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μελέτη της κοινωνίας και όχι του μυστηρίου —εφόσον επιλέξουμε ως μοντέλο μελέτης τη χριστιανική κοινωνία— είναι ο τρόπος έκφρασης του Ιδρυτή της. Ο Χριστός λέει, για παράδειγμα, ότι η γενιά των συγχρόνων Του, αλλά κι αυτή που εξακολουθεί ώσπου να δοθεί το θαύμα, είναι “γενεά μοιχαλίς”. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται μία “πόρνη”. Όλες αυτές οι έννοιες μπορούν μέσω των αριθμών να προσδιοριστούν, αλλά είναι αδύνατο ν’ αποκαλύψουν τη φύση τους. Τι θα πει πόρνη; Είναι μία συγκεκριμένη γυναίκα που κοιμάται με τους άθλιους; Όλα αυτά είναι δυνατό να γίνουν κατανοητά μόνον, αν βρούμε τις αναλογίες, που υπάρχουν μεταξύ του ανθρώπου και της κοινωνίας του.. αν βρούμε μηχανισμούς, που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και μοιάζουν με τη γυναίκα για την οποία έγινε λόγος παραπάνω και διαπιστώσουμε το φαινόμενο της πορνείας.

Όλα αυτά όμως για να γίνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον παράγοντα άνθρωπο και μετά μέσω των αναλογιών ν’ αλλάξουμε επίπεδο. Θα πρέπει να βρούμε πότε και γιατί μία γυναίκα είναι πόρνη και ν’ ανιχνεύσουμε τη συμπεριφορά της σε μηχανισμούς που επηρεάζουν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Είναι απαραίτητο να μπούμε πρώτα στην κοινωνία των ανθρώπων, ν’ αντιληφθούμε πώς αυτή λειτουργεί και να ελέγξουμε το σύνολο των μηχανισμών που επηρεάζουν την πορεία της, με βάση τη γνώση μας για τον άνθρωπο και για τη φύση του.

Για να συμβούν όλα αυτά, θα πρέπει να ταξιδέψουμε στο χρόνο και να βρεθούμε στο χώρο, όπου ο χριστιανισμός γεννήθηκε κατά τη στιγμή που αυτό συνέβη. Πότε γεννήθηκε ο χριστιανισμός; Όταν γεννήθηκε ο Χριστός; Όταν σταυρώθηκε ή σε κάποια άλλη στιγμή; Για να γίνει βέβαια αυτό αντιληπτό, απαιτείται ιδιαίτερη γνώση και θα το εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο. Εδώ μας αρκεί ότι η ιουδαϊκή κοινωνία είναι μία κλειστή κοινωνία, που στηρίζει τη δομή της σε μία συγκεκριμένη γνώση. Ο Χριστός γεννήθηκε Ιουδαίος μέσα στην ιουδαϊκή κοινωνία κι είχε τη γνώση να γίνει Μεσσίας των Ιουδαίων. Η γέννησή Του είναι καθαρά ιουδαϊκού ενδιαφέροντος και δεν αφορά τον περίγυρο. Ο Χριστός δεν λειτούργησε σαν Μεσσίας ακολουθώντας κάποια ειδική στρατηγική κι αφέθηκε να εξοντωθεί από Ιουδαίους, εξαιτίας των εξουσιών που προκύπτουν από τη θρησκεία τους. Ο υπόλοιπος κόσμος επηρεάζεται μόνον εξαιτίας μίας ιδιόμορφης ενέργειας του Χριστού. Ο Ιουδαίος Χριστός απειλεί τη σκληρή ιουδαϊκή κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα δίνει δικαιώματα σε Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι είναι αυτοί που Τον απειλούν, αλλά οι Ιουδαίοι είναι κι αυτοί που σκέφτονται πώς να διαχειριστούν το κεφάλαιό Του.

Ο χριστιανισμός γεννιέται, όταν ο Χριστός παραδίδεται στην εξουσία και τα πάντα παραδίδονται σε Ιουδαίους. Η Σταύρωση του Χριστού αποτελεί την ύστατη στιγμή της πορείας Του, αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός δημιουργήθηκε κατά το Μυστικό Δείπνο, ενώ η Σταύρωση δίνει μόνιμα χαρακτηριστικά σ’ αυτά που ο Χριστός δημιούργησε, κατά τη διάρκεια της ζωής Του. Απέκοψε ένα μέρος της ιουδαϊκής κοινωνίας από τον κύριο κορμό της και το έκανε τη βάση του χριστιανικού κόσμου. Αυτή η βάση δίνει τα ιουδαϊκά χαρακτηριστικά στο χριστιανισμό και με τον εντοπισμό της είναι δυνατό ν’ ανακαλύψουμε τα πραγματικά θεμέλια μίας σκληρής κοινωνίας, που είναι υπεύθυνη για το Μεσαίωνα, αλλά και για τα σύγχρονα προβλήματα, που φαντάζουν πολυσύνθετα κι ανυπέρβλητα.

Αν αντιληφθεί ο αναγνώστης τον ιουδαϊσμό, που στηρίζει το χριστιανισμό, είναι δυνατό να καταλάβει και να εκτιμήσει το Λόγο του Χριστού. Η δημοκρατία προστατεύει το σύνολο του συστήματος, γιατί λειτουργεί ως αποσβεστήρας. Αν επιχειρήσει κάποιος να επιτεθεί εναντίον του συστήματος σ’ οποιοδήποτε σημείο εκτός από τα θεμέλια, πέφτει στην παγίδα του. Το σύστημα κινδυνεύει μόνο με τη συντριβή των ιουδαϊκών θεμελίων του κι αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω του Λόγου του Χριστού. Βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο να διακρίνουμε πρώτα τα θεμέλια κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα ν’ αντιληφθούμε πώς αυτό λειτουργεί, ώστε από μία απλή και σκληρή βάση, να έχουμε ως αποτέλεσμα την ελαστική κορυφή της ψευδοδημοκρατίας.

Η ιουδαϊκή κοινωνία είναι τύπου Βαβυλώνας κι όμοιά της είναι η βάση του χριστιανικού κόσμου. Αν αντιληφθούμε, γιατί οι Ιουδαίοι έτρεμαν το Λόγο του Χριστού, θ’ αντιληφθούμε πού υπάρχει κίνδυνος και ποιοι είναι αυτοί που θίγονται άμεσα σήμερα, σε ενδεχόμενη επαναδιατύπωση του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός εκτέλεσε τις εντολές του Πατέρα Του, αλλά άφησε κι ως γνώση ότι: (Ματθ. 26.24) “Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού… ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται.. καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος.” (Καί ο μέν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένον δι’ αυτόν, αλλοίμονον όμως εις τόν άνθρωπον εκείνον, διά τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίδεται. Θα ήτο καλύτερα διά τόν άνθρωπον εκείνον εάν δέν είχε γεννηθή.). Αυτές οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό του Χριστού τη στιγμή που παραδόθηκε στην εξουσία και θα δούμε ποιοι ήταν αυτοί, που μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας στο μεταξύ ωρύεται: “σταύρωσον Αυτόν” έκραζαν από κάτω οι κλέφτες, οι μοιχοί κι οι πόρνοι. Ένας ολόκληρος λαός μετατράπηκε σε όχλο. Έτρεχαν ανάμεσά τους οι άθλιοι και φώναζαν για να τους παρασύρουν. Ο πιο όμορφος άνθρωπος που πάτησε το πόδι Του στη Γη, άφωνος, χωρίς αντίσταση, επιτρέπει στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, να παρασύρουν το λαό σ’ αυτό για το οποίο είχε προετοιμαστεί. (Ματθ. 27.25) “πας ο λαός είπε.. το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.” (Καί όλος ο λαός απεκρίθη, “Τό αίμα του άς βαρύνει εμάς καί τά παιδιά μας”.).

Οι Ιουδαίοι έχυσαν το αίμα του Χριστού, του Μεσσία τους κι αυτό, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, βαρύνει καί αυτούς καί τα παιδιά τους. Ό,τι έχει συμβεί από τότε μέχρι τώρα στον πιο βασανισμένο λαό στον κόσμο, έχει να κάνει μ’ αυτήν τη φράση. Έχυσαν το αίμα του Χριστού κι απ’ αυτό το αίμα δημιουργήθηκε ο χριστιανισμός. Ο τελευταίος εγκληματίας της ανθρωπότητας, ο Χίτλερ, ήταν χριστιανός κι αυτό δείχνει τη βαρύτητα της ευθύνης που ανέλαβαν τότε οι Ιουδαίοι. Ο Χριστός ήταν ο λυτρωτής των Ιουδαίων κι αν άκουγαν και πίστευαν στο Λόγο Του, ποτέ μα ποτέ δε θα σκοτωνόταν, εξαιτίας της πίστης του, ούτε ένας Ιουδαίος από τότε μέχρι σήμερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζει κι αναπτύσσεται το Σχέδιο του οποίου την εφαρμογή ζούμε ακόμα και στις μέρες μας.

Το σύνολο των όσων περιγράψαμε μέχρι εδώ, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο Χριστός είναι Ιουδαίος κι αυτοί οι οποίοι έχουν όφελος να τον ακούσουν είναι επίσης Ιουδαίοι. Το Σχέδιο σ’ αυτό το λεπτό σημείο αποκαλύπτεται. Ο Λόγος του Χριστού λυτρώνει τον άνθρωπο αλλά μόνον αυτόν που ζει σ’ αυτού του είδους την κοινωνία. Ο Χριστός δεν μπορούσε να κηρύξει το Λόγο Του στην Αθήνα, γιατί εκεί δε θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επιθυμητή εξέλιξη. Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος, αλλά το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα, θα ήταν να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά Του εξαιτίας της γνώσης Του και να βελτιωθεί στο ελάχιστο η κοινωνία τού βήματος 5, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει Λόγος που να δίνει πλούτο ή να πολλαπλασιάζει τη γη, ώστε να πάρουν μέρος της κι οι φτωχοί. Η φτώχεια και το γενικό επίπεδο της τεχνολογίας ήταν η “Αχίλλειος πτέρνα” της κοινωνίας της δημοκρατίας. Ο Λόγος που λυτρώνει τον άνθρωπο, έπρεπε να πάει σ’ αυτούς που τον είχαν ανάγκη κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους ανθρώπους του βήματος της Βαβυλώνας.

Όμως το σύστημα της εξουσίας αυτού του τύπου κοινωνίας είναι τόσο ισχυρό, ώστε δεν επιτρέπει σε καμία φωνή ν’ ακουστεί. Αυτή ακριβώς η δύναμή του ήταν η ικανή κι αναγκαία συνθήκη, για να κυλήσουν τα πράγματα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Χριστός άφησε το Λόγο Του, που είναι ικανός ν’ ανατρέψει το σύστημα, αλλά συνολικά το έργο Του είναι αυτό για το οποίο έχυσε το αίμα Του. Η Καινή Διαθήκη είναι το έργο του Χριστού. Ό,τι ζούμε από τότε μέχρι σήμερα, οφείλεται σ’ αυτό ακριβώς το έργο. Η Καινή Διαθήκη και τα όσα περιέχονται μέσα σ’ αυτήν, είναι η αιτία των όσων συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στον κόσμο.

Ως έργο η Καινή Διαθήκη είναι ένα έργο σύνθετο κι επικίνδυνα μυστηριώδες. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο ίδιο βιβλίο περιέχονται πολλά διαφορετικά πράγματα και πολλές διαφορετικές φιλοσοφίες. Ο Χριστός υπηρετεί κατ’ αρχήν ένα Μυστικό Σχέδιο κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δράσει, όπως επιβάλλεται, λόγω Σχεδίου. Είδαμε ότι ο Χριστός στις προφητείες αποκαλείται Εμμανουήλ, ενώ στην αρχή του ευαγγελίου ο άγγελος, υπηρετώντας το Θεό, ζητά από τους γονείς Του να Τον ονομάσουν Ιησού. Αυτό που έχει σημασία, είναι να μπορέσουμε ν’ ανιχνεύσουμε, πότε ακριβώς μιλά ως Χριστός ή ως Εμμανουήλ ή ως Ιησούς και τι ακριβώς είναι αυτό που επιδιώκει κάθε φορά. Αυτό όσον αφορά αυτόν καθ’ αυτόν το Λόγο Του. Το σύνθετο έργο που λέγεται Καινή Διαθήκη, δε σταματά με το τέλος του Λόγου Του, αλλά συνεχίζει. Έχει περιγραφές από γεγονότα που συνέβησαν στους Αποστόλους κι όλα αυτά, για να προετοιμάσουν τον αναγνώστη να δεχτεί το λόγο τους, που κι αυτός περιέχεται μέσα στο ίδιο βιβλίο κι υπηρετεί κάποιους στόχους. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι η εσχάτη των προφητειών, που έχουν δοθεί στους ανθρώπους από τον Ίδιο το Θεό. Εκεί μέσα περιέχεται η περιγραφή του συνόλου, όσων έχουν συμβεί στην ανθρωπότητα από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι κοσμοκράτορες μέχρι σήμερα.

Έχει σημασία η σειρά, όσων είναι γραμμένα μέσα στο έργο της Καινής Διαθήκης, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούν το θείο Σχέδιο και μόνο μ’ αυτήν τη σειρά η θεία παγίδα λειτουργεί τέλεια. Η σειρά ξεκινά το έργο με τον τέλειο Χριστό. Ο αναγνώστης ξεκινά και διαβάζει ένα Λόγο πανέμορφο, γεμάτο σοφία και γνώση. Ο Χριστός αγάπησε τον κόσμο και πρόσφερε τον Εαυτό Του για Θυσία. Δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο, για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το Χριστό. Στο τέλος του έργου του ζωντανού Χριστού έχουμε τη Θυσία. Εκεί η ψυχή του αναγνώστη ταράσσεται και γεμίζει οργή. Ο θυμός αυτός είναι επιθυμητός, για να προετοιμαστεί για τις επόμενες φάσεις του έργου. Μετά τη Θυσία ο νεκρός πλέον Ιησούς μοιράζει τα πνευματικά δικαιώματα στους μαθητές… επιπλέον δίνει μόνον οδηγίες κι εντολές και όχι γνώση, πράγμα που δεν το έκανε όσο ήταν ζωντανός.

Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η ζωή των Αποστόλων. Περιγράφονται οι Πράξεις τους, που στόχο έχουν να εμπεδώσουν την άποψη στον αναγνώστη ότι πράγματι αυτοί εκτελούν θεάρεστο έργο. Βέβαια κρύβουν επιμελώς το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι σταυρώθηκαν κι εξοντώθηκαν όλοι, και θα δούμε από ποιον. Όλη αυτή η προετοιμασία υπηρετεί το ζητούμενο, που είναι η εκμετάλλευση του θυμού που διέπει τον αναγνώστη, λόγω της γνώσης του για τη Θυσία, αλλά και την αχαριστία των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση της εξουσίας. Τον προετοιμάζει να δεχτεί το λόγο των Αποστόλων, για τον οποίο θα δούμε αν και γιατί είναι όμοιος ή διαφορετικός από το Λόγο του Θεού. Η προετοιμασία είναι απαραίτητη, ώστε να μην υπάρχει το φαινόμενο της αμφισβήτησης σε απόψεις των Αποστόλων που αφορούν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όταν υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο τέτοιου είδους απόψεις και από πλευράς Χριστού.

Τελευταίο και καθοριστικό μέρος του βιβλίου, είναι η Αποκάλυψη. Εκεί μιλάμε πλέον για τη θεία τιμωρία, που περιμένει όλους αυτούς, που δεν πιστεύουν στο Λόγο του Χριστού. Πράγματι, αυτή ακριβώς είναι η τιμωρία όσων απομακρύνονται από το Χριστό και την αλήθεια, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Στο μυαλό του αναγνώστη έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα ο λόγος των Αποστόλων ως αληθινός κι αυτός είναι που συναντάμε καθημερινά μπροστά μας. Όλα αυτά είναι, εν συντομία, τα μέρη που αποτελούν το έργο, που ονομάζεται Καινή Διαθήκη. Αν για οποιονδήποτε λόγο η θεματολογία της δεν ακολουθούσε αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα ήταν αναποτελεσματική. Έτσι αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι, αν οι επιστολές του Πέτρου ή του Παύλου μπουν μπροστά από το Λόγο του Χριστού κι ο αναγνώστης τις διαβάσει μ’ αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα τις αγνοήσει τελείως. Ο λόγος τους είναι όμοιος μ’ αυτόν των Φαρισαίων και το επόμενο θέμα, που είναι ο Λόγος του Χριστού, θα τους αποκάλυπτε πλήρως. Η χαρά που νιώθει κάποιος διαβάζοντας το Λόγο του Χριστού, μπορεί να συντρίψει το φόβο που νιώθει για την Αποκάλυψη. Έτσι, αν ο Λόγος του Χριστού ακολουθούσε την Αποκάλυψη, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση η Αποκάλυψη να λειτουργήσει με τον τρόπο που λειτουργεί. Υποτίθεται οι Απόστολοι είναι οργισμένοι και γνώστες και η άποψη τους είναι η άποψη του Χριστού που δεν πρόλαβε να διατυπώσει. Η παρακοή αυτής της άποψης είναι αυτή, που υποτίθεται ότι οδηγεί στον κόσμο της Αποκάλυψης.

Την Καινή Διαθήκη θα τη μελετήσουμε με μεγάλη λεπτομέρεια και θα δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και ποιος είναι ο επιδιωκόμενος στόχος. Πρώτο και κυριότερο μέρος της είναι ο Λόγος του Θεού, που δίνεται στους ανθρώπους μέσω του Υιού Του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Ανθρώπου, που ταυτίζεται με το Θεό Διόνυσο και μόνο μ’ αυτήν τη λογική, δικαιολογείται η ταύτιση του αίματος με τον οίνο. Για να μπορέσει κάποιος ν’ αντιληφθεί πού οδηγεί αυτή η ταύτιση και πώς προκύπτει, θα πρέπει πρώτα να έχει γνώση του ειδικού τρόπου μέσω του οποίου εκφράζεται ο Χριστός και κατόπιν ν’ αναλύσει τις έννοιες. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτό, χρήσιμο είναι να πούμε μερικά λόγια γενικά για το Λόγο του Χριστού και την αξία αυτού του Λόγου.

Κάθε φιλοσοφική ανάλυση αυτού του Λόγου πρέπει πάντα να ξεκινά μ’ αφετηρία ορισμένα δεδομένα, τα οποία είναι ακλόνητα. Το κυριότερο από τα δεδομένα είναι η καταγωγή του Χριστού. Είναι Ιουδαίος κι απευθύνεται αποκλειστικά σε Ιουδαίους. Στο Λόγο Του δεν κάνει καμία αναφορά, σε κανενός άλλου είδους κοινωνία παρά μόνο στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Η κοινωνία αυτή είναι, όπως δεχτήκαμε από την αρχή, μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, όπου η δομή της εξουσίας δεν επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Επειδή αυτή η δομή στηρίζεται σε πνευματικά δικαιώματα πάνω στη γνώση του θείου θελήματος, είναι αδύνατον ο Χριστός να διαφύγει της προσοχής του συστήματος.

Από τη στιγμή που ο Χριστός υπέπεσε στην αντίληψη του συστήματος δύο ενδεχόμενα μπορούσαν να συμβούν στο διάστημα που ήταν ζωντανός. Το πρώτο ενδεχόμενο, και με τις περισσότερες πιθανότητες, ήταν να εξοντωθεί από το σύστημα, εφόσον έθιγε τις εξουσίες των δούλων. Το δεύτερο ήταν ν’ αναγνωριστεί από το σύστημα και ν’ αποδεχθεί αναγκαστικά το βασιλικό αξίωμα. Αυτό το αξίωμα ήταν απαραίτητο, γιατί το σύστημα διατηρούσε το λαό —μέσω της παιδείας— σε τέτοιο επίπεδο, ώστε ήταν απαραίτητη η άσκηση εξουσίας για την πραγματοποίηση της οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Όταν υπάρχει ένα σύστημα εξουσίας, που στηρίζεται σ’ αυτού του είδους τα πνευματικά δικαιώματα, είναι αδύνατον ο άνθρωπος, που τα κατέχει στην απόλυτη μορφή, να μην πάρει εξουσία. Η Θυσία ήταν επιδιωκόμενη από το Χριστό αλλά ένα Σχέδιο, όπως αυτό του Θεού, ήταν αναγκαίο να είναι απόλυτα τέλειο. Η τελειότητα φαίνεται στο γεγονός ότι η γενική κατάσταση ήταν φαινομενικά κάτω από τον έλεγχο αυτών που είχαν σκοπό να Τον εξοντώσουν. Ο λαός, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν εύκολη υπόθεση να μετατραπεί σε όχλο και οι εξουσίες των φαύλων αρκετά ισχυρές, ώστε να μην είναι εύκολο να παραιτηθούν οι εκλεκτοί από τα δικαιώματά τους.

Ο Χριστός έζησε σ’ ένα ανθρωποκτόνο σύστημα και θυσιάστηκε ως άνθρωπος. Δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει το σύστημα και να το βελτιώσει όσο ήταν δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη του επιμέρους παραμέτρους. Η κατάσταση της κοινωνίας των Ιουδαίων επέτρεπε βελτίωση κι αυτή η βελτίωση θα είχε τη μορφή ευθυγράμμισης με το σύνολο της τότε γνωστής οργανωμένης κοινωνίας της αυτοκρατορίας. Η γνώση υπήρχε και χωρίς να θιγεί η εξουσία στο σύνολό της, θα μπορούσε να υπάρξει όφελος για τους Ιουδαίους. Αυτό όμως δε συνέβη, γιατί ο Χριστός υπηρετούσε απλά ένα Σχέδιο που επέβαλε η θεία θέληση. Η αποστολή του Χριστού σ’ αυτό το σημείο ακριβώς αποκαλύπτεται. Ενώ δεν αγγίζει το σύστημα που μισεί επιτρέποντάς το να Τον νικήσει φαινομενικά, αφήνει κληρονομιά ένα Λόγο που το ισοπεδώνει. Ο Χριστός δεν ήταν πολιτικός, που θα μελετούσε τις τρέχουσες συνθήκες, που αφορούσαν το ιουδαϊκό έθνος και στη συνέχεια θα έδινε τις καλύτερες δυνατές λύσεις. Καλύτερη δυνατή λύση δεν υπάρχει για το Χριστό. Μισούσε το σύστημα και μπορούσε να το ισοπεδώσει. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει η Θυσία Του, αφού άφησε τον Εαυτό Του να νικηθεί.

Ο μέσος χριστιανός δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί το νόημα της Θυσίας, γιατί δε μένει στο Λόγο του Χριστού, αλλά αφήνεται στις εξουσίες αυτών που έχουν συμφέρον να μην τον ερμηνεύουν. (Ιωάν. 7.37) “εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.” (Εάν κανείς διψά, άς έλθη σ’ εμέ καί άς πιή.). Ο άνθρωπος δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να ξεδιψάσει το πνεύμα του, παρά με την επαφή με το Χριστό. Αυτή η επαφή γίνεται μέσω του Λόγου Του. Ο Λόγος του Χριστού είναι αυτός που έχει αξία κι αυτός πρέπει να ερμηνευτεί. Όμως ο τρόπος ζωής των χριστιανών στο σύνολό του, είναι δημιούργημα του λόγου των μαθητών. Ο άνθρωπος-Χριστός δεν ξέφευγε ούτε μία στιγμή από την προκαθορισμένη πορεία του. Η Θυσία έχει σχέση με την επιβίωση του πιο απάνθρωπου συστήματος που γνώρισε η ανθρωπότητα και η Θέωση με την κληρονομιά, που δόθηκε στους ανθρώπους. Ο Λόγος του Χριστού είναι Αυτός που, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα καταλύσει το σύστημα και θα τιμωρήσει τους αχρείους δούλους με απόλυτα δίκαιο τρόπο.. “ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (ο ουρανός καί η γή θά παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δέν θά παρέλθουν,). Αυτή η έκφραση είναι τεράστιας σημασίας, όμως στα μάτια ενός σύγχρονου ανθρώπου φαίνεται εντελώς ουτοπιστική.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος στο σύνολό του σήμερα, είναι τρομερά σύνθετα και φαντάζουν άλυτα. Ο κόσμος έχει ανυπολόγιστες γνώσεις πάνω σ’ άπειρα θέματα κι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει άπιστο. Ένας νέος που ζει στη σημερινή κοινωνία της εκτός ορίων τεχνολογίας, της εύκολης επικοινωνίας και της επίσης εύκολης πρόσβασης στη γνώση, βλέπει τις ιερές Γραφές και τις υποτιμά. Ο Θεός, κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, δεν έχει την παραμικρή απαίτηση από μέρους των ανθρώπων να σέβονται αυτές τις Γραφές και να τις φοβούνται. Ο Θεός είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο κι αυτό συμβαίνει λόγω της σχέσης, που υπάρχει μεταξύ Θεού-Πατέρα και Υιού-ανθρώπου. Είτε υπερτιμά κάποιος αυτές τις Γραφές —και χωρίς να τις ερμηνεύει τις φοβάται— είτε τις υποτιμά και τις αγνοεί, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι ο κόσμος στο σύνολό του κατευθύνεται απ’ αυτές τις Γραφές κι είναι αδύνατον αυτή η συνθήκη ν’ αλλάξει.

Αν ένας νέος υποτιμά το Λόγο του Χριστού και η έκφραση, που προηγήθηκε, τον ξενίζει, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία για το Θεό. Ο Χριστός λέει την αλήθεια κι αυτή είναι η προτροπή για την αναζήτηση των λύσεων, που αφορούν τον κάθε άνθρωπο μέσα από το Λόγο Του. Αν αγνοεί κάποιος αυτήν την αλήθεια, τότε μπαίνει σ’ έναν άλλο δρόμο, αυτόν της θυσίας, εφόσον η μερική γνώση του ανθρώπου τον ωθεί σε λανθασμένες επιλογές, που καθόλου δε θίγουν το Θεό, αλλά καταστρέφουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι θνητός κι αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει καμία φορά από τη σκέψη του. Η σοφία που έχει δοθεί ως δώρο στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, είναι ικανή να το βοηθήσει να βρει το δρόμο του, αλλά περαιτέρω εκβιασμός για την απόκτηση της απόλυτης σοφίας οδηγεί στο θάνατο. Όταν δεν ικανοποιείται κάποιος μ’ αυτά που του έχουν δοθεί κι είναι αρκετά —εφόσον ο Θεός είναι Δίκαιος— κι αρχίζει και χαράζει μία προσωπική πορεία, άσχετη μ’ αυτά που προτείνει ο Υιός, τότε φθείρεται και κυρίως χρονοτριβεί. Ο χρόνος είναι πολύτιμος για τον άνθρωπο και μόνον κοντά στο Θεό, υπάρχει αυτό που οι Γραφές ονομάζουν “Αιώνιος Ζωή”. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κατ’ αρχήν ότι είναι απαραίτητο να βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και μ’ αυτό ως δεδομένο ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε τη λύση στο Λόγο του Υιού Του.

Εύκολα θ’ άρχιζε κάποιος ν’ αμφισβητεί εκ νέου τα παραπάνω φέροντας ως κύριο επιχείρημα τη διαφορά των κοινωνιών, που μας ενδιαφέρουν. Πράγματι, η κοινωνία των Ιουδαίων είναι πολύ διαφορετική φαινομενικά από τη σύγχρονη κοινωνία. Το κύριο μήνυμα του Λόγου του Χριστού είναι η αγάπη και το ζητούμενο, μία κοινωνία στην οποία αυτό θα είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Αυτό το πράγμα και μόνο να ψιθυρίσει κάποιος στην εποχή μας, θα φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Θα πάρει μία ετικέτα γραφικού και θα τελειώσει το λόγο του, όπως ακριβώς τον άρχισε, κάτω από τα χαμόγελα των “σοφών” της εποχής μας. Πράγματι, έτσι όπως είναι η “κοινωνία”, σήμερα, προβληματική στο σύνολό της, η λέξη αυτή στο άκουσμά της και μόνο φέρνει πλατιά χαμόγελα. Αυτό όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, ενώ ακούνε, δεν καταλαβαίνουν κι ενώ έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, δε βλέπουν. Αγάπη δε σημαίνει να ξυπνά ο άνθρωπος το πρωί μ’ ένα τεχνητό, πλατύ χαμόγελο κι όλη την ημέρα να μοιράζει και να δέχεται ασπασμούς κι άνθη. Αγάπη σημαίνει κάτι άλλο, που, για να κατανοήσει κάποιος, πρέπει να ερμηνεύσει πρώτα το Λόγο του Χριστού.

Ο Λόγος του Χριστού είναι μία κοσμοθεωρία τόσο καλά κλειδωμένη, ώστε, αν προσπαθήσει κάποιος να την ερμηνεύσει, να φτάσει σ’ αδιέξοδο… το βέβαιο είναι ότι θα καταλήξει στον ευκολονόητο αλλά και συμφέροντα —από πλευράς εξουσίας— λόγο των μαθητών. Ο Χριστός δίνει τις λύσεις που υπόσχεται, μέσω της επαφής του ανθρώπου με το Λόγο Του, μόνο σε προσωπικό επίπεδο και πάντα σε θέματα, που δεν απειλούν το Σχέδιο του Θεού. Ο Λόγος, για κάποιον που έχει σκοπό να αντλήσει απ’ αυτόν δόξα κι εξουσία, είναι μία τρομερή παγίδα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο επίπεδα μελέτης αυτού του Λόγου. Αν το πρώτο είναι το παραπάνω, το δεύτερο, που δίνει παγκόσμιες λύσεις, δίνεται μόνον, όταν ωριμάσουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Ένας άνθρωπος που ζει στο κοινωνικό σύστημα των ημερών μας, εύλογα θα είχε την απορία πώς μπορεί αυτός, ο τόσο απλός Λόγος, να δώσει λύσεις σε τόσο σύνθετα προβλήματα όπως τα σημερινά. Στις μέρες μας βλέπουμε να καταρρέουν ακατάλυτες και πανίσχυρες δομές του παρελθόντος, που στηρίχθηκαν σε κοσμοθεωρίες που τις χαρακτήριζε η πληθώρα των δεδομένων και τα πολλά επίπεδα αναφοράς. Μέσα σε μία νύχτα κατέρρευσε ο κομμουνισμός, που βασίστηκε σε μία θεωρία, που απασχόλησε το σύνολο των ανθρώπων του πνεύματος για περισσότερο από έναν αιώνα. Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα χαμόγελα των νικητών οπαδών του καπιταλισμού γρήγορα έγιναν εκφράσεις αγωνίας και πόνου. Εκατέρωθεν πίστευαν για δεκαετίες ότι πηγή όλων των προβλημάτων είναι η ύπαρξη και μόνον του άλλου. Όμως με την εξάλειψη του ενός και την κατάρρευση της δομής του κομμουνισμού, ήρθαν στην επιφάνεια τα προβλήματα του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση, που μαστίζει κυρίως τ’ ανεπτυγμένα κράτη του Δυτικού κόσμου, είναι αδύνατο να ξεπεραστεί. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αλλά βγαίνει αυτόματα με μία πολύ μικρή σκέψη. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στην ύπαρξη διαφοράς δυναμικού μεταξύ των κοινωνιών των κρατών, όσον αφορά την οικονομία, τη γνώση, κλπ.

Απ’ αυτήν τη διαφορά ξεκινά το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος, που ονομάζεται διαδοχή. Όταν ο κόσμος μέσω της τεχνολογίας έχει γίνει επικίνδυνα μικρός κι ομοιογενής, αμέσως εξαλείφεται το κύριο δεδομένο, που ονομάζεται διαφορά δυναμικού και κατά συνέπεια γίνεται προβληματική και η υπόθεση της διαδοχής. Είναι δυνατόν όμως μία θεωρία, που περιγράφει αμπελώνες, γάμους και θερισμούς ν’ αποτελέσει τη βάση μίας παγκόσμιας λύσης; Ο Χριστός λέει πάντα την αλήθεια και η αλήθεια είναι ότι αυτό που φαίνεται και είναι για τον άνθρωπο σχεδόν αδύνατο, είναι δυνατό για το Θεό. Ό,τι απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο και την κοινωνία μέσα στην οποία αυτός ζει, είναι γνωστό στο Θεό κι ως εκ τούτου, λόγω θείας ικανότητας, η λύση αυτή είναι δυνατή. Το πρόβλημα όμως, που πρέπει να νικηθεί, είναι η αποκωδικοποίηση της θεωρίας κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον ίδιο ακριβώς κώδικα, που χρησιμοποιήθηκε για να κλειδωθεί. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις πέρα απ’ αυτά, που περιγράφονται με λέξεις κι είναι κατανοητά και σ’ άλλους χώρους, οι οποίοι ναι μεν υπάρχουν αλλά δεν είναι ορατοί.

Για να είναι πλήρης μία κοσμοθεωρία, πρέπει να μπορεί να δίνει λύσεις ή τουλάχιστον να προτείνει στο σύνολο των επιπέδων και στο σύνολο των προβλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι, για να είναι πλήρης η κοσμοθεωρία του Χριστού, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα εξής δεδομένα.. πρώτον: ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό ον πρέπει να βρει τις λύσεις στα προβλήματα, που τον απασχολούν και δεύτερον: ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον να μπορεί να υπάρξει σ’ ένα σύστημα, που από τα δεδομένα σημαίνει υποχρεώσεις, χωρίς να χάσει την προσωπική του ελευθερία. Δεν υπάρχει κοσμοθεωρία που να είναι λογική, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της αυτά τα δύο όρια ως δεδομένα. Αν λαμβάνει υπόψη μόνον την πρώτη συνθήκη και άρα επιλέξει ως στόχο αποκλειστικά την εξασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου, οδηγούμαστε κατ’ ευθείαν στην αναρχία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση στο φασισμό. Η τέλεια ισορροπία βρίσκεται σε μία κατάσταση, όπου ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά θα ευτυχεί, αλλά συμμετοχή σ’ αυτήν την ευτυχία θα έχει η προσφορά ενός συστήματος του οποίου το παραγόμενο προϊόν θα είναι η καλύτερη συμβολή σ’ αυτήν την ευτυχία. Ένα σύστημα, που ναι μεν θα παράγει και θα υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά θα είναι ανθρώπινο και όχι αδίστακτο κι ανθρωποκτόνο. Ο κάθε άνθρωπος θα το σέβεται και θα το προστατεύει κι ακριβώς τα ίδια θα του ανταποδίδονται.

Μ’ αυτά τα στοιχεία ως αρχή, εμείς πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις που προτείνει ο Χριστός κι είναι τέλειες. Πρέπει να βρούμε πώς λειτουργεί το σημερινό σύστημα και ποιες είναι οι δομές, που του δίνουν άσχημα χαρακτηριστικά. Αν αναζητήσουμε αυτές τις δομές, θα δούμε φαινόμενα, που είναι κάθε άλλο παρά μακριά από την κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός και την οποία τόσο μίσησε. Ο Λόγος του “Λυτρωτού Κοσμοκράτορος” πρέπει να δίνει τη Λύτρωση, που σημαίνει ελευθερία στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και —λόγω της απαραίτητης ύπαρξης της κοινωνικής δομής— να προσφέρει την απαραίτητη γνώση για τη μετάλλαξη προς το ιδανικό της κοινωνίας. Η ύπαρξη κοινωνικής δομής συνεπάγεται αυτόματα και την ύπαρξη εξουσίας. Έτσι, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τη φιλοσοφία του Χριστού πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το κύριο πρόβλημα και η αληθινή μάστιγα της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι η ύπαρξη αυτής της εξουσίας, που καταδυναστεύει τους ανθρώπους και τους οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Κοινωνία χωρίς εξουσία δε νοείται, γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να δομηθεί ο ιστός, που τη μετατρέπει σε παραγωγική δύναμη. Οι άνθρωποι που συνθέτουν την κοινωνία, πρέπει ν’ απολαμβάνουν την προσωπική τους ελευθερία, αλλά και να μάθουν ν’ αυτοπεριορίζονται οικειοθελώς σε κάποιες εκδηλώσεις τους, εφόσον τα οφέλη του συστήματος είναι τεράστια. Αν το σύστημα απαιτεί για τη λειτουργία του εξουσία και στις σύγχρονες συνθήκες δούλους, οι ελεύθεροι όταν εργάζονται μέσα σ’ αυτές τις δομές, θα πρέπει να παίρνουν τη θέση των σημερινών δούλων, ώστε να εμποδιστεί η κατάρρευση της δομής.

Αυτό με την πρώτη ματιά φαίνεται άτοπο, αλλά δεν είναι. Για να γίνει αυτό κατανοητό, είναι απαραίτητο ν’ αντιληφθούμε πώς λειτουργεί το κοινωνικό μοντέλο που προτείνει ο Χριστός στο σύνολό του.. θα πρέπει να έχουμε γνώση των όσων αφορούν το σύστημα εξουσίας, σ’ ό,τι αφορά την λειτουργία του, αλλά και γνώση των όσων αφορούν τον άνθρωπο-μέλος, που έχει δικαιώματα κι υποχρεώσεις. Θα πρέπει να μελετήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και να δούμε ποιοι είναι οι παράγοντες, που προκαλούν το σύνολο των άσχημων φαινομένων, που ευθύνονται για τη δυστυχία του ανθρώπου. Η σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών τύπων κοινωνιών και η λειτουργία της στηρίζεται στην ομαλή μετάβαση της εξουσίας από τον ένα τύπο στον άλλο, όποτε αυτό χρειάζεται. Οι βασικοί αυτοί τύποι χρειάζεται: πρώτον, ν’ ανιχνευτούν και δεύτερον, να εξακριβωθούν τα αίτια, που εναλλάσσουν μεταξύ τους την εξουσία και τους επιδιωκόμενους στόχους αυτής της εναλλαγής.

Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα σ’ αυτόν η λύση που αναζητούμε. Η πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας φαινομενικά είναι πολύ μακριά από τον απλό αυτό Λόγο. Ένας απροετοίμαστος, από πλευράς πίστης, είναι αδύνατο ν’ αναζητήσει τη λύση μέσα σ’ αυτόν. Η αναζήτηση της λύσης μας οδηγεί στο βασικό δεδομένο, που είναι ότι ο Χριστός με το Λόγο Του νικά τη δομή της κοινωνίας, τύπου Βαβυλώνας. Αν η σύγχρονη κοινωνία είναι σύνθετη όπως ισχυριζόμαστε, θα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά μέσα σ’ αυτήν οι δύο βασικοί τύποι κοινωνιών, που είναι τα βήματα δύο και τέσσερα. Η δυνατότητα του σύγχρονου συστήματος ν’ αντιστέκεται σε οποιαδήποτε απειλή, αλλά και να διατηρείται πανίσχυρο μέσα στο χρόνο, αποκαλύπτει την ιδιομορφία της δόμησής του.

Η απόλυτη εξουσία βρίσκεται σ’ ένα σύστημα του οποίου η δομή είναι τύπου Βαβυλώνας. Αυτό το σύστημα έχει σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά είναι ευάλωτο σ’ επιθέσεις εναντίον του. Το βάρος των επιθέσεων δέχεται το ελαστικότερο σύστημα του βήματος τέσσερα, που είναι δυνατό να μεταλλάσσεται. Αυτό σημαίνει ότι, αν υπάρχει μία πιθανότητα να νικηθεί το σύστημα, αυτό θα συμβεί μόνον, αν νικηθεί το πιο ισχυρό πλέγμα, που στηρίζει τις εξουσίες. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας νικιέται μόνον κατά τον τρόπο με τον οποίο δομείται. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον είναι γέννημα πνευματικών δικαιωμάτων, μόνο με γνώση ανώτερη από τη γνώση που έχει στην κατοχή της η κοινωνία, μπορεί να νικηθεί. Η κοινωνία του βήματος τέσσερα δεν μπορεί να νικηθεί, γιατί έχει την ιδιότητα να μεταλλάσσεται. Αυτό συμβαίνει, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση και όχι στην απόλυτη, που σημαίνει γνώση για το Θεό. Η σχετική γνώση ανατρέπει μία άλλη και, χωρίς ν’ αλλάζουν τα βασικά στοιχεία της κοινωνίας αυτού του τύπου, εξακολουθεί να δρα αρνητικά για τον ελεύθερο άνθρωπο.

Αυτήν τη σύνθεση κοινωνικών μοντέλων εύκολα μπορεί να τη διακρίνει κάποιος στο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας. Η κοινωνία αυτή λειτουργεί με ψευδοδημοκρατικούς τύπους κι αυτό της δίνει το δικαίωμα να μη φθείρεται.. να μην ανατρέπεται ακόμα κι από ανθρώπους που έχουν μεγάλη γνώση. Αν η λειτουργία αυτής της κοινωνίας στηρίζεται στην εναλλαγή των σχετικών γνώσεων, αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη, εφόσον υπάρξει, θα νικά τη σχετική κι έτσι φυσική συνέχεια θα είναι η οριστική κατάληξη στο βήμα πέντε. Μ’ αυτήν τη λογική η απόλυτη γνώση, αρκεί να νικήσει το πλέγμα στο οποίο στηρίζεται η απόλυτη εξουσία, κι είναι το κοινωνικό μοντέλο της Βαβυλώνας. Από το σημείο εκείνο κι ύστερα το βήμα τέσσερα αυτοκαταργείται. Τη μετάλλαξη του βήματος τέσσερα σε βήμα πέντε την εμποδίζει το μοντέλο της Βαβυλώνας και μόνο που υπάρχει στην κοινωνία. Αν η απόλυτη γνώση δοθεί απευθείας στο βήμα τέσσερα, χωρίς να καταλυθεί η Βαβυλώνα, είναι δυνατόν να μην υπάρξει εξέλιξη. Η αθλιότητα των δούλων είναι θέμα χρόνου να απειλήσει την κοινωνία, αναγκάζοντάς την να ξαναγυρίσει στις παλιές πρακτικές.

Με δεδομένα όλα αυτά βλέπουμε ότι το σύνθετο πρόβλημα, που ονομάζεται κοινωνία, απλοποιείται σημαντικά. Από το σύνθετο πηγαίνουμε στο απλό, που είναι κι ο βασικός στόχος. Αν διαπιστώσουμε πράγματι ότι ακόμα και στα χρόνια μας η απόλυτη εξουσία είναι στα χέρια ανθρώπων, όπως αυτοί που ήταν πολέμιοι του Χριστού, τότε αυτό που μένει, είναι να δούμε την ισχύ του Λόγου του Χριστού που θεωρήσαμε ως τη μόνη, που μπορεί να νικήσει το χειρότερο κι απεχθέστερο κοινωνικό σύστημα.

Ένα σύστημα όπως αυτό της Βαβυλώνας, θα πρέπει να έχει τη μορφή πυραμίδας και να είναι τεράστιο. Η βάση αυτής της πυραμίδας είναι το σύνολο των ανθρώπων, που βρίσκονται κάτω από την εξουσία της και κορυφή της είναι πάντα ένας άρχων. Άρχων είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος του οποίου η ισχύς κι ο λόγος ξεφεύγουν από τ’ ανθρώπινα προσωπικά μέτρα κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να επιβάλλει την άποψή του ακόμα και σ’ αυτούς, που διαφωνούν ή και θίγονται ακόμα. Όταν αναφερθήκαμε στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είπαμε ότι η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Μία κοινωνία πατριαρχική της οποίας η κοινωνική πυραμίδα είναι ακλόνητη και πανίσχυρη, πρέπει να έχει το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο. Υπόβαθρο στην προκειμένη περίπτωση είναι το βασικό κύτταρο, που είναι η οικογένεια. Αν ολόκληρο το σύστημα είναι άρρωστο και προβληματικό, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στη βάση, που είναι η οικογένεια.

Παραπάνω αναφέραμε ότι τα επίπεδα στα οποία πρέπει μία κοσμοθεωρία να δίνει λύσεις είναι δύο. Το βασικό επίπεδο είναι ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και το γενικό επίπεδο είναι αυτό στο οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει σε μία κοινωνική ομάδα ως μέλος ενός συνόλου. Αν υπάρχει πρόβλημα στο σύνολο, κι αυτό το πρόβλημα το γνώριζε ο Χριστός, τότε πρέπει να γνώριζε και το αντίστοιχο της βάσης. Η οικογένεια είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Μέσα σ’ αυτήν αναπτύσσεται και μέσα απ’ αυτήν αντλεί στοιχεία. Ό,τι είναι ο Θεός για την ανθρωπότητα στο σύνολο της, είναι οι γονείς για τον άνθρωπο, που έρχεται στη ζωή. Χωρίς οικογένεια ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, το οποίο είναι απαραίτητο για την τελική Θέωση.

Μέχρι αυτό το σημείο είναι τα πάντα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος είτε καλός είτε κακός, που να μην αντιλαμβάνεται και να μην προωθεί την ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία προσπαθεί πάντα να ωθήσει τους ανθρώπους στη δημιουργία της οικογένειας.. αυτό διαπιστώνεται εύκολα, αν αναζητήσει κάποιος σε ιστορικές πηγές την αντίληψη γι’ αυτό που υπήρχε και υπάρχει σ’ όλων των ειδών τις κοινωνίες. Αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις πιο αυταρχικές κοινωνίες και στις πιο σύγχρονες, αυτό είναι η απόλυτη ταύτιση στην ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία ενδιαφερόταν πάντα κι ενδιαφέρεται ακόμα για την οικογένεια. Η φιλοσοφία επίσης, που προσπαθεί με τον καλύτερο τρόπο να βοηθήσει τον άνθρωπο να μπει στην κοινωνία με τα καλύτερα εφόδια, εξαίρει τη σημασία της οικογένειας. Αν η εξουσία είναι σε διαρκή πάλη κι αντιπαλότητα με κάποιον, αυτός ο αντίπαλος είναι η φιλοσοφία. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει ταύτιση απόψεων κι αυτό σημαίνει ότι κάπου υπάρχει ένα πρόβλημα, που δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Η φιλοσοφία δε συνωμοτεί με την εξουσία κι αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια είναι απαραίτητο στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου.

Όμως η εμμονή της εξουσίας στη δημιουργία της οικογένειας από τους ανθρώπους, είναι το ύποπτο σημείο. Η εξουσία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τον άνθρωπο κι αυτό είναι γνωστό. Όσο πιο αυταρχική είναι η κοινωνία, τόσο πιο πολύ ταλαιπωρεί, όταν δε σκοτώνει τον άνθρωπο. Είναι δυνατόν αυτή η κοινωνία, που δε σέβεται τίποτε, ν’ αγωνιά τόσο για τα εφόδια που θα έχει ο άνθρωπος τη στιγμή που θα ενταχθεί σ’ αυτή; Αυτό είναι αντίφαση, γιατί ένας άνθρωπος που βγαίνει στην κοινωνία με εφόδια, το πρώτο που θα κάνει είναι να την πολεμήσει, εφόσον η εξουσία φέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι η εξουσία κάτι επιδιώκει, αλλά δεν είναι ορατό.

Όταν η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι καθρέφτης της κοινωνίας είναι η οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι μία προβληματική κοινωνία έχει και προβληματικές οικογένειες. Όμως μέσα σε μία οικογένεια τα πράγματα είναι πολύ απλά και βασίζονται κατ’ αρχήν στην αγάπη. Αν η κοινωνία δεν αγαπάει τα παιδιά της και τα σκοτώνει, πρέπει και η οικογένεια να είναι κατ’ ανάγκη σ’ αυτήν τη συχνότητα; Υπάρχει μητέρα, που ζει σ’ αυταρχικό σύστημα και μισεί τα παιδιά που γεννά; Είναι δυνατόν το μίσος της κοινωνίας να μπαίνει μέσα στην οικογένεια και να την εξομοιώνει με την άθλια κοινωνία; Κανείς και με τίποτε δεν μπορεί να ισχυριστεί τέτοιο πράγμα. Ο πατέρας και η μητέρα αγαπούν τα παιδιά τους και θυσιάζονται γι’ αυτά. Καμία συνθήκη δεν μπορεί ν’ αλλάξει αυτά τα δεδομένα και να καταστρέψει τη δομή της. Η οικογένεια όμως δεν έχει ένα επίπεδο αναφοράς, αλλά δύο. Το ένα επίπεδο είναι αυτό που αναφέραμε κι έχει σχέση με τα παιδιά και τους γονείς και τ’ άλλο έχει σχέση με τους γονείς μεταξύ τους. Εφόσον εμείς αναζητούμε πρόβλημα στην οικογένεια, τότε δε θα το αναζητήσουμε στο πρώτο επίπεδο, που είναι αδύνατο να υπάρξει, αλλά στο δεύτερο. Εφόσον ισχυριζόμαστε κι επιμένουμε στην άποψη ότι η προβληματική κοινωνία στηρίζεται στην προβληματική οικογένεια, τότε σίγουρα πρέπει να υπάρχει πρόβλημα και το πρόβλημα αυτό —αν υπάρχει— βρίσκεται στις σχέσεις μεταξύ των γονιών.

Η κοινωνία, η σκληρή και βίαιη στην οποία έζησε ο Χριστός και περιγράφεται στο Ευαγγέλιο, κάθε φορά που απειλείται είναι αδίστακτη. Αυτή η βίαιη συμπεριφορά φτάνει στο αποκορύφωμά της με τη Σταύρωση του Χριστού, ενός ανθρώπου, που με το Λόγο Του την απειλεί. Αν όμως σταθεί κάποιος με μεγαλύτερη προσοχή στα φαινόμενα που περιγράφονται μέσα στο Ευαγγέλιο, θα διαπιστώσει κι ορισμένες άλλες, εξίσου βίαιες εκδηλώσεις αυτής της κοινωνίας. Η γυναίκα η μοιχαλίδα, όπως περιγράφεται μέσα στο Ευαγγέλιο, βρίσκεται κι αυτή πολύ κοντά στο θάνατο. Η αγριότητα της κοινωνίας φαίνεται στη μέθοδο με την οποία εκδηλώνεται. Δεν υπάρχει πιο άγρια μορφή θανάτωσης απ’ αυτή του λιθοβολισμού. Η σταύρωση είναι ποινή θανάτου, που εφαρμόζεται από επαγγελματίες σταυρωτές, που είναι απρόσωποι κι εκτελούν διαταγές. Ο πόνος έχει σχέση με τα καρφιά, που τρυπούν το σώμα κι εκεί εστιάζεται το μαρτύριο για κάποιον που παρακολουθεί την εκτέλεση της ποινής. Από την άλλη πλευρά ο λιθοβολισμός είναι η πιο απάνθρωπη μορφή θανάτωσης. Συμμέτοχος σ’ αυτόν είναι ο κόσμος και κάθε λίθος αντιπροσωπεύει το μίσος και το πάθος αυτού, που τον ρίχνει. Λυσσαλέο πρέπει να είναι το μίσος κάποιου, που συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να συνθλίψει με πέτρες ούτε το δολοφόνο της ίδιας του της μητέρας. Η ανθρώπινη συνείδηση ενός φυσιολογικού ατόμου δεν αντέχει τη θέα του αίματος και της παραμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει από κάθε φραγμό και ν’ αγγίξει τη λύσσα ή την τρέλα, για να συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Αν ο Χριστός καταδικαζόταν σε ποινή θανάτου με λιθοβολισμό, δε θα υπήρχε περίπτωση θανάτωσής Του. Οι άνθρωποι έγιναν όχλος κι απαίτησαν μία ποινή, στην εκτέλεση της οποίας όμως δε θα ήταν κι οι ίδιοι συμμέτοχοι. Ήταν σφάλμα κι αυτό αποδίδεται στην έλλειψη παιδείας. Λίγα λεπτά μετά τον παροξυσμό του όχλου υπήρξαν άνθρωποι, που πραγματικά μετάνιωσαν κι απόρησαν πώς ήταν δυνατό να μπήκαν στη λογική του όχλου. Στην περίπτωση όμως του λιθοβολισμού δεν υπάρχει ενδοιασμός, δεν υπάρχει έλεος. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κτήνη, σ’ ανθρωπόμορφα τέρατα. Ξεδιψούν τα πάθη τους με αίμα.

Η πιο άγρια κοινωνία που προστατεύει τη δομή της, έδειξε το αβυσσαλέο μίσος και πάθος της μόνο σ’ εκείνη την περίπτωση. Γιατί άραγε απειλείται η κοινωνία —εφόσον αυτό δείχνει η συμπεριφορά της— από μία γυναίκα που συνελήφθη για μοιχεία; Ο Χριστός απείλησε ανοιχτά την κοινωνία αυτή και η στάση της ήταν φυσιολογική, αφού υπήρχε άνθρωπος που την πολεμούσε. Πώς όμως απειλεί η μοιχαλίδα την κοινωνία; Τι ήταν αυτό που ξύπνησε την οργή και το πάθος των Ιουδαίων; Ο αρχιερέας Καϊάφας τεκμηρίωσε την άποψή του για την καταδίκη του Χριστού με τη λογική ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού, παρά να χαθεί ένα ολόκληρο έθνος. Η μοιχαλίδα όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταδικάστηκε μ’ αυτήν τη λογική. Μία απλή γυναίκα χωρίς γνώση, χωρίς καν να εναντιωθεί στο σύστημα, έρχεται αντιμέτωπη με τον πιο άγριο τρόπο θανάτωσης. Η πανίσχυρη Βαβυλώνα τρέμει κυριολεκτικά τη μοιχαλίδα κι αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς, είναι να βρούμε το γιατί.

Οι Ιουδαίοι έχουν πάρει γνώση από τον Ίδιο το Θεό μέσω των Εντολών. Μέσα στις Εντολές υπάρχει σαφέστατα η εντολή: “ού μοιχεύσεις”. Για το Θεό η μοιχεία είναι αμαρτία κι ο μοιχός ή η μοιχαλίδα αμαρτωλοί. Στις Δέκα Εντολές όμως, που δόθηκαν από το Θεό στους Ιουδαίους, συμπεριλαμβάνονται κι άλλες Εντολές των οποίων η παράβαση θεωρείται αμαρτία. Δε βλέπουμε όμως να λιθοβολείται κανένας κλέφτης, ούτε καν φονιάς, οι δε ψευδομάρτυρες υπάρχουν παντού και βεβαιώνουν οτιδήποτε βολεύει τους κρατούντες. Καμία παράβαση δεν τιμωρείται με τόσο μίσος και τόσο πάθος. Τι είναι αυτό που κάνει την παράβαση αυτής της εντολής αιτία αυτής της τρομερής τιμωρίας; Τι δεν ανέχονται οι Ιουδαίοι; Η μοιχεία είναι ένα σημαντικότατο πρόβλημα, που αφορά και την κοινωνία και τους ανθρώπους. Σ’ ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα έπρεπε, όπως κι έγινε, να πάρει θέση ο Χριστός και η θέση αυτή να είναι η τέλεια και για τους ανθρώπους και για την κοινωνία.

Όμως πριν δούμε ποια είναι αυτή η θέση, πρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα πράγματα. Η εξουσία, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, ωθεί τον άνθρωπο στη δημιουργία οικογένειας. Η μοιχεία χαλάει την οικογένεια κι αυτό είναι κατανοητό από το σύνολο των ανθρώπων. Το τρομερό ενδιαφέρον όμως της κοινωνίας για την τιμωρία της μοιχείας δεν μπορεί να εξηγηθεί. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εξαιτίας των επιλογών του συστήματος και δε μετάνιωσε κανένας απ’ αυτούς, που προκάλεσαν αυτές τις συμφορές. Το σύστημα οργίζεται κι απειλεί, μέσω συγκεκριμένων δομών, όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν το γάμο ή έστω ζητούν τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Πώς είναι δυνατό μία εξουσία που για να ικανοποιήσει τα σχέδια της, δε διστάζει να θυσιάσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, να μη νομιμοποιεί τις αμβλώσεις δείχνοντας μία τουλάχιστον ύποπτη ευαισθησία;

Για να καταλάβει ο αναγνώστης πώς λειτουργεί η σύνθετη κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, ας σκεφτεί το εξής απλό: έστω ότι υπάρχει ένας πολιτικός —που την εξουσία του ως γνωστό την παίρνει μέσω εκλογής και όχι ελέω πνευματικών δικαιωμάτων— και παίρνει θέση υπέρ των αμβλώσεων, που είναι ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Ποιος θα ξεσηκωθεί πρώτος; Ποιος θα κατηγορήσει μ’ όλη του τη δύναμη αυτόν τον άνθρωπο και θα καταφέρει —όπως καταφέρνει πάντα— να τον φιμώσει; Θα αναφερθούμε αργότερα σ’ αυτόν τον κάποιον που είναι εύκολο ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης. Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι η εξουσία, που έχει τα χαρακτηριστικά της ψευδοδημοκρατίας, ανέχεται, εφόσον ασκείται από ανθρώπους που εκλέγονται από το λαό, μερικά πράγματα, που γι’ άλλους φορείς είναι εγκλήματα αποτρόπαια. Οι φορείς αυτοί είναι οι ζητούμενοι μέσα στη σύνθετη κοινωνία κι έχουν τα χαρακτηριστικά που μας ενδιαφέρουν: πνευματικά δικαιώματα κι εκτός λογικής θυμό, σε θέματα που αφορούν το γάμο, τον έρωτα και τη μοιχεία.

Η μοιχεία είναι ένα πρόβλημα, που αφορά και τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς της κοινωνίας. Τι είναι όμως μοιχεία; Πότε υπάρχει μοιχεία; Θεωρητικά όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό και πριν δούμε ποια είναι η γνώση, που μας δόθηκε μέσω του Χριστού, πρέπει πρώτα να δούμε τι έχει ο κάθε άνθρωπος υπόψη του για τη μοιχεία, που είναι κι άποψη του συνόλου. Οι άνθρωποι στη ζωή τους, ζουν στην πλειοψηφία τους σε δύο στάδια. Ένα στάδιο είναι αυτό που είναι ελεύθεροι από πλευράς πλαισίου γάμου κι ένα δεύτερο αυτό του έγγαμου βίου. Μοιχεία στο πρώτο στάδιο δε νοείται. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος κι ελεύθερα αποφασίζει. Μοιχός ή μοιχαλίδα χαρακτηρίζεται μόνον το άτομο, που έχει περάσει στο δεύτερο στάδιο. Ο ελεύθερος που έχει κρυφό δεσμό με παντρεμένη, μπορεί να χρεωθεί μ’ οποιονδήποτε χαρακτηρισμό, αλλά όχι μ’ αυτόν του μοιχού. Μοιχός είναι αποκλειστικά αυτός, που κατηγορείται γι’ απιστία, εφόσον είναι έγγαμος. Μοιχεία θεωρείται η πράξη και όχι η σκέψη. Μπορεί κάποιος να είναι μοιχός για όλη του τη ζωή, χωρίς ποτέ να χαρακτηριστεί μ’ αυτόν τον τρόπο από το σύστημα και την κοινωνία. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αφού δεχόμαστε το Λόγο του Χριστού, που μας βεβαιώνει ότι και μόνο να επιθυμήσει κάποιος μία γυναίκα που βλέπει διαπράττει μοιχεία.

Το σύστημα όμως δε φιλοσοφεί, ούτε ασχολείται με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Το μόνο που το ενδιαφέρει πραγματικά, είναι να υπάρχει και να εξουσιάζει. Η άποψη του κόσμου για την μοιχεία είναι η παραπάνω κι είναι η άποψη που εκφράζει και το σύστημα. Μοιχός και μοιχαλίδα είναι οι έγγαμοι, που απιστούν και κατά προέκταση είναι επίορκοι, εφόσον έχουν δώσει όρκους πίστης μέσω της γαμήλιας τελετής. Εδώ πρέπει να τονιστεί και το ενδιαφέρον στοιχείο ότι η κοινωνία εξαντλεί όχι μόνον την ευαισθησία της, αλλά και τη σκληρότητά της ως προς το αμάρτημα της μοιχείας, μόνον από την πλευρά της γυναίκας. Η μοιχαλίδα γυναίκα, κρίνεται και κατακρίνεται μέσα σε μία κοινωνία στην οποία, από τον καιρό που δημιουργήθηκε μ’ αυτήν τη μορφή, τα πορνεία είναι οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις. Η μοιχεία του άντρα όχι μόνο δεν κατακρίνεται από την κοινωνία, αλλά αντίθετα μεταξύ των αντρών —που έχουν και την εξουσία στα χέρια τους— η απόλαυση του έρωτα πέρα από τα συζυγικά όρια θεωρείται προσόν και δείγμα αντρισμού.

Η κοινωνία παρακολουθεί πάντα τη γυναίκα κι αυτήν κατακρίνει, άσχετα αν υπάρχουν χίλιοι σοβαροί λόγοι, που μπορούν να αιτιολογήσουν αυτήν την πράξη. Η γυναίκα που μπαίνει στην κοινωνία του γάμου, δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος, αφού δεν έχει το δικαίωμα να λειτουργήσει ως άνθρωπος.. εφόσον δεν έχει το δικαίωμα να σκέφτεται. Οι λόγοι που προαναφέραμε, που μπορεί να είναι καθ’ όλα υπαρκτοί και λογικοί, δε λογαριάζονται από κανέναν, επειδή δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η γυναίκα, στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είναι μία μηχανή παραγωγής ανθρώπων, όσον αφορά την κοινωνική της υπόσταση και η πιο οικονομική οικιακή βοηθός κι ερωμένη του άρχοντα άντρα. Η τραγική ειρωνεία είναι το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες είναι αυτές που στηρίζουν τις δομές, που τις ταπεινώνουν και τις μεταμορφώνουν σ’ άβουλα όντα.

Η άποψη του Χριστού πάνω στο θέμα της μοιχείας είναι σχετικά κατανοητή για κάποιον, που έχει στοιχειώδη γνώση για τη φιλοσοφία και βρίσκεται έξω από το σύστημα εξουσίας. Το τελευταίο σημαίνει ότι μπορεί να εκφέρει άποψη, χωρίς να κινδυνεύει να τιμωρηθεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί το σύστημα. Επιπλέον πρέπει και η ηλικία του να ευνοεί μία τέτοιου είδους φιλοσοφία και θα δούμε γιατί.

Στο Λόγο του Χριστού, πολύ κοντά στη “μοιχεία”, υπάρχει και μία έννοια, που στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου βρίσκεται πολύ μακριά από την “απιστία”. Είναι η έννοια “πορνεία”. Σε καμία περίπτωση αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να έχουν σχέση μεταξύ τους για κάποιον που τις γνωρίζει, όπως τις παρουσιάζουν τα λεξικά όλων των γλωσσών. Ο Χριστός όμως αναφέρεται σ’ αυτή κι εμείς με τη σειρά μας πρέπει να προβληματιστούμε. Πορνεία στη σύγχρονη εποχή, σημαίνει αποκλειστικά την “παράδοση προς συνουσία της γυναικός επ’ αμοιβής”. Πόρνη για εμάς τους σύγχρονους είναι η γυναίκα που μπορούμε ν’ απολαύσουμε σεξουαλικά, όποτε αυτό μας ικανοποιεί, με μοναδική δέσμευση από μέρους μας την πληρωμή αμοιβής, της οποίας το ύψος είναι προκαθορισμένο.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί στο Λόγο Του ο Χριστός αναφέρει ορισμένα πράγματα που κατ’ αρχήν φαίνονται περίεργα. Ο Χριστός λέει: (Ματθ. 19.9) “λέγω δε υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού ει μη επί πορνεία και γαμήση άλλην, μοιχάται..” (Σάς λέγω δέ, ότι εκείνος, πού θά χωρίση τήν γυναίκα του, εκτός ένεκα πορνείας, και νυμφευθή άλλην, αυτός διαπράττει μοιχείαν.). Ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί κάποιος να χωρίσει τη γυναίκα, σύμφωνα με το Χριστό, είναι αυτός της πορνείας. Αν η “πορνεία” έχει αυτήν την έννοια, την οποία εμείς γνωρίζουμε, τότε στην ουσία δεν επιτρέπεται να χωρίζει ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση. Σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ατόμων που συνθέτουν μία κοινωνία, οι γυναίκες αυτού του είδους είναι απειροελάχιστες. Ο Χριστός όμως σ’ ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, πήρε θέση μόνο για το απειροελάχιστο; Ελεύθεροι από τα δεσμά του γάμου είναι αυτοί, που είναι νυμφευμένοι με πόρνες ή μ’ αυτήν την έννοια ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι άλλο, το οποίο εμείς δε γνωρίζουμε; Γιατί ο Χριστός συνδέει την πορνεία με τη μοιχεία; Γιατί κάποιος, που χωρίζει για οποιονδήποτε άλλο λόγο τη γυναίκα του, μοιχάται;

Στη σύγχρονη κοινωνία η μοιχεία είναι λόγος διαζυγίου, ενώ η Καθολική εκκλησία σπάνια συνηγορεί στην έκδοση διαζυγίου για οποιονδήποτε λόγο. Μήπως όλοι οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το Θεό και το Λόγο του και μόνον η Καθολική εκκλησία τον σέβεται; Η κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός, έδινε το δικαίωμα να χωρίζει ο άντρας τη γυναίκα του κι αυτό, όπως ο Χριστός μάς λέει, έγινε εξαιτίας της σκληροκαρδίας των ανθρώπων. Αν όμως συμβαίνει κι έχει ισχύ αυτό, ο άντρας ο οποίος έχει αυτό το δικαίωμα, γιατί δε χωρίζει τη γυναίκα του, όταν αυτή συλλαμβάνεται για μοιχεία και την παραδίδει στον όχλο για λιθοβολισμό; Μπορούσε κάλλιστα ο σύζυγος της μοιχαλίδας, από ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους να τη χωρίσει κι ελεύθερη πλέον η γυναίκα να γλιτώσει και τη ζωή της και τον εξευτελισμό. Όμως όλα αυτά, που φαίνονται τόσο λογικά κι απλά, δε συμβαίνουν. Συμβαίνουν τα παράλογα κι απάνθρωπα κι αυτό είναι που πρέπει να μας προβληματίζει. Στην κοινωνία αυτού του τύπου, ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του κι αυτό βεβαιώνεται με το νόμο, που παραδόθηκε από το Μωυσή. Η γυναίκα όμως από την πλευρά της τι είναι δυνατό να πράξει; Ποια γυναίκα, εφόσον η επιθυμία της για έναν άλλο άντρα είναι τόσο δυνατή, ώστε να ξεπερνά το φόβο του λιθοβολισμού, αλλά και τον πολύ σημαντικό για τη γυναίκα εξευτελισμό, δε θα χώριζε τον άντρα της; Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η γυναίκα δεν μπορεί, σ’ αυτήν τη μορφή κοινωνίας, να δράσει ως ελεύθερος άνθρωπος και ν’ αποφασίσει η ίδια για το προσωπικό της μέλλον. Στο Λόγο Του όμως ο Χριστός για την περίπτωση του χωρισμού, αναφέρει και την περίπτωση να χωρίσει η γυναίκα τον άντρα, που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάτι, το οποίο δεν υφίσταται στην κοινωνία αυτού του τύπου.

Θα εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά τους και θα δούμε ακριβώς τι συμβαίνει. Η κοινωνία της Βαβυλώνας είναι η πατριαρχική κοινωνία στο ύψιστο σημείο της. Υπάρχουν ιστορικές πηγές, μέσα από τις οποίες μπορούμε ν’ αντλήσουμε στοιχεία και μ’ αυτά ακριβώς να βαδίσουμε. Η κοινωνία, όπως γνωρίζουμε, ωθεί τους ανθρώπους στη δημιουργία οικογένειας κι αυτό δε γίνεται με τρόπο αφηρημένο, εφόσον υπάρχουν νόμοι, μέσω των οποίων διακρίνεται μία οικογένεια ως νόμιμη ή μη. Η “νόμιμη” οικογένεια ξεκινά από ένα “νόμιμο” γάμο. Ο γάμος δεν έχει σχέση με τη θρησκεία και τη συγκεκριμένη ιεροτελεστία, που ακολουθείται. Γάμος σημαίνει σε κάθε περίπτωση την ένωση δύο ανθρώπων, που οδηγούνται στη δημιουργία της οικογένειας κι αυτήν την ένωση την εγκρίνει η κοινωνία. Όμως για να εγκρίνει κάτι η κοινωνία, πρέπει να το ελέγχει.. έτσι ένας γάμος, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κάθε λαού (κουλτούρα, παιδεία), λειτουργεί ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν δικαιώματα κι υποχρεώσεις.

Χωρίς να εξετάσουμε καν την περίπτωση του έρωτα, πηγαίνουμε κατ’ ευθείαν στην περίπτωση του νόμιμου γάμου, όπως τον αντιλαμβάνονταν στη Βαβυλώνα. Η πανίσχυρη πατριαρχία μεταβιβάζει τα δικαιώματά της από την κορυφή προς τη βάση. Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυθαιρετεί ο βασιλιάς, αυθαιρετεί κι ο πατέρας της οικογένειας. Ο θηλυκός άνθρωπος, η γυναίκα, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα που ο κάθε άντρας έχει, έστω και στοιχειωδώς, να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει. Ο πατέρας ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος που διέθετε —δεν είναι ούτε υπερβολή ούτε προσβολή για τις γυναίκες— και με ύφος εμπόρου, δεχόταν τις προτάσεις και τις σκεφτόταν με τα κριτήρια που αυτός είχε. Αν η κόρη του ήταν όμορφη, ήταν μία καλή περίπτωση γι’ αυτόν ν’ ανεβεί κοινωνικά, εφόσον ο γαμπρός θα ήταν η καλύτερη επιλογή με βάση τα κοινωνικά κριτήρια κι επιπλέον η προίκα, για μία τέτοια περιζήτητη κοπέλα, θα έπεφτε σε δεύτερη μοίρα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο πατέρας θεωρούνταν τυχερός, αφού ξεφορτωνόταν με μεγάλη άνεση ένα μεγάλο πρόβλημα. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η γυναίκα δεν ήταν και τόσο εμφανίσιμη και φτωχιά, ήταν χειρότερη ως συναλλαγή κι από ένα ζώο. Ο καθένας μπορούσε να τη ζητήσει και να την πάρει. Νέος, γέρος, κουτσός, στραβός, όλοι είχαν θέση σ’ αυτήν την ευτελή —από άποψης αξίας προϊόντος— συναλλαγή. Όλες οι άλλες περιπτώσεις βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα.

Όλα αυτά τα γελοία και ταπεινωτικά, που φαίνονται αρκετά μακριά από τη σημερινή εποχή, αν ψάξει κάποιος, θα δει ότι συνέβαιναν φανερά μέχρι πριν από ορισμένες δεκαετίες και κρυφά ακόμα και στις μέρες μας. Αφού λοιπόν συμβεί όλο το προηγούμενο σκηνικό της συναλλαγής και με τις ευχές της κοινωνίας πλέον, έχουμε δύο ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν οικογένεια. Τι είδους οικογένεια μπορούν να δημιουργήσουν δύο άνθρωποι από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον, όχι μόνο δε ρωτήθηκε, αλλά και υπάρχει πιθανότητα να συμβιβάστηκε ακόμα και με τη βία; Πάλι θα εξετάσουμε τ’ άκρα και θα θεωρήσουμε ότι τα ίδια συμβαίνουν και στο ενδιάμεσο. Η όμορφη κοπέλα, ένας πραγματικός ανθός, ένας πραγματικός ύμνος προς το Δημιουργό, σύρεται κυριολεκτικά σε γάμο μ’ έναν άνθρωπο που στην καλύτερη περίπτωση απλά δεν τον ξέρει κι είναι ανεκτός και στη χειρότερη μ’ ένα βρωμερό και χυδαίο άντρα, που με τα λεφτά του έχει συνηθίσει ν’ αγοράζει τα πάντα. Τι είδους οικογένεια μπορούν να φτιάξουν αυτοί οι δύο άνθρωποι;

Ένας άνθρωπος που ζει μέσα σε μία κοινωνία, δέχεται διάφορα ερεθίσματα και το πιο σημαντικό όλων αυτών είναι ο έρωτας. Ο έρωτας χτυπά αδιάκριτα και δεν ξεχωρίζει ούτε έγγαμους ούτε άγαμους. Οι άνθρωποι αγαπιούνται μεταξύ τους κι αυτό το δέχονται οι πάντες. Η νεαρή κοπέλα ως άνθρωπος, το πιθανότερο είναι να ήταν ερωτευμένη μ’ αυτόν που η ίδια ήθελε. Όταν όμως ο γάμος είναι μία καθαρά οικονομική συναλλαγή, αυτή δεν ερωτάται κι ούτε προβληματίζει κανέναν τι ακριβώς σκέφτεται η ίδια. Ο έρωτας είναι όμως ανίκητος και βασανίζει αυτόν που δεν τον σέβεται μέρα και νύχτα. Ιδιαίτερα τη νύχτα, γιατί εκείνη την ώρα καλείται η γυναίκα αυτή να είναι συνεπής στις συζυγικές της υποχρεώσεις, που τη φέρνουν στο ίδιο κρεβάτι μ’ έναν τρισάθλιο άνθρωπο, που την αγόρασε στην κυριολεξία και γκρέμισε ό,τι πιο όμορφο είχε κτίσει μέσα στην ψυχή της.

Μένουμε στο συναίσθημα εκείνης της ώρας, για να εξετάσουμε και το άλλο άκρο. Η ομορφιά αναφέραμε ότι είναι ένας ύμνος προς το Δημιουργό, αλλά δεν υπάρχει καμία πρόθεση να προσβάλλουμε και να υποτιμήσουμε την κοπέλα, που από άποψης ομορφιάς υστερεί. Η ομορφιά είναι δώρο κι είναι ευχαρίστηση να βλέπει κάποιος τους όμορφους ανθρώπους. Ο Δημιουργός όμως δεν είναι άδικος με κανέναν κι αυτό φαίνεται στο σημείο ότι ο έρωτας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομορφιά. Οι όμορφοι δεν ερωτεύονται μεταξύ τους, όπως δεν ερωτεύονται μεταξύ τους αποκλειστικά οι όχι και τόσο εμφανίσιμοι. Με την ίδια λογική και το δεύτερο κορίτσι της υπόθεσής μας ήλπιζε κι ονειρευόταν τον άντρα της ζωής της όμορφο, γλυκό, καλό κι αυτό που γεύεται, είναι η πίκρα της συμβίωσης μ’ έναν άνθρωπο, που κι αυτός ευθυγραμμιζόμενος με την όλη κατάσταση, δεν παύει ποτέ να της δείχνει ότι ήταν αυτή μία επιλογή ανάγκης, εφόσον στην κοινωνία της Βαβυλώνας όποιος έχει λεφτά αγοράζει την ομορφιά. Κι αυτή η κοπέλα το βράδυ καλείται με τη σειρά της να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Το κρεβάτι, όπου δύο άνθρωποι πρέπει να γεύονται τη χαρά του έρωτα, γίνεται και στις δύο περιπτώσεις κρεβάτι μαρτυρίου, θυμού και μίσους. Εφόσον και οι δύο οι ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν εδώ, απ’ αυτό το σημείο εξετάζουμε τη γυναίκα μέσα στο πλαίσιο, που λέγεται έγγαμος βίος.

Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι αυτό σημαίνει ότι στα ίδια ερεθίσματα αντιδρούν διαφορετικά. Το ισχυρότερο ερέθισμα είναι ο έρωτας. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε ώρα και στιγμή κι είναι υπεράνω των πάντων. Δεν τον σταματά ούτε ο νόμος ούτε ο φόβος και προπαντός η λογική. Μία γυναίκα όπως η παραπάνω, ζει μέσα στην κοινωνία κι αυτό είναι δεδομένο. Βλέπει, ακούει, αισθάνεται. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον ζει σε μία κοινωνία ανθρώπων κι ο γάμος της είναι ένας γάμος συναλλαγής και τίποτε άλλο, είναι ευάλωτη, αφού η καρδιά η ψυχή και το μυαλό της είναι ελεύθερα στον έρωτα. Άλλες γυναίκες σκέφτονται με γνώμονα τη λογική και κρατούν αυτόν τον έρωτα μέσα τους, χωρίς να τον εκδηλώνουν κι άλλες παρασύρονται απ’ αυτόν και τον ακολουθούν. Οι πρώτες δηλητηριάζονται απ’ αυτό το πανίσχυρο συναίσθημα κι οι δεύτερες παίρνουν ρίσκο.

Η γυναίκα που ακολουθεί τον έρωτα, είναι η γυναίκα που καλείται ο Χριστός να κρίνει κι είναι η “μοιχαλίς” του Ευαγγελίου. Το δεδομένο μας τώρα είναι ότι η γυναίκα αυτή είναι ερωτευμένη μ’ αυτόν με τον οποίο συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Αυτό είναι σίγουρο, γιατί αν ήθελε ν’ απολαύσει σαρκικό έρωτα —χωρίς να παρεμβάλλεται ο πραγματικός έρωτας— μπορούσε απλούστατα να το κάνει και με τον άντρα της, χωρίς να διακινδυνεύσει ούτε τη ζωή της ούτε την υπόληψή της. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Πιο πάνω είδαμε ότι, εφόσον δεν εναπόκειται στη θέληση του άντρα, δεν μπορεί να υπάρξει διαζύγιο.

Από το σημείο αυτό παύει να πρωταγωνιστεί η γυναίκα κι εμφανίζονται άλλοι πρωταγωνιστές. Ο “ατιμασμένος” άντρας κι όλο αυτό το κακό συναπάντημα που ονομάζεται όχλος κι απαιτεί το λιθοβολισμό. Ο άντρας μπορεί να την προστατεύσει, αλλά δεν το κάνει. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άντρας είναι πονηρός και καταλαβαίνει πλέον ότι έχει χαθεί το παιχνίδι γι’ αυτόν και το μόνο που του απομένει ως ικανοποίηση, είναι να τιμωρηθεί η γυναίκα. Ο άντρας αγόρασε στην ουσία τη γυναίκα κι ο ρόλος της κοινωνίας είναι να προστατεύει αυτήν την αγορά. Όταν η γυναίκα κατορθώνει και καταλύει αυτήν την άθλια φυλακή που της έχει επιβληθεί, τότε πια είναι ανεξέλεγκτη και πανίσχυρη. Ο θλιβερός άντρας τότε αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει πλέον όφελος κι επιζητά την τιμωρία της. Ο όχλος που τον ακολουθεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο όμοιων μ’ αυτόν ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί ζούνε παρόμοιες καταστάσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τρομάζουν τις δικές τους ζωντανές ιδιοκτησίες. Την απαιτούμενη κάλυψη δίνει το κοινωνικό σύστημα —που ειδικότερα στην κοινωνία των Ιουδαίων— έχει τη μορφή της θείας επιταγής. Όχι μόνον κάνουν κάτι το οποίο είναι δίκαιο για τ’ ανθρώπινα μέτρα, αλλά εκτελούν κάτι ανώτερο, όπως είναι η θεία εντολή. Αν προσπαθήσει κάποιος να διακρίνει πρόσωπα ανάμεσα στον όχλο, θα δει και πάλι τους πρεσβύτερους να πρωτοστατούν.

Εδώ γεννιέται κι ένας άλλος προβληματισμός. Εφόσον οι Ιουδαίοι τιμωρούν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μοιχεία, που πραγματικά είναι αμαρτία, αφού το είπε ο Θεός, γιατί έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά; Αν η μοιχαλίδα γυναίκα είναι μία φορά αμαρτωλή, η επαγγελματίας πόρνη μ’ αυτήν τη λογική είναι χίλιες. Πριν αφήσουν τις πέτρες, έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία τους προς το πλησιέστερο πορνείο και με τις ίδιες πέτρες να λιθοβολήσουν και τις πόρνες. Τι συμβαίνει; Γιατί δεν το κάνουν; Σκοτώνουν μία γυναίκα, που μπορεί να είναι και μητέρα, επειδή δεν μπόρεσε να νικήσει τον έρωτα κι αφήνουν να ζουν οι πόρνες, που εκμεταλλεύονται τον έρωτα; Ας υποθέσουμε ότι συνεχίζουν το δρόμο τους και φτάνουν έξω από ένα πορνείο. Βάλλουν κατά του πορνείου με τους λίθους και το αποτέλεσμα είναι γνωστό, γνωστότατο… εξέρχονται μαινόμενοι άντρες από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, που, αν δε βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο πορνείο, σίγουρα θα ήταν παρόντες στο λιθοβολισμό της άπιστης και σίγουρα θα μιλούσαν για ηθική και τάξη και, το χειρότερο, για το Θεό. Εκτός βέβαια από τους πελάτες, θα εξέρχονταν και οι ιδιοκτήτες, που κι αυτοί απολαμβάνουν τιμές σε μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, εφόσον η δουλειά τους είναι οικονομικά αποδοτική και τους επιτρέπει επίσης μέσω “εξυπηρετήσεων” να έχουν ισχυρούς και πιστούς φίλους. Αυτή είναι η πορεία, που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε ποτέ στη Βαβυλώνα. Όλα αυτά τα τόσο απάνθρωπα και τα τόσο φαινομενικά μακρινά είναι δίπλα μας και περιμένουν να μας εξουσιάσουν, να μας ελέγξουν, να μας βασανίσουν. Η διαφορά είναι ότι οι λίθοι έγιναν λόγια κι ο λιθοβολισμός είναι η κριτική τρίτων πάνω σε θέματα, που αφορούν την προσωπική ζωή του καθενός.

Ο τέλειος Χριστός πώς δίνει το φως Του σ’ όλα αυτά τα τραγικά συμβάντα; Η θεωρία υποστηρίζει ότι η θέση Του είναι τέλεια και δεν επιδέχεται βελτίωση, εφόσον είναι ο Ίδιος ο Υιός του Θεού. Δεν καταλαβαίνει το δίκιο των γυναικών, δεν αναγνωρίζει τον ανθρώπινο πόνο; Δε βλέπει τους υποκριτές, που ευκαιρία ψάχνουν να βασανίζουν; Τι σημαίνει αλήθεια “ει μη επί πορνεία” (εκτός ένεκα πορνείας); Μήπως δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις ή μήπως είμαστε τυφλοί, αφήνοντας τους άθλιους να μάς τις ερμηνεύουν; Ο Χριστός στο Λόγο Του μάς λέει ότι ο μόνος λόγος, εξαιτίας του οποίου μπορούμε να χωρίσουμε τη γυναίκα μας, είναι αυτός της πορνείας. Η γυναίκα πρέπει να είναι πόρνη. Δε μας λέει, κι αυτό εξαιτίας του Σχεδίου, πότε μία γυναίκα είναι πόρνη αλλά αντίθετα μάς λέει πότε δεν είναι κι αυτή είναι η άκρη του νήματος. (Ματθ. 5.32) “Εγώ δε λέγω υμίν ότι ός αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτή μοιχάσθαι,” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι όποιος χωρίση τήν σύζυγόν του εκτός ένεκα πορνείας, αυτός την αναγκάζει να διαπράξη μοιχείαν). Λίγο πιο πάνω ο Χριστός προσδιορίζει τη μοιχεία ως εξής: (Ματθ. 5.28-5.29) “Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτή εν τη καρδία αυτού.” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι κάθε άνθρωπος πού βλέπει μιά γυναίκα καί τήν επιθυμεί, ήδη διέπραξε μέ αυτήν μοιχείαν μέσα στήν καρδιά του.). Ο Χριστός χρησιμοποιεί αυτόν τον προσδιορισμό για την έννοια “μοιχεία”, που είναι και βαθύτερος και γενικότερος. Χρησιμοποιεί όμως περιέργως την έννοια “πας” και όχι “άντρας”, ενώ στον προσδιορισμό της γυναίκας είναι σαφέστατος.

Ο Λόγος του Χριστού είναι πλήρης και κλειδωμένος. Αυτό σημαίνει ότι για ν’ αποδοθεί στο πλήρες εύρος του, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκλειδωθεί. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρανόησης. Άνθρωπος λοιπόν είναι αυτός που επιθυμεί και άνθρωπος είναι και η γυναίκα επίσης. Όπως επιθυμεί ο άντρας, μ’ όμοιο τρόπο επιθυμεί και η γυναίκα. Αυτό ισχύει βέβαια ποιοτικά και όχι ποσοτικά, γιατί ο άντρας λόγω της φύσης του που θα εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο μπορεί να επιθυμήσει, εφόσον δεν έχει ενωθεί, όπως ενώνει ο Θεός, οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του. Ο μοιχός ή η μοιχαλίδα κατά το Χριστό, είναι αυτός, που επιθυμεί κάτι που προφανώς δεν έχει ή κάτι που απαγορεύεται ν’ αποκτήσει. Αν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της, δεν είναι μοιχαλίδα, ενώ αν επιθυμεί κάποιον άλλο κι είναι παντρεμένη, τότε αυτόματα και χωρίς να προηγηθεί η ερωτική πράξη, είναι μοιχαλίδα, σύμφωνα πάντα με το Χριστό.

Υποθέτουμε ότι βρισκόμαστε στην περίπτωση στην οποία μία γυναίκα παντρεμένη επιθυμεί κάποιον τρίτο. Σε δεύτερη φάση ο Χριστός λέει ότι όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, “εκτός ένεκα πορνείας”, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα. Αν ο άντρας αυτός αποφασίσει, για λόγους διάφορους κι άσχετους με την πίστη, να χωρίσει τη γυναίκα του, τότε τι συμβαίνει; Η γυναίκα μένει ελεύθερη κι, αν ο τρίτος είναι ελεύθερος, τότε κατευθύνεται προς αυτόν, εφόσον εκείνον ήθελε ακόμα και πριν χωρίσει… επομένως δεν έχουμε μοιχεία, αφού η γυναίκα ενώνεται με κάποιον με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Χριστός κάτι άλλο εννοεί. Σύμφωνα με το Λόγο Του, όταν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της και τον αγαπά, αν αυτός τη χωρίσει, τότε και μόνον τότε την αναγκάζει σε μοιχεία, εφόσον μ’ όποιον και να πάει, μόνον τον άντρα της θα επιθυμεί και θα σκέφτεται. Σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται πραγματικά τι εννοεί ο Χριστός, όταν μιλά για τη σκληροκαρδία. Είναι σκληρόκαρδος ο άντρας, που χωρίζει τη γυναίκα που αγαπά και τον αγαπά για λόγους διάφορους της αγάπης.

Σύμφωνα πάντα με το Χριστό, εδώ βλέπουμε να προκύπτει κάτι άλλο. Ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του μόνο για λόγους πορνείας. Σ’ αντίθετη περίπτωση την αναγκάζει σε μοιχεία. Εμείς ανακαλύψαμε μία περίπτωση στην οποία γι’ άλλους λόγους χώρισε κάποιος τη γυναίκα του, χωρίς να την αναγκάσει να γίνει μοιχαλίδα. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός κάνει λάθος ή μήπως τίποτε άλλο; Αυτό το άλλο σημαίνει ότι δε γνωρίζουμε τι σημαίνει πορνεία. Ο όρος “πορνεία” που γνωρίζουμε σήμερα, έχει σχέση με την αλήθεια, αλλά είναι πολύ μικρός όσον αφορά το εύρος του.

Η περίπτωση της γυναίκας που μετά το χωρισμό της, φαινομενικά όχι για λόγους πορνείας, δε γίνεται μοιχαλίδα, ρίχνει φως σ’ ένα πραγματικά σκοτεινό σημείο. Εφόσον η γυναίκα αυτή, όταν τη χωρίζει ο άντρας της δε γίνεται μοιχαλίδα, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν τη χωρίζει; Ζει μέσα σ’ ένα πλαίσιο, όπως είναι ο γάμος, αλλά αυτή επιθυμεί κάποιον άλλο έξω απ’ αυτό το πλαίσιο. Αυτό τη χαρακτηρίζει ως μοιχαλίδα και μόνο ως σκέψη. Μία γυναίκα, σύμφωνα με τη λογική, θέλει να κάνει έρωτα μ’ αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη και με κανέναν άλλο. Στην περίπτωσή μας όμως η γυναίκα, λόγω της δέσμευσης του γάμου, είναι αναγκασμένη από τα δεδομένα να είναι συνεπής σ’ αυτές που αποκαλούνται συζυγικές υποχρεώσεις. Είναι αναγκασμένη να κάνει έρωτα όχι μ’ αυτόν που επιθυμεί, αλλά με κάποιον άλλο, έστω κι αν αυτός ο άλλος θεωρείται νόμιμος σύζυγος. Σημασία έχει ότι κάνει έρωτα, χωρίς αυτό να είναι επιθυμία της, για κάποιους λόγους άσχετους με τον πραγματικό έρωτα.

Η πόρνη που ζει κι εργάζεται στο πορνείο, τι διαφορετικό κάνει; Η μόνη διαφορά είναι ότι το σύνολο των λόγων έχει να κάνει αποκλειστικά με τη χρηματική αμοιβή. Σύμφωνα μ’ όλα αυτά, αν πόρνη είναι μία γυναίκα, που παραχωρεί το κορμί της προς σεξουαλική ικανοποίηση σε κάποιον τρίτο πέραν του άντρα που είναι ερωτευμένη, τότε πόρνες δεν είναι μόνον αυτές που εκμεταλλεύονται τον έρωτα, αλλά και οι γυναίκες που είναι καθ’ όλα νόμιμες σύζυγοι ενός νόμιμου γάμου, όταν κάνουν έρωτα με το νόμιμο σύζυγό τους, εφόσον δεν είναι ερωτευμένες μαζί του.

Όλα αυτά φαίνονται κάπως περίεργα και, για να υπάρξει πλήρης κατανόησή τους, πρέπει ν’ αναζητήσουμε πάλι τη βοήθεια του Χριστού μέσα από το Λόγο Του. Όταν οι Φαρισαίοι Τον ρωτούν, αν επιτρέπεται να χωρίζει κάποιος τη γυναίκα του, ο Χριστός απαντά τουλάχιστον μυστηριωδώς. Ξεκινά την απάντησή Του αναφερόμενος σε χρόνο, που καλύπτει το χρόνο ύπαρξης των προπατόρων και του Μωυσή. Δεν αναφέρεται ούτε στον Αβραάμ ούτε σε κανέναν άλλο, που κι αυτοί άφησαν λόγο σχετικό μ’ αυτό το θέμα. Ο Χριστός αναφέρεται σε χρόνο πολύ κοντά στη Δημιουργία.

Αν εξετάσει κάποιος το σύνολο των δεδομένων, που έχουν συγκεντρωθεί κι είναι επιστημονικά αξιόπιστα, τότε θα δει ότι η πατριαρχία ξεκινά πολύ αργότερα από τη μητριαρχία, που ως εκ τούτου είναι πιο κοντά στη Δημιουργία. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι κατ’ εξοχήν πατριαρχική κι ο γενάρχης των Ιουδαίων ανήκει σ’ αυτήν την περίοδο. Ό,τι ζουν οι Ιουδαίοι και τους απασχολεί ως ανθρώπους κι ως κοινωνία, είναι προβλήματα αυτού του τύπου της κοινωνίας που οι Προπάτορες με την αντίληψή τους δημιούργησαν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι Ιουδαίοι θεωρούν ενωμένους τους ανθρώπους μέσα από μία λογική, που τους έχει δοθεί κι είναι αυτή των προπατόρων. Στην αρχή της Δημιουργίας δεν υπάρχει γάμος, ούτε κάτι παρόμοιο. Ο γάμος είναι επινόηση της πατριαρχικής κοινωνίας κι αυτό υπηρετεί κάποιους συγκεκριμένους στόχους, που θα φανούν πιο κάτω. Οι άνθρωποι από τον καιρό της Δημιουργίας μέχρι τα χρόνια που η πατριαρχική κοινωνία επικράτησε οριστικά, ήταν ελεύθεροι από κάθε δέσμευση.

Η απάντηση του Χριστού σ’ εκείνον το χρόνο αναφέρεται. Αυτό το κάνει, γιατί έχει γνώση του προπατορικού αμαρτήματος, ενώ οι σύγχρονοί Του αλλά και οι σύγχρονοί μας δεν έχουν. Το αμάρτημα πράγματι υπήρξε κι ήταν το τέλος μίας εποχής και η αρχή μίας άλλης. Ο άνθρωπος ήταν τέλειος την εποχή της Δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν τέλειες κι οι σχέσεις μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών ανθρώπων. Σ’ εκείνη την τελειότητα αναφέρεται ο Χριστός και όχι στην υποτιθέμενη τελειότητα που εκφράζουν με την άποψή τους οι πατριάρχες. Σ’ εκείνο το χρόνο πρέπει κι εμείς ν’ αναζητήσουμε την απάντηση που μας χρειάζεται.

Δεχτήκαμε, κι αυτό αποδεικνύεται εύκολα, ότι εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε γάμος και οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να πράξουν κατά βούληση. (Ματθ. 19.4-19.6) “ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σαρξ μία. ό ούν ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω.” (Δέν εδιαβάσατε ότι ο Δημιουργός από τήν αρχήν τούς εδημιούργησε άνδρες καί γυναίκες, καί είπε, Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα; Ώστε δέν είναι πλέον δύο αλλά μία σάρκα. Εκείνο λοιπόν, πού ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος άς μή τό χωρίζη.). Η ένωση αυτή, κατά το Χριστό, είναι και τέλεια και πανίσχυρη, εφόσον οι δύο ξεχωριστοί άνθρωποι γίνονται “σάρκα μία”. Όμως η κοινωνία των ανθρώπων δε γνώριζε τότε ούτε το γάμο ούτε όσα αυτός συνεπάγεται. Εφόσον όμως δεν υπάρχει γάμος, πώς είναι ενωμένοι οι άνθρωποι; Σύμφωνα με το Χριστό, ο Θεός τους ενώνει κι αυτός είναι ο τέλειος δεσμός. Οι αριθμοί της θεωρίας μας δείχνουν ότι: Θεός = Έρως = 28, κι αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Στον έρωτα δεν υπάρχει πίστη κι απιστία, δεν υπάρχουν συζυγικές υποχρεώσεις, δεν υπάρχει χωρισμός. Όλα είναι τέλεια κι ο νέος διπλός άνθρωπος, γιατί περί αυτού πρόκειται, γνωρίζει τη Θέωση, εφόσον από τα δεδομένα μέσα σ’ αυτόν το δεσμό συνυπάρχει κι ο Θεός. Μέσα σ’ αυτήν την τέλεια κατάσταση ο λόγος του Παύλου φαίνεται τουλάχιστον βλακώδης: (Εφεσ. 5.22) “Αι γυναίκες τοις ιδίοις άνδρασιν υποτάσσεσθε” (Αι γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας). Στην ίδια συχνότητα βρίσκεται κι ο Πέτρος: (Πέτρ. Α’ 3.1) “Ομοίως αί γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν,” (Ομοίως καί αί γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας,). Ο έρωτας δε χρειάζεται καν ανάλυση κι αυτό, γιατί είναι ένα συναίσθημα τέλειο και η γνώση γι’ αυτόν υπάρχει από τον καιρό της Δημιουργίας. Για τον έρωτα ο Πάρης αγνοεί τη βασιλεία και τη δόξα, κι ο Οδυσσέας για τον έρωτα εγκαταλείπει την Ωγυγία, όπου του προσφέρονται δώρα θεϊκής αξίας. Ό,τι λέει ο Χριστός για το διαζύγιο, τα λέει για την περίπτωση που υπάρχει έρωτας. Ο γάμος ως τελετή, ως επινόηση, ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν οι άνθρωποι με κάποιους κανόνες, δεν Τον απασχολεί καθόλου. Η αναφορά Του στη Δημιουργία μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται.

Έτσι με τα νέα δεδομένα, έχουμε μία νέα αντίληψη πάνω στις, απόψεις του Χριστού, που απ’ αυτό το σημείο και μετά δείχνουν την τελειότητά τους. Ο Χριστός μας λέει ορθά ότι, αν ένας άντρας εγκαταλείψει τη γυναίκα του, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα κι ο ίδιος γίνεται επίσης μοιχός, εφόσον ήταν “σάρκα μία” και για λόγους άσχετους με την πορνεία, χώρισαν. Εδώ εξηγείται επαρκώς κι αυτό που λέει για την πορνεία. Οι ερωτευμένοι είναι “σάρκα μία”. Αν δεν υπάρχει έρωτας, σημαίνει ότι δεν είναι “σάρκα μία”, άρα είναι χωρισμένοι εξ ορισμού. Εφόσον όμως η γυναίκα συζεί μαζί του, ενώ δεν υπάρχει ο έρωτας, σημαίνει αυτόματα ότι κάπου αλλού αποβλέπει. Αυτήν τη γυναίκα είναι που έχει δικαίωμα να χωρίσει ο άντρας, εφόσον δεν είναι “σάρκα μία” κι εφόσον αυτή είναι πόρνη εξαιτίας της πορνείας της.

Όλα αυτά τα πολύ λογικά περιγράφει ο Χριστός κι αυτό που πρέπει να βρούμε εμείς είναι, γιατί η κοινωνία έχει μία άλλη αντίληψη και πού αποσκοπεί. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας υπάρχουν κύριοι και δούλοι. Είναι μία σκληρή κοινωνία, όπου κυριαρχεί η άποψη των κυρίων και οι υπόλοιποι απλά ακολουθούν… ο βασιλιάς είναι στην κορυφή κι ο πατέρας της οικογένειας στη βάση. Το σύνολο της κοινωνίας συνθέτει μία πυραμίδα της οποίας χαρακτηριστικό είναι η εξουσία. Ο ένας εξουσιάζει τον άλλο “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” κι αυτή η εξουσία καταλήγει στη βάση. Για την ύπαρξή του το σύστημα, επιδιώκει τη μεταφορά του χαρακτηριστικού της εξουσίας στη βάση, που είναι η οικογένεια. Επιδίωξή του είναι να έχει με κάθε θυσία ο πατέρας την εξουσία πάνω στα μέλη της οικογένειας. Πρέπει η γυναίκα και στη συνέχεια τα παιδιά να υποτάσσονται στον άντρα. Αν αφήσει το σύστημα να επικρατήσει ο έρωτας, τότε δεν μπορεί να μπει η εξουσία μέσα στην οικογένεια, εφόσον οι ερωτευμένοι άνθρωποι δεν εξουσιάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά υπηρετούν ο ένας τον άλλο. Τα παιδιά θ’ απολαμβάνουν αγάπη και στοργή και όχι εξουσία. Όλα αυτά όμως διαταράσσουν την κοινωνική δομή κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος, που απολαμβάνει τον έρωτα, δεν εξουσιάζεται κι αδιαφορεί για τα κοινωνικά αξιώματα, όταν μπορεί να επιβιώσει.

Το πατριαρχικό σύστημα στηρίζεται στη δουλεία, που ξεκινά από την οικογένεια και φτάνει στο θρόνο του βασιλιά. Ο άνθρωπος που υποτάσσεται σ’ άλλον άνθρωπο, επιζητά την εξουσία κι αυτό στη βάση σημαίνει ότι επιζητά να εξουσιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Εφόσον ο πατέρας υποτάσσεται, αυτόματα υποτάσσονται στην ίδια αρχή και τα παιδιά. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει και συντίθεται η κοινωνική πυραμίδα της Βαβυλώνας. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει ότι, εξαιτίας του δεσμού του έρωτα, ο άνθρωπος θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν “σάρκα μία”. Ο κίνδυνος που διατρέχει η κοινωνία της Βαβυλώνας, βρίσκεται σ’ αυτά ακριβώς τα λόγια του Χριστού. Αν αρχίσουν οι άνθρωποι, ειδικότερα οι άνθρωποι των κατωτέρων τάξεων, να ερωτεύονται, τότε σπάζει η αλυσίδα της εξουσίας και η κατάσταση δε βρίσκεται κάτω από έλεγχο. Όταν οι άνθρωποι αποκοπούν κι αμφισβητήσουν την εξουσία, τότε γίνονται ευερέθιστοι με τους κλέφτες, τους υποκριτές και τους πόρνους, που τους αδικούν συστηματικά. Απ’ αυτήν την ανάγκη ξεκινά η αγωνία του συστήματος για την οικογένεια και το γάμο.

Ο γάμος, που είναι επινόηση του πατριαρχικού συστήματος, έχει αποκλειστικό στόχο να βάλει μέσα στην οικογένεια, τη μοιχεία. Μοιχεία = Εξουσία = 37. Αν ο Έρως = Θεός = Ευλογία = 28, τότε η Μοιχεία = Βλασφημία = 37. Επιδίωξη του συστήματος, μέσω του διαρκούς ελέγχου της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, είναι να μην πάρει κανένας τον άνθρωπο τον οποίο αγαπά και όταν δεν το πετυχαίνει αυτό στόχος του είναι να καταστρέψει τη σχέση αγάπης. Για να το επιτύχει αυτό, ισοπεδώνει τη γυναίκα κι όλη η εξουσία περνάει στα χέρια του άντρα. Ο άντρας-πατέρας δίνει με δικά του κριτήρια την κόρη του σ’ όποιον θέλει αδιαφορώντας για την προσωπική της άποψη. Ο Θεός την ένωσε μ’ ένα νέο κι από εκεί κι ύστερα συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Οι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι χωρίζονται και στην κοινωνία μπαίνουν ως μοιχοί. Αν η κοινωνία είναι απολυταρχική και κατά συνέπεια σκοτεινή και βρώμικη, το σύνολο των γάμων πραγματοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχαν εποχές κατά τις οποίες ακόμα κι αυτός ο άθλιος γάμος απαγορευόταν —πάντα με την άδεια και την υποστήριξη της εκκλησίας— ανάμεσα σ’ ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετική τάξη. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κι ειδικότερα εκεί όπου ο Χριστός κάνει λόγο για τη μοιχεία, αναφέρει και την Κόλαση των Ιουδαίων, που ονομάζεται Γέεννα. Η “Γέεννα” όμως ως λέξη έχει έναν αριθμό κι αυτός ο αριθμός είναι 22, που είναι ίδιος μ’ αυτόν του γάμου αλλά και του βδελύγματος. Βδέλυγμα = Γάμος = Γέεννα = 22.

Κάποιος πολύ εύκολα εξαιτίας των παραπάνω δεδομένων θα αμφισβητήσει το απόλυτο, που επικρατεί στην άποψη ότι μέσα στην οικογένεια μπαίνει πάντα ή σχεδόν πάντα η μοιχεία, εξαιτίας εξωτερικής επέμβασης. Πολλοί άνθρωποι στη σύγχρονη, αλλά και στις παλαιότερες εποχές παντρεύτηκαν από έρωτα και τίποτε διαφορετικό δεν έπραξαν από τους υπόλοιπους. Πράγματι, όχι μόνο δεν έκαναν κάτι διαφορετικό και καλύτερο, αλλά αυτό που έγινε τις περισσότερες φορές, ήταν κατά πολύ χειρότερο ακόμα κι απ’ αυτό που έκαναν άνθρωποι, που λίγες μέρες πριν από το γάμο τους δε γνωρίζονταν ούτε από την όψη. Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, εφόσον σύμφωνα με τη θεωρία, το λεπτό κι απαραίτητο στοιχείο για τη Θέωση είναι ο έρωτας. Φταίει ο έρωτας για την αποτυχία των περισσοτέρων, που τον ακολούθησαν; Αν η θεωρία υποστηρίζει ότι αυτό είναι το ιδανικό, πώς είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η απόκλιση; Υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός έχει την τέλεια γνώση και, λόγω θεϊκής προέλευσης, όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρχει απόκλιση, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο σύνολο των ανθρώπων και στο σύνολο του χρόνου, που ν’ αποτελεί εξαίρεση. Από εδώ εύκολα φτάνουμε στην αμφισβήτηση της θεωρίας: ή δεν ερμηνεύουμε σωστά ή συμβαίνει κάτι άλλο, που εμείς πρέπει να βρούμε.

Επιστρέφουμε ξανά στις Γραφές και συγκεκριμένα στο Λόγο του Χριστού: (Ματθ. 19.10-19.12) “λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού.. ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. ο δε είπεν αυτοίς.. ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται.” (Οι μαθηταί τού λέγουν, “Εάν έτσι έχη τό πράγμα μεταξύ τού ανδρός καί τής γυναικός, δέν συμφέρει νά έλθη κανείς είς γάμον”. Αυτός δέ τούς είπε, “Δέν είναι όλοι εις θέσιν να δεχθούν τόν λόγον αυτόν, αλλ’ εκείνοι εις τούς οποίους έχει δοθή.). Ο Χριστός γνωρίζει το σύνολο των όσων πρέπει να συμβούν για να γκρεμιστεί η άθλια κοινωνία της Βαβυλώνας. Το βασικότερο σημείο είναι σ’ αυτό ακριβώς το θέμα. Ο Ίδιος ακολουθεί μία αποστολή, που δεν Του επιτρέπει να ξεκλειδώσει τις γνώσεις Του. Όπου μπορεί δίνει άμεσες συμβουλές, αλλά ποτέ δε λέει ψέματα. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πει την άποψή Του, σ’ ό,τι αφορά το γάμο, αλλά σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση δεν μπορεί να δώσει γνώση ούτε σε προσωπικό επίπεδο. Εφόσον δεν μπορεί να το κάνει αυτό και να σώσει έστω και λίγους, όσους αναζητούν τις λύσεις απ’ Αυτόν, τότε σημαίνει ότι σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει καμία περίπτωση προσωπικού επιτεύγματος που θα μπορούσε Αυτός ο Ίδιος να προτείνει, αλλά μόνο μία συνολική εκ βάθρων αλλαγή του θεσμού, που είναι αδύνατο να προταθεί λόγω του Μυστικού Σχεδίου. Για το Χριστό, αν αποφασίσει κάποιος να παντρευτεί μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας, είτε λόγω έρωτα είτε όχι, σημαίνει το ίδιο και το αυτό. Ο Χριστός γνωρίζει αυτό που σήμερα εμείς γνωρίζουμε. Γάμος που γίνεται μέσα στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, είτε ξεκινά από τον έρωτα είτε από λόγους συμφέροντος, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, που είναι η Μοιχεία = Εξουσία = 37.

Πώς όμως γίνεται δύο άνθρωποι, που είναι ερωτευμένοι και συνιστούν “σάρκα μία”, να νομιμοποιούν αυτόν το δεσμό και να καταλήγουν μοιχοί; Απ’ αυτό το σημείο και πέρα πρέπει να φιλοσοφήσουμε στο θέμα του έρωτα. Δύο ερωτευμένοι άνθρωποι ζουν μία κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η δυναμική. Ο άνθρωπος αγαπά και τον αγαπούν, σέβεται και τον σέβονται, υπηρετεί και τον υπηρετούν. Τα πάντα συμβαίνουν μ’ αυτόν τον όμορφο, ανταποδοτικό τρόπο. Όταν ο άνθρωπος πάψει να προσφέρει κάτι, αυτόματα παύει και να το δέχεται. Όταν δε σέβεται, δεν τον σέβονται. Ο άντρας και η γυναίκα είναι δύο άνθρωποι με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι διαφορές τους είναι τεράστιες, ενώ υπάρχουν κι άλλες σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων του ίδιου φύλου. Στην περίπτωση του έρωτα έχουμε απόλυτη ένωση μεταξύ δύο ανθρώπων. Όταν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον κάθε άνθρωπο και το κάθε φύλο ξεχωριστά είναι τόσο σύνθετα και πολυπληθή, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, πόσο μεγάλη υπόθεση είναι ο έρωτας.

Για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, θ’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Συμπληρωματικές γωνιές είναι αυτές των οποίων το άθροισμα είναι οι 90 μοίρες. Ξεκινά ένας άπειρος αριθμός συνδυασμών από το 1+89, φτάνει στο 45+45 και από εκεί ως το 89+1. Κάθε χαρακτηριστικό που διακρίνει τον άνθρωπο, είναι κι ένα τμήμα της γωνίας των 90 μοιρών. Ο άνθρωπος είναι τέλειος, όταν είναι διπλός, όταν είναι “σάρκα μία” και στο κάθε χαρακτηριστικό του συμπληρώνει το ιδανικό 90. Αν ένας άντρας είναι εγωιστής και στο σύνολο τού 90 αυτός από μόνος του έχει 80, δεν μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία γυναίκα, που έχει κι αυτή 80. Όταν όμως συμβεί, κι αυτό γιατί στον έρωτα μπορούν να συμβούν τα πάντα, σημαίνει ότι λόγω της μεγάλης πληθώρας των δεδομένων, θα υπάρχουν άλλα εξίσου σημαντικά χαρακτηριστικά στα οποία θα υπάρχει το ιδεώδες 90.

Μ’ όλα αυτά στο μυαλό μας απορούμε, γιατί οι άνθρωποι, που γνώρισαν τον έρωτα, κι αυτό είναι δώρο του Θεού, δεν τον διατήρησαν κι έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο άσχημα παραδείγματα. Ένας όμορφος έρωτας δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στη σύγχρονη εποχή, εφόσον για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Πρώτος και κύριος λόγος είναι η ιδιότητα που έχει ο γάμος και η κοινωνική αντίληψη που επικρατεί γι’ αυτόν να μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά τού άντρα και δεύτερον, εξίσου σημαντικό, είναι η μεγάλη φτώχεια που έζησε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, από την εποχή της πρώτης οργανωμένης κοινωνίας κι εντεύθεν. Ξεκινάμε από τον πρώτο λόγο και παρατηρούμε ότι στόχος της πατριαρχικής κοινωνίας είναι να περάσει τη μοιχεία, που παράγει την εξουσία, μέσα στο δεσμό που συνδέει τους δύο ανθρώπους. Ενώ στον έρωτα έχουμε “σάρκα μία”, στις υπόλοιπες σχέσεις έχουμε δύο. Στη δεύτερη περίπτωση είναι εύκολο να περάσει η εξουσία, αφού η οικογένεια είναι μία μικρή κοινωνία και πρέπει με κάποιον τρόπο να λειτουργήσει.

Η μικρή αυτή κοινωνία έχει μία άποψη, μία φωνή κι εξαιτίας της πατριαρχίας, η φωνή αυτή είναι του άντρα κι αυτό είναι φυσικό. Η κοινωνία αυτή ισοπεδώνει τη γυναίκα κι αυτό το διαπιστώσαμε στην περίπτωση της μοιχαλίδας και στην περίπτωση της κοπέλας, που παντρεύεται όχι αυτόν που επιθυμεί, αλλά αυτόν που της επιβάλλουν. Βασική μέριμνα αυτής της κοινωνίας είναι να στερεί από τη γυναίκα τη δυνατότητα να σκέφτεται και να ενεργεί με βάση τη θέλησή της. Όταν υπάρχει ο έρωτας μεταξύ δύο ανθρώπων κι αυτοί είναι ελεύθεροι από κάθε τυπική δέσμευση, τότε σημαίνει ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι υπάρχουν ως ζευγάρι, επειδή αυτοί οι ίδιοι το επιθυμούν. Δεν τους το επιβάλλει κανένας, άλλα αυτοί οι ίδιοι για να συνυπάρξουν, παραχωρούν ο καθένας ξεχωριστά ένα μέρος της ελευθερίας τους. Για να συμβούν όλα αυτά αυτόβουλα, σημαίνει ότι υπάρχει ελευθερία και σκέψης και κίνησης. Σκέπτεται ο καθένας ξεχωριστά και με βάση τις ανάγκες του αποφασίζει πώς πρέπει να ενεργήσει. Στον έρωτα δεν υπάρχει βέβαια ούτε σκέψη ούτε λογική παρά μόνο συναίσθημα. Τη σκέψη την αναφέραμε, γιατί αυτή προκύπτει, όταν συμβούν μερικά άσχημα πράγματα.

Οι άνθρωποι ταιριάζουν απόλυτα κι αυτό σημαίνει ότι τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου είναι τα ιδανικά για τον άλλο. Τότε ο έρωτας είναι αυτός, που μετατρέπει τους δύο ανθρώπους σ’ έναν. Πολλές φορές όμως, ίσως και λόγω υπερβάλλοντος ενθουσιασμού, αγνοούμε ορισμένα άσχημα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να δηλητηριάσουν τη σχέση. Όταν αυτά τα χαρακτηριστικά αρχίζουν κι εμφανίζονται ή ακόμα και πολλαπλασιάζονται, τότε απαιτείται πλήρης ελευθερία από τον άνθρωπο, που θίγεται, ώστε να δράσει κατά βούληση, είτε είναι ο άντρας είτε είναι η γυναίκα. Αυτή η αντίδραση, εφόσον ο έρωτας είναι πραγματικός, θα τον σώσει και θα εξαφανίσει ή τουλάχιστον θα μειώσει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πάντα σ’ ανεκτό —σύμφωνα με τις επιθυμίες του άλλου— επίπεδο. Αν ο έρωτας δεν είναι πραγματικός, αλλά είναι ένας παροδικός ενθουσιασμός, τότε αυτή η αντίδραση θα τον φθείρει τόσο, ώστε να είναι θέμα χρόνου η εξαφάνισή του.

Θ’ αναφέρουμε για ευκολία στην κατανόηση ένα παράδειγμα. Δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι και μέσα στον ενθουσιασμό, η γυναίκα υποτιμά ένα χαρακτηριστικό του άντρα, που όμως είναι πολύ σημαντικό. Ο άντρας του παραδείγματος λόγω χαρακτήρα ή λόγω παιδείας έχει το άσχημο χαρακτηριστικό να τη διορθώνει, όταν μιλά με τρόπο που τη μειώνει και την προσβάλλει. Όταν η γυναίκα έχει ελευθερία, μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις και κατόπιν, ανάλογα με την εκτίμηση της, μπορεί να χωρίσει ή να παραμείνει αλλάζοντας τα δεδομένα. Έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης κι αυτό είναι σημαντικό. Αν ο άντρας εξακολουθεί να την προσβάλλει και να τη μειώνει, μπορεί κάλλιστα να σηκωθεί και να φύγει. Όλα αυτά συμβαίνουν, όταν υπάρχει η ελευθερία που απαιτείται για να γεννηθεί και ν’ αναπτυχθεί ο έρωτας.

Όμως τι συμβαίνει στην περίπτωση στην οποία παντρεύονται αυτοί οι δύο άνθρωποι; Έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάσουν τη σχέση τους σ’ ανάλογη περίπτωση; Μέσα στο πλαίσιο του γάμου η γυναίκα ισοπεδώνεται. Δεν της δίνεται η δυνατότητα να ελέγξει τον άντρα της, όταν αυτός δε φέρεται με τον τρόπο που αυτή επιθυμεί και ο οποίος ήταν η αιτία που προκάλεσε τον έρωτα. Μειώνεται κατακόρυφα η διαπραγματευτική ικανότητα της γυναίκας μέσα στα πλαίσια του γάμου. Αν στη σύγχρονη εποχή η παντρεμένη γυναίκα αισθάνεται, όπως και είναι, παραμελημένη, εύκολα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, τι συνέβαινε παλαιότερα και σε κοινωνίες τύπου Βαβυλώνας.

Μία παραμελημένη γυναίκα, που έχει το δίκαιο σαφώς με το μέρος της, τι μπορεί να κάνει; Να επανεξετάσει τις σχέσεις της; Ν’ απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τον άντρα; Να του στερήσει τον έρωτά της; Τι απ’ όλα αυτά μπορεί να κάνει; Τίποτε απολύτως. Αν ζητήσει εξηγήσεις, ο άντρας είτε δώσει είτε δε δώσει, είναι το ίδιο και το αυτό. Να σηκωθεί να φύγει; Να πάει πού; Η κοινωνία είναι με τέτοιον τρόπο δομημένη, ώστε θα την εξοντώσει. Θ’ αρχίσουν όλοι: ψεύτες, κλέφτες, μοιχοί στην πλειοψηφία τους να την κατηγορούν και να τη διαβάλλουν. Ο λιθοβολισμός δεν καταργήθηκε ποτέ. Να γυρίσει στην οικογένειά της; Το πιο πιθανό είναι να μην τη δεχτούν, επειδή φοβούνται, αλλά και είναι ίδιοι με τον κόσμο που βασανίζει. Να μείνει μόνη της; Ποτέ μα ποτέ δε θα επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Ό,τι θα κάνει, θα σχολιάζεται δυσμενώς και πρόστυχα. Οι φανταστικές ιστορίες θα έχουν την τιμητική τους. Να μείνει με τον άντρα της και να τον τιμωρήσει, όπως μόνο μία γυναίκα γνωρίζει; Υπάρχει νόμος για τα συζυγικά καθήκοντα. Καταγγέλλονται μερικοί βιασμοί κάθε χρόνο και σε κάθε κοινωνία κι αποσιωπώνται εκατομμύρια κάθε μέρα. Όταν η νόμιμη σύζυγος δε θέλει να κάνει έρωτα, κανένας δεν μπορεί να της το επιβάλλει. Ο καταναγκασμός σημαίνει αυτόματα και βιασμό. Όλα αυτά που, αν τ’ αναλύσει κάποιος, θα δει ότι είναι απλά ενδεικτικά και όχι το σύνολο, συμβαίνουν, όταν η γυναίκα ισοπεδώνεται μέσα στο γάμο και δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης. Αυτό που εξετάζουμε εμείς όμως, είναι πώς οι ερωτευμένοι φτάνουν σ’ αυτό το σημείο.

Για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει ν’ αλλάξει σημαντικά ο άντρας κι αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρεί εξαίρεση και όχι κανόνα, όπως εμείς. Για να το καταλάβει κάποιος αυτό, πρέπει να γνωρίζει τι είδους φύση έχει ο άντρας. Ο Δημιουργός τον έφτιαξε με τέτοιον τρόπο, ώστε στον έρωτα να καλύπτει ολοκληρωτικά τη φύση της γυναίκας αλλά, όταν δεν μπαίνει στη δομή της γυναίκας, να είναι εντελώς διαφορετικός κι επικίνδυνος. Η γυναίκα είναι στατική κι αυτό, γιατί έχει την ιδιότητα να γεννά, που σημαίνει ανάληψη ευθυνών και μάλιστα των πιο σοβαρών στον κόσμο, εφόσον αυτή γεννά τον άνθρωπο Θεό. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει το εξής πάρα πολύ σημαντικό: “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα). Το σημαντικό σ’ αυτόν το λόγο, που είναι σε μεγάλο βαθμό πολύπλοκος, είναι η λέξη “κολληθήσεται”, που σημαίνει προσκολλάται κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε κάτι που έχει σταθερά χαρακτηριστικά.

Αν δούμε το λόγο με μεγάλη προσοχή, τότε βλέπουμε ότι αυτός περιγράφει μία διαδρομή. Ο άντρας αποκολλάται από κάτι και προσκολλάται κάπου αλλού. Ο πατέρας και η μητέρα είναι αυτοί, που συνθέτουν μία οικογένεια κι αυτό είναι μία μορφή κοινωνίας. Η οικογένεια, όπως και η κοινωνία, δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά έχει μία συγκεκριμένη δομή, που λόγω των σχέσεων αίματος είναι πανίσχυρη. Μέσα σ’ αυτήν τη δομή ζει ο άντρας κι απ’ αυτή, μέσω του έρωτα, αποκολλάται. Δεν είναι ο ίδιος η δομή, αλλά είναι αυτός, που αναπτύσσεται μέσα στη δομή. Η γυναίκα αναπτύσσει δομή από μόνη της κι, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της, αυτήν τη δομή την προσφέρει στον άντρα, έτσι ώστε, όταν αποκολληθεί από τη δομή της οικογένειάς του, να προσκολληθεί σ’ αυτή. Απ’ αυτά όλα ως δεδομένα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φύση του άντρα είναι ρευστή και χωρίς σταθερά χαρακτηριστικά, ενώ της γυναίκας ακριβώς τ’ αντίθετο.

Η Θέωση έχει να κάνει με το διπλό άνθρωπο. Ό,τι λέει ο Χριστός στο Λόγο Του, περιλαμβάνει το συνολικό χρόνο ζωής του ανθρώπου. Το κάθε φύλο όμως, σύμφωνα με το Χριστό, ακολουθεί διαφορετική διαδρομή. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει στη ζωή του άντρα κανένα κενό στο οποίο θα πρέπει να υπάρξει ως δομή. Όταν αποκολληθεί, και γι’ αυτόν το λόγο αποκολλάται, προσκολλάται κατευθείαν στη γυναίκα του. Αυτό περιλαμβάνει το σύνολο των αντρών κι επομένως από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Θέωση αφορά το διπλό άνθρωπο, εφόσον ο άντρας μόλις ολοκληρωθεί ως άνθρωπος μέσα στην οικογένεια, αποκολλάται εντελώς φυσιολογικά απ’ αυτή και προσκολλάται αυτόματα στη γυναίκα του.

Η υπόσχεση του Θεού για την Αιώνιο Ζωή, σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται μέσω των αριθμών. Η Αιώνιος Ζωή σημαίνει, με γνώμονα τη λογική, την ένταξη στη θεία κοινωνία, εφόσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Εφόσον κύτταρο της όποιας κοινωνίας είναι η οικογένεια, τότε αυτή θα είναι η αγία οικογένεια. Όλα αυτά περιγράφουν την κατάσταση Θέωσης κι υπάρχουν όλα μαζί, αλλά και το καθένα ξεχωριστά, εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου. Επομένως όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται, όπως και συμβαίνει, στον ίδιο αριθμό. Αιώνιος ζωή = Θεία κοινωνία = Αγία οικογένεια = 63. Οι χριστιανοί σ’ αυτό που ονομάζουν μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, έχουν ορισμένες διαφορές όσον αφορά την τελετουργία του, αλλά στο ύψιστο επίπεδο υπάρχει ταύτιση με την πράξη που έκανε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυτός που δέχεται τη θεία κοινωνία μέσα του, παίρνει ένα κομμάτι άρτου βαπτισμένο στον οίνο. Εφόσον αυτό είναι η Θέωση, αυτό είναι η αγία οικογένεια. Ο άρτος είναι η δομή κι ο οίνος το υγρό, που πληρεί τη δομή. Στην οικογένεια του ανθρώπου, η γυναίκα είναι ο άρτος κι ο άντρας ο οίνος. Αυτή είναι βάση της οικογένειας.

Το κάθε φύλο ακολουθεί διαφορετική διαδρομή κι αυτό πρέπει να το εξηγήσουμε. Ο Χριστός δε λέει σε καμία περίπτωση ότι κατ’ αντιστοιχία με τον άντρα αποκολλάται και η γυναίκα και κατόπιν βρίσκονται και γίνονται “σάρκα μία”. Ο Χριστός τη γυναίκα τη θεωρεί αυθύπαρκτη και μόνον, όταν υπάρχει, αποκολλάται ο άντρας από την οικογένεια και προσκολλάται σ’ αυτήν. Η γυναίκα υπάρχει πάντα ως δομή και ζει παράλληλα με τη δομή της οικογένειας. Μπορεί να ζει μέσα σε μία οικογένεια, αλλά δεν αποκολλάται για να γίνει “σάρκα μία”. Υπάρχει, και η ύπαρξή της προκαλεί την αποκόλληση του άντρα. Όταν η γυναίκα αναπτυχθεί πλήρως, δεν είναι ενταγμένη στην οικογένεια που τη γέννησε με τον τρόπο που είναι ο άντρας. Είναι ένα άτομο, που δεν εξαρτάται καθόλου από την οικογένεια.

Αν ψάξει κάποιος οπουδήποτε να πληροφορηθεί για τα χαρακτηριστικά της γυναίκας, θα δει ένα κοινό σημείο, που ανεξάρτητα από το βάθος της ανάλυσης υπάρχει παντού. Η γυναίκα σε σχέση με τον άντρα προσβάλλεται πολύ ευκολότερα από την υστερία κι άλλες νευρικές διαταραχές. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχει η γυναίκα, λόγω του ότι είναι πλασμένη με τα χαρακτηριστικά του σταθερού μέσου, της δομής. Υστερία σημαίνει μία κατάσταση, που έχει ξεφύγει από ορισμένα όρια. Όρια έχει μόνον η δομή, που έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Όταν αυτά τα όρια ξεπεραστούν για οποιονδήποτε λόγο, η γυναίκα παύει να έχει τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου και εισέρχεται στην κατάσταση της υστερίας. Ο άντρας λόγω φύσης είναι αδύνατον ή σχεδόν αδύνατον —χωρίς να υπάρχουν παθολογικές αιτίες— να υποστεί υστερικές διαταραχές. Αυτή η στερεή ψυχοσύνθεση της γυναίκας είναι κι ο λόγος, που επιτρέπει στην οικογένεια μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας να της φέρεται με τον τρόπο που είδαμε στην αρχή της θεωρίας για το γάμο.

Η γυναίκα είναι μία ξεχωριστή δομή κι ως εκ τούτου ο άρχων πατέρας μπορεί με την εξουσία που του δίνει η κοινωνία να τη δώσει όπου θέλει. Αυτήν την ενέργεια ο πατέρας δεν μπορεί να την κάνει σε καμία περίπτωση, όσον αφορά το γιο-άντρα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο γιος είναι προσκολλημένος στη δομή, είναι προσκολλημένος στη μητέρα και κατά συνέπεια η οποιαδήποτε αυθαιρεσία του πατέρα θα τον φέρει σ’ άμεση σύγκρουση με τη γυναίκα του. Όταν στην κοινωνία της Βαβυλώνας κυριαρχεί το φαινόμενο της μοιχείας, η σύγκρουση μεταξύ των συζύγων είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να συμβεί. Σύγκρουση γυναίκας κι άντρα μέσα στα πλαίσια του γάμου σημαίνει εκ των προτέρων νίκη της γυναίκας. Αυτό θα το δούμε σ’ άλλο σημείο, όπως και τις σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ μητέρας και γιου.

Σ’ αυτό το σημείο μας ενδιαφέρει η γυναίκα ως κόρη, ως γυναίκα, που έχει δομή ικανή ν’ αποκολλήσει τον άντρα από την οικογένεια. Η πατριαρχική κοινωνία, εκμεταλλεύεται αυτά τα χαρακτηριστικά της γυναίκας και μ’ αυτόν τον τρόπο διατηρεί τα δικά της. Τι γίνεται όμως, όταν αυτή η δομή δεν ελέγχεται από τον πατέρα; Τι γίνεται όταν υπάρχει περίπτωση άρνησης αυτής της δομής να μετακινηθεί με τον τρόπο που επιθυμεί η εξουσία; Σ’ αυτό το σημείο έχουμε μία σύγκρουση, που, αν δεν ελεγχθεί από την αρχή, καταλήγει σε μία επανάσταση.

Η γυναίκα μπορεί να υπάρξει και με την οικογένειά της και χωρίς αυτήν. Αν δει κάποιος τα στατιστικά στοιχεία, που αφορούν έρευνες, που έχουν ως αντικείμενο τις οικογένειες των διαφόρων κοινωνιών, θα διαπιστώσει κάτι, που θα τον παραξενέψει. Η συντριπτική πλειοψηφία των εφήβων, που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, είναι γυναίκες. Οι άντρες ακόμα και μία άσχημη οικογένεια, δεν την εγκαταλείπουν. Αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρία για την ισχύ της γυναίκας, αλλά και για τη δομή. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να επιβιώνει και όχι μόνον αυτή η ίδια, αλλά κι οι άνθρωποι-Θεοί που γεννά. Ο άντρας μόνος του δύσκολα επιβιώνει κι αυτό λόγω της ρευστότητας, που τον διακρίνει. Η επιβίωση είναι η πιο δύσκολη υπόθεση κι απαιτεί θυσίες υπεράνθρωπες που ο άντρας δεν μπορεί και δε θέλει να τις πραγματοποιήσει. Η επιβίωση και η έννοιά της δεν αναφέρονται μόνο στο καιρό της Δημιουργίας, αναφέρονται σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις κοινωνίες. Όσο δύσκολο ήταν για μία γυναίκα να επιβιώσει μέσα στην αφιλόξενη φύση, έχοντας πάντα και το ενδεχόμενο να μεγαλώνει τα παιδιά της, τόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει και μέσα σε μία πατριαρχική κοινωνία, που αντιμετωπίζει τη γυναίκα, που είναι ελεύθερη, ως απειλή την οποία πρέπει να εξοντώσει.

Αναφέραμε παραπάνω την έννοια της “θυσίας” κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει τη γυναίκα. Για να τ’ αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να σκεφτεί ορισμένα πράγματα για την κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία στηρίζεται στη μοιχεία κι αυτή είναι η Κόλαση, που καίει μέρα-νύχτα τους ανθρώπους. Ο μοιχός επιθυμεί ό,τι βρίσκεται γύρω του κι αυτό, γιατί του λείπει η δομή μέσα στην οποία θα ενταχθεί, για να γίνει “σάρκα μία”. Η κοινωνία όμως είναι σκληρή και δεν προσφέρει την πολυτέλεια της αυτοδιάθεσης. Το μόνο που μένει, κι αυτό είναι επιθυμητό από την ίδια την εξουσία, είναι η πορνεία. Ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας είναι διαρκώς πεινασμένος σεξουαλικά. Η πορνεία δίνει τη διέξοδο στον άνθρωπο και χρησιμοποιείται ως αποσβεστήρας όλων των τάσεων. Αν δεν υπήρχε η πορνεία, θα ερχόταν στιγμή που οι ίδιοι οι άντρες, που κρατούν την εξουσία, θα τα διέλυαν όλα. Η πορνεία, για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης την αξία της στο αυθεντικό μοντέλο της Βαβυλώνας, ελεγχόταν και προστατευόταν από το ίδιο το κράτος. Η πορνεία όμως απαιτεί την ύπαρξη πορνών κι αυτό είναι κάτι, που έπρεπε να λυθεί άμεσα. Δεν υπάρχει οικογένεια, που είναι διατεθειμένη να παραδώσει την κόρη της σε καμία περίπτωση σ’ ένα πορνείο, για να σωθεί το σύστημα. Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί μ’ άλλο τρόπο. Ο τρόπος είναι απλός, εφόσον το σύστημα όλες τις παραπάνω γυναίκες, που βρήκαν τη δύναμη να ξεφύγουν από την εξουσία, δεν τις επανεντάσσει στο δυναμικό του.

Αυτό σημαίνει ότι όλες όσες φεύγουν από τα σπίτια τους, γίνονται πόρνες; Όχι βέβαια, αλλά συμβαίνουν ορισμένα άλλα πράγματα. Θυσίες όπως αυτές που κάνει μία γυναίκα, είναι αδύνατο να τις πραγματοποιήσει ένας άντρας. Αν η γυναίκα σκεπτόταν όπως ο άντρας, τότε αυτόματα μόνη της θα γινόταν πόρνη. Η γυναίκα προτιμά να δουλεύει σαν το δούλο μέρα-νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά πόρνη δε γίνεται. Η γυναίκα σκέφτεται πάντα τα παιδιά που έχει ή αυτά που θα γεννήσει και άποψή της είναι ότι η ομορφιά της κι ο πλούτος της είναι η αξιοπρέπειά της και η τιμή της. Η γυναίκα θέλει πάντα να κάνει τα παιδιά της τέλεια κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αξιοπρέπεια. Η κοινωνία σε μία τέτοια γυναίκα, αλλά και σ’ όλες τις γυναίκες, σ’ όλες τις εποχές φέρεται άδικα όσον αφορά την αμοιβή της εργασίας της. Με δεδομένο όμως ότι στην κοινωνία κυριαρχεί η σεξουαλική πείνα των αντρών, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τη δύναμη της γυναίκας. Δέχεται να πληρώνεται ελάχιστα σε σχέση με τον άντρα για την ίδια εργασία, την ώρα που ως πόρνη θα έβγαζε λεφτά, που δεν μπορεί να βγάλει κανένας άντρας με την εργασία του, όποια κι αν είναι αυτή.

Τι γίνεται όμως; Γιατί υπάρχουν πόρνες; Αν πραγματικά αυτή είναι η γυναίκα και η δύναμή της, πώς υπάρχουν πόρνες; Πάλι, και αυτή είναι η τραγωδία, πρόκειται για θυσία των γυναικών. Στην πατριαρχική κοινωνία η κοπέλα, που φεύγει από το σπίτι της, κακοπέφτει. Η υποκρισία και η προστυχιά της κοινωνίας συνεχώς τη διαβάλλουν και την απομονώνουν. Οι άντρες που δέχονται να έρθουν σ’ επαφή με μία γυναίκα, που έφυγε από το σπίτι της, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προκύψει. Είναι τ’ αποβράσματα μίας άθλιας κοινωνίας κι επιπλέον είναι αδίστακτοι. Επειδή είναι άντρες και σκέφτονται πονηρά, παρασέρνουν τη γυναίκα στον έρωτα και μετά την εκμεταλλεύονται. Αυτή η εκμετάλλευση οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στο μυαλό του άντρα έρωτας και σεξ δεν ταυτίζονται πάντα… κατά συνέπεια μπορεί αυτός να παίξει με τα αισθήματά της και να την ξεγελάσει. Η γυναίκα εξαιτίας της έλλειψης γνώσης κι εμπειρίας, δεν μπορεί να ελέγξει τα όσα συμβαίνουν και παρασύρεται. Για έναν άντρα είναι πολύ εύκολο να ξεγελάσει μία γυναίκα σε κανονικές συνθήκες σ’ ό,τι αφορά την ειλικρίνεια των αισθημάτων του, πόσο μάλλον μία πικραμένη κι απογοητευμένη από τη ζωή. Το δέλεαρ του κέρδους από την πορνεία είναι μεγάλο κι έτσι αυτός ο άθλιος αργά ή γρήγορα θα ζητήσει από τη γυναίκα να καλύψει τις ανάγκες τους, επειδή αυτός συνήθως είναι και τεμπέλης και πολυέξοδος. Η γυναίκα καταφεύγει στην πορνεία, γιατί η απειλή της εγκατάλειψής της από τον άντρα είναι άμεση. Αυτό που την στηρίζει είναι η ελπίδα που πάντα είναι μάταια.

Πάλι η γυναίκα ακολουθεί το δρόμο της θυσίας και πάλι η κοινωνία δείχνει το σκληρό κι απάνθρωπο πρόσωπό της. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μη γνωρίζει πόσο βασανισμένες και πόσο δυστυχισμένες είναι οι πόρνες και δεν υπάρχει άθλιος, υποκριτής, ψεύτης και κλέφτης, που να μη τις κατηγορεί. Η κατηγορία δεν έχει σχέση μ’ αυτό που η έννοια περιγράφει. Η κατηγορία έχει σχέση με την άρνηση αυτών των ηλιθίων να βοηθήσουν τη γυναίκα να ξεφύγει από την πορνεία. Η ετικέτα μπαίνει μία φορά και δε βγαίνει ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι, που αγάπησαν πραγματικά γυναίκες που υπήρξαν πόρνες, αλλά η κατηγορία των αθλίων δεν τους άφησε ποτέ να τις τραβήξουν από το βούρκο. Ο Θεός όμως είναι Αγνός και Δίκαιος. Η πορνεία είναι αμαρτία και τιμωρείται. Αν η πόρνη του πορνείου μέσα στη δυστυχία της τιμωρείται μία φορά, η πόρνη που κοιμάται με το νόμιμο σύζυγό της, χίλιες. Η πόρνη κάποτε μπορεί να βρει τη λύτρωσή της και η πορνεία της ως πράξη κρατά λίγα λεπτά, η άλλη όμως πόρνη τιμωρείται για πάντα κι ώσπου να πεθάνει.

Στην κοινωνία της Βαβυλώνας αυτές οι γυναίκες αποτελούν ένα δυναμικό, το οποίο είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα του συστήματος και θα δούμε γιατί ακριβώς. Κάποιος θα μπορούσε σ’ αυτό το σημείο ν’ αναρωτηθεί και δικαία, γιατί όλα αυτά, που περιγράφονται κι αφορούν παλαιότερες και πιο σκληρές κοινωνίες, είναι απαραίτητο να υπάρχουν και στη σημερινή εποχή. Η γυναίκα σήμερα έχει στο ενεργητικό της πολλές κατακτήσεις, έχει δώσει και δίνει ακόμα αγώνα για τη θέση της στην κοινωνία. Έχει εξασφαλίσει τις ίδιες σχεδόν συνθήκες με τον άντρα όσον αφορά την εργασία της, τα πολιτικά και κοινωνικά της δικαιώματα. Μπορεί αυτή η γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα άβουλο ον που περιγράψαμε πιο πριν; Μπορεί η σημερινή γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα του Ευαγγελίου; Θεωρητικά βέβαια όχι, αλλά πρακτικά θα πρέπει να το διερευνήσουμε.

Αναμφισβήτητα η κοινωνία μας έχει τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας του βήματος τέσσερα κι αυτή η κοινωνία μέσα της περιέχει όλες τις μορφές των κοινωνιών. Είναι μία κοινωνία σύνθετη, στην οποία ναι μεν δόθηκαν οι γνώσεις στους ανθρώπους κατά την διάρκεια των αιώνων μέσα από μία διαρκή πάλη, αλλά αυτές οι γνώσεις —αν παρατηρήσει κάποιος τον κόσμο γύρω του— δεν πρόσφεραν και πολλά πράγματα. Όταν περιγράφαμε το βήμα τέσσερα, αναφέραμε ότι είναι ανίκητο κι αυτό, γιατί καταφέρνει πάντα να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του μ’ ελάχιστες φθορές, εφόσον έχει την ιδιότητα να οικειοποιείται την κάθε νέα γνώση. Οι κοινωνικοί αγώνες, που αφορούν τις κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, εξελίχθηκαν παράλληλα με τους αγώνες για ισότητα των γυναικών με τους κυρίαρχους άντρες. Αν πιστεύει κάποιος ότι οι ταξικοί αγώνες δικαιώθηκαν κι ο κόσμος ξέφυγε από τη φτώχεια, τότε μπορεί να πιστεύει ότι κι οι αγώνες των γυναικών δικαιώθηκαν. Τα προβλήματα σ’ αυτήν την κοινωνία, όχι μόνο δε λύνονται, αλλά αντίθετα κάθε προβληματισμός και κάθε αγώνας έχει την τάση να τα περιπλέκει. Οι γυναίκες πράγματι κατόρθωσαν πολλά πράγματα. Έχουν πολλά δικαιώματα και σχεδόν ίσες ευκαιρίες.

Εδώ είναι και το λεπτό σημείο. Το ζητούμενο για τις γυναίκες δεν είναι ν’ αποκτήσουν ούτε δικαιώματα ούτε ευκαιρίες. Το σύστημα τις αποπροσανατολίζει και τις εκμεταλλεύεται. Τις φέρνει σ’ αντιπαράθεση με τους άντρες και ξεχνούν πώς το ζητούμενο είναι η ευτυχία και όχι τα τυπικά δικαιώματα. Αν αυτά τα δικαιώματα έλυναν αυτόματα τις όποιες ανησυχίες των ανθρώπων, θα έλυναν κατ’ αρχήν τα προβλήματα των αντρών. Οι γυναίκες επιδιώκουν ισότητα με τους άντρες και δε βλέπουν ότι οι άντρες με τα διεκδικούμενα απ’ αυτές δικαιώματα υποφέρουν από το σύστημα. Το πρόβλημα σε μία κοινωνία, όπως η κοινωνία που ζούμε, δεν είναι η ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των δύο φύλων αλλά το δικαίωμα να ζήσει κάποιος όμορφα και πλουσιοπάροχα, εφόσον δουλεύει και παράγει έργο. Οι γυναίκες βλέπουν το αντρικό πρόσωπο, που κρατά την εξουσία και νομίζουν λανθασμένα ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο φύλο αυτού που την κρατά. Δεν μπορούν να δουν ότι το πρόβλημα είναι η εξουσία.

Όλοι οι αγώνες των ανθρώπων για κοινωνική δικαιοσύνη —στην πλειοψηφία τους αντρικοί— στρέφονται ενάντια στην εξουσία. Αν οι άντρες είχαν εξασφαλίσει τη λύση του συνόλου των προβλημάτων τους με την κατοχή και μόνον της εξουσίας, τότε η προσοχή τους θα ήταν στραμμένη προς το μέρος των γυναικών, που διεκδικούν αυτήν την εξουσία. Είναι όμως έτσι; Η πατριαρχική κοινωνία είναι πράγματι σκληρή κι απάνθρωπη. Ισοπεδώνει τη γυναίκα και την εξομοιώνει με δούλο. Πόσο όμως ο άντρας σ’ αυτήν την κοινωνία είναι ελεύθερος και άρα ευτυχισμένος; Το σύστημα πράγματι ισοπέδωσε τη γυναίκα, αλλά τι επιδίωξε μέσω αυτού; Έδωσε μία εξουσία στον άντρα πάνω στη γυναίκα που από τα δεδομένα δεν είναι λογικό να τη θέλει και τον υπέταξε. Ποιος λογικός άντρας, που είναι ερωτευμένος, θα επιδίωκε την εξουσία πάνω στη γυναίκα που αγαπά ανταλλάσσοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ελευθερία που επιθυμεί μέσα στην κοινωνία; Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ταπείνωσή της είναι η αναγκαία συνθήκη για τη δουλεία των αντρών μέσα στο σύστημα που αυτοί υποτίθεται εξουσιάζουν. Το σύστημα θέλει, αποκλειστικά και μόνο, να διατηρήσει την εξουσία πάνω στους ανθρώπους και δε μάχεται ως φορέας των αντρών τις γυναίκες. Απλά χωρίς αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Ο φεμινισμός όχι μόνο δε βοήθησε τις γυναίκες, αλλά κι υπέσκαψε τις ελπίδες τους.

Απαραίτητο στοιχείο για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η κατανόησή του. Δεν μπορεί να λύσει κάποιος ένα πρόβλημα, όταν δεν μπορεί να το ξεχωρίσει ανάμεσα σ’ άλλα, των οποίων η λύση δεν ενδιαφέρει. Η κοινωνία αυτής της μορφής έχει την τάση να περιπλέκει τα προβλήματα κι αυτό, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση κι αυτή είναι που πολλαπλασιάζει τα δεδομένα. Φαινομενικά η κοινωνία είναι πιο προηγμένη και πιο δίκαιη απ’ αυτήν της Βαβυλώνας. Ποιος άνθρωπος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι δίκαιη ή το πιο βασικό ότι η ζωή μέσα σ’ αυτήν είναι πιο εύκολη; Η ζωή σήμερα είναι πιο δύσκολη από ποτέ, γιατί όσο πιο πολλά τα ερεθίσματα, τόσο πιο πολλές οι επιθυμίες. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας οι άνθρωποι είχαν δυσκολίες ακόμα και στην επιβίωση τους, αλλά είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα, που τους διατηρούσε κοντά στη Λύτρωση. Είχαν ορατότητα. Γνώριζαν ποιος ευθύνεται για την κατάντια τους, γνώριζαν ποιος τους σκοτώνει και ποιος τους κλέβει. Στη Γαλλική Επανάσταση δεν υπήρχε ενδοιασμός για το γενικό ξεσήκωμα. Οι εχθροί ήταν γνωστοί. Στη σημερινή κοινωνία όμως, ποιοι είναι οι εχθροί; Αν τα προβλήματα λύνονται μ’ επανάσταση και βία, ο κόσμος θα είχε επαναστατήσει με την εκτεταμένη διασπορά της γνώσης. Βία στη βία της εξουσίας. Ποια είναι όμως η εξουσία και πού βρίσκεται; Ο κόσμος ζητάει δημοκρατία και την έχει, ζητά δικαιώματα και τα έχει. Λύνονται όμως τα προβλήματα; Όπως έχουν παγιδευτεί οι άντρες, ζητώντας όλα τα παραπάνω, με τον ίδιο τρόπο έχουν παγιδευτεί κι οι γυναίκες.

Ο φεμινισμός δε βοηθά τη γυναίκα, γιατί απλούστατα δε σέβεται τη φύση της. Ο Δημιουργός έχει δώσει σε κάθε φύλο διαφορετικά χαρακτηριστικά κι αυτό δεν αλλάζει με καμία φιλοσοφία. Όταν ο άνθρωπος δε σέβεται τα χαρακτηριστικά του φύλου, δε σέβεται το Δημιουργό και κατά συνέπεια βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Ο φεμινισμός δε σέβεται σε καμία περίπτωση την ίδια τη γυναίκα. Ίσες ευκαιρίες κι ίσα δικαιώματα με τον άντρα σε μία κοινωνία που δε σέβεται τίποτε, δεν αποφέρει σε καμία περίπτωση όφελος. Ο κόσμος στον οποίο ζητά να μπει η γυναίκα με ίσα δικαιώματα, είναι καθαρά αντρικός. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο επιθυμία της γυναίκας είναι ν’ ανταγωνιστεί το πιο έξυπνο, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, ον. Ο κόσμος είναι εξαιρετικά περίπλοκος για τον άντρα και τον καταστρέφει. Πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να επιδιώκουν να μπουν μέσα σ’ αυτόν; Το χειρότερο έγκλημα εναντίον της γυναίκας είναι η άποψη περί ανταγωνισμού με τον άντρα, μέσα στο λαβύρινθο που ο ίδιος έφτιαξε κι ο ίδιος παγιδεύεται.

Η γυναίκα σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξυπνάδα και την ευστροφία του άντρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξυπνότερες γυναίκες από άντρες. Απλά η σχετική εξυπνάδα δεν είναι το ζητούμενο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι φτιαγμένος από τους σχετικά έξυπνους άντρες, αλλά από τους απόλυτα έξυπνους άντρες. Όταν η γυναίκα θέλει να τον νικήσει, πρέπει να νικήσει την απόλυτη ευφυΐα και όχι τη σχετική. Οι γυναίκες είναι πανίσχυρα όντα κι αυτό συμβαίνει, γιατί πέρα από την επιδίωξη για την προσωπική τους ευτυχία έχουν να φέρουν σε πέρας ίσως την πιο σημαντική αποστολή που υπάρχει. Αν κάποιος άντρας δήλωνε ότι θα μπορούσε να ήταν πιο πιστός στα παιδιά του από τη φυσική μητέρα, θα φαινόταν τουλάχιστον γελοίος. Αυτό δείχνει τη δύναμη των φυσικών χαρακτηριστικών του κάθε φύλου κι αυτό αποδεικνύει, πόσο γελοίο είναι ν’ ανταγωνίζεται η γυναίκα τον άντρα σε χώρους, που, ενώ υποτίθεται είναι δικοί του, εκεί ακριβώς είναι δυστυχισμένος.

Ο φεμινισμός πρόσθεσε στη δυστυχία των γυναικών και τη μιζέρια. Είναι μιζέρια ν’ αρνείται κάποιος τη φύση του κι αντί να ζητά ευτυχία, να ζητά ανταγωνισμό. Είναι μιζέρια μία γυναίκα να μην αφήνεται στον έρωτα, που πυρπολεί το νου και την καρδιά της και να ζητά συνθήκες ισότητας. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να υποδύεται τον άντρα, να κοιμάται με τον έναν και με τον άλλο παριστάνοντας την απελευθερωμένη και να μην έχει έναν άντρα να την αγκαλιάζει και να χάνεται μέσα του. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να ζητά και ν’ απαιτεί απόλυτο καταμερισμό των καθηκόντων μέσα στο σπίτι την ίδια ώρα που ο άντρας ως πνευματώδες ον δε ζητά ανταλλάγματα ούτε ως δάσκαλος ούτε ως γελωτοποιός.

Η γυναίκα έχει την εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι αγώνες που πραγματοποίησε, εξασθένισαν το πατριαρχικό σύστημα. Αγνοεί ότι το σύστημα ισχυροποίησε τη θέση του. Έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι η αυτοδιάθεση, έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι να μη γίνει πόρνη. Νομίζει ότι με το να γίνει γιατρός ή μηχανικός, βελτιώνει τη θέση της. Αγνοεί ότι αυτά είναι απλά επαγγέλματα που, αδιάφορο αν αμείβονται καλύτερα από ορισμένα άλλα, δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από άποψη ελευθερίας.

Πώς όμως ισχυροποιείται το σύστημα από τα επιτεύγματα της γυναίκας; Λέγεται εύκολα αυτό, είναι όμως έτσι; Ο νέος ρόλος της γυναίκας ποιους εξυπηρετεί; Έθνη ολόκληρα εμπιστεύονται στις ημέρες μας το μέλλον τους στα χέρια γυναικών. Αν εμείς υποστηρίζουμε ότι επιδίωξη του συστήματος είναι η εξουσία του άντρα πάνω στη γυναίκα, τι ακριβώς προσφέρουν οι γυναίκες, που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους, στις ομόφυλές τους; Τίποτε απολύτως δεν προσφέρουν οι γυναίκες, που έχουν εξουσία, στις γυναίκες από πλευράς ελευθερίας. Το μόνο που έχουν κατορθώσει αυτές οι γυναίκες, είναι να μεταλλαχθούν σε άντρες και για τους άντρες δεν υπάρχει διαφορά —εφόσον ακολουθούν την εξουσία αδιαφορώντας για το πρόσωπο, που την ασκεί πάντα εφήμερα— για τις γυναίκες όμως είναι σκοτάδι, αποπροσανατολισμός και θλίψη. Όταν ένας άνθρωπος μπει στο σύστημα, ανεξάρτητα από το φύλο, είναι υποχρεωμένος να ταυτιστεί μ’ αυτό.

Όταν μία γυναίκα ταυτίζεται μ’ αυτό σ’ όλη της τη ζωή υπακούοντας οικειοθελώς ως άντρας, δεν μπορεί, ούτε και θα της επιτρεπόταν ποτέ, να το καταστρέψει. Μία γυναίκα όμως στην κορυφή της εξουσίας είναι η τελική και μεγαλύτερη απογοήτευση για τη βάση. Όλες οι γυναίκες, που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, στήριξαν τις προσπάθειες της, βλέπουν ότι έχουν να κάνουν πλέον μ’ έναν υπηρέτη του συστήματος και όχι με μία γυναίκα που θα παλέψει γι’ αυτές. Η πατριαρχική κοινωνία δε νικιέται με την κατάληψη της κορυφής της πυραμίδας από μία γυναίκα. Και το σύνολο της εξουσίας να μεταβιβαστεί από τη μία μέρα στην άλλη στις γυναίκες, πάλι πατριαρχική θα παραμείνει και μάλιστα ισχυρότερη από ποτέ. Πλανώνται οικτρά οι γυναίκες, αν νομίζουν ότι με καλύτερη αντιπροσώπευση στα ανώτερα κι ανώτατα όργανα της εξουσίας, θα εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες γι’ αυτές και για τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Η πατριαρχική κοινωνία έχει μία βασική φιλοσοφία και μόνο με κατάρρευση αυτής της φιλοσοφίας γκρεμίζεται και η ίδια. Η γυναίκα μηχανικός δεν κτίζει με διαφορετικά υλικά μία γέφυρα, επειδή είναι διαφορετική από τον άντρα. Όταν πρέπει η γυναίκα εξουσία να προστατεύσει την πυραμίδα εξουσία, δεν μπορεί να κάνει τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό που θα έκανε ο άντρας.

Η γυναίκα μεταλλάσσεται μέσα στο σύστημα κι αυτή η μετάλλαξη τής δίνει χαρακτηριστικά άντρα. Η ένταξη μέσα στο σύστημα είτε πρόκειται γι’ άντρα είτε πρόκειται για γυναίκα, οδηγεί σε μετάλλαξη. Αυτό που πρέπει ν’ αναζητήσουμε είναι η κατάσταση στην οποία οδηγούνται τα δύο φύλα, που προφανώς με διαφορετική αφετηρία θα έχουν κοινό τερματισμό. Ο άντρας χάνει ορισμένα χαρακτηριστικά του κι αναπτύσσει άλλα και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τη γυναίκα. Για τον άντρα θα μιλήσουμε σ’ άλλο σημείο.. αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι να βρούμε τι όφελος έχει το σύστημα από τη γυναίκα. Ξεκινάμε από τα φυσικά χαρακτηριστικά της γυναίκας και γνωρίζουμε ορισμένα από τα δεδομένα. Έχοντας δομή, διατηρεί σε μεγαλύτερη πιστότητα τα χαρακτηριστικά που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο από ότι ο άντρας, που σημαίνει ότι ως χαρακτήρας είναι γενικά πιο τίμια, πιο πιστή και πιο δίκαιη, όταν φέρει εξουσία. Από πλευράς εξυπνάδας, πιο αργή απ’ ό,τι ένας άντρας, αλλά πιο πολύτιμη ως συνεργάτης, εφόσον οι φιλοδοξίες της δεν είναι όπως του άντρα ανεξέλεγκτες κι αυθαίρετες. Είναι πιο συνεπής κι όταν είναι συνεργάτης, είναι ακίνδυνη, γιατί δε ραδιουργεί και δεν εποφθαλμιά τη δόξα των άλλων, όπως συνήθως οι βιαστικοί άντρες, αλλά περιμένει την ανταμοιβή της. Όλα τα παραπάνω έχουν να κάνουν με την αυθεντική γυναίκα, που δεν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά της κι είναι ευπρόσδεκτη από τους άντρες στο σύστημα, επειδή την εκμεταλλεύονται. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ως αποτέλεσμα, εφόσον όλοι έχουν φιλοδοξίες και κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν, όταν δεν έχει όφελος, οι γυναίκες αυτές να μένουν στάσιμες, όσον αφορά την εξέλιξή τους. Μένουν γυναίκες κι είναι εύκολα θύματα για τους άντρες ανταγωνιστές να τις παρακάμψουν.

Μέχρι αυτό το σημείο τίποτε δε συμβαίνει. Συμβαίνει όμως, όταν σκεφτεί κάποιος ότι γι’ ανώτερες θέσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παιδεία. Η παιδεία όμως είναι κοινή και γι’ άντρες και για γυναίκες. Τα ίδια σχολεία βγάζουνε και την ίδια ύλη γνωρίζουνε. Τα πάντα οφείλονται στην παιδεία. Όλη η δύναμη του συστήματος στηρίζεται στην ελεγχόμενη γνώση, που περνά μέσω του συστήματος της παιδείας στον άνθρωπο. Το σύστημα προσπαθεί μέσα από την παιδεία, να δώσει στον άνθρωπο τα χαρακτηριστικά που είναι επιθυμητά σ’ αυτό. Όμως η γνώση που δίνεται, είναι προϊόν της πατριαρχικής κοινωνίας και δημιουργήθηκε με δεδομένο ότι αυτοί που την παίρνουν είναι άντρες. Βασικός στόχος αυτής της παιδείας είναι να περάσουν μέσα στα κύτταρα του άντρα την έννοια της “πίστης”. Πίστη στη θρησκεία, πίστη στην πατρίδα, πίστη στην οικογένεια. Όλα αυτά έχουν ως στόχο, ο ρευστός άντρας ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσει σταθερή δομή. Αυτό δεν είναι αναγκαίο στην περίπτωση της γυναίκας, εφόσον αυτή έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά από τη φύση της. Άτακτοι μαθητές είναι πάντα οι άντρες, ενώ συνεπείς, τακτικές κι υπάκουες πάντα οι γυναίκες.

Αμέσως επόμενος στόχος είναι να περάσει μέσα στον άνθρωπο η έννοια του “ανταγωνισμού” και η αναζήτηση της επιτυχίας, χωρίς να υπολογίζονται οι θυσίες που αυτή κοστίζει. Για τον άντρα αυτός ο ανταγωνισμός είναι μία φυσική του τάση, ενώ για τη γυναίκα πέρα από τη φύση της. Αν για να μπει ο άντρας στο σύστημα πρέπει ν’ αλλάζει χαρακτηριστικά, παίρνοντας αυτά της δομής, η γυναίκα πρέπει να χαλαρώσει τη δομή της. Εφόσον το ζητούμενο είναι η επιτυχία και η κοινωνική καταξίωση, είναι αναγκαίο να γίνει ανταγωνιστική και να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς της όσον αφορά την έννοια της “θυσίας”. Αυτή η γυναίκα είναι, που μπαίνει στο σύστημα και μεταλλάσσεται σε άντρα.

Στη μελέτη της γυναίκας αναφέραμε κάτι, που μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αληθινό. Αν η γυναίκα ήταν όμοια με τον άντρα, θα γινόταν στην πρώτη δυσκολία πόρνη. Όταν το σύστημα μεταμορφώνει τη γυναίκα και της δίνει χαρακτηριστικά άντρα κι επιπλέον της δίνει μία διαφορετική φιλοσοφία πάνω στο θέμα της θυσίας, τότε αυτή η γυναίκα είναι έτοιμη σε κάθε στιγμή για πορνεία. Είναι η όμορφη, φιλόδοξη συμφοιτήτριά μας στο πανεπιστήμιο, που κατά σύμπτωση θυμάται ότι έχει απορίες συστηματικά έξω από τις ώρες παράδοσης κι ως εκ τούτου πρέπει να πάει στα γραφεία. Είναι η όμορφη γραμματέας μίας μεγάλης εταιρείας, που ένα μήνα αργότερα, αν μπει κάποιος ξανά στο γραφείο της, θ’ απουσιάζει, γιατί είχε τα απαιτούμενα “προσόντα” γραμματέως ανώτερου ιεραρχικά προϊσταμένου. Είναι η όμορφη συνδικαλίστρια, που μπορεί να υστερεί σε θεωρητική κατάρτιση, αλλά είναι απαραίτητος ο αυθορμητισμός της για το κίνημα, σύμφωνα με τον ηγέτη του, που κατά σύμπτωση γνωρίζει λεπτομέρειες του σώματός της, που σε ώρα συμβουλίου τουλάχιστον δε διακρίνονται. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί σε μία πατριαρχική κοινωνία απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της είναι η ύπαρξη πορνείας. Η κοινωνία μας είναι σύνθετη κι αυτό σημαίνει ότι και η πορνεία —εφόσον την ακολουθεί— παίρνει σύνθετη μορφή. Στη σύνθετη κοινωνία μας οι πόρνες των πορνείων προέρχονται από τη λειτουργία του συστήματος με τη μορφή της Βαβυλώνας, ενώ όλες οι υπόλοιπες είναι δημιουργήματα της οποιασδήποτε παιδείας κι έχουν ως στόχο την επιτυχία, ό,τι κι αν αυτή κοστίσει σε θυσία.

Μετά την ανάγνωση των παραπάνω, θα υπέθετε κάποιος ότι μπερδέψαμε το θέμα κι εκεί που μιλούσαμε για το γάμο, καταλήξαμε κάπου αλλού. Αυτό δε συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο προβληματισμός ήταν απαραίτητος, για ν’ αποδείξουμε πως αλλάζει χαρακτηριστικά ο άντρας αν κι ερωτευμένος μετά το γάμο. Η δημιουργία οικογένειας, μέσω του νόμιμου γάμου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι η πιο δύσκολη και σκληρή πάλη που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος. Μέσα σ’ έναν κόσμο ρευστό, που παρασέρνει και κατόπιν συνθλίβει τους ανθρώπους, η προσπάθεια δημιουργίας μίας σταθερής δομής, όπως η οικογένεια είναι το σπουδαιότερο προσωπικό επίτευγμα. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι ή ένας διπλός άνθρωπος, είναι ό,τι πιο τέλειο υπάρχει κι αυτό λόγω της θείας επέμβασης. Θα μπορούσε κάποιος να τους παρομοιάσει με δύο τέλειους χορευτές, που χορεύουν το τέλειο χορό τους μέσα σε μία κοινωνία βρώμικη κι εχθρική, αδιαφορώντας για τα όσα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτή. Οι δύο χορευτές νομιμοποιούν τη σχέση τους μέσα από το γάμο και το λογικό είναι να συνεχίσουν το μεθυστικό χορό τους και μέσα σ’ αυτόν. Λογικό όμως δεν υπάρχει σε μία κοινωνία, όπως αυτή στην οποία ζούμε, γιατί αν υπήρχε, θα βλέπαμε και τ’ αποτελέσματα αυτής της λογικής.

Ο άντρας είναι ρευστός κι αυτή η ρευστότητα τον κάνει επικίνδυνο μέσα σε μία κοινωνία, όπως είναι η οικογένεια που η κοινή αντίληψη τη θέλει άκαμπτη και με απόλυτα προσδιορισμένους τους ρόλους των μελών της. Ο Χριστός έχει απόλυτη γνώση του τι ακριβώς συμβαίνει με τον άντρα κι αυτό είναι που κάνει τέλεια την άποψή Του για τη μοιχεία. Σύμφωνα μ’ αυτό, η μοιχεία ξεκινά από την απλή επιθυμία. Ο άντρας έχει από το Δημιουργό του την τάση να επιθυμεί. Χωρίς αυτήν την τάση δε θα μπορούσε ν’ αποκολληθεί από την οικογένεια του. Σε μία κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων η τάση είναι αυτή, που κατευθύνει τον άντρα προς τη γυναίκα, που μπορεί να γίνει “σάρκα μία” μ’ αυτόν. Ο άντρας πολιορκεί τη δομή της γυναίκας κι έπειτα την κατακτά. Οι γυναίκες, όπως είδαμε μέσα από το Λόγο, είναι στατικές και η τάση της επιθυμίας του άντρα, τον κάνει να περιφέρεται ανάμεσα σ’ αυτές. Ο άντρας περιφέρεται διαρκώς όσο είναι ελεύθερος ανάμεσα στις γυναίκες και μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε συνεχείς κρούσεις. Σύμφωνα με τις δυνατότητες του κάθε άντρα, μπορεί να υπάρχει το φαινόμενο της πολιορκίας σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Οι γυναίκες είναι συνεχώς σε κατάσταση άμυνας κι όπλο τους είναι η άρνηση. Η φύση του άντρα τον κάνει να φέρεται παράλογα κι αυτό, γιατί, ενώ το ζητούμενο εν γνώση του είναι ο έρωτας, αυτός κυνηγά την υπερβολή. Αν είχε ο άντρας δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές όμορφες γυναίκες, όποια ήθελε ή ακόμα και το σύνολο, δεν υπάρχει πάνω στον πλανήτη άντρας που να μη διάλεγε το σύνολο. Η φύση του άντρα είναι η υπερβολή, ενώ αντίθετα της γυναίκας το μέτρο.

Μέσα από διαδοχικές καταστάσεις αρνήσεων, αλλά και κατακτήσεων, ο άντρας βρίσκει επιτέλους τη γυναίκα με την οποία μπορεί να γίνει “σάρκα μία”. Η καινούρια κατάσταση που ζει είναι τέλεια, αλλά αυτή η τελειότητα δεν μπορεί να νικήσει τη φύση. Ο ερωτευμένος άντρας έπαψε να επιθυμεί; Χάνει τα χαρακτηριστικά του; Όχι βέβαια, αλλά έχουμε σ’ αυτήν την περίπτωση ένα άλλο φαινόμενο. Ο άντρας από τη στιγμή που ερωτεύεται, αυτόματα φοβάται. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με τη γυναίκα, που, όταν είναι ελεύθερη να δράσει, είναι επικίνδυνη για έναν άντρα που δεν αρκείται στην απλή επιθυμία και προχωρά παραπέρα. Η γυναίκα αυτή, είναι η ευτυχία για τον άντρα κι αυτή η γνώση τον αναγκάζει ν’ αλλάζει παντελώς τη συμπεριφορά του.. το τέλειο είναι ότι αυτή η αλλαγή γίνεται οικειοθελώς. Η φύση του εκτονώνεται μέσα στην ίδια της δομή της γυναίκας. Αντί να περιφέρεται ανάμεσα στις γυναίκες, περιφέρεται ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της ίδιας γυναίκας.

Η γυναίκα έχει μία σταθερότητα, που της στερεί τη φαντασία. Στις συναλλαγές της ξέρει να κάνει πρόσθεση, όταν πρέπει να προσθέσει κι αφαίρεση, όταν πρέπει ν’ αφαιρέσει. Ο άντρας είναι εξαιρετικά ευφυής κι αυτό δεν είναι πάντα ευεργετικό, αλλά μπορεί ν’ αποδειχθεί και τραγικό. Ο άντρας είναι σε θέση να παγιδευτεί και μόνος του. Είναι δυνατό να κάνει αφαίρεση έχοντας στο νου του, μακροπρόθεσμα, απ’ αυτήν την αφαίρεση να προκύψει πολλαπλασιασμός. Είναι ρευστό ον κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κινείται στο χρόνο. Η γυναίκα όμως δεν είναι έτσι κι είναι λόγω αποστολής καρφωμένη στο παρόν. Περπατά στέρεα στο έδαφος και ξέρει σε κάθε στιγμή τι ακριβώς έχει και τι ακριβώς θέλει. Δεν αφήνει τη φαντασία να την παρασύρει, γιατί η φαντασία έχει σημείο αναφοράς το μέλλον κι αυτό είναι κάτι το ξένο για τη γυναίκα. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί μόνον έτσι εξηγείται ο διαρκής έλεγχος στον οποίο αναγκαστικά υπόκειται ο άντρας απ’ αυτή. Αν η γυναίκα είχε τα χαρακτηριστικά του άντρα, τότε ο ένας θα κορόιδευε τον άλλο, δημιουργώντας φανταστικές συνθήκες κι ως εκ τούτου δε θα γίνονταν ποτέ “σάρκα μία”.

Ένα παράδειγμα θα βοηθούσε στην κατανόηση των παραπάνω. Έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι κι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συμπεριφορά του άντρα. Ο άντρας επιθυμεί συνεχώς και δεν παύει ως το θάνατό του. Όταν όμως είναι ερωτευμένος, δε θυσιάζει τον έρωτα για κάτι περιστασιακό. Υποθέτουμε ότι η γυναίκα τον συλλαμβάνει να βγαίνει κρυφά με κάποια άλλη. Το βέβαιο είναι ότι θα του κάνει τη ζωή δύσκολη και τυχόν επανασύνδεση θα γίνει με κάποιους όρους.. σε περίπτωση παραβίασης οι γυναίκες βρίσκουν πάντα τη δύναμη και δίνουν τέλος. Αν η γυναίκα σκεφτόταν ως άντρας, η παραπάνω περίπτωση θα ήταν εύκολη για έναν άντρα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί τα πάντα και μάλιστα θα εύρισκε κι επιχειρήματα. Θα μπορούσε να πει ότι εκμεταλλεύεται την άλλη, για να μπορέσει να κάνει κάποιες κοινωνικές επαφές, που θα ήταν υπέρ του μέλλοντος και των δύο. Ένας άντρας αυτά τα πιστεύει, γιατί τα σκέφτεται, η γυναίκα όμως όχι.

Μία γυναίκα ξέρει πάντα τι έχει και τι θέλει. Όταν μοιράζεται τον άντρα της για ένα υποτιθέμενο κέρδος, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άντρα. Όταν η γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας δεν είναι δικός της, παύει να σκέφτεται το μέλλον, εφόσον δεν υπάρχει παρόν. Ο κόσμος της γυναίκας είναι απλός και πανίσχυρος. Όσο ερωτευμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να την παρασύρει ο άντρας. Μπορεί κάποιος σε φυσιολογικές συνθήκες να πείσει τη γυναίκα του να γίνει πόρνη, εφόσον είναι μία δουλειά προσοδοφόρα; Μπορεί κάποιος να πείσει τη γυναίκα του να γεννήσει παιδί, για να το πουλήσουν, εφόσον έχει τη δυνατότητα να γεννά όσα θέλει; Μέσα σ’ αυτήν τη δομή περιφέρεται ο άντρας όταν είναι ερωτευμένος κι είναι ευτυχισμένος.

Όμως όταν ο γάμος είναι αυτός που ακολουθεί, αλλάζουν μερικά βασικά δεδομένα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο άντρας άλλαξε τα χαρακτηριστικά του, εξαφανίζεται. Ο φόβος που είχε ο άντρας μήπως χάσει τη γυναίκα του, αρχίζει και χάνεται μέσα στα πλαίσια του γάμου. Η πίστη του, εκτός του έρωτα, κρατούσαν τη γυναίκα κοντά του κι από την επόμενη ημέρα του γάμου, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, η κοινωνία του εξασφαλίζει τη ζωντανή ιδιοκτησία του. Ο άντρας βλέπει πλέον —εφόσον είναι πονηρός— ότι μπορεί να ξεφεύγει μέσα από τη δομή της γυναίκας του, χωρίς να υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις. Στην αρχή δειλά αρχίζει να κάνει δοκιμές, ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει την κατάσταση στο σύνολό της. Οι δοκιμές αυτές έχουν στην αρχή να κάνουν με τη συνέπεια και κατόπιν, ανάλογα με τις συνθήκες, προχωρά. Η γυναίκα όλα αυτά τ’ αντιλαμβάνεται, αλλά μέσα στο πλαίσιο του γάμου, δεν μπορεί ν’ αντιδράσει. Οι χορευτές χωρίστηκαν πλέον, εφόσον ο γάμος επιτρέπει στον άντρα ν’ αποκολληθεί χωρίς συνέπειες κι αναγκάζει τη γυναίκα να συνεχίζει μόνη της ένα χορό, που υποτίθεται είναι ο τέλειος χορός του έρωτα. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, παύει να υφίσταται ο έρωτας και η μοιχεία εγκαθίσταται στην οικογένεια. Ο άντρας που είναι πλέον ανεξέλεγκτος και πράττει όπως επιθυμεί, στην οικογένεια έχει πάρει τη μορφή της εξουσίας και του οικονομικού πόρου.

Παράλληλα μ’ αυτό το πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη φύση του άντρα, συνυπάρχει κι αυτό της φτώχειας και της ανέχειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω στη Γη έζησαν και ζουν κάτω από συνθήκες φτώχειας. Πολλοί απ’ αυτούς βλέπουν το ζήτημα του γάμου σαν μία πρώτης τάξης ευκαιρία για οικονομική αποκατάσταση. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, οι γάμοι είχαν πάντα μέσα τους την οικονομική συναλλαγή και μ’ αυτόν τον τρόπο οι άμεσα ευνοούμενοι ήταν αυτοί, που διέθεταν την οικονομική ισχύ. Η σημερινή κοινωνία υποτίθεται ότι έχει ξεπεράσει όλα αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά και φαινομενικά δίνει άλλη διάσταση στο γάμο, εφόσον οι γυναίκες τώρα πια έχουν δικαιώματα. Οι γυναίκες έχουν βέβαια δικαιώματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να νικήσουν την παραπάνω κατάσταση. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά κι επιπλέον υπεισέρχεται ο παράγοντας φτώχεια, τότε τα πράγματα παίρνουν τραγική μορφή. Η γυναίκα, η ερωτευμένη, αγωνίστηκε και νίκησε για χάρη του έρωτα όλες τις “καλοπροαίρετες” συμβουλές, αλλά κι επεμβάσεις. Ακολούθησε τον άντρα που επιθυμούσε παρ’ όλη τη φτώχεια του. Όταν ο άντρας είναι φτωχός και ζητά, σύμφωνα με τα δεδομένα που ισχύουν στη σημερινή κοινωνία, μία γυναίκα από την οικογένειά της, πάντα υπάρχουν παρασκηνιακές αντιδράσεις. Οι υπάρχουσες οικογένειες ποτέ δεν υπολογίζουν σοβαρά τον έρωτα κι αντιδρούν πάντα, όταν η φτώχεια είναι η προσφερόμενη κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα ακολούθησε τον έρωτά της και ζει μία κατάσταση, όπως η παραπάνω. Θυσιάστηκε για να δει τον άντρα της —αργά αλλά σταθερά— να γίνεται μοιχός, να την έχει εγκλωβίσει μέσα σε τέσσερις τοίχους —συνήθως με παιδιά από την αρχή του γάμου— και ν’ αδιαφορεί παντελώς για το τι σκέφτεται και πώς αισθάνεται. Αν αυτή η γυναίκα μετά από χρόνια συμβουλέψει την κόρη της για το πώς πρέπει να φέρεται όσον αφορά τους άντρες, τι περιμένουμε να της πει; Ν’ ακολουθήσει τον έρωτά της και να μην ακούσει κανένα; Να μη συμβιβαστεί σε καμία περίπτωση; Ή το πιο πιθανό να της δείξει την ίδια της τη ζωή, που κυλά μέσα στη μιζέρια και την αδιαφορία και, που είναι προϊόν έρωτα; Δε θα συμβουλέψει αυτή η γυναίκα την κόρη της να βρει κάποιον ν’ αποκατασταθεί, τουλάχιστον οικονομικώς; Δε θα της περιγράψει πόσο όμοιοι είναι οι άντρες μετά το γάμο; Δε θ’ αποτυπώσει στην ψυχή της την άποψη ότι έτσι κι αλλιώς όλοι οι γάμοι είναι ίδιοι και ότι πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον κάποια οικονομική άνεση για τον εαυτό της και τα παιδιά της;

Η πορνεία στη σύγχρονη εποχή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο.. ανάμεσα στις πόρνες που απαιτούνται για τη λειτουργία της κοινωνίας είναι κι οι γυναίκες, που είναι προϊόντα κάποιας παιδείας. Παιδεία είναι και η άποψη της μητέρας. Παιδεία είναι ό,τι μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος απ’ οποιαδήποτε πηγή κι είναι έτοιμη γνώση που τη χρησιμοποιεί. Αν αυτή η κόρη ακούσει τη μητέρα της, τι διαφορετικό θα κάνει από μία πόρνη; Ο Ίδιος ο Θεός θα της μιλά κι αυτή θα προσπαθεί να καταλάβει τι μάρκα είναι τα παπούτσια του. Ο Ίδιος ο Θεός θα την αγαπάει κι αυτή θα προτιμά τον άντρα, που έχει καλό αυτοκίνητο, καλό σπίτι και καλό όνομα. Δεν υπάρχει άντρας σ’ αυτόν τον κόσμο, που να μη έχει διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, αυτήν την πορνεία των γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι παντού. Μας περιτριγυρίζουν και μας βασανίζουν με την πορνεία τους. Η εξωτερική ομορφιά είναι δώρο από το Θεό κι αντιληπτή απ’ όλους. Οι όμορφες γυναίκες αρέσουν σ’ όλους τους άντρες, άσχετα αν ο έρωτας δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πορνεία είναι η ομορφιά της γυναίκας. Η ομορφιά είναι το ζητούμενο κι αυτό είναι, που πληρώνεται είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Όταν μία γυναίκα είναι όμορφη και η παιδεία τής υποδεικνύει την εξασφάλισή της, εύκολα αντιλαμβανόμαστε χωρίς ιδιαίτερο κόπο την πορεία της. Έχετε δει ποτέ το γιο μίας πλούσιας οικογένειας να συνοδεύει ή να παντρεύεται μία μέτρια εμφανισιακά κοπέλα, ανεξάρτητα από τη δική του εμφάνιση; Έχετε προσέξει μήπως, πώς είναι στην όψη οι γυναίκες που κάθονται στη θέση του συνοδηγού υπερπολυτελών αυτοκινήτων; Ποιος άντρας δεν έχει πληγωθεί, όταν μία όμορφη κοπέλα που γνώρισε αυτός κι οι φίλοι του, δε βρίσκει, όπως όλες άλλωστε, πιο συμπαθή και πιο ενδιαφέρον το φίλο, που τυχαίνει να είναι κι ο πλουσιότερος της παρέας; Όταν συμβαίνουν όλα αυτά στη ζωή ενός άντρα, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, γιατί ο άντρας αυτός θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος.

Η κοινωνία υπενθυμίζει πάντοτε ότι τα πάντα έχουν την τιμή τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο όλα αγοράζονται ακόμα κι αυτή η ομορφιά. Όταν ο άντρας, αυτό το υπερκινητικό ον, βρίσκει παντού την άρνηση λόγω της φτώχειας του, τι περιμένουμε να κάνει; Ακόμα και στην περίπτωση που ερωτεύεται, βλέπει πάντα τι συμβαίνει και πληγώνεται, άσχετα αν ο ίδιος δεν είναι πια μέσα στον ανταγωνισμό. Η σύνθετη φύση του τον κρατά συνεχώς σε υπερδιέγερση κι αυτό τον κάνει δυστυχισμένο. Αν δεν υπήρχε πορνεία σ’ αυτόν το κόσμο, ο ίδιος αυτός άντρας δε θα ήταν δυστυχισμένος. Δε θα έβλεπε τον πλούσιο φίλο του ν’ αλλάζει συνεχώς γυναίκες, στην πλειοψηφία τους όμορφες κι επιθυμητές. (Μάρκ. 9.47-9.49) “και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν.. καλόν σοί εστί μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις τη γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.” (Καί εάν τό μάτι σου σέ σκανδαλίζη, βγάλε το… είναι καλύτερα να μπής μονόφθαλμος εις τήν βασιλείαν τού Θεού παρά νά έχης δύο μάτια καί νά ριφθής εις τήν γέενναν, όπου τό σκουλήκι τους δέν πεθαίνει καί η φωτιά δέν σβήνει.).

Ο άντρας βλέπει κι αυτό είναι που τον πληγώνει. Δεν έχει σημασία, αν είναι ερωτευμένος ή όχι. Σ’ αυτήν την κοινωνία, μόνον τυφλός μπορεί κάποιος να είναι ήρεμος. Η ομορφιά είναι πάντα επιθυμητή και σ’ έναν κόσμο που αγοράζεται, όλοι θέλουν να φτάσουν σε θέση στην οποία να μπορούν να το κάνουν. Ο ερωτευμένος άντρας που παντρεύεται, δεν παύει ποτέ να βλέπει. Ο γάμος του εξαφανίζει το φόβο. Σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: είτε αυτός ο άντρας να είναι πλούσιος είτε φτωχός. Αν είναι πλούσιος η πορνεία συνεχώς τον περιβάλλει και τον βάζει σε πειρασμό. Η όμορφη γραμματέας δεν έχει ενδοιασμούς, αν αυτός είναι ή δεν είναι παντρεμένος. Πάντα όμορφη, περιποιημένη και λίγο απρόσεκτη, όταν κάθεται, όταν σκύβει ή όταν περπατά. Τι μπορεί να κάνει ο άντρας; Η φύση του τον ωθεί προς τη δομή. Ο άντρας είναι μία φωτιά, που όταν έχει την ευκαιρία, πυρπολεί το χώρο γύρω του. Αν η γυναίκα του μέσα στα πλαίσια του γάμου είχε περιθώρια αντίδρασης, θα έσωζε τον έρωτα. Αν υπήρχαν όμως αυτά τα περιθώρια, δε θα υπήρχε και η πορνεία και η γυναίκα θα ήταν πιο ήσυχη. Στα ελεύθερα ερωτευμένα ζευγάρια δεν υπάρχει το φαινόμενο της απιστίας. Η απιστία εμφανίζεται μόνο μετά το γάμο. Ο θεσμός του γάμου είναι αυτός που τη δημιουργεί, αφού χαλάει τη δυναμική, που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι “σάρκα μία”.

Στην αντίθετη πλευρά, ο φτωχός άντρας βρίσκεται κι αυτός στην ίδια ακριβώς κατάσταση με μία τεράστια διαφορά. Επιθυμεί κι αυτός έχοντας συναίσθηση της ελευθερίας που του εξασφαλίζει ο γάμος, αλλά αυτός μόνο βλέπει την πορνεία κι αυτό τον κάνει να θυμώνει. Δεν έχει σημασία, αν έμενε πιστός ή όχι στον έρωτά του, σημασία έχει ότι, όπως ο κάθε άνθρωπος, θέλει κι αυτός να είναι επιθυμητός. Η πορνεία όμως είναι σκληρή κι ανελέητη κι αυτό τον κάνει να θυμώνει, αφού αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος. Αν όλα αυτά αφορούν τους ερωτευμένους άντρες, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος τι συμβαίνει με τους άντρες, που παντρεύτηκαν, επειδή έπρεπε να παντρευτούν και η γυναίκα τους είναι πολύ μακριά από το γούστο τους.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί η θεωρία υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύστημα εξουσίας, επιθυμεί με κάθε θυσία να μπει η μοιχεία μέσα στην οικογένεια. Αν κατορθώσει αυτό, που είναι εύκολο με την τεράστια πορνεία που υπάρχει και βάλει σε πειρασμό τους άντρες, τότε αρχίζει και λειτουργεί άψογα. Αυτό συμβαίνει λόγω της άπειρης πρώτης ύλης, με τα τέλεια χαρακτηριστικά. Η ύλη αυτή είναι οι άντρες, που είναι παντρεμένοι και τα χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Από τον καιρό της Βαβυλώνας, όταν ο άνθρωπος έχτισε για πρώτη φορά τον κοινωνικό ιστό, που περιέχει μέσα του την εξουσία, αγωνίζεται για την εξασφάλιση της πορνείας. Οι πλούσιοι που γεύονται την πορνεία, είναι απαραίτητοι για να υπάρχουν ως ζωντανά παραδείγματα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αγωνίζονται ν’ αποκτήσουν κάποτε στην κοινωνία τον πλούτο και την ισχύ, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να γευτούν αυτήν την πορνεία. Όταν ο άντρας αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος, τότε αρχίζει και γίνεται επικίνδυνος. Είναι σε θέση να κάνει τα πάντα, για να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Στίβει το μυαλό του μέρα και νύχτα, για να μπορέσει να σκεφθεί κάτι που θα βελτιώσει την κατάστασή του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο της άθλιας κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να επιτευχθεί το Μυστικό Σχέδιο του Θεού. Η κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά κι αυτή στην οποία έζησαν όλοι οι άνθρωποι από τον καιρό της Βαβυλώνας, προετοιμάζει τους ανθρώπους για την είσοδό τους στον κάτω κόσμο.

Η πρώτη ύλη είναι οι παραπάνω άντρες και, για να μη διαταράσσεται αυτή η κατάσταση, η εξουσία λαμβάνει μέριμνα. Αιώνες τώρα η εξουσία είτε “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” είτε μέσω ψευδοδημοκρατικών διαδικασιών, επηρεάζει τον κόσμο και προβάλλει ως τέλειους ανθρώπους αυτούς, που είναι παντρεμένοι κι οικογενειάρχες. Διαμορφώνει μία άποψη στον κόσμο ότι ο ικανός άντρας είναι μόνον αυτός, που είναι καλός οικογενειάρχης και πάντα σύμφωνα με τη λογική της Βαβυλώνας. Ένας οικογενειάρχης πολιτικός δεν είναι καλός, αν δεν ασκεί εξουσία πρώτα στην ίδια του την οικογένεια. Ένας γιος με φιλοσοφία ενάντια στην εξουσία και την καταπίεση, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να του προκύψει. Εξουσία και καταπίεση πρώτα πάνω στην ίδια του την οικογένεια και μετά ακολουθεί μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά συμβαίνουν και μπορεί άνετα κάποιος να τα διαπιστώσει. Ο άνθρωπος όμως έχει κοντή μνήμη κι ελάχιστη κρίση, όταν θίγονται τα συμφέροντά του. Όλοι υποτίθεται, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο δούλο του συστήματος, αγωνίζονται για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής απ’ όλες τις απόψεις. Χαίρονται, όταν μιλούν για τις κατακτήσεις των ανθρώπων, άσχετα αν αυτές κατακτήθηκαν απ’ άλλους νικώντας ανθρώπους όμοιους μ’ αυτούς, που σήμερα μιλούν για δημοκρατία.

Όλοι αυτοί εκτιμούν ότι παράγοντας της ευτυχίας είναι πάντα η οικογένεια μέσω του νόμιμου γάμου, αλλά κανένας δεν μας εξηγεί, γιατί ο αυταρχισμός άλλων κοινωνιών υποστήριζε με τόση θέρμη το γάμο. Υπήρχαν σκοτεινές κι απάνθρωπες κοινωνίες, που τους ανθρώπους που δεν παντρεύονταν, τους κυνηγούσαν και μέσω νόμων. Γιατί το σύστημα, που τόσο ενδιαφέρεται για εμάς, κυνηγούσε τους ανθρώπους για τις επιλογές τους; Γιατί κυνηγά ακόμα και τώρα τους ασήμαντους μ’ αυτό που λέγεται κοινωνική κριτική ή κουτσομπολιό και τους σημαντικούς με την άρνηση να τους επιτρέψει ν’ ακολουθήσουν τις φιλοδοξίες τους; Γιατί πρέπει ο πολιτικός να είναι παντρεμένος, για να θεωρείται άξιος κι έντιμος; Σε μία κοινωνία, που αναζητά την ελευθερία, πιο άξιος δεν είναι ένας άνθρωπος, που τουλάχιστον νίκησε μία ανεπιθύμητη γι’ αυτόν κατάσταση; Όλα αυτά τα περιγράφουμε, γιατί είναι πανάρχαια και σύγχρονα προβλήματα κι οριοθετούν ορισμένες φάσεις στη ζωή του ανθρώπου.

Πρώτη ύλη, για να σταθεί το σύστημα, είναι οι παντρεμένοι άντρες, που για λόγους πολύ φυσικούς αισθάνονται μειωμένοι και μ’ αυτό ως δεδομένο, σκύβουν το κεφάλι κι αναζητούν την κοινωνική τους καταξίωση, που θα είναι ταυτόχρονα και μία αυτοεπιβεβαίωση. Η κοινωνία, τους άντρες έξω από το πλαίσιο του γάμου τους θεωρεί ανεπιθύμητους κι ως εκ τούτου τους πολεμά. Γιατί όμως μπορεί ένας άγαμος άνθρωπος ν’ απειλεί την κοινωνία, συνεπώς και την εξουσία; Τι μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος ν’ απειλήσει; Για ν’ αντιληφθούμε τα παραπάνω, πρέπει να ξαναθυμηθούμε τα δεδομένα μας. Ο άντρας είναι πολύ έξυπνο ον κι αυτό ισχύει από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Η κοινωνία στηρίζει τη δύναμή της στην πορνεία των γυναικών, που είναι άμεσο αποτέλεσμα της φιλοσοφίας του γάμου και της φτώχειας. Το σύστημα επιθυμεί να βάλει μέσα στην οικογένεια, μέσα στο δεσμό των ανθρώπων τη μοιχεία, για να υπάρξει εξουσία. Όταν συμβεί αυτό, αρχίζει να χτίζει τη δομή της κοινωνίας. Άμεση συνέπεια όμως αυτού είναι η γυναίκα, που ισοπεδώνεται στην οικογένεια, να είναι επιρρεπής σ’ αυτό που ονομάζουμε όλοι μοιχεία ως πράξη.

Οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι συνήθως νέοι, ωραίοι κι, εφόσον φλερτάρουν, αναπτύσσουν χαρακτηριστικά, που γοητεύουν τις γυναίκες. Είναι πνευματώδεις, ευγενικοί και δίνουν αξία στην παραμελημένη γυναίκα. Όμως, όταν η εξουσία επιθυμεί τη γυναίκα άβουλο ον και τον άντρα έξω από την οικογένεια ν’ αγωνίζεται για πνευματικά δικαιώματα κι εξουσία, αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Η ύπαρξή τους και μόνον, αν υπάρχει έρωτας πριν από το γάμο, ανατρέπει την όλη στρατηγική των αντρών. Οι ερωτευμένοι άντρες αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεφεύγουν κι αυτό γίνεται μόλις διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Αν αυτοί οι ελεύθεροι βρίσκονται στο περιβάλλον ενός ερωτευμένου, που παντρεύτηκε, αυτός φοβάται και δεν ακολουθεί την επιθυμητή πορεία.

Δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της άμεσης αγοράς της γυναίκας. Είναι η περίπτωση στην οποία ο γαμπρός είναι πλούσιος και η γυναίκα ούτε καν ρωτήθηκε. Ο πλούσιος αγοράζει όμως ό,τι καλύτερο υπάρχει διαθέσιμο. Οι παραπάνω νέοι, κι αυτοί με τη σειρά τους, διαλέγουν κι όπως είναι φυσικό διαλέγουν ό,τι καλύτερο σε σχέση με την ομορφιά. Η όμορφη γυναίκα ενός πλούσιου μοιχού, είναι η καλύτερη λεία γι’ αυτούς. Όμως ο πλούσιος έχει αγοράσει τη γυναίκα κι γι’ αυτό απαιτεί προστασία από την κοινωνία που υπηρετεί ως δούλος. Σ’ αυτήν την κοινωνία ο πλούσιος αποτελεί πρότυπο και πρέπει να προστατευτεί, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να παρασυρθούν. Πλούσιος μ’ όμορφη γυναίκα είναι καλό πρότυπο. Πλούσιος όμως μ’ όμορφη γυναίκα, που προσφέρει τον έρωτα της σ’ έναν ελεύθερο φτωχό, είναι ό,τι χειρότερο.

Το πρότυπο το χρησιμοποιεί η κοινωνία για να κατευθύνει τους φτωχούς. Εδώ πρότυπο γίνεται ο νέος κι ελεύθερος, που απολαμβάνει τον έρωτα μίας όμορφης γυναίκας, χωρίς να πραγματοποιήσει καμία θυσία. Πρότυπο δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση ένας άνθρωπος νέος, έξυπνος και φτωχός. Η πορνεία είναι επιθυμητή από την κοινωνία, μόνο για να παρασέρνει τους ανθρώπους. Πρότυπο πρέπει να είναι ένας πλούσιος αυτοδημιούργητος ή όχι, που τα έχει όλα, όταν είναι σχεδόν γέρος. Η κοινωνία της εξουσίας πρέπει να προστατεύσει τους εκλεκτούς της απ’ αυτούς τους νέους κι άχρηστους γι’ αυτήν ανθρώπους. Πώς το κάνει; Το κύριο όπλο της είναι η κοινωνική κριτική, που τρομάζει τις γυναίκες κι ειδικά αυτές που έχουν παιδιά. Ο άντρας μπορεί να περιφέρεται από πορνείο σε πορνείο όλη την ημέρα και κανένας δε λέει τίποτε. Μπορεί να κυνηγά γυναίκες, που εργάζονται γι’ αυτόν, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και κανένας πάλι δε θα πει τίποτε. Αν τολμήσει όμως η γυναίκα να κινηθεί, όπως είναι και δικαίωμά της, εφόσον είναι άνθρωπος και όχι ζώο, αφού κι αυτή θέλει να ζήσει, τότε πέφτει όλη η υποκρισία της κοινωνίας πάνω της. Στα χρόνια του Χριστού με τους λίθους, στα χρόνια τα δικά μας με τα ψεύτικα λόγια. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, γιατί δεν αρκεί μόνο να φοβάται η γυναίκα σύζυγος, αλλά και να μη φοβάται ο άντρας σύζυγος.

Βασικός παράγοντας για τη δημιουργία της κοινωνίας τύπου Βαβυλώνας είναι η δημιουργία συνθηκών σεξουαλικής πείνας όσον αφορά τους άντρες. Η εξουσία εκμεταλλεύεται αυτήν την πείνα, αναβαθμίζει την αξία της πορνείας και στη συνέχεια λειτουργεί με τρόπο άψογο. Πώς όμως μπορεί όλους αυτούς τους ελεύθερους κι επικίνδυνους γι’ αυτήν ανθρώπους, να τους αναγκάσει σε σεξουαλική πείνα; Οι άνθρωποι αυτοί εκτός από τις παντρεμένες γυναίκες, απειλούν και τις ελεύθερες. Ένας τέτοιος άνθρωπος, αν και φτωχός, μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία όμορφη κοπέλα και να στερήσει τη δυνατότητα από έναν πλούσιο να κάνει μία καλή αγορά, που είναι και το ζητούμενο στη δημιουργία προτύπων. Όχι μόνον αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, όσον αφορά τις γυναίκες μέσα στο γάμο, αλλά απειλούν και την πατριαρχική εξουσία, που θέλει να έχει έλεγχο πάνω στην κόρη-προϊόν. Αν ο κάθε νέος γινόταν “σάρκα μία” με τη νέα που ήθελε, με δεδομένο την ισχύ της δομής της γυναίκας, τίποτε δε θα μπορούσε να τους σταματήσει. Σ’ αυτό το σημείο το πρόβλημα είναι μεγάλο και η αντιμετώπισή του η πιο σοβαρή υπόθεση. Αν το σύστημα έχει βρει λύση, τότε αυτή η λύση πρέπει να έχει γεννηθεί απευθείας στη Βαβυλώνα και να ισχύει ακριβώς η ίδια μέχρι και σήμερα. Η λύση αυτή δεν πρέπει να επιτρέπει σε καμία περίπτωση αμφισβήτηση κι επιπλέον να καλύπτεται με τέτοιον τρόπο, ώστε ενδεχόμενη αμφισβήτησή της να δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να επιχειρηματολογεί και μάλιστα σοβαρά.

Σε κάποιο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι, αν κάποιος πολιτικός επιχειρηματολογήσει για μερικά θέματα, που είναι πολύ σοβαρά κι αφορούν την κοινωνία της Βαβυλώνας, θα κινηθούν ορισμένοι φορείς κάποιας εξουσίας και θα τον εξοντώσουν. Υπάρχουν μερικά θέματα, που για όποιον ασκεί εξουσία και μόνον η αναφορά τους θεωρείται ταμπού. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, ποιες απαγορεύσεις συνδέουν με τη Βαβυλώνα; Δε μιλάμε για φόνους ή κλοπές ή αξιόποινες πράξεις, που παραβιάζουν και τις Εντολές του Θεού, αλλά κι αυτό που αναφέρει ο Χριστός ως “χρυσό κανόνα”. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, γιατί η κοινωνία της Βαβυλώνας τότε και η σύγχρονη κοινωνία σήμερα δείχνουν τόση μεγάλη ευαισθησία στο θέμα των αμβλώσεων; Δεν υπάρχει σήμερα μεγάλο δυτικό κράτος με ισχυρή δομή κι εξουσία, που να νομιμοποιεί τις αμβλώσεις. Γιατί άραγε; Αυτοί, που εξουσιάζουν αυτά τα κράτη, δε δίστασαν να εξοντώσουν εκατομμύρια ζωντανών ανθρώπων, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Ηγέτες μεγάλων χωρών καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, που σημαίνει ότι ξεπέρασαν κι αυτά ακόμα τα αισχρά όρια της εξουσίας. Όλα αυτά λίγα χρόνια πριν και όχι στην πραγματική εποχή της Βαβυλώνας. Ούτε ένας όμως απ’ αυτούς τους ηγέτες δε νομιμοποίησε τις αμβλώσεις. Στέλνει κάποιος εκατομμύρια ανθρώπων στα κρεματόρια και δείχνει τέτοια ευαισθησία για ένα γονιμοποιημένο ωάριο; Σκοτώνει όποιον βρίσκεται μπροστά του κι ονομάζεται ήρωας και δεν έχει δικαίωμα μία γυναίκα να κάνει άμβλωση; Περίεργο δεν είναι; Ρίχνει βόμβες σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά και δε νομιμοποιεί τις αμβλώσεις; “Φόνος”, φωνάζουν κι ωρύονται οι ιερείς όλων των ιερατείων του κόσμου και κοντά τους οι πολιτικοί μας ηγέτες. Ευαισθησία για το φόνο ενός αγέννητου ανθρώπου κι αναισθησία για εκατομμύρια φόνους ανθρώπων, που έχουν γεννηθεί; Τι φοβούνται; Γιατί δεν το κάνουν; Χιλιάδες κατακτήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα των ανθρώπων μας χωρίζουν από τη Βαβυλώνα κι όμως, σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά. Φοβούνται τις αμβλώσεις αυτοί που έχουν την εξουσία, γιατί, αν τις νομιμοποιήσουν, θα πάνε στα σπίτια τους όλοι οι ψεύτες, οι κλέφτες κι οι υποκριτές την επόμενη ακριβώς μέρα. Πράγματι για το Θεό, αλλά και για την ίδια τη μητέρα, που πραγματοποιεί την άμβλωση, αυτό είναι αδικία.

Πράγματι στερείται η δυνατότητα από έναν άνθρωπο να γεννηθεί. Όμως όλα αυτά ισχύουν για το Θεό και μόνο για την ίδια τη γυναίκα, που γνωρίζει τον πόνο που αυτή η πράξη δημιουργεί. Όταν η γυναίκα έχει φτιαχτεί ειδικά από το Θεό για να γεννά ανθρώπους, που όταν ωριμάσουν οι συνθήκες θα γίνουν Θεοί-άνθρωποι, σημαίνει ότι ως μητέρα είναι όμοιά Του. Ο Θεός της έδωσε χαρακτηριστικά όμοια με τα δικά Του, τα θεϊκά, εφόσον κι Αυτός γεννά κι έτσι γυναίκα-μητέρα και Θεός σ’ αυτό το θέμα ταυτίζονται. Όμως οι υποκριτές γιατί ωρύονται; Γιατί επικαλούνται το Θεό; Απλούστατα, γιατί, αν νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις κι επειδή οι άνθρωποι στο σύνολο τους συμφωνούν ότι πρόκειται γι’ αδικία, τότε πρέπει να συμβούν ορισμένα πράγματα.

Για ν’ αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, που είναι απαράδεκτη, είναι απαραίτητο να ενημερώσουμε τον κόσμο. Πρέπει να ενημερωθεί η νεολαία για τον έρωτα, για την προφύλαξη, για ν’ αποφευχθεί μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Όμως το σύστημα τρέμει και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να ενημερώσει τους νέους και πολύ περισσότερο τις νέες πάνω στο θέμα του σεξ. Αιώνες τώρα το θέμα αυτό είναι ταμπού για όλον τον κόσμο και πολύ περισσότερο για τις νέες κοπέλες. Το σύστημα δε θέλει να ενημερώσει, γιατί απλούστατα επιθυμεί την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Την επιθυμεί, γιατί μία ελεύθερη και τις περισσότερες φορές φτωχιά κοπέλα —οι πλούσιοι σ’ όλες τις κοινωνίες βρίσκουν λύσεις— που στερείται της δυνατότητας άμβλωσης, γίνεται αντικείμενο των χειρότερων σχολιασμών. Σύσσωμη η κοινωνία πέφτει πάνω της να την κατασπαράξει κι αυτή και την οικογένεια της. Η πόρνη, που ονομάζεται κοινωνία, χύνει όλο της το φαρμάκι σε μία νέα κοπέλα, που ακολούθησε απλά τη φύση της και το Δημιουργό. Δεν εγκλημάτησε, ούτε επόρνευσε. Έγινε “σάρκα μία” μ’ αυτόν που ήθελε. Δε γνώριζε τίποτε για τον έρωτα, επειδή αυτός θεωρείται πάντα σκοτεινό θέμα. Δεν προφυλάχθηκε, γιατί δε γνώριζε κι αυτό, γιατί δεν επιτρέπεται να γνωρίζει.

Η πατριαρχική κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους-θύματα, για να κρίνει και μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβιώνει και η ίδια. Τη γυναίκα-θύμα την κατακρίνει, όχι επειδή θέλει να τιμωρήσει αυτήν την ίδια αλλά, επειδή θέλει να τρομάζει τις υπόλοιπες. Αν κατορθώσει αυτό, που αιώνες τώρα καταφέρνει, στερεί από τους νέους τη δυνατότητα να γευτούν τον έρωτα και στη συνέχεια να γίνουν “σάρκα μία” μέσω αυτού. Στερεί τη δυνατότητα από τους νέους να επιλέγουν το σύντροφο τους ελεύθερα. Η κοινωνία αυτή φοβόταν πάντα τις γυναίκες και μία γυναίκα, που γεύεται τον έρωτα είναι επικίνδυνη. Δεν μπορεί ο πατέρας της ν’ αποφασίζει γι’ αυτήν αυθαίρετα. Αν όμως δε συμβεί αυτό, καταρρέει η πορνεία που επιθυμεί το σύστημα. Αν ο πλούσιος κι ο φτωχός διεκδικούν —όπως συμβαίνει στον έρωτα— με τις ίδιες πιθανότητες την ομορφιά, καταρρέει το επιθυμητό πρότυπο. Αν αυτό συμβεί σε μεγάλη κλίμακα και οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, οι δυσκολίες λόγω φτώχειας ν’ απολαύσουν τον έρωτά τους αργά ή γρήγορα, θα τους οδηγήσουν να στραφούν εναντίον του συστήματος. Θα πιάσουν από το λαιμό τους κλέφτες και θα τους σκίσουν στα δύο. Όλη αυτή η αντιμετώπιση του σαρκικού έρωτα, όσον αφορά τους νέους, από μέρους του συστήματος, οδηγεί στην επιθυμητή κατάσταση, που είναι αυτή της σεξουαλικής πείνας.

Οι νέοι άνθρωποι πραγματικά για αιώνες υπέφεραν απ’ αυτήν την άθλια κατάσταση. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι ίδια σ’ αυτό το σημείο, αλλά η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί αισθητά. Αν κάποτε η αυστηρότητα επέβαλε στις νέες να μην ακολουθούν τον έρωτά τους, σήμερα συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι νέες οι ίδιες, εξαιτίας της παιδείας που τους δίνεται, διαχειρίζονται τους εαυτούς τους με γνώμονα το συμφέρον και όχι τα αισθήματα. Μία όμορφη γυναίκα γνωρίζει από πολύ νωρίς πόση μεγάλη αξία έχει η ομορφιά της κι επενδύει σ’ αυτή. Γνωρίζει ότι έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των άλλων και προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο. Σ’ αυτήν την άθλια κοινωνία στην οποία ζούμε δεν υπάρχει πόρτα που να μην ανοίγει στην ομορφιά, επομένως και στην πορνεία. Οι γυναίκες πράγματι αγωνίστηκαν για τη θέση τους στην κοινωνία, αλλά αγωνίστηκαν σαν τυφλά όντα. Έκαναν αυτό ακριβώς που τους επέβαλε η κοινωνία και σήμερα βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση από τον καιρό της Δημιουργίας.

Η καταπίεση ακόμα και με τη μορφή της ωμής βίας, κάποτε νικιέται. Έρχεται κάποια στιγμή, που η επανάσταση του καθενός από εμάς είναι ανάγκη και όχι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη να μπορεί ν’ αναπνέει κάποιος, γιατί μόνον έτσι υπάρχει ζωή. Επομένως, αν μας στερούν την αναπνοή, αγωνιζόμαστε ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας συνειδητά, εφόσον δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε. Η τραγικότητα της κατάστασης φαίνεται σ’ αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι αναπνέουν και χαίρονται γι’ αυτό. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι αυτό που αναπνέουν είναι μολυσμένος αέρας και τίποτε άλλο. Δεν εξηγείται μία τόσο θλιβερή κι άρρωστη κατάσταση, όταν θεωρητικά όλοι οι άνθρωποι, είτε άντρες είτε γυναίκες απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους. Η καταπίεση, όπως βλέπουμε μέσω των ιστορικών στοιχείων, κάποτε νικιέται, όμως αυτό που είναι ανίκητο είναι το σκοτάδι. Σκοτάδι είναι να μη μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει από τα δεδομένα, αυτά που επιθυμεί. Σκοτάδι είναι ν’ αποφασίζει συνειδητά αυτό, που, αν του το επέβαλλαν, θα τον έκανε να επαναστατήσει.

Οι γυναίκες για αιώνες αγωνίζονταν για μία θέση στον Ήλιο, που σημαίνει αυτοδιάθεση και σήμερα με τα υποτιθέμενα δικαιώματα που απολαμβάνουν, κάνουν αυτόβουλα αυτό, που τις εξομοιώνει με τους δούλους. Αντί να διαλέγει ο άρχων-πατέρας το σύντροφό τους, με βάση εξωερωτικά κριτήρια, διαλέγουν αυτές οι ίδιες. Αντί να τις ωθούν εξωγενείς παράγοντες, επομένως ορατοί προς την πορνεία, ωθούνται συνειδητά από μόνες τους. Η αυστηρή στάση του πατέρα μπορεί σήμερα να μη μετράει όσο άλλοτε αλλά αυτό το υποκαθιστά η συνειδητή σκέψη για την επιτυχία. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο τα πάντα αγοράζονται και τα πάντα πωλούνται, η γυναίκα αγωνίστηκε να μην είναι αντικείμενο αγοραπωλησιών και τα κατάφερε. Δεν είναι πια προϊόν, αλλά ένας σύγχρονος πωλητής. Γνωρίζει την αξία της και αυτοπροωθείται. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο έμεινε ανέγγιχτο. Το ζητούμενο είναι η ύπαρξη πορνείας και όχι αυτή καθ’ αυτή η διαχείριση των πορνών. Στην περίπτωση των γυναικών φτάσαμε στην τραγική αυτοδιαχείριση, που είναι και η πιο σκοτεινή κι ανίκητη κατάσταση. Ο καταπιεστής δεν είναι πλέον ορατός ούτε μισητός, αφού είναι η ίδια η γυναίκα. Μέσω της παιδείας η κοινωνία πέρασε έναν άντρα μέσα στο μυαλό της γυναίκας κι αυτός είναι υπαίτιος της όλης κατάστασης. Ρευστοποιήθηκε η αρχική δομή της γυναίκας και η πορνεία ήταν το άμεσο αποτέλεσμα. Μ’ αυτήν τη λογική θα φτάσουμε σε σημείο, οι ίδιες οι γυναίκες να κάνουνε πορείες κατά των αμβλώσεων, γιατί όταν αυτοϋποβάλλονται σε θυσίες, φυσικό είναι να ζητούν το μέγιστο κέρδος. Όταν μία γυναίκα συνειδητά καλλιεργεί χαρακτηριστικά, που κάποτε της επιβαλλόταν με τη βία, φυσικό είναι να θέλει την αναβάθμιση της αξίας της έναντι άλλων γυναικών, που πραγματοποιούν λιγότερες θυσίες.

Παλαιότερα δεν έστελναν τις γυναίκες στα σχολεία, γιατί η επαφή τους με τη γνώση, τις καθιστούσε επικίνδυνες για την κοινωνία και τις πρακτικές της. Στην εποχή μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ωθούν τη γυναίκα με κάθε τρόπο στο σύστημα της παιδείας βάζοντάς της μέσα στο μυαλό έννοιες όπως “καριέρα”, “ισότητα”, ώστε η ίδια από μόνη της ν’ αυτοπεριορίζεται. Κάποτε τρόμαζε την κοπέλα ένας αυστηρός πατέρας, στις μέρες μας την τρομάζει η ιδέα ότι, αν ακολουθήσει τον έρωτα, θυσιάζει μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία και αφορούν τις γυναίκες κι έχουν να κάνουν με αποφάσεις άλλων ή των ιδίων προσωπικά, είναι όσα επιθυμεί το σύστημα, εφόσον το ζητούμενο είναι η σεξουαλική πείνα των αντρών. Όταν ο άντρας φλέγεται απ’ αυτήν την ανάγκη, που είναι το πιο φυσικό πράγμα, τότε γίνεται κι αυτός —αν κι ελεύθερος— μέλος του συνόλου των αντρών, που αποτελούν και την επιθυμητή πρώτη ύλη για την ύπαρξη του συστήματος.

Για να μη θεωρηθεί το παραπάνω αυθαίρετο και προσωπική άποψη του γράφοντος, θα επικαλεστούμε τη μαρτυρία κάποιου, που έχει προσωπική εμπειρία και θεωρείται αξιόπιστος από το σύστημα. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Παύλο. (Κορινθ. Α’ 7.8-7.10) “Λέγω δέ τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν. κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι.” (Εις τούς αγάμους καί εις τάς χήρας λέγω, ότι είναι καλόν γι’ αυτούς, εάν μείνουν όπως είμαι καί εγώ. Αλλ’ εάν δέν μπορούν νά μείνουν εγκρατείς, άς παντρευθούν.. είναι καλύτερα να παντρεύεται κανείς παρά νά καίεται από τήν επιθυμίαν.). “Πυρούσθαι” λέει ο Παύλος.. γιατί να μην τον πιστέψουμε; Αφού μιλά από προσωπική εμπειρία. Έναν πόνο ή μία ανάγκη δεν μπορεί κάποιος να την περιγράψει, αν δε γνωρίζει. Ο Παύλος θα μας απασχολήσει σ’ άλλο σημείο περισσότερο, αφού πρέπει να βρεθεί και να καταλογιστεί η όποια ευθύνη του για τα όσα συμβαίνουν.

Εδώ μας ενδιαφέρει ότι ο άντρας σε περίπτωση που δεν είναι “σάρκα μία” κι επομένως δεν απολαμβάνει τον έρωτα, όχι απλά δεν είναι άνετος, αλλά φλέγεται στην κυριολεξία. Με την ύπαρξη της πορνείας, επειδή το σύστημα δίνει τη δυνατότητα ν’ αποφύγουν αυτήν την κατάσταση οι εκλεκτοί του και στερεί την ίδια δυνατότητα από τους μη εκλεκτούς, παρασέρνει τους άντρες. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Όλοι οι άντρες-δούλοι του στο σύνολό τους. Ουδείς εξαιρείται. Οι πλούσιοι αγωνίζονται μέρα και νύχτα, για να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους και οι φτωχοί με τους ίδιους ρυθμούς, για να τ’ αποκτήσουν. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, όλοι εντάσσονται στο μεγάλο θυσιαστήριο, που ονομάζεται ζωή. Η ζωή δίνεται ως δώρο στους ανθρώπους από το Θεό για να τη ζήσουν κι αυτοί το αρνούνται. Όταν η άρνηση είναι η φιλοσοφία της ζωής, τότε η ζωή γίνεται η ίδια η Κόλαση. Αρνείται ο άνθρωπος όσο είναι νέος να ζήσει και υποβάλλει τον εαυτό του σε υπέρμετρες θυσίες κι όταν γεράσει, αρνείται να πεθάνει. Η κοινωνία της εξουσίας σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο ποιοτικά σημείο της. Αυτό, γιατί, ενώ υπάρχουν συνθήκες φαινομενικής ελευθερίας, ο άνθρωπος που ζει μέσα σ’ αυτή είναι εντελώς ανελεύθερος.

Η επιτυχία του συστήματος είναι ότι μπήκε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και για ό,τι συμβαίνει είναι υπεύθυνος ο καθένας από μόνος του. Έτσι δικαιώνεται κι ο Λόγος του Χριστού, όταν λέει: (Ματθ. 10.28-10.29) “και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι.. φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη.” (Μή φοβάσθε εκείνους πού σκοτώνουν τό σώμα, αλλά δέν μπορούν νά σκοτώσουν τήν ψυχήν. Νά φοβάσθε μάλλον εκείνον, πού μπορεί νά κάνη καί ψυχήν καί σώμα να χαθούν εις τήν γέενναν.). Το σύστημα σήμερα έχει καταφέρει αυτό που μας περιγράφει ο Χριστός. Έχει εξαφανίσει τους ορατούς εχθρούς. Οι εχθροί του ανθρώπου στην εποχή μας δεν είναι εύκολο ν’ αναγνωριστούν κι αυτό συμβαίνει, εξαιτίας της σύνθετης μορφής της κοινωνίας. Στην εποχή μας δε χρειάζεται να υπάρχει κάποιος για να μετατρέψει τον άντρα σε δούλο μ’ απειλή της ζωής του, εφόσον γίνεται μόνος του και με τεράστια θέληση. Στην εποχή μας δε χρειάζεται εξουσία για να μετατρέψει τη γυναίκα σε πόρνη, εφόσον κι αυτή τα καταφέρνει πολύ καλά από μόνη της.

Όλες οι παραπάνω συνθήκες δείχνουν τη θέληση της κοινωνίας να προστατεύσει την πορνεία, που τη συντηρεί. Ο γάμος σ’ αυτήν την κοινωνία είναι η βασικότερη φροντίδα της εξουσίας. Η τεράστια ευφυΐα, που διακρίνει το πατριαρχικό σύστημα, φαίνεται σ’ αυτήν εδώ τη λεπτομέρεια, που παγιδεύει και τους πιο έξυπνους άντρες, πόσο μάλλον τις γυναίκες, που για αιώνες στερούνταν μαζί με τ’ άλλα και την επαφή με τη γνώση. Η τραγική ειρωνεία για τις γυναίκες είναι ότι, ενώ ο γάμος είναι η δύναμη του συστήματος, εν τούτοις ο θεσμός αυτός είναι πανίσχυρος, όχι λόγω της θέλησης των αντρών, αλλά των γυναικών. Οι γυναίκες στήριζαν χιλιάδες χρόνια αυτόν το θεσμό κι εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Εύκολα θα έλεγε κάποιος ότι οι γυναίκες είναι κουτές και στηρίζουν ένα θεσμό που τις βασανίζει και τις ισοπεδώνει. Ισχύει όμως αυτό; Αντίθετα απ’ ότι φαίνεται, αυτή η θέληση δεν έχει να κάνει με την κουταμάρα αλλά με την πονηριά. Οι γυναίκες είναι πονηρές κι αυτό, λόγω χαρακτηριστικών που τους έχουν δοθεί από το Δημιουργό.

Η πονηριά δεν έχει καμία σχέση με την ευφυΐα. Η πονηριά είναι στοιχείο που διακρίνει τη γυναίκα κι αυτή είναι η άμυνά της στην ευφυΐα του άντρα. Η γυναίκα ζει πάντα στο παρόν, γιατί αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Οι άνθρωποι που γεννά έχουν ανάγκες, που επείγουν και καμία στρατηγική μακροπρόθεσμη δεν τις καλύπτει. Αν μετακινηθεί η γυναίκα στο χρόνο, το ισχνό σήμερα είναι ικανό να σκοτώσει τα παιδιά της. Ο άντρας αντίθετα μπορεί και μετακινείται. Σχεδιάζει και προγραμματίζει καταστάσεις, που αφορούν το μέλλον κι εκεί ζει. Όμως οι ανάγκες της μετακίνησης της κοινωνίας από τη μία κατάσταση σε μία άλλη, υποχρεωτικά απειλούν και τη στατικότητα της γυναίκας. Η πονηριά είναι η άμυνα σ’ αυτήν τη διαρκή κίνηση του άντρα, που τείνει πάντα ν’ ανατρέψει το παρόν. Το παρόν σε κάθε ανατροπή του απαιτεί θυσίες κι αυτές οι θυσίες είναι, σε μέγιστο βαθμό, θυσίες ανθρώπων.

Όταν η μητέρα βλέπει μία κατάσταση που δεν την αντιλαμβάνεται στο βαθμό που την αντιλαμβάνεται ο άντρας, θέτει σ’ εφαρμογή την πονηριά της και μ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί το στοιχείο, που δίνει την απαιτούμενη αδράνεια το σύστημα. Η πονηριά της υποδεικνύει ως ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο ζει και γνωρίζει για την ανάπτυξη των παιδιών της. Το μητρικό της ένστικτο είναι ανίκητο κι είναι από τα δεδομένα της Δημιουργίας. Εφόσον συμβαίνει αυτό, τότε πέφτει σε δεύτερη μοίρα ο έρωτας, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη Θέωσή της. Η σκληρή στάση της κοινωνίας στο θέμα του γάμου, ενώ έχει ως βασικό θύμα αυτήν την ίδια, δεν την κάμπτει.

Η “θυσία” ως έννοια δεν αγγίζει τη γυναίκα, εφόσον είναι και μητέρα. Η προσωπική της ζωή περνά σε δεύτερη μοίρα, όταν πρόκειται για το μέλλον των παιδιών της. Η ζωή των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη Γη δεν ήταν ποτέ εύκολη κι αυτή είναι η ρίζα όλων των κακών. Η γυναίκα εκτελεί και μοιχεία και πορνεία, σύμφωνα με τη γενική άποψη του Χριστού, χωρίς να λογαριάζει προσωπικό κόστος. Μπορεί να σταθεί μ’ αξιοπρέπεια και για όλη της τη ζωή δίπλα σ’ έναν άντρα, που από την άποψη του έρωτα μπορεί να της είναι από αδιάφορος έως απεχθής, με μόνο αντάλλαγμα υλικά αγαθά, που βοηθούν τη ζωή των παιδιών της. Επειδή βλέπει την άπειρη πορνεία, που περιβάλλει τους άντρες από την εποχή της Βαβυλώνας, κυρίαρχο συναίσθημα της είναι ο φόβος. Η γυναίκα φοβάται. Φοβάται πάντα μία πιθανή εγκατάλειψη από μέρους του άντρα. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει περισσότερο με το μέλλον των παιδιών της, παρά με το μέλλον αυτής της ίδιας. Η γυναίκα μπορεί κι αγωνίζεται σ’ όλες τις συνθήκες, απλά σ’ αυτήν την περίπτωση γνωρίζει την αντιμετώπιση της κοινωνίας, που θα στερήσει από τα παιδιά της ένα καλύτερο μέλλον.

Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι η γυναίκα στηρίζει το γάμο για ν’ αποφύγει μία εγκατάλειψη από τον άντρα της —λόγω της εκτεταμένης πορνείας— κι αγνοεί ότι ο γάμος είναι η γενεσιουργός αιτία της πορνείας. Στηρίζει ένα θεσμό, για ν’ αποφύγει μία κατάσταση, που είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης του θεσμού. Μ’ αυτήν τη φιλοσοφία η γυναίκα είναι εύκολο θύμα του άντρα, που ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική του θέση, επωφελείται της πορνείας ή αγωνίζεται να επωφεληθεί. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα η γυναίκα εγκλωβίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους και παίρνει ό,τι της δίνουν και όχι αυτό που δικαιούται. Η ζωντανή πλέον ιδιοκτησία αναλαμβάνει με χαμηλότατο κόστος το ρόλο της ερωμένης, της οικιακής βοηθού και της τροφού των παιδιών. Ο άντρας αποκολλάται, εφόσον υπήρξε κολλημένος σ’ αυτήν κι αυτό το κενό το αντικαθιστά μ’ εξουσία. Αυτό είναι και το τέλος του έρωτα, αν υπήρξε ποτέ. Από εδώ και πέρα ο άντρας είναι ο πρωταγωνιστής στην κοινωνία και η γυναίκα δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά. Η γυναίκα δρα πλέον μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και θα δούμε σ’ άλλο σημείο, πόσο θετική ή αρνητική είναι η δράση αυτή από μία γυναίκα, που δεν είναι “σάρκα μία” με τον άντρα και υποτάσσεται στην εξουσία του. Η αμέσως επόμενη μέρα από το σημαντικότερο σταθμό του κάθε ανθρώπου, που είναι ο γάμος, φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους μ’ εντελώς διαφορετικά δεδομένα.

Θα μελετήσουμε την περίπτωση, στην οποία προϋπήρξε του γάμου ο έρωτας, ώστε να καλύπτουμε και την περίπτωση που δεν υπήρξε. Ο ρευστός άντρας ο οποίος πάντα επιθυμεί, βρίσκεται πλέον στην κοινωνία ως άτομο, ενώ μερικά πράγματα, που απορροφούσαν τη σκέψη του κι απαιτούσαν θυσίες, διασφαλίζονται από την κοινωνία. Εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αλλά έχει πια την υπεροχή. Δεν ελέγχεται για την ασυνέπεια ή την έλλειψη ευαισθησίας, που πριν το γάμο θα του κόστιζαν βαρύτατα. Δεν απειλείται, αν απαιτείται η παρουσία του, όταν αυτός είναι απών. Πολλοί σοφοί σ’ όλες τις εποχές διατύπωσαν την άποψη τους για το γάμο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον βελτιώσει, αφού δεν επιδέχεται βελτίωση.

Ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα ή το άλλο εξίσου σημαντικό ότι η φτώχεια είναι που σκοτώνει τον έρωτα, είναι απόψεις, που υπάρχουν παγιωμένες στο μυαλό πολλών ανθρώπων. Ως θεσμό εξετάσαμε το γάμο αρκετά ικανοποιητικά, για ν’ αντιληφθεί κάποιος τα προβλήματα και όχι για ν’ αποκτήσει γνώση του συνόλου των πιθανών αιτιών, που επιδρούν αρνητικά στον έρωτα. Η φτώχεια είναι αυτή, που θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το σημείο. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι και γνώστες της οικονομικής τους κατάστασης πέφτουν θύματα της φτώχειας που υποτίθεται γνωρίζουν. Αυτό συμβαίνει, γιατί απαιτείται μεγάλος κόπος και θυσία, για να κατακτηθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ευτυχίας. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι ενώνουν τις τύχες τους μέσα στα πλαίσια του γάμου, αρχίζουν υποχρεώσεις τεράστιες και δυσβάσταχτες. Ένα σπίτι, όπου θα στεγαστεί ο έρωτας, είναι πανάκριβη υπόθεση. Απαιτούνται ατελείωτες ώρες εργασίας και θυσίας για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν ο γάμος ως θεσμός προσφέρει, όπως είπαμε, ευκαιρία για τον άντρα ν’ αποκοπεί από τη γυναίκα του, οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν την ίδια γυναίκα να τον απομακρύνει. Η γυναίκα θυσιάζει τις ώρες που θα ήθελε ν’ απολαμβάνει με τον άντρα της, ωθώντας τον προς τη χωρίς όριο εργασία. Τον σπρώχνει στο καθημερινό άγχος του ανταγωνισμού, για να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά στο σπίτι, ώστε να δημιουργηθεί μία κατάσταση πιο άνετη και πιο ανθρώπινη. Όμως η χωρίς μέτρο εργασία έχει κόστος, που εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται. Το χαρούμενο κι ευφυές ον, ο ερωτευμένος άντρας, γυρνά σπίτι πάντα κουρασμένος κι αγχωμένος. Κουβαλά τα προβλήματα της δουλειάς μέσα στο σπίτι του κι αυτό δημιουργεί κλίμα έντασης. Γίνεται ευερέθιστος κι αυτό τον κάνει ν’ αλλάζει τα χαρακτηριστικά του. Είναι πολύ κουρασμένος για να παίξει με τα παιδιά του και οι υποχρεώσεις στη δουλειά εξαντλούν την υπομονή του, που όμως είναι απαραίτητη για να συνυπάρξει σ’ ένα σπίτι με άλλους ανθρώπους.. άσχετα αν η γυναίκα του είναι ο έρωτάς του και τα παιδιά του η ζωή του. Απαιτείται τεράστια υπομονή να γυρίσει κάποιος σπίτι του κατακουρασμένος κι αντί της επιθυμητής ησυχίας να έχει ν’ αντιμετωπίσει το πανδαιμόνιο που προκαλούν —όπως είναι φυσικό— τα παιδιά. Όταν η υπομονή εξαντληθεί, τότε πια μπαίνει στο σπίτι η εξουσία. Δεν επιθυμεί πλέον, αλλά απαιτεί. Ένα χαμόγελο από τη γυναίκα του, έστω κι ερωτικό, δεν είναι αρκετό για ν’ ανεχθεί την προχειρότητα του φαγητού. Είναι κατακουρασμένος κι έχει απαιτήσεις. Είναι αγχωμένος κι αγνοεί αυτό που του λέει η γυναίκα του και στο οποίο κάποτε έδινε σημασία. Οι νύχτες γίνονται μονότονες και το μόνο που αλλάζει είναι ο χρόνος.

Όμως ο άντρας, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, έχει ένα χαρακτηριστικό το οποίο δε μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση. Είναι θνητός και δεν αντέχει στη σπατάλη του χρόνου. Τα χαρακτηριστικά του πνεύματός του είναι όμοια με του Θεού. Μπορεί και σκέφτεται περίπλοκα, έχει δυνατότητα σύνθεσης κι ανάλυσης κι όλα αυτά τον κάνουν να φέρεται ως Θεός. Ο Βενιαμίν των Θεών είναι καθ’ όλα ένας Θεός, αλλά δεν το γνωρίζει. Εκτελεί στρατηγικές, ταξιδεύει στο χρόνο, μπορεί με τη γνώση της ιστορίας να χωρέσει στο μυαλό του το σύνολο του παρελθόντος και με την ευφυΐα του να προβλέψει με κάποια ασφάλεια το μέλλον. Έχει τη δυνατότητα δημιουργίας και μέσω αυτής τη δυνατότητα επέμβασης στα όσα πρόκειται να συμβούν. Όμως όλα αυτά, δεν μπορούν να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη φύση του. Είναι θνητός, γιατί έτσι τον έφτιαξε ο Δημιουργός. Η ζωή που δίνεται στον κάθε άνθρωπο, για να ζήσει, είναι υπεραρκετή, εφόσον είναι δώρο του Θεού κι ο Θεός ως Δημιουργός του γνωρίζει τις ανάγκες του ανθρώπου καλύτερα απ’ αυτόν. Μ’ αυτήν τη λογική, αν ακολουθήσει κάποιος τις Εντολές του Θεού, ζει αυτό που περιγράφουν οι Γραφές ως Αιώνιο Ζωή. Οι Εντολές που δόθηκαν από το Θεό είναι τέλειες, αλλά είναι πολύ επικίνδυνες. Εφόσον υπάρχει Μυστικό Σχέδιο και με δεδομένο ότι ο άνθρωπος ακόμα και σήμερα δεν έχει απολαύσει την Αιώνιο Ζωή, οι Εντολές μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει κατανοητές. Δεν έγιναν βέβαια κατανοητές, γιατί οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να πιστέψουν, επιβεβαιώνοντας τον Ησαία: (Ιωάν. 12.40-12.41) “τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς.” (Ετύφλωσε τά μάτια τους καί επώρωσε τήν καρδιά τους διά νά μή ιδούν μέ τά μάτια καί καταλάβουν μέ τήν καρδιά καί επιστρέψουν καί εγώ τούς θεραπεύσω.), αλλά και γιατί κάποιοι έχουν όφελος απ’ όλη αυτήν την κατάσταση. Ο Θεός όμως αγαπά τον άνθρωπο και δεν απαίτησε από κανένα να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις Γραφές. Έτσι του έδωσε την ευκαιρία ν’ αγγίξει τη Θέωση πράττοντας κατά συνείδηση, εκμεταλλευόμενος τα χαρακτηριστικά που του έδωσε ο Ίδιος ο Δημιουργός. Ο άνθρωπος σπαταλά χρόνο υπερπολύτιμο κι αυτό τον κάνει τραγικά θνητό. Σκέφτεται ως Θεός, δουλεύει σκληρά σκύβοντας το κεφάλι, αλλά αυτό που τον περιμένει είναι το τέλος.

Ο άντρας που μελετούσαμε πιο πάνω είδαμε ότι αναγκάστηκε από τις συνθήκες να δουλέψει σκληρά για ν’ ανεβάσει το επίπεδο ζωής του. Αυτό αναγκαστικά τον έθεσε στην ουσία έξω από τη σάρκα της γυναίκας του κι έξω από την οικογένεια γενικότερα. Η κοινωνία είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άντρας αυτός από τη στιγμή που αποφασίζει ν’ αγωνιστεί μέσα σ’ αυτή, να παρασέρνεται στο θάνατο. Αυτό γίνεται μ’ απλό τρόπο: ο νέος άνθρωπος σκέφτεται ότι, για ν’ απολαύσει τη ζωή του, απαιτείται κάποια εργασία, που ν’ αμείβεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Όσο πιο μεγάλη η αμοιβή, τόσο πιο εύκολη γίνεται η ζωή. Το σύστημα όμως είναι πονηρό και ξέρει να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Μοιράζει υπεραξία με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί ανάλογες συνθήκες μ’ αυτές ενός κεκλιμένου επιπέδου. Στην αρχή η υπεραξία είναι μικρή αλλά αρκετή, ώστε να προσελκύει τους ανθρώπους κι όσο περνούν τα χρόνια που υπηρετεί ο άνθρωπος το σύστημα, τόσο αυξάνει.

Η πονηριά του συστήματος φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο μοιράζει την υπεραξία κι είναι ακλόνητη. Ο κάθε άνθρωπος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δε μεταβάλλονται εύκολα και μία μεταβολή τους, αν υπάρχει, είναι εντελώς ασήμαντη. Ο ευφυής είναι πάντα ευφυής κι ο κουτός πάντα κουτός. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου να μεταπηδήσει από τη μία κατάσταση στην άλλη. Έτσι, αν το σύστημα πλήρωνε υπεραξία στην ευφυΐα, θα έπρεπε τα παιδιά θαύματα να έπαιρναν τους υψηλότερους μισθούς, από τη στιγμή που εκδηλώνουν τις δυνατότητες τους μέχρι και το θάνατό τους. Το σύστημα όμως δεν αναζητά την ευφυΐα, απλά την εκμεταλλεύεται. Το σύστημα θέλει δούλους να το υπηρετούν. Όσο πιο πολύ υπηρετούν, τόσο μεγαλύτερη και η αμοιβή. Όμως από το σύνολο των ανθρώπων είναι δύσκολο να ξεχωρίσει το σύστημα αυτούς, που του χρειάζονται. Δεν μπορεί να βγάλει αγγελία, που να λέει ότι ζητούνται δούλοι. Αυτό που εκμεταλλεύεται είναι η ίδια του η δομή, που έχει το σχήμα της πυραμίδας. Η βάση της πυραμίδας είναι τεράστια και μέσα σ’ αυτή γεννιέται κι υπάρχει το σύνολο των ανθρώπων. Ο σημερινός άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται, ζει μέσα στην κοινωνία. Δεν έχει καμία σημασία, αν είναι πλούσιος ή φτωχός, σημασία έχει ότι είναι υποχρεωμένος να ζει μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Το σύνολο των ανθρώπων, που ζουν σ’ αυτήν τη βάση, έχει και το μέγιστο δυνατό βαθμό ελευθερίας.

Η πατριαρχική πυραμίδα στη βάση είναι πολύ αδύνατη, γιατί σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκεται και η μέγιστη δύναμη της ανθρωπότητας. Εκεί υπάρχουν οι φτωχοί στο σύνολό τους, που αναζητούν την ομορφιά της ζωής κι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή ν’ ακολουθήσουν μία φωνή, που θα τους λυτρώσει. Στη βάση αυτή βρίσκονται και οι θανάσιμοι εχθροί του συστήματος, που είναι πάντα οι νέοι. Ένας νέος, ανεξάρτητα από το οικονομικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η οικογένειά του, είναι πάντα ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν τον έρωτα, την ισότητα και την κοινωνική αδικία. Αυτό, το καθόλου αυθαίρετο, προκύπτει μέσα από το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός περιτριγυριζόταν γενικά από φτωχούς ανθρώπους, που ήλπιζαν σε μία ανώτερη βοήθεια, για να μπορέσουν κάποτε να ζήσουν κι αυτοί ως άνθρωποι. Οι πλούσιοι της κοινωνίας των Ιουδαίων δεν πλησίασαν ποτέ το Χριστό. Ο μόνος πραγματικά πλούσιος άνθρωπος, που ζήτησε από το Χριστό τη βοήθεια Του, ήταν ένας νέος. (Ματθ. 19.22).

Οι νέοι είναι ευαίσθητοι σε θέματα, που αφορούν τη ζωή και την ευτυχία κι αυτή η ευαισθησία ώθησε εκείνον το νέο στην αναζήτηση της γνώσης. Μόνον ένας ευαίσθητος άνθρωπος, που έχει την οικονομική άνεση, μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι δεν αρκεί μόνον αυτή. Σε μία κοινωνία στην οποία τα πάντα αγοράζονται —ακόμα και η ευτυχία— μόνον ένας πλούσιος νέος καταλαβαίνει το κενό του πλούτου. Σ’ αυτήν την τεράστια βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι νέοι στο σύνολό τους. Οι νέοι εκείνη τη στιγμή παίρνουν αποφάσεις, που αφορούν το μέλλον τους κι αυτό τους ωθεί προς το Θεό, για να κάνουν την καλύτερη δυνατή επιλογή. Το σύστημα φοβάται το τεράστιο δυναμικό αυτών των ανθρώπων, που αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία. Φοβάται έναν αμέτρητο αριθμό ανθρώπων, που ζουν συστηματικά στη φτώχεια κι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τη δύναμή τους σ’ οποιονδήποτε μπορεί να τους λυτρώσει.

Η φροντίδα της εξουσίας είναι να μπορέσει όλους αυτούς τους ανθρώπους να τους στρέψει προς μία κατεύθυνση και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους ελέγχει. Για να το επιτύχει αυτό, χρειάζονται απαραίτητα δύο στοιχεία. Ένα στοιχείο είναι μία φαινομενική διέξοδος από τη φτώχεια κι ένα άλλο στοιχείο, είναι να υπάρχει πάντα η σταθερά, που διατηρεί αυτήν τη διέξοδο. Ο κόσμος με τα χιλιάδες προβλήματα που τον απασχολούν, είναι σαν ένας τεράστιος λέβητας, που βράζει κι είναι πάντα έτοιμος να εκραγεί. Η διέξοδος που αναφέραμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία βαλβίδα ασφαλείας. Όμως το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι αυτή η βαλβίδα, που υπάρχει έστω και για λίγους, δεν οδηγεί στη ζωή, ώστε να υπάρχουν έστω και λίγοι, που θα σωθούν βάζοντας με την ύπαρξή τους και μόνον τα θεμέλια της Σωτηρίας και των υπολοίπων, αλλά κατευθείαν στο θάνατο.

Βασικό μέλημα της κοινωνίας, είναι η ύπαρξη του γάμου και η ύπαρξη της πορνείας. Αυτά τα δύο στοιχεία λειτουργούν υπέρ του συστήματος, γιατί προετοιμάζουν τους ανθρώπους για τεράστιες θυσίες. Αυτό γίνεται για τους λόγους που θα δούμε. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στην κοινωνία στην οποία ζούμε, ο γάμος είναι ο σημαντικότερος σταθμός στη ζωή των ανθρώπων. Αν η βάση της πυραμίδας αφηνόταν ελεύθερη, χωρίς να υπάρχει ο θεσμός του γάμου, ο καθένας θα έβρισκε το σύντροφό του και θ’ αναζητούσε την ήρεμη ζωή, έστω και μέσα στη φτώχεια. Οι νέοι, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί με την ευαισθησία, που τους διακρίνει, αλλά και με το συναίσθημα του έρωτα, θα έμπαιναν μέσα σε μία δυναμική όπως αυτή της “σάρκας μίας”, που δε διακρίνει τον πλούτο. Ένας πλούσιος θα γινόταν “σάρκα μία” με μία φτωχή και με τον ίδιο τρόπο ένας φτωχός με μία πλούσια. Όμως αυτό το πολύ φυσικό γι’ ανθρώπους, που είναι νέοι και γνωρίζουν τον έρωτα, είναι ο θανάσιμος εχθρός του συστήματος.

Το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη διαφορά του δυναμικού που του προσφέρει ο “πλούτος” ως έννοια. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οι μεν πλούσιοι ν’ αγωνίζονται μέχρι θανάτου, για να διατηρήσουν ή και ν’ αυξήσουν το πλεονέκτημα του πλούτου, οι δε φτωχοί ν’ αγωνίζονται κι αυτοί μέχρι θανάτου, για να τ’ αποκτήσουν. Αν ο κάθε άνθρωπος διάλεγε τη σύντροφο ή το σύντροφό του αποκλειστικά μέσω του έρωτα, μέσα σ’ ελάχιστες γενιές ο πλούτος, που ξεχωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς, θα είχε εξανεμιστεί κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της κοινωνίας. Η σοβαρότητα που διέπει το γάμο ως απόφαση, και η αντιμετώπισή του από πλευράς κοινωνίας, τον κάνουν άκρως επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Όταν η εμπειρία από την υπάρχουσα κατάσταση διδάσκει ότι, όπως και να έχει το πράγμα, η φθορά είναι ανίκητη κι ο έρωτας τρωτός, τότε η πονηριά αρχίζει και μπαίνει μέσα στο μυαλό του ανθρώπου. Ο άντρας που είναι και το θήραμα του συστήματος, αρχίζει και σκέφτεται πονηρά… δεν ντρέπεται να κάνει πράγματα, που είναι οφθαλμοφανή κι είναι αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα. Ο γάμος στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι μία καθαρά εμπορική πράξη. Στις εμπορικές πράξεις το ζητούμενο είναι το κέρδος κι αυτό συμβαίνει με το γάμο. Ο πονηρός φτωχός νέος επιθυμεί να παντρευτεί μία πλούσια κι ο πονηρός πλούσιος νέος επιθυμεί να παντρευτεί επίσης μία πλούσια, για να γίνει πλουσιότερος.

Όλα αυτά προέρχονται από την παιδεία που παίρνει ο άνθρωπος, είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε μέσω του οικογενειακού περιβάλλοντος. Σ’ αυτό το σημείο θ’ αναρωτηθεί κάποιος και δίκαια: “είναι δυνατό μέσα από την εκπαίδευση να προκύψει κάτι τέτοιο; Είναι δυνατό μαθαίνοντας ο νέος τη σοφία των ανθρώπων, να γίνει καιροσκόπος και όχι ολοκληρωμένος άνθρωπος;”. Ακριβώς εδώ είναι η ειρωνεία της εκπαίδευσης. Μαθαίνει στον άνθρωπο όμορφα πράγματα κι εμπλουτίζει τις ιδέες του. Από την άλλη μεριά όμως τον κάνει να θαυμάζει μεγάλους ιστορικούς άντρες. Έχοντας μεγάλες ιδέες, αλλά κι ανθρώπινα πρότυπα, ένας άντρας είναι ό,τι καλύτερο για το σύστημα. Πιστεύει στις γνώσεις του, πιστεύει στην αξία του κι είναι έτοιμος ν’ αγωνιστεί. Ένα τέτοιο άτομο είναι έτοιμο για κάθε είδους θυσία. Το πρώτο πράγμα που θυσιάζει ο άνθρωπος αυτός, που είναι φιλόδοξος και νέος, είναι ο έρωτας. Η γυναίκα στον έρωτα έχει απαιτήσεις κι αυτό απορροφά τη δυναμικότητα του άντρα, που απαιτείται για να προχωρήσει. Μόνος του ο άντρας έχει τεράστιες δυνατότητες κι αυτές είναι που τον παρασέρνουν.

Όμως σ’ αυτήν την κοινωνία αυτό που μετράει πραγματικά είναι το χρήμα. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο να μπορεί κάποιος να τρέφει φιλοδοξίες. Το χρήμα φέρνει γνωριμίες, το χρήμα δημιουργεί διασυνδέσεις και το χρήμα είναι, που ανοίγει όλες τις πόρτες. Ένας άντρας, έχοντας αυτό ως δεδομένο, αλλά και την ισχύουσα κοινή αντίληψη για τη φθορά του γάμου, δεν είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει. Επιδεικνύει τα προσόντα του κι είναι οικειοθελώς έτοιμος προς πώληση. Όπως ακριβώς για να εξασφαλισθεί η υψηλή τιμή πώλησης ενός αυτοκινήτου, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο όπου αναγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά του και οι δυνατότητές του. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν εφόσον εξασφαλίσει τον πλούτο μέσω του γάμου, είναι έτοιμος πλέον να γίνει διάσημος πολιτικός, γιατρός ή δικηγόρος. Αυτός είναι που θυσιάστηκε για τις φιλοδοξίες του κι αυτές, είναι γέννημα της ανώτερης παιδείας. Όλοι οι άνθρωποι όμως δεν έχουν αυτήν την παιδεία, επομένως δεν καλυπτόμαστε.

Πάλι πρωταγωνιστεί η φτώχεια κι αυτή είναι, που δείχνει το δρόμο. Ο πονηρός νέος βλέπει τον πατέρα του ν’ αγωνίζεται μέρα νύχτα για ένα πιάτο φαί, χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε στη ζωή του ούτε γι’ αυτόν τον ίδιο, πόσο μάλλον για τα παιδιά του. Ένας πετυχημένος γάμος είναι το καλύτερο διαβατήριο, για να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια, χωρίς κόπο και προπάντων νέος. Ο ίδιος ο πατέρας και η ίδια η μητέρα συμβουλεύουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή σεβόμενοι τουλάχιστον κάποια προσχήματα, το παιδί τους να κάνει μία έξυπνη εμπορική πράξη μέσω του γάμου. Όλα αυτά συμβαίνουν από την πλευρά του άντρα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και από την πλευρά του νέου και της νέας στη σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία.

Σ’ αυτό το σημείο θα έλεγε κάποιος ότι, αν συμβαίνει αυτό, τότε το σύστημα απειλείται, εφόσον ο φτωχός θέλει πλούσια και η φτωχή πλούσιο. Αυτό που θα επιτύγχανε ο έρωτας και θα ήταν η καταστροφή, πώς συμβαίνει συνειδητά από τους ανθρώπους κι αποτελεί τη βάση του συστήματος; Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του τι θέλω και του τι μπορώ. Όλοι θέλουν πλούτο, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Οι πλούσιοι είναι λίγοι και οι φτωχοί άπειροι. Οι άνθρωποι δεν ντρέπονται να κάνουν ούτε αυτά, που αποκλείεται να περάσουν απαρατήρητα και άρα ασχολίαστα κι αυτό έχει νόημα εδώ: μία καλλονή ίδια με την Αφροδίτη παντρεμένη μ’ έναν άσχημο κακόψυχο μεσήλικα κι ένας όμορφος Άδωνις με μία γυναίκα, που στην εμφάνιση και την ψυχή είναι όμοια με τον παραπάνω κύριο. Το ποιος ακριβώς από τα μέλη του ζεύγους έχει τα πλούτη, δε θα πρέπει να διευκρινιστεί. Όλα αυτά συμβαίνουν στη βάση της πυραμίδας κι αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, που είναι ενταγμένοι στην κοινωνία κι έχουν κάνει το γάμο μία οικονομική πράξη.

Σε άλλο μέρος αναφέραμε τους ελεύθερους, από πλευράς γάμου, ανθρώπους κι είδαμε ότι αποτελούν εχθρούς του συστήματος, ενώ οι παντρεμένοι την πρώτη ύλη από την οποία αντλεί στοιχεία. Το σύστημα φοβάται την αταξία κι επιδιώκει να προσανατολίζει κατά βούληση τον κόσμο. Η άπειρη βάση μας τώρα πια, με το θεσμό του γάμου, έχει ορισμένα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά; Ακριβώς μετά το γάμο, που λαμβάνεται ως εμπορική πράξη, έχουμε κερδισμένους και χαμένους. Κερδισμένοι είναι αυτοί, που πέτυχαν ν’ αποκτήσουν μέσω του γάμου τον πλούτο και χαμένοι αυτοί, που επιδίωξαν αλλά δεν το κατάφεραν ή το κατάφεραν σε μικρότερο βαθμό. Το σύστημα επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη δύο μεγάλων μερίδων στην κοινωνία: τους βολεμένους κι αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Βολεμένος είναι κι ένας βλαξ, που νομίζει ότι κάτι έκανε, επειδή πήρε ένα σπίτι προίκα, για να βάλει το φτωχό απ’ όλες τις απόψεις κεφάλι του. Βολεμένος είναι κι αυτός, που δεν είχε καν δουλειά κι ο γάμος τού την εξασφάλισε. Όλοι αυτοί, οι δήθεν βολεμένοι, είναι, που επιθυμούν τη διατήρηση της κατάστασης όπως έχει κι είναι ενάντιοι σε κάθε αλλαγή. Είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί. Εφόσον μέσα στο σύστημα κατόρθωσαν να επιτύχουν αυτό που το μικρό τους το μυαλό θεωρεί επίτευγμα, κάθε αμφισβήτηση του συστήματος τους φέρνει στο ίδιο στρατόπεδο με την εξουσία.

Από την αχανή έδρα της πυραμίδας, όπου το άπειρον των απόψεων είναι το φυσιολογικό, φτάνουμε στο επιθυμητό για το σύστημα περιβάλλον. Δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις: η μία άποψη είναι η διατήρηση του συστήματος ως έχει και η άλλη η ανατροπή του. Ο πλούτος και η εξουσία φυσικά στην πλευρά που το προστατεύει και η γνώση και το πνεύμα στην άλλη πλευρά, που όμως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι συμπαγής. Οι άνθρωποι του πνεύματος και της ελευθερίας, ποτέ σχεδόν δεν έχουν κοινή μεταξύ τους άποψη. Η άλλη πλευρά, όταν διαπνέεται από πνεύμα ελευθερίας, τότε δεν μπορεί από τα δεδομένα να είναι συμπαγής, εφόσον αυτό προϋποθέτει ή την ύπαρξη εξουσίας ή την κοινή άποψη, πράγμα από τα δεδομένα αδύνατον, αφού η κοινωνία του βήματος 4 λειτουργεί με σχετική γνώση, που σημαίνει ότι η διαφορά των απόψεων είναι σίγουρη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την ενεργή κοινωνία, μέσα στην οποία ζούμε και προσπαθούμε να βρούμε την ευτυχία. Όλοι αυτοί βρίσκονται μέσα στη μεγάλη δεξαμενή, που βράζει και η βαλβίδα ασφαλείας δεν επιτρέπει την έκρηξη της. Η φτώχεια που ζει η ανθρωπότητα, είναι αυτή, που δημιουργεί τις εντάσεις κι αυτή, που δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Όμως η ύπαρξη αυτών των δύο μεγάλων κατηγοριών δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να επιβιώνει.

Οι μεγάλες αυτές κατηγορίες διαβιώνουν κι οι δύο μέσα σε συνθήκες φτώχειας. Η διαφορά τους όμως βρίσκεται στο φορέα στον οποίο έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Οι συντηρητικοί πιστεύουν στο σύστημα κι απ’ αυτό περιμένουν τη Λύτρωση. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, το σύστημα τούς μαθαίνει να μισούν τους ανθρώπους του άλλου χώρου, με το επιχείρημα ότι αυτοί φταίνε, επειδή το σύστημα δεν είναι αρκετά δυνατό, ώστε να κάνει τις κινήσεις, που απαιτούνται και να έρθει η Λύτρωση ως φυσικό αποτέλεσμα. Ενώ οι άνθρωποι πρέπει να μισούν και ν’ αγωνίζονται εναντίον αυτών που τους κλέβουν και τους εκμεταλλεύονται, μισούν άλλους ανθρώπους που κι αυτοί αγωνίζονται για να επιβιώσουν, έχοντας όμως άλλες ιδέες. Αντί να μισεί κάποιος τον κλέφτη, μισεί αυτόν που έχει άλλη άποψη, αντί οι πολλοί να μισούν τους λίγους, που τους εκμεταλλεύονται, μισούν οι μισοί πολλοί τους άλλους μισούς πολλούς κι αυτό είναι το επιθυμητό για τους κλέφτες, αφού μπορούν να κλέβουν άφοβα κι απερίσπαστα.

Ο άντρας που εξετάζουμε, μετά το νόμιμο γάμο κι ανάλογα πάντα με την ψυχοσύνθεσή του βλέπει, κρίνει κι αποφασίζει σε ποια από τις δύο πλευρές της μεγάλης αυτής βάσης θα τοποθετηθεί. Μιλάμε για την ψυχοσύνθεση, γιατί ο άνθρωπος ανάλογα με τις ευαισθησίες του μετά το γάμο αντιλαμβάνεται αν και κατά πόσο είναι απ’ αυτούς που θεωρήσαμε ικανοποιημένους. Μπορεί κάποιος, μέσω του γάμου, να έχει τη δυνατότητα ν’ απολαύσει άπειρα υλικά αγαθά κι, ενώ για την κοινή λογική είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, που είναι θεωρητικά ικανοποιημένοι, αυτός αντιλαμβάνεται διαφορετικά την κατάσταση και βλέπει την προσωπική του φθορά ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό το λέμε, γιατί δεν υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου όσον αφορά τα υλικά αγαθά μία σταθερά, ώστε σε περίπτωση κάλυψής της να μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι πέτυχε ως προς αυτήν την ανάγκη και από εκεί και πέρα να μπορέσει ν’ αγωνιστεί για να βελτιώσει τη ζωή του, όσον αφορά τις βαθύτερες και σημαντικότερες εσωτερικές ανάγκες. Ο κάθε άνθρωπος είναι πλασμένος διαφορετικά από το Δημιουργό κι αυτό δείχνει την αγάπη του Δημιουργού προς τον καθένα ξεχωριστά και επιτρέπει επίσης τη δημιουργία μίας κοινωνίας δίκαιης κι ανθρώπινης.

Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι από τη στιγμή του γάμου και μετά αρχίζει ένας δύσκολος αγώνας για την επιβίωση.. η ύπαρξη των παιδιών και μόνο δημιουργεί συνθήκες, που σπρώχνουν τον άνθρωπο στην αναζήτηση οικονομικών πόρων, πολλαπλάσιων απ’ αυτούς, που απαιτούνται για την ατομική του συντήρηση. Το πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσει κάποιος μία οικογένεια, το γνωρίζει ο καθένας, που ζει στην υπάρχουσα κοινωνία και προσπαθεί ως μισθωτός, ν’ αντεπεξέλθει στις άπειρες ανάγκες που έχει η οικογένεια. Η νέα μας σταθερά σ’ αυτήν τη φάση είναι η δημιουργία —την αμέσως επόμενη ημέρα του γάμου— υποχρεώσεων, που είναι δυσβάσταχτες. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι μόνον υλικές, αλλά και ηθικές κι αυτή ακριβώς είναι η αιτία, για την οποία ο πλούτος από μόνος του, δεν μπορεί να διαχωρίσει τις δύο πλευρές των ανθρώπων στη βάση της πυραμίδας. Ο έγγαμος βίος κι ό,τι συνεπάγεται η μοιχεία, έναν ελεύθερο άνθρωπο τον βυθίζει στο σκοτάδι και το άγχος. Αυτοί οι ελεύθεροι άνθρωποι, που δεν έχουν το πρόβλημα της επιβίωσης και θεωρητικά πρέπει να βρίσκονται στην πλευρά της τάξης και της εξουσίας, είναι εχθροί του συστήματος και θα δούμε πώς τους αντιμετωπίζει. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι λίγοι και δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο, που μας ενδιαφέρει άμεσα.

Οι άνθρωποι θεωρητικά διαλέγουν πάντα πλευρά κι αυτό, γιατί, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, δεν υπάρχει κατάσταση που να μην εκμεταλλεύεται το σύστημα. Το πρόβλημα, που βασανίζει τον άνθρωπο σ’ όλες τις μορφές της κοινωνίας, είναι η φτώχεια και λίγοι είναι οι άνθρωποι, που μέσα σ’ αυτού του είδους τις κοινωνίες, μπορούν να την ανεχθούν. Όταν οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις φτώχειας, εύκολο είναι ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο είναι να μπορέσει κάποιος ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του γάμου και της οικογένειας. Οι ελεύθεροι από πλευράς γάμου άνθρωποι, οι χαμογελαστοί, έξυπνοι άντρες, δουλεύοντας, αν και φτωχοί, μπορούν εύκολα, αν όχι πλήρως, πάντως να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της ζωής τους, είναι επικίνδυνοι για το σύστημα. Δεν έχουν ανάγκη κανέναν, αφού όσο και να υποτιμάται η δουλειά τους, μπορούν ν’ αντεπεξέρχονται κι επιπλέον είναι στη φάση της αναζήτησης του έρωτα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τολμήσει οτιδήποτε. Δεν έχει υποχρεώσεις, που τρέχουν και τον κρατούν δέσμιο τους. Είναι νέος, δυνατός και δε φοβάται ούτε τη ζωή ούτε τη δουλειά. Αυτός είναι ο εργάτης ενός εργοστασίου, που δε φοβάται να κοιτάξει ή να επιδιώξει την περιπέτεια με την όμορφη γυναίκα του αφεντικού του. Είναι ο υπάλληλος, που αποκαλύπτει, όπου μπορεί, τις ανομίες των προϊσταμένων του.

Αυτός ο ίδιος άνθρωπος από τη στιγμή που παντρεύεται, αλλάζει παντελώς χαρακτηριστικά. Η δουλειά είναι πλέον πολύτιμη και οι υποχρεώσεις δυσβάσταχτες. Η αυθαιρεσία του έρωτα και το θάρρος της γνώμης είναι πράγματα που πρέπει να ξεχάσει, γιατί κοστίζουν αρκετά. Ποιος άντρας θα επέστρεφε σπίτι του με το χαρτί της απόλυσης και θα δεχόταν συγχαρητήρια από τη γυναίκα του για το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει; Ποιος άντρας, που συντηρεί οικογένεια, σε μία διένεξη εν ώρα εργασίας θα έπαιρνε το μέρος ενός εργάτη και όχι του αφεντικού του; Ο ίδιος άντρας θα είχε το θάρρος να καταγγείλει τη συμπεριφορά του εργοδότη του, που παρενοχλεί σεξουαλικά τις εργάτριες; Ένας ελεύθερος άντρας θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος σε μία τέτοια υπόθεση. Ένας νεαρός εργάτης δεν απολαμβάνει καμία ιδιαίτερη μεταχείριση και γνωρίζει ότι, όπου και να πάει να δουλέψει, είναι το ίδιο, επομένως δε χάνει και πολλά πράγματα. Απ’ αυτά τα παραδείγματα αλλαγής συμπεριφοράς του ίδιου ανθρώπου, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τι επιδιώκει το σύστημα μέσω του γάμου.

Η οικογένεια έχει τεράστιες απαιτήσεις κι αυτή η αλλαγή συμβαίνει εντελώς ξαφνικά στη ζωή του άντρα, που έχει και το κύριο βάρος της συντήρησής της. Ενώ μία μέρα πριν το γάμο υπάρχει και με την εργασία του είναι αυτάρκης, δύο μέρες μετά θυμίζει ναυαγό στ’ αγριεμένα κύματα. Ενώ η δουλειά του δεν άλλαξε καθόλου, όπως κι ο μισθός του, η ζωή του έγινε άπειρα πιο δύσκολη, εφόσον ο γάμος πολλαπλασίασε τις υποχρεώσεις του. Όλα αυτά είναι μία γενική κατάσταση που αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι, είτε εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά το γάμο είτε όχι. Αν ο γάμος στην κοινωνία, χωρίζει τη βάση της πυραμίδας σε δύο μεγάλες μερίδες, οι υποχρεώσεις του από την άποψη μέσων, επιδρούν στη μεταβολή του χαρακτήρα του άντρα κι ειδικότερα στον τομέα, που είναι υπερευαίσθητος στους νέους άντρες, αυτόν της ανοχής. Από την επόμενη μέρα του γάμου το σύστημα έχει ανθρώπους, που, άσχετα αν δεν το υποστηρίζουν ή το μισούν, σίγουρα το ανέχονται. Αυτή η ανοχή είναι που αποτελεί τη βάση, πάνω στην οποία στηρίζεται η υπερκατασκευή που ονομάζεται σύστημα εξουσίας. Οι άνθρωποι που είναι ενεργά στοιχεία της κοινωνίας κι επιπλέον είναι δεσμευμένοι με υποχρεώσεις, ανέχονται την ύπαρξη του συστήματος, που εξασφαλίζει τουλάχιστον την οικογένειά τους από μία ενδεχόμενη αναρχία, που είναι επικίνδυνη.

Πριν δούμε πώς ακριβώς χτίζεται η δομή της κοινωνικής πυραμίδας, χρήσιμο είναι να δούμε πρώτα, εφόσον μιλάμε για υποχρεώσεις, τι συμβαίνει στον καταμερισμό του βάρους αυτών ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Αν εξαιρέσει κάποιος τον τομέα της γεωργικής παραγωγής, στον οποίο μία οικογένεια εργάζεται στο σύνολό της, στις οργανωμένες κοινωνίες, όπου υπάρχουν και οι άλλες μορφές παραγωγής, αυτό δε συμβαίνει. Η γυναικεία παρουσία στην παραγωγή είναι πολύ πρόσφατη κι αυτό έγινε μετά από αγώνες, αλλά και από την ανάγκη να υπάρχουν εργατικά χέρια, σε περιόδους κατά τις οποίες οι άντρες δεν μπορούσαν να εργαστούν. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είναι αυτοί, που ουσιαστικά έβαλαν τη γυναίκα μέσα στη μηχανή παραγωγής και θεμελίωσαν την κατάσταση, που επικρατεί στην εποχή μας.

Είναι απορίας άξια αυτή η επίμονη άρνηση της κοινωνίας, ιδιαίτερα στα πιο σκοτεινά χρόνια της, στο θέμα της εργασίας των γυναικών. Γιατί άραγε δεν επιθυμούν αυτοί, που έχουν εξουσία, να εργάζονται οι γυναίκες; Τι επιδιώκουν μ’ αυτήν τη στάση; Αν ο άντρας θυμίζει το ναυαγό μέσα στα κύματα την αμέσως επομένη ημέρα του γάμου, πόσο ευκολότερη θα ήταν η ζωή του αν μοιραζόταν το βάρος της; Σ’ αυτό το σημείο δεν πρόκειται για μία ιδέα που είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί ένας κουτός άνθρωπος. Εδώ τα πράγματα είναι απλά κι όλοι ανεξαιρέτως μπορούν να το αντιληφθούν. Τα μισά βάρη ο ένας, τα μισά ο άλλος. Η γυναίκα έδωσε σκληρούς αγώνες, για να κατακτήσει όσα δικαιωματικά τής ανήκουν και όχι άδικα, εφόσον έπρεπε να νικήσει αυτούς, που έχουν συμφέρον να δουλεύει μόνον ο άντρας. Η πατριαρχική κοινωνία επιθυμεί, όσο τίποτε άλλο, να εργάζεται μόνον ο άντρας κι αυτός να φέρει το βάρος της συντήρησης της οικογένειας. Οι γυναίκες ισοπεδώνονται μέσα σ’ αυτό το σύστημα, αλλά αυτός που τυραννιέται μέρα-νύχτα είναι ο άντρας. Το σύστημα δεν έχει στόχο τη γυναίκα, αλλά τον άντρα. Η στάση του προς τη γυναίκα θα μπορούσε να ήταν τέλεια, αν δεν το επηρέαζε στον έλεγχο των αντρών.

Για να καταλάβει κάποιος και να μπορέσει να ερμηνεύσει τη στάση του συστήματος ως προς τη γυναικεία εργασία, θα πρέπει να γνωρίζει όλα όσα αναφέραμε για τη μοιχεία και την πορνεία. Το σύστημα θέλει να υπάρχει οπωσδήποτε η μοιχεία και η πορνεία μέσα στην οικογένεια. Αυτό πρέπει οπωσδήποτε να επιτευχθεί και η γυναικεία εργασία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο. Όταν ένας γάμος δεν είναι προϊόν έρωτα ή κατά τη διάρκεια του αυτός εξαλείφεται, τότε η δυνατότητα της γυναίκας να εργαστεί, απειλεί να τον τινάξει στον αέρα. Η γυναίκα πρέπει να βρίσκεται μέσα στο σπίτι φοβισμένη κι εξαρτώμενη, γιατί μόνον έτσι ανέχεται το μοιχό κι εκτελεί πορνεία. Ο φόβος της έχει να κάνει με την άποψη, που της έχει δοθεί ειδικά γι’ αυτόν το λόγο από το σπίτι της και της καλλιεργείται ακόμα ότι ο αγώνας για τη ζωή είναι δύσκολος. Η γυναίκα προετοιμάζεται για να πιστέψει ότι μόνον από τον άντρα είναι δυνατό να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες συνθήκες, ώστε να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά της. Όταν κατορθώνει η κοινωνία και περνά αυτό μέσα στο μυαλό της γυναίκας, τότε εξασφαλίζει αυτό, που θεωρήσαμε απαραίτητο για τη λειτουργία της κι είναι η συζυγική πίστη από μέρους των γυναικών και η επίσης απαραίτητη υποταγή της. Γενικά, αν παρατηρήσουμε γύρω μας, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι οι πραγματικές απαιτήσεις, για να μπορέσει να εργαστεί κάποιος οπουδήποτε είναι ελάχιστες. Ο άντρας είναι το εξυπνότερο ον στον πλανήτη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η ευφυΐα τού είναι απαραίτητη και για την εργασία του. Η εργασία απαιτεί ανάλογα με τη φύση της και σωματική και πνευματική δύναμη, που όμως καλύπτεται ανετότατα κι από τα δύο φύλα. Η σημερινή κοινωνία της οποίας οι γυναίκες έχουν κατακτήσει το σύνολο σχεδόν των χώρων απασχόλησης, το αποδεικνύει. Το σύστημα όμως για αιώνες δεν επέτρεπε ν’ απομυθοποιήσει η γυναίκα το ζήτημα της εργασίας κι αυτό, γιατί κινδυνεύει μ’ αυτόν τον τρόπο ο θεσμός του γάμου.

Ο γάμος έχει ως αποτέλεσμα, ανεξάρτητα από τα αισθήματα, που υπάρχουν μεταξύ των συζύγων, την ώθηση του άντρα προς την πορνεία που είναι το άμεσο αποτέλεσμα λόγω της φύσης του. Αν η γυναίκα εργάζεται, ο άντρας δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει την επιθυμητή πορεία και να υποταχθεί στο σύστημα, γιατί αλλάζουν βασικά δεδομένα. Η γυναίκα που εργάζεται, έχει γνώση της πραγματικότητας κι αυτό σημαίνει ότι η μείωση αυτού που περιγράψαμε ως διαπραγματευτική ικανότητα, δεν μπορεί να είναι κατακόρυφη. Αν δεν επιθυμεί τη συνέχιση ενός άθλιου γάμου, μπορεί άνετα ν’ ακολουθήσει τις επιλογές της, χωρίς να είναι αναγκασμένη να γυρίσει πίσω στην οικογένειά της, που ξέρουμε πώς αντιδρά.

Η εργασία της γυναίκας θίγει επίσης και τον τύπο του γάμου στον οποίο δεν προϋπάρχει καν ο έρωτας. Η γυναίκα δίνεται στον άντρα από τον πατέρα της και με γνώση της κατάστασης, που της έχει δοθεί, σέβεται το γάμο. Στην κοινωνία, όπου η ομορφιά αγοράζεται και κανένας δε γίνεται “σάρκα μία” μ’ αυτή ή αυτόν που επιθυμεί, η εργασία της γυναίκας είναι απειλή. Όταν οι περισσότεροι γάμοι είναι περισσότερο οικονομικές συμφωνίες, τότε οι δύο άνθρωποι μένουν συνεχώς χωρισμένοι και ποτέ “σάρκα μία”. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε στιγμή μπορούν να ερωτευτούν και να διαλύσουν τη συμφωνία. Μία γυναίκα στο χώρο εργασίας της, εφόσον δεν είναι “σάρκα μία” με το νόμιμο σύζυγο της, είναι ανά πάσα στιγμή ευάλωτη στον έρωτα. Ο όμορφος συνεργάτης της τη σέβεται, την ακούει με προσοχή, την κάνει και γελάει, προσέχει τα όμορφά της μάτια, την κολακεύει και γενικά την κάνει να αισθάνεται όμορφα, την κάνει να αισθάνεται πως υπάρχει. Η σύγκριση με το νόμιμο σύζυγο είναι αναπόφευκτη. Το κυρίαρχο στοιχείο στον έγγαμο βίο είναι η αδιαφορία σ’ όλα τα θέματα. Δεν υπάρχει προσοχή στο φέρσιμο, στην ομιλία, στην εμφάνιση και γενικά σ’ όλα εκείνα τα λεπτά σημεία, στα οποία είναι απαραίτητος ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του άλλου κι ειδικά της γυναίκας. Όλα αυτά, που είναι απαραίτητα για την εισαγωγή στην Κόλαση, ανατρέπονται από τη δυνατότητα της γυναίκας να εργαστεί.

Η άθλια κοινωνία κατόρθωσε να περάσει την άποψη για την εργασία της γυναίκας ως ταμπού και η ειρωνεία είναι ότι είναι ταμπού για τους άντρες, που βασανίζονται απ’ αυτήν την κατάσταση. Παλαιότερα, και συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας, η κοινωνία με τον τρόπο της έθιγε τον αντρισμό και την ικανότητα του άντρα, σε περίπτωση που επέτρεπε στη γυναίκα του να δουλεύει, ενώ για τη γυναίκα άφηνε να εννοηθεί ότι δεν ήταν καλή σύζυγος και μητέρα και πάντα υπήρχε το υπονοούμενο μίας πιθανής απιστίας. Όμως όλα αυτά έχουν ξεπεραστεί κι εμείς πρέπει να δούμε τι συμβαίνει στο σύνολο του χρόνου όσον αφορά το γάμο.

Από τη στιγμή που η γυναίκα δε βοηθά οικονομικά τον άντρα στα οικογενειακά βάρη, έχουμε την άριστη πρώτη ύλη για το σύστημα. Ο άντρας σκύβει πιο εύκολα το κεφάλι και τελική επιθυμία τού συστήματος, είναι να προσκυνά σαν δούλος και όχι απλά να σιωπά. Το τρομερό όπλο του συστήματος είναι η υπεραξία, που μοιράζεται κατά βούληση. Ο εργάτης πριν και μετά το γάμο εισπράττει ακριβώς τα ίδια από την εργασία του κι ο μισθός του δεν ακολουθεί την ξαφνική και δυσανάλογη αύξηση των υποχρεώσεών του. Αυτό είναι και το μυστικό της επιτυχίας του συστήματος. Η μόνη διέξοδος είναι η υπεραξία, εφόσον ο άνθρωπος έχει και κάποια όρια αντοχής στην εργασία του. Η υπεραξία είναι αυτή, που στον ίδιο χρόνο εργασίας, βελτιώνει τις αποδοχές. Υπεραξία είναι η οποιαδήποτε αύξηση, ακόμα και η πιο ασήμαντη του μισθού, οποιουδήποτε εργάζεται ως μισθωτός, πέρα από τη βασική αμοιβή του εργάτη. Υπεραξία είναι η διαφορά του μισθού ενός γιατρού, που εργάζεται σ’ ένα κρατικό νοσοκομείο από το μισθό του εργάτη και υπεραξία είναι επίσης η διαφορά που εισπράττει στο μισθό του ένας εργάτης, επειδή είναι σπιούνος του αφεντικού του. Για την υπεραξία θα μιλήσουμε σ’ άλλο σημείο.. αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι από τη στιγμή του γάμου κι έπειτα, οι τεράστιες δυσκολίες ωθούν τους ανθρώπους προς την υπεραξία και κατά συνέπεια προς το σύστημα, εφόσον αυτό τη μοιράζει.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όπως αναφέραμε, ελάχιστα αλλάζουν. Ο έξυπνος είναι πάντα έξυπνος κι ο κουτός πάντα κουτός. Για να εξασφαλίσει λοιπόν το σύστημα μία ομαλότητα, όσον αφορά τη διασπορά αυτών των υπεραξιών, ήταν απαραίτητο ν’ ακολουθεί ορισμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που κι αυτά να μεταβάλλονται με τρόπο ανάλογο. Ήταν απαραίτητο να μοιράζει την υπεραξία, ανάμεσα στους ανθρώπους με κοινά χαρακτηριστικά και κοινό επίπεδο, μ’ έναν τρόπο που θ’ αυξάνει προοδευτικά, ώστε να δίνει κίνητρα σ’ αυτούς, για να το υπηρετούν. Το μόνο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, που αυξάνεται συνεχώς, είναι η ηλικία κι αυτή επιλέχθηκε κι, όπως θα δούμε, η επιλογή αυτή είναι τέλεια.

Ως βιολογικό ον ο άνθρωπος κατά τη συνολική διάρκεια της ζωής του δεν έχει την ίδια δύναμη, είτε αυτή είναι πνευματική είτε σωματική. Το μέγιστο αυτής της δύναμης εμφανίζεται κάπου μεταξύ των 30 και 40 χρόνων της ζωής του. Αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή, απλά από τη μετάβαση του άντρα από την εφηβεία στην αντρική νεότητα και μετά, ακολουθεί μία περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος συνεχώς βελτιώνεται, εφόσον η φύση του το υποδεικνύει, σωματικά και πνευματικά. Το περιθώριο της βελτίωσης, είναι αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να μιλάμε για πορεία και όχι για τελικό προορισμό. Όταν σταματήσει πλέον ο άνθρωπος να βελτιώνεται ή τέλος πάντων να επιθυμεί τη βελτίωση κι αναζητά τη δημιουργία, τότε μόνο μιλάμε για πλήρη ισχύ και τελικά χαρακτηριστικά. Από εκείνο το σημείο και πέρα αρχίζει μία πορεία προς το γήρας, που κι αυτή δεν έχει μία σταθερή διαχωριστική γραμμή για τους ανθρώπους. Αυτό που είναι όμως βέβαιο, είναι η σωματική φθορά, που δεν ακολουθεί πάντα τις βουλές του πνεύματος.

Αν προσπαθούσαμε να σχηματοποιήσουμε τη ζωή του άντρα σε σχέση με την ισχύ του, είτε σωματική είτε ψυχική, θα βλέπαμε ότι μοιάζει μ’ ένα τραπέζιο. Η μεγάλη βάση είναι η συνολική διάρκεια της ζωής του και η μικρή βάση είναι η χρονική διάρκεια, κατά την οποία είναι πλήρως ανεπτυγμένος και τα χαρακτηριστικά του ευδιάκριτα και στην ύψιστη μορφή τους. Οι δύο πλάγιες γραμμές είναι αυτές, που χαρακτηρίζουν την πορεία ωρίμανσής του, η πρώτη από τη στιγμή της γέννησης του μέχρι και το μέγιστο σημείο του, ενώ η δεύτερη από εκείνο το σημείο μέχρι και το θάνατό του. Σε καμία περίπτωση, όσο κι αν το πνεύμα επιθυμεί, δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ αλλάξει το σχήμα αυτού του τραπεζίου. Η πνευματική φθορά μπορεί για λίγο να καθυστερήσει, αλλά αυτό σημαίνει αποκλειστικά μία μικρή και μόνο μετατόπιση παράλληλα της πλάγιας γραμμής. Στην περίπτωση αυτή, στο καλύτερο ενδεχόμενο, το τραπέζιο θα είναι διπλό, με όλα τα στοιχεία κοινά, εκτός απ’ αυτό της πλάγιας γραμμής της πνευματικής παρακμής. Αυτή η κατάσταση έχει να κάνει πάντα με τον κάθε άνθρωπο προσωπικά, εφόσον ο κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του απόλυτα μεγέθη. Μπορεί κάποιος στην παρακμή του να είναι ανώτερος από κάποιον άλλο στην ακμή. Αυτό που ενδιαφέρει εμάς, είναι η πορεία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Όλα αυτά μπορεί κάποιος να τα θεωρήσει προφανή και ν’ απορεί γιατί τ’ αναφέρουμε. Η αναφορά τους γίνεται, γιατί αυτό, που μας ενδιαφέρει, είναι ν’ ανακαλύψουμε πώς λειτουργεί το σύστημα και πού στηρίζεται.

Το σύστημα μοιράζει την υπεραξία ακολουθώντας την ηλικία του ανθρώπου κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του. Είναι όμως λογικό ένας άνθρωπος ν’ αμείβεται σαν ν’ ακμάζει συνεχώς και μέχρι το θάνατό του, όταν εμείς βλέπουμε ότι από ένα σημείο κι έπειτα, η παρακμή είναι η μόνιμη κατάσταση; Τι ακριβώς επιδιώκει το σύστημα απ’ αυτήν την ανώμαλη κατάσταση; Γιατί ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ένα βήμα πριν το θάνατό του, παίρνει ως αμοιβή πολλαπλάσιο της αμοιβής ενός νέου και δραστήριου ανθρώπου με τα ίδια προσόντα; Ένας νέος, που βρίσκεται στη βάση, αν σηκώσει το κεφάλι του, εύκολα θα δει την πυραμίδα, που υψώνεται πάνω από το κεφάλι του κι, αν προσπαθήσει να διακρίνει λίγο αυτούς, που βρίσκονται στην κορυφή της, θα δει ορισμένα χαρακτηριστικά. Στην κορυφή αυτή βρίσκονται άντρες στην πλειοψηφία, με τεράστιες εξουσίες και μ’ επίσης τεράστιες αποδοχές από άποψης αμοιβής με το σύστημα της υπεραξίας. Στην πυραμίδα της εξουσίας της κοινωνίας στην οποία ζούμε, βρίσκονται άνθρωποι μισθωτοί, που αμείβονται με διαφορετικά κριτήρια από τους υπολοίπους. Οι πλούσιοι αυτού του κόσμου στηρίζουν αυτήν την πυραμίδα, αλλά δεν είναι ενεργά στοιχεία της. Ο πλούτος που έχει στην κατοχή του ο καθένας, δεν έχει σχέση με την αμοιβή που παίρνει ένας μισθωτός για την εργασία του. Η αμοιβή αυτή μπορεί από μόνη της να είναι ένας μικρός θησαυρός, αλλά δεν παύει σε καμία περίπτωση να είναι μισθός. Το σημαντικό που διακρίνουμε κοιτώντας την πυραμίδα, είναι η σημαντική διαφορά σ’ εξουσία κι αμοιβή, που χωρίζει τα επίπεδά της με φορά εξέτασης από κάτω προς τα επάνω.

Κάποιος που θεωρεί προφανές το σχόλιο μας για την πορεία που ακολουθεί ο θνητός άνθρωπος, πώς ερμηνεύει αυτήν την κατάσταση; Ένας πρωθυπουργός μίας χώρας δεν είναι θνητός άνθρωπος; Δεν έχει παρακμή; Είναι τόσο ξεχωριστός και προικισμένος, ώστε ένα βήμα πριν το θάνατο να είναι με διαφορά καλύτερος από τον ανθό ενός έθνους; Όπου και να κοιτάξει κάποιος, θα δει ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα παγκόσμιο. Δε συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές χώρες, εφόσον αυτό είναι κάτι που αντιμετωπίζεται με συνολική αλλαγή της φιλοσοφίας. Ανανέωση φωνάζουν οι από κάτω στους από πάνω. Ναι, είναι επιθυμητή η ανανέωση, αλλά ποιος μπορεί να βεβαιώσει τον κόσμο ότι κι αυτοί, που φωνάζουν σήμερα, δε θα είναι οι γηραιοί του αύριο, που δε θα δέχονται την αλλαγή; Πώς μπορούμε να δούμε το πρόβλημα της ανανέωσης, αν δε δούμε συνολικά τον κόσμο και τη φιλοσοφία; Οι τύχες των ζωντανών, αλλά κι αυτών που θα έρθουν στη ζωή, κρέμονται από τις αποφάσεις ανθρώπων, που βρίσκονται μερικές αναπνοές πριν το θάνατο. Όλα αυτά συμβαίνουν κι είναι προφανή. Εφόσον όμως ζούμε σε μία απάνθρωπη, κι όποτε μπορεί ανθρωποκτόνο, κοινωνία, τότε σημαίνει ότι με δεδομένο την πανίσχυρη βούλησή της αυτό είναι και το επιθυμητό. Η πατριαρχική κοινωνία επιθυμεί, αφού αυτό κάνει, να μοιράζει υπεραξία σ’ απόλυτη αναλογία με την ηλικία του ανθρώπου ως το θάνατό του. Με την ονομασία θάνατο σ’ αυτήν την περίπτωση δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη βιολογικό. Ο θάνατος ενός ανθρώπου μπορεί να έχει και μεταφορική σημασία, εφόσον από τη στιγμή που εγκαταλείπει τη μηχανή παραγωγής ή εξουσίας για το σύστημα είναι νεκρός. Σ’ ορισμένες βέβαια περιπτώσεις πολιτικών, ιερέων, βασιλιάδων, οι θάνατοι ταυτίζονται.

Με τη γνώση του σχήματος, που προσδιορίζει την ισχύ του καθενός ανθρώπου και του σχήματος, που αμείβει το σύστημα αυτήν την ισχύ, βλέπουμε μία αντίφαση. Ένα τραπέζιο σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση μ’ ένα τρίγωνο, που μάλιστα στο κατώτατο σημείο του τραπεζίου, το τρίγωνο, έχει την ανώτατη τιμή. Αυτό που επιδιώκει το σύστημα μ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, είναι να παρασύρει την προσανατολισμένη πλέον βάση της πυραμίδας στη δουλεία, που είναι απαραίτητη για να υπάρξει το ίδιο και να λειτουργήσει. Το σύστημα απαιτεί δούλους.. ο ένας δούλος να προσκυνά τον άλλο και μ’ αυτόν τον τρόπο η βάση της πυραμίδας ν’ ακολουθεί την κορυφή. Ο άνθρωπος που ήταν στη βάση της πυραμίδας, από τη στιγμή του γάμου και μετά, βρέθηκε σ’ εξαιρετικά δύσκολη οικονομική θέση. Σ’ ό,τι αφορά την αμοιβή του δεν είναι δυνατό να σημειωθούν θεαματικές αλλαγές, αφού αυτός δεν μπορεί να γίνει ούτε πιο παραγωγικός λόγω ανθρώπινων ορίων ούτε πιο έξυπνος, για να κάνει κάτι άλλο. Το μόνο που μπορεί να βελτιώσει τη θέση του, είναι η υπεραξία. Την υπεραξία όμως τη δίνει το σύστημα κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει, όχι μόνο να τ’ ανέχεται, αλλά και να το υπηρετεί. Από εκείνο το σημείο, το σύστημα τον ελέγχει και τον χρησιμοποιεί.

Σ’ άλλο σημείο θα δούμε πώς και γιατί εξασφαλίζει το σύστημα τη δυνατότητα να μοιράζει υπεραξίες. Εδώ μας ενδιαφέρει ο άντρας, που μπαίνει στο σύστημα της υπεραξίας. Το σύστημα τον αναγκάζει να βρίσκεται συνεχώς σ’ αναμονή. Αυτός ο άνθρωπος συνεχώς περιμένει. Το σύστημα δεν ενδιαφέρεται, για το αν και κατά πόσο αποδίδει.. ενδιαφέρεται να περάσει μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου ότι είναι ζήτημα χρόνου, εφόσον είναι υπάκουος σ’ αυτό, να πάρει την υπεραξία που χρειάζεται. Το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι ότι ο άνθρωπος αγνοεί το πιο βασικό χαρακτηριστικό του. Αγνοεί ότι είναι θνητός και ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο και θυσιάζει το θεϊκό δώρο, που είναι η ζωή. Όταν αυτός ο άνθρωπος έχει μία οικογένεια, προϊόν ενός γάμου συμφέροντος, το βέβαιο είναι ότι αναζητά να σβήσει τα πάθη του μέσα στην πορνεία. Η πορνεία όμως ως απόλαυση, είναι ένα είδος πολυτέλειας. Πρέπει αυτός ο άνθρωπος να βρει πρώτα τα μέσα να συντηρήσει την οικογένειά του και κατόπιν να εξασφαλίσει τους πόρους, που απαιτούνται, για να κάνει αυτό που λέμε “μεγάλη ζωή”.

Φυσικά κανένας δεν παραδέχεται ότι περιμένει να βελτιώσει τα οικονομικά του για ν’ απολαύσει την πορνεία, αλλά πώς μπορούν ν’ απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα; Ζει και μοιράζεται τη ζωή του —ενώ ως άνθρωπος έχει χαρακτηριστικά δοσμένα από το Δημιουργό γι’ αναζήτηση του έρωτα— με μία γυναίκα, που δεν τον ενδιαφέρει ερωτικά. Δουλεύει σαν δούλος για να συντηρεί αυτήν τη γυναίκα και τα κοινά παιδιά. Εισπράττει παραπάνω απ’ όσα του χρειάζονται και τα επενδύει ή τα καταθέτει. Γιατί; Γιατί να ζει κάποιος και να ταλαιπωρείται χωρίς λόγο; Ένας νέος ερωτευμένος απολαμβάνει κάθε στιγμή της ζωής του. Ρουφάει και την τελευταία σταγόνα ευτυχίας και χαράς. Χαίρεται τη ζωή, είτε είναι πλούσιος είτε είναι φτωχός. Ο άλλος όμως γιατί ζει; Γιατί γεννήθηκε; Γεννήθηκε μήπως για να είναι καλός υπάλληλος και να χειροκροτεί τους ισχυρούς αυτής της γης; Είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε ζωή σε κάποιον μόνο για να δουλεύει σαν δούλος για τους άλλους; Γιατί ο νέος χαίρεται τη ζωή; Γιατί ο νέος αγνοεί τον αξιωματούχο, που περνάει δίπλα του, ενώ ο άλλος τρέχει να του φιλήσει τα χέρια; Τι μεσολάβησε και δύο άνθρωποι με κοινή αφετηρία είναι τόσο διαφορετικοί; Γιατί ο ένας είναι ελεύθερος, χαμογελαστός κι όμορφος σαν Θεός κι ο άλλος δούλος, φτηνός και μίζερος, ίδιος με το διάβολο; Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, είναι απαραίτητο να ξεχωρίζει ορισμένα πράγματα και ν’ αντλεί γνώσεις από τον Υιό του Θεού.

Αυτό που χωρίζει τους δύο αυτούς ανθρώπους, είναι ο γάμος που έχει πραγματοποιήσει ο ένας και η διαφορά της ηλικίας. Ο ηλικιωμένος δούλος θυσίασε τα πάντα, εξαιτίας της λανθασμένης προσωπικής εκτίμησης που έκανε, όταν ήταν νέος. Αγνόησε παντελώς το Δημιουργό, δεν έγινε “σάρκα μία”, αλλά ξεπουλήθηκε για ευτελή υλικά αγαθά. Αγνόησε το Δημιουργό κι έγινε μοιχός. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον Υιό του Θεού και με τις συμβουλές Του. Όταν ήταν νέος αυτός ο άνθρωπος, δε φέρθηκε κατά τρόπον ανάλογο μ’ αυτόν που υποδεικνύει ο Χριστός στο νεανίσκο. Αυτός όχι μόνο δε μοίρασε την περιουσία του, αλλά για ν’ αποκτήσει περιουσία έγινε μοιχός. Άρχισε να γίνεται και κλέφτης, αφού, όταν εισπράττει υπεραξία, σημαίνει από τα δεδομένα ότι κλέβει τον κόπο κάποιου άλλου και ότι η αγάπη προς τον πλησίον είναι γι’ αυτόν κάτι ξένο. Όσο για την ψευδομαρτυρία, αυτή υπάρχει από τη στιγμή που υπάρχει εξουσία. Όταν ο άνθρωπος υπηρετεί την εξουσία, είναι υποχρεωμένος να μαρτυρεί όσα του υποδεικνύουν και όχι όσα γνωρίζει ή πιστεύει. Οι υποδείξεις του Χριστού γίνονται στο νεανίσκο κι αυτό, γιατί μόνον ένας νεανίσκος, μπορεί να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών, επειδή βρίσκεται στο στάδιο της απόφασης κι αυτό σημαίνει έλλειψη υποχρεώσεων, αλλά και μεγάλο περιθώριο ζωής.

Όλα αυτά αφορούν την πυραμίδα της εξουσίας κι αφορούν ανθρώπους, που αντιλαμβάνονται το κέρδος που απορρέει από μία στάση υπακοής απέναντι στο σύστημα. Η πυραμίδα όμως συντίθεται από ελάχιστα άτομα σε σχέση με το τεράστιο δυναμικό της βάσης της. Εύλογα δηλαδή τίθεται το ερώτημα, πώς ένας τέτοιος μικρός αριθμός ανθρώπων μπορεί και δίνει την επιθυμητή ροπή στους ανθρώπους, ώστε ν’ ακολουθούν το σύστημα. Αυτό που συμβαίνει στη βάση, είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είναι φτωχοί κι απ’ αυτό το τεράστιο σύνολο, το σύστημα επιλέγει κατά βούληση ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων. Οι άνθρωποι εύκολα παρασέρνονται απ’ αυτό που ονομάζουμε ποιότητα ζωής κι έχει σχέση πάντα με την οικονομική άνεση. Το σύστημα ξεχωρίζει με κάποια διαδικασία ορισμένους ανθρώπους κι αλλάζει σε μέγιστο βαθμό τη ζωή τους. Από το καθημερινό άγχος της δουλειάς, τους εντάσσει σ’ ένα προστατευμένο κι ασφαλές, από κάθε άποψη, περιβάλλον. Ο άνθρωπος που υπηρετεί το σύστημα, δεν έχει άγχος για την επόμενη μέρα. Γνωρίζει εκ των προτέρων ότι είτε δουλέψει, εφόσον έχει δουλειά, είτε δε δουλέψει, θα πληρωθεί και όχι μόνον αυτό είναι εξασφαλισμένο, αλλά γνωρίζει από πριν τη μισθολογική του εξέλιξη και την πορεία του μέσα στο σύστημα. Οι άνθρωποι που έχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα λόγω εκπαίδευσης και ζουν μέσα στη φτώχεια, είναι οι άνθρωποι που το σύστημα εκμεταλλεύεται. Το σύστημα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει από το τεράστιο δυναμικό της βάσης. Η επιλογή όμως στο κατώτατο σημείο του συστήματος είναι μία διαδικασία, που έχει πάντα μέσα της υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό σημαίνει ότι αν το σύστημα ζητά κάποιους, που έχουν μία δύσκολη ειδικότητα, όπως της πυρηνικής φυσικής, από τα δεδομένα η προσφορά είναι πολύ περιορισμένη και τις περισσότερες φορές δεν καλύπτει ούτε καν τη ζήτηση. Σ’ αυτό το επίπεδο δεν υπάρχει το υποκειμενικό στοιχείο, παρά το λόγο έχουν οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Όταν όμως το σύστημα για λειτουργικούς λόγους χρειάζεται ανθρώπους, που σε κάθε εποχή έχουν τη στοιχειώδη απαιτούμενη γνώση, τότε επιλέγει κατά βούληση. Αν στη σημερινή εποχή το σύστημα ζητήσει ανθρώπους, που πρέπει να έχουν τη βασική παιδεία, τότε αυτό σημαίνει ότι ζητά ανθρώπους από ένα τεράστιο ποσοστό της βάσης. Το ποσοστό αυτό υπερκαλύπτει τη ζήτηση και για μία θέση μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες υποψήφιοι. Σ’ αυτό το σημείο το σύστημα έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει σύμφωνα με το συμφέρον του. Αυτό σημαίνει ότι θα επιλέξει από τις χιλιάδες ανθρώπων, αυτούς, που θα το υπηρετήσουν πιστά και θα εκτελούν χωρίς κανέναν ενδοιασμό τις εντολές του. Τη γνώση αυτών των στοιχείων για τον κάθε ενδιαφερόμενο, την αντλεί το σύστημα μέσα από οργανώσεις τις οποίες ελέγχει κι είναι άριστα δικτυωμένες μέσα στην κοινωνία. Ο αφισοκολλητής ενός πολιτικού κόμματος έχει σίγουρα πιο μεγάλες πιθανότητες να ενταχθεί στο σύστημα από κάποιον, που είναι άγνωστος σ’ αυτό. Από τη στιγμή που εντάσσεται κάποιος στο σύστημα, έχει ορισμένα πλεονεκτήματα που κάνουν τη ζωή του πιο εύκολη. Από τον καιρό της Βαβυλώνας μέχρι και σήμερα, μεταξύ δύο μισθωτών από τους οποίους ο ένας υπηρετεί το σύστημα, ενώ ο άλλος δουλεύει για ιδιώτη, ο πρώτος πάντα υπερείχε.

Όλα αυτά αναφέρονται, γιατί προκαλούν μία σειρά αντιδράσεων, που ευνοούν το σύστημα και σταθεροποιούν τη γενικά ασταθή βάση. Πρώτο και κύριο όφελος του συστήματος απ’ αυτήν τη διαδικασία είναι ότι αντλεί από τη βάση, λόγω υπεραξίας, το σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, που έχουν γνώση, αν όχι να το ανατρέψουν, τουλάχιστον να το απειλήσουν. Η αφαίμαξη αυτή της βάσης από μορφωμένους ανθρώπους, δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να μετατρέπει τη βάση σ’ ένα σύνολο φτωχών ανθρώπων, που και να θέλουν λόγω παιδείας, είναι αδύνατο να διατυπώσουν άποψη. Από την άλλη πλευρά όλους αυτούς, που προέρχονται από τη φτωχή βάση, χωρίς να τους προσφέρει τίποτε το σημαντικό, τους κάνει πολέμιους της βάσης, ανεξάρτητα αν τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο θ’ ανήκουν σ’ αυτή κι αυτό σημαίνει ότι δε θα έχουν απαραίτητα την ίδια με τους γονείς τους τύχη. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο τυλίγει τη βάση και βάζει ανθρώπους του ακόμα και στη μικρότερη κοινωνική μονάδα, που είναι η οικογένεια. Σύστημα δεν είναι ο αρχηγός ενός κράτους μόνο, σύστημα είναι κι ο κλητήρας μίας υπηρεσίας, που μπορεί να εισπράττει το μισθό ενός απλού εργάτη αλλά απολαμβάνει συνθήκες, που για έναν εργάτη, είναι άπιαστο όνειρο.

Δεν υπάρχει εργάτης του ιδιωτικού τομέα, που να μην αγωνιά για το μέλλον. Αυτή η αγωνία έχει να κάνει, όχι μόνο με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες, αλλά και με τη σωματική φθορά. Φοβάται ο εργάτης μήπως η μείωση της απόδοσής του —εξαιτίας της σωματικής φθοράς— σημαίνει μείωση του μισθού ή ακόμα και απώλεια της θέσης εργασίας. Όλα αυτά δεν απασχολούν καθόλου έναν υπάλληλο του συστήματος. Επειδή εντάσσει μ’ αυτόν τον τρόπο ανθρώπους του το σύστημα μέσα στην κοινωνία, θέτει θεμέλια, που είναι πανίσχυρα. Ποιος μπορεί να φωνάξει και να διαμαρτυρηθεί εναντίον όλων αυτών των διακρίσεων, χωρίς να έρθει σ’ αντίθεση με τον πατέρα ή τον αδερφό, που κατάφεραν να ενταχθούν σ’ αυτό;

Όμως όλα αυτά και πάλι δε θα μπορούσαν να ισχυροποιήσουν το σύστημα, αν δεν υπήρχε μεγάλη και δυσβάσταχτη φτώχεια, καθώς και τα δοθέντα χαρακτηριστικά κυρίως στον άντρα, από το Δημιουργό. Ο Χριστός γνωρίζοντας και την ισχύουσα τότε κατάσταση, αλλά και το μέλλον που είναι το δικό μας παρόν, προτείνει κάτι που για το σύγχρονο άνθρωπο αγγίζει την ουτοπία, αν όχι την αφέλεια. Ο Χριστός, για κάποιον που στερείται φιλοσοφίας, φαίνεται με το Λόγο Του τουλάχιστον αφελής. (Ματθ. 19.24-19.25) “ευκοπώτερόν έστι κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.” (είναι ευκολώτερον να περάση μιά καμήλα από τήν τρύπα μιάς βελόνας παρά πλούσιος να μπή εις τήν βασιλείαν τού Θεού.). Αυτόν το λόγο του Χριστού, αν δεν προσπαθήσει κάποιος να τον φιλοσοφήσει, δεν τον κατανοεί, τον παρεξηγεί και πέφτει στην παγίδα να τον υποτιμήσει. Ο Χριστός έχει την τέλεια γνώση κι αυτό σημαίνει ότι γνωρίζει τις δυσκολίες της ζωής των ανθρώπων. Ο Χριστός ξέρει ότι ο πλούτος δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να περάσει τη ζωή του πολύ πιο ευχάριστα κι ωραία από ό,τι η φτώχεια.

Σ’ αυτό το σημείο όμως, επειδή απευθύνεται στο σύνολο των ανθρώπων στην πλειοψηφία τους φτωχούς, δίνει κατεύθυνση. Ο Λόγος του Χριστού είναι πολύ πυκνός κι αυτό τον κάνει επικίνδυνο. Σ’ αυτό το σημείο, έχοντας γνώση του συνόλου των αναγκών του ανθρώπου, αλλά και της ευχέρειας που δίνει ο πλούτος, μιλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να υποτιμηθεί σίγουρα ο Λόγος Του. Μιλάει ως άνθρωπος εκτός πραγματικότητας και μ’ αυτόν τον τρόπο παραδίδει το Λόγο Του σ’ ανθρώπους, που τον εκμεταλλεύονται εναντίον των ανθρώπων. Ενώ προτείνει στους ανθρώπους κάτι συγκεκριμένο, το Λόγο τον εκμεταλλεύονται οι άθλιοι, που παριστάνουν τους ανθρώπους του Θεού, για να μπορούν να ελέγχουν τις τάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ο Χριστός εδώ αναφέρεται στους πλούσιους και όχι στον πλούτο. Προσπαθεί να κάνει τους ανθρώπους στατικούς και να τους εμποδίσει να κινηθούν προς την απόκτησή του. Ο φτωχός ή ο πλούσιος έχουν την τάση ως άνθρωποι να κινούνται προς τον πλούτο. Ο φτωχός για να γίνει πλούσιος κι ο πλούσιος πλουσιότερος. Αυτή η κίνηση καταστρέφει τον άνθρωπο, επειδή, όπου και να φτάσει, δε σταματά κι αυτό λόγω χαρακτηριστικών. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο προσπαθεί ν’ αποτρέψει μία κίνηση και δεν υποτιμά, σε καμία περίπτωση, την αξία που έχει ο πλούτος, στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων. Αν υποτιμούσε τον πλούτο και τον θεωρούσε εχθρό του ανθρώπου, δε θα πρότεινε στο νεανίσκο να μοιράσει τον πλούτο του στους φτωχούς. Αυτό που είναι καταστροφικό για τον άνθρωπο, είναι η τάση του για την απόκτησή του. Αν ο άνθρωπος ήταν αθάνατος, δε θα μπορούσε να προτείνει ο Χριστός κάτι τέτοιο, εφόσον υπάρχουν πάντα τα χρονικά περιθώρια. Όμως για το θνητό άνθρωπο είναι καταστροφή, αφού θυσιάζει ό,τι πολυτιμότερο έχει, που είναι ο χρόνος.

Ο άνθρωπος έχει κρίση “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού-Πατέρα κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κρίνει τα δεδομένα: το όμορφο από το άσχημο, το καλό από το κακό, το χρήσιμο από το άχρηστο. Αυτή η κρίση έχει να κάνει και με τα υλικά αγαθά. Έτσι μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει ένα καλό σπίτι από ένα κακό κι ένα καλό αυτοκίνητο από ένα άλλο. Όλα αυτά, που είναι αρεστά σ’ όλους, προϋποθέτουν πλούτο για την απόκτησή τους. Ο Χριστός, θέλοντας να προστατεύσει τους ανθρώπους από τη θυσία χρόνου που οικειοθελώς είναι διαθέσιμοι να κάνουν, τους αποστρέφει από τον πλούτο. Το φτωχό τον θέλει στατικό κι αυτή η στατικότητα, είναι η μόνη πιθανή λύση για τη Σωτηρία του. Αν αυτή η στατικότητα του φτωχού συνδυαστεί με την άποψη του Χριστού για τη “σάρκα μία”, τότε το σίγουρο είναι μία άπειρη, ευχάριστη ζωή, έστω και μέσα στη φτώχεια. Ο Χριστός γνωρίζει την αποστολή Του και στο μέτρο που δύναται, προσπαθεί να σώσει όσους ανθρώπους μένουν στο Λόγο Του. Είναι αδύνατο να μην έρθει το σκάνδαλο για το Χριστό κι αυτό σημαίνει ότι, μέχρι να εκπληρωθεί το Σχέδιο του Θεού, η στατικότητα του φτωχού είναι η μόνη λύση. Σκάνδαλον = Σύστημα = 32.

Ο Χριστός με τη γνώση του μέλλοντος και των ειδικών χαρακτηριστικών του ανθρώπου, προτείνει πράγματα που φαίνονται αδύνατα όσο και αφελή. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος βλέπει κι επιθυμεί. Γνωρίζει ότι είναι πονηρός κι έξυπνος, ώστε να μπορεί ν’ αντιληφθεί τρόπους, για να μπορέσει ν’ απολαύσει τον πλούτο. Γνωρίζει όμως κι, αυτό που υποτιμά ο άνθρωπος όσο είναι νέος, ότι όλα αυτά είναι χρονοβόρα. Οποιοσδήποτε αγώνας γι’ απόκτηση πλούτου, είναι θυσία χρόνου που σε καμία περίπτωση δεν αντέχει ο θνητός άνθρωπος. (Ματθ. 5.29-5.30) “ει δε ο οφθαλμός σου ο δεξιός σκανδαλίζει σε, έξελε αυτόν και βάλε από σού.. συμφέρει γαρ σοι ίνα απόληται εν των μελών σου και μη όλον το σώμα σου βληθή εις γέενναν.” (Εάν ο δεξιός σου οφθαλμός σέ σκανδαλίζη, βγάλε τον καί πέταξέ τον μακρυά, διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τά μέλη σου παρά νά ριφθή όλον σου τό σώμα εις τήν γέεναν.). Πάντα ο οφθαλμός σκανδαλίζει τον άνθρωπο κι αυτό είναι που τον εντάσσει στη γέεννα. Βλέπει τον πλούτο, τα όμορφα σπίτια, τα όμορφα αυτοκίνητα και ζηλεύει. Θέλει να τ’ αποκτήσει κι αυτό τον βάζει στον πειρασμό να δοκιμάσει πράγματα, που είναι εντελώς αντίθετα από το προσωπικό του συμφέρον. Αποδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι η Γέενα υπάρχει για τους ζωντανούς και όχι για τους βιολογικά νεκρούς. Ο άνθρωπος περνά, λόγω του οφθαλμού του, στην κατάσταση του διαρκούς αγώνα για την απόκτηση του πλούτου, που είναι η γέεννά του. Αν τώρα συνδυάσουμε τ’ αρχικά, για γάμους συμφέροντος και για εκτεταμένη πορνεία, τότε με βασική κίνηση του ανθρώπου το γάμο για την απόκτηση πλούτου, αποδεικνύεται έμμεσα, αυτό που δείχνουν οι αριθμοί, Γέεννα = Γάμος = 22.

Ένας τυφλός μ’ αυτήν τη νέα θεώρηση, έχει πιο πολλές πιθανότητες να ζήσει σ’ αυτήν τη ζωή ευτυχισμένος, παρά ένας που βλέπει, επιβεβαιώνοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το λόγο του Χριστού. Ένας τυφλός δε γνωρίζει την ομορφιά, ώστε να κυνηγά την απόλυτη ομορφιά με τον πλούτο του. Η γυναίκα που είναι σύντροφός του, είναι η ομορφότερη. Δε βλέπει τα όμορφα αυτοκίνητα, ώστε να τα ονειρεύεται και δε θέλει να τα οδηγήσει, αφού δεν μπορεί. Όλα γι’ αυτόν είναι τέλεια, εφόσον όλες οι εικόνες είναι δικές του επιθυμίες και όχι εξωτερικά ερεθίσματα. Ο Χριστός γνωρίζοντας την κατάσταση, που θ’ ακολουθήσει, υποτιμά την αξία του πλούτου, θέτοντας τις προτεραιότητες του ανθρώπου με την πραγματική τους σειρά κι ως γνώστης, προσπαθεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να μπουν στον αγώνα για την απόκτησή του.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί αυτό που θέλουμε κατ’ αρχήν να γίνει κατανοητό, είναι η δυνατότητα του συστήματος να προσανατολίζει τη βάση. Ο άνθρωπος με τα ελάχιστα προσόντα που απαιτεί το σύστημα, απολαμβάνει μία μικρή διαφορά πλούτου, λόγω υπεραξίας, από το συνάνθρωπο του με τα ίδια τυπικά προσόντα. Αυτός ο πλούτος, σε συνδυασμό με την ικανότητα του ανθρώπου να βλέπει και την εξέλιξη μέσα στο σύστημα, ερεθίζει τον οφθαλμό του. Αυτός που εντάχθηκε στο σύστημα, θ’ αγωνιστεί μέχρι θανάτου, για να προστατεύσει την ισχύουσα κατάσταση που τον ευνοεί.. ο άλλος που με τα ίδια προσόντα απορρίφθηκε, θ’ αγωνιστεί ν’ αποκτήσει όλα όσα βλέπει κι επιθυμεί μ’ άλλο τρόπο. Το σύστημα εντάσσει απλούς ανθρώπους στη δομή του και καταφέρνει εκτός από την υποστήριξή τους, να εντάξει τους υπόλοιπους στο κυνήγι του πλούτου. Αυτό που προτείνει ο Χριστός, φαίνεται αδύνατο κι αφελές, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα ν’ αποκτηθεί πλούτος. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το σύστημα απομακρύνει τους ανθρώπους από το Χριστό και τους κάνει δούλους. Δεν μπορεί κανένας ν’ αποκτήσει πλούτο, χωρίς να σέβεται το σύστημα. Δεν υπάρχει πλούσιος, που να μη σέβεται το σύστημα, αφού αυτό προστατεύει τον πλούτο του κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να τον πολλαπλασιάσει. Για όλους αυτούς αναρχία σημαίνει εξαφάνιση των κεκτημένων δικαιωμάτων κι ως εκ τούτου είναι προστάτες του συστήματος.

Αν παρατηρήσει ο αναγνώστης τα μέχρι τώρα δεδομένα θα αντιληφθεί τι ακριβώς επιτυγχάνει το σύστημα. Με τη βοήθεια του θεσμού του γάμου χωρίζει την αχανή και τεράστια βάση σε παντρεμένους κι ελεύθερους. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί αυτή την αφύσικη κατάσταση ως δεδομένη και ο πονηρός ανθρώπινος οφθαλμός σε συνδυασμό με την άθλια συμπεριφορά του συστήματος απέναντι στις ελεύθερες γυναίκες ωθεί τους περισσότερους στήν πραγματοποίηση γάμου με οικονομικά κίνητρα. Εφόσον ο γάμος είναι αυτής της φύσης, υπάρχουν ικανοποιημένοι και δυσαρεστημένοι. Η βάση χωρίζεται πλέον στα δύο. Οι τεράστιες υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο γάμος και με την ισχύουσα άποψη της κοινωνίας όσον αφορά τη γυναικεία εργασία, φέρνουν τον άντρα σε δυσχερή θέση. Για ν’ αποφύγει το σύστημα την έκρηξη, δίνει τη δυνατότητα σ’ ένα ποσοστό ν’ απολαύσει υπεραξία… δημιουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο την άμυνά του και κατόπιν αυτή η κατάσταση ωθεί τους υπόλοιπους στην αναζήτηση του πλούτου με κάθε θυσία. Αν αυτά συνδυαστούν και με την επιθυμητή μοιχεία που προσπαθεί η κοινωνία να βάλει μέσα στην οικογένεια, τότε εύκολο είναι να καταλάβουμε, πόσο μεγάλο πάθος διακρίνει όλους τους ανθρώπους ν’ αποκτήσουν τον επιθυμητό πλούτο, που είναι η μόνη δυνατότητά τους να σβήσουν τα πάθη τους μέσα στην πορνεία.

Αν το σύστημα καταφέρει να ωθήσει τους ανθρώπους της βάσης προς την αναζήτηση του πλούτου, τότε εξασφαλίζει διπλό όφελος. Το ενδιαφέρον του βρίσκεται στην ένταξη των ανθρώπων σ’ έναν αγώνα, από τον οποίο είτε αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν είτε δεν τ’ αποκτήσουν, αυτοί θα είναι οι χαμένοι. Δεν ενδιαφέρεται σε καμία περίπτωση για το ποιος θα πλουτίσει ή ποιος θ’ αποτύχει. Το σύστημα περιμένει πάντα τον πλούσιο, για να του αποδώσει τιμές και να τον καταξιώσει ως πρότυπο. Το διπλό κέρδος είναι ότι βάζει τους ανθρώπους σ’ έναν αγώνα, όπως είναι αυτός της απόκτησης του πλούτου και με δεδομένο ότι θα υπηρετήσει τον πλούσιο —αφού υπηρετείται απ’ αυτόν— κατορθώνει και πραγματοποιεί μία νέα αφαίμαξη της βάσης. Ελκύει τους μορφωμένους μέσα στη δομή του μέσω υπεραξίας, ενώ τους πραγματικά έξυπνους και πονηρούς ανθρώπους που, αν μείνουν στη βάση είναι επικίνδυνοι, τους ελκύει μέσω του πλούτου. Σ’ οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας στην οποία υπάρχει δομή και κεντρική εξουσία, υπάρχουν πάντα οι δυνατότητες απόκτησης πλούτου. Το σύστημα λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε ένας πραγματικά έξυπνος άνθρωπος να βρίσκει αργά ή γρήγορα έναν τρόπο για ν’ αποκτήσει πλούτο.

Ο έξυπνος άνθρωπος, αν ακολουθήσει τις συμβουλές του Χριστού, και δεν αγωνιστεί για πλούτο, όσον αφορά τη διαβίωσή του κι αν στην ένωσή του με τ’ άλλο φύλο γίνει “σάρκα μία”, είναι επικίνδυνος για το σύστημα. Ένας άνθρωπος, που είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του κι αγαπά κι ασχολείται με τα παιδιά του, αγνοώντας τον πλούτο και δουλεύοντας μόνο για τα έξοδά του, είναι μη επιθυμητός από το σύστημα. Αν αυτός ο άνθρωπος είναι κι έξυπνος, τότε με δεδομένο ότι στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην εργασία του και όχι σ’ όλα τ’ άλλα εφευρήματα της εξουσίας, σίγουρα θ’ αρχίσει να μιλά και το πιθανότερο να χλευάζει. Ένας τέτοιος άνθρωπος διακρίνει το σπιούνο, που προσπαθεί να γίνει αρεστός στ’ αφεντικό του, για να εισπράξει υπεραξία. Αν είναι εργάτης και δε θέλει να εξελιχθεί, δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξεσκεπάσει και να διασύρει αυτό το ανθρωποειδές. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον βρίσκει πάντα την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή του για ορισμένα πράγματα στο μικρό του περιβάλλον. Ένας έξυπνος άνθρωπος με τη διεισδυτική του ματιά, γρήγορα θα δει την πορνεία και τη μοιχεία των ανθρώπων, που συνθέτουν το σύστημα. Αν επηρεάζει και το περιβάλλον του λόγω των δυνατοτήτων του, τότε πραγματικά αρχίζει να φθείρει το σύστημα.

Το πρότυπο που ωθεί τους ανθρώπους προς τον πλούτο, είναι ένα ανθρώπινο πρότυπο, που δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ. Τέτοιο πρότυπο είναι ο πλούσιος κι ευτυχισμένος, που ό,τι επιθυμεί το έχει κι επιπλέον τυχαίνει και της γενικότερης κοινωνικής αναγνώρισης. Ο Χριστός γνωρίζοντας τι ακριβώς συμβαίνει, μας περιγράφει με σαφήνεια τα συμβαίνοντα. Ευκολότερο είναι γι’ Αυτόν να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μίας βελόνας, παρά ένας πλούσιος στη Βασιλεία των Ουρανών. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση να μπορεί ένας άνθρωπος πλούσιος ν’ απολαύσει αυτό που λέμε Αιώνιο Ζωή. Αυτό συμβαίνει, λόγω της τεράστιας πορνείας που υπάρχει στον κόσμο και στην ύπαρξη του θεσμού του γάμου.

Στην κοινωνία στην οποία ζούμε, όλα αγοράζονται και πολυτιμότερο όλων είναι για τους άντρες η γυναικεία ομορφιά. Δεν υπάρχει άντρας, που να μη θέλει η γυναίκα του να είναι όμορφη. Η ομορφιά είναι ένα μέγεθος, που στην ύψιστη μορφή του είναι απόλυτο. Η γυναίκα, που είναι ωραία, είναι επιθυμητή απ’ όλους τους άντρες. Η ομορφιά που βλέπει ο άντρας σ’ αυτή, με την οποία είναι ερωτευμένος, δεν έχει σχέση μ’ αυτό που ονομάζουμε απόλυτη γυναικεία ομορφιά. Όλοι οι άντρες επιθυμούν αυτήν την απόλυτη ομορφιά και τη θαυμάζουν. Ο Θεός όμως έχει κάνει έτσι τους ανθρώπους, ώστε κατά τη διάρκεια της ζωής τους να βρίσκουν τον έρωτα, που γεμίζει την ψυχή του ανθρώπου σε τέτοιο σημείο, ώστε ν’ αγνοεί την απόλυτη ομορφιά. Η γυναίκα που είναι όμορφη, παλαιότερα λόγω της εξουσίας του πατέρα και στην εποχή μας λόγω της προσωπικής της επιλογής, στις περισσότερες των περιπτώσεων, γίνεται σύζυγος κάποιου πλούσιου. Ένας πλούσιος κι ελεύθερος, όταν βρίσκεται στη φάση της ζωής του κατά την οποία αναζητά τον έρωτα, βρίσκεται πάντα στη μέση της άπειρης πορνείας που έχει δημιουργήσει η κοινωνία. Ο πλούτος τού δίνει τη δυνατότητα να πάρει, όποια γυναίκα θέλει και με δεδομένη την τάση του άντρα προς την ομορφιά, σίγουρα θα επιλέξει και μ’ αυτό το κριτήριο.

Ένας φτωχός μπορεί κι αυτός να επιθυμεί μία όμορφη γυναίκα, αλλά γι’ αυτόν ο μόνος τρόπος να την αποκτήσει είναι ο έρωτας. Αν αυτή η γυναίκα τον ακολουθήσει, σημαίνει ότι ακολουθεί αυτόν και τίποτε άλλο εκ του πονηρού. Αν δεν μπορέσει να την αποκτήσει μέσω του έρωτα, δεν υπάρχει καμία άλλη περίπτωση να το επιτύχει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ αναζητήσει αλλού τον έρωτα. Σημασία έχει ότι και στις δύο περιπτώσεις ο φτωχός άνθρωπος αποφεύγει το σφάλμα, που τον οδηγεί στο θάνατο. Στην πρώτη περίπτωση γνωρίζει τον έρωτα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αποφεύγει τη μοιχεία και την πορνεία. Ο πλούσιος δεν έχει αυτήν τη δυνατότητα. Επιθυμεί κι αυτός την ομορφιά όπως όλοι, αλλά στην περίπτωσή του σπάνια, αν όχι ποτέ, συναντά την άρνηση. Η άρνηση σώζει το φτωχό, ενώ η σίγουρη αποδοχή, δημιουργεί αμφιβολίες και δυστυχία. Ο έρωτας είναι μία κατάσταση τέλεια και για να συμβεί απαιτείται παρέμβαση του Θεού. Είναι μία μέθη που τη γνωρίζουν μόνον οι άνθρωποι, που έχουν ερωτευτεί. Μέσα σ’ αυτήν τη σχέση, δεν υπάρχει ούτε σκέψη ούτε λογική. Όλα είναι τέλεια, εφόσον υπάρχει ο Θεός.

Η ομορφιά ή ο πλούτος είναι πράγματα χωρίς σημασία. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι έρωτας κατόπιν παραγγελίας δεν υπάρχει. Ο πλούσιος επιθυμεί την πιο όμορφη και η τραγωδία είναι ότι μπορεί να την έχει, όποτε θέλει. Όσο όμως και να την επιθυμεί αυτό δε φθάνει για να τη συμπαρασύρει στην κατάσταση του έρωτα που είναι μοναδική. Μπορεί να την ενθουσιάσει, αλλά ποτέ δε θα καταφέρει κάτι που καταφέρνει ο Θεός. Ό,τι και να συμβεί, σε καμία περίπτωση αυτός ο άνθρωπος δε θα έχει την ευτυχία ενός φτωχού, που βρήκε τον έρωτα, εφόσον ποτέ δε θα ξέρει, αν η γυναίκα αυτή ακολούθησε αυτόν ή τα πλούτη του. Ακόμα και στην περίπτωση του έρωτα, η γνώση και μόνον της δυνατότητας που έχουν οι άνθρωποι στην υποκρισία, δε θα επιτρέψει ποτέ την εξάλειψη του συνόλου των αμφιβολιών. Αν, σύμφωνα με το Χριστό, το πιο σημαντικό πράγμα είναι η “σάρκα μία”, που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γευτεί την Αιώνιο Ζωή, τότε σύμφωνα μ’ όλα αυτά, ο πλούσιος έχει ελάχιστες δυνατότητες να το επιτύχει.

Ο άνθρωπος πρέπει να κινηθεί στο περιβάλλον του και να γνωρίσει όλα τα φαινόμενα, που έχουν σχέση με τις σχέσεις των δύο φύλων. Πρέπει να απομυθοποιήσει την ομορφιά και να ζητά τον έρωτα, που προσφέρει τα πάντα. Ένας κινητικός νέος εύκολα θα διαπιστώσει ότι η όμορφη κοπέλα με την οποία σχετίζεται κι είναι επιθυμητή από πολλούς, δεν είναι πλασμένη γι’ αυτόν, εφόσον δεν μπορεί να τον παρασύρει στη μέθη των συναισθημάτων του έρωτα. Όταν συμβαίνει αυτό, πρέπει να συνεχίσει την αναζήτηση και θα διαπιστώσει ότι τα πάντα συμβαίνουν στον έρωτα. Ο έρωτας μπορεί να τον οδηγήσει ακόμα και σε μία γυναίκα, που δεν είναι καθόλου επιθυμητή από κανέναν κι όμως γι’ αυτόν μπορεί να γίνει το παν. Όμως για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει να μην υπάρχει το παραμικρό, που να επηρεάζει τους ανθρώπους στην εκλογή τους.

Ο πλούτος παραμορφώνει την εικόνα και δεν μπορεί ο άνθρωπος ν’ ακολουθήσει ελεύθερη πορεία. Ποτέ ο πλούσιος δε θα μπορέσει να φτάσει στη μη επιθυμητή γυναίκα, που θα του προσφέρει τον έρωτα, εφόσον η ομορφιά θα του παραδίδεται συνεχώς. Με τη διακοπή της σχέσης του με την όμορφη, που δεν τον ικανοποιεί, εμφανίζεται μπροστά του άλλη, εξίσου όμορφη κι αυτό μπορεί να γίνεται επ’ άπειρον, εφόσον ο άνθρωπος βλέπει την ομορφιά κι επηρεάζεται. Ένα τεράστιο τείχος από όμορφες γυναίκες υψώνεται συνεχώς εμπρός στον πλούσιο και του στερεί τη δυνατότητα να γευθεί τον έρωτα.

Ο έξυπνος άνθρωπος, που αναφέραμε πιο πάνω, έχει τη δυνατότητα να διακρίνει το τι συμβαίνει και να μιλά. Εξαιτίας της στάσης του απέναντι στη ζωή και τον πλούτο, όλα αυτά τ’ αποκαλύπτει, εφόσον δεν έχει ανάγκη κανέναν. Εύκολα διακρίνει την πορνεία στα μάτια της όμορφης γυναίκας του αφεντικού του και δεν κωλύεται να τ’ αποκαλύψει. Βλέπει επίσης εύκολα το πάθος του αφεντικού του για πορνεία, εφόσον η φύση του δεν έχει υγιώς εγκλωβιστεί μέσα στη γυναίκα του εξαιτίας του έρωτα κι αυτό τον ωθεί σε μία διαρκή αναζήτηση. Όταν κάποιος είναι νέος, αυτή η αναζήτηση του δίνει την ευκαιρία κάποτε να βρει τον έρωτα. Όμως από τη στιγμή που παντρεύεται και μπαίνει μέσα στα πλαίσια του γάμου, που δεν επιτρέπει αλλαγές, τότε δυστυχεί. Η δυστυχία αυτή, σε σχέση με το περιορισμένο της ζωής του ανθρώπου, καταλήγει στην τραγωδία.

Ο χρόνος περνά κι ο άνθρωπος γερνάει. Νέος, έστω και παντρεμένος, μπορούσε να ελπίζει. Όμως όταν γεράσει, τη δίψα αυτήν τη σβήνει μόνο με την πορνεία. Ο άνθρωπος είτε νέος είτε γέρος, την ομορφιά τη βλέπει πάντα με τα ίδια κριτήρια. Οι γέροντες δεν επιθυμούν γερόντισσες, αλλά νέες που βρίσκονται στο απόγειο της ομορφιάς τους. Όταν αυτός ο γηραιός άνθρωπος είναι διψασμένος για έρωτα από τη νιότη του, η γνώση της κατάστασής του, αλλά και η φυσιολογική άρνηση που συναντά από τις νέες γυναίκες, τον κάνουν επικίνδυνο. Αυτός ο άνθρωπος ζηλεύει τους νέους όσο τίποτε στον κόσμο. Ζηλεύει τον έρωτα και τα όμορφα κορμιά των νέων. Αντιλαμβάνεται την κοροϊδία της πορνείας, αλλά είναι πολύ βαριά άρρωστος για να την αποφύγει. Πληρώνει για ν’ απολαύσει ένα νεανικό κορμί και πληγώνεται βλέποντας ότι ως άντρας, δεν είναι ικανός να συγκινήσει. Όταν ένας άντρας, που κατασπατάλησε το χρόνο, που του δόθηκε να ζήσει, φτάσει σε σημείο ν’ αντιληφθεί ότι ως άντρας έχει τελειώσει, τότε ακριβώς είναι ικανός για οτιδήποτε. Μπορεί να κάνει οτιδήποτε του ζητηθεί, αρκεί να μπορεί να έχει τον πλούτο που απαιτεί η πορνεία για να την απολαύσει κάποιος. Ο άνθρωπος αυτός εξαιτίας της ζήλιας και του φθόνου που τον διακρίνει, είτε έχει πλούτο είτε δεν έχει, για ν’ απολαύσει την πορνεία, στηρίζει παντοιοτρόπως το σύστημα, που έχει την τάση και τα μέσα να εξοντώνει τους ανθρώπους και να τους οδηγεί σ’ αρρωστημένες καταστάσεις. Είναι αδύνατο για κάποιον άνθρωπο, που φτάνει προς το τέλος της ζωής του, χωρίς να έχει απολαύσει τίποτε το όμορφο από τη ζωή, ν’ ανεχθεί τους νέους ν’ απολαμβάνουν τα πάντα χωρίς την παραμικρή θυσία.

Ένας νέος άνθρωπος, που μένει κοντά στο Λόγο του Υιού του Θεού, του Χριστού, μπορεί να ζήσει ακόμα και μέσα στη φτώχεια μία υπέροχη ζωή. Ο Χριστός δεν απαιτεί καμία θυσία από μέρους των ανθρώπων. Είναι αναγκαία η περίεργη στάση Του λόγω της αποστολής Του, αλλά στα θέματα στα οποία ένας άνθρωπος έχει την ανάγκη της συμβουλής σε προσωπικό επίπεδο, η συμβουλή δίνεται απλόχερα. Ο Χριστός στο Λόγο Του αναφέρει ως Υιός του Θεού ότι δε θέλει τη θυσία αλλά την αγάπη. Λέει επίσης ότι οι πλούσιοι είναι αδύνατο να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών κι αρνείται να καταδικάσει τη μοιχαλίδα. Όλα αυτά τα λέει ο Χριστός, αλλά αυτό που βλέπουν οι άνθρωποι, είναι ένας νέος κι όμορφος σοφός. Κατηγορεί ως Υιός του Θεού τους γραμματείς και τους Φαρισαίους γι’ απιστία προς το Θεό και δίνει ελπίδα στους φτωχούς. Αν τα πράγματα είναι απλά κι ο διαχωρισμός της κοινωνίας είναι απλός κι είναι αυτός μεταξύ πλουσίων και φτωχών, τότε συμβαίνουν παράλογα πράγματα. Οι εχθροί Του δίκαια είναι οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, αφού τους κατονομάζει. Εχθροί Του είναι επίσης οι πλούσιοι, εφόσον ισοπεδώνει την υπόσταση τους λέγοντας πως είναι αδύνατο να μπούνε στη Βασιλεία των Ουρανών κι αυτό σε μία κοινωνία που φαινομενικά τη διακρίνει η υψηλή πίστη προς το Θεό.

Αν η κοινωνία ήταν απλής μορφής, τότε θα έπρεπε να είχαν ταυτιστεί μαζί του οι φτωχοί στο σύνολό τους. Η φτώχεια δεν είναι θέμα φιλοσοφίας, για να μη μπορεί να την αντιληφθεί κάποιος. Η φτώχεια τυραννάει τον άνθρωπο και τη γνωρίζει από τη στιγμή που γεννιέται. Τι συμβαίνει όμως; Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιουδαίων ζει μέσα στη φτώχεια. Αν ταυτιζόταν με το Χριστό, θα μπορούσε να Τον προστατεύσει και να μη σταυρωνόταν. Κάτω από το παλάτι του Πόντιου Πιλάτου δε βρίσκονταν μόνο οι πλούσιοι και οι αξιωματούχοι των Ιουδαίων.. βρισκόταν ένας ολόκληρος λαός. Για να επηρεαστεί και να μετατραπεί σε όχλο, θα έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι, που ναι μεν ήταν φτωχοί, αλλά μισούσαν το νεότατο Χριστό. Καταλάβαιναν αυτά που τους έλεγε, αλλά δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση ν’ αφήσουν τους ανθρώπους να τα βιώσουν. Μίσος ακατανίκητο ωθεί ανθρώπους που τους κατατρώει η φτώχεια να μην ακούν έναν άνθρωπο, που τους λυτρώνει απ’ αυτή.

Στην περίπτωση του λιθοβολισμού της μοιχαλίδας μιλήσαμε για μία μορφή μίσους, που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με την ανθρώπινη λογική. Είναι ένα μίσος που έχει να κάνει μ’ αρρώστους ψυχικά ανθρώπους. Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δε θα θανατωνόταν, αν καταδικαζόταν σε λιθοβολισμό. Οι άνθρωποι του λαού παρασύρθηκαν και με τις φωνές τους καταδίκασαν έναν άνθρωπο. Αυτοί όμως που τους παρέσυραν, θα μπορούσαν να λιθοβολήσουν το Χριστό μ’ ένα πάθος άρρωστο κι απάνθρωπο. Ποιοι είναι αυτοί; Ποιοι μπορεί να έχουν λόγους, που τους οδηγούν στην προτίμηση της φτώχειας και στην άρνηση ενός λυτρωτικού Λόγου; Ποιοι αρνούνται να χαμογελάσουν στο Θεό και στη ζωή και προτιμούν να υποτάσσονται στους κλέφτες, τους ψεύτες και τους πόρνους; Το Ευαγγέλιο είναι αυτό, που θα μας διαφωτίσει(Ματθ. 27.20) “Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους ίνα αιτήσωνται τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν απολέσωσιν.” (Οι αρχιερείς όμως καί οι πρεσβύτεροι κατώρθωσαν νά πείσουν τόν όχλον νά ζητήσουν τόν Βαραββάν τόν δέ Ιησούν νά εξολοθρεύσουν.). Οι αρχιερείς είναι πολύ λογικό ν’ απαιτούν το θάνατο του Χριστού, γιατί θίγονται απευθείας οι εξουσίες τους. Οι “πρεσβύτεροι” όμως ποιοι είναι; Στην ελληνική γλώσσα, που είναι και η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, είναι προσδιορισμός ηλικίας. Οι πρεσβύτεροι είναι οι γέροντες.

Οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη για να προσδιορίζουν τα μέλη του ιουδαϊκού συμβουλίου. Σε μία πατριαρχική κοινωνία το συμβούλιο, που έχει την εξουσία, σίγουρα δεν αποτελείται από νέους. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση, οι πρεσβύτεροι, που αναφέρονται στο Ευαγγέλιο, είναι οι γέροντες. Οι γέροντες επηρέασαν το λαό στο σύνολο του και τον μετέτρεψαν σε όχλο. Εφόσον ο λαός επηρεάστηκε στο σύνολό του, ενώ στη συντριπτική του πλειοψηφία ήταν φτωχός και δεν τον συνέφερε ο θάνατος του Χριστού, τότε οι πρεσβύτεροι αυτοί δεν ήταν μόνο τα μέλη του συμβουλίου, αλλά οι πρεσβύτεροι της κοινωνίας στο σύνολό τους. Ο άνθρωπος που παγιδεύεται κι ωθείται στη θυσία από το σύστημα, που είναι σχήματος τύπου πυραμίδας και στο οποίο οι εξουσίες μεταβιβάζονται ελέω πνευματικών δικαιωμάτων με φορά από πάνω προς τα κάτω, στερείται τη δυνατότητα απόλαυσης της ζωής. Η πυραμίδα λόγω μορφής επιλέγει αυτούς, που θα καταλάβουν τα υψηλά σημεία, ανάμεσα σ’ αυτούς που πραγματοποιούν τις θυσίες. Οι θέσεις όμως συνεχώς περιορίζονται κι αυτό σημαίνει ότι δημιουργείται ένα άλλο, τεράστιο δυναμικό ανθρώπων, που αγωνίζονται πιστά σαν δούλοι για το σύστημα, αλλά είναι αδύνατο να καταλάβουν κάποια ανώτερη θέση. Αυτοί οι πιστοί του συστήματος γερνούν παράλληλα με τους πιστούς, που κατέλαβαν τις υπάρχουσες θέσεις κι έχουν την αυτή φιλοσοφία.

Το σύστημα μοιράζει την υπεραξία ανάλογα με την ηλικία και όχι με τις πραγματικές δυνατότητες του ανθρώπου. Στη βάση μοιράζει την ελάχιστη κι αυτό αποτελεί το δόλωμα για τον άνθρωπο-θήραμα. Μέχρι ένα σημείο της πυραμίδας έχουν τη δυνατότητα να φθάσουν όλοι, είτε υποστηρίζουν το σύστημα είτε όχι. Οι υπάλληλοι οποιουδήποτε κρατικού μηχανισμού γνωρίζουν ότι από τη στιγμή που προσλαμβάνονται, θα έχουν μία εξέλιξη, είτε αγωνιστούν γι’ αυτήν είτε όχι. Από το σημείο εκείνο και πέρα και μέχρι την κορυφή, το σύστημα γίνεται τελείως σκληρό κι απάνθρωπο. Δεν έχει απλά απαίτηση από τον άνθρωπο να το ανέχεται και ν’ αγωνίζεται, όταν κινδυνεύει, εφόσον αυτό τον συμφέρει κι είναι λογικό. Το σύστημα απαιτεί οι άνθρωποι να γίνονται συνεργοί και συνένοχοι του. Πληρώνει τεράστια υπεραξία κι έχει απαιτήσεις. Δεν αρκείται στο να υποστηρίζεται, αλλ’ απαιτεί από τους ανθρώπους στην καλύτερη περίπτωση να το ισχυροποιούν και στη χειρότερη να χειροκροτούν με πάθος τις επιλογές του. Οι άνθρωποι του στη βάση είναι υποχρεωμένοι, εφόσον δε θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους, να υπακούουν απλά και να εκτελούν ως όργανα. Ένας υπάλληλος μίας υπηρεσίας χαμηλού βαθμού, μπορεί να λέει την άποψη του χωρίς κανένα πρόβλημα. Ένας εφοριακός μπορεί σε ώρα εργασίας να πει —χωρίς κανένα πρόβλημα— σ’ έναν πολίτη ότι το καινούριο φορολογικό μέτρο είναι άδικο και σε καμία περίπτωση δεν απειλείται με απόλυση. Αυτός είναι υποχρεωμένος ως όργανο να εκτελέσει την εντολή, είτε συμφωνεί είτε όχι. Δεν ελέγχεται για την άποψή του, παρά ελέγχεται αν υπακούσει ή όχι στην εντολή.

Στο υψηλό σημείο της πυραμίδας, ο ανώτατος υπάλληλος ελέγχεται για την άποψή του. Δεν είναι όργανο, που εκτελεί κι αυτό σημαίνει ότι ο μισθός του αποβλέπει σ’ άλλου είδους ενέργειες. Ο άνθρωπος αυτός είναι πραγματικός δούλος, γιατί ποτέ δε δικαιούται να διαφωνεί. Η άποψη του πρέπει πάντα να ευθυγραμμίζεται με την άποψη της κορυφής. Ένας ανώτερος υπάλληλος ενός υπουργείου δεν μπορεί να σχολιάσει ένα νόμο, που πάρθηκε από τον υπουργό, γιατί έρχεται σ’ απευθείας αντίθεση μαζί του. Η άποψη του ελέγχεται και με δεδομένο ότι κοντά στην κορυφή της πυραμίδας οι υπάρχουσες θέσεις ελαχιστοποιούνται, τότε εύκολα μπορεί κάποιος να καταλάβει τις προοπτικές κάποιου, που είναι απείθαρχος. Γνώμη διαφορετική από τη γνώμη της κορυφής της εξουσίας, σημαίνει αυτόματα αμφισβήτηση της ιεραρχίας. Οι προϊστάμενοι ενός ανώτερου υπαλλήλου δεν έχουν απλά την απαίτηση να εκτελεί, αλλά να συμφωνεί απόλυτα και σ’ αυτό που πρέπει να εκτελέσει.

Όταν κάποιος ενεργεί πάντα με τρόπο, που φαινομενικά δείχνει απόλυτη ταύτιση με τον προϊστάμενο του, τότε αυτός ισοπεδώνεται ως προσωπικότητα. Κανένας δε γνωρίζει πότε πραγματικά συμφωνεί και πότε είναι αναγκασμένος να το κάνει. Αυτή η έλλειψη πραγματικής εικόνας και με δεδομένο ότι στην κορυφή της εξουσίας συμβαίνουν πάντα ατασθαλίες ή ύποπτες επιλογές, φθείρει τον άνθρωπο και τον κάνει εξαρτώμενο. Αν ένας απατεώνας, που έχει πρόσβαση στην κορυφή της εξουσίας, προσπαθήσει να πάρει ένα μεγάλο τεχνικό έργο με ύποπτες διαδικασίες, τότε συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ακόμα και φίλος του πρωθυπουργού να είναι, δε φτάνει η υπογραφή του για την ανάληψη του έργου. Ο πρωθυπουργός δίνει εντολή στον υπουργό του. Αυτός έχει δύο επιλογές: ή ν’ αρνηθεί, που σημαίνει ότι θα πάει σπίτι του αδύναμος, γιατί, όπως θα δούμε, τον ελέγχει το σύστημα από τότε που ξεκίνησε την καριέρα του ή να συμβιβαστεί και να σώσει τη θέση του και όχι μόνον αυτό, αλλά να διατηρεί και καλές σχέσεις με την απόλυτη εξουσία. Από τον υπουργό η εντολή θα πάει στον υφιστάμενό του, που κι αυτός θα βρεθεί στην ίδια θέση, κι από εκεί θα συμβούν οι ίδιες με την αρχική διαδικασία, ώσπου αυτός ο απατεώνας καλυφτεί από τις απαιτούμενες εντολές και πάρει το έργο.

Όλα αυτά τα λέμε, γιατί είναι απαραίτητο να κατανοήσει κάποιος ότι το σύστημα στην κορυφή του λειτουργεί σε κατάσταση απόλυτης δουλείας. Το σύστημα κάνει όλους τους ανθρώπους, που το υπηρετούν στην κορυφή του, βρώμικους κι ενόχους. Αυτό το κάνει, γιατί η εξουσία που δίνεται στους ανθρώπους της κορυφής είναι τεράστια κι ο άνθρωπος που την παίρνει, πρέπει να είναι βρώμικος και μπλεγμένος σ’ ανομίες τέτοιου βαθμού, ώστε ακόμα κι αν βρεθεί στην απόλυτη κορυφή, να είναι τελείως ανίσχυρος να έχει γνώμη, που θίγει το σύστημα. Ένας άνθρωπος που φτάνει στην κορυφή και για οποιονδήποτε λόγο μιλά για κοινωνική αδικία, για σκάνδαλα, πρέπει να είναι ευάλωτος. Αν αρχίσει να μιλά γι’ όλα αυτά τα πράγματα, πρέπει αυτοί που είναι υφιστάμενοι του κι επιθυμούν όσο τίποτε άλλο την απόλυτη εξουσία, να έχουν στα χέρια τα στοιχεία, που είναι ικανά να τον εξοντώσουν.

Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο η υπεραξία γίνεται τεράστια, όσο μεγαλώνει η εξουσία κι ακολουθεί την ηλικία. Αν η υπεραξία ακολουθούσε το τραπέζιο και, για παράδειγμα, ως ηλικία στην οποία θα άρχιζε η μείωσή της ήταν τα 40 έτη του άντρα, τότε κάποιος που θα τα πλησίαζε, δε θα είχε κανέναν ενδοιασμό να θυσιάσει μερικά χρόνια υπεραξίας και ν’ ανοίξει το στόμα του, εναντίον του συστήματος. Το πονηρό σύστημα μοιράζοντας εξουσία μέσα απ’ ορισμένες συγκεκριμένες διαδικασίες, που είναι τρομερά χρονοβόρες για τα μέτρα του θνητού ανθρώπου, καταφέρνει δύο πράγματα που το κάνουν τρομερά ισχυρό. Το πρώτο είναι ότι φαινομενικά την εξουσία μπορεί να την πάρει οι καθένας και δεύτερο ότι στην κορυφή κυριαρχούν οι πρεσβύτεροι, οι γέροντες. Το σύστημα Βαβυλώνας και της Δυτικής φεουδαρχίας, στα οποία η εξουσία μοιραζόταν με απευθείας επιλογή των κρατούντων, ήταν ευάλωτο, γιατί ναι μεν εξασφάλιζε δούλους και πρεσβυτέρους στην κορυφή, αλλά η ιδέα και μόνον του αποκλεισμού φτωχών ανθρώπων από τη δομή έκανε ορατή την αδικία.

Το σύστημα αυτό, αν βρεθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, όπως η φτώχεια κι οι κατάλληλοι άνθρωποι να κατευθύνουν τη βάση, βρίσκεται πολύ εύκολα σε κατάσταση αντιπαλότητας μ’ αυτή. Οι μεγάλες επαναστάσεις των ανθρώπων ήταν εύκολη υπόθεση να πραγματοποιηθούν, εφόσον ο κόσμος χωρίς την απαιτούμενη παιδεία μπορούσε ν’ αντιληφθεί την τεράστια κλοπή και να διακρίνει τους υπεύθυνους για την κατάσταση. Ο Γάλλος χωρικός ή ο Ρώσος, ανεξάρτητα από παιδεία κι ευφυΐα, μπορούσαν να δείξουν μία μέρα πριν την επανάσταση, αυτούς που τους έκλεβαν. Η σημερινή κοινωνία όμως δεν ανατρέπεται μ’ επανάσταση αλλά με γνώση.

Η γνώση αυτή είναι πιο σύνθετη κι απαιτεί από τους ανθρώπους ανώτερη παιδεία απ’ ότι οι απλές επαναστάσεις. Στις μέρες μας δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί και να περιγράψει κάποιος με σαφήνεια τους ανθρώπους, που είναι υπεύθυνοι για την απέραντη φτώχεια. Ποιοι είναι αυτοί; Οι πολιτικοί; Με την ψευδοδημοκρατία οι πολίτες εκλέγουν τους πολιτικούς κι αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει επανάσταση, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να τους αντικαταστήσουν μ’ άλλους ανθρώπους, που θα είναι πάλι δική τους επιλογή. Οι βιομήχανοι; Οι κεφαλαιοκράτες; Πάλι αδιέξοδο. Δεν υπάρχει δουλεία, που να οδηγεί τους ανθρώπους στα χέρια τους. Δεν υποχρεώνει κανένας τους εργάτες να πάνε να δουλέψουν στα εργοστάσια, όπου τους κλέβουν. Μόνοι τους πηγαίνουν και όχι μόνον πηγαίνουν, αλλά κι επιστρατεύουν τις γνωριμίες τους, για να βρουν μία θέση εργασίας. Το σύστημα γενικά; Σύστημα είναι, από τον αρχηγό ενός κράτους μέχρι το διορισμένο κηπουρό ενός δημοτικού πάρκου. Ποιος φταίει; Ο αρχηγός, που είναι ένας κι αλλάζει ή ο κηπουρός που εισπράττει ελάχιστα; Η παγκόσμια κατάσταση δείχνει ότι υπάρχει εχθρός του ανθρώπου, αλλά είναι δύσκολο να τον διακρίνουμε. Η σημερινή κοινωνία δεν είναι λιγότερο αιμοβόρα από την κοινωνία της Βαβυλώνας, αλλά είναι αδύνατο ν’ αντιληφθεί κάποιος τι συμβαίνει.

Η αναφορά σ’ όλα αυτά έγινε, για να διαπιστώσουμε ένα κοινό σημείο ανάμεσα στην κορυφή της κοινωνίας της Βαβυλώνας και στην κορυφή της σύγχρονης κοινωνίας. Το κοινό σημείο είναι οι πρεσβύτεροι, που είτε έχουν εξουσίες είτε όχι, ακολουθούν πιστά το σύστημα. Το σύστημα ξεκινά από το θεσμό του γάμου και στήνει μία ακαταμάχητη παγίδα στους ανθρώπους. Οι αβάσταχτες υποχρεώσεις που δημιουργεί στον άντρα, τον ωθούν προς την υπεραξία του συστήματος ή προς την αναζήτηση του πλούτου. Από τη στιγμή που σκύβει το κεφάλι ο άνθρωπος κι αγωνίζεται γι’ αυτά αγνοώντας το Χριστό, ούτε καν αντιλαμβάνεται πώς από νέος γίνεται πρεσβύτερος. Ο άνθρωπος κι ειδικά όταν είναι νέος, είναι απόλυτα όμοιος με το Θεό. Σκέφτεται με τρόπο ανάλογο και η ρευστότητα της φύσης του άντρα, τον κάνει να ταξιδεύει στο χρόνο. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι ο Θεός κάνει το ίδιο πράγμα, αλλά είναι Αθάνατος, Άφθαρτος και Τέλειος. Ο άντρας δεν έχει την πολυτέλεια ν’ αναπτύσσει στρατηγική, που είναι απαραίτητη μέσα στο σύστημα για την απόκτηση του πλούτου. Δεν μπορεί να πει σε καμία περίπτωση ο άνθρωπος ότι θα θυσιάσει μερικά χρόνια από τη ζωή του και μετά θα την απολαύσει. Ο χρόνος είναι εξαιρετικά περιορισμένος και η μόνη λύση προέρχεται από το Λόγο του Χριστού. “Αδράνεια”!!. (Ματθ. 6.19-6.20) “Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι..” (Μή θησαυρίζετε διά τόν εαυτόν σας θησαυρούς εις τήν γήν, όπου ο σκόρος καί η σαπίλα τούς καταστρέφουν καί όπου οι κλέπται κάνουν διάρρηξιν καί τούς κλέβουν). (Λουκ. 12.23) “η ψυχή πλείον εστί της τροφής και το σώμα του ενδύματος.” (Η ζωή αξίζει περισσότερον από τήν τροφήν, καί τό σώμα από τό ένδυμα.). (Λουκ. 12.20-12.21) “αφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου.. α δε ητοίμασας τίνι έσται;” (Ανόητε, αυτήν τήν νύχτα ζητούν από σέ τήν ψυχήν σου. Εκείνα δέ πού ετοίμασες, ποιός θα τά πάρη;). Και (Ματθ. 6.34) “μη ούν μεριμνήσητε εις την αύριον… η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής.. αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής.” (Μή μεριμνάτε λοιπόν διά τήν αύριον, διότι η αυριανή ημέρα θά φροντίσει διά τά δικά της πράγματα. Φθάνει η στενοχώρια τής ημέρας.). Αν αντιληφθεί κάποιος αυτό, που είναι οφθαλμοφανές σ’ αυτήν την περίπτωση, τότε και μόνο μπορεί ν’ απολαύσει τη ζωή του.

Για ν’ αντιληφθεί όμως κάποιος το Λόγο του Χριστού, πρέπει απαραίτητα να πληρεί ορισμένες προϋποθέσεις. Αν παντρεύτηκε κάποιος μία γυναίκα που δεν ήθελε, αλλά τον ώθησε η ανάγκη, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Ο ερωτευμένος άντρας νιώθει την ευτυχία και τη χαρά που του δίνει η γυναίκα του. Όμως αυτή η κατάσταση δεν ισχύει και για το μοιχό. Ο μοιχός έχει ελεύθερο χρόνο και δε δεσμεύεται από τον έρωτα. Για τον ερωτευμένο είναι χαρά να κάθεται συνεχώς στο ίδιο περιβάλλον, με τη γυναίκα που αγαπά. Ο μοιχός είναι αδύνατο να καθίσει στο σπίτι του, αφού δεν έχει τίποτε να κάνει και ν’ ασχοληθεί. Με δεδομένη την τάση του άντρα να γίνει “σάρκα μία”, ο μοιχός συνέχεια βρίσκεται σε φάση αναζήτησης. Ο πρώτος μπορεί να παραμείνει στατικός και ν’ ακολουθήσει πλήρως το Λόγο του Χριστού, αφού ο Χριστός απευθύνεται σ’ αυτόν. Ο δεύτερος είναι αδύνατον. Απ’ αυτό, εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι οι άνθρωποι, που αναζητούν τον πλούτο ή την υπεραξία μέσω του συστήματος, είναι οι μοιχοί.

Οι άντρες την επόμενη μέρα του γάμου τους επιβαρύνονται με τεράστιες υποχρεώσεις, αλλά έχοντας τώρα μία εικόνα της κοινωνίας, που τους περιμένει. Στην περίπτωση που ο έρωτας προϋπήρχε του γάμου, βλέπουμε τον άντρα να έχει όλη τη θέληση να μείνει προσκολλημένος στη γυναίκα του, αλλά οι νέες συνθήκες τον αναγκάζουν ν’ αναζητήσει πρόσθετους οικονομικούς πόρους. Η εργασία που έχει ένας απλός άνθρωπος χωρίς παιδεία, σε καμία περίπτωση δεν αμείβεται τόσο, ώστε να εξασφαλίσει την κάλυψη των νέων οικονομικών αναγκών. Ο εργάτης δεν λαμβάνει διαφορά στην αμοιβή του, όπως οι δούλοι, ανάλογα με την οικογενειακή του κατάσταση. Αυτή η διαφορά είναι υπεραξία και δε δίνεται ποτέ στον εργάτη. Δεν υπάρχει καμία εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας κατά την οποία ο εργάτης μόνος του, χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια να μπορούσε να ζήσει, έστω κι ανεκτά με ανθρώπινα παραδεκτές ώρες εργασίας. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο απλός εργάτης για ν’ αντεπεξέλθει, είναι να πολλαπλασιάσει τις ώρες εργασίας του. Αν η κοινωνία κατορθώσει να τυπώσει στο μυαλό του εργάτη ότι πρέπει να δουλέψει περισσότερο από το κανονικό, για να μπορέσει να ζήσει και να μη διαμαρτύρεται, τότε έχει πετύχει το στόχο της. Ο εργάτης αργά ή γρήγορα θα γίνει μοιχός. Η καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς, η υπερβολική κόπωση, αλλά κι ο χρόνος που τρέχει, αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Ο νέος άνθρωπος σκύβει το κεφάλι και δουλεύει μέρα και νύχτα γι’ αυτούς που αγαπά. Ο χρόνος που δαπανά στη δουλειά του, τον απομονώνει από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπά.

Η πιο κρίσιμη ηλικία του άντρα είναι η μέση ηλικία. Όλοι οι άντρες ό,τι κι αν φιλοδοξούν να επιτύχουν, όσες θυσίες κι αν έχουν κάνει, σ’ αυτήν την ηλικία σηκώνουν το κεφάλι και βλέπουν τον κόσμο γύρω τους. Δεν είναι ούτε νέοι ούτε γέροι κι, αφού η κατάσταση που ακολουθεί άμεσα είναι το γήρας, αγχώνονται. Δεν μπορούν σ’ αυτήν την ηλικία να φερθούν ούτε σαν νέοι ούτε σαν γέροι. Αν ήταν ερωτευμένοι κάποτε με τη γυναίκα τους, αυτή η κρίση θα τους στρέψει κατ’ αρχήν προς αυτήν τη γυναίκα με την οποία ήταν κάποτε ερωτευμένοι και τώρα παντρεμένοι. Αν το κάνουν αυτό μετά από μία εξαντλητική πορεία θυσίας και κόπωσης, αυτό που τους περιμένει σίγουρα είναι η απογοήτευση. Η γυναίκα που κάποτε αγάπησαν, δεν είναι η όμορφη γυναίκα που κάποτε την επιθυμούσαν πολλοί, αλλά αυτή χάριζε τον έρωτά της μόνο σ’ αυτόν. Είναι μία γυναίκα γερασμένη και καταπονημένη, που δεν προσέχει τον εαυτό της και το μόνο που την ενδιαφέρει, είναι η οικογένεια ως κοινωνική δομή, μέσα στην οποία αναπτύσσονται τα παιδιά της. Η γυναίκα που κάποτε δάμαζε τον άντρα και τα πάθη του είναι μία νικημένη νοικοκυρά. Οι απαιτήσεις της που κάποτε ήταν πολύ μεγάλες, έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Δεν απαιτεί πλέον την απόλυτη προσήλωση ερωτευμένου παρά λίγα ψίχουλα συντροφικής αγάπης και σεβασμού. Η γυναίκα σ’ αυτήν τη φάση της ζωής της δεν αντιμετωπίζει τραγικά προβλήματα, εφόσον ο χρόνος της δεν πήγε χαμένος. Δε νοσταλγεί τα νιάτα της με την απόγνωση του άντρα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα παιδιά της ήταν αυτά, που έκαναν αυτόν το χρόνο πολύτιμο και δε θα διανοούνταν καν ν’ ανταλλάξει τις υπέροχες στιγμές που αυτά της έδωσαν, με τα νεανικά καπρίτσια του έρωτα.

Ο άντρας όμως είναι το τραγικό πρόσωπο. Αποφάσισε να θυσιάσει λίγο χρόνο για να βελτιώσει τη ζωή του και βλέπει ότι παρασύρθηκε κι έφτασε στις πύλες του γήρατος. Ένας άντρας μπορεί να δουλεύει σκληρά ημέρα και νύχτα και να διαπιστώσει στα πενήντα του ότι το μόνο που κατάφερε, ήταν να κτίσει ένα σπίτι, αν το έκτισε κι αυτό με τις δυσκολίες της ζωής. Νύχτα φεύγει νύχτα έρχεται, για να προλάβει τις δουλειές του. Δεν προσέχει τη γυναίκα του, όχι επειδή δεν το θέλει αλλά, επειδή δεν μπορεί. Τα παιδιά του μεγαλώνουν κι αυτός δε βρίσκεται στο σπίτι, για να τ’ απολαύσει και να παίξει μαζί τους. Όταν φτάσει στη μέση ηλικία, ο πανικός του είναι τόσο μεγάλος, ώστε τον κάνει να φέρεται παράλογα. Σ’ αυτήν την ηλικία τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει αρκετά, ώστε έχουν τη δική τους προσωπικότητα κι αυτό σημαίνει άποψη.

Ο πατέρας αυτός, λόγω της απουσίας του από την οικογένεια, είναι αδύνατο να διανοηθεί ότι δεν έχει πλέον να κάνει με παιδιά, αλλά με άντρες και γυναίκες, που ναι μεν είναι παιδιά του, αλλά του είναι εντελώς άγνωστα. Γίνεται γκρινιάρης, φωνάζει χωρίς λόγο για ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί και προσπαθεί συνεχώς ν’ αποδείξει ότι δεν έχασε τον έλεγχο, αλλά ότι εξακολουθεί να είναι ο πάνσοφος πατέρας, που καλύπτει σ’ όλα τα θέματα τα παιδιά του. Προσπαθεί να τους επιβάλλει τις απόψεις του πάνω σ’ όλα τα θέματα, προσπαθεί επίσης να τους προσανατολίσει σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα και όχι λαμβάνοντας υπόψη του τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού του. Η κατάσταση αυτή είναι ένα φιάσκο, εφόσον στην καλύτερη μορφή της τα παιδιά αναγκάζονται από αγάπη κι υποκρίνονται ότι συμφωνούν, ενώ στη χειρότερη έχουμε τη σύγκρουση, που διαλύει οριστικά κι αμετάκλητα τις σχέσεις μεταξύ πατέρα και παιδιών.

Αυτός ο άνθρωπος έχει άγχος για τη ζωή που σπατάλησε για το τίποτε και ζει σε μία οικογένεια, που θεωρητικά μόνον υπάρχει, εφόσον ούτε η γυναίκα του τον καλύπτει ούτε τα παιδιά του τού δίνουν την πρέπουσα σημασία. Η συνέπεια είναι να νιώθει εξαιρετικά αδικημένος. Πνίγεται από την αδικία κι αυτό τον ωθεί ακόμα πιο μακριά από την οικογένεια του. Όσο περνά ο χρόνος, τόσο πιο πολύ μισεί τον κόσμο. Μισεί αυτούς, που έχουν χρήματα και περνούν μία εύκολη ζωή. Μισεί αυτούς, που έχουν τα μέσα κι απολαμβάνουν την πορνεία. Απ’ όλα αυτά το συναίσθημα της αδικίας, που τον πνίγει, είναι αυτό, που τον κάνει να μισεί τους νέους περισσότερο. Οι νέοι, ποτέ και σε καμία εποχή, δεν πήραν στα σοβαρά το θέμα της εργασίας ή της κοινωνικής επιτυχίας. Οι γεροντότεροι τους θεωρούν τεμπέληδες, ασυνεπείς και γενικά ανώριμους. Η δίψα τους για τη ζωή τους ωθεί καμία φορά σ’ ακραίες καταστάσεις, που προκαλούν τους μεγαλύτερους.

Αυτήν την πρόκληση δεν την αντέχει κάποιος, που έζησε με τον τρόπο του άντρα που μελετήσαμε. Μισεί τους νέους και γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτά που καταφέρνουν πανεύκολα. Γελάνε κι αυτό τον ερεθίζει. Αυτός ο άνθρωπος, από τη στιγμή που αισθάνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, είτε ωφελήθηκε από το σύστημα είτε αδικήθηκε, είναι έτοιμος να το προστατεύσει, εφόσον αυτό μόνο μπορεί να ταπεινώσει τους αυθάδεις νέους. Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ ευάλωτος σε κηρύγματα ηθικού περιεχομένου και προσπαθεί να τα μεταδώσει, έχοντας την ελπίδα ότι θα πάψει να βασανίζεται απ’ όλους αυτούς, που διασκεδάζουν τη ζωή τους. Τα κέντρα που δίνουν αυτές τις κατευθύνσεις είναι γνωστά και θα τα εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο. Σημασία εδώ έχει ότι ο άνθρωπος αυτός, που κάποτε ήταν ερωτευμένος και τρελός για τη ζωή, βλέπει ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε κι αυτός όταν ήταν νέος, κι ερεθίζεται και θυμώνει.

Αν όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα πρώην ερωτευμένο, εύκολα μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό και στην ψυχή ενός μοιχού από τότε που παντρεύτηκε. Τον έρωτα δεν τον γνωρίζει ούτε στο ελάχιστο. Δεν έχει να θυμηθεί ούτε μία περίπτωση ανέμελης ζωής και ξεγνοιασιάς. Αν αυτό συνδυαστεί και με μία οικονομική αποτυχία, τότε εύκολα βλέπουμε ότι το μίσος εναντίον των νέων είναι τεράστιο. Το μίσος που τους χαρακτηρίζει, τους κάνει πολύ εύκολους στο θέμα της κατεύθυνσης από το σύστημα. Οι άνθρωποι αυτοί, που είναι γονείς και διέπονται απ’ αυτό το τεράστιο μίσος, είναι εκείνοι, που βάζουν την πιο σκληρή εξουσία στη βάση της κοινωνίας. Εκείνοι που βάζουν ψεύτικες ιδέες στα μυαλά των παιδιών τους για την κοινωνική επιτυχία, την ηθική, τη ζωή. Είναι οι άνθρωποι, που δεν επιτρέπουν στις κόρες τους να βγουν από το σπίτι και να συναναστραφούν, όπως είναι φυσικό με άντρες. Είναι οι άντρες, που βλέπουν ένα φτωχό νέο να χαίρεται τον έρωτα με την κόρη τους και θυμώνουν, μέχρι του σημείου να γίνονται βίαιοι. Το πρόβλημα τους δεν είναι η κόρη τους, αλλά ο θρασύς νέος τον οποίο αποκαλούν αλήτη, επειδή γελάει και χαίρεται τη ζωή αρνούμενος να υποταχθεί. Μισούν το νέο και τον ζηλεύουν, επειδή παρ’ όλη τη φτώχεια του μπορεί και χαίρεται τον έρωτα, πράγμα που δεν κατάφερναν οι ίδιοι. Όταν ήταν νέοι σκέφτονταν να βολευτούν με κάποια προίκα και χλεύαζαν αυτούς, που ακολουθούσαν τον έρωτα. Η αποτυχία της ζωής τους όμως, τους κάνει κι αντιλαμβάνονται ότι οι φτωχοί αυτοί νέοι με το θράσος και τη νεανική τους ομορφιά, βρίσκονται πολύ κοντά στην επιτυχία κι αυτό δεν είναι διατεθειμένοι να το επιτρέψουν. Αρχίζουν και δέχονται θεωρίες, που υπηρετούν το σύστημα και που εγκληματικά αποδίδονται στον τέλειο Θεό. Περιστρέφονται γύρω από τα κέντρα, που υπάρχουν για να τους παγιδεύουν. Όσο πιο πολύ μισούν τους νέους, τόσο πιο ακραίες θέσεις παίρνουν για την ηθική. Συμπαθούν προκλητικά τους χειρότερους ανάμεσα στους νέους, που δεν είναι άλλοι παρά αυτοί που φέρονται σαν αυτούς. Αυτοί που θυσιάζονται και δουλεύουν μέρα νύχτα, για να γίνουν σπουδαίοι σε μία άθλια κοινωνία. Αυτοί οι άνθρωποι, που βλέπουν το τέλος να είναι πολύ κοντά και το παρελθόν τους άθλιο, είναι αυτοί που, όταν προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πώς είναι δυνατό φτωχοί άνθρωποι ν’ αγνοήσουν το Λόγο του Χριστού, δεν μπορούσαμε. Τον πλούτο όλου του κόσμου να δώσει κάποιος σ’ αυτούς τους άθλιους, δε θα καταφέρει να σβήσει το μίσος τους για τους νέους.

Το σύστημα, μ’ όλες αυτές τις διαδικασίες που υποστηρίζει μέσα στην κοινωνία και με δεδομένο ότι ο χρόνος για το θνητό άνθρωπο κυλάει γρήγορα και αλύπητα, δημιουργεί ένα κοινωνικό στρώμα μέσα στο άπειρο της βάσης, που, χωρίς να έχει κανένα όφελος από την ύπαρξή του, εν τούτοις το υποστηρίζει. Αυτός είναι —με βάση και το μέγεθος αυτής της μερίδας των ανθρώπων, μέσα στο σύνολο της κοινωνικής βάσης— ο αντικειμενικός του στόχος. Η δημιουργία ενός τεράστιου ανθρώπινου δυναμικού, που, χωρίς να έχει την παραμικρή απαίτηση, και μόνον από ψυχολογικά προβλήματα να στηρίζει ένα σύστημα που κατατρώει κι αυτούς τους ίδιους.

Πώς ήταν δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι ν’ ανεχθούν σε μία απάνθρωπη κοινωνία, όπως αυτή των Ιουδαίων, τον όμορφο και προπάντων νεότατο Χριστό να δώσει στους νέους χαρά και Λύτρωση και στον Εαυτό Του δόξα και τιμή; “Σταύρωσον αυτόν” φώναζαν με λύσσα κι έτρεχαν ανάμεσα στο πλήθος. Απειλούσαν, φώναζαν, επικαλούνταν το Θεό, παρακαλούσαν. Τίποτε δεν τους ένοιαζε παρά να θανατωθεί Αυτός ο νέος. Αυτοί είναι, που μπορούν κι αναπτύσσουν τέτοιο μίσος, που μπορούν πέρα από κάθε λογική ακόμα και να λιθοβολήσουν. (Ιωάν. 8.8-8.9) “ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτή. και πάλιν κάτω κύψας έγραφεν εις την γην. οι δε ακούσαντες εξήρχοντο εις καθ’ είς, αρξάμενοι από των πρεσβυτέρων έως των εσχάτων..” (“Ο αναμάρτητος από σάς άς ρίξη πρώτος τήν πέτρα εναντίον της”. Και πάλιν έσκυψε κάτω καί έγραφε εις τήν γήν. Όταν τό άκουσαν εκείνοι, έφυγαν ο ένας ύστερα από τόν άλλον, πρώτοι οι γεροντότεροι). Ο όχλος, που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνολο ανθρώπων, αλλά ως αγέλη ζώων, περιλάμβανε πάλι μέσα του τους διψασμένους για εκδίκηση και αίμα πρεσβύτερους. Αυτοί, που μετέτρεψαν σε όχλο τους Ιουδαίους και καταδίκασαν το Χριστό, ήταν και στην περίπτωση της μοιχαλίδας με τις πέτρες στα χέρια, έτοιμοι να τιμωρήσουν. Το Θεό-Χριστό όμως Τον φοβούνταν, όπως το σκοτάδι το φως και δεν τόλμησαν να Του εναντιωθούν. Όταν όμως μίλησε γι’ αμαρτία και μοιχεία, πρώτοι αποχώρησαν, γιατί όλη τους τη ζωή τη σκόρπισαν μέσα στη μοιχεία και την πορνεία κι αυτό σημαίνει ότι ήταν απόλυτοι γνώστες του θέματος. Αυτοί οι άθλιοι μετατρέπουν τους ανθρώπους σε όχλο και τους κάνουν να φέρονται με κτηνώδη τρόπο απέναντι ακόμα και σ’ ανθρώπους, που υπηρετούν τους ανθρώπους πραγματικά. Δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτήν την περίπτωση και μόνο χρησιμοποιεί τον προσδιορισμό “αναμάρτητος”, καθώς επίσης κι όταν αφήνει τη γυναίκα να φύγει και της λέει να μην αμαρτάνει.

Ο Χριστός χρησιμοποιεί πολλές έννοιες χαρακτηρισμού όπως κλέφτες, ανθρωποκτόνοι, υποκριτές, πόρνοι. Όλοι είναι αμαρτωλοί, αλλά γιατί μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει αυτός ο προσδιορισμός; Οι αριθμοί δείχνουν ότι, Μοιχεία = Μοιχός = Εξουσία = Βάρβαρος = Θεομαχία = Βλασφημία = Αμαρτωλός = Βεεζελβούλ = 37. Όλα αυτά τα συνώνυμα που προκύπτουν μέσα από τους αριθμούς μόνον, είναι ικανά να δώσουν την εξήγηση στο ερώτημα γιατί ο Χριστός χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο. Είναι επίσης ικανά να στηρίξουν τη θεωρία μας, που λέει ότι η εξουσία και το σύστημα έχει ισχύ μόνον, αν καταφέρει και σκορπίσει μέσα στον κόσμο τη μοιχεία, που δίνει την εξουσία στον πατέρα μέσα στην οικογένεια κι από εκεί σ’ όλη την κοινωνία, μετατρέποντας το σύστημα σε πατριαρχικό.

Σ’ αυτό το σημείο και για λόγους δικαιοσύνης είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε ορισμένα πράγματα. Η συμπεριφορά ενός ανθρώπου, που έχει βγει από το στάδιο της νεότητας, είναι κατά κανόνα αυτή που περιγράψαμε. Το υπερβολικό άγχος κι ο φόβος για το μέλλον, οδηγεί τις περισσότερες φορές στο μίσος ενάντια στη συμπεριφορά των νέων. Αυτός ο άνθρωπος δε μισεί τους νέους, επειδή τους ζηλεύει γι’ αυτήν την ιδιότητά τους αποκλειστικά. Ο πρεσβύτερος ακόμα κι ο πιο αμετανόητος για την όλη πορεία του, ακόμα κι αυτός, που συνειδητά θα έκανε τα ίδια πράγματα στη ζωή του, αν την ξαναζούσε, απειλείται από τους νέους. Ο άνθρωπος που λειτουργεί μέσα στο σύστημα, είναι βέβαιο ότι πραγματοποιεί ορισμένες θυσίες. Οι θυσίες αυτές όσο πιο μεγάλες είναι, τόσο πιο πολύ ωθούν τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία και σ’ αυτό που λέμε κοινωνική καταξίωση. Όμως στην κοινωνία, εφόσον είναι κοινωνία εξουσίας, κοινωνική καταξίωση σημαίνει αυτόματα κι ανάλογη εξουσία. Οι νέοι βλέπουν τη ζωή διαφορετικά από τους πρεσβύτερους κι αυτό δημιουργεί σημεία τριβής. Διαφορετική άποψη σε μία κοινωνία εξουσίας, σημαίνει αμφισβήτηση της υπάρχουσας φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία της κοινωνίας, στην οποία ζούμε σήμερα, στηρίζει αποκλειστικά τη φιλοσοφία της εξουσίας.

Οι νέοι, όσο σκληρή κι αν είναι η κοινωνία, ζουν διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί κανένας, επειδή δεν έχει ο ίδιος τη δυνατότητα ν’ απολαύσει ορισμένα πράγματα, να εμποδίσει ένα νέο ν’ απολαύσει τα ίδια. Αυτό συμβαίνει γιατί ό,τι είναι δυνατό να επιθυμεί ο άνθρωπος είναι στις δυνατότητες του νέου να το απολαύσει. Σ’ αυτό το σημείο, η εξουσία είναι εξαιρετικά αδύναμη, αφού σε περίπτωση που η επέμβασή της είναι δυναμική, οι νέοι δε διστάζουν ν’ απαντήσουν εξίσου δυναμικά. Το πιο επικίνδυνο τμήμα της ανθρώπινης κοινωνίας για την εξουσία, είναι οι νέοι. Έχουν αξιοθαύμαστες πνευματικές και σωματικές δυνατότητες, με τις οποίες μπορούν να διαλύσουν τα πάντα. Όλους αυτούς, η εξουσία προσπαθεί να τους παγιδεύσει και όχι να τους νικήσει. Οι δυσκολίες της ζωής στον οικονομικό τομέα και οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις, έχουν πάντα τα περισσότερα θύματά τους ανάμεσα στους νέους. Η κινητικότητα δε, που διακρίνει τους νέους στο χώρο των ιδεολογιών, τους κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις να στρέφονται, ενάντια στην εξουσία και το σύστημα.

Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται και το σημείο τριβής ανάμεσα σ’ αυτούς και τους πρεσβυτέρους, που την ασκούνε. Οι νέοι από τη φύση τους είναι ανυπότακτοι και δεν πιστεύουν στην αξία της εξουσίας. Η “ισότητα”, είτε είναι κοινωνική είτε οικονομική, είναι μία έννοια που την κατανοούν απόλυτα. Ο αγώνας της γυναίκας, για ισότητα και δικαιώματα, σε καμία περίπτωση δε στρεφόταν εναντίον ενός νέου άντρα. Οι νέοι άντρες με το πνεύμα τους βοήθησαν στη διάδοση και την εμπέδωση αυτής της φιλοσοφίας. Όλα αυτά τα λέμε, γιατί πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σ’ όλα τα κινήματα στα οποία παίρνουν μέρος οι νέοι άνθρωποι, δεν επιδιώκουν απαραίτητα την εναλλαγή της εξουσίας, μετά το πέρας της οποίας θα έχουν προσωπικό συμφέρον, που σημαίνει ότι θ’ αντικαταστήσουν κάποιους άλλους στην πυραμίδα της εξουσίας. Οι νέοι λόγω φιλοσοφίας είναι έτοιμοι να δεχτούν μία θεωρία, που θα εξασφαλίζει ελευθερία και μία οικονομική ευχέρεια, έστω και στοιχειώδη, που δε θ’ απαιτεί εξαντλητική εργασία.

Ο Χριστός εμφανίστηκε στην Ιουδαία κι ο Λόγος Του, ήταν για τους νέους, ένας Λόγος που τους ενθουσίαζε. Δεν υποσχέθηκε θέσεις εξουσίας, που θα μοιράζονταν εκ νέου μετά την ανατροπή του συστήματος. Ο Χριστός πρότεινε έναν τρόπο ζωής, που σε καμία περίπτωση δεν απαιτούσε θυσία και κατανάλωση χρόνου. Αυτή η θεωρία είναι θεωρία νέου ανθρώπου κι απευθύνεται αποκλειστικά σε νέους ανθρώπους. Αν ο Χριστός —αν και νέος στην ηλικία— κατηγορούσε το σύστημα για όλα όσα το κατηγόρησε, αλλά στρεφόταν εναντίον προσώπων κι επιλογών της εξουσίας, τότε το βέβαιο είναι ότι δε θα θανατωνόταν. Όταν στρέφεται κάποιος εναντίον προσώπων μέσα στο σύστημα και όχι εναντίον της φιλοσοφίας του συστήματος, τότε επιβιώνει, επειδή πλαισιώνεται ταχύτατα από ανθρώπους, που, κι αυτοί ως δούλοι του συστήματος εξουσίας, αναζητούν έναν κύριο ο οποίος θα τους δώσει θέσεις εξουσίας. Αν ο Χριστός κατηγορούσε απευθείας τον Καϊάφα, θα εξασφάλιζε στο περιβάλλον του, όλους τους εχθρούς του κι αντιπάλους του. Αν κατηγορούσε τον Πόντιο Πιλάτο, θα εξασφάλιζε την υποστήριξη όλων των ανθρώπων, που είχαν εξουσία κι είχαν τάσεις αυτονομιστικές. Όλα αυτά τα γνωρίζει ο Χριστός, εφόσον σίγουρα τον πλησίασαν τέτοιοι άνθρωποι, που όταν βλέπουν ένα κοινωνικό ρεύμα, αυτόματα προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν και να το εντάξουν στην εξουσία τους.

Ο Λόγος του Χριστού ήταν Λόγος ειπωμένος από ένα νέο κι απευθυνόταν αποκλειστικά σε νέους. Άνθρωπος, που έχει ενταχθεί στο σύστημα και παίρνει εξουσία, είναι αδύνατο να σεβαστεί το Λόγο αυτό. (Ιωάν. 21.18) “βόσκε τα πρόβατα μου. αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ης νεώτερος, εζώννυες σε αυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες.. όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείρας σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις.” (Βόσκε τά πρόβατα μου. Αλήθεια, αλήθεια σού λέγω, όταν ήσο νεώτερος, έζωνες τόν εαυτόν σου καί περπατούσες όπου ήθελες. Όταν όμως γεράσης, θά απλώσης τά χέρια σου καί άλλος θά σέ ζώση καί θά σέ φέρει εκεί όπου δέν θέλεις.). Ο Χριστός γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει στον ίδιο άνθρωπο με την πάροδο του χρόνου. Η επεξήγηση που ακολουθεί στο Ευαγγέλιο, είναι προσωπική άποψη του Ιωάννη και θα δούμε αλλού, αν είναι σωστή ή όχι. Ο άνθρωπος αλλάζει, σύμφωνα με το Χριστό, με την πάροδο του χρόνου και κάνει πράγματα που δεν επιθυμεί και προφανώς έχουν σχέση με την εξουσία. Όλα αυτά μας οδηγούν στο ν’ αναγνωρίσουμε ότι μεταξύ των πρεσβυτέρων δεν υπήρχαν μόνον άνθρωποι, που μισούσαν θανάσιμα ένα νέο, όπως ο Χριστός, αλλά κι άνθρωποι που λόγω ιδεολογίας και ηλικίας, έβλεπαν να μεταμορφώνεται η βάση σε μία μάζα ανθρώπων, χωρίς χαρακτηριστικά που την κάνουν να ελέγχεται.. άνθρωποι που θυσίασαν τη ζωή τους για την ιδεολογία τους και μέσα σε μία κοινωνία εξουσίας πήραν εξουσία υπηρετώντας την. Αυτοί οι άνθρωποι ως γηραιότεροι ζήλευαν το Χριστό λόγω της δόξας που έπαιρνε.

Ο κάθε άνθρωπος που θυσιάζεται για τη δόξα κι αποσπά ψίχουλα, ζηλεύει ένα νέο, που παίρνει το σύνολό της. Αυτή η ζήλια δεν είναι απαραίτητα μίσος ανθρωποκτόνο. Όταν όμως ο άνθρωπος αυτός ανατρέπει όλα όσα πιστεύει κάποιος, που έχει θυσιαστεί, τότε είναι θανάσιμος αντίπαλος, που ξεφεύγει από τα πλαίσια της σχέσης ηλικίας. Ένας αυτονομιστής Ιουδαίος ως άνθρωπος, ζήλευε φυσιολογικά ένα νέο, που μάγευε τα πλήθη κι ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό να τον οδηγήσει σε φονική πράξη. Όμως όταν αυτός ο άνθρωπος έχει υποταχτεί σ’ όλη του τη ζωή σ’ εξουσίες, που υπηρετούν την ιδεολογία του κι αγωνίζεται γι’ αυτή, θεωρεί εχθρό του κάποιον, που ανατρέπει αυτήν την ιδεολογία. Αυτός ο άνθρωπος, που αγωνίζεται σ’ όλη του τη ζωή να ξεσηκώσει τους Ιουδαίους εναντίον των κατακτητών, βλέπει ως θανάσιμο αντίπαλο κάποιον, που στρέφει τους νέους εναντίον της εξουσίας, που ασκείται μέσα στο λαό από τους ίδιους τους ανθρώπους του και λέει ν’ αποδίδονται “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”.

Ο Χριστός πολέμησε την εξουσία, αλλά όχι όπως το αντιλαμβάνεται η εξουσία κι αυτό Τον οδήγησε στο θάνατο. Οι πρεσβύτεροι που υπηρετούν την εξουσία, δεν τη μάχονται ως έννοια, αλλά την παλεύουν με σκοπό την εναλλαγή. Αυτοί οι πρεσβύτεροι, όταν βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα, είναι θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο συγκέντρωνε θανάσιμους εχθρούς απέναντί Του, τους οποίους θα είχε, ακόμα κι αν ήταν ο Ίδιος πρεσβύτερος. Ο Χριστός συγκέντρωσε απέναντί Του το σύνολο των ανθρώπων που έχουν εξουσίες, από τη μικρότερη μέχρι και τη μεγαλύτερη. Ο Χριστός μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ελέγχει την πορεία Του. Ήξερε πάντα ποιους είχε εχθρούς και γι’ αυτό κράτησε τη θεωρία στο επίπεδο της νεανικής θεωρίας, ειπωμένη από νέο. Ήθελε με κάθε θυσία εξαιτίας της αποστολής Του να σταυρωθεί κι αυτό θα γινόταν μόνον, αν χώριζε την κοινωνία στα πραγματικά αντίπαλα μέρη: τους νέους και τους πρεσβύτερους. Από τη στιγμή που η κοινωνία μετά το Χριστό δεν άλλαξε, σημαίνει ότι ο Λόγος του Χριστού δεν εφαρμόστηκε, εφόσον η κοινωνία μοιράζει τις εξουσίες, μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες και δίνει τις μεγαλύτερες στους πρεσβύτερους.

Απαραίτητο είναι να διευκρινίσουμε και κάτι άλλο. Μιλάμε γενικά για νέους και για πρεσβύτερους και τους χωρίζουμε με τέτοιον τρόπο, ώστε οι μεν να φαίνονται άγγελοι, ενώ οι άλλοι διάβολοι. Αυτό σε γενικές γραμμές είναι σωστό, αλλά άπειρα άδικο για τις εξαιρέσεις. Η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης είναι ένα δεδομένο, που δεν πρέπει να εξαιρείται και ν’ αγνοείται σε καμία περίπτωση. Ο κάθε άνθρωπος είναι τόσο διαφορετικός από έναν άλλο, ώστε όσο και ν’ αναζητήσει κάποιος κοινό σημείο, δύσκολα θα βρει. Κοινά χαρακτηριστικά είναι αυτά, που δόθηκαν από το Δημιουργό και τον ξεχωρίζουν απ’ άλλα όντα. Από το σημείο αυτό και πέρα τα κοινά σημεία, που χωρίζουν τους ανθρώπους μέσα σε μία κοινωνία σ’ όμοιους κι ανόμοιους, είναι τεχνητά δημιουργήματα, που έχουν να κάνουν με συνθήκες, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την κοινωνία και σε προσωπικούς συμβιβασμούς του καθενός. Ένας πλούσιος, που εκμεταλλεύεται τον κόσμο λόγω του συστήματος, μπορεί να είναι χίλιες φορές καλύτερος άνθρωπος από έναν εκμεταλλευόμενο εργάτη.. ή ακόμα ένας άνθρωπος, που υπακούει στο σύστημα σαν δούλος, μπορεί να είναι πολλαπλάσια πιο αγνός από ένα νεαρό, που φαινομενικά αγωνίζεται για ελευθερία.

Η κοινωνία στην προκειμένη περίπτωση έχει δημιουργήσει τις συνθήκες και οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να επιλέξουν. Οι συνθήκες έφεραν τον πιο πάνω άνθρωπο στο χώρο του πλούτου κι, εφόσον πρέπει —γιατί αυτό είναι κοινή αντίληψη— να μείνει σ’ αυτόν το χώρο, κάνει τους προσωπικούς του συμβιβασμούς, ακόμα κι ως εκμεταλλευτής. Ο άθλιος νέος, που αγωνίζεται φαινομενικά για την ελευθερία, είναι οδηγημένος από τις συνθήκες σ’ αυτόν το χώρο, που σημαίνει ότι, αν ήταν πλούσιος, δε θα το έκανε και προσπαθεί με προσωπικούς πάλι συμβιβασμούς να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Όταν προσπαθεί κάποιος να ερμηνεύσει το φαινόμενο άνθρωπος, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αγνοεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, τα χαρακτηριστικά του καθενός ξεχωριστά.

Οι πρεσβύτεροι πράγματι είναι το μεγάλο πρόβλημα αυτής της κοινωνίας, αλλά δεν πρέπει να βάλουμε όλους τους ανθρώπους σ’ ένα καλούπι. Υπάρχουν πρεσβύτεροι, που σκέφτονται υπέροχα κι ενθαρρύνουν τους νέους, χωρίς κανέναν ενδοιασμό σ’ όλους τους αγώνες τους, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις δυνατότητες τους και στην αγαθότητα των προθέσεων τους. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν νέοι, που είναι τόσο βρώμικοι και τόσο δουλικοί, ώστε όμοιοι τους δε βρίσκονται ανάμεσα και στους χειρότερους πρεσβύτερους. Αυτοί οι νέοι είναι οι χειρότεροι εχθροί των νέων ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Ενώ δεν ανήκουν θεωρητικά σ’ αυτούς, που έχουν την εξουσία κι είναι ορατοί εχθροί των νέων, πρακτικά αποτελούν τους ανθρώπους, που υπηρετούν το σύστημα καλύτερα από κάθε πρεσβύτερο. Οι νέοι αυτοί είναι νέοι μόνο στην ηλικία, εφόσον δρουν και φέρονται ως πρεσβύτεροι. Όταν ένας νέος θυσιάζει και χλευάζει τον έρωτα, αναζητώντας την καταξίωση μέσα στο σύστημα, υπηρετώντας ως δούλος τον κύριο της επιλογής του και πιστεύοντας ότι μόνο με την κοινωνική καταξίωση ή τα χρήματα θα μπορέσει ν’ απολαύσει τη γυναικεία ομορφιά που του ταιριάζει —και θυμώνει πραγματικά, όταν βλέπει τους νέους ν’ αγωνίζονται για καλύτερη ζωή— τότε αυτός δε δικαιούται σε καμία περίπτωση να λέγεται νέος. Είναι ένας άθλιος δούλος, που αναζητά την πορνεία και την κλοπή κι είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να υποστηρίξει τις επιλογές της εξουσίας, που του εξασφαλίζει όσα επιθυμεί.

Ενώ κύριος διαχωρισμός ανάμεσα στους άντρες είναι αυτός της ηλικίας, παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν ηλικιωμένοι, που είναι όμοιοι με τους νέους και το αντίστροφο. Το σύστημα όλα αυτά τα γνωρίζει κι όπως είναι φυσικό, παίρνει τα μέτρα του. Τους πρώτους προσπαθεί να τους απομονώσει κι αυτό είναι κατορθωτό, αφού αυτοί είναι ολιγάριθμοι. Τους δεύτερους, που είναι οι νέοι οι οποίοι είναι όμοιοι με τους πρεσβύτερους, τους ενθαρρύνει συστηματικά. Αυτή η ενθάρρυνση δεν αποβλέπει τόσο στη διαιώνισή του συστήματος —που πάντα είναι εξασφαλισμένη κι αυτοί ιδιαίτερα ηλίθιοι για να επενδύσει κάποιος σ’ αυτούς— αλλά αποβλέπει στο ν’ αποτελέσουν πρότυπα νέων που αναγνωρίζονται και τιμώνται, ώστε να προσελκύουν τους υπόλοιπους στην παγίδα του συστήματος. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι νέοι και πώς τους δημιουργεί το σύστημα; Ο άντρας είναι το πιο ευφυές ον στον κόσμο. Όταν είναι ελεύθερος αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα κι αυτό εξαιτίας της ικανότητάς του να βλέπει καθαρά και να μπορεί ν’ αγωνίζεται με πάθος για τις ιδέες του. Ο νέος άντρας με την ομορφιά του και το επιθυμητό από τις γυναίκες κορμί του, είναι ερωτικό ον κι εκείνη τη στιγμή της νεότητάς του, βρίσκεται στο απόγειο της φύσης του. Αφού αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των νέων που τους κάνουν επικίνδυνους, για να βρούμε τους άθλιους, που στην ηλικία συμβαδίζουν, πρέπει να σκεφτούμε ανάποδα. Η ευφυΐα είναι αυτή που κάνει το νέο επικίνδυνο και η έλλειψη της, εφόσον δεν είναι οι άνθρωποι ίδιοι, πετυχαίνει τ’ αντίθετο. Η ομορφιά και η γύρω ανταπόκριση από το άλλο φύλο τού δίνει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, που πλάθουν τη φιλοσοφία του, ενώ η έλλειψη αυτών των στοιχείων δημιουργεί τ’ αντίθετο. Οι νέοι που αναζητούμε σύμφωνα με τις παραπάνω υποθέσεις, πρέπει να είναι είτε πιο κουτοί απ’ ό,τι θέλουν να παρουσιάζονται είτε λιγότερο επιθυμητοί απ’ ό,τι θέλουν. Δεν είναι αναγκαίο να είναι οι πιο κουτοί κι οι πιο άσχημοι ανάμεσα στους νέους.. πρέπει όμως απαραίτητα να είναι πιο κουτοί και λιγότερο επιθυμητοί απ’ αυτό που φαντάζονται για τους εαυτούς τους. Ποιος όμως είναι έξυπνος; Ποιος είναι επιθυμητός; Ακριβώς σ’ αυτό το ερώτημα η προστυχιά της κοινωνίας επεμβαίνει δημιουργώντας ψεύτικα πρότυπα.

Ο κάθε άνθρωπος από το Θεό είναι φτιαγμένος, ώστε με την ευφυΐα του να μπορεί να ευτυχήσει και με την εμφάνιση του να γνωρίσει τον έρωτα. Κανένας δεν είναι αδικημένος παρά μόνον αυτοί, που αδικούν τους εαυτούς τους. Πώς όμως επεμβαίνει η εξουσία και δημιουργεί πρότυπα; Πριν μπούμε στους κατ’ εξοχήν μηχανισμούς που έχει δημιουργήσει η κοινωνία, για να παράγουν ανθρώπους της αρεσκείας της, είναι απαραίτητο να τονίσουμε το πιο σημαντικό πράγμα. Το αλάνθαστο σημείο, για να μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει τι είναι επιθυμητό και τι δεν είναι, πρέπει να τ’ αναζητά στην επιβράβευση ή στην καταδίκη. Τι σημαίνει αυτό; Όταν η κοινωνία δίνει επαίνους είτε μέσω διαδικασιών είτε μέσω των λόγων των δούλων της, τότε αυτό που έχει συμβεί, είναι επικίνδυνο κι οδηγεί σε παγίδα. Όταν αυτοί οι ίδιοι κατηγορούν μ’ οποιονδήποτε τρόπο κάτι, αυτό σημαίνει ότι τους απειλεί κι οδηγεί τους ανθρώπους προς άλλη κατεύθυνση. (Ιωάν. 5.41-5.44) “δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω… αλλ’ έγνωκα υμάς ότι την αγάπην του Θεού ουκ έχετε εν εαυτοίς… εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου, και ου λαμβάνετέ με.. εάν άλλος έλθει εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε. πως δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;” (Τιμάς εκ μέρους ανθρώπων δέν δέχομαι, εξ άλλου σάς ξέρω, ότι δέν έχετε μέσα σας αγάπην διά τόν Θεόν. Εγώ έχω έλθει εξ ονόματος τού Πατέρα μου καί δέν μέ δέχεσθε.. εάν έλθη άλλος εξ ονόματος τού εαυτού του εκείνον θά τόν δεχθήτε. Πώς μπορείτε σείς νά έχετε πίστιν, αφού δέχεσθε τιμάς ο ένας από τόν άλλον καί δέν ζητάτε τήν τιμήν πού προέρχεται από τόν μόνον Θεόν;). Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο είναι σαφέστατος και θεωρεί ότι είναι αδύνατο να πιστεύει κάποιος στον πραγματικό Θεό, από τη στιγμή που παίρνει τιμές από μέρους των ανθρώπων. Εφόσον η πίστη μας οδηγεί κοντά στο Θεό και η πίστη μας οδηγεί στη Θέωση, που είναι η εξομοίωση με το Χριστό, τότε πρέπει κι εμείς ν’ αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα με την ίδια λογική. Αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δεχόμαστε τιμές από τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι, που έχουν τη δυνατότητα ν’ αποδώσουν τιμές στην κοινωνία, είναι άνθρωποι της εξουσίας κι αυτό σημαίνει ότι για να το κάνουν, είναι απαραίτητο ο επαινούμενος να τους βοηθά και να θυσιάζεται. Αυτό το γενικό κι αλάνθαστο σημείο πρέπει να είναι η πυξίδα κάθε ανθρώπου μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία.

Για να κατορθώσει το σύστημα να βάλει ανάμεσα στους ανθρώπους τον έπαινο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει πρότυπα. Ο καθένας που παίρνει κάποιον έπαινο, πρέπει να μοιάζει με κάποιο πρότυπο κι ανάλογα με την ποιότητα του προτύπου, ακολουθεί και η ποιότητα του επαίνου. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη δυνατότητα, εφόσον ελέγχει το σύνολο των μηχανισμών ενημέρωσης, να προσφέρει ανάλογα με τις ανάγκες του πρότυπα. Επειδή είναι πονηρό, μέσα στα πρότυπα αυτά εντάσσει και πραγματικά πρότυπα, που έχουν σχέση με την ανθρωπιά την αυτοθυσία, που προσδίδει πολλές φορές στους ανθρώπους η αγάπη για το συνάνθρωπο. Όλα όμως τα πρότυπα είναι ελεγμένα κι υπηρετούν τις ανάγκες της συγκεκριμένης εποχής. Σήμερα μπορεί το σύστημα να βραβεύσει ανθρώπους εκ του πονηρού, για τους αγώνες τους για τη δημοκρατία, ενώ το ίδιο σύστημα κάποτε τους σκότωνε και τους κατηγορούσε. Τα πρότυπα θα πρέπει να έχουν πάντα προσαρμοστεί στις τρέχουσες ανάγκες και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προκαλούν ανοιχτά την αμφισβήτηση. Κάποτε ήταν τιμή για τον άντρα να πάρει γυναίκα παρθένο και να το γνωρίζει ο κόσμος, στα χρόνια μας ένα σχόλιο για την παρθενιά, είναι τουλάχιστον γελοίο. Για ν’ αποφύγει αυτήν τη γελοιότητα το σύστημα, προσαρμόζει τα πρότυπα στις ανάγκες των καιρών.

Ξαναγυρίζοντας στους νέους, που είναι επικίνδυνοι, πρέπει να δούμε τι συμβαίνει και πώς δημιουργούνται. Ένας νέος στη σημερινή κοινωνία πώς μπορεί να πάρει έπαινο; Αν αντιληφθούμε πώς και πότε συμβαίνει αυτό, τότε μπορούμε να βρούμε και τα κέντρα παραγωγής δούλων. Η κοινωνία επικροτεί συγκεκριμένες ενέργειες των νέων και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται ένα μέτρο. Οι νέοι στη σύγχρονη κοινωνία εντάσσονται πολύ νωρίς μέσα στο σύστημα εκπαίδευσης κι ως γνωστό, μέσα σ’ αυτό υπάρχει μία κατάταξη, που υποτίθεται απεικονίζει τις ικανότητες των νέων. Αυτή η κατάταξη δίνει το δικαίωμα σε κάποιους να ξεχωρίσουν αυτούς που θέλουν κι έπειτα να τους βραβεύσουν. Το πρότυπο του καλού μαθητή είναι το πιο αποδοτικό στις ημέρες μας. Ποιος όμως είναι καλός μαθητής και πώς αξιολογείται; Καλός μαθητής είναι ένας Αϊνστάιν ή ένας μαθητής, που οικειοθελώς καθαρίζει τον πίνακα, για να είναι συμπαθής στο δάσκαλό του; Αν ο δάσκαλος ήταν ο Σωκράτης, τότε σίγουρα ο καλύτερος μαθητής του θα ήταν ένας μαθητής της κλάσης του Πλάτωνα. Ο δάσκαλος όμως, που έχει ενταχθεί στο σύστημα παιδείας, είναι ένας υπάλληλος που στόχο του έχει να περάσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα την ώρα της εργασίας του. Ανώδυνα όμως με την υπερκινητικότητα μίας ευφυΐας δε νοείται, επομένως ο μαθητής, που σκουπίζει τον πίνακα, έχει περισσότερες πιθανότητες να πάρει τον έπαινο.

Όταν ένας τέτοιος μαθητής παίρνει έναν έπαινο, αρχίζει πραγματικά το σύστημα και παράγει δούλους, εφόσον είναι ένα πρότυπο με πολύ άσχημα χαρακτηριστικά. Ο ευφυής μαθητής αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με το δάσκαλό του κι αυτό είναι φυσικό. Ο δάσκαλος κάνει μία δουλειά για να πληρωθεί και περιμένει να τελειώσει η ώρα του μαθήματος για να λυτρωθεί. Όμως ο νεαρός μαθητής απαιτεί προσοχή και προσήλωση από το δάσκαλο, για να μπορέσει να λειτουργήσει. Επειδή αυτά δεν υπάρχουν, επωφελείται ο δούλος, που σκουπίζει τον πίνακα και, για να εξασφαλίσει ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, σπιουνεύει τους συμμαθητές του στο δάσκαλο. Όταν τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από το σπίτι τους ν’ αναζητούν τον έπαινο, τότε γίνονται τόσο δούλοι, όσο χρειάζεται για να τον αποσπάσουν. Στην πατριαρχική κοινωνία, ο άρχων πατέρας τιμά με την εξουσία που έχει το δούλο γιο του, επειδή τον υπακούει πάντα και τον τιμά ακόμα περισσότερο, όταν αυτός λαμβάνει τιμές κι επαίνους, που με τη σειρά τους τιμούν το δούλο πατέρα. Το σύστημα παιδείας —θα το δούμε σ’ άλλο σημείο αναλυτικότερα, εδώ έγινε απλά αναφορά— είναι ένας μηχανισμός, που μέσω ψευδών καταστάσεων, δημιουργεί δούλους ανάμεσα στους νέους, απόλυτα όμοιους μ’ αυτούς που υπηρετούν το σύστημα. Περιττό βέβαια ν’ αναφέρουμε πως ένας νέος, που ξημεροβραδιάζεται στις εκκλησίες και συναναστρέφεται με τους ιερωμένους, παίρνει κι αυτός τον έπαινό του χωρίς δυσκολία.

Βασικός στόχος του συστήματος είναι ο άνθρωπος να σκύψει το κεφάλι και να καταναλωθεί. Κατανάλωση είναι και η χωρίς φρένο αναζήτηση του πλούτου και η τρομερή δουλειά που απαιτεί. Το σύστημα δεν μπορεί εδώ να επέμβει με συγκεκριμένο έπαινο, αλλά σιωπηρά υποστηρίζει την εικόνα του “ευγενούς” νέου, που εργάζεται σκληρά, με στόχο την επιτυχία, αγνοώντας τους δήθεν πειρασμούς που συναντά μπροστά του. Ένα πρότυπο, που προέκυψε τελευταία στην κοινωνία, είναι αυτό του πολιτικοποιημένου νέου. Παλαιότερα —κι ειδικά στα πανεπιστήμια— υπήρχαν νέοι, που πραγματικά αγωνίζονταν και πραγματικά απειλούσαν το σύστημα. Άπειροι αγώνες ξεκίνησαν μέσα από τα πανεπιστήμια και βοήθησαν τη φτωχή μερίδα των ανθρώπων. Όλους αυτούς τους κατηγορούσε και τους απειλούσε το σύστημα διαρκώς. Ο αναρχικός ή αριστερός φοιτητής ήταν απειλή για την κοινωνία κι οδηγούνταν στην απομόνωση. Όλα αυτά ίσχυαν, όσο οι αγώνες ξεκινούσαν μέσα από τα σπλάχνα της νεολαίας. Σήμερα το σύστημα, με τη λογική του δούλου μαθητή, επαινεί τους πολιτικοποιημένους νέους, μόνον που τους θέλει θλιβερούς αφισοκολλητές και τραγικά βλάκες μ’ ευφυΐα μαγνητοφώνου, εφόσον το μόνο που τους ζητείται είναι να επαναλαμβάνουν.

Όλα αυτά στρεβλώνουν την πραγματική εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του και δημιουργούν μία σύγχυση στο μυαλό του νέου. Αργά ή γρήγορα ο δούλος μαθητής με τους καλούς βαθμούς, θα πιστέψει ότι είναι ο Αϊνστάιν, ενώ ο βλαξ πολιτικοποιημένος νέος, θα πιστέψει ότι είναι ο Περικλής. Αυτοί όλοι υπηρετούν το σύστημα ως δούλοι, γιατί αυτό διατηρεί την ψευδαίσθησή τους, ενώ ενδεχόμενη κατάλυσή του, θα τους φέρει αντιμέτωπους με νέους, που πραγματικά θα τους αφανίσουν λόγω δυνατοτήτων. Αυτοί οι άνθρωποι από εκείνο το σημείο παύουν να ζουν και θυσιάζονται ονειρευόμενοι το μέλλον. Η συμμαθήτρια που είναι ερωτευμένη μ’ αυτούς, είναι ανάξια, γιατί αυτοί ονειρεύονται την Ασπασία. Ο συμμαθητής που τους αγαπά κι είναι πραγματικός φίλος, είναι ανάξιος γι’ αυτούς, γιατί δεν είναι διάσημος και πλούσιος. Όταν το σύστημα κατορθώνει και, μέσα από αλλεπάλληλες αξιολογήσεις, χαλάει την ισορροπία του ανθρώπου, παράγει δούλους.

Ο πιο επικίνδυνος δούλος είναι ο νέος δούλος κι αυτό, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία εναντίον του. Δεν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει ένα νέο, με τον ίδιο τρόπο που κατηγορεί έναν πρεσβύτερο. Δεν μπορεί να τον αποκαλέσει κλέφτη, επειδή δεν κλέβει. Δεν μπορεί να τον αποκαλέσει δούλο της πορνείας, επειδή είναι νέος και φαινομενικά δεν έχει το πρόβλημα αυτό. Είναι ένας νέος, που φαινομενικά είναι ίδιος μ’ όλους τους υπόλοιπους, που είναι υγιείς. Όμως το σύστημα έχει καταφέρει και τον έχει εντάξει μέσα στη δομή του, από τη στιγμή που τον έπεισε ότι είναι πιο σημαντικός από τους άλλους, δίνοντάς του τεκμήρια, όπως επαίνους, πτυχία κι επιπλέον υποσχέσεις για μία ζωή μέσα στην κοινωνία, που θα χαρακτηρίζεται από τον πλούτο και την κοινωνική καταξίωση. Το σύστημα μ’ όλους αυτούς τους επαίνους και τις διακρίσεις έναντι των υπολοίπων, χωρίς κανένα απολύτως κόστος, καταφέρνει και μετατρέπει ένα νέο άνθρωπο σε υποχείριο του.

Αν συνηθίσει κάποιος στον έπαινο για ό,τι κάνει, γίνεται σαν το ναρκομανή. Αναζητά απεγνωσμένα και με τεράστιο πάθος την αναγνώριση, αγνοώντας το κόστος που πληρώνει σε προσωπικό επίπεδο. Αγνοεί παντελώς τη φύση του και ζει αποκλειστικά για την αναγνώριση. Είναι ο νέος, που αφού αγωνιστεί ως δούλος σ’ έναν πολιτικό αγώνα, θα πάρει ένα εύγε από έναν αξιωματούχο, πού είναι δούλος σαν κι αυτόν και θα το θεωρεί την κορυφαία στιγμή της ζωής του. Όταν ένας άνθρωπος θεωρεί σπουδαία πράγματα, αστειότητες αυτού του τύπου κι αγνοεί τη ζωή και τη χαρά του να ζει κάποιος μέσα σ’ αυτήν τη ζωή, είναι σαν ν’ αυτοκτονεί. Το σύστημα έχει στημένο έναν ολόκληρο μηχανισμό, στον οποίο όλοι αυτοί οι εθισμένοι για διάκριση κι εξουσία, παίρνουν τις —εκ των προτέρων— καθορισμένες δόσεις τους. Όταν βέβαια θελήσει κάποιος κάτι παραπάνω, τότε τιμωρείται κι αυτή η τιμωρία όχι μόνο δε βλάπτει το σύστημα, αλλά το ισχυροποιεί. Αν κάποιος αφισοκολλητής υπερβεί τα όριά του και ζητήσει κάτι παραπάνω, η τιμωρία είναι εξασφαλισμένη, γιατί το απαιτούν οι ανώτεροι, αφού μπαίνει στα πόδια τους, αλλά κι οι κατώτεροι, εφόσον ο θλιβερός αυτός άνθρωπος, όταν αποβληθεί, αφήνει χώρο που αγωνίζονται οι δούλοι να καταλάβουν.

Αυτή η κατάσταση ξεκινά από τους νέους, καταλήγει στην κορυφή της εξουσίας και ισχύει σ’ όλες τις δομές, που υπάρχουν στην κοινωνία. Όμως αυτός ο άθλιος νέος πώς εμπλέκεται στην υπόθεση της μοιχείας και της πορνείας, που —όπως υποστηρίζει η θεωρία— είναι το βασικό συστατικό που χρησιμοποιεί η εξουσία για το χτίσιμό της; Ένας νέος δεν είναι όμοιος με έναν πρεσβύτερο, που είτε λόγω γάμου είτε λόγω πανικού, αναζητά τον έρωτα μέσα στην πορνεία. Ένας νέος έχει πάντα τη δυνατότητα να βρει τον έρωτα και να τον απολαύσει. Πράγματι όλοι οι νέοι έχουν τις δυνατότητες ν’ απολαύσουν τη ζωή τους, όποια θέση και να πάρουν απέναντι στο σύστημα. Ό,τι δεδομένο υπάρχει για ένα νέο όμοιο με το Χριστό, το ίδιο ισχύει και για ένα δούλο. Η διαφορά είναι ότι ο ένας ζει στο παρόν κι ο άλλος στο μέλλον. Όταν οι μηχανισμοί της κοινωνίας καταφέρνουν και μπαίνουν μέσα στη λογική του ανθρώπου, παραμορφώνουν την εικόνα που βλέπει. Ένας άνθρωπος ακόμα και τη στιγμή που παίρνει έναν έπαινο, σκέφτεται τι πρέπει να κάνει για να επαινεθεί εκ νέου. Αυτό από μόνο του τον απομακρύνει από το Θεό και το Λόγο του Υιού Του.

Πριν όμως δούμε πώς συμβαίνει αυτό, πρέπει να ορίσουμε κατ’ αρχήν δύο επίπεδα, που αφορούν τις σχέσεις μητέρας και παιδιών. Πρώτο επίπεδο είναι η σχέση μητέρας και παιδιών, που ωριμάζουν μέσα στην οικογένεια, στην ουσία μέσα στη δομή τής ίδιας της μητέρας και δεύτερο επίπεδο είναι η σχέση της μητέρας και των ενήλικων πλέον παιδιών της, που έχουν διαμορφώσει την προσωπικότητα τους κι είναι υπεύθυνα αποκλειστικά για τις αποφάσεις, που αφορούν τη ζωή τους. Αν ο κόσμος αυτήν τη στιγμή καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει, παρ’ όλες τις περιπέτειες και το σκοτάδι που έχει ζήσει, αυτό το οφείλει στις μητέρες των ανθρώπων. Οι μητέρες των ανθρώπων δε σταμάτησαν ποτέ να γεννούν ανθρώπους “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Οι κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών είναι παιδιά των μητέρων τους και του Θεού. (Ματθ. 19.14-19.15) “ο δε Ιησούς είπεν άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με.. των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών.” (Ο Ιησούς όμως τούς είπε, “Αφήστε τά παιδιά καί μή τά εμποδίζετε νά έλθουν σ’ εμέ, διότι σέ τέτοιους ανήκει η βασιλεία τών ουρανών”.).

Ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται, έχει χαρακτηριστικά Θεού. Η Κόλαση που βιώνει αιώνες τώρα είναι προσωπική του επιλογή κι αυτό συμβαίνει μετά από ορισμένες λανθασμένες επιλογές. Ο Θεός όμως που αγαπά τον άνθρωπο ως υιό, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ δίνοντας του για τα παιδικά του χρόνια μητέρα, που είναι απολύτως όμοια με το θηλυκό Θεό. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην προσωπική της ζωή, η μητέρα που μεγάλωσε ή μεγαλώνει παιδιά σ’ αυτόν τον κόσμο —και μέχρι τη στιγμή της ωρίμανσής τους— είναι τέλεια και είναι αυτή που πραγματικά βαστά τους ανθρώπους στα πόδια τους. Η παιδική ηλικία των ανθρώπων έχει εξασφαλιστεί από το Θεό για το σύνολο των ανθρώπων. Ο άνθρωπος σ’ όλη αυτήν τη φάση της ζωής του μεγαλώνει μέσα στον Ίδιο το Θεό κι αυτό είναι που δικαιολογεί την άποψη του Χριστού στο (Ματθ. 11.25): “εξομολογούμαι σοι, πάτερ, κύριε του ουρανού και της γης, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις.. ναι, ο πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν σου.” (Σέ δοξάζω Πατέρα, Κύριε τού ουρανού καί τής γής, διότι έκρυψες αυτά από σοφούς καί ευφυείς καί τά εφανέρωσες σε νήπια. Ναί, Πατέρα, διότι αυτό ήτο τό θέλημά σου.).

Ο άνθρωπος αιώνες τώρα βαδίζει στο σκοτάδι κι αυτό είναι η αιτία όλων των δεινών. Οι σοφοί αυτού του κόσμου κατευθύνουν τους ανθρώπους κι αυτοί οι ίδιοι, εφόσον δεν έχουν καταφέρει τίποτε απολύτως ακόμα και για τους εαυτούς τους, βαδίζουν στο σκοτάδι. Ο Χριστός προτρέπει τους μαθητές Του να περπατούν, όσο ακόμα υπάρχει φως, όσο ακόμα είναι ζωντανός. Ο Χριστός κατέχει τη Σοφία του Θεού, που δίνει φως στους ανθρώπους.. όμως αυτοί οι άνθρωποι είναι ενήλικες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν πάρει τις προσωπικές τους αποφάσεις, που μέσα στην τεράστια παγίδα, που είναι η κοινωνία, είναι λανθασμένες. Τα παιδιά όμως, αν και σε φάση ωρίμανσης, είναι σε καλύτερη μοίρα απ’ αυτούς, γιατί απολαμβάνουν απευθείας το Θεό μέσω της μητέρας τους. Η μητέρα, ανεξάρτητα από το πόσο φωτισμένος είναι ο δικός της δρόμος, εξασφαλίζει στα παιδιά της με την αγάπη και την πίστη της αυθεντικό φως Θεού. Οι ανώριμοι άνθρωποι που έχουν απευθείας σχέση με το Θεό μέσω της μητέρας, έχουν χαρακτηριστικά ανώτερα των ώριμων σοφών. Τα παιδιά ζουν μέσα στη Βασιλεία των Ουρανών, που τους παρέχεται απλόχερα. Ακόμα κι όταν οι άνθρωποι μπουν στο σύνολό τους στη Βασιλεία αυτή, για τα παιδιά δε θα συμβεί τίποτε διαφορετικό. Η μητέρα θυσιάζεται για τα παιδιά της και δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος, που να στερήθηκε στην παιδική ηλικία του τη Βασιλεία των Ουρανών.

Αν διαβάσει κάποιος τα όσα έχουν γραφτεί μέχρι τώρα, εύκολα βγάζει το συμπέρασμα ότι, για ό,τι κακό συμβαίνει, ευθύνονται οι άντρες και πρέπει να καταδικαστούν ως οι κύριοι κι αποκλειστικοί υπεύθυνοι. Όμως αυτό δε συμβαίνει, γιατί απλούστατα οι άντρες μόνοι τους δεν έχουν σε καμία περίπτωση τη δυνατότητα να βυθίσουν στο σκοτάδι το σύνολο της κοινωνίας, που αποτελείται από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Η πάναγνη μητέρα φέρει κι αυτή το δικό της μερίδιο σ’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση. Το τραγικότερο όμως είναι ότι ο λόγος για τον οποίο η μητέρα γίνεται συνεργός στα εγκλήματα της κοινωνίας, είναι η χωρίς μέτρο κι όριο αγάπη της για τα παιδιά της. Το σύστημα επιδιώκει με κάθε θυσία τη μετατροπή της γυναίκας αποκλειστικά σε μητέρα κι αυτό γιατί προσδοκά απ’ αυτήν την ακούσια συνενοχή της, στα όσα δεινά ετοιμάζει για τους ανθρώπους τους οποίους αυτή γεννά.

Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, πέφτει στην παγίδα του συστήματος κι αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στα παιδιά της. Αυτό είναι, με δεδομένο ότι το μητρικό ένστικτο της γυναίκας είναι πιο ισχυρό από το ερωτικό, η Θέωσή της. Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω της, ανεξάρτητα από το πόσο φωτεινή ή σκοτεινή είναι η κοινωνία, γνωρίζει αυτό που οι Γραφές ονομάζουν Θέωση. Η γυναίκα, όλους αυτούς τους ατελείωτους αιώνες του σκότους, ήταν συνδεδεμένη άμεσα με το Θεό κι απ’ αυτήν τη σύνδεση, άμεσο όφελος είχαν τα παιδιά της. Ο Χριστός προτείνει στατικότητα κι αυτήν τη στατικότητα την έχει η γυναίκα από τη φύση της. Όλος ο χρόνος μέχρι την ωρίμανση των παιδιών της είναι χρόνος ευτυχίας και χαράς για τη Θεά μητέρα. Το σύστημα προβάλλει όσο τίποτε άλλο αυτήν τη χαρά για να παγιδεύσει τις γυναίκες, ώστε να εγκαταλείψουν τελείως τη φύση τους, που τις θέλει και γυναίκες-ανθρώπους με δικαιώματα και προσωπική ζωή.

Η μητέρα γυναίκα γεννά τους ανθρώπους στο σύνολο τους κι αυτό σημαίνει ότι γεννά κι άντρες και γυναίκες. Οι διαφορές των δύο φύλων όμως είναι τεράστιες κι αυτό, όπως είναι φυσικό, εφόσον προέρχεται από το Δημιουργό, σημαίνει ότι εμφανίζονται από πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα είναι γυναίκα μ’ ορισμένα χαρακτηριστικά και τα παιδιά της είναι είτε αρσενικά, μ’ εντελώς διαφορετικά απ’ αυτή χαρακτηριστικά, είτε θηλυκά με χαρακτηριστικά απολύτως όμοια. Αυτό όμως δημιουργεί διαφορετικές συνθήκες ωρίμανσης για τα παιδιά διαφορετικού φύλου μέσα στη δομή της μητέρας. Τ’ αρσενικό παιδί ως πνεύμα ρευστό, διαρρέει το τμήμα αυτής της δομής που η μητέρα έχει προετοιμάσει ειδικά γι’ αυτό, ανεξάρτητα αν μέσα στη δομή της υπάρχει ο σύντροφος ή όχι. Τ’ αρσενικό παιδί γίνεται “σάρκα μία” με τη μητέρα για όσο διάστημα αναπτύσσεται, με την ίδια ακριβώς τελειότητα με την οποία γίνονται “σάρκα μία” δύο ερωτευμένοι άνθρωποι. Το θηλυκό παιδί σ’ αντίθεση με το αρσενικό, δε διαρρέει τη δομή της μητέρας.. απλά υπάρχει κι αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτή. Αντλεί συνεχώς στοιχεία από τη μητέρα μέχρι την ωρίμανση, χωρίς ποτέ να γίνεται “σάρκα μία” μ’ αυτήν.

Όταν η ωρίμανση επιτευχθεί, τότε με τον ίδιο φυσικό τρόπο με τον οποίο υπήρχαν η μία δομή μέσα στην άλλη, συνυπάρχουν ανεξάρτητες κι ώριμες μέχρι και την τυπική αποκόλληση τους από το χαλαρό πλέον πλαίσιο την οικογένειας. Η δομή του θηλυκού κοριτσιού, που υπάρχει πλήρης και ανεξάρτητη, είναι αυτή της οποίας η ύπαρξη αποκολλά τον άντρα από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Όμως το μεγάλο πρόβλημα δεν έχει σχέση με τη μητέρα και τη σχέση της με την κόρη, αλλά με τη σχέση μητέρας και γιου.

Ο άνθρωπος ως ον έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που τον διαχωρίζουν από τ’ άλλα όντα και τον συνδέουν απευθείας με το Θεό. Ο Θεός δεν έχει συγκεκριμένο φύλο κι αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε θηλυκός ούτε αρσενικός. Εφόσον όμως δημιούργησε τους ανθρώπους “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, έχει τ’ απόλυτα χαρακτηριστικά των δύο φύλων κατά βούληση. Ο άνθρωπος ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, είναι είτε αρσενικός είτε θηλυκός. Όμως η παραπάνω συνθήκη μας δείχνει και κάτι άλλο. Λόγω της σχέσης με το Θεό ο αρσενικός άνθρωπος έχει και θηλυκά χαρακτηριστικά, που όμως δεν επαρκούν για τη Θέωση του, γι’ αυτό κι είναι αναγκαίο να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα, που έχει τ’ απόλυτα θηλυκά χαρακτηριστικά. Το ίδιο ισχύει και για τη γυναίκα κι αυτό είναι, που μας ενδιαφέρει σ’ αυτήν την περίπτωση. Η γυναίκα από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, είναι ώριμος πλέον άνθρωπος κι αυτό, σύμφωνα με τα παραπάνω, σημαίνει ότι έχει τ’ απόλυτα θηλυκά χαρακτηριστικά, αλλά και μερικά ατροφικά αντρικά χαρακτηριστικά. Αυτά τ’ αντρικά χαρακτηριστικά είναι, που της δίνουν τη δυνατότητα να μεγαλώσει τα αρσενικά παιδιά της, ακόμα και στην περίπτωση που δεν είναι “σάρκα μία” με το σύντροφο της.

Τ’ αρσενικό παιδί είναι πνεύμα κι όταν αναπτύσσεται, αναζητά πνεύμα για να καλύψει τις ανάγκες του. Στην ιδανική περίπτωση το πνεύμα αυτό είναι ο πατέρας, που δίνει συνεχώς δυνάμεις στο γιο του, μέχρι να επέλθει η εξομοίωση. Αν η γυναίκα δε διέθετε πνεύμα σε περίπτωση μοιχείας, δε θα μπορούσε να μεγαλώσει κατ’ αποκλειστικότητα τα παιδιά της ως μητέρα και πατέρας ταυτόχρονα κι αυτό, γιατί το αρσενικό παιδί γρήγορα, λόγω των αναγκών του, θα την ξεπερνούσε και θα την εγκατέλειπε. Τ’ αρσενικό παιδί έχει υπερβολικές ανάγκες όσον αφορά την πνευματική του τροφή και η ανάπτυξη του είναι εκρηκτική. Το παιδί αυτό είναι απόλυτα όμοιο με το Θεό, εφόσον έχει γεννηθεί με τα χαρακτηριστικά Του κι επιπλέον ζει με το Θεό, που παίρνει τη μορφή της μητέρας του. Ο γιος αναπτύσσεται μέσα στη δομή της μητέρας όμοια μ’ ένα τέρας, που αυξάνει τον όγκο του με ταχύτατους ρυθμούς. Είναι απόλυτα θέμα χρόνου να ξεπεράσει τ’ αντρικά χαρακτηριστικά της μητέρας του, που τον τρέφουν και ν’ αναζητήσει αλλού την τροφή του. Τα αντρικά χαρακτηριστικά της μητέρας έχουν δοθεί από το Θεό, ώστε σε καμία περίπτωση να μην αναπτυχθεί το παιδί μ’ ελλείψεις, είτε προέρχονται από το σύστημα είτε από κάποιο άσχημο συμβάν. Τα παιδιά που δε γνωρίζουν τον πατέρα τους, είτε επειδή είναι μοιχός κι είναι έξω από τη δομή είτε επειδή είναι πραγματικά νεκρός, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να στερηθούν ό,τι μπορεί να ευνοήσει τη φυσιολογική τους ανάπτυξη. Ο Θεός έχει δώσει την ευφυΐα στη γυναίκα με μοναδικό στόχο τη δυνατότητα άψογης λειτουργίας ως μητέρα.

Ό,τι έχει κατακτήσει η ανθρωπότητα ως επίτευγμα πνευματικής εργασίας, το οφείλει σχεδόν αποκλειστικά στον άντρα. Από την άλλη πλευρά η ελπίδα και τα πραγματικά δεδομένα, που οδηγούν στη Θέωση, που είναι και το πιο σημαντικό πράγμα, οφείλονται στη γυναίκα.. αυτή θυσιάζεται οικειοθελώς και χωρίς να ζητά ανταλλάγματα κατά την περίοδο κατά την οποία είναι μητέρα. Η ευφυΐα της μητέρας που είναι αρκετή, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του νεαρού γιου της, σε κάποια φάση εξαντλείται. Ο γιος αρχίζει κι αναζητά πλέον το πνεύμα έξω από τη μητέρα κι αυτό είναι επιθυμητό από το Δημιουργό. Στην ιδανική κατάσταση κι εφόσον ο άντρας στην περίπτωση “σάρκας μίας” αγγίζει τη Θέωση, ο γιος στρέφεται προς αυτόν, για να μπορέσει να ξεδιψάσει τη φύση του. Όμως στην πατριαρχική κοινωνία δεν υπάρχει ιδανική κατάσταση κι αυτή η στροφή τού ενδιαφέροντος τού γιου προς τον πατέρα, δεν πραγματοποιείται. Αυτήν την ιδανική κατάσταση έχει βιώσει μόνον ο Χριστός και την περιγράφει απόλυτα μέσα στο Λόγο Του. Η σχέση πατέρα και γιου που περιγράφει ο Χριστός, στην οικογένεια της μοιχείας δεν είναι εφικτή κι αυτό είναι αποτέλεσμα ορισμένων πραγματικά άσχημων φαινομένων, που συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια. Όταν ο γιος φτάσει στη φάση της νεαρής ηλικίας και δεν πετυχαίνει την επαφή με τον πατέρα του, τότε αρχίζει κι αναζητά τις πηγές του έξω από το πλαίσιο της οικογένειας.

Η αποτυχία αυτής της ιδανικής επαφής πατέρα και γιου συμβαίνει για δύο πολύ σημαντικούς λόγους. Πρώτος και κυριότερος λόγος είναι η πλήρης απορρόφηση του πατέρα στις δραστηριότητες του κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έλλειψη ελεύθερου χρόνου, που είναι και η βασική προϋπόθεση γι’ αυτήν την επαφή. Δεύτερος λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό —και είναι ο πιο ύποπτος— είναι η συνειδητή επιλογή της μητέρας, που ζει μέσα στη μοιχεία και μισεί γι’ αυτόν το λόγο τον άντρα της, να εμποδίσει με κάθε θυσία αυτήν την επαφή, που θα δούμε γιατί τη θίγει. Ο πρώτος λόγος είναι προφανής και γίνεται εύκολα κατανοητός, αν αναλογιστεί κάποιος τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι μέσα στον αγώνα για την επιβίωση. Ένας άντρας που σκοτώνεται στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, είναι αδύνατον, όσο κι αν αγαπά τα παιδιά του, να βρει το χρόνο και προπάντων τη διάθεση που απαιτεί η ενασχόληση μαζί τους. Ο δεύτερος λόγος είναι πιο σημαντικός, γιατί σ’ αυτόν επενδύει η εξουσία, όταν ωθεί τη γυναίκα να γίνει μητέρα και ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τα παιδιά της.

Από τη στιγμή που υπάρχει ένα σταθερό κι άκαμπτο πλαίσιο, όπως ο γάμος, η γυναίκα ακολουθεί μία προκαθορισμένη πορεία. Η μοιχεία που επιδιώκει πάντα το σύστημα σ’ αυτήν τη φάση, λειτουργεί με τέλειο τρόπο. Όταν οι γονείς είναι μοιχοί μεταξύ τους, κατάσταση που δεν έχει σχέση απαραίτητα με την απιστία, τότε μέσα στην οικογένεια δημιουργείται ένα λειτουργικό πλαίσιο, για την ύπαρξη του οποίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι το φαινόμενο της εξουσίας. Δύο άνθρωποι που ενώνονται κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες εκτός του έρωτα για να σχηματίσουν οικογένεια, για να συμβιώσουν και να συνυπάρξουν, είναι απαραίτητο ν’ ακολουθούν ορισμένους κανόνες. Στην πατριαρχική κοινωνία ο άντρας είναι ο άρχων της οικογένειας κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνει αυτούς τους κανόνες σύμφωνα με το συμφέρον του. Αυτός αποφασίζει για όσα σημαντικά πράγματα συμβαίνουν στην οικογένεια κι αυτός αποφασίζει μεροληπτικά για τον εαυτό του τις ελευθερίες που θ’ απολαμβάνει κάθε μέλος της οικογένειας. Η κοινωνία σπάνια παρεξηγεί τις καθημερινές εξόδους του άντρα, ενώ σίγουρα παρεξηγεί κάτι αντίστοιχο από μέρους της γυναίκας. Όλα αυτά που τόσο πιο έντονα εμφανίζονται, όσο πιο σκοτεινή και καθυστερημένη είναι η οικογένεια, έχουν ένα σίγουρο αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα αυτό είναι η δημιουργία έντασης μέσα στην οικογένεια.

Η γυναίκα που κάθεται στο σπίτι, ανέχεται τον άντρα, γιατί δε βλέπει εύκολα μία άλλη λύση. Αυτή η ανοχή, όταν η αδικία από μέρους του άντρα γίνεται συστηματική και απάνθρωπη, αργά αλλά σταθερά μετατρέπεται σε μίσος. Η γυναίκα λόγω της αυτόνομης φύσης αλλά και του πανίσχυρου μητρικού της ενστίκτου μπορεί με μία στοιχειωδώς ανθρώπινη συμπεριφορά του άντρα να τον υπηρετήσει πιστά και μ’ αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος της ζωής της, όταν διαπιστώσει καλοσύνη και συνθήκες, που ευνοούν τα παιδιά της. Η γυναίκα που ζει μ’ έναν άντρα, μπορεί να είναι πιστή όμοια με μία ερωτευμένη, χωρίς να της ασκείται η παραμικρή πίεση. Ο άντρας που είναι μοιχός, τυραννιέται μέρα και νύχτα κι αυτό τον ωθεί σε δραστηριότητες, που τον φθείρουν. Η μοιχαλίδα γυναίκα με τη στατικότητα που τη διακρίνει, αλλά και με το ιερό πάθος για τα παιδιά της, έχει τη δυνατότητα να ευτυχήσει αγνοώντας παντελώς τον έρωτα. Αυτές οι διαφορές είναι τα αίτια εξαιτίας των οποίων, ενώ το φαινόμενο της μοιχείας στη σημερινή κοινωνία είναι κυρίαρχο, οι οικογένειες παρουσιάζουν έντονες διαφορές ποιότητας μεταξύ τους. Η εσκεμμένη επέμβαση της μητέρας συμβαίνει στις περιπτώσεις στις οποίες η μοιχεία είναι διευρυμένη κι ο ένας δεν ανέχεται τον άλλο ούτε στιγμή. Όταν συμβαίνει αυτό, ο άντρας παύει να είναι άνθρωπος και καταντάει να λειτουργεί στην οικογένεια ως μία οντότητα που αναγκαστικά, εφόσον το απαιτούν οι συνθήκες, όλα τα μέλη της οικογένειας πρέπει ν’ ανέχονται ως αναγκαίο κακό.

Ο άντρας-εξουσία, μέσα στην οικογένεια είναι το επιθυμητό από το σύστημα πρότυπο. Τον άντρα-εξουσία πρώτη απ’ όλους μισεί η γυναίκα του. Είναι αναγκασμένη να υποκρίνεται για τα μάτια του άθλιου κόσμου, που θέλει να μπαίνει μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, ότι είναι ευτυχισμένοι και ότι τα πάντα λειτουργούν αρμονικά. Η γυναίκα αυτή έκανε τις επιλογές της κι αποφάσισε να υποστεί όλες τις απαραίτητες θυσίες για να γίνει μητέρα και μ’ αυτόν τον τρόπο να ευτυχήσει. Η μητέρα αυτή που ως γυναίκα ατύχησε, πιστεύει πως ό,τι έχει στον κόσμο κι αγαπά, είναι τα παιδιά της. Τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε μία τέτοια οικογένεια, ανήκουν αποκλειστικά στη γυναίκα. Ο πατέρας είναι ένας άγνωστος και η παρουσία του είναι αισθητή μόνον, όταν πρόκειται να καλυφτούν οι οικονομικές ανάγκες. Ο πατέρας είναι ένα ταμείο από το οποίο το κάθε μέλος της οικογένειας εισπράττει ποσόν ανάλογο με τη συμπεριφορά του.

Μία γυναίκα που μισεί τον άντρα της και τον ανέχεται, γιατί είναι απαραίτητος για την επιβίωση της οικογένειας, τον υπακούει και μαθαίνει και στα παιδιά της να κάνουν το ίδιο. Μαθαίνει στα παιδιά να υποκρίνονται απέναντι στον πατέρα και καλλιεργεί συστηματικά το φόβο απέναντί του. Ποιος άνθρωπος στα παιδικά του χρόνια δεν άκουσε την απειλή από μέρους της μητέρας του γι’ αποκάλυψη στον πατέρα κάποιων παραπτωμάτων; Η μητέρα δεν έχει σε καμία περίπτωση ανάγκη την αυστηρότητα του πατέρα, για να επιβάλλει την τάξη στα παιδιά της. Τα παιδιά που έζησαν και μεγάλωσαν μόνο με τη μητέρα τους, είναι πιο υπάκουα και πιο ήσυχα από τα υπόλοιπα. Η επίκληση του ονόματος του πατέρα για μία πιθανή τιμωρία, είναι εντελώς εκ του πονηρού. Η γυναίκα μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη διακριτική ευχέρεια, άλλοτε ν’ αποκαλύπτει κι άλλοτε να σιωπά. Όταν το παράπτωμα είναι σοβαρό, ενώ αυτή έχει την απόλυτη εξουσία πάνω στα παιδιά, καταφέρνει δύο πράγματα. Πρώτον καταφέρνει την απαραίτητη τιμωρία και δεύτερον καταφέρνει αυτή η τιμωρία να συνδέεται με τον πατέρα. Από τη στιγμή που ως μητέρα καταφέρνει και τιμωρεί —κάτι το οποίο απαιτεί τιμωρία— χωρίς κόστος, αναλαμβάνει και να παρηγορεί τα παιδιά της. Το παιδί μαθαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο να θεωρεί ως δικό του άνθρωπο μόνον τη μητέρα. Υπάρχει η περίπτωση και μόνον η συνεχής επίκληση του πατέρα ως τιμωρού, να κάνει τα παιδιά να τον φοβούνται, έστω κι αν αυτός δεν τα έχει αγγίξει ποτέ του, έστω κι αν αυτός τα λατρεύει.

Η γυναίκα δημιουργώντας όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα προσπαθεί με κάθε τρόπο να διασφαλίσει τους κόπους και τις θυσίες της. Όταν συνδέει όλη την ύπαρξη της με τα παιδιά της, είναι αδύνατο ν’ αφήσει αυτά τα παιδιά να γίνουν και παιδιά ενός ανθρώπου που μισεί. Ο μοιχός που συμπεριφέρεται απαίσια στη σύζυγο του, σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα κτήνος. Μπορεί να είναι ένας καλός άνθρωπος, που σ’ οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν ένα υπόδειγμα. Απλά δεν μπορεί ο κάθε άντρας, όταν αναγκάζεται να ζήσει με μία γυναίκα, ν’ αντέξει το σύνολο των καταστάσεων που απαιτεί μία οικογένεια για μία στοιχειώδη λειτουργία. Μπορεί ένας άντρας —κι αυτό λόγω αδυναμίας— να είναι ένας απεχθής σύζυγος, παρότι έχει πολλούς πραγματικούς φίλους κι είναι αγαπητός στο κοινωνικό του περιβάλλον. Η γυναίκα τα γνωρίζει όλα αυτά και φοβάται μία πιθανή επαφή των παιδιών της μ’ αυτόν τον άνθρωπο, που μπορεί να τα γοητεύσει και να υποβαθμίσει το ρόλο της.

Ένα παιδί, όταν μεγαλώνει μέσα σ’ ένα τεχνητό καθεστώς φόβου απέναντι στον πατέρα, νιώθει προδομένο, όταν ανακαλύπτει έναν υπέροχο άνθρωπο, που το αγαπά. Αυτό ακριβώς το σύμπτωμα φοβάται η μητέρα και προσπαθεί μ’ οποιονδήποτε τρόπο να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Η πονηριά της πολλές φορές παρασέρνει και τον άντρα, που όπως είναι φυσικό δε γνωρίζει την ακριβή κατάσταση. Όταν βλέπει ομαλότητα στις σχέσεις πατέρα και παιδιών, επεμβαίνει από την πλευρά του πατέρα. Δημιουργεί τεχνητές καταστάσεις κι απαιτεί από τον άντρα της για το υποτιθέμενο καλό των παιδιών, να δείξει αυστηρότητα και προπαντός ν’ αποφύγει την οικειότητα μαζί τους. Ο άντρας πέφτει στην παγίδα, θυσιάζει την αγάπη του κι απομακρύνεται από τα παιδιά του λόγω εσφαλμένης γνώσης, που προέρχεται από το σύστημα κι αναφέρεται στην αυστηρότητα και στ’ αποτελέσματα της. Ο πατέρας, ειδικά στα θέματα που απασχολούν τα παιδιά, που είναι έτοιμα να ωριμάσουν, έχει αρκετές γνώσεις, ώστε και να μπορέσει να τα ωθήσει στο σωστό δρόμο και να τα κατακτήσει.

Όταν η γυναίκα καταφέρνει όλα αυτά τα πράγματα, τότε το σκηνικό μέσα στην οικογένεια αλλάζει εντελώς κι αντί να έχουμε φυσικές εξελίξεις, οδηγούμαστε σε καταστάσεις επικίνδυνες. Πώς μπορεί όμως μία μητέρα, που αγαπά τόσο πολύ τα παιδιά της να γίνει επικίνδυνη γι’ αυτά; Μία μητέρα, που θυσιάζεται καθημερινά, για να ικανοποιήσει τα παιδιά της, πώς είναι δυνατό να μετατραπεί στον πιο αρνητικό παράγοντα; Τα πάντα ξεκινούν από το γεγονός ότι ζούμε σε μία άθλια και σκοτεινή κοινωνία. Μία κοινωνία που δεν επιτρέπει σε κανένα να γευθεί, έστω κι ελάχιστα τη χαρά της ζωής. Μία κοινωνία που επιθυμεί να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ζώα, για να ικανοποιήσει τ’ άγρια ένστικτά της. Η μεγαλύτερη χαρά της γυναίκας είναι να γίνει μητέρα, να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να γίνονται μέρα με την ημέρα όμοια με το Θεό. Όμως η γυναίκα, έστω και μητέρα, δεν παύει ποτέ να είναι άνθρωπος και μέλος της κοινωνίας. Όταν το σύστημα, εκμεταλλευόμενο την ψυχοσύνθεση της γυναίκας, την ωθεί με κάθε θυσία στο να γίνει μητέρα, την εκμεταλλεύεται.

Η στατικότητα που προτείνει ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, χαλάει. Ο άνθρωπος κινείται πλέον σ’ ένα κεκλιμένο επίπεδο, που οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Όταν κάποιος είναι νέος κι ονειρεύεται να γίνει πρωθυπουργός, παύει να ζει, μέχρι να το καταφέρει. Ακόμα κι αν το καταφέρει, θα το καταφέρει νεκρός. Τι σημαίνει αυτό; Ο νέος, όταν είναι όμορφος και δυνατός, ζηλεύει την ισχύ και τη δόξα του πρωθυπουργού. Αγνοεί όμως ότι ο πρωθυπουργός είναι ένας γέροντας, που έζησε ως δούλος όλη του τη ζωή κι ελάχιστο χρόνο απόλαυσε το είδος ζωής που του πρόσφερε η πρωθυπουργική ιδιότητα. Επειδή ο νέος έχει χαρακτηριστικά Θεού, σκέφτεται και βρίσκει πιθανούς τρόπους ή στρατηγικές, που θα του δώσουν αυτό που επιθυμεί. Η τεράστια ευφυΐα του τον σπρώχνει προς το στόχο του. Όμως ο άνθρωπος είναι θνητός. Όλα αυτά τα σκέφτεται, όταν είναι νέος και δεν του λείπει τίποτε. Αγνοεί ότι υπηρετώντας το σύστημα σαν δούλος, χωρίς να ζει, γερνά. Βλέπει στην κορυφή πρόσωπα, που λάμπουν και φαντάζεται τον εαυτό του σ’ εκείνο το σημείο. Παρασύρεται κι αγνοεί ότι όλοι εκείνοι οι γέροντες, αν είχαν τη δυνατότητα, θα πετούσαν στα σκουπίδια τους τίτλους, για να ξαναγίνουν νέοι.

Αγνοεί το Ευαγγέλιο, που περιγράφει μ’ εξαιρετική ακρίβεια τι συμβαίνει. Στην κοινωνία των Ιουδαίων θέλει αγώνα και θυσία, για να γίνει κάποιος άρχων όπως ο Νικόδημος. Αυτός ο αγώνας σημαίνει ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι, που θυσιάζουν την προσωπική τους ζωή, για να γίνουν όμοιοι του. Ο Νικόδημος δε ζήτησε από το Χριστό τρόπο για ν’ αυξήσει τις εξουσίες, ζήτησε απλά αυτό το οποίο δεν απόλαυσε καμία φορά, που είναι η νεότητα. Να ξαναγεννηθεί ήθελε ο Νικόδημος, που σημαίνει ότι ήταν απογοητευμένος από τη ζωή του και ότι η πείρα που είχε αποκτήσει πλέον, θα τον οδηγούσε σε διαφορετικές επιλογές. Όλοι οι πρεσβύτεροι αυτού του κόσμου είναι όμοιοι με το Νικόδημο. Μερικές ανάσες πριν από το θάνατο, που είναι φυσικός για τους θνητούς, αντιλαμβάνονται όλοι τη ματαιοπονία της αναζήτησης της υψηλής κοινωνικής θέσης.

Είναι μάταιο για τον άνθρωπο να θέλει ν’ αλλάξει τη θέση του κι όταν το καταφέρει να διαπιστώσει ότι δεν έχει ζωή για να ζήσει σ’ αυτήν τη θέση. Είναι μάταιο ν’ αναζητά κάποιος τον πλούτο κι, όταν τον βρει, να είναι γέροντας, που μετά βίας μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι του πόνου. Αυτήν τη ματαιότητα δεν την καταλαβαίνουν οι νέοι, γιατί νομίζουν ότι έχουν τη νεότητα σε μεγάλη διάρκεια και μπορούν να τη σκορπίζουν. Ο Θεός όλα τα δίνει με μέτρο και η δικαιοσύνη Του έδωσε και τη νεότητα με μέτρο. Οποιαδήποτε όμως ανθρώπινη παρέμβαση στη διαχείριση του χρόνου ζωής, μετατρέπει τον άνθρωπο σε τραγικό θύμα.

Αυτοί οι άθλιοι νέοι, με την παραμορφωμένη λογική και γνώση, είναι τέτοια θύματα. Αν κι ελεύθεροι, από πλευράς γάμου, είναι μοιχοί κι αναζητούν την πορνεία. Αυτό γίνεται επειδή, όταν ο νέος αυτός ταξιδεύει στο χρόνο, βρίσκεται σε κίνηση. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε κίνηση, μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, βλέπει όλα τα φαινόμενα παροδικά. Αυτός ο νέος, όπως κι ο κάθε νέος, ελκύεται από την ομορφιά. Όταν αξιολογεί τον εαυτό του λανθασμένα, σημαίνει ότι αναζητά την απόλυτη ομορφιά. Φαντάζεται λοιπόν τον εαυτό του περιτριγυρισμένο απ’ όμορφες γυναίκες, που τον λατρεύουν. Όμως όταν κάποιος ονειρεύεται, δε ζει το παρόν. Ο άντρας οδηγούμενος από τις σεξουαλικές του ανάγκες συνάπτει σχέσεις που όμως υποτιμά. Αγνοεί τον έρωτα της κοπέλας που έχει και την εκμεταλλεύεται, μέχρι να έρθει η ώρα που ονειρεύεται. Όμως αυτή η ώρα αργεί και οι κοπέλες δε δέχονται να προσβάλλονται. Αυτός ο νέος αργά ή γρήγορα θα φθαρεί, θα διαπιστώσει ότι γερνά και όχι μόνο δεν έχει κάνει αυτά που ονειρεύεται, αλλά έχασε κι αυτά που είχε. Αν αυτό συμβεί αργά, τότε δε θα ξεφύγει ποτέ από την παθιασμένη αναζήτηση της πορνείας, που είναι και η μόνη λύση στο πρόβλημά του.

Έχουμε περιγράψει τον αγώνα, που χρειάζεται σ’ αυτήν την κοινωνία, για ν’ αποκτήσει κάποιος τα μέσα και ν’ απολαύσει την πορνεία. Όμως το σημαντικό εδώ, είναι ότι αυτός ο νέος είναι μοιχός ακόμα και σ’ ελεύθερη σχέση. Έχει υπερεκτιμήσει τον εαυτό του και δεν εκτιμά αυτό που έχει, αλλά αναζητά το τέλειο το οποίο κι επιθυμεί. Αυτοί οι νέοι που δεν μπορεί κάποιος να τους ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους, είναι αυτοί που γεννιούνται για να υπάρξουν ως πρεσβύτεροι. Είναι οι άνθρωποι που θα τους θυμούνται πολλοί ως μετριότητες στο σχολείο από πλευράς ικανοτήτων.. από τότε θυσιάζονταν για να καταφέρουν κάτι σημαντικό κι ενώ στο μεταξύ έχουν χαθεί τα ίχνη τους, ξαναεμφανίζονται μεσήλικες με τίτλους και διεκδικούν αξιώματα. Είναι ο πολιτικός, που κάποιος θα τον θυμάται ως βλάκα κι απομονωμένο από τις παρέες και ο οποίος μετά από χρονοβόρες σπουδές σ’ όλον τον κόσμο, εμφανίστηκε μέσα σε μία νύχτα ως ευφυΐα κι ως σωτήρας. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για τους νέους ανθρώπους, γιατί τους παρασύρουν. Όσο πιο κουτοί είναι, τόσο το καλύτερο για το σύστημα. Οι άντρες λόγω της φύσης τους ως πνευματικά όντα δημιουργούν, κι είναι φυσικό ν’ αναζητούν τον έπαινο, είτε προέρχεται από τους γονείς είτε από την κοινωνία.

Όταν το σύστημα έχει την ευχέρεια να επαινεί κι αυτό το γεγονός να βρίσκει ανταπόκριση στο σύνολο της κοινωνίας, τότε καταφέρνει ορισμένα πράγματα, που είναι επιθυμητά. Για τους κουτούς ανθρώπους προβλέπει πάντα —με μόνο στοιχείο τη δουλεία— την απόδοση τιμής που είναι ψίχουλα εξουσίας. Όμως αυτά τα ψίχουλα ερεθίζουν τους πραγματικά έξυπνους. Ένας έξυπνος άνθρωπος, που βλέπει έναν καταξιωμένο κουτό, βασανίζεται και βάζει το μυαλό του να δουλέψει σ’ εκείνη την κατεύθυνση. Άγχεται, γιατί βλέπει αυτό, που είναι πραγματικότητα και σωστό. Βλέπει ότι ένας κουτός είναι σε καλύτερη θέση από εκείνον, που είναι έξυπνος. Αυτό το άγχος τον υποτάσσει κι είναι θέμα χρόνου να βρει τρόπο να ξεπεράσει τον κουτό. Όμως το σύστημα μέχρι την κορυφή του παρουσιάζει μεγάλες διαφορές, ως προς την ποιότητα των ανθρώπων, που το υπηρετούν. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να παγιδεύσει από τον λιγότερο ευφυή, μέχρι μία διάνοια. Ο λιγότερο ευφυής θ’ ακολουθήσει τη μικρή πορεία του, μέχρι να βρει μπροστά του έναν ανώτερο, πιο δούλο και πιο έξυπνο. Η πραγματική ευφυΐα θα νικά συνέχεια τους ανωτέρους του, μόνον που η χρονοβόρα αυτή δραστηριότητα, θα τον κάνει να ταυτιστεί με το σύστημα.

Από ένα σημείο και πέρα ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει πίσω, γιατί μία ενδεχόμενη αλλαγή, τού στερεί και τα λίγα που μπορεί σ’ εκείνη την ηλικία ν’ απολαύσει. Ο μεσήλικας, που κάποτε σηκώνει το κεφάλι και βλέπει ότι έχασε τη νεότητα του, σ’ εκείνο το σημείο παίρνει για δεύτερη φορά τη σημαντική απόφαση για το τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά για το σύστημα. Ο άνθρωπος αυτός φοβάται να χάσει όλα τα δικαιώματα του και ν’ ανταγωνιστεί τους νέους με ίσους όρους. Θέλει με κάθε θυσία να κρατήσει τις υπεραξίες του και γίνεται ο γνωστός θαμώνας των μπαρ, που αναζητά πόρνες, φορώντας ακριβά ρούχα κι οδηγώντας πανάκριβο σπορ και προπάντων νεανικό αυτοκίνητο. Οι υπόλοιποι αμετανόητοι, ακριβώς τότε παίρνουν νέες αποφάσεις θυσίας, με τις οποίες, αν μέχρι εκείνη την ηλικία εξασφάλισαν τον πλούτο, από το σημείο εκείνο αναζητούν και τη δόξα.

Όλα τα παραπάνω είναι η εικόνα της πορείας του σύγχρονου άντρα, που επιταχύνεται μετά την ένταξη του στην “εν γάμω” κοινωνία. Όλες οι φιλοδοξίες κι οι αγώνες που πραγματοποιεί ο άντρας, τον μετατρέπουν σε δούλο και τον θέτουν έξω από την οικογένεια. Ακόμα και στην περίπτωση του έρωτα είναι αδύνατο να παρεκκλίνει κάποιος απ’ αυτήν την πορεία. Η “σάρκα μία” που μας περιγράφει ο Χριστός, γίνεται διπλή σάρκα κι αυτήν τη σχέση τη διατηρεί ο θεσμός του γάμου και η πονηριά τής γυναίκας, που αρνείται να εγκαταλείψει τον άντρα, θυσιαζόμενη για τα παιδιά της.

Απ’ αυτό το σημείο και πέρα θα εξετάσουμε τη γυναίκα μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και τη ζωή της, από την επομένη μέρα του γάμου ως και το θάνατο της. Η γυναίκα, σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού, είναι αυθύπαρκτο ον κι απ’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε(Ματθ. 19.4-19.6) “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα). Αυτός ο λόγος, εξαιρετικά πυκνός σ’ αυτό το σημείο, έχει διαφορετική σημασία απ’ αυτήν που διερευνήσαμε σ’ άλλο σημείο της θεωρίας, που έχει σχέση με τον έρωτα. Η γυναίκα ως αυθύπαρκτη κι ανεξάρτητη δομή, ελκύει τον άντρα που έχει άλλη φύση κι αποτέλεσμα αυτής της έλξης είναι η “σάρκα μία”. Όταν ερμηνεύουμε την κατάσταση του γάμου σε κοινωνίες απλές, τύπου Βαβυλώνας, αλλά και σύνθετες, είδαμε ότι ζητούμενο είναι η μοιχεία κι αυτό είναι αποτέλεσμα ενός γάμου συμφέροντος ή η τεχνητή φθορά του πραγματικού έρωτα, μέσα στις πραγματικά δύσκολες συνθήκες, στις οποίες ζουν οι άνθρωποι και προσπαθούν να επιβιώσουν.

Όμως ό,τι και να συμβαίνει, απ’ όπου κι αν προέρχεται η φθορά και η μοιχεία, αυτό που μας απασχολεί είναι ένα και βρίσκεται στο λόγο του Χριστού: “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα). Όταν ο πατέρας και η μητέρα δεν είναι “σάρκα μία”, άρα ένα λειτουργικά τέλειο σύνολο, τι ακριβώς συμβαίνει; Ο Χριστός περιγράφει την ιδανική κατάσταση κι αυτή είναι μία κατάσταση, που το πιο πιθανό είναι να μην ισχύει στην κοινωνία μας. Άρα είναι φυσιολογικό εξαιτίας αυτής της διαφοράς να γεννιούνται προβλήματα, που ευνοούν το σύστημα και κατατρύχουν τους ανθρώπους. Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, περιγράφει τον άντρα ως γιο.. αυτή η περιγραφή δείχνει μία κίνηση, της οποίας το αποτέλεσμα είναι ο υγιής και τέλειος εγκλωβισμός του γιου-άντρα πλέον μέσα στη δομή της γυναίκας του. Όμως, ο υγιής απεγκλωβισμός της φύσης του γιου από τη σύνθεση του πατέρα και της μητέρας του, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, όταν ισχύει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Όταν δηλαδή ο πατέρας και η μητέρα είναι “σάρκα μία”.

Όταν υπάρχει γάμος κι αυτός, όπως είδαμε, δημιουργεί το φαινόμενο της μοιχείας μέσα στο κοινωνικό κύτταρο, την οικογένεια, φυσικό είναι να μη λειτουργούν φυσιολογικά κι άλλα φαινόμενα. Όταν οι γονείς είναι “σάρκα μία”, ο πατέρας κινείται μέσα στη δομή της μητέρας, δηλαδή της γυναίκας του. Όταν υπάρχει και γιος, εφόσον η δομή της μητέρας, αλλά και η φύση του πατέρα δε μεταλλάσσονται, σημαίνει αυτόματα ότι ο γιος μοιράζεται με τον πατέρα την ίδια δομή, που είναι αυτή της μητέρας. Σύμφωνα με το Χριστό και το Δημιουργό, αυτό είναι φυσιολογικό και τέλειο, αλλά μόνο στην περίπτωση που οι γονείς είναι “σάρκα μία”.

Όταν υπάρχει μοιχεία και λόγω κοινωνίας ο άντρας αναγκάζεται ν’ αποκολληθεί από τη δομή της γυναίκας του και να μεταμορφωθεί σε φορέα εξουσίας μέσα στην οικογένεια, τότε αλλάζει εντελώς η κατάσταση. Ο γιος είναι από τα δεδομένα μέσα στη δομή της μητέρας του, αλλά σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, αυτήν τη δομή τη μονοπωλεί. Ο άντρας πατέρας, με την απουσία του, αφήνει τεράστιο χώρο τον οποίο σ’ άλλη περίπτωση δε θα δικαιούνταν ο γιος να καταλάβει. Όταν αυτή η μη φυσιολογική κατάσταση υποτίθεται ότι ωριμάζει, τότε πάλι έχει ισχύ ο Λόγος του Χριστού, που λέει ότι ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον πατέρα του και τη μητέρα του για να προσκολληθεί στη γυναίκα του. Η εγκατάλειψη αυτήν τη φορά δεν έχει σχέση με τη “σάρκα μία”, που σημαίνει πατέρα και μητέρα, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση έχει σχέση μόνο με τη μητέρα. Όταν δηλαδή έχουμε μοιχεία, ο άνθρωπος εγκαταλείπει για τη γυναίκα του μόνον τη μητέρα, δηλαδή τη δομή που τον φιλοξένησε μέχρι να ωριμάσει. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι το πρόβλημα κι εδώ πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας. Πριν όμως συμβεί αυτό, είναι απαραίτητο να δούμε τα πράγματα από την αρχή και να καταλήξουμε σ’ αυτό το σημείο.

Η γυναίκα ως ον είναι αυθύπαρκτη. Από τη στιγμή που γεννιέται, μπορεί κι ωριμάζει κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες. Το εξαιρετικά ανεπτυγμένο, αλλά και ισχυρότατο μητρικό της ένστικτο, είναι αυτό, που στην ουσία τής δίνει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η πρώτη κοινωνία που αντίκρισε ο άνθρωπος, ήταν η μητριαρχική κι αυτό δείχνει την αυθεντικότητα της ισχύος της γυναίκας. Η μητριαρχική κοινωνία δεν ήταν μία κοινωνία, που επιβίωνε μέσω πολύπλοκων τεχνητών μηχανισμών. Ήταν μία κοινωνία, η οποία δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη εφευρημάτων. Η μόνη μέριμνα που δινόταν ως σύστημα, ήταν η δυνατότητα να μπορούν οι γυναίκες να γεννούν και να εξουσιάζουν τα παιδιά τους, χωρίς καμία παρεμβολή στο έργο τους, από τον πολύ πιο ισχυρό σωματικά και πνευματικά άντρα. Η ισχύς της γυναίκας, που την κάνει το πιο ισχυρό κι ανίκητο πλάσμα στον πλανήτη, είναι η πίστη και η αυτοθυσία, που τη διακρίνει στις σχέσεις της με τα παιδιά της.

Με την κοσμογονική αλλαγή, που σημειώθηκε με την ένταξη της ανθρωπότητας στην εποχή της πατριαρχίας στην οποία ζούμε ακόμα και σήμερα, σημειώθηκαν σ’ όλα τα επίπεδα τεράστιες αλλαγές. Καμία αλλαγή όμως και σε καμία περίπτωση, δεν είναι ικανή ν’ αλλάξει τη δομή και τα χαρακτηριστικά της γυναίκας ως σύνολο. Οι διαφορές μεταξύ των γυναικών στο σύνολο της συμπεριφοράς τους είναι σχεδόν μηδαμινές. Ο άντρας, λόγω ρευστότητας κι ευφυΐας, μπορεί να καταλάβει σχεδόν όλο το φάσμα, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη, αντρική και γυναικεία συμπεριφορά. Οι γυναίκες, προικισμένες ειδικά από το Δημιουργό, για να επιτελέσουν την ύψιστη αποστολή τους, έχουν πανίσχυρη δομή και σταθερότητα κι ένα σχεδόν αλάθητο ένστικτο, που τις κατευθύνει. Οι άντρες στερούνται ενστίκτου, που είναι στην ουσία μόνιμη επαφή με το Θεό, έστω κι ακατανόητη, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μπορούν με τα ίδια δεδομένα να πραγματοποιήσουν παντελώς διαφορετικά πράγματα. Η γυναίκα με το ένστικτο, ως πυξίδα στη ζωή της, ακολουθεί μία συγκεκριμένη πορεία κι είναι σχεδόν αδύνατη κάθε παρέκκλιση. Αυτό το ένστικτο που της δίνει δύναμη, είναι και η κατ’ εξοχήν αδυναμία της την οποία εκμεταλλεύεται το σύστημα.. είναι αδυναμία, γιατί αν σκεφτεί κάποιος ότι η εξουσία επιθυμεί κάποια προβλέψιμα χαρακτηριστικά για να ελέγχει τη βάση, τότε εύκολα καταλαβαίνει πόσο απλό είναι αυτό, αν κατορθώσει και κατευθύνει αυτήν την τεράστια ανθρώπινη μάζα που αποτελεί το μισό πληθυσμό.

Το σύστημα, για να ελέγξει τους ανθρώπους, προσπαθεί να τους δώσει κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία κάνουν τη συμπεριφορά τους προβλέψιμη κι ως εκ τούτου την επιθυμητή για τη λειτουργία του. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι δύσκολο να δημιουργηθούν στην περίπτωση του άντρα κι αυτό εξαιτίας της φύσης του. Η δημιουργία όμως τεχνητών συνθηκών και η εκμετάλλευση της αλλαγής του άντρα, όταν γερνάει, είναι αρκετά για την ανάπτυξη τους. Η τεράστια αχανής βάση της πυραμίδας που μελετήσαμε, έστω και με τον έλεγχο ενός σοβαρού ποσοστού των αντρών αυτής, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελεγχθεί και να εξουσιαστεί, σύμφωνα με το πρότυπο της Βαβυλώνας ή της σύγχρονης κοινωνίας. Ο μισός ανθρώπινος πληθυσμός αποτελείται από γυναίκες κι αυτό σημαίνει ότι αυτή η αχανής βάση, είναι μόνο στο μισό της ομόφυλη της εξουσίας της πατριαρχικής κοινωνίας. Δεν υπάρχει γυναίκα, αιώνες τώρα, που να μη γνωρίζει και να μην έχει συνείδηση της μειονεκτικής θέσης της μέσα στην κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία είναι μία μορφή κοινωνίας, που καταδυναστεύει το σύνολο των ανθρώπων. Αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι εχθροί αυτής της κοινωνίας είναι το πιο δυναμικό κι ευφυές τμήμα των αντρών, οι νέοι, αλλά κι οι γυναίκες στο σύνολό τους, τότε είναι απορίας άξιον πώς συντηρείται. Οι νέοι το πολεμούν συνέχεια, είτε συνειδητά με λόγους κι έργα είτε εν αγνοία τους με τη στάση τους απέναντι στη ζωή. Οι γυναίκες όμως; Οι γυναίκες είναι οι κατ’ εξοχήν αδικημένες από το σύστημα και όχι μόνο δεν το πολεμούν, αλλά και το στηρίζουν.

Αυτό το φαινομενικά αυθαίρετο πρέπει να τ’ αποδείξουμε. Οι γυναίκες έδωσαν μεγάλες μάχες για τα δικαιώματα τους κι αυτό είναι ένα επιχείρημα εναντίον της παραπάνω άποψης. Η μεγάλη κι ουσιαστική διαφορά είναι ότι οι αγώνες αυτοί δόθηκαν μέσα στο σύστημα για δικαιώματα, που απορρέουν μέσα από τεχνητές συνθήκες που δημιουργεί το σύστημα. Η γυναίκα θεωρεί τον εαυτό της αδικημένο και παγιδεύεται στα επιφανειακά και χωρίς ουσία δικαιώματα, τα οποία δήθεν απολαμβάνουν οι άντρες. Η γυναίκα ανταγωνίζεται τον άντρα και τον μάχεται αγνοώντας τον κύριο υπεύθυνο, που είναι το σύστημα. Οι άντρες θυσιάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, για ν’ ανατρέψουν τα ανθρωποκτόνα συστήματα και οι γυναίκες τους μάχονται, στηρίζοντας έμμεσα το σύστημα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η γυναίκα φοβάται την αστάθεια και την αναρχία, που αντιλαμβάνεται ότι θ’ ακολουθήσει, αν πολεμήσει το σύστημα απευθείας. Αυτός ο φόβος είναι, που μετατρέπει τη δύναμη της σ’ αδυναμία. Οι γυναίκες, τα πιο ισχυρά όντα, θα μπορούσαν στο σύνολο τους να παρομοιαστούν μ’ έναν ποταμό λάβας. Μόνες τους και χωρίς καμία βοήθεια, θα μπορούσαν, αν στρέφονταν εναντίον του συστήματος, να το συντρίψουν και να το εξαφανίσουν από το πρόσωπο της Γης. Δε στρέφονται, γιατί απλούστατα δεν έχουν την εκρηκτική ευφυΐα του άντρα, για να μπορέσουν ν’ αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει και το πιο σημαντικό… δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς θα επακολουθήσει.

Το σύστημα, εκμεταλλευόμενο τη γνώση του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γυναίκας, την τρομοκρατεί και την ωθεί στον αυτοπεριορισμό. Το ένστικτο που την κυβερνά λόγω συγκεκριμένης αποστολής, δεν της επιτρέπει πολλά περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Μία γυναίκα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει ούτε Διογένης “ο κυνικός”, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι προαναφερθέντες άντρες με κοινά αντρικά χαρακτηριστικά, δρουν και φιλοσοφούν μέσα στην κοινωνία που τους γέννησε με διαμετρικά αντίθετο τρόπο. Οι γυναίκες δεν μπορούν να παρουσιάσουν τόσο μεγάλες διαφορές στη συμπεριφορά τους. Το σύστημα κινδυνεύει κι απειλείται διαρκώς από τους άντρες, που είναι απρόβλεπτοι. Το ίδιο σύστημα, που αγωνίζεται εναντίον όλων των αντρών, πετυχαίνει κι ελέγχει τη γυναίκα με απόλυτο τρόπο και χωρίς καθόλου κόπο. Η τεράστια βάση της ανθρώπινης πυραμίδας χωρίζεται αυθαίρετα, και χωρίς να τηρηθούν σε καμία περίπτωση ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.

Στο πατριαρχικό σύστημα αυτή η βάση χωρίζεται σε άνω και κάτω. Άνω είναι το σύνολο του αντρικού πληθυσμού, ενώ κάτω είναι το σύνολο του γυναικείου. Ο διαχωρισμός αυτών των στρωμάτων, έχει ως γενικό αποτέλεσμα, η τεράστια δύναμη των γυναικών να περνά πολύ πιο κάτω από τα σημεία έδρασης της πυραμίδας της εξουσίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να μην τη θίγει. Με το γάμο καταφέρνει το σύστημα, περνώντας τη μοιχεία και την εξουσία μέσα στην οικογένεια, να μην αναμειγνύονται αυτά τα στρώματα. Το σύστημα δίνει στον άντρα το δικαίωμα να εξουσιάζει τη γυναίκα του, με συνέπεια ο μεν άντρας να μετατρέπεται σ’ υπηρέτη του συστήματος, η δε γυναίκα να παραμένει στο κατώτερο στρώμα, που είναι επιθυμητό απ’ αυτό. Αν αφεθεί ο έρωτας να κυριαρχήσει, τότε το σύστημα κινδυνεύει, γιατί αυτά τα στρώματα αναμειγνύονται και η ευφυΐα του άντρα βρίσκει ανταπόκριση μέσα σε μία πανίσχυρη δομή, που είναι ανίκητη. Οι γυναίκες, αυτούς τους άντρες —που είδαμε ότι ως πρεσβύτεροι σκοτώνουν την ελπίδα που γεννούν αυτές οι ίδιες, ως γιο— μπορούν να τους εξοντώσουν σ’ ελάχιστο χρόνο, αν το αντιληφθούν.

Οι γυναίκες διατηρούν συζυγική σχέση μ’ αυτούς τους άντρες κι υποτάσσονται στην αθλιότητα τους, για χάρη των παιδιών τους. Αν για κάποιο λόγο αντιληφθούν ότι αυτή η θυσία, που είναι τρομερή στην περίπτωση της μοιχείας, είναι τραγική ειρωνεία, τότε αυτοί οι άντρες θα κατασπαραχθούν στην κυριολεξία από τις γυναίκες, μ’ έναν τρόπο που ο αντρικός νους δε διανοείται. Οι μαινόμενες Βάκχες είναι η λάβα, που δεν μπορεί πλέον να κατευθυνθεί. Αυτό είναι βέβαια το τελικό στάδιο, αλλά το αναφέρουμε, για να γίνει κατανοητό με πόση μεγάλη ευφυΐα καταφέρνει το σύστημα κι εξοντώνει τους νέους, που είναι ό,τι πιο ιερό έχουν οι γυναίκες ως μητέρες, εκμεταλλευόμενο τις συνήθειες των πρεσβυτέρων, τους οποίους οι γυναίκες απλά ανέχονται ως συζύγους. Το σύστημα κατορθώνει και συμμαχεί με τις γυναίκες, έχοντας στόχο τους νέους… οι γυναίκες συμμαχούν μ’ αυτό, γιατί νομίζουν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, έστω και θυσιαζόμενες, τους προστατεύουν.

Η γυναίκα, από τη στιγμή που μπαίνει στον επιθυμητό από την κοινωνία γάμο, παύει να υφίσταται ως γυναίκα και υπάρχει πλέον ως μητέρα. Σε μία κοινωνία στην οποία, από τα δεδομένα, η ζωή είναι δύσκολη, τα συμφέροντα ανάμεσα στη φύση της γυναίκας κι αυτήν της μητέρας είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Αυτά τ’ αντίθετα συμφέροντα είναι, που θα φθείρουν και τον έρωτα, τις λίγες φορές που υπάρχει. Η γυναίκα ως άνθρωπος, θέλει ν’ απολαμβάνει το σύντροφό της, όσο το δυνατόν πιο πολύ, ενώ η γυναίκα-μητέρα θυσιάζει την προσωπική της ευχαρίστηση, που απαιτεί χρόνο κι ωθεί τον άντρα στον αγώνα της ζωής, που τον καταστρέφει. Από τη στιγμή που μία γυναίκα γίνει μητέρα, θέλει και θυσιάζεται, για να μη λείψει το παραμικρό από τα παιδιά της. Όμως όλα αυτά τ’ αγαθά σε μία κοινωνία, που δίνει ελάχιστα στους εργαζόμενους, απαιτούν θυσίες, τις οποίες το θνητό κορμί του άντρα δεν αντέχει. Από τη στιγμή, που στην ιδανική περίπτωση του έρωτα, αυτός φθαρεί για λόγους που πια γνωρίζουμε, τα πράγματα παίρνουν την επιθυμητή για το σύστημα κατεύθυνση. Το σύστημα επιθυμεί όσο τίποτε άλλο στην περίπτωση της γυναίκας, ν’ απορροφηθεί ως άνθρωπος στη μέριμνα για τα παιδιά της.

Απ’ αυτό το σημείο και πέρα, για τα όσα συμβαίνουν, γνώση μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος, μόνον από το Λόγο του Χριστού. Ο Χριστός από τη στιγμή που εμφανίστηκε πάνω στη Γη, έδωσε στον κόσμο μία κατεύθυνση, η οποία ήταν η επιθυμητή για το Θεό και για το Σχέδιο Θέωσης, που είχε θέσει σε λειτουργία. Όλα όσα επακολούθησαν, ήταν εις γνώση του Χριστού, αφού Αυτός τα προκάλεσε. Ο Ίδιος σε προσωπικό επίπεδο, κι αυτό είναι η μεγαλύτερη προσφορά Του στον κάθε θνητό άνθρωπο, αποκαλύπτει την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον ερχομό Του θα προκύψουν προβλήματα, μέσα στην οικογένεια κι αυτά τα περιγράφει ο Χριστός. Μόνον τυφλοί άνθρωποι δεν μπορούν να δουν την αλήθεια μέσα από το Ευαγγέλιο και μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν τις Γραφές.

Ο Χριστός λέει τα πολύ αποκαλυπτικά: (Ματθ. 10.34-10.36) “Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην.. ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής.. και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού.” (Μή νομίσετε πώς ήλθα νά βάλω ειρήνην εις τήν γήν. Δέν ήλθα νά βάλω ειρήνην αλλά μαχαίρι. Ήλθα νά χωρίσω άνθρωπον από τόν πατέρα του καί θυγατέρα από τήν μητέρα της καί νύμφην από τήν πενθεράν της. Καί εχθροί τού ανθρώπου θά γίνουν οι δικοί του.). Στο (Λουκ. 12.51-12.54) επίσης λέει: “δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη; ουχί, λέγω υμίν, αλλ’ ή διαμερισμόν. έσονται γαρ από του νυν πέντε εν οίκω ενί διαμεμερισμένοι, τρεις επί δυσί και δύο επί τρισί… διαμερισθήσονται πατήρ επί υιώ και υιός επί πατρί, μήτηρ επί θυγατρί και θυγάτηρ επί μητρί, πενθερά επί την νύμφην αυτής και νύμφη επί την πενθεράν αυτής.” (Νομίζετε ότι ήλθα διά νά δώσω ειρήνην εις τήν γήν; Όχι, σάς λέγω, αλλά χωρισμόν. Διότι από τώρα καί εις τό εξής θά υπάρχουν εις ένα σπίτι πέντε άνθρωποι χωρισμένοι σέ μερίδες, τρείς εναντίον δύο καί δύο εναντίον τριών. Θά χωρισθούν ο πατέρας εναντίον τού υιού καί ο υιός εναντίον τού πατέρα, η μητέρα εναντίον τής θυγατέρας καί η θυγατέρα εναντίον τής μητέρας, η πεθερά εναντίον τής νύφης της καί η νύφη εναντίον τής πεθεράς της.). Όλα όσα αναφέρει ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο, έχουν να κάνουν με τα όσα διαδραματίζονται μέσα στο σπίτι του καθενός, που ζει στην κοινωνία, της οποίας τα θεμέλια έθεσε ο Ίδιος. Η γυναίκα, από τη στιγμή που η κοινωνία περιορίζει την ελευθερία σκέψης κι επιλογής της, από τη στιγμή που ωριμάζει, γίνεται σύζυγος, που βιώνει τις παραπάνω συνθήκες. Από τη στιγμή που η γυναίκα παντρεύεται, επιθυμία του συστήματος είναι να γίνει αμέσως μητέρα.

Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι αλάθητο σημείο για να ξεχωρίζει κάποιος τι ωφελεί το σύστημα, είναι να γνωρίζει τι συμβουλεύει, με δήθεν καλοπροαίρετη διάθεση. Δεν υπάρχει ζευγάρι, το οποίο, από τη στιγμή που ενώνεται με τα δεσμά του γάμου, δε δέχεται πιέσεις απ’ όλες τις κατευθύνσεις για θέματα, που αφορούν την τεκνοποίηση. Κοινό στοιχείο όλων αυτών των δήθεν φιλικών προτροπών και συμβουλών είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη γέννηση παιδιών. Όλοι βιάζονται να δουν απογόνους κι ο καθένας για το δικό του λόγο, που είναι άσχετος με την ευτυχία των ανθρώπων. Δύο άνθρωποι όταν, ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει ερωτική έλξη, αποφασίζουν να συμβιώσουν, χρειάζονται χρόνο. Ο χρόνος αυτός είναι απαραίτητος για να διαπιστωθεί από τους ίδιους, που είναι οι άμεσα κι αποκλειστικοί ενδιαφερόμενοι, αν μπορούν να συμβιώσουν.

Η πραγματική συμβίωση δύο ανθρώπων είναι μία πραγματικά δύσκολη υπόθεση. Μέσω αυτής έρχονται στην επιφάνεια χαρακτηριστικά των ανθρώπων, που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά σε καμία άλλη περίπτωση. Η συμβίωση απαιτεί ορισμένες θυσίες, που, αν ο έρωτας δεν είναι πραγματικός, τον φθείρουν, ενώ στην αντίθετη περίπτωση είναι μία πραγματική απόλαυση. Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο, από το να μπορεί κάποιος να ζει με τον έρωτά του μέσα στο ίδιο σπίτι. Στο σπίτι αυτό υπάρχει συνεχώς ο Ίδιος ο Θεός. Οι νέοι άνθρωποι πολύ συχνά παρασύρονται από τον ενθουσιασμό τους —κι αυτό δεν είναι κακό, εφόσον όλα αυτά τους οδηγούν στο να εκτιμήσουν τον πραγματικό έρωτα— και νομίζουν ότι είναι έτοιμοι για τη μόνιμη συμβίωση. Τα επιπόλαια αισθήματα όμως, όταν έρχονται οι πρώτες δυσκολίες της ζωής, εγκαταλείπουν τους ανθρώπους. Ένας έρωτας, που δε δοκιμάζεται μέσα σε πραγματικές συνθήκες συμβίωσης, ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί απόλυτα ως πραγματικός. Οι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο κι αυτός ο χρόνος είναι, που θα τους δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσουν τα αισθήματά τους.

Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας η γυναίκα πήγαινε με τη μορφή λαφύρου σ’ ένα σπίτι που δε γνώριζε και η εκ των προτέρων απουσία του έρωτα, τής εξασφάλιζε μία ζωή μέσα στην Κόλαση. Ζούσε ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τις περισσότερες φορές, κατέληγε να μισεί. Αυτού του τύπου η κοινωνία, δεν πρόσφερε στη γυναίκα την πολυτέλεια της σκέψης και των πολλών επιλογών. Εφόσον προερχόταν και η ίδια από μία παρόμοια οικογένεια, δύο επιλογές είχε: η πρώτη ήταν να πολεμήσει εναντίον του συνόλου της κοινωνίας και η δεύτερη ήταν να γεννήσει το γρηγορότερο δυνατόν τα παιδιά της και ν’ αφιερωθεί σ’ αυτά, γεγονός που συνδέεται με τη φύση της και την ικανοποιεί όσο τίποτε άλλο. Η κοινωνία εκμεταλλευόμενη αυτήν τη βέβαιη επιλογή της γυναίκας, λειτούργησε για αιώνες χωρίς το παραμικρό απ’ αυτήν πρόβλημα. Στη σημερινή κοινωνία τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά και θα πίστευε κάποιος ότι ειδικά στα χρόνια που ζούμε, η πρόοδος είναι τεράστια. Φαινομενικά η πρόοδος είναι κάτι, που φαίνεται με την πρώτη ματιά, αλλά η περαιτέρω εμβάθυνση φέρνει στο φως τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Η γυναίκα σήμερα είναι ελεύθερη να γνωρίσει τον έρωτα και να έχει τις δικές της συναναστροφές. Η σύγχρονη γυναίκα δεν είναι απαραίτητο να περιμένει το γάμο για να γευθεί το σαρκικό έρωτα. Μπορεί να ερωτευθεί και στη συνέχεια ν’ απολαύσει και η ίδια το σαρκικό έρωτα. Όταν ο έρωτας είναι απ’ όλες τις πλευρές πλήρης, οι άνθρωποι έχουν γνώση πολλών αληθειών, που αφορούν τη σχέση τους. Η γυναίκα της Βαβυλώνας με τη σύγχρονη γυναίκα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν έχουν καμία σχέση και η σύγκριση δείχνει πραγματικά πόσο σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί.

Όμως το σύστημα και στη μία περίπτωση και στην άλλη επιδιώκει τα ίδια πράγματα.. εφόσον υπάρχει το ίδιο τεράστιο πρόβλημα εξουσίας κι ανισότητας, σημαίνει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά. Οι νεαρές γυναίκες απολαμβάνουν σήμερα τον έρωτα, όπως φυσιολογικά έχουν δικαίωμα να το κάνουν, αλλά δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν σε ποιο σημείο και με ποιον τρόπο τις ισοπεδώνει το σύστημα. Αυτό που είναι απαραίτητο για να διαπιστωθεί αν οι δύο άνθρωποι είναι “σάρκα μία”, είναι απαγορευμένο στη σύγχρονη κοινωνία. Η συμβίωση, που θα φθείρει τα επιπόλαια αισθήματα μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο, είναι κάτι, που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται από το σύστημα. Θεωρητικά σήμερα είναι όλα ελεύθερα —κι αυτό μετά από αγώνες— και κανένας δεν μπορεί, όση ισχύ κι αν έχει, να τα περιορίσει. Οι γυναίκες μπορούν κι επιλέγουν μόνες τους το σύντροφο τους κι αυτό είναι, που τις δίνει τεράστια χαρά και τις ξεχωρίζει από τις γυναίκες-αντικείμενα της Βαβυλώνας. Όμως αυτό που απαγορεύεται, είναι η συμβίωση.

Συμβίωση, από τη Βαβυλώνα μέχρι και σήμερα, σημαίνει γάμος και σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το πρόβλημα για τους ανθρώπους, αλλά και η δύναμη της εξουσίας του συστήματος. Ακόμα κι ο πιο δυνατός υπέροχος έρωτας, πρέπει να περάσει μέσα από το φίλτρο του γάμου, μέσα από μία εντός πλαισίου συμβίωση. Το σύστημα απαιτεί να υπάρχει αυτό το πλαίσιο, γιατί αλλάζει εντελώς τ’ αρχικά δεδομένα. Η γυναίκα από τη στιγμή που ενώνεται με τα δεσμά του γάμου, τα οποία σήμερα είναι μία φαινομενικά τυπική διαδικασία, εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο, που περιορίζει την ελευθερία της. Την ελευθερία, όταν προϋπάρχει ο έρωτας, δεν την περιορίζει ο άντρας της, αλλά ένα σύνολο άσχετων μ’ αυτήν ανθρώπων, που σε καμία περίπτωση δε δικαιούνται να έχουν τον παραμικρό λόγο. Η γυναίκα ερωτεύθηκε κι ενώθηκε με τον άντρα που αγάπησε και σε καμία περίπτωση με τη μητέρα, τον πατέρα ή τ’ αδέρφια του. Όμως η νέα κατάσταση επιβάλλει στη γυναίκα απόψεις ανθρώπων, που στην καλύτερη περίπτωση, τής είναι αδιάφοροι. Αγαπάει έναν άντρα κι εξαιτίας αυτής της αγάπης, πέρα από τις φυσιολογικές θυσίες που πρέπει να πραγματοποιήσει, είναι υποχρεωμένη ν’ ανέχεται κι ένα σύνολο αγνώστων ανθρώπων. Αν ο ψευδοέρωτας φθείρεται τάχιστα μέσα από τη συμβίωση, εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος το μέγεθος της επιτάχυνσης αυτής της φθοράς μετά από μία τεράστια εξωτερική και υποχρεωτική παρέμβαση. Η σύγχρονη γυναίκα των μεγάλων κατακτήσεων έρχεται ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τη γυναίκα της Βαβυλώνας, μόνον που αυτήν τη φορά —κι αυτό είναι τραγικότερο— κατόπιν ελεύθερης επιλογής.

Η γυναίκα σήμερα έχει ένα πλεονέκτημα, που στην ουσία δε λειτουργεί, γιατί και η κοινωνία έγινε πιο πονηρή: αν μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα δεν ικανοποιείται, μπορεί να χωρίσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίσει το σύνολο της κοινωνίας. Η προστυχιά της κοινωνίας, που δήθεν καλοπροαίρετα εύχεται καλούς και πολλούς απογόνους, έχει στόχο να περιορίσει αυτό το μεσοδιάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η σύγχρονη γυναίκα μπορεί, αλλά και πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις. Όλοι πιέζουν για επίσπευση της επιθυμητής τεκνοποίησης. Ακόμα κι όταν δεν μπορούν να πιέσουν απευθείας, εφόσον το νεαρό ζευγάρι αποφασίζει από κοινού να δει πώς εξελίσσονται τα πράγματα, τότε οι πρόστυχοι άνθρωποι, που κατά τραγική ειρωνεία ανήκουν στο γενικότερο οικογενειακό περιβάλλον, αρχίζουν και σκορπούν δηλητήριο. Μήπως είναι ανίκανος; Μήπως δεν μπορεί να κάνει παιδιά εξαιτίας κάποιου γυναικολογικού προβλήματος που απέκρυψε; Μήπως; Μήπως; Χιλιάδες βρωμερά μήπως από ανθρώπους, που πρέπει να χαίρονται και να καμαρώνουν δύο νέους ερωτευμένους ανθρώπους, που σ’ εκείνη τη στιγμή της ζωής τους γνωρίζουν το Θεό και τη Θέωση. Η γυναίκα που θ’ αποφασίσει να γεννήσει παιδί, επειδή δεν άντεξε αυτές τις έντονες πιέσεις, πριν ξεκαθαρίσει μέσα της τα αισθήματα της και χωρίς να έχει εξασφαλίσει συνθήκες έρωτα μέσα στο πλαίσιο του γάμου, εγκληματεί. Είναι έγκλημα η γυναίκα να γεννά παιδιά για έναν άντρα, χωρίς να είναι βέβαιη γι’ αυτόν. Είναι σε πρώτη φάση έγκλημα σε βάρος του εαυτού της και σε δεύτερη φάση έγκλημα εναντίον του γιου της. Αν συμβεί αυτό, η γυναίκα ταυτίζεται απόλυτα με τη γυναίκα τύπου Βαβυλώνας κι αυτό στηρίζει το σύστημα. Η γυναίκα εγκαταλείπει τον εαυτό της ως άνθρωπο κι αποφασίζει ν’ αφιερωθεί στα παιδιά της, μεταλλασσόμενη σε γυναίκα-μητέρα, που μέσα στο γάμο δεν είναι “σάρκα μία”. Η γυναίκα-μητέρα ανεξάρτητα με ποιες διαδικασίες κατέληξε σ’ αυτήν τη μοναδική πλέον ιδιότητα, υποτάσσεται χωρίς όρους στον άντρα που της επέβαλαν. Στις μέρες μας δεν υφίσταται η επιβολή συζύγου, η γυναίκα όμως, λόγω της φύσης της, υποτάσσεται εντελώς εκούσια στον άντρα της, μ’ αποτέλεσμα να διατηρούνται τα επιθυμητά για το σύστημα χαρακτηριστικά της βάσης. Από τη στιγμή που η γυναίκα γίνει μητέρα, γίνεται ο πυρήνας του σπιτιού και η ζωή της συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με τη ζωή των παιδιών της.

Η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι είναι αυτή, που περιγράφει ο Χριστός στο Λόγο Του. Στην ιδανική κατάσταση, που περιγράφει κατ’ αρχήν ο Χριστός, έχουμε τον πατέρα και τη μητέρα ως “σάρκα μία” και μέσα απ’ αυτήν τη “σάρκα μία” υπάρχει η δυνατότητα για τη μελλοντική απελευθέρωση του γιου ως πνεύμα και την ένωσή του με τη γυναίκα που επιθυμεί. Όμως στην περίπτωση που ο Χριστός μιλά για τα όσα συμβούν μετά την αποστολή Του, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Υπάρχουν άνθρωποι έξω από τη φυσική οικογένεια, που αποτελείται από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά και την επηρεάζουν με τρόπο αρνητικό. Η πεθερά που αναφέρει ο Χριστός, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος.

Για να μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει και δημιουργείται αυτή η ένταση μέσα στην οικογένεια, πρέπει κατ’ αρχήν να ξεχωρίσουμε ορισμένα πράγματα. Ο άνθρωπος γενικά, είτε πρόκειται γι’ άντρα είτε για γυναίκα, έχει δύο σημαντικές φάσεις στη ζωή του. Πρώτη φάση και σημαντικότερη είναι η φάση, που περιλαμβάνει το χρόνο ζωής του από τη στιγμή της γέννησής του μέχρι την ενηλικίωσή του, κατά τη διάρκεια της οποίας παίρνει τα τέλεια χαρακτηριστικά του “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού.. είναι ώριμος να γίνει “σάρκα μία” και μ’ αυτόν τον τρόπο να βαδίζει προς τη Θέωση, που είναι πλέον προσωπική υπόθεση και λαμβάνει χώρα στη δεύτερη φάση της ζωής του. Η δεύτερη φάση σ’ αντίθεση με την πρώτη, έχει να κάνει αποκλειστικά με προσωπικούς χειρισμούς του καθενός από εμάς και δεν επιτρέπεται κανένας συμβιβασμός, εφόσον και η γνώση και η ωριμότητα δόθηκαν στην πρώτη φάση. Ο άνθρωπος μεγαλώνει κι ολοκληρώνεται ως ον μέσα στην οικογένεια, είτε είναι άντρας είτε γυναίκα. Επομένως μέσα στους κόλπους της θα συμβεί αυτή η μεταβολή. Από τη στιγμή που επέλθει η μεταβολή το αμέσως επόμενο σύμπτωμα, θα είναι η αποκόλληση.

Ελάχιστο χρόνο πριν συμβεί αυτή η ωρίμανση που επιταχύνει ο έρωτας, ο άνθρωπος έχει ανάγκη την οικογένεια του κι επίσης, ελάχιστο χρόνο μετά, ο ίδιος άνθρωπος σκέφτεται και δρα προς την κατεύθυνση δημιουργίας της δικής του οικογένειας. Από τη στιγμή που η μοιχεία είναι το καθεστώς μέσα στην οικογένεια, η αποκόλληση θα γίνει για το γιο από τη μητέρα, ενώ στην περίπτωση της κόρης δε συμβαίνει το ίδιο, εφόσον υπάρχει μέσα στην οικογένεια σε συνθήκες ψυχικής αυτονομίας. Ο άντρας-πατέρας που έχει βγει πλέον από την κύρια δομή της οικογένειας, που είναι η μητέρα, δεν πρωταγωνιστεί σ’ αυτήν τη σημαντικότατη φάση της ζωής των παιδιών του. Πρωταγωνιστής είναι μόνον η μητέρα κι αυτό, γιατί είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει.. είναι η μόνη, που σε συνθήκες μοιχείας θίγεται κι αυτό τη μετατρέπει σ’ αρνητικό παράγοντα για τα παιδιά της.

Η γυναίκα έχει τη δύναμη ν’ αγνοήσει τον έρωτα και να ζήσει μία ζωή, χωρίς να καταδιώκεται απ’ αυτόν, όπως ο άντρας. Αυτή η δύναμη προέρχεται από τη μέγιστη μορφή της αγάπης που μπορεί ν’ αναπτύξει ο άνθρωπος κι είναι η αγάπη της μητέρας προς το παιδί. Το σύστημα σ’ αυτό στηρίζει τις δυνάμεις του. Ωθεί τη γυναίκα ν’ αγνοήσει τη φύση της, που έχει ανάγκη τον έρωτα και την αναγκάζει να ταυτίζει τη ζωή της μ’ αυτή των παιδιών της. Όπως είναι φυσικό, ο άνθρωπος δυσκολεύεται να δεχτεί μερικά πράγματα. Μπορεί κάποιος να πείσει μία γυναίκα ότι για το γενικό καλό, θα πρέπει να θυσιάσει ένα παιδί της; Μπορεί κάποιος να φανταστεί μία μητέρα να εκμεταλλεύεται τα παιδιά της, για να μπορεί αυτή να τεμπελιάζει στο σπίτι της; Όλα αυτά είναι αδύνατα, γιατί η γυναίκα είναι πλασμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να υπηρετεί και όχι να υπηρετείται από τα παιδιά της.

Ανάμεσα στα πράγματα που ο άνθρωπος-γυναίκα αρνείται να δεχτεί, είναι η ωρίμανση των παιδιών κι ειδικότερα των αρσενικών παιδιών. Είναι αδύνατον —και σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το παγκόσμιο πρόβλημα— μία γυναίκα, που θυσίασε στην κυριολεξία τη ζωή της για τα παιδιά της, να δεχτεί ότι αυτά ωρίμασαν και την επόμενη φάση της ζωής της θα πρέπει να τη ζήσει χωρίς αυτά.

Όταν ο Χριστός αναφέρει το φυσιολογικό, που είναι η εγκατάλειψη από μέρους του άντρα της δομής της οικογένειας, αναφέρεται στην περίπτωση που ο πατέρας και η μητέρα είναι “σάρκα μία”. Όταν η μητέρα είναι και γυναίκα, που απολαμβάνει τον έρωτα του άντρα της, αυτή η εγκατάλειψη είναι ανώδυνη κι αποτελεί χαρά για την οικογένεια. Η μητέρα χαίρεται και δοξάζει το Θεό, που την αξίωσε να μεγαλώσει μέσα στα σπλάχνα της ένα νεαρό Θεό. Χαίρεται, όταν βλέπει το παιδί, που κάποτε η ίδια ήταν όλη του η ζωή, να περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους αναζητώντας τον έρωτα και την ευτυχία. Η μητέρα αισθάνεται όπως ένας άνθρωπος, που κρατά στα χέρια του ένα μικρό πουλάκι κι απ’ αυτόν εξαρτάται ολόκληρη η ζωή του. Ο Θεός την έχει προικίσει, ώστε να μην υπολογίζει το κόστος υπηρετώντας το γιο της.. της δίνει τη δυνατότητα να νιώσει τη χαρά που νιώθει αυτός ο άνθρωπος, που ανοίγει τη χούφτα του κι ελευθερώνει το πουλί, χαρίζοντάς του το υπέρτατο αγαθό, που είναι η ελευθερία του. Για να συμβούν όμως όλα αυτά, θα πρέπει η γυναίκα να έχει έναν άντρα, που της δίνει ευτυχία. Ο άνθρωπος-γυναίκα είναι ευτυχισμένος, όταν ζει σε συνθήκες έρωτα. Το μητρικό ένστικτο τής δόθηκε επιπλέον, για να μπορεί μέσα σ’ αυτήν την ευτυχία να μεγαλώσει με δύναμη κι αυτοθυσία τα παιδιά της.

Η γυναίκα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και στη σύγχρονη δεν έχει την πολυτέλεια του έρωτα κι από εδώ ξεκινούν όλα τ’ άσχημα για την ανθρωπότητα. Επειδή δεν έχει πού να στραφεί, αγωνίζεται να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη μητρική ευτυχία. Δεν ανοίγει τη χούφτα της κι αφήνει το παιδί της να παλεύει για την ελευθερία του. Η τρομερή αγάπη ανάμεσα στο γιο και στη μητέρα είναι αυτή, που στο τέλος σκοτώνει το παιδί και το μετατρέπει σ’ έναν άνθρωπο χρήσιμο για την κοινωνία της εξουσίας. Όταν το παιδί σπάσει αυτούς τους δεσμούς, τότε και μόνον τότε είναι έτοιμο να μπει στη Βασιλεία των Ουρανών. Το μεγάλο κι άλυτο πρόβλημα που δεν επιτρέπει στην κοινωνία να μεταλλαχθεί, είναι η υποτίμηση του έρωτα κι ο καταναγκασμός των ανθρώπων να μοιράζονται τη ζωή τους μ’ ανθρώπους που στην καλύτερη περίπτωση απλά ανέχονται. Αν οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, σε καμία περίπτωση η μητέρα, που γνωρίζει το μέγεθος της ευτυχίας που προσφέρει ο έρωτας, δε θα εμπόδιζε το γιο της ν’ αρχίσει την αναζήτηση. Αν η ίδια γευόταν τον έρωτα, δε θα έβλεπε μ’ αγωνία το μέλλον μετά από τη φυσιολογική εγκατάλειψή της από το γιο της. Η αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ τους είναι τόσο μεγάλη, ώστε σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να επιτρέψει τη γέννηση της αδιαφορίας.

Όμως απ’ αυτό το υγιές ενδιαφέρον τού γιου προς τη μητέρα μέχρι την απαίτηση από μέρους της για κοινή πορεία υπάρχει μία τεράστια διαφορά, που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτεται. Ο γιος από τη στιγμή που προσκολλάται στη γυναίκα του, γίνεται ένα με τη δομή της κι είναι ένας καινούριος διπλός άνθρωπος, που έχει μπροστά του μία ζωή να ζήσει. Η κάθε επέμβαση της μητέρας ως δομής που φιλοξένησε το γιο της, τη φέρνει αντιμέτωπη με την καινούρια δομή στην οποία αυτός φιλοξενείται και δημιουργεί ένταση. Η γυναίκα του γιου της σε καμία περίπτωση —κι αυτό είναι το σωστό— δε δέχεται να μοιράζεται το σύντροφο της. Είναι θέμα χρόνου να επέλθει η ρήξη και να μάχεται σκληρά η μία την άλλη. Η μάχη αυτή, εφόσον είναι μεταξύ γυναικών, είναι τόσο σκληρή, ώστε ο άντρας δεν μπορεί ν’ αντέξει. Οι γυναίκες είναι πανίσχυρες και μπορούν ν’ ακολουθούν τις επιλογές τους, όσο σκληρές κι αν είναι. Ο άντρας δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη φύση του και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους θυσίες. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ν’ αποφασίσει, ακόμα και με την απόλυτη γνώση πράγματα, που είναι μεν σωστά αλλά απαιτούν σκληρότητα. Γνωρίζει ότι η ευτυχία σε κάθε περίπτωση είναι με τη γυναίκα του και όχι με τη μητέρα του. Γνωρίζει ότι ένα ζευγάρι δεν μπορεί να λειτουργήσει με εξωτερικές παρεμβάσεις, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι. Οτιδήποτε εισέρχεται ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι “σάρκα μία”, διαταράσσει τη δυναμική και τείνει να σκοτώσει τον έρωτα χωρίζοντας έτσι τους ανθρώπους. Όλα αυτά τα γνωρίζει ο άντρας και ξέρει ότι πρέπει να σταματήσει μιά για πάντα κάθε παρέμβαση της μητέρας του. Όμως η ευφυΐα του και η ευαίσθητη φύση του δεν του δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Είναι αρκετά έξυπνος, ώστε να καταλάβει την αγωνία αλλά και τ’ αδιέξοδα της μητέρας του, που τον κάνουν μοναδικό στη ζωή της. Γνωρίζει ότι αν την αποκλείσει από τη ζωή του, τη στέλνει στο θάνατο. Για μία γυναίκα της οποίας ολόκληρη η ζωή είναι μία τραγωδία και η μόνη ελπίδα είναι τα παιδιά της, ένας αποκλεισμός από τη ζωή τους σημαίνει θάνατος. Ελάχιστα διαφέρει από ένα νεκρό μία γυναίκα, που ζει μ’ έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ και τα παιδιά της όταν ενηλικιωθούν, την εγκαταλείπουν.

Όλα αυτά τα γνωρίζει ο γιος κι είναι εξαιρετικά ευαίσθητος, για να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Προσπαθεί με τεχνάσματα και συμβιβασμούς να κατορθώσει το ακατόρθωτο και στο τέλος όλοι μαζί βρίσκονται στην Κόλαση κι ακολουθούν την επιθυμητή για το σύστημα πορεία. Η γυναίκα που τον αγάπησε, αργά αλλά σταθερά παύει να τον αγαπά και γίνεται κι αυτή με τη σειρά μητέρα κλείνοντας ένα ραντεβού με το θάνατο. Όλες αυτές οι καταστάσεις τις οποίες έχουν βιώσει όλοι οι άνθρωποι σχεδόν, δίνουν γνώση κι αυτή η γνώση είναι επικίνδυνη. Η γυναίκα που είδε να χάνει τη μάχη από τη μητέρα του άντρα της, γνωρίζει πλέον ορισμένα πράγματα, που την κάνουν επικίνδυνη αυτήν τη φορά για το γιο της και μ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται με το πέρασμα των γενιών, χωρίς ν’ αλλάζει το παραμικρό.

Η γνώση που παραπάνω θεωρήσαμε επικίνδυνη, είναι η γνώση των δεδομένων που έχει η γυναίκα, που έχασε τη μάχη της από τη μητέρα τού άντρα της. Όσο εξελισσόταν η μάχη μεταξύ των δύο δομών, ο άντρας προσπαθώντας να συμβιβάσει τ’ ασυμβίβαστα, αποκάλυψε τις σκέψεις του στη γυναίκα του. Όλες τις φοβίες και τις ευαισθησίες του άντρα απέναντι στη μητέρα του τις γνωρίζει η γυναίκα, όχι επειδή τις ανακάλυψε μόνη της, αλλά επειδή της γνωστοποιήθηκαν από τον άντρα της. Ο άντρας της γνωστοποίησε πόσο πολύ υπέφερε η μητέρα του στη ζωή της και πόσο άδικο θα ήταν να την εγκαταλείψει. Ο ίδιος της αποκάλυψε ότι η μόνη χαρά πλέον στη ζωή της μητέρας του, είναι αυτός. Η ίδια γνωρίζει από μόνη της ότι τελικά η απόφαση του ήταν να μην εγκαταλείψει τη μητέρα του κι αυτό σήμανε το τέλος του έρωτα. Μ’ όλα αυτά στο μυαλό της η μοιχαλίδα, η γυναίκα που ζει μ’ έναν άντρα με τον οποίο δεν είναι “σάρκα μία”, ακολουθεί μία πορεία, που είναι εγκληματική για το γιο της.

Αν ακολουθούσε το Λόγο του Χριστού, την επομένη κιόλας ημέρα που θα διαπίστωνε ότι δεν υπάρχει έρωτας και άρα “σάρκα μία”, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον άντρα της. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα έσωζε τον εαυτό της και τα παιδιά της. Μία γυναίκα μόνη μπορεί πάντα να μεγαλώσει τα παιδιά της και μάλιστα χωρίς κανέναν ενδοιασμό ν’ αναζητήσει τον έρωτα. Από τη στιγμή που δεν τον εγκαταλείπει, εκτελεί συνειδητά πορνεία, που είναι η μεγαλύτερη θυσία για μία γυναίκα. Το τραγικό όμως είναι ότι αυτή η θυσία όχι μόνον είναι ανώφελη, αλλά κι επικίνδυνη. Από τη στιγμή που η γυναίκα δεν εγκαταλείπει τον άντρα και ζει μαζί του για να εξασφαλίσει τους καρπούς των κόπων του για τα κοινά παιδιά, αρχίζει και γίνεται τρομερά επικίνδυνη. Η θυσία για τη γυναίκα είναι κάτι το αυτονόητο, όταν πρόκειται για τα παιδιά της κι αυτό δυστυχώς το γνωρίζει το σύστημα.

Αν η οποιαδήποτε γυναίκα πάρει τη σωστή και δύσκολη απόφαση έγκαιρα και τραβήξει το δρόμο της, εξοντώνεται στην κυριολεξία από το κοινωνικό της περιβάλλον, που είναι κι αυτό παγιδευμένο. Στο μυαλό όλων των ανθρώπων είναι αποτυπωμένο αυτό, που εξυπηρετεί το σύστημα και δεν είναι τίποτε άλλο από την άποψη ότι έπρεπε να παραμείνει μέσα στο πλαίσιο του γάμου για τα παιδιά της. Ενώ αυτή πήρε την πιο δύσκολη απόφαση υπέρ των παιδιών της, οι άθλιοι γύρω της προτείνουν ως θυσία το πιο εύκολο για τη γυναίκα. Το δύσκολο είναι να πάρει κάποιος μία απόφαση, που χρειάζεται τρομερούς κόπους κι αγώνα και όχι αυτό, που δεν απαιτεί τίποτε. Το μητρικό ένστικτο της γυναίκας μπορεί να την κρατήσει ήρεμη κι ευτυχισμένη μέσα σ’ ένα σπίτι στο οποίο ο άντρας είναι ξένος. Η γυναίκα δεν έχει ενδοιασμό να εκμεταλλεύεται τον κόπο αυτού του ξένου και ν’ απολαμβάνει άπειρο χρόνο κοντά στα παιδιά της. Το πραγματικά δύσκολο είναι να βγει έξω στην κοινωνία και να παλέψει για τα παιδιά της. Να τα στερηθεί όλη την ημέρα για να τους δώσει ένα κομμάτι ψωμί. Να γίνει και μητέρα και πατέρας για ένα διάστημα, μέχρι να βρει τον άντρα που θα γίνει “σάρκα μία”. Η ύπουλη κοινωνία θεωρεί το εύκολο δύσκολο και το δύσκολο εύκολο. Τη γυναίκα τη θέλει ζωντανή ιδιοκτησία όσον αφορά τις επιλογές της, ενώ στη σχέση με τα παιδιά της τη θέλει επικίνδυνη.

Η γυναίκα όπως κι ο άντρας, είναι θνητοί. Είδαμε στην περίπτωση του άντρα ότι την χωρίς μέτρο εργασία κι την υπέρμετρη φιλοδοξία ακολουθεί κάποια στιγμή η εξόντωση, γιατί αυτός έχει αρχίσει στο μεταξύ να γερνά. Η γυναίκα δεν έχει αυτό το πρόβλημα, γιατί, όπως γνωρίζουμε, ο χρόνος που δαπάνησε για τα παιδιά της, είναι ένας χρόνος με νόημα και όχι κενός, όπως ο χρόνος του άντρα. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Η γυναίκα γερνάει όπως κι ο άντρας. Αν ήταν αθάνατη, ο γιος της που τη λατρεύει, θα μπορούσε για να τη λυτρώσει και για να λυτρωθεί ο ίδιος, να την ωθήσει προς τον έρωτα, ώστε να βρει κάποιο νόημα στη ζωή της και να μην παραμένει προσκολλημένη σ’ αυτόν. Όμως η θνητή γυναίκα έχει στο μεταξύ γεράσει κι έχει κουραστεί από τη ζωή. Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι για νέους, που θέλει δυνάμεις, ζωντάνια και δίψα για ζωή. Η γυναίκα που βαδίζει προς το τέλος της ζωής της ούτε μπορεί ούτε θέλει να παίζει με τον έρωτα. Είχε τη δύναμη να τον αρνηθεί νέα, είναι δυνατό να τον ακολουθήσει στην ηλικία που ο άνθρωπος αναζητά την ηρεμία; Ακόμα κι αν υπάρχουν τα δεδομένα, η κοινωνία δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση μία τέτοια κατάσταση, που την απειλεί.

Η κοινωνία θέλει και το καταφέρνει να επιβεβαιώσει το Λόγο του Χριστού, που μέσα στην οικογένεια βάζει και την πεθερά να μάχεται τη νύφη. Η μητέρα του άντρα πρέπει οπωσδήποτε να παραμένει στη μάχη, που, όταν συμβαίνει μέσα σε μία οικογένεια, δημιουργεί και συντηρεί την επιθυμητή μοιχεία. Η κοινωνία έχει νικήσει, όταν αναγκάζει τη γυναίκα να πάρει την εύκολη γι’ αυτήν απόφαση να εκτελέσει πορνεία κι όταν βάζει τη μητέρα του άντρα στην οικογένεια. Όταν συμβούν όλα αυτά, συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Μία οικογένεια που τη βαστούν ενωμένοι μόνον οι τύποι και μέσα σ’ αυτή υπάρχουν συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις. Οι αντιπαραθέσεις αυτές, που περιγράφονται σαφώς από το Χριστό, είναι αυτές που βάζουν φωτιά στη Γη.

Ο Χριστός ακολούθησε πιστά το Σχέδιο του Πατέρα Του και η φωτιά που άναψε στη Γη κι είναι η αιτία της απώλειας της ειρήνης, είναι όλες αυτές οι συγκρούσεις. Τίποτε απ’ όσα περιγράφει ο Χριστός δεν είναι ανακριβές. Κάθε λέξη είναι τέλεια ειπωμένη και δε χρειάζεται ούτε να προσθέσει κάποιος κάτι ούτε ν’ αφαιρέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι στην οικογένεια δεν παίρνει μέρος ούτε ο πεθερός, ο πατέρας του άντρα, ούτε κι οι γονείς της γυναίκας. Όσοι αναφέρονται, αυτοί και μόνο είναι οι πρωταγωνιστές. Αν εξετάσουμε αυτούς, που συγκρούονται, θα δούμε τις αιτίες για τις οποίες συμβαίνουν όλα αυτά και τ’ αποτελέσματα που μένουν, ώστε και η επόμενη γενιά να υποφέρει το ίδιο. Τα συγκρουόμενα μέλη, αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή το Λόγο του Χριστού, αφορούν μέσα στην οικογένεια μέλη του ίδιου φύλου. Δε συγκρούονται σε καμία περίπτωση ο πατέρας με την κόρη ή ο γιος με τη μητέρα. Πάντα συγκρούονται ο πατέρας με το γιο και η μητέρα με την κόρη μέσα στη φυσική οικογένεια, ενώ ο μόνος εξωτερικός παράγοντας, που έχει δράση κι είναι η πεθερά, συγκρούεται αποκλειστικά με τη νύφη.

Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι: είτε ο γάμος ξεκίνησε με τη μοιχεία μέσα του, όπως συμβαίνει στην κοινωνία της Βαβυλώνας, είτε ο έρωτας φθάρθηκε κι εμφανίστηκε η μοιχεία, για να υπάρχει όλο αυτό το σύνολο, σημαίνει ότι η γυναίκα έχει αποφασίσει να εκτελέσει πορνεία. Αυτή η απόφαση είναι, που την οδηγεί στην υποταγή και γι’ αυτό στο Λόγο του Χριστού δεν περιγράφεται σύγκρουση μεταξύ άντρα και γυναίκας. Όλη αυτή η κατάσταση είναι αυτό που συνέβη μετά την έλευση του Χριστού υπηρετώντας το Μυστικό Σχέδιο και μέχρι να τελειώσει υπηρετεί το σύστημα, αφού αυτό την προκαλεί. Η πεθερά μπαίνει μέσα στην οικογένεια, όταν υπάρχει διπλή μοιχεία. Πρώτη μοιχεία είναι η δική της που την αποδεικνύει η προσκόλλησή της πάνω στο γιο της και δεύτερη μοιχεία είναι του γιου της, που με τη σειρά της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δίνει τη δυνατότητα στη μητέρα του να μάχεται τη γυναίκα του.

Η σύγκρουση πεθεράς και νύφης είναι η πιο ισχυρή κι αυτή είναι η πιο επιθυμητή. Ως μοιχαλίδα η μητέρα γνωρίζει πώς σκέφτεται η μοιχαλίδα νύφη της και μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τη δυνατότητα να υπηρετεί το γιο της και να εξασφαλίζει την παρουσία της. Γνωρίζει ότι δύο άνθρωποι, που ζουν μαζί, πολλές φορές ερωτεύονται ανεξάρτητα από τις συνθήκες, που προηγήθηκαν, κι αυτό δεν το επιτρέπει σε καμία περίπτωση, εφόσον την απειλεί. Αν το ζευγάρι αρχίσει και βρίσκει το δρόμο του έρωτα, αυτή η γυναίκα τον πολεμάει δημιουργώντας συνθήκες, που φέρνουν γκρίνια και συνεπώς φθορά στη σχέση. Όταν καταφέρει κι εξαλείψει κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, τότε φέρεται στη νύφη με το χειρότερο τρόπο κι εξαιτίας της μοιχείας, που συνεπάγεται την απουσία του άντρα από το σπίτι, είναι τα μάτια του και τ’ αυτιά του μέσα στο σπίτι. Επειδή η μοιχαλίδα μητέρα γνωρίζει πώς σκέφτεται η νύφη και θέλει να διατηρήσει αυτόν το γάμο, που της δίνει τη δυνατότητα να μένει κοντά στο γιο της, αρχίζει κι ελέγχει έντονα τη νύφη. Δε θέλει να συναναστρέφεται με κανέναν, που μπορεί να την επηρεάσει και δεν την αφήνει μόνη. Μ’ αυτό καταφέρνει και σώζει δήθεν την υπόληψη του γιου της από μία απιστία, αλλά το πιο σημαντικό αποτρέπει την εγκατάλειψη. Αν η γυναίκα που πήρε την εύκολη κι επιθυμητή απόφαση για το σύστημα ερωτευτεί, τότε ο έρωτας μπορεί να την ωθήσει σε μία καινούργια σκέψη κι απόφαση. Η μητέρα του άντρα το φοβάται αυτό, γιατί αν ο γιος της μείνει μόνος, την επόμενη φορά σίγουρα θα την περιορίσει, αν δεν την αποβάλλει για πάντα από την οικογένεια του φοβούμενος μία δεύτερη εγκατάλειψη.

Το σύνολο αυτής της άσχημης συμπεριφοράς της πεθεράς απέναντι στη νύφη, εκτός των άλλων, διδάσκει στη γυναίκα-νύφη ορισμένα πράγματα. Γνωρίζει ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει έρωτας, ο άντρας, εξαιτίας της αδυναμίας του να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα του, καλύπτοντας τις ανάγκες της φύσης του κι εφόσον δεν είναι αυθύπαρκτη δομή, ξαναγυρνά στη μητέρα του. Αυτή η συμπεριφορά της πεθεράς προϋποθέτει πάνω απ’ όλα ελευθερία, που με τη σειρά της προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Η πεθερά είναι ελεύθερη να δρα κατά βούληση, μόνον αν ο γιος της την εμπιστεύεται. Όπως, όταν ήταν μικρός, αυτή του εξασφάλιζε τις επιθυμητές γι’ αυτόν συνθήκες, έτσι και παντρεμένος της εμπιστεύεται το σπίτι του. Αντί να του φυλάγει πλέον τα παιχνίδια, του φυλάγει τη γυναίκα. Για να εξασφαλίσει η πεθερά την παρουσία της και το ρόλο της, είναι πολλές φορές σε θέση να περιγράφει ψεύτικες καταστάσεις, που προκαλούν άγχος στον άντρα κι ενισχύουν τη θέση της. Η ζωντανή ιδιοκτησία που εξασφαλίζει στον άντρα η πατριαρχική κοινωνία, έχει μόνιμο φρουρό μέσα στο σπίτι, που την παρακολουθεί μέρα και νύχτα. Ο μοιχός άντρας μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται κι έχει τη δυνατότητα ν’ απουσιάζει, όποτε θέλει από το σπίτι είτε ακολουθώντας τις άρρωστες φιλοδοξίες του είτε απολαμβάνοντας την άπειρη πορνεία που προσέφερε και προσφέρει η κοινωνία.

Όλη αυτή η γνώση των όσων συμβαίνουν, κάνουν επικίνδυνη τη γυναίκα. Από τη στιγμή που αφιερώνει τη ζωή της στα παιδιά της, είναι αδύνατο να τ’ αφήσει αμαχητί. Έτσι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι να δημιουργήσει συνθήκες και σχέσεις, που, όταν έρθει η ώρα, θα της δώσουν τη δυνατότητα να νικήσει κι αυτή τον έρωτα του γιου της διασφαλίζοντας έτσι τη μη φυσιολογική επαφή μ’ αυτόν ως το θάνατό της. Από τη στιγμή που η πεθερά μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι, αλλάζουν οι συνθήκες κι αυτό που πλέον ισχύει, είναι ότι η οικογένεια ζει μέσα σε συνθήκες έντασης. Ο άντρας είναι πρακτικά απών, ακολουθώντας αυτά που του υποδεικνύει το σύστημα, και υπάρχει μέσα στο σπίτι ως η ύψιστη μορφή εξουσίας με δικαιώματα, που σε κάποιες άλλες εποχές ήταν ακόμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της οικογένειας. Η πεθερά και μητέρα του είναι ένας επιστάτης, που βλέπει και κρίνει τα πάντα και στη συνέχεια αναφέρει τα όσα συμβαίνουν στον άντρα-εξουσία.

Ανάλογα με τη συμπεριφορά αυτής της εξουσίας απέναντι στη γυναίκα και την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, που, όπως θα δούμε, είναι σημαντικότατος παράγοντας, η γυναίκα κινείται, όσον αφορά τα αισθήματα της απέναντι στον άντρα, ανάμεσα στην ανοχή και το μίσος. Από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, αγγίζει τη Θέωση. Είναι ο Θεός των παιδιών της και σ’ αυτά χαρίζει τη ζωή της. Καμία γυναίκα δεν ξεχωρίζει τ’ αρσενικά παιδιά από τα θηλυκά. Όμως ο Χριστός ως απόλυτος γνώστης δεν μπορεί να κάνει λάθος κι είναι αναγκαίο να βρούμε σε ποιο σημείο εμφανίζεται η αντιπαλότητα μεταξύ μητέρας και κόρης. Η κόρη κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής της δε στερείται σε καμία περίπτωση την αγάπη της μητέρας. Μεγαλώνει μέσα στο ίδιο περιβάλλον αγάπης όπως και οι γιοι. Η διαφορά είναι ότι, όπως προέκυψε κι από το Λόγο του Χριστού, είναι δομή αυθύπαρκτη. Όταν φτάσει η κόρη στο σημείο ωρίμανσης, είναι γυναίκα όμοια ακριβώς με τη μητέρα της. Όμως η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι η κόρη, ώριμη και τέλεια, είναι νεότατη και η φύση της την ωθεί στον έρωτα. Συνυπάρχει με τη μητέρα αλλά η συνύπαρξη γίνεται προβληματική λόγω διαφοράς φιλοσοφίας πάνω στα θέματα της ζωής. Η μητέρα έζησε ως μοιχαλίδα μέσα σ’ ένα σύστημα, που δεν αφήνει άλλα περιθώρια κι αποτύπωσε μέσα από τις εμπειρίες της, από τη συνολική κατάσταση μία άποψη. Όλα τα δεδομένα γύρω της την ωθούν να πιστεύει ότι είναι αδύνατο ν’ αποφευχθούν ορισμένα πράγματα. Το ισχυρό μητρικό της ένστικτο, που την έκανε ν’ αγνοήσει τον έρωτα και να νιώσει αλλά ισχυρότερα συναισθήματα, την απαλλάσσει από πολύπλοκες σκέψεις και της δίνει επιπλέον άλλοθι. Το άλλοθι το χρειάζεται, γιατί οι προτροπές κι οι πιέσεις δεν έχουν την αγνότητα που απαιτούν οι σχέσεις μητέρας και κόρης.

Η γυναίκα γνωρίζει από την προσωπική της εμπειρία ότι όσο πιο νέα κι όμορφη παντρεύεται κάποια, τόσο πιο εύκολα μπορεί να βρει τον κατάλληλο γαμπρό. Το σύνολο της ζωής της και η γνώση για τη ζωή των άλλων την κάνουν να σκέφτεται λανθασμένα κι επικίνδυνα αλλά μ’ επιχειρήματα. Όταν όπου και να γυρίσει, βλέπει την ίδια άθλια κατάσταση, που υπάρχει μεταξύ των συζύγων, όταν βλέπει γυναίκες που κάποτε ζήλεψε, επειδή είχαν τη δύναμη ν’ ακολουθήσουν τον έρωτα και ζουν πολλές φορές χειρότερα από την ίδια, που παντρεύτηκε με το ζόρι, τότε τα πράγματα είναι εύκολα… αφού η μιζέρια των συναισθημάτων είναι σίγουρη, τουλάχιστον να μη συνοδεύεται από την οικονομική φτώχεια. Επειδή η ίδια αγνοεί τον έρωτα και η γνώση της τον υποτιμά, αρχίζει κι ωθεί την κόρη της προς την πορνεία. Δε θέλει ν’ ακούσει κουβέντα για το φτωχό γειτονόπουλο, που έχει κατασυγκινήσει την κόρη της. Από το μυαλό της παρελαύνουν όλοι οι πλούσιοι γόνοι της περιοχής και φαντάζεται την κόρη της μία λαμπρή κυρία. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι η ίδια η μητέρα ωθεί την κόρη της στην πορνεία κι είναι βέβαιη ότι αυτό είναι το καλό της. Είναι τόσο βέβαιη, ώστε πιστεύει ότι κάποτε η κόρη της θα της το αναγνωρίσει. Είναι τόσο άθλια και βρώμικη η κοινωνία, ώστε πραγματικά έρχεται στιγμή που γίνεται αυτή η αναγνώριση. Σημασία έχει ότι όλες αυτές οι διαφορετικές απόψεις δημιουργούν ένταση μέσα στην οικογένεια και δικαιώνεται ο Χριστός στο Λόγο Του. Στην πατριαρχική κοινωνία αυτή η μάχη μεταξύ μητέρας και κόρης δεν κρατά πολύ, γιατί η εξουσία, ο πατέρας, θα έρθει η στιγμή που θα δώσει τη λύση που ήδη γνωρίζουμε.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής πολύ σημαντικό: η μοιχαλίδα γυναίκα της οποίας οι σχέσεις απέναντι στον άντρα είναι γενικά τυπικές και χαρακτηρίζονται από την αδιαφορία, στο σημείο αυτό αρχίζουν κι ενισχύονται. Η γυναίκα ξέρει ακριβώς πώς σκέφτεται η κόρη της κι αυτό είναι που την κάνει επικίνδυνη. Ξέρει ότι, αν τα πράγματα αφεθούν στην τύχη τους, θα έρθει στιγμή που η κόρη δε θα μπορεί να ελεγχθεί. Γνωρίζει τη δύναμη της κόρης, που είναι όμοια με τη δική της. Γνωρίζει ότι, ό,τι είναι να συμβεί, πρέπει να συμβεί το ταχύτερο δυνατόν. Βιάζεται αυτή η μητέρα να παντρέψει την κόρη της, γιατί, αν η κόρη της γευθεί τον έρωτα, είναι έτοιμη να θυσιαστεί γι’ αυτόν. Όλος ο μύθος για την παρθενιά που συνεπάγεται αγνότητα και τα συναφή, είναι ψέματα, που τα καλλιεργεί η μητέρα για ν’ αποτρέψει την κόρη από τη γνώση του έρωτα. Το καθεστώς σεξουαλικής πείνας που χαρακτηρίζει τις καθυστερημένες κοινωνίες, ενώ στηρίζει το σύστημα, που ισοπεδώνει τις γυναίκες, παρ’ όλ’ αυτά καλλιεργείται μέσα στην οικογένεια από τη μητέρα. Εδώ ακριβώς η μητέρα παίρνει μεγάλο ρίσκο. Προσπαθεί με κάθε θυσία να κάνει το σαρκικό έρωτα ταμπού για την κόρη της κι όταν έρθει αυτή η στιγμή που θα τον γευτεί, να μη γνωρίζει πώς να προφυλαχθεί. Η μητέρα αρνείται να ενημερώσει την κόρη πάνω στο θέμα της προφύλαξης, γιατί σε περίπτωση που το κάνει, παύει να είναι ταμπού.

Το σύνολο των ανεπιθύμητων εγκυμοσύνων που οδηγούν στο τεράστιο πρόβλημα των αμβλώσεων, είναι αποτέλεσμα της ηλιθιότητας των ανθρώπων. Αν ενημερώσει κάποιος, έστω και στοιχειωδώς τους νέους, σε καμία περίπτωση δε θα υπάρχει αυτό το θλιβερό δίλημμα. Η κοινωνία όμως φοβάται την ενημέρωση, γιατί δε θα μπορεί πλέον να δημιουργεί την επιθυμητή γι’ αυτή σεξουαλική πείνα των νεαρών αντρών, που τους ωθεί στην υπεραξία και στην πορνεία. Οι γυναίκες με τη γνώση του έρωτα στη συνολική του μορφή, δε θ’ ακολουθούσαν την επιθυμητή πορεία, που οδηγεί στην τεράστια μοιχεία που απαιτεί η κοινωνία για τη λειτουργία της. Η γυναίκα που τόσο πολύ υπέφερε από το σύστημα σ’ όλο το διάστημα της πατριαρχίας, μ’ αυτόν τον άθλιο τρόπο προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια. Αυτή η επικίνδυνη συμπεριφορά συναντάται στο ύψιστο σημείο μόνο στην περίπτωση που η οικογένεια είναι της μορφής που περιγράφει ο Χριστός. Η συμπεριφορά της μητέρας καθορίζεται ανάλογα πάντα με το αν υπάρχουν ή όχι αρσενικά παιδιά. Μία μητέρα που έχει μόνον κόρες, σίγουρα έχει συμπεριφορά καλύτερη απέναντι τους. Αυτή η περίπτωση εδώ δε μας ενδιαφέρει, γιατί εξετάζουμε τις δυσχερέστερες κι επομένως καλυπτόμαστε.

Η μητέρα που έχει αρσενικό παιδί, βιάζεται πάντα ν’ αποκαταστήσει όσο το ταχύτερο γίνεται κι όσο καλύτερα ως μητέρα με τη φιλοσοφία της τα κορίτσια. Αυτό γίνεται, γιατί μόνο στην περίπτωση του γιου μπορεί να εξασφαλίσει επαφή μέχρι το τέλος. Αν παντρευτεί ο γιος πριν από τις κόρες, γίνεται πολύ δύσκολο να μπει στην οικογένειά του, έχοντας αυτήν την εκκρεμότητα. Τη νύφη θέλει να τη βρει σίγουρα μόνη, για να μπορέσει να λειτουργήσει σύμφωνα με τα γνωστά. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ο γιος να επιβάλλει την παρουσία μέσα στο σπίτι και της μητέρας και της αδερφής. Το κύριο επιχείρημα του αδιεξόδου καταρρίπτεται, εφόσον η μητέρα έχει κάτι ν’ ασχοληθεί κι αυτό είναι η κόρη. Η μητέρα, αν δεν κατορθώσει να μπει από την αρχή στην οικογένεια του γιου, είναι πολύ δύσκολο να το καταφέρει μετά. Η γυναίκα θα έχει ισχυροποιήσει τη θέση της στο σπίτι του γιου της κι αυτό σημαίνει μεγαλύτερη δυσκολία. Η συνήθεια σ’ άλλους καιρούς, ο αδερφός ν’ αποκαθιστά πρώτα τις αδερφές και μετά να παντρεύεται, ήταν καθιερωμένη εκ του πονηρού, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το σύστημα έλεγχε την κατάσταση.

Πριν δούμε αυτήν καθ’ αυτήν τη σχέση μητέρας και γιου, είναι αναγκαίο να δούμε κάτι, που εκ πρώτης όψεως είναι περίεργο. Ενώ μέσα στην οικογένεια συμβαίνουν συγκρούσεις, ο Χριστός δεν αναφέρει σε καμία περίπτωση συγκρούσεις μεταξύ μελών της οικογένειας, που ανήκουν σε διαφορετικό φύλο. Η μητέρα δε συγκρούεται με το γιο ούτε η κόρη με τον πατέρα. Ο Φρόιντ πολύ σωστά εντόπισε το ευαίσθητο αυτό σημείο στις σχέσεις των μελών της οικογένειας και όχι μόνον αυτό, αλλά έδωσε και μία ονομασία, που όπως θα δούμε, είναι μέσα στη θεωρία των αριθμών. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας είναι αυτά, που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των παιδιών με το γονέα του αντίθετου φίλου. Ο Φρόιντ όμως αγνοεί το πιο σημαντικό δεδομένο. Αγνοεί ότι αυτά που πραγματικά συμβαίνουν και παρατήρησε, συμβαίνουν σε οικογένειες της υπάρχουσας κοινωνίας. Αγνοεί ότι τις περισσότερες φορές συμβαίνει να είναι οι γονείς μοιχοί μεταξύ τους. Το αγόρι θέλει να έχει δική του τη μητέρα κι εκδηλώνει μία έντονη ζήλια απέναντι στο πατέρα. Όμως αυτό συμβαίνει, γιατί το αγόρι μεγαλώνει μόνο με τη μητέρα, ενώ ο πατέρας είναι ένας άγνωστος. Δεν είναι “σάρκα μία” ο πατέρας με τη μητέρα, ώστε το αγόρι να θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη του. Ο πατέρας είναι ένας άγνωστος, που ξεκινά το πρωί από το σπίτι για τη δουλειά κι επιστρέφει το βράδυ εξουθενωμένος κι αυτό τον κάνει νευρικό κι απαιτητικό. Όταν επιβάλλει κάποιος στο παιδί να κάνει πράγματα που δε θέλει, όπως το να σταματήσει το παιχνίδι και να είναι ήσυχο, τότε αυτός ο κάποιος είναι εχθρός του. Η μητέρα κάνει πολλές φορές το ίδιο, αλλά αυτή είναι διαφορετική, εφόσον ζούνε μαζί. Ο άγνωστος όμως, που είναι ο πατέρας, είναι εχθρός και δεν έχει τη δυνατότητα να έρχεται σ’ επαφή συνέχεια με το παιδί. Το σύνολο όλων αυτών και με το δεδομένο ότι ο γιος έχει τρομερή αγάπη στη μητέρα, τον ωθούν στο να εκδηλώνει τη ζήλια.

Η μοιχαλίδα μητέρα, που από ανάγκη ανέχεται τον άντρα της, γνωρίζει αυτήν τη ζήλια και την καλλιεργεί, για να μπορέσει στο τέλος να επιτύχει το στόχο της. Αν ο πατέρας και η μητέρα ήταν “σάρκα μία” και η οικονομική τους κατάσταση αρκετά καλή, ώστε να περιορίζονται οι ώρες απουσίας του πατέρα, τότε η μητέρα θ’ άλλαζε για λίγο στάση και θα γινόταν αυτή ο φανταστικός εχθρός του αγοριού, για να το αναγκάσει να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τον πατέρα. Στην περίπτωση της μοιχείας, αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, επειδή η μητέρα θυσιάστηκε για το παιδί και το θέλει δικό της.

Από την άλλη πλευρά στη σχέση του πατέρα με την κόρη συμβαίνει το ίδιο αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Το κορίτσι μεγαλώνει με πολύ λιγότερη φροντίδα από το υπερκινητικό αγόρι, ενώ παράλληλα είναι πολύ πιο ήσυχο και πειθαρχημένο. Ο πατέρας που συνήθως είναι κουρασμένος κι αυτό τον κάνει νευρικό, λατρεύει το κορίτσι που είναι ήσυχο, ενδιαφέρεται γι’ αυτόν κι έχει την τάση να τον υπηρετεί. Στην κόρη αρέσει να χώνεται στην αγκαλιά του πατέρα, που αντιπροσωπεύει τη δύναμη και βάζει σε τάξη το θορυβώδη κι ενοχλητικό αδερφό. Για έναν κουρασμένο άντρα το κορίτσι είναι το ιδανικό παιδί, αφού είναι τόσο ήσυχο, που γαληνεύει την ψυχή και τόσο πρόθυμο, που δίνει την επιβεβαίωση που χρειάζεται ο πατέρας ότι είναι μέλος της οικογένειας. Ο πατέρας όλα αυτά τ’ ανταποδίδει μ’ όμορφα λόγια, που κολακεύουν την κόρη, η οποία ως γυναίκα είναι φιλάρεσκη από τη στιγμή που γεννιέται. Ενώ για τ’ αγόρι το τέλος της βασιλείας του έρχεται από τη στιγμή που εμφανίζεται ο πατέρας, για την κόρη εκείνη τη στιγμή αρχίζουν όλα. Όλοι οι λόγοι, που κάνουν τη μητέρα συνήθως ν’ απειλεί τους γιους μέσω της πατρικής τιμωρίας, για την κόρη δεν υπάρχουν. Η κόρη σε καμία περίπτωση όσο είναι μικρή, δε φοβάται τον πατέρα.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να τονίσουμε, είναι η εξαιρετικά γρήγορη ωρίμανση του κοριτσιού. Το κορίτσι είναι ακόμα μικρό παιδάκι, όταν αρχίζει κι αντιλαμβάνεται τι γίνεται γύρω του. Ανάμεσα στ’ άλλα που αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται από πολύ νωρίς, είναι και η μοιχεία. Το μικρό κορίτσι βράζει στην κυριολεξία, όταν η μητέρα για οποιονδήποτε λόγο φέρεται άσχημα στον πατέρα κι ακόμα περισσότερο, όταν τον κατηγορεί στο περιβάλλον της. Τον πατέρα τον γνώρισε ως Θεό καλόκαρδο και τρυφερό και δεν αντέχει ν’ ακούει τη μητέρα της να τον περιγράφει ως αποτυχημένο, μίζερο κι ανθρωπάκι. Οι σχέσεις αυτές διαταράσσονται και φτάνουν στο μίσος, όταν ο πατέρας για χιλιάδες άσχετους λόγους φέρεται σαν να ήταν ο χειρότερος εχθρός, παραδίδοντας την κόρη με τη μορφή εμπορεύματος σε κάποιον που αυτή δεν επιθυμεί. Ενώ το σύνολο των τριβών το προκαλεί η μητέρα, που θέλει να σπρώξει την κόρη στο γάμο, αυτός που τελικά χρεώνεται αυτό το σπρώξιμο, είναι ο πατέρας και μ’ αυτόν τον, τρόπο η οικογένεια αποδεσμεύει ένα δυσβάσταχτο βάρος γι’ αυτήν. Μ’ αυτόν τον τρόπο λειτουργεί το σύστημα.

Η πιο δύσκολη περίπτωση, όσον αφορά την ανάλυση της, είναι η σχέση μητέρας και γιου. Αν είχε κάποιος τη δυνατότητα να ξεκολλήσει για μία στιγμή από την κοινωνία και τα όσα αυτή συνεπάγεται, τότε θα έμενε κατάπληκτος με τα όσα συμβαίνουν. Η κοινωνία ως γνωστόν είναι πατριαρχικής μορφής. Αυτό σημαίνει ότι οι άντρες είναι αυτοί, που έχουν την εξουσία. Την εξουσία αυτή μάχονται διαρκώς οι γυναίκες με πολλούς και διάφορους τρόπους και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε ότι οι γυναίκες γεννούν τους άντρες κι αποδεδειγμένα είναι το φύλο, που μπορεί να υποστεί όλες τις θυσίες για τα παιδιά αυτού του κόσμου, είναι απορίας άξιο, γιατί η ανθρωπότητα ζει και βασανίζεται μέσα σ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες. Το σύνολο του κόσμου χιλιάδες χρόνια τώρα, γεύεται μία ζωή της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η φτώχεια, η δυστυχία κι ο φόβος. Σε μία πατριαρχική κοινωνία οι άντρες έχουν την εξουσία και η ύπαρξη αυτής της εξουσίας γεννά εκτός των άλλων κι αρνητικά φαινόμενα για τους ανθρώπους στο σύνολο τους. Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, που να μην πιστεύει ότι η αυθαιρεσία της εξουσίας είναι η πληγή της ανθρωπότητας. Όλοι οι άνθρωποι, όταν η κατάσταση γίνεται οριακή γι’ αυτούς, ξεσηκώνονταν εναντίον της εξουσίας. Οι επαναστάσεις των ανθρώπων στρέφονται πάντα ενάντια στην εξουσία. Όλα αυτά, αν τα σκεφτεί κάποιος, θα βγάλει αβίαστα το συμπέρασμα ότι φταίνε οι άντρες. Οι άντρες έχουν την εξουσία κι επομένως οι άντρες είναι αυτοί, που στερούν από το σύνολο των ανθρώπων την ευημερία και το πιο σημαντικό πράγμα, που είναι η ελευθερία.

Αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα είναι σωστό σε γενικές γραμμές, αλλά αν το κοιτάξει κάποιος με αναλυτικότερη μάτια, θα δει ότι οδηγεί σ’ αδιέξοδο. Αν ήταν απόλυτο αυτό το συμπέρασμα, τότε το σύνολο των δεδομένων θα έπρεπε να το επιβεβαιώνει. Πλήρης επιβεβαίωση θα υπήρχε, αν οι άντρες στο σύνολο τους απολάμβαναν μία ευχάριστη ζωή σε βάρος των γυναικών. Πολλές γυναίκες ξεσηκώνονται κι απαιτούν δικαιώματα, που σημαίνει συνθήκες ισότητας. Όμως για ποιες συνθήκες ισότητας μιλούν κι αγωνίζονται, όταν το σύνολο των επαναστάσεων στα πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας έγιναν από τους άντρες, που αγωνίζονται εναντίον της εξουσίας; Πώς είναι δυνατό να πιστεύουν ότι με τα δικαιώματα, που τους στερούνται, είναι δυνατό να λυθούν τα προβλήματα αυτού του κόσμου, όταν αυτοί, που τ’ απολαμβάνουν, ζουν μέσα στη φτώχεια και την ανελευθερία; Πώς είναι δυνατό να υψώνουν τη φωνή τους και να διατυπώνουν άποψη, όταν η παιδεία, που προκαλεί αυτήν την άποψη, είναι προϊόν αντρικής φιλοσοφίας; Οι γυναίκες που αγωνίζονται για τα δικαιώματα τους, έχουν τις ίδιες πηγές γνώσεων με τους άντρες, που κι αυτοί αγωνίζονται. Οι μεγάλοι αρχαίοι φιλόσοφοι όπως κι οι σύγχρονοι είναι πηγές, που ενέπνευσαν τους ανθρώπους. Όταν οι άντρες, που έχουν την εξουσία, δεν μπορούν να βρουν λύσεις για τους ίδιους, πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να πιστεύουν ότι η λύση είναι ν’ αποκτήσουν κι αυτές τα δικαιώματα των αδικημένων; Αίμα ανθρώπινο χύθηκε, για να μπορέσουν οι γυναίκες ν’ απολαύσουν τα ονειρεμένα γι’ αυτές πολιτικά δικαιώματα. Αγωνίστηκαν στα πλαίσια του συστήματος και σήμερα βρίσκονται στη χειρότερη από πότε κατάσταση. Ακόμα και στην κοινωνία της Βαβυλώνας ήταν καλύτερα, γιατί κανένας δεν μπορεί να στερήσει από τους ανθρώπους την ελπίδα. Η ελπίδα ακόμα και η πιο μάταια δίνει δύναμη στον άνθρωπο να ζήσει. Οι γυναίκες είχαν πάντα την ελπίδα κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό γι’ αυτές.

Η σύγχρονη γυναίκα δεν μπορεί να ελπίζει, γιατί έχει τη δυνατότητα ν’ αγωνιστεί σ’ έναν εκ των προτέρων χαμένο αγώνα. Οι πόρτες της εξουσίας άνοιξαν διάπλατα γι’ αυτές, μόνον που αυτήν τη φορά φαίνεται η απροθυμία τους ν’ αγωνιστούν εναντίον καταστάσεων, που είναι ανίκητες. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η κοινωνία, είναι τόσο σύνθετο, ώστε ακόμα και η ελεύθερη διακίνηση θεωριών και γνώσεων δεν απειλεί το σύστημα εξουσίας.

Υπήρχαν εποχές, όταν η εξουσία ήταν απαράδεκτα αυταρχική και ταυτόχρονα απλοϊκή στη δομή της, κατά την διάρκεια των οποίων οι φιλόσοφοι την απειλούσαν άμεσα. Ο κλέφτης φεουδάρχης δε θα μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος γνωρίζοντας ότι ανάμεσα στους δούλους του περιφέρεται κάποιος άνθρωπος, που γνωρίζει τον Πλάτωνα και το Σωκράτη. Οι άνθρωποι αγνοούν τη φτώχεια, όταν γνωρίζουν κάποια αλήθεια, που φωτίζει τη ζωή τους. Είναι ευχάριστο συναίσθημα να μπορεί ν’ αγωνίζεται κάποιος για μία θεωρία που πιστεύει ότι είναι σωστή. Οι Γάλλοι χωρικοί όπως κι οι Ρώσοι αργότερα, χάρηκαν πραγματικά, όταν άκουσαν αυτό που ήθελαν κι αποδείχθηκε αυτό που πίστευαν. Δεν είχε καμία σημασία, αν έμεναν σε καλύβες και η τροφή της ημέρας έβγαινε δύσκολα. Όταν το συναίσθημα πλημμυρίζει την ψυχή, η πείνα είναι ζήτημα δευτερεύον. Ελευθερία φώναζε ο όμορφος χωρικός και πετούσε πάνω από τη γη. Η δύναμη της πίστης δίνει φτερά στον άνθρωπο και τον ενθουσιάζει. Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να υπογραμμίσει ότι σχεδόν τίποτε δεν κερδήθηκε για όλους αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. Το κέρδος είναι τεράστιο αλλά για την ανθρωπότητα στο σύνολο της. Οι φτωχοί άνθρωποι παρέμειναν φτωχοί.

Όλα αυτά είναι σωστά αλλά για κάποιον, που ζει στο μέλλον. Αγνοεί αυτός ο κάποιος δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Το κυριότερο: ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και η “φτώχεια” είναι έννοια σχετική. Ο Αλέξανδρος παραμέρισε μόνο μπροστά στο Διογένη που θαύμαζε. Ο Διογένης ήταν πιο φτωχός από τον πιο φτωχό χωρικό, που ξεσηκώθηκε. Όμως αυτή η συνάντηση ήταν η πιο σπουδαία συνάντηση, που έχει υπάρξει πάνω στη Γη. Όλο το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται στην απαίτηση του μεγάλου Διογένη. Το κοινό σημείο μεταξύ του Διογένη και των χωρικών ήταν η γνώση. Δεν έχει καμία σημασία η ποιότητα της ή το μέγεθος της. Σημασία έχει ότι δίνει τη δύναμη στον άνθρωπο να χαμογελά, ακόμα κι αν ζει στην οικονομική αθλιότητα. Οι θνητοί χωρικοί εκείνης της εποχής έζησαν τ’ όνειρο. Δεν προδόθηκαν. Οι κομμουνιστές που αγωνίστηκαν στη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν προδόθηκαν ποτέ. Αγωνίστηκαν και πέθαναν με την ελπίδα. Εμείς οι σύγχρονοι που βλέπουμε το παρελθόν, αντιλαμβανόμαστε την προδοσία. Ο αγωνιστής εκείνης της εποχής, αλλά κι όλων των εποχών, πέθανε χαμογελαστός. Γι’ αυτόν δεν ήταν αδικία που πεθαίνοντας δεν προλάβαινε να δει τη μελλοντική κοινωνία. Γι’ αυτόν ήταν σπουδαίο ότι αγωνίστηκε κι επειδή ήταν θνητός, πέθανε μέσα στα όνειρα δικαιωμένος. Δεν είδε την προδοσία παρά είχε την πολυτέλεια να φαντάζεται τον κόσμο, όπως ήθελε και όχι όπως έγινε.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί πρέπει να δούμε τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον κόσμο. Σήμερα οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι περισσότερο από ποτέ κι αυτό, γιατί δεν μπορούν να πλάσουν όνειρα. Δεν υπάρχει γνώση, που να δίνει ελπίδα, έστω και λανθασμένη. Έχουν δοκιμαστεί τα πάντα κι ο άνθρωπος έχει κουραστεί ν’ αγωνίζεται άδικα. Ο σημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να έχει τη λάμψη του χωρικού στα μάτια του. Η λάμψη ήταν προϊόν ελπίδας. Έλαμπαν τα μάτια του ανθρώπου του οποίου το στομάχι πονούσε από την πείνα και περιέγραφε την εκάστοτε μεγάλη θεωρία. Έλαμπαν τα μάτια του φτωχού ανθρώπου, όταν μιλούσε για τον Υιό του Θεού, το Χριστό και πίστευε σ’ Αυτόν. Σήμερα ο άνθρωπος είναι παντελώς χαμένος. Έχει αποπροσανατολιστεί πλήρως. Δεν πιστεύει σε τίποτε κι αυτό είναι που μεγεθύνει τα προβλήματα του. Όλα καταρρέουν γύρω του κι αυτό, που τον απογοητεύει, είναι ότι κι αυτά τα λίγα που θα γευθεί, απαιτούν απάνθρωπο και θανατηφόρο αγώνα.

Αγνοεί τελείως το Λόγο του Χριστού, που μέσα του κρύβει την αλήθεια. “Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε Λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (ο ουρανός καί η γή θά παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δέν θά παρέλθουν,), λέει ο Χριστός και οι άνθρωποι σ’ Αυτόν πιστεύουν. Γιατί όμως, όταν ο Χριστός αρνείται να κάνει θαύμα, προσδιορίζει τη γενιά των ανθρώπων με περίεργο τρόπο; Από την εποχή του Χριστού ως τις μέρες μας δεν έχουν δει οι άνθρωποι θαύμα. Αν έβλεπαν, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά, εφόσον η υπόσχεση έχει δοθεί από το Χριστό για Θέωση κι από το Λόγο προκύπτει ότι θα δοθεί μέσω θαύματος. Το θαύμα του Ιωνά δεν το είδαν ακόμα οι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε η γενιά που περιγράφει ο Χριστός: (Ματθ. 12.39) “γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί, και σημείον ου δοθήσεται αυτή ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου.” (Η γενεά η πονηρή καί η μοιχαλίς ζητεί θαύμα, καί θαύμα δέν θά τής δοθή άλλο παρά τού Ιωνά τού προφήτου.). Τη γενιά των ανθρώπων από τότε ως σήμερα μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τ’ άθλια χαρακτηριστικά της, να τη χαρακτηρίσει με πολλούς τρόπους, που να είναι άμεσα αντιληπτοί και να την εκφράζουν απόλυτα. Μπορεί να τη χαρακτηρίσει γενιά της αθλιότητας, της υποκρισίας, της κλοπής, του ψεύδους και υπάρχουν χιλιάδες άλλοι όροι, που θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν. Επειδή όμως, όπως όλοι σήμερα γνωρίζουμε, τα πάντα ξεκινούν από την εξουσία, αυτό είναι και το κύριο χαρακτηριστικό της. Το σωστό θα ήταν, να τη χαρακτήριζε γενιά της εξουσίας. Δε γνωρίζει ο Χριστός τι θ’ ακολουθήσει; Γιατί ο καθ’ όλα περίεργος χαρακτηρισμός με τη λέξη “μοιχαλίς”; Γιατί είναι η γενιά μας “μοιχαλίς”; Η μοιχεία είναι ένα φαινόμενο, που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ανθρώπων κι αυτό εκ πρώτης όψεως είναι διάφορο της γενικής κατάστασης που επικρατεί. Πώς η μοιχεία δίνει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά στην κοινωνία;

Με δεδομένο αυτόν το χαρακτηρισμό, που δόθηκε από το Χριστό, επανερχόμαστε στο σημείο στο οποίο αναρωτηθήκαμε πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες ν’ αδικούνται από τους άντρες στο σύνολο τους, όταν αυτές τους γεννούν και η αγάπη μεταξύ τους είναι η μεγαλύτερη δυνατή. Ο άντρας γεννιέται με πρώτη ιδιότητα αυτή του γιου. Είναι γιος κι αφού η μοιχεία είναι τεράστια, είναι γιος της μητέρας του και όχι του πατέρα του. Δε βλέπει ο γιος πώς φέρεται η κοινωνία στη μητέρα του και στις γυναίκες γενικότερα; Η άπειρη ευφυΐα του και η τρομερή αγάπη προς τη μητέρα του έπρεπε να τον ωθήσουν προς την εξεύρεση λύσης. Γιατί αδρανεί και γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο συνένοχος του συστήματος; Για να τα διαπιστώσουμε όλα αυτά, είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουμε τα πράγματα από τη στιγμή που γεννιέται. Στην κοινωνία της μοιχείας στην οποία ζούμε, η λήψη της απόφασης θυσίας από την πλευρά της μητέρας είναι το σημαντικότερο συμβάν στη ζωή της. Αν η γυναίκα για οποιονδήποτε λόγο πάρει λανθασμένη απόφαση, μπορεί κι έχει τη δύναμη ν’ αλλάζει πορεία. Στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων αυτή είναι, που παίρνει τις σοβαρές αποφάσεις, που χρειάζονται γενναιότητα. Η γυναίκα εγκαταλείπει έναν άντρα, ακόμα κι όταν τον αγαπά, αν μεσολαβήσουν συνθήκες και γεγονότα, που κατά την κρίση της το απαιτούν. Δεν έχει σημασία, αν όλα τα δεδομένα είναι σωστά ή λανθασμένα. Σημασία έχει ότι, όταν κρίνει πως πρέπει να ενεργήσει κατά κάποιο τρόπο, αγνοεί το κόστος. Δεν υπάρχει κόστος, που να σταματά τη γυναίκα.

Όμως από τη στιγμή που γίνεται μητέρα, αλλάζει το σύνολο των δεδομένων. Ναι μεν αγνοεί το κόστος και θυσιάζεται, αλλά αυτήν τη φορά εμπλέκει σ’ αυτήν τη θυσία κι ανθρώπους που δεν έχει δικαίωμα να εμπλέξει. Η μητέρα ξεκινά πάντα με το σκεπτικό ότι ενεργεί υπέρ των παιδιών της. Δεν υπάρχει μητέρα, που να σκέφτεται διαφορετικά. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ξεκινά με δικό της σκεπτικό, χωρίς να γνωρίζει ποιο είναι το καλύτερο. Το πρόβλημα είναι η προσωπική άποψη της μητέρας για το καλό και το κακό. Κανένας δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την αγάπη της για τα παιδιά της, γιατί αυτό τον φέρνει σ’ αντίθεση με το Δημιουργό. Όμως η αγάπη δεν έχει σχέση με την κρίση. Ο καθένας μπορεί να την κρίνει για τις επιλογές της. Από τη στιγμή που αυτές οι επιλογές είναι προϊόν προσωπικής κρίσης, αυτό σημαίνει ότι δημιουργούν πρόβλημα. Ο διάβολος, σύμφωνα με τις Γραφές, δεν είναι λάθος του Δημιουργού. Ο διάβολος είναι ανυπάκουος και βάζει πάνω απ’ όλα την προσωπική του κρίση. Εφόσον η πατριαρχική κοινωνία των αντρών έχει αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά και οι γυναίκες γεννούν τους άντρες, το σφάλμα πρέπει να βρίσκεται σε κάποια προσωπική λανθασμένη άποψη. Εφόσον οι γυναίκες έχουν μία άποψη για τη θυσία υπέρ των παιδιών τους κι αυτή η άποψη είναι κοινή μέσα στην κοινωνία, το πρόβλημα αρχίζει κι εμφανίζεται. Η γυναίκα έχει δικαιώματα αναμφισβήτητα πάνω στα παιδιά της. Τα δικαιώματα αυτά δεν τα λαμβάνει “τιμής ένεκεν”, αλλά της αποδίδονται από τα ίδια τα παιδιά της μετά από τους υπεράνθρωπους αγώνες της.

Όλα αυτά τα δικαιώματα δεν της δίνουν βέβαια σε καμία περίπτωση δικαίωμα να φέρεται σαν Θεός παρακάμπτοντας τον πραγματικό Θεό. Ο Θεός, όταν έφτιαξε τον άνθρωπο, αποφάσισε να έχει και πατέρα και μητέρα. Αυτός τον δημιούργησε, Αυτός ξέρει τα χαρακτηριστικά του. Όταν η μητέρα γίνεται μοιχαλίδα, αγνοεί το Θεό και τον πολεμά. Ο Θεός μισεί τη μοιχαλίδα γυναίκα, γιατί στερεί από τον υιό Του τον άνθρωπο το ιδανικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από δύο γονείς και όχι μόνον από μητέρα. Η γυναίκα που θυσιάζεται για τα παιδιά της και τα στερεί μ’ αυτόν τον τρόπο τον πατέρα, γίνεται η αιτία των κακών. Σ’ αυτόν τον κόσμο μεγαλύτερη προσφορά, από άποψης θυσίας, προσέφεραν οι γυναίκες, που αρνήθηκαν να γεννήσουν παιδιά μοιχείας παρά αυτές, που γέννησαν και τα έκαναν δούλους. Είναι σκληρός ο λόγος αυτός, αλλά είναι αληθινός, επειδή σήμερα δεν υπάρχει έστω κι ένας, που να πιστεύει στο Θεό Πατέρα και να υποστηρίζει ότι αδικήθηκε από τη μητέρα του, αφού στερήθηκε το περιβάλλον της “σάρκας μίας” των γονιών.

Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να στερεί από τους ανθρώπους αυτά, που ο Θεός Πατέρας ετοίμασε γι’ αυτούς. Η γυναίκα είτε είναι “σάρκα μία” είτε μοιχαλίδα κι επομένως προσηλωμένη απόλυτα στο παιδί της, προσφέρει ακριβώς τα ίδια πράγματα σ’ αυτό. Ο έρωτας δεν αποσπά τη γυναίκα, ώστε να στερήσει το παιδί της από τη φροντίδα. Έτσι θέλησε ο Θεός, έτσι είναι τέλεια. Η μοιχαλίδα δεν προσηλώνεται σε καμία περίπτωση περισσότερο, ώστε η προσφορά της να είναι μεγαλύτερη. Αντίθετα η προσήλωση αυτή αφαιρεί. Η προσήλωση είναι αυτή που, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, δεν αφήνει τη μητέρα να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό στον άνθρωπο, που είναι η ελευθερία. Ο άνθρωπος που γνωρίζει τη Θέωση, είναι ο διπλός άνθρωπος κι αυτή η Θέωση εκτός απ’ αυτόν αφορά και τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο. Ο κάθε άνθρωπος είτε άντρας είτε γυναίκα ως “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, έχει διπλά χαρακτηριστικά, όπως αυτά του Δημιουργού. Ο άντρας έχει και θηλυκά χαρακτηριστικά, που απαιτούνται για την επιβίωση του, ενώ η γυναίκα έχει κι αυτή αντρικά. Ο άνθρωπος πολλές φορές στη ζωή του και για διάφορους λόγους μένει μόνος του. Για λόγους ισορροπίας και για να μην παρατηρηθούν άσχημα φαινόμενα, έχει χαρακτηριστικά διπλού ανθρώπου, που τον βοηθούν ν’ αντεπεξέλθει για μικρό χρονικό διάστημα. Ο άντρας που σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού αποκολλάται από τον πατέρα του και τη μητέρα του και προσκολλάται στη γυναίκα του, πρέπει να έχει τη δυνατότητα, αν τύχει οτιδήποτε, ακόμα κι ένας ξαφνικός θάνατος της γυναίκας του, να μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του, χωρίς να γυρνά στην αρχική δομή της μητέρας του.

Ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γυρνά πίσω. Πρέπει να μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του κι αυτό προϋποθέτει δυνατότητα αυτονομίας που τη δίνουν τα μεικτά χαρακτηριστικά. Ο άντρας που είναι ρευστός, πήρε από το Δημιουργό μία στοιχειώδη δομή, που περιορίζει τη φύση του, αλλά τον βοηθά να επιβιώσει. Αν ο άντρας δεν είχε τα θηλυκά χαρακτηριστικά, με τη δυνατότητά του να ταξιδεύει στο χρόνο θ’ αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα. Μία ερωτική απογοήτευση ή θα τον έστελνε πίσω στη μητέρα του ή θα τον σκορπούσε ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον σκοτώνοντάς τον. Από την άλλη πλευρά η γυναίκα ως άτομο δεν έχει αυτήν την ανάγκη, αφού μπορεί να υπάρξει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μπορεί να ζήσει μόνη, μπορεί να ζήσει ως “σάρκα μία” με την ίδια άνεση. Τα αντρικά χαρακτηριστικά τής δόθηκαν για να μπορεί ν’ ανατρέφει αρσενικά παιδιά, αν για οποιονδήποτε λόγο στερηθούν τον πατέρα τους. Αν η γυναίκα δεν είχε αυτά τ’ αρσενικά χαρακτηριστικά, το παιδί σε πολύ μικρή ηλικία θα την εγκατέλειπε ακολουθώντας δικές του επιλογές. Η εγκατάλειψη αυτή βέβαια σε ηλικία ανωριμότητας είναι επικίνδυνη κι ο Δημιουργός δε θα μπορούσε να την επιτρέψει. Η γυναίκα πρέπει, όπως και έχει τη δυνατότητα, να υπερκαλύπτει την ευφυΐα του γιου της και των φίλων του, που τείνουν να τον παρασύρουν.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δόθηκαν από το Δημιουργό, για να μην υπάρχει καμία περίπτωση τραγωδίας στην οποία ο άνθρωπος θα βρεθεί με λιγοστά εφόδια. Τα εφόδια αυτά όμως δεν είναι αρκετά, για να οδηγήσουν από μόνα τους στη Θέωση. Δόθηκαν για την επιβίωση του ανθρώπου κι ο άνθρωπος μπορεί να τα χρησιμοποιεί μ’ ασφάλεια για λίγο χρόνο, ώσπου να δώσει λύσεις στα προβλήματά του. Οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτά τ’ ατροφικά χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου είτε από το σύστημα είτε από τη μητέρα είναι εγκληματική και δίνει στον άνθρωπο χαρακτηριστικά διαφορετικά απ’ αυτά που επιθυμεί ο Δημιουργός.

Όταν η μητέρα είναι μοιχαλίδα και το αρσενικό παιδί ζει και μεγαλώνει μέσα σε μία τέτοια οικογένεια, αλλάζουν όλα τα χαρακτηριστικά του και γι’ αυτό υπεύθυνη είναι η μητέρα. Η γνώση της μητέρας που την κάνει επικίνδυνη, είναι αυτή την οποία πλήρωσε και πιο ακριβά. Στην περίπτωση που δεν προϋπήρχε ο έρωτας του γάμου, είδε τη μητέρα τού άντρα της σαν επιστάτη μέσα σ’ ένα άκαμπτο πλαίσιο εξουσίας. Στην αντίθετη περίπτωση όπου ο έρωτας προϋπήρχε, είδε τη φθορά του έρωτα, η οποία οδήγησε το γάμο στην ίδια κατάληξη.. είδε τη μητέρα του άντρα να ισχυροποιεί τη θέση της και να δίνει, μέσα στην οικογένεια του γιου της, μόνιμα χαρακτηριστικά στην παρουσία της. Η μοιχαλίδα μην έχοντας τίποτε άλλο στον κόσμο, προσηλώνεται στο γιο της, εφόσον η γνώση της δείχνει ότι μέχρι το τέλος της μπορεί να είναι κοντά του. Από τη στιγμή που το αντιλαμβάνεται αυτό είτε εσκεμμένα είτε όχι, δρα με τέτοιον τρόπο, ώστε να βρεθεί στη θέση της πεθεράς. Στα παιδικά του χρόνια το παιδί ελάχιστα χρειάζεται τον πατέρα από άποψη ανάγκης. Η μητέρα το καλύπτει και δε στερείται τίποτε. Αυτό όμως που στερείται είναι ο πατέρας ως άνθρωπος. Το παιδί μεγαλώνει σαν ορφανός. Στα παιδικά χρόνια είναι απαραίτητο ο γιος να γνωρίζει τον πατέρα, όχι γιατί τον έχει ανάγκη, αλλά γιατί, όταν θα τον έχει, θα πρέπει να υπάρχει επαφή.

Όταν στην οικογένεια της μοιχείας ο πατέρας είναι εξουσία και συνεχώς απών, τότε είναι ένας άγνωστος. Το παιδί εξελίσσεται κανονικά αλλά, όταν θα έχει ανάγκη τον πατέρα, δε θα υπάρχουν γέφυρες μεταξύ τους. Σ’ όλα του τα παιδικά χρόνια τον έβλεπε σαν εξουσία και σαν την ύψιστη μορφή τιμωρίας. Με κυρίαρχο το συναίσθημα του φόβου είναι αδύνατο να επέλθει επαφή. Μπορεί ένα παιδί να ρωτήσει τον πατέρα του για τον έρωτα, τη στιγμή που τον φοβάται; Μπορεί το ίδιο παιδί να ζητήσει από τον πατέρα του ν’ ασχοληθεί μαζί του περισσότερο, όταν έχει μάθει να λειτουργεί χωρίς άγχος μόνον κατά την απουσία του; Όλα αυτά τα δημιουργεί η μητέρα. Η μητέρα ανέχεται τον πατέρα και δε θέλει σε καμία περίπτωση να μοιραστεί τη μοναδικότητα στην εκτίμηση του παιδιού. Όταν η γυναίκα γκρινιάζει ή κατηγορεί τον πατέρα μπροστά στο γιο, πάντα εγκληματεί, είτε το κάνει άθελά της είτε εκ του πονηρού. Το αγόρι δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και παρεξηγεί. Αγαπά υπερβολικά τη μητέρα, εφόσον αυτή μόνο γνωρίζει και μισεί τον πατέρα. Όταν έχει αυτήν την άποψη για τον πατέρα, φυσικό είναι να τον ζηλεύει τις λίγες φορές, συνήθως μπροστά σε κόσμο που της φέρεται με τρυφερότητα. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα του Φρόιντ είναι αποτέλεσμα της λανθασμένης άποψης του παιδιού για τον πατέρα. Ένα παιδί βέβαια δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει ασφαλή κρίση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χρεωθούν οι γονείς αυτήν τη λανθασμένη εντύπωση κι ειδικότερα η μητέρα, που λόγω μεγαλύτερης επαφής έχει την ευχέρεια να καλύψει ορισμένα πράγματα. Το αγόρι σύμφωνα με το Χριστό κατοικεί μέσα στη δομή της “σάρκας μίας” του πατέρα και της μητέρας, μέχρι να αποκολληθεί, ώστε να προσκολληθεί αμέσως στη γυναίκα του. Ο Δημιουργός έχει προβλέψει, ο γιος να περνά το σύνολο του χρόνου μέχρι την τελική αποκόλληση μέσα σ’ αυτήν τη δομή και όχι στην ελλιπή δομή της μοιχαλίδας. Στη “σάρκα μία” ο διπλός άνθρωπος έχει τα τέλεια χαρακτηριστικά και των δύο φύλων. Υπάρχουν τ’ αυθεντικά θηλυκά χαρακτηριστικά της μητέρας, που είναι απαραίτητα για ν’ αναπτυχθεί ο άνθρωπος, αλλά υπάρχουν και τα τέλεια αντρικά χαρακτηριστικά του πατέρα, που του δίνουν τροφή μέχρι την ωρίμανσή του. Τα προβλήματα της εφηβείας του άντρα έχουν σχέση με την ελλιπή οικογένεια μέσα στην οποία αναπτύσσεται. Ο έφηβος άντρας είναι για τη μητέρα ένα παιδί, που δεν μπορεί να πάρει μόνο του τις σωστές αποφάσεις, ενώ για τον πατέρα είναι ένας άντρας, που πρέπει να πάρει αποφάσεις σοβαρές, αρκεί να είναι ταυτόσημες με τις δικές του. Όλα αυτά συμβαίνουν στην οικογένεια της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μοιχεία. Αν οι συνθήκες ήταν τέλειες, όπως τις περιγράφει ο Χριστός, η εφηβεία θα ήταν η πιο όμορφη ηλικία στη ζωή του ανθρώπου. Η “σάρκα μία” με τα τέλεια χαρακτηριστικά των δύο φύλων θα εφοδίαζε το γιο μ’ όλη τη γνώση, που του είναι απαραίτητη για να ζήσει.

Όμως πριν ασχοληθούμε μ’ αυτήν την τέλεια κατάσταση, πρέπει να δούμε την ατελή και να επισημάνουμε τις φάσεις της, ώστε να βρούμε τις αιτίες από τις οποίες αυτές προκύπτουν. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι ενώνονται για να δημιουργήσουν οικογένεια, η σχέση μεταξύ τους είναι ή ο έρωτας —η “σάρκα μία”— ή η μοιχεία στην οποία εμφανίζονται δύο σάρκες. Αυτό είναι απόλυτο και δεν επιδέχεται οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Άσπρο, μαύρο. Δεν υπάρχουν λίγο ερωτευμένοι ή λίγο μοιχοί. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει έρωτας μεταξύ των δύο γονιών, υπάρχει η μοιχεία. Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος να προβληματιστεί και να επιχειρηματολογήσει με βάση την ύπαρξη σημαντικών διαφορών σε θέματα, που έχουν σχέση με την ποιότητα της κάθε οικογένειας. Εφόσον υπάρχει μόνον έρωτας και μόνο μοιχεία, θα έπρεπε και οι οικογένειες να χωρίζονται σ’ απόλυτα καλές κι απόλυτα κακές, πράγμα βέβαια που δε συμβαίνει.

Πώς όμως δύο έννοιες τόσο απόλυτες και τόσο διαφορετικές γεννούν το σύνολο των ποιοτήτων, που μπορούν να υπάρξουν στον τομέα της οικογένειας; Μπορεί το φως να γεννήσει σκοτάδι και το σκοτάδι φως; Πώς δύο μοιχοί μπορούν να δημιουργήσουν οικογένεια, που να έχει μέσα της τη χαρά; Για ν’ αντιληφθεί κάποιος όλα αυτά, πρέπει κατ’ αρχήν να μην ξεχνά αυτό που δείχνουν οι αριθμοί ότι Μοιχεία = Εξουσία = 37, αλλά και την υπάρχουσα κατάσταση, που είναι η πατριαρχική κοινωνία. Στην οικογένεια που υπάρχει σήμερα, υπάρχει μοιχεία και την εξουσία την έχει ο άντρας. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτό, που πραγματικά γεννά τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της οικογένειας, είναι η εξουσία και όχι η μοιχεία, που γεννά αυτήν την εξουσία. Ενώ οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι απόλυτα ή “σάρκα μία” ή μοιχοί αυτό που προσδιορίζει τη λειτουργία της οικογένειας πραγματικά, είναι η εξουσία, που δίνεται στον άντρα. Η μοιχεία είναι απόλυτη, ενώ η εξουσία σχετική. Ο μοιχός δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση τη γυναίκα του, είτε επιθυμεί κάποια άλλη είτε όχι. Ένας μοιχός όμως μπορεί ν’ ασκεί εξουσία με διαφορετικό τρόπο από κάποιον άλλο. Υπάρχουν καλοί κύριοι και σκληροί κύριοι κι αυτοί είναι, που καθορίζουν τα όρια μίας μεγάλης ποικιλίας συμπεριφορών. Από τη στιγμή που η γυναίκα πάρει την απόφαση να θυσιαστεί, υποτάσσεται στον άντρα, που είναι πλέον ο κύριος της. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ο κύριος είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος του οποίου η σχέση με τη γυναίκα του είναι σχέση συνεργατών και προϊόν αυτής της συνεργασίας είναι η καλύτερη δυνατή ανατροφή των παιδιών. Η χειρότερη των περιπτώσεων είναι αυτή στην οποία ο άντρας κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων εξουσίας που του παρέχει η κοινωνία, φέρεται σαν κτήνος.

Όλες οι οικογένειες υπάρχουν και λειτουργούν ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα. Για να καταλάβει κάποιος πόσο απέχουν από την ιδανική κατάσταση που περιγράφει ο Χριστός, αρκεί να πούμε ότι η καλύτερη των περιπτώσεων απέχει από την ιδανική όσο η μέρα με τη νύχτα, το άσπρο με το μαύρο. Η μοιχεία δημιουργεί την εξουσία και η καλύτερη εξουσία από τη στιγμή και μόνον που υπάρχει φέρνει το σκοτάδι. Το ζητούμενο είναι σύμφωνα με το Λόγο του Χριστού, να πραγματοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή η αποκόλληση του γιου, ώστε να γίνει “σάρκα μία” με τη γυναίκα του. Για να γίνει όμως αυτό, η μητέρα πρέπει να είναι “σάρκα μία” με τον άντρα της, ώστε να έχει τη δική της προσωπική ζωή, που θα την κάνει να επιτρέψει αυτήν την αποκόλληση. Η παραπάνω ιδανική συνεργασία των γονιών δεν προσφέρει τίποτε απολύτως. Όταν το παιδί ωριμάσει, η συνεργασία αυτή θα φτάσει απλά στο τέλος της και η γυναίκα πάλι θα προσανατολιστεί στο γιο της. Το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση είναι η μοιχεία και όχι η εξουσία που γεννιέται από τη μοιχεία. Απ’ αυτήν την ιδανική για τη μοιχεία κατάσταση φτάνουμε στο άλλο άκρο στο οποίο αντί της συνεργασίας υπάρχει ο φόβος. Αυτά τα δύο άκρα είναι, που καθορίζουν και τη συμπεριφορά της γυναίκας απέναντι στο σύζυγο. Το ένα άκρο είναι η ανοχή και τ’ άλλο το μίσος.

Ο δεύτερος κατά σειρά παράγοντας που επηρεάζει τη σχέση μεταξύ των μοιχών συζύγων, είναι η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικογένεια. Όταν ο άντρας είναι πλούσιος, η ανοχή είναι πιο μεγάλη, εφόσον η θυσία δίνει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος προς τα παιδιά της γυναίκας. Ο γιος της γυναίκας μ’ αυτά τα δεδομένα, θα είναι για πάντα και δικός της και πλούσιος. Όταν υπάρχει πλούτος, η γυναίκα-μητέρα ανέχεται και τη χειρότερη συμπεριφορά, αρκεί αυτός ο πλούτος να είναι στη διάθεση των παιδιών της. Η σύζυγος ενός πλουσίου ανέχεται μ’ ευκολία τις απιστίες του. Η σύζυγος πάντα καταλαβαίνει πότε ο άντρας της την απατά. Η γνώση της όμως για την πορνεία, που υπάρχει στον κόσμο, την κάνουν να φοβάται να συμπεριφερθεί με σκληρότητα. Η σύζυγος του πλουσίου γνωρίζει ότι πολύ εύκολα θα βρεθεί αντικαταστάτρια της κι έτσι προσποιείται την ανίδεη. Όταν ο άπιστος σύζυγος είναι φτωχός, δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να φερθεί διαφορετικά. Ένας φτωχός και παντρεμένος γνωρίζει ότι η αντικαταστάτρια δύσκολα θα βρεθεί και θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας, για να μπορέσει ν’ αρχίσει πάλι από την αρχή. Η φτωχή μοιχαλίδα γυναίκα φέρεται σκληρά στην απιστία, γιατί φοβάται δύο πράγματα: το κυριότερο είναι η αντιμετώπιση των παιδιών της από την κοινωνία, που κρίνει τα πάντα και το δεύτερο είναι ότι στην ακραία περίπτωση που ο άντρας της ερωτευτεί κάποια άλλη και την εγκαταλείψει, θα χάσει έναν πολύτιμο πόρο.. για να τον εξασφαλίσει εκ νέου, θα πρέπει ν’ ανεχθεί κάποιον άλλο, εφόσον έχει αγνοήσει τον έρωτα κι ασχολείται αποκλειστικά με τα παιδιά της. Αυτοί οι οικονομικοί πόροι, που είναι απαραίτητοι για να μπορέσει η μητέρα να μεγαλώσει τα παιδιά της —ανεξάρτητα από το μέγεθός τους— είναι και η αιτία για την οποία υποτάσσεται συστηματικά.

Η κριτική της κοινωνίας που είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο δε χωρίζει μία γυναίκα τον άντρα της, αφού έχει τη δύναμη να την καταστρέψει, δεν μπορεί να καθορίσει τη συνολική συμπεριφορά της μέσα στην οικογένεια. Αυτό εύκολα αποδεικνύεται από τις συνθήκες, που είναι κυρίαρχες μέσα στην οικογένεια. Η υποταγή της γυναίκας στον άντρα είναι εκ του πονηρού και όχι λόγω επιβολής από την κοινωνία. Η γυναίκα είναι πανίσχυρη κι αυτό σημαίνει ότι μέσα στο γάμο μπορεί να φθείρει αυτήν την εξουσία, που της είναι επιβεβλημένη από το εξωτερικό κοινωνικό περιβάλλον. Η γυναίκα έχει τη δύναμη, την υπομονή και την αντοχή να πολεμήσει το σύζυγο μέχρι θανάτου. Αν η εξουσία του άντρα δε συνοδευόταν από την ύπουλη τακτική της κοινωνίας, της αντρικής αποκλειστικά εργασίας, το σύνολο των γάμων ελάχιστα μετά τη δημιουργία τους θα γινόταν ένα ανίσχυρο τυπικό πλαίσιο, που θα είχε ξεπεραστεί αιώνες πριν. Για να προστατεύσει η γυναίκα τον εαυτό της και τα παιδιά της, θα διατηρούσε το τυπικό αλλά θ’ απέβαλλε τον άντρα της για πάντα μέσα από το χώρο της οικογένειας. Η κοινωνία εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια των ανθρώπων εξοντώνει τον άντρα στην εργασία κι αυτό με τη σειρά του τον κάνει πολύτιμο για τη γυναίκα. Η μοιχαλίδα γυναίκα δέχεται την εξουσία του άντρα μόνον, αν κρίνει, όπως συμβαίνει πάντα, ότι υπάρχει συμφέρον για τα παιδιά. Τον τεμπέλη άντρα που είναι ανίκανος να προσφέρει την οικονομική βοήθεια απλά τον ανέχεται, γιατί πρέπει να προστατεύσει τα παιδιά της από μία αρνητική αντιμετώπισή τους από την κοινωνία.

Το νέο στοιχείο που προκύπτει, είναι ότι οι οικονομικές ανάγκες διατηρούν αυτήν καθ’ αυτήν τη δυναμική της εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι, όταν η γυναίκα δεν ικανοποιείται πλήρως από τις οικονομικές παροχές του άντρα, δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση αυτήν την εξουσία. Η ανοχή της εξουσίας και η δήθεν υποταγή της γυναίκας είναι εντελώς εκ του πονηρού. Το σύνολο των δεδομένων που κυριαρχούν μέσα σε μία οικογένεια, είναι και τα κύρια στοιχεία που η κοινωνία της εξουσίας επιθυμεί να υπάρχουν, ώστε η κατάσταση να διαιωνίζεται επ’ άπειρον. Όταν ισχύουν όλα αυτά, η μοιχαλίδα γυναίκα γίνεται ο κεντρικός πυρήνας της οικογένειας και μεγαλώνει τα παιδιά της σύμφωνα απολύτως με τη δική της άποψη.

Τ’ αρσενικό παιδί είναι βέβαια δύσκολη υπόθεση ν’ ανατραφεί και το σύνολο των λαθών της μητέρας είναι αυτό, που δημιουργεί τον άντρα δούλο, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Η μητέρα είναι πλασμένη από το Δημιουργό με τέτοιον τρόπο, ώστε στην πρώτη φάση της ζωής του αγοριού —και για ελάχιστο χρόνο σ’ οποιαδήποτε φάση— να είναι τέλεια, για να μη λείψει τίποτε από το γιο. Το μυστήριο του έρωτα και της “σάρκας μίας” είναι ακριβώς το ίδιο μυστήριο με τη σχέση μητέρας και γιου. Σ’ αυτές τις δύο φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις έχουμε ένα στόχο: η δομή να εντάξει μέσα της το πνεύμα και το πνεύμα να διαρρεύσει τη δομή κατά τρόπο τέλειο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρχει μέρος της δομής, που να μη διαρρέεται, αλλά και πνεύμα, που να περισσεύει. Ο έρωτας είναι ο Θεός, που κατορθώνει αυτήν την τελειότητα και τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει αντρικό πνεύμα για το οποίο να μην υπάρχει δομή, που να το κάνει “σάρκα μία” μ’ αυτή. Στον έρωτα συμβαίνουν τα πιο παράλογα και τέλεια πράγματα. Μία γυναίκα που ένας μέτριος άντρας θα τη χαρακτήριζε κουτή, θα μπορούσε να είναι “σάρκα μία” με τη μεγαλύτερη διάνοια όλων των εποχών.

Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της μητέρας και του γιου. Ο κάθε άντρας παίρνει από το Δημιουργό κάποια χαρακτηριστικά. Όμως η κάθε γυναίκα θα μπορούσε να είναι μητέρα οποιουδήποτε άντρα, εφόσον μόνον ο Δημιουργός δίνει χαρακτηριστικά. Η πιο κουτή γυναίκα θα μπορούσε να είναι μητέρα του πιο έξυπνου ανθρώπου και η πιο έξυπνη του πιο κουτού. Ο Θεός έδωσε το μητρικό ένστικτο στη γυναίκα, για να μπορεί πάντα να εξασφαλίζει χώρο στο γιο που θα μεγαλώσει. Αυτός ο χώρος, ανεξάρτητα από το αν η δομή της γυναίκας διαρρέεται από άντρα ή όχι, υπάρχει πάντα κι είναι σταθερός. Είναι ο χώρος στον οποίο το παιδί βρίσκει τα πάντα. Η κατανόηση, η εμπιστοσύνη, η τρυφερότητα κι όλα όσα μπορεί να δώσει η μητέρα απ’ αγάπη στο γιο της υπάρχουν εκεί μέσα. Όταν η γυναίκα είναι “σάρκα μία”, ο γιος της ζει στο χώρο, που έχει προετοιμαστεί γι’ αυτόν αλλά, όταν οι ανάγκες της φύσης του ξεπεράσουν τις δυνατότητες της μητέρας, τον συντηρεί ο πατέρας. Ο πατέρας της “σάρκας μίας” είναι αυτός, που με το πνεύμα του διατηρεί το γιο μέσα στη δομή για όλο το διάστημα μέχρι την ωρίμανση.

Όταν όμως, όπως συμβαίνει πάντα, κυριαρχεί το φαινόμενο της μοιχείας, ο παράγων πατέρας δεν υπάρχει. Η γυναίκα υστερεί πάρα πολύ και σ’ αυτό το σημείο διαπράττεται το έγκλημα εναντίον των ανθρώπων. Η γυναίκα, αδυνατώντας να τον κρατήσει στην προκαθορισμένη δομή της, μεταλλάσσεται και φέρεται ως “σάρκα μία” με το γιο. Το έγκλημα της μητέρας είναι ότι στην αγωνία της να τον κρατήσει μέχρι την ωρίμανση του, αφού του στέρησε με τις επιλογές της τον πραγματικό πατέρα, τον βγάζει στην κοινωνία με θηλυκά χαρακτηριστικά. Η μητέρα ξέρει ότι, αν βγει στην κοινωνία ο γιος ως πνεύμα ανώριμο, το βέβαιο είναι ότι θα παρασυρθεί από διάφορες τάσεις, που υπάρχουν πάντα μέσα στην κοινωνία. Αυτή η γνώση της την κάνει να καλλιεργεί στο γιο της τα θηλυκά χαρακτηριστικά του. Μαθαίνει στο γιο να κρατά αμυντική στάση στο σύνολο των παρορμήσεων του. Μαθαίνει στο γιο γενικά να φέρεται σαν γυναίκα. Ενώ ο γιος πλάστηκε από το Δημιουργό ως πνεύμα, που βγαίνει από μία δομή για να μπει σε μία άλλη, η μητέρα τον μαθαίνει να υπάρχει σαν αυτόνομο ον. Από τη στιγμή που η μητέρα είναι μοιχαλίδα, τα πρώτα μαθήματα γυναικείας συμπεριφοράς του γιου τα δίνει μέσα στη δομή της οικογένειας. Εκμεταλλεύεται γι’ αυτόν το λόγο τον άγνωστο πατέρα, ο οποίος είναι ένα ξένο κομμάτι της κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας και είναι ο ορατός φορέας της εξουσίας.

Η γυναίκα που είναι αυθύπαρκτη κι ανεξάρτητη, από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση της θυσίας φέρεται καθαρά μ’ ένα γυναικείο τρόπο. Υποτάσσεται επειδή το θέλει, υποκρίνεται επειδή πρέπει μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποφεύγει τη σύγκρουση και λέει ψέματα από τη στιγμή που υπάρχει εξουσία μ’ απόψεις όχι πάντα ίδιες με τις δικές της. Αυτή η συμπεριφορά δεν αγγίζει στο απειροελάχιστο τη δομή της γυναίκας. Το μητρικό ένστικτο την απομονώνει από το εξωτερικό περιβάλλον κι είναι τόσο ισχυρό, ώστε το σύνολο των παραχωρήσεων που κάνει ως άτομο είναι ασήμαντο. Επειδή η μητέρα γνωρίζει ότι ο γιος πολύ σύντομα θα βγει στην κοινωνία, κρίνει —με βάση την προσωπική της άποψη και φιλοσοφία— ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Η γυναίκα που είναι αυθύπαρκτη, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη από φιλοσοφία, γνώση και τακτική απέναντι στα προβλήματα και την κοινωνία. Έχει ένστικτο, που της δίνει τέλεια χαρακτηριστικά. Η αδράνεια και η αμυντική θέση που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά της, δεν είναι σε καμία περίπτωση προϊόν παιδείας. Η γυναίκα ακόμα κι αν μεγαλώσει χωρίς καμία φροντίδα, δε διαφέρει σε καμία περίπτωση από μία άλλη γυναίκα, που πήρε το σύνολο των εφοδίων. Οι πόρνες είναι δημιουργήματα της άσχημης κοινωνίας και όχι γυναίκες, που δεν πήραν έτοιμη γνώση για την ηθική και την καλή γενικά συμπεριφορά. Όταν η γυναίκα έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που της δίνουν δύναμη, δρα με τον πιο εσφαλμένο τρόπο. Βλέπει το γιο της εντελώς διαφορετικό κι ευάλωτο.

Ο άντρας δεν έχει ισχυρές εσωτερικές άμυνες, που δίνουν στο άτομο αδράνεια. Ο άντρας από τη μία στιγμή στην άλλη μπορεί ν’ αλλάξει εκ βάθρων τις απόψεις του. Τη μία στιγμή τον επηρεάζει ένας φίλος του, την άλλη ο ίδιος άνθρωπος του φαίνεται κουτός. Αποφασίζει να μελετήσει όλη την ημέρα κι είναι έτοιμος να τα παρατήσει, γιατί την επόμενη στιγμή κρίνει ότι είναι καλύτερα γι’ αυτόν να παίξει. Η μητέρα είναι σταθερή. Αν πείσει κάποιος τη μητέρα ότι μία συγκεκριμένη ενέργεια του παιδιού είναι άσχημη, μέχρι να προκύψει το ίδιο θέμα εκ νέου, θα έχει ακριβώς την ίδια άποψη. Η γυναίκα δε γεννά απόψεις, αλλά είναι αυτή, που διατηρεί τις κυρίαρχες. Όταν η κοινωνία πείθει τη γυναίκα ότι είναι απαραίτητη η ένταξη του γιου της μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, μόνον κάποια πολύ ισχυρή άποψη μπορεί να της αλλάξει την παλιά, η οποία και πάλι θα προέρχεται από την κοινωνία. Η γυναίκα που είναι ενταγμένη σ’ οποιαδήποτε μορφή κοινωνίας, είναι αυτή, που φυλάει τις υπάρχουσες απόψεις. Η δομή της εμπλουτίζεται κι ισχυροποιείται από τις εκάστοτε κυρίαρχες απόψεις. Το σύστημα που ελέγχει με τον τρόπο που είδαμε τις κυρίαρχες αυτές τάσεις, απευθύνεται στις γυναίκες, που γεννούν τους άντρες. Όταν η κοινωνία, που λειτουργεί με τη δημιουργία προτύπων, πείσει τη γυναίκα για την ποιότητα αυτών των προτύπων, τη μετατρέπει σε συνεργό της.

Η σταθερότητα της δομής της σε συνδυασμό με το μητρικό ένστικτο, που σημαίνει ανάληψη υποχρεώσεων, την κάνει υλιστικό άτομο. Μία γυναίκα που γνωρίζει τη δυσκολία της ζωής, εξ ορισμού αναζητά τον πλούτο. Ο πλούτος σημαίνει επιβίωση κι όταν είναι μεγάλος, σημαίνει καλή ζωή. Ο Χριστός όταν μιλούσε για τους πλούσιους, μιλούσε για τους άντρες, που χρησιμοποιούν τον πλούτο για την απόλαυση της πορνείας. Για τη γυναίκα ο πλούτος είναι σιγουριά κι αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητος. Μέσω αυτού τα παιδιά της δε θα στερηθούν ποτέ τίποτε κι επιπλέον θα έχουν στη διάθεσή τους όλο το χρόνο, που απαιτείται για ν’ ακολουθήσουν τις φιλοδοξίες τους, που προκαλούνται από την κοινωνία μέσω των προτύπων. Πολλοί νομίζουν ότι οι γυναίκες είναι σπάταλες και μάλιστα πιο σπάταλες από τους άντρες. Αυτό είναι βασικό λάθος γιατί, σύμφωνα με τις Γραφές, “άσωτος” είναι ο γιος κι αυτό λόγω της φύσης του. Όταν ο Χριστός λέει ότι ο φίλος θυσιάζει τη ζωή του για το φίλο, σημαίνει ότι υπάρχει περίπτωση η θυσία να είναι οικονομικής φύσης. Όταν μπορεί κάποιος να θυσιάσει τη ζωή του, μπορεί ευκολότερα να θυσιάσει την περιουσία του. Οι γυναίκες δε θυσιάζουν τη ζωή τους παρά μόνο για τα παιδιά τους. Όταν συμβαίνει αυτό και με δεδομένη την άποψή τους για τον πλούτο, εύκολα βγάζει κάποιος το συμπέρασμα ότι η οικονομική θυσία θα γίνει από μέρους τους, αλλά για ν’ αφήσουν στα παιδιά τους όσο το δυνατόν περισσότερα. Η φιλαρέσκεια της γυναίκας, όταν υπάρχουν οι δυνατότητες, την ωθούν απλά στη σπατάλη χρημάτων για πράγματα που οι άντρες θεωρούν περιττά, αλλά για τις ίδιες τις γυναίκες δεν είναι καθόλου τέτοια.

Η μοιχαλίδα είναι μία γυναίκα, στην προσωπική ζωή της οποίας κυρίαρχη έννοια είναι αυτή της θυσίας, με άμεσο όφελος την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο άνθρωπος αυτό που γνωρίζει, αυτό εφαρμόζει. Όταν η γυναίκα είναι ικανοποιημένη από τη ζωή της, νομίζει ότι βρήκε το μυστικό της ζωής και προσπαθεί να το μεταφέρει. Το έγκλημα σε βάρος του γιου της είναι ότι προσπαθεί να βάλει μέσα στην ψυχή του την έννοια της θυσίας ως κάτι το απαραίτητο και την επίσης απαραίτητη ανταπόδοσή της σε πλούτο. Ο Χριστός ως άντρας προσπαθεί να μεταφέρει στον άνθρωπο τη φιλοσοφία της αδράνειας, όσον αφορά την τάση γι’ αναζήτηση του πλούτου, ενώ η γυναίκα επιδιώκει τ’ αντίθετο.

Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν η απαίτηση του Διογένη να παραμερίσει ο Αλέξανδρος. Μεταξύ των αντρών υπάρχουν πολλοί, που αντιλαμβάνονται αυτό το μεγαλείο, έστω κι αν για διάφορους λόγους δεν το αναζητούν. Οι άντρες με το πνεύμα τους βλέπουν καθαρά ότι πρόκειται για μία συνάντηση πραγματικά μεγάλων αντρών. Δεν υπάρχει όμως ούτε μία γυναίκα στον κόσμο, που θα επέτρεπε στον εαυτό της να την κατακτήσει ο Διογένης, όπως και δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα στον κόσμο, που, αν ήταν γιος της, θ’ αντιλαμβανόταν τη στάση του. Το σύνολο των γυναικών θα επιθυμούσαν είτε τον έρωτα του Αλεξάνδρου είτε την τύχη της Ολυμπιάδας.

Αυτό το τελευταίο είναι η πληγή της ανθρωπότητας. Σ’ έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος για τους λίγους, οι γυναίκες προσπαθούν με κάθε θυσία, αν δεν καταφέρουν να γίνουν “σάρκα μία” με κάποιον απ’ αυτούς, να εμφυσήσουν στους γιους τους τη φιλοδοξία να γίνουν όμοιοί τους. Είναι ιδανικό γι’ αυτές, ν’ απολαμβάνει κάποια τον έρωτα ενός τέτοιου άντρα, αλλά από τη στιγμή που αυτό δε συμβαίνει, είναι επίσης ιδανικό να είναι μητέρα κάποιου όμοιού του. Η κοινωνία της υπεραξίας και του πλούτου που διακριτικά μοιράζει, στηρίζεται στις μητέρες, που προσπαθούν να εντάξουν μέσα σ’ αυτήν τη δομή τα παιδιά τους. Όμως η υπεραξία απαιτεί κόπο και θυσίες που ένας άντρας από μόνος του είναι αδύνατον, όσο είναι νέος, να δεχτεί. Προσπαθεί περισσότερο να νικήσει το σύστημα, παρά να θυσιάσει τη ζωή του για να εισπράξει. Η γυναίκα που δεν υπολογίζει την έννοια “κόστος” και βλέπει τη δυνατότητα που προσφέρει το σύστημα, θεωρεί ανωριμότητα από την πλευρά του γιου της την απροθυμία του για θυσία. Δεν υπάρχει γυναίκα στον κόσμο, που να μην απορεί γιατί ο γιος της δε μελετά λίγα χρόνια εντατικά, ώστε να γίνει επιστήμονας. Απορεί πώς ο πανέξυπνος, κατά τ’ άλλα γιος της, προτιμά να περιφέρεται στους δρόμους, παρά να κάνει τη θυσία, που θα βελτιώσει μιά για πάντα τη ζωή του. Η θυσία απαιτεί θηλυκά χαρακτηριστικά κι αυτή είναι η αιτία για την οποία η γυναίκα δεν αντιλαμβάνεται τις επιλογές του γιου… αυτός είναι και λόγος, για τον οποίο προσπαθεί να τα καλλιεργήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.

Η εκπαίδευση ξεκινά από το σπίτι και γι’ αυτό το λόγο η μητέρα, όπως αναφέραμε, χρησιμοποιεί τον πατέρα. Οι μητέρες θέλουν πάντα να είναι ο πατέρας αυστηρός απέναντι στα παιδιά. Μ’ αυτό καταφέρνουν δύο πράγματα: πρώτον, να μην υπάρχει ποτέ και σε καμία περίπτωση επαφή πατέρα και γιου και δεύτερον, επιθυμεί την εξουσία στη σκληρότερη μορφή, όχι μόνο για να μάθει στο γιο της να ζει μ’ αυτή και συνεπώς να την επιδιώκει, αλλά και για να του καλλιεργήσει τα θηλυκά χαρακτηριστικά. Η εξουσία του πατέρα μέσα στην οικογένεια της μοιχείας γίνεται εμφανής με δύο μόνον τρόπους. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει επαφή και κατά συνέπεια ανταλλαγή απόψεων, ο πατέρας εξουσιάζει τα παιδιά, είτε με τη βία όσο είναι μικρά είτε με τις οικονομικές στερήσεις όσο μεγαλώνουν. Η μητέρα βρίσκεται ανάμεσα στα παιδιά και στον πατέρα-εξουσία. Έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει κι από τις δύο πλευρές. Ο πατέρας συνήθως είναι άσχετος με τα όσα συμβαίνουν στην οικογένεια. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στη μητέρα, άλλοτε ν’ αποκαλύπτει κι άλλοτε να κρύβει. Κάνει την αποκάλυψη, για να επιβάλλει τις απόψεις της μέσω της εξουσίας του πατέρα, ενώ με την απόκρυψη κερδίζει την εμπιστοσύνη του γιου. Μ’ αυτόν τον τρόπο μαθαίνει στο γιο να υποτάσσεται για τ’ όφελός του κι επίσης του μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη μεγάλη του ευφυΐα, για να πολλαπλασιάζει αυτό το όφελος. Ο άντρας-γιος αρχίζει πλέον κι αναπτύσσει θηλυκά χαρακτηριστικά κι είναι έτοιμος να πραγματοποιήσει τις θυσίες που απαιτεί η κοινωνία.

Αν η μητέρα μέσα στην οικογένεια της μοιχείας δεν καλλιεργούσε αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε ο γιος γρήγορα θα την εγκατέλειπε κι ακόμα πιο γρήγορα θα ερχόταν σε σύγκρουση πνεύμα με πνεύμα με τον άγνωστο πατέρα, του οποίου δεν ανέχεται την εξουσία. Η έλλειψη του πατέρα αναγκάζει τη μητέρα να προστατεύσει το γιο αναπτύσσοντας μέσα του άμυνες, που ναι μεν υπάρχουν, αλλά είναι ατροφικές και δοσμένες από το Δημιουργό για επιβίωση. Αν το πρώτο έγκλημα της μοιχαλίδας μητέρας είναι η στέρηση του πατέρα για το γιο, το δεύτερο βρίσκεται στην καλλιέργεια αυτών των χαρακτηριστικών. Η μητέρα κάθε φορά που αγνοεί το Θεό, εγκληματεί σε βάρος του γιου. Όταν αγνοεί κάποιος το Θεό οδηγείται προς τη λανθασμένη απόφαση. Η κάθε μητέρα κι αυτό είναι σωστό ακόμα και στις λανθασμένες αρχικές συνθήκες, προσπαθεί να βοηθήσει το γιο της. Όταν ο γιος είναι παιδί και ζει μέσα στη δομή της μητέρας, είναι καθαρά πνεύμα. Οι άμυνες του είναι οι άμυνες της μητέρας. Ο γιος δεν έχει ανάγκη να κρίνει και ν’ αποφασίσει για τα προβλήματα του, αφού υπάρχει η μητέρα, που κρίνει κι αποφασίζει σωστά με τις εξουσίες, που της δόθηκαν από το Δημιουργό. Ο γιος όταν βρίσκεται σ’ αυτήν τη φάση, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη τα φυσικά θηλυκά χαρακτηριστικά που διαθέτει. Όμως από τη στιγμή που ο γιος βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, που τείνει να τον παρασύρει σε διάφορες καταστάσεις, υποχρεώνεται η μητέρα να του δημιουργήσει άμυνες.

Αν οι γονείς ήταν “σάρκα μία”, αυτές δε θα χρειάζονταν να υπάρχουν σε καμία περίπτωση. Ο πατέρας-πνεύμα θα επισκίαζε όλες τις εξωτερικές τάσεις και θα τροφοδοτούσε με γνώση και τη μητέρα και το γιο, που βρίσκεται στη δομή της. Η γυναίκα της “σάρκας μίας”, δεν έχει την ευφυΐα του άντρα που γεννά συνεχώς ιδέες ή θεωρίες, αλλά έχει αρκετή ευφυΐα, ώστε να κατανοεί και ως δομή να προστατεύει τους καρπούς των μόχθων του άντρα. Όταν συμβαίνει αυτό, ο γιος δεν μπορεί να βγει πριν τη στιγμή της ωρίμανσης κι απροετοίμαστος μέσα από τη δομή της μητέρας του. Ο πατέρας τον τροφοδοτεί συνέχεια, μέχρι να παρατηρηθεί η εξομοίωση, ενώ η μητέρα, που είναι σάρκα αυτού του άντρα, ανοίγει τη δομή της, όταν αυτή η γνώση εξομοιωθεί. Όταν το παιδί γίνει όμοιος με τον πατέρα, η μητέρα δεν έχει κανένα φόβο να τον αφήσει μέσα στην κοινωνία, αφού η όμοια με του άντρα της γνώση είναι υπεραρκετή για την επιβίωσή του. Όταν αυτή εμπιστεύεται τον άντρα της, εμπιστεύεται αυτόματα και το γιο της, που είναι όμοιός του.

Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η ορφάνια του γιου. Ο πατέρας είτε είναι σοφός είτε δεν είναι, έχει δύο υπερπολύτιμα χαρακτηριστικά: πρώτον, εφόσον είναι “σάρκα μία”, ζει σε συνθήκες έρωτα, άρα και τον εκτιμά και δεύτερον, τα λίγα ή τα πολλά που θα δώσει στο γιο του, θα είναι σίγουρα μ’ αγνές προθέσεις. Ο πατέρας αγαπάει πάντα το γιο του και σε καμία περίπτωση δε θα του έδινε γνώση εκ του πονηρού. Η γνώση που παίρνει ο γιος έξω από τη “σάρκα μία” είναι πάντα ύποπτη. Κανένας άνθρωπος όσο σοφός και να είναι, δεν μπορεί να καταλάβει ποια ακριβώς γνώση δίνεται εκ του πονηρού με στόχο τον έλεγχο των ανθρώπων και ποια είναι αγνή. Από τη στιγμή που ο γιος στερείται τον πατέρα και μπαίνει μέσα στην κοινωνία και τους μηχανισμούς, που δίνουν γνώση, είναι απαραίτητο να διατηρεί άμυνες. Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τη μητέρα, που δημιουργεί άμυνες στο γιο της. Από τη στιγμή που υπάρχει μοιχεία, αυτός είναι ορφανός.. επομένως οι άμυνες είναι απαραίτητες. Η γυναίκα όμως γρήγορα έρχεται αντιμέτωπη με το Θεό. Ο γιος αναπτύσσοντας φυσιολογικά τα θηλυκά χαρακτηριστικά του φτάνει σύντομα με την απόκτηση γνώσης, έστω και με κόπο, στο σημείο ωρίμανσης. Είναι φυσιολογικός άνθρωπος κι οι άμυνες τον βοήθησαν να ωριμάσει, μέχρι να προσκολληθεί στη γυναίκα του. Από τη στιγμή που προσκολλάται, παύει πάλι να χρησιμοποιεί τα θηλυκά χαρακτηριστικά και ως “σάρκα μία” έχει τα τέλεια θηλυκά χαρακτηριστικά της γυναίκας του αυτήν τη φορά. Η γυναίκα του αναλαμβάνει να εκλέγει τις προτεραιότητες και τις θυσίες που αναγκαστικά ο άνθρωπος πρέπει να πραγματοποιήσει για να επιβιώσει.

Όμως η μητέρα με τη σχετική γνώση του ανθρώπου και όχι την απόλυτη του Θεού, δεν μπορεί να διακρίνει το σημείο της ωρίμανσης. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η αδυναμία, υπάρχει και το πρόβλημα. Η μητέρα που αδυνατεί ν’ αντιληφθεί την ωρίμανση, πολεμά τον έρωτα του γιου και μέσω αυτού το Θεό. Ο Θεός φέρνει την ωρίμανση και η μητέρα δεν την επιτρέπει. Ο Θεός δημιουργεί συνθήκες “σάρκας μίας” και η μητέρα δεν επιτρέπει τη λειτουργία της. Αν το παιδί ήταν ανώριμο και η “σάρκα μία” των γονιών του δεδομένο, δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Το παιδί θα ζούσε τους ψευδοέρωτες του και πάντα μέχρι την ωρίμανση θα μπορούσε να επιστρέφει στην αρχική δομή, που του χάριζε ασφάλεια. Αν το έρωτας δεν ήταν πραγματικός, θα τον ξεπερνούσε κι αυτό θα του πρόσθετε εμπειρία. Όλες αυτές οι προσπάθειες για εγκατάλειψη της αρχικής δομής, θα γίνονταν εύκολα, εφόσον οι γονείς θα το επέτρεπαν, χωρίς να καταπιέζουν. Όμως στην περίπτωση του πραγματικού έρωτα η εγκατάλειψη θα ήταν πλήρης κι αυτό θα χαροποιούσε τους γονείς, που έχουν γνώση της “σάρκας μίας”.

Όταν η γυναίκα είναι μοιχαλίδα, πολεμά όλες αυτές τις προσπάθειες. Γνωρίζει ότι θα υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, λάθος εκτιμήσεις του γιου, αλλά δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει την τελική και τέλεια. Έχει άλλοθι, όταν πολεμά κάποιον ψευδοέρωτα και δικαιώνεται, αλλά αυτό το άλλοθι της δίνει τη δυνατότητα να πολεμήσει και τον πραγματικό έρωτα. Ο άντρας από τη στιγμή που γνωρίζει τον έρωτα και γίνεται “σάρκα μία”, γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ενδιαφέρεται μόνο για τη σύντροφο του και για κανέναν άλλο. Δεν παύει ν’ αγαπά τη μητέρα του ή τους γονείς του στη “σάρκα μία”, αλλά επεμβάσεις στη ζωή του δέχεται μόνον από τη γυναίκα του, που από τα δεδομένα είναι άμεσα ενδιαφερόμενη. Αυτή η τεράστια αλλαγή για μία μητέρα, που είναι μοιχαλίδα κι έχει προσηλωθεί απόλυτα στο γιο της, μοιάζει με προδοσία. Της είναι αδύνατο να καταλάβει ότι ο γιος, που λίγες στιγμές πριν την είχε σαν βασίλισσα, μπορεί και την αγνοεί. Ο θυμός της μητέρας είναι αυτός, που ξεκινά τον πόλεμο. Αγνοεί ότι ο γιος της είναι ευτυχισμένος και θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή είναι μία κατάσταση, που τον καταστρέφει.

Ένα κύριο γνώρισμα των γιων που ερωτεύονται, είναι η παύση του συνόλου των θυσιών και κατά συνέπεια και των φιλοδοξιών. Η μητέρα, όταν ανέπτυξε τα θηλυκά χαρακτηριστικά του γιου της, του έδωσε και τη δική της γυναικεία άποψη για την επιτυχία. Δόξα και πλούτος για ένα γυναικείο μυαλό είναι ό,τι καλύτερο. Στη βρωμερή κοινωνία στην οποία ζούμε και τα δύο απαιτούν υπερβολικές θυσίες από κάθε άποψη. Για να τ’ αποκτήσει ο άνθρωπος, πρέπει να σκύψει το κεφάλι και ν’ αγνοήσει τα πάντα γύρω του. Όσο ο γιος είναι μικρός κι επηρεάζεται απ’ αυτή, τα πράγματα είναι εύκολα λόγω της μεγάλης αγάπης. Ο γιος θέλει να κάνει υπερήφανη τη μητέρα του, που τον υπηρετεί μ’ αυτοθυσία. Ο χρόνος κυλά κι ο γιος θυσιάζει τα πάντα. Δεν παίζει με τους φίλους του, για να διαβάζει για το σχολείο, δε βλέπει τηλεόραση, για να κάνει φροντιστήριο ξένων γλωσσών και γενικά δεν ακολουθεί τη φύση του, που τον ωθεί στην ανεμελιά και το παιχνίδι. Όλα αυτά είναι προϊόν των θηλυκών χαρακτηριστικών, που του έχει αναπτύξει η μητέρα. Τους ψευδοέρωτες που αισθάνεται ο γιος, αρκετά γρήγορα η μητέρα τους φοβάται, γιατί τείνουν να παρασύρουν το γιο, αλλά σ’ αυτήν τη φάση είναι αρκετά δυνατή για να τους νικήσει.

Η μεγάλη σύγκρουση που οδηγεί την οικογένεια στο υψηλότερο σημείο έντασης, είναι κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Τα αισθήματα και οι ορμές του γιου σ’ αυτήν την ηλικία είναι εντονότατες κι αυτό είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο στάδιο της ωρίμανσης. Η αγάπη προς τη μητέρα είναι αδύνατο να νικήσει τον έρωτα του γιου για τη γυναίκα του κι ειδικότερα, αν αυτός ο έρωτας δεν περιορίζεται στα αισθήματα, αλλά είναι ολοκληρωμένος. Ο γιος της μοιχείας αγνοεί το σύνολο των συμφωνηθέντων με τη μητέρα του για την πορεία του κι ακολουθεί σαν τυφλός τον έρωτα. Είναι επιθετικός, ευέξαπτος και πείσμων. Δε δέχεται κουβέντα, αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα κι είναι έτοιμος για οποιαδήποτε σύγκρουση.

Η σύγκρουση πατέρα και γιου που περιγράφει ο Χριστός, γίνεται σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Μέχρι τότε η μητέρα που ορίζει πλήρως το γιο, εμπόδιζε οποιαδήποτε τριβή μεταξύ πατέρα και γιου, μαθαίνοντας στο γιο να φέρεται σαν γυναίκα και να υποτάσσεται στον πατέρα, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί με τις απόψεις του. Ο πατέρας σ’ όλη αυτήν τη σύγκρουση δεν παίρνει μέρος, επειδή αντιλαμβάνεται κάποιο πρόβλημα κι ως εκ τούτου διατηρεί άποψη που η διαφορετικότητά της δημιουργεί τριβές. Ο πατέρας της μοιχείας είναι παντελώς άσχετος με το σύνολο των όσων συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Η ψευδοϋποταγή των μελών της οικογένειας δεν του δίνει περιθώρια γνώσης. Στο προσκήνιο των εξελίξεων και στο επίκεντρο της σύγκρουσης, τον πατέρα τον τοποθετεί η μητέρα. Όταν βλέπει ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου κι ο γιος είναι αποφασισμένος να την αγνοήσει, επιστρατεύει τον πατέρα. Επενδύει σ’ αυτόν, γιατί η εξουσία του έχει σχέση με την οικονομική ευχέρεια του γιου.

Ο πατέρας εύκολα παρασύρεται και δίνει εντονότατα χαρακτηριστικά σ’ αυτήν τη μάχη. Ενώ το πνεύμα του και η γνώση του, αφού κι αυτός αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα με το γιο του, τον φέρνουν στην ίδια πλευρά, παρ’ όλ’ αυτά γίνεται ο δεινότερος εχθρός του γιου. Αυτό που παρασέρνει τον πατέρα είναι ο εγωισμός, που πάντα διακρίνει τους άντρες. Αντί να καθίσει και να συζητήσει τα προβλήματα του γιου σε πρώτη φάση, δίνει εντολές ως άρχοντας. Όλη η κατάσταση της ψευδοϋποταγής που έχει στήσει η γυναίκα του μέσα στο σπίτι, τού δίνει αυτήν την ευχέρεια. Ο γιος δεν υπακούει. Ο γιος δεν υπακούει στη μητέρα που αγαπά κι είναι δεμένος μαζί της, είναι δυνατό να υπακούσει στον πατέρα που έχει μάθει να μην εκτιμά; Η άρνηση αυτή φέρνει για πρώτη φορά τον πατέρα μπροστά σε μία νέα κατάσταση. Ο πατέρας-εξουσία νιώθει να χάνει τα χαρακτηριστικά του και προβληματίζεται. Όμως ακόμα κι αυτός ο έντονος προβληματισμός δεν τον καθιστά πολέμιο του γιου του. Η μητέρα που θέλει οπωσδήποτε να κερδίσει τη μάχη —που είναι η επιβίωση της— ξαναχτυπά. Αυτή η ίδια ερεθίζει τον πατέρα και τον εγωισμό του, ώστε η κατάσταση να πάρει ακραίες θέσεις. Και οι δύο, γιος και πατέρας, είναι σε θέση να βρουν τις λύσεις. Όμως όταν ερεθιστεί ο εγωισμός του πατέρα, αρχίζει παράλληλα να ερεθίζεται και του γιου. Ενώ πρακτικά η ζωή των δύο ήταν μία τυπική συμβίωση, έρχονται και συγκρούονται με τόσο πάθος σαν να επρόκειτο για την ίδια την επιβίωση τους. Καθώς μεταφέρει η μητέρα τη σύγκρουση προς την πλευρά του άντρα, καταφέρνει να πιέσει τρομερά το γιο κι επιπλέον να μη φορτωθεί αυτή η ίδια τη σύγκρουση. Ενώ είναι αυτή, που προκαλεί όλη αυτήν την ένταση, καταφέρνει και παίζει ταυτόχρονα το ρόλο του παρηγορητή.

Όταν ο έρωτας του γιου είναι ο πραγματικός —και δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να θιγεί— τότε συμβαίνουν δύο ενδεχόμενα: αν δε νικηθεί ο έρωτας, διαταράσσονται οι σχέσεις παιδιού-γονιών οριστικά κι ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του γιου και την ένταση της σύγκρουσης ο γιος είναι επιρρεπής σ’ εσφαλμένες εν γνώσει του επιλογές. Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και το σύνολο των ενεργειών, που δεν καλύπτουν ορμές, που έχουν δοθεί από το Δημιουργό είναι κάτι το συνηθισμένο. Ενώ είναι γνωστή η καταστρεπτική τους δράση, παρ’ όλ’ αυτά τον κάνουν δούλο τους. Ένας γιος που ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα του και τρέχει σαν τρελός, έχει πρόβλημα.. δεν αντιδρά έτσι, επειδή είναι παράλογος. Ένας γιος που μπαίνει στον άθλιο κόσμο των ναρκωτικών, δεν μπαίνει, επειδή καλύπτει ανάγκες του, αλλά επειδή πνίγεται από τα προβλήματα του κι αναζητά διέξοδο, έστω και μέσα στην παραίσθηση.. Αν στην αντίθετη περίπτωση νικηθεί ο έρωτας του νέου, τότε αυτός είναι ο νέος, που στην αρχή της θεωρίας διακρίναμε, με τα χαρακτηριστικά του πρεσβυτέρου. Σημασία έχει ότι η κοινωνία καταφέρνει μέσα απ’ αυτές τις απάνθρωπες συγκρούσεις ανθρώπων που τους ενώνει η πραγματική αγάπη, να παράγει ανθρώπους, που της χρειάζονται. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ο Χριστός, όταν λέει: (Ματθ. 10.36) “και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού.”.

Ο Χριστός γνωρίζει ότι μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία που ονομάζει μοιχαλίδα, θα επέλθει αργά ή γρήγορα η σύγκρουση και προσπαθεί να δώσει στους νέους δύναμη, όσο βέβαια Του επιτρέπει η αποστολή Του. Πρέπει να μισεί ο άνθρωπος τον πατέρα και τη μητέρα του, αν θέλει να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Αν δεν τους μισεί, τους υπακούει και συντηρεί τ’ άσχημα χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Επιστρέφουμε σ’ αυτήν την οδυνηρή σύγκρουση και βλέπουμε ότι υπάρχουν ορισμένα δεδομένα των οποίων η ύπαρξη είναι καθοριστική. Το κύριο δεδομένο είναι η προσπάθεια της μητέρας να δώσει θηλυκά χαρακτηριστικά στο παιδί της όμοια με τα δικά της. Ο Χριστός μέσα στο Λόγο Του αναφέρει ότι η ύψιστη σχέση μεταξύ των ανθρώπων είναι η φιλία. Η φιλία είναι τόσο ισχυρή, που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στη θυσία. Όμως η φιλία είναι μία σχέση, που αφορά σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο μόνον τους άντρες. Οι γυναίκες δε γνωρίζουν τι σημαίνει πραγματική φιλία, εφόσον δεν μπορούν λόγω των χαρακτηριστικών τους να διαρρεύσουν η μία στην άλλη. Οι δομές τους μπορεί να συνυπάρχουν και να συναναστρέφονται μεταξύ τους, αλλά αυτή η συναναστροφή δεν έχει την ένταση που περιγράφει ο Χριστός κι αυτό σημαίνει ότι ο Δημιουργός δεν έδωσε στις γυναίκες χαρακτηριστικά, για ν’ αναπτύξουν αυτού του είδους τη σχέση.

Η μητέρα εφόσον είναι γυναίκα, δε γνωρίζει την αξία της φιλίας κι επομένως δεν την κατανοεί.. επειδή καλλιεργεί τις άμυνες του γιου της και τον εξουσιάζει, η φιλία είναι γι’ αυτή όχι μόνον άγνωστη, αλλά κι αντίπαλος. Η μοιχαλίδα μητέρα δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση ο γιος της ν’ αναπτύξει φιλίες, που τον επηρεάζουν και μειώνουν τη δύναμή της. Ο Χριστός ανάμεσα στους άντρες βάζει τη φιλία ως το πολυτιμότερο αγαθό… η μητέρα σ’ αυτό το σημείο εναντιώνεται πάλι στο Δημιουργό κι αυτό είναι καταστροφικό. Ο γιος της μοιχαλίδας είναι συνήθως χωρίς φίλους, αφού η μητέρα τον έχει πείσει ότι είναι άχρηστοι, τεμπέληδες και τον εκμεταλλεύονται. Η μητέρα εκμεταλλεύεται την αγάπη του γιου, όταν είναι μικρός και της δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη, κι εμποδίζει την τάση του για την ανάπτυξη φιλίας. Φίλος για τη μητέρα αυτή νοείται μόνον κάποιος χειρότερος από το γιο της, που έχει υποταχθεί ακόμα πιο πολύ απ’ αυτόν και θυσιάζεται με μεγαλύτερη ευκολία. Αυτοί οι άνθρωποι αναπτύσσουν μεταξύ τους μία ψεύτικη σχέση φιλίας, που γρήγορα τους εγκαταλείπει και τους κάνει να αισθάνονται ακόμα πιο μόνοι.

Η μεγαλύτερη νίκη που επιτρέπει η μητέρα σε βάρος της από το γιο της, είναι η δημιουργία φίλων. Η μητέρα φοβάται τους φίλους, γιατί χαλούν τη δομή του γιου της και μ’ αυτόν τον τρόπο μειώνουν τις εξουσίες της. Όμως ο κυριότερος λόγος είναι ότι οι φίλοι, τη στιγμή της αναπόφευκτης σύγκρουσης βρίσκονται στο πλευρό του παιδιού της. Η μητέρα προκαλεί την τεράστια σύγκρουση με τον πατέρα, αλλά έχει ελπίδες μόνον, όταν αυτή αποτελεί τη μοναδική διέξοδο του γιου. Όταν ο γιος έχει φίλους, η μοναδικότητα εξανεμίζεται κι αφού έχει αντίθετη άποψη, στρέφεται προς τους φίλους του. Ένας έφηβος που μεγαλώνει ανάμεσα σε φίλους, είναι τόσο δυνατός, ώστε δεν υπολογίζει κανέναν. Τραγικές συνθήκες αντιμετωπίζουν μόνον οι γιοι, που είναι απομονωμένοι, μέχρι του σημείου να θεωρούνται αντικοινωνικοί υπηρετώντας τις απαιτήσεις των γονιών τους και, όταν βρεθούν μπροστά σε τέτοιου είδους προβλήματα, να μην έχουν πού να στραφούν. Τα παιδιά των ακραίων αντιδράσεων είναι παιδιά, που πνίγονται μέσα στη δομή της μοιχαλίδας. Η καταπίεση που ασκείται πάνω τους τα οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας της ζωής. Για τον άντρα το μεγαλύτερο αγαθό που μπορεί ν’ απολαύσει ως ον ανεξάρτητο δομής, έρωτα, είναι η φιλία. Η φιλία είναι η δύναμη του άντρα και στους φίλους στρέφεται ο άνθρωπος, όταν έχει πρόβλημα.

Για τη μητέρα είναι αδιανόητο ο γιος της να εμπιστεύεται τους φίλους του, με τον τρόπο με τον οποίο εμπιστεύεται αυτήν. Η μητέρα θεωρεί ότι ο γιος της έχει ανάγκη μόνον από την αγάπη της και ότι μόνον αυτή η ασύγκριτη αγάπη αξίζει εμπιστοσύνη. Όμως ο Χριστός ο Ίδιος προσδιορίζει τη δύναμη της φιλίας, όταν αρνείται να δει τη μητέρα Του και τους αδερφούς Του. Ορίζει μητέρα κι αδερφούς αυτούς, που κάνουν το θέλημά Του, που είναι το θέλημα του Θεού και τελικά το θέλημα του Φίλου. Οι φίλοι κατά το Χριστό είναι για τον άνθρωπο και μητέρα και πατέρας. Η τάση προς την κατεύθυνση της φιλίας τρομάζει τη μητέρα, που την καταπολεμά από πολύ νωρίς. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα και οι άδικες συνθήκες, που κυριαρχούν στην κοινωνία, την ευνοούν. Όταν μετατρέπει το γιο σ’ άτομο με θηλυκά χαρακτηριστικά, τον πείθει ότι η θυσία είναι απαραίτητη, για ν’ απολαύσει τον πλούτο κι ενδεχομένως τη δόξα.

Η φτώχεια που κατατρέχει τους ανθρώπους, κάνει κατανοητό από το γιο αυτόν τον προσανατολισμό της μητέρας. Όταν οι φίλοι του γιου δεν έχουν τον ίδιο μ’ αυτόν προσανατολισμό από την οικογένεια τους, γίνονται φθαρτοί στα μάτια του, γιατί τους πολεμά η μητέρα του. Δεν είναι καλοί μαθητές και δε σκέφτονται το μέλλον με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δίνει όπλα στη μητέρα, ώστε ν’ αμφισβητεί την άποψή τους και στη συνέχεια να πονηρεύει το γιο της λέγοντάς του ότι αυτοί τον μισούν και θέλουν το κακό του, επειδή τον ζηλεύουν. Όταν στη φάση της σύγκρουσης που συμβαίνει οπωσδήποτε κατά τη στιγμή της ωρίμανσης, ο γιος δεν έχει φίλους, είναι τρομερά αδύναμος. Αν η μητέρα εκμεταλλευτεί αυτήν την αδυναμία και νικήσει τον έρωτα του γιου της, τότε δεν έχει να φοβάται τίποτε, εφόσον ο πραγματικός έρωτας δεν είναι κάτι που συμβαίνει σ’ οποιαδήποτε φάση της ζωής κατά παραγγελία. Επειδή είναι πονηρή, προσπαθεί στη συνέχεια με χίλιους δύο ολέθριους τρόπους να επουλώσει τις πληγές του έρωτα του γιου της.

Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός άντρα, είναι να μάθει και να κρατήσει τις απόψεις της μητέρας του για τις γυναίκες. Όταν νικηθεί ο έρωτας του, η μητέρα συστηματικά τον δηλητηριάζει. Η μοιχαλίδα γυναίκα γνωρίζει την πορνεία από προσωπική της εμπειρία. Ο άνθρωπος έχει πάντα την άποψη ότι αυτό, που βιώνει είναι και το απόλυτο. Η μοιχαλίδα γυναίκα με την προσωπική της γνώση έχει την εντύπωση ότι όλες οι γυναίκες είναι όμοιες μ’ αυτήν. Όταν αυτή η γυναίκα περιγράφει τις γυναίκες στο γιο της, στην ουσία περιγράφει τον εαυτό της. Για να βοηθήσει το γιο της να ξεπεράσει το πρόβλημά του, αρχίζει και περιγράφει τις αηδίες που η ίδια διέπραξε σ’ όλη της τη ζωή. Όταν η μητέρα λέει στο γιο ότι η γυναίκα που αγαπάει τον θέλει για να βολευτεί, μιλά για τον εαυτό της. Όταν η γυναίκα αυτή μιλά για την αγάπη ενός κοριτσιού, που αγάπησε το γιο της και περιγράφει αυτήν την αγάπη ως πορνεία, μιλά για τον εαυτό της, γιατί πάντα υπήρξε πόρνη.

Η μοιχαλίδα είναι πάντα πόρνη και μάλιστα η χειρότερη. Ο Θεός μισεί τη μοιχαλίδα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και γι’ αυτό την τιμωρεί. Την τιμωρεί μέρα και νύχτα μέχρι το θάνατό της… όσο τα παιδιά της είναι μικρά, την τιμωρεί με το να ξαπλώνει μ’ έναν άντρα που σιχαίνεται.. όταν αυτά μεγαλώσουν, την τιμωρεί με την απόλυτη εγκατάλειψη και το μίσος του γιου, όταν αυτός νικήσει… στην περίπτωση που νικήσει αυτή, την τιμωρεί με το να είναι αυτή και μόνον υπεύθυνη για την Κόλαση που ζει ο γιος της. Στη σημερινή κοινωνία, όταν ο Χριστός λέει ότι αυτό που ενώνει ο Θεός, ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να χωρίζει, απευθύνεται μόνο στη μοιχαλίδα, που έχει την εγκληματική τάση να το κάνει συστηματικά. Όταν αυτή η γυναίκα νικήσει τον έρωτα του γιου της και τον δηλητηριάσει με την εσφαλμένη κι άθλια άποψή της για τα υπέροχα κορίτσια που γεννά ο Θεός, τότε μετατρέπει το γιο της σ’ ένα ον, που ξεφεύγει απ’ αυτό που επιθυμούσε ο Δημιουργός, όταν έπλασε τον άντρα. Ο γιος με την άποψη της μητέρας του για την πορνεία, το βόλεμα αλλά και την εκμετάλλευση της πορνείας, κλείνεται στον εαυτό του και θωρακίζεται σαν γυναίκα. Η πονηρή μητέρα τού βάζει στο μυαλό ότι μπορεί με την επιτυχία να έχει όποια γυναίκα θέλει, αφού όλες είναι ίδιες και μ’ αυτόν τον τρόπο τον σκοτώνει.

Ο άντρας μ’ αυτήν την άποψη, που υπηρετεί την κοινωνία της υπεραξίας, έφηβος ακόμα αναζητά τη δουλεία, που θα του εξασφαλίσει με τον καιρό την πορνεία που επιθυμεί. Αυτός ο άρρωστος άνθρωπος είναι που ακολουθεί το σύστημα κι αντί να συγκαταλέγεται μεταξύ των νέων, εισάγεται απευθείας στην κατηγορία των πρεσβυτέρων ή εθνικών. Στην αντίθετη περίπτωση στην οποία ο νέος νικά την εξουσία της μητέρας του, τα πράγματα εξελίσσονται επίσης πολύ δυσάρεστα. Αν αυτός ο νέος νικήσει την οικογένεια του, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι νίκησε στο σύνολο των επιπέδων. Η γυναίκα που αγαπά, είναι κι αυτή παιδί μοιχείας και πρέπει να δώσει κι αυτή τη δική της μάχη. Η διαφορά είναι ότι η μάχη του κοριτσιού ξεκινά εξ αντικειμένου με πιο άσχημες συνθήκες ανάλογα με τον τύπο της κοινωνίας.

Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η πορεία του κοριτσιού, αλλά τι μπορεί να συμβεί στο γιο, αν αυτό το κορίτσι δεν μπορέσει να νικήσει, όπως συμβαίνει συνήθως εξαιτίας της αθλιότητας της κοινωνίας. Ο γιος που χωρίς φίλους, χωρίς στηρίγματα, κέρδισε τη μάχη και γκρέμισε τ’ αρνητικά δεδομένα, βλέπει ότι έγιναν όλα άδικα. Αυτή η αδικία σε συνδυασμό με το τεράστιο κενό που αφήνει ο έρωτας, μπορεί στη μία περίπτωση να τον ωθήσει σε πράξεις απελπισίας. Στην άλλη περίπτωση μπορεί να τον ξαναγυρίσει στη μοιχαλίδα, που αυτήν τη φορά θα τον δηλητηριάσει ακόμα πιο εύκολα, αφού θεωρεί ότι προδόθηκε, επειδή αγνοεί τι συνέβη στη γυναίκα του . Ο γιος που αισθάνεται προδομένος, ακούει τη μητέρα του, που περιγράφει τις γυναίκες ως ύπουλα όντα, που σκοπεύουν μόνο να βολευτούν και ψάχνουν κάποιον για να τον τυλίξουν.

Το γιο που κατόρθωσε να νικήσει την οικογένεια του και δικαιώθηκε από τη γυναίκα του, που τον ακολούθησε, αναλαμβάνει να εξοντώσει η κοινωνία. Τον βυθίζει σε τόσο μεγάλη φτώχεια και μιζέρια, ώστε, κι αν ακόμα δουλεύει σ’ όλη του τη ζωή, δεν καταφέρνει τίποτε απολύτως. Η κοινωνία καταστρέφει τη δυναμική τού έρωτα μέσω του γάμου και η οικονομική ανέχειά του την κάνει παράδειγμα προς αποφυγήν.

Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, γυρνάμε στην αρχή της θεωρίας για το γάμο. Αυτό που πρέπει να κατανοήσει ο αναγνώστης, είναι ότι ο Χριστός με τη λέξη “μοιχαλίς” παρουσιάζει την πατριαρχική κοινωνία. Αν συμβούν όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην άθλια κοινωνία και στ’ άθλια κύτταρα της, που είναι οι οικογένειες της μοιχείας, τότε μόνον παράγονται οι πόρνοι, που έχουν την εξουσία. Οι άντρες που παίρνουν και καλλιεργούν συστηματικά τα θηλυκά χαρακτηριστικά, είναι αυτοί που ο Χριστός ονομάζει “πόρνους”. Ενώ από τη μητριαρχία πέρασε ο άνθρωπος στην πατριαρχία, αυτό πού άλλαξε, ήταν το φύλο αυτών που κρατούν την εξουσία και όχι η θηλυκή νοοτροπία των κρατούντων. Οι γυναίκες εξακολουθούν να έχουν την εξουσία, μόνον που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι αυθεντικές γυναίκες, αλλά άντρες που βιώνουν ανώμαλες καταστάσεις και φέρονται σαν γυναίκες.

Όμως πώς μπορεί κάποιος να χαρακτηριστεί πόρνος και πώς αυτός αναγνωρίζεται; Στην αρχή της θεωρίας υποστηρίξαμε ότι, αν οι γυναίκες είχαν τα χαρακτηριστικά του άντρα, θα γίνονταν σίγουρα πόρνες. Οι άντρες ξοδεύουν μέρος του κόπου τους για να πληρώνουν τις πόρνες κι αυτό είναι ένα φαινόμενο, που υπάρχει από τότε που υπήρξαν οι οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι ορμές του άντρα, από τη στιγμή που ο άντρας δε βρίσκει τον έρωτα, τον εξουσιάζουν. Η τάση αυτή δόθηκε από το Δημιουργό, για να μπορεί ο άνθρωπος να βρίσκει τον έρωτα και να μη ζει στατικά και μόνος του. Ο άντρας από τη στιγμή που ζει μόνος και για οποιονδήποτε λόγο, σε καμία περίπτωση δεν είναι φυσιολογικός. Αυτή η τάση του άντρα τον ωθεί προς τις γυναίκες και σε μία διαρκή αναζήτηση. Αυτή η αναζήτηση δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα οδηγήσει τον άντρα στον έρωτα, χωρίς λάθος εκτιμήσεις. Οι λανθασμένες εκτιμήσεις θα υπάρχουν πάντα και κανένας δε γνωρίζει εκ των προτέρων, πού θα βρει τον έρωτα του. Το βέβαιο είναι ότι, όταν βρίσκει ο άνθρωπος τον έρωτα του, λυτρώνεται. Από τη στιγμή εκείνη παύουν να τον κυβερνούν οι ορμές του γι’ αναζήτηση και γίνεται “σάρκα μία”.

Όπως το σύνολο των όσων δημιουργεί ο Θεός διακρίνεται από την τελειότητα και τη δυναμική, έτσι κι ο έρωτας έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Από τη στιγμή που δε γνωρίζει ο άντρας ποια θα είναι η γυναίκα του, δοκιμάζει. Καμία μορφή κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει αυτήν την εκδήλωση της δυναμικής του έρωτα. Όλες οι αηδίες που έχουν αναπτυχθεί ως θεάρεστες και καθορίζουν την ηθική στάθμη της κοινωνίας, είναι εκ του πονηρού. Οι απόψεις για την παρθενιά και την αγνότητα δείχνουν: κατά πρώτον, την ηλιθιότητα αυτών, που τις αναπτύσσουν και κατά δεύτερον, την κακία και τους στόχους τους. Για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους χρησιμοποιούν ταυτόχρονα και τις Γραφές. Όλες οι έννοιες που υπάρχουν στις Γραφές, είναι έννοιες, που έχουν μεταφορική σημασία και κατά συνέπεια είναι κλειδωμένες. Έννοια που χρησιμοποιείται σε Γραφές, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καμία περίπτωση απευθείας στο λόγο, χωρίς προηγουμένως να έχει ξεκλειδωθεί.

Για παράδειγμα θ’ αναφέρουμε τη λέξη “παρθένος”, που είναι μία λέξη πραγματικά θεάρεστη. Στην Αποκάλυψη χρησιμοποιείται για να δείξει το βέλτιστο της ποιότητας των ανθρώπων. (Αποκ. Ιωάν. 14.4-14.5) “ούτοι εισίν οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν… παρθένοι γαρ εισίν. ούτοι εισίν οι ακολουθούντες τω αρνίω όπου αν υπάγη. ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και των αρνίω.. και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών.. άμωμοι γαρ εισίν.” (Αυτοί είναι πού δέν εμολύνθησαν μέ γυναίκες, είναι δηλαδή παρθένοι. Αυτοί είναι πού ακολουθούν τό Αρνίον όπου πηγαίνει. Εξαγοράσθηκαν από τήν ανθρωπότητα σάν πρωτογεννήματα διά τόν Θεόν καί διά τό Αρνίον, καί δέν ευρέθηκε ψεύδος εις τό στόμα τους, διότι είναι άμεμπτοι.). Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι που πράγματι υπήρξαν κι ήταν άνθρωποι του Θεού, ήταν παρθένοι. Ήταν τέλειοι και δε βρέθηκε ψέμα στο στόμα τους. Όταν όμως αδυνατεί κάποιος ν’ αντιληφθεί τι σημαίνει η έννοια “Αρνίον”, πώς μπορεί ν’ αντιληφθεί τι σημαίνει η έννοια “παρθένος”; Το κείμενο είναι γραμμένο με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Αν κατέχει κάποιος τι σημαίνει “δράκων”, “θηρίον” κι άλλες έννοιες, τότε μόνο μπορεί να γνωρίζει και τις έννοιες που “εκ πρώτης όψεως γνωρίζει”. Όταν τα πάντα έχουν σχεδιαστεί από το Θεό με μαθηματική ακρίβεια κι υπηρετούν ένα Σχέδιο, τότε αυτό σημαίνει αυτόματα ότι πιο επικίνδυνη έννοια είναι αυτή η οποία νομίζουμε ότι μας είναι γνωστή, παρά αυτή που αγνοούμε εντελώς.

Η κοινωνία έχει στόχο, γιατί αυτό βολεύει το σύστημα, να βυθίσει τον κόσμο στη μοιχεία, που τη στηρίζει. Η λέξη “παρθένος”, όπως τη γνωρίζουν οι άνθρωποι, σημαίνει ότι κάποιος ή κάποια δεν έχει γευθεί το σαρκικό έρωτα. Όμως αυτή η σημασία δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που περιγράφουν οι Γραφές. Ο αριθμός της λέξης “παρθένος” είναι 48 και μέσω των αριθμών μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι θεάρεστη. Ο Θεός αγαπά τους παρθένους, γιατί αγαπά τους νεανίσκους και τους φρόνιμους. Αυτούς αγαπά και σ’ αυτούς δίνει την ευχή Του. Αυτοί παίρνουν την ευχή του Θεού κι αυτοί είναι για τους ανθρώπους το Φως του Θεού. Για να τα καταλάβει όμως κάποιος όλα αυτά, πρέπει να γνωρίζει τον κώδικα. Έτσι: 48 = Παρθένος = Νεανίσκος = Εκλεκτός λαός = Λαός του Θεού = Φρόνιμοι = Ευχή του Θεού = Φως του Θεού.

Όλα όσα περιγράψαμε, έχουν σχέση μεταξύ τους κι επιβεβαιώνουν τις Γραφές. Η αποχή όμως από το σαρκικό έρωτα, σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώνει κάτι. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, για να του δώσει χαρά και όχι για να τον βασανίσει. Ο άνθρωπος αγνοεί το Θεό και βασανίζεται. Ο άνθρωπος παρερμηνεύει κι όταν δεν το κάνει ο ίδιος, υπακούει σ’ αυτούς, που το κάνουν. Ο Θεός μισεί τη μοιχεία και την πορνεία. Σιχαίνεται τους μοιχούς και τους πόρνους. Είναι δυνατό να μισήσει δύο νέους ανθρώπους, που χαίρονται τον έρωτα; Ο έρωτας είναι η τέλεια χαρά για τον άνθρωπο κι ο Θεός τού την έδωσε μαζί με το πνεύμα, για να τον χαίρεται ακόμα περισσότερο. Δεν τον έπλασε όμοιο με τα ζώα για να ζευγαρώνει συγκεκριμένες εποχές. Τον έπλασε με τέτοιον τρόπο, ώστε να χαίρεται πάντα τον έρωτά του. Ο άνθρωπος κάνει λάθη. Λάθη υπάρχουν και στον έρωτα. Νομίζει κάποιος ότι τον βρήκε, αλλά ο χρόνος δείχνει ότι δε συμβαίνει αυτό. Ο Θεός αυτά τα γνωρίζει. Από τη στιγμή που δεν είναι “σάρκα μία”, μπορούν να χωρίσουν οποιαδήποτε ώρα και στιγμή θέλουν. Αν δε χωρίσουν, τους μισεί ο Θεός, γιατί συνυπάρχουν ως μοιχοί. Ο Θεός κάνει γνωστή τη θέληση Του σ’ αυτούς τους ανθρώπους, με το έντονο συναίσθημα της λύτρωσης μετά το χωρισμό. Όπως λυτρώνεται ο άνθρωπος, όταν γνωρίζει τον έρωτα και ησυχάζει, έτσι λυτρώνεται κι όταν κάνει λάθος εκτίμηση και ξαναρχίζει την αναζήτηση. Από τη στιγμή που αναζητά ο άνθρωπος, ο Θεός τον βοηθά και δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει τον έρωτα.

Κάποιος εύκολα θα έλεγε ότι, αν αυτό συνέβαινε σήμερα, ο κόσμος θα εισερχόταν σε καταστάσεις, που θα ήταν τουλάχιστον πρόστυχες. Πράγματι, αν συμβεί αυτό, χωρίς ν’ αλλάξουν θεμελιώδεις αρχές στην κοινωνία, θα υπάρξουν αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά. Όμως αυτά υπάρχουν, γιατί υπάρχει πορνεία. Πρέπει να εξαλειφθούν όλες οι επιμέρους παράμετροι, για να λειτουργήσουν όλα τέλεια. Την πορνεία τη δημιουργούν δύο πράγματα, που πρέπει να νικηθούν οπωσδήποτε: ο θεσμός του γάμου και η φτώχεια. Αν αφεθεί ο άνθρωπος ελεύθερος να χωρίζει, χωρίς να νικηθούν αυτά τα δύο βασικά προβλήματα, τότε θα έχουμε πράγματι πρόστυχες καταστάσεις. Ο κόσμος θα γίνει πιο βρώμικος από ποτέ. Οι πλούσιοι θ’ απολαμβάνουν τα πάντα κι οι φτωχοί απολύτως τίποτε. Έτσι η φτωχή μοιχαλίδα θα προτιμά να γίνεται ερωμένη ενός πλουσίου, παρά ν’ ανέχεται το φτωχό και μοιχό σύζυγο της.

Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν αυτοί οι παράγοντες, τότε τι ακριβώς θα συμβεί; Κάποιος θα έλεγε ότι τα πάντα θα ήταν χαλαρά, δε θα υπήρχε σεβασμός σε τίποτε και πάνω απ’ όλα σ’ αυτό που ο Θεός αγαπά περισσότερο, την οικογένεια. Ο Θεός αγαπά την οικογένεια όσο τίποτε άλλο. Αγαπά την οικογένεια, γιατί μέσα απ’ αυτή γεννιούνται τα παιδιά Του, οι άνθρωποι. Αν όμως ο Θεός υποστηρίζει τον έρωτα των ελεύθερων επιλογών, πώς είναι δυνατό ν’ αγαπά ταυτόχρονα και την οικογένεια, που από τα δεδομένα αυτές οι επιλογές την απειλούν; Για να μπορέσει κάποιος να το αντιληφθεί αυτό, θα πρέπει κατ’ αρχήν να πιστεύει στο Θεό. Αν ο άνθρωπος πιστεύει στο Θεό, πιστεύει και στον έρωτα. Ο Θεός είναι δυνατός, άρα δυνατός είναι κι ο έρωτας. Ο διπλός άνθρωπος της “σάρκας μίας” είναι αυτός, που έχει το προνόμιο να γεννά Θεούς, επομένως να δημιουργεί οικογένεια.

Όταν οι άνθρωποι πιστέψουν στο Θεό, τότε θα έχουν δύο φάσεις στη ζωή τους: η πρώτη φάση θα είναι μέσα στην οικογένεια και η δεύτερη μέσα στη γυναίκα τους. Όταν συμβαίνει αυτό για το σύνολο των ανθρώπων, τότε σημαίνει αυτόματα ότι όλο το τεράστιο δυναμικό της πορνείας δε θα υπάρχει. Δε θα υπάρχει η ελεύθερη νέα πόρνη, που θα παρασέρνει τον άντρα μακριά από τη γυναίκα του για να τον εκμεταλλευτεί. Η γυναίκα αυτή θα είναι διπλή και θ’ αδιαφορεί για τον άντρα που βρίσκεται δίπλα της. Το σύνολο των ανθρώπων θα είναι διπλοί και η αναζήτηση θα γίνεται στη φάση, που πραγματικά έχει προβλεφθεί από το Δημιουργό. Τα αγόρια και τα κορίτσια που βγαίνουν από τη “σάρκα μία” των γονιών τους, θ’ αναζητούν τον έρωτα και θα τον βρίσκουν. Δε θα υπάρχουν άθλιοι μοιχοί, που θ’ αγοράζουν όσο-όσο τον έρωτα της μικρής γυναίκας, που είναι δροσερή κι όμορφη. Ο άντρας όσο ακόρεστη κι αν είναι η φύση του, από τη στιγμή που δρα σ’ ελεύθερες συνθήκες, θα έρθει η ώρα που δε θα μπορεί να περιφέρει τον εαυτό του ως εραστή. Ο έρωτας λυτρώνει και ξεκουράζει. Σε καμία περίπτωση σ’ αυτές τις συνθήκες ο άντρας δε θα γερνά αναζητώντας τον έρωτα. Ο άντρας θα γερνά μαζί με τη γυναίκα του καμαρώνοντας τα παιδιά τους, που θα είναι παιδιά αγάπης και στοργής. Δε θα είναι μοιχοί, που σιχαίνονται ο ένας τον άλλο. Ο γιος θα είναι για τον πατέρα χαρά και όχι ο τεμπέλης, που ζει σε βάρος του.

Όμως όλα αυτά τ’ απλά δε συμβαίνουν, γιατί κάποιοι δεν τα επιτρέπουν. Αυτοί οι κάποιοι είναι τα παιδιά της μοιχαλίδας, που νικήθηκαν απ’ αυτήν. Έχασαν τον έρωτα και μπήκαν στη λογική της μητέρας τους. Έγιναν με λίγα λόγια όμοιοι της. Όταν ένας άντρας έχει την ίδια άποψη με τη μητέρα του για τη ζωή κι ό,τι αυτή συνεπάγεται, είναι πόρνος. Οι πόρνοι είναι οι πιο άθλιοι άνθρωποι, που υπήρξαν ποτέ πάνω στη Γη. Είναι εχθροί και του Θεού και των ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους στο σύνολο των απόψεών τους πάνω στον έρωτα και την ευτυχία. Είναι επικίνδυνοι, γιατί, ενώ έχουν την ευφυΐα του άντρα, έχουν χαρακτηριστικά γυναίκας.

Η κοινωνία παίρνει από την εξουσία τις απόψεις που έχει και που σύμφωνα μ’ αυτές λειτουργεί. Η εξουσία απαιτεί εξαντλητικούς κόπους και θυσίες για ν’ αποκτηθεί. Οι άντρες της κορυφής της κοινωνικής πυραμίδας, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα, είναι αυτοί, που προφανώς είναι πόρνοι. Είδαμε ότι η μοιχαλίδα μητέρα, όταν δεν μπορεί πλέον να κρατήσει μέσα της την εκρηκτική ευφυΐα του γιου της, μεταλλάσσεται. Όσο το παιδί της είναι μικρό, βρίσκεται στη δομή, που έχει προετοιμαστεί γι’ αυτό και μπορεί να σκέφτεται ως άνθρωπος, μπορεί να σκέφτεται τον έρωτα, ενώ όταν το παιδί μεγαλώνει, αδυνατεί να έχει διπλά χαρακτηριστικά. Οι ανάγκες του παιδιού είναι απαιτητικές και οι προβληματισμοί του τόσο έντονοι, ώστε δεν μπορεί να τους καλύψει χωρίς μετάλλαξη. Η μητέρα δεν μπορεί να σκεφτεί σαν πατέρας, που έχει προηγούμενη γνώση και να καθοδηγήσει το γιο. Η καθοδήγηση γίνεται με πνεύμα ανώτερο. Όσο το παιδί ήταν μικρό καλλιεργούσε τις άμυνές του, αλλά η γνώση του ήταν περιορισμένη. Όταν η μητέρα βλέπει ότι οι γνώσεις του γιου είναι μεγάλες και δεν μπορεί να τις ελέγξει, τότε διαπιστώνει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Δεν έχει γνώσεις για να το κατευθύνει κι αυτές οι γνώσεις που διαθέτει ο γιος τον κάνουν ευάλωτο. Όσο ήταν μικρός σκεπτόταν κι ενεργούσε σαν άντρας, αλλά υπήρχε καθοδήγηση.

Όταν η καθοδήγηση γίνεται αδύνατη, τότε η μητέρα γίνεται “σάρκα μία” με το γιο. “Σάρκα μία”, μητέρας και γιου σημαίνει ότι η μητέρα προσηλώνεται στο γιο και τον υπηρετεί. Ο γιος ως άνθρωπος, που βρίσκεται έξω από τη δομή της γυναίκας του, αντί να χρησιμοποιεί τα δικά του ασθενικά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί τα πανίσχυρα της μητέρας του. Είναι ένας διπλός άνθρωπος, χωρίς να υφίσταται έρωτας. Όμως ο έρωτας έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον άντρα, γιατί η γυναίκα-δομή απορροφά μέσα της τον άντρα. Στην περίπτωση μητέρας και γιου η μητέρα δεν απορροφά το γιο, αλλά τον ωθεί να κάνει πράγματα, που πιστεύει ότι είναι ιδανικά γι’ αυτόν. Χρησιμοποιεί τη μεγάλη ευφυΐα του γιου για το υποτιθέμενο καλό του, μόνον που αυτό το καλό είναι προϊόν γυναικείας φιλοσοφίας. Αυτός ο διπλός άνθρωπος, ενώ στη μορφή είναι άντρας, έχει μέσα του τη γυναίκα, που είναι η μητέρα του. Δεν μπορεί να κάνει φιλίες, γιατί η γυναίκα, που υπάρχει μέσα του κι έχει άποψη, τις υποτιμά. Δεν μπορεί να διαφωνήσει με κάποιον, που είναι προϊστάμενος του, γιατί η γυναίκα που έχει μέσα του προτιμά τη θυσία για το όφελος.

Όμως ο άνθρωπος είναι θνητός. Αυτή η ζωή της θυσίας τον φθείρει. Τα χρόνια περνούν κι αγχώνεται. Τελειώνει το λύκειο και η γυναίκα, που υπάρχει μέσα του απαιτεί την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο. Τελειώνει κι αυτό κι έχει άλλες βλέψεις. Ο άντρας καταλαβαίνει μόνος του πότε είναι επιθυμητός και πότε όχι. Όσο είναι νέος του δίνονται οι ευκαιρίες για τον έρωτα. Όταν περνούν τα χρόνια, μειώνονται αυτές οι ευκαιρίες. Αυτή η μείωση του προκαλεί άγχος και τον προβληματίζει. Όχι, λέει η γυναίκα μέσα του. Συνέχισε. Όλες οι γυναίκες είναι πόρνες και θέλουν επιτυχημένους. Όσο πιο επιτυχημένος είσαι, τόσο πιο όμορφη πόρνη θα πάρεις. Όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Μία μέρα θα γίνεις πλούσιος και διάσημος κι όλες θα τρέχουν από πίσω σου. Προχώρα, βιάσου, θυσιάσου, ταπεινώσου. Οπότε, έρχεται μία “ωραία πρωία” κι ο άνθρωπος αυτός διαπιστώνει ότι δεν έχει κάνει τίποτε απολύτως στη ζωή του. Δεν έζησε ούτε μία στιγμή σαν άνθρωπος, δεν απόλαυσε απολύτως τίποτε από όσα είναι δυνατό ν’ αναζητά ο άνθρωπος ακολουθώντας τη φύση του.

Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να υποστηρίζει θεωρίες υπέρ του έρωτα, όταν στην περίπτωση που εφαρμοστούν, τον εξομοιώνουν με τους νεκρούς; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μη μισεί τους νέους; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην αρπάξει το λίθο εναντίον της μοιχαλίδας; Όχι μόνο θα τον αρπάξει, αλλά θα νιώσει και την υπέρτατη ευχαρίστηση. Μισεί τη μοιχαλίδα, όχι για λόγους ηθικής, αλλά επειδή ζηλεύει αυτόν με τον οποίο διέπραξε τη μοιχεία. Μισεί τη μοιχαλίδα, που επέλεξε κάποιον άλλο και όχι αυτόν το βρωμερό. Μισεί τη γυναίκα που έδωσε δωρεάν την ευχαρίστηση που ο βρωμερός πληρώνει. Μισεί τη μοιχαλίδα, που είναι όμοια με τη γυναίκα του. Μία ζωή αγωνίστηκε, για να πάρει όμορφη πόρνη κι αυτός αντιμετωπίζει την αδιαφορία, ενώ κάποιος νέος απολαμβάνει τον έρωτα.

Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να δει τη λέξη “παρθένος” μέσα στις Γραφές και να μην τη στρέψει εναντίον των ανθρώπων που τόσο μισεί; Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην αναπτύξει άποψη για την ηθική; Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να είναι δάσκαλος και να μην ευνοεί το δούλο μαθητή, που είναι όμοιος του; Είναι δυνατό να μη μισεί το μαθητή, που είναι έξυπνος κι ερωτευμένος;

Όλοι αυτοί οι άθλιοι και θεομίσητοι άνθρωποι είναι αυτοί, που βυθίζουν την ανθρωπότητα στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν παίρνουν την εξουσία και το σύνολο των μέσων που αυτή διαθέτει, προσπαθούν με κάθε τρόπο να δηλητηριάσουν τους ανθρώπους, παρασέρνοντάς τους στη δυστυχία. Προσπαθούν να τους κάνουν όμοιους μ’ αυτούς, βρώμικους, ηλίθιους, δούλους και προπαντός “ανήθικους”. Αυτή η τελευταία έννοια πρέπει να μας απασχολήσει, γιατί το πρόβλημα των ανθρώπων που ζουν σ’ οργανωμένες κοινωνίες, είναι η συμβίωση με τα χαρακτηριστικά του καθενός σε πλήρη ανάπτυξη.

Η “ηθική” είναι μία έννοια, που απασχολεί το σύνολο της κοινωνίας και πάνω σ’ αυτό το θέμα ποικίλουν οι απόψεις. Τι είναι ηθικό; Τι είναι ανήθικο; Ο καθένας λέει ό,τι θέλει κι αυτό βέβαια είναι δικαίωμά του. Όμως αυτός ο καθένας από τη στιγμή που έχει εξουσία και ταυτόχρονα δεν έχει επαφή με το Θεό, είναι επικίνδυνος. Γίνεται επικίνδυνος, γιατί μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία η άποψη του καθενός επηρεάζει κι ένα χώρο ανάλογο με το αξίωμα αυτού, που την εκφέρει. Ο καθένας έχει τη φιλοσοφία του πάνω στο θέμα της ηθικής κι αυτό δεν είναι πρόβλημα. Όσο η άποψη του καθενός έχει να κάνει με τις δικές του αποκλειστικά επιλογές, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Αν θεωρεί κάποιος ανήθικο να κάνει έρωτα με κάποιον άλλο, αυτό είναι δικαίωμά του και κανένας δεν μπορεί να του επιβάλλει μία διαφορετική άποψη. Όμως το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που η άποψη για την ηθική είναι κατευθυνόμενη. Άνθρωποι, που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρίσκονται σε θέση ισχύος, αναλύουν τις απόψεις τους κι αυτές διαχέονται στην κοινωνία. Από τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα λόγω θείας καταγωγής να έχει άποψη, όλοι οι παραπάνω είναι ύποπτοι αν όχι βρωμεροί υπάνθρωποι.

Πριν δούμε πώς αυτές οι απόψεις επηρεάζουν την κοινωνία, πρέπει να δούμε την άποψη του Θεού για την ηθική. Για τον άνθρωπο, που δεν επηρεάζεται από την οργανωμένη κοινωνία παρά μόνον από το Θεό, δεν υπάρχει η έννοια της ηθικής. Ο άνθρωπος πλάστηκε με κάποια χαρακτηριστικά από το Δημιουργό. Αν τ’ ακολουθήσει και τα σεβαστεί, δε θα τον απασχολήσει ποτέ η έννοια της ηθικής. Ο άνθρωπος αυτός είναι μόνον ο νέος άνθρωπος, που ως παιδί ακολουθεί τις ορμές του και παίζει κι ως νεανίσκος αναζητά τον έρωτα. Σ’ αυτήν τη φάση της ζωής του δεν υπάρχει τίποτε ανήθικο και χωρίς εξωτερική επέμβαση ποτέ δε θ’ αντιληφθεί αυτό το πρόβλημα. Ο νέος αγαπά μία νέα κι ό,τι κι αν κάνουν, είναι αρεστό στο Θεό. Δεν κάνουν τίποτε εκ του πονηρού κι αυτό φαίνεται εύκολα από την ψυχική τους ευφορία.

Όταν ο άνθρωπος δεν πολεμά το Θεό, απολαμβάνει αυτήν την ψυχική ανάταση και μία μοναδική έξαψη. Ο Θεός μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνει στους ανθρώπους ότι βρίσκονται στον καλό δρόμο. Αν υπήρχε δυνατότητα ν’ απομονώσουμε νέους ανθρώπους, χωρίς να γίνει η παραμικρή επέμβαση από πλευράς γνώσης πάνω τους, τότε αυτοί οι νέοι θα γνώριζαν σίγουρα την Αιώνιο Ζωή. Ένας διπλός άνθρωπος χωρίς την παραμικρή γνώση είναι τόσο κοντά στο Θεό, που, χωρίς να διαβάσει ποτέ τις Γραφές, θα Τον ανακαλύψει κι αυτό για να Τον ευχαριστήσει. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πρόβλημα ηθικής για τους ανθρώπους, που ακολουθούν τα χαρακτηριστικά τους, αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα προέρχεται απ’ αλλού. Κάποιοι, που έχουν όφελος, δίνουν κατευθύνσεις στους ανθρώπους κι αυτές οι κατευθύνσεις είναι, που παρακάμπτουν το Θεό. Από τη στιγμή που το επιτυγχάνουν, κατορθώνουν και κάνουν τον άνθρωπο ανήθικο. Ενώ δεν υπάρχει πρόβλημα ηθικής, από τη στιγμή που ο άνθρωπος χάνει την επαφή με το Θεό, γίνεται ανήθικος. “Ηθικός” άνθρωπος δηλαδή δεν υπάρχει. Υπάρχει ο άνθρωπος και το ανήθικο ανθρωποειδές. Όμως από τη στιγμή που οι άνθρωποι βλέπουν πρόβλημα αυτής της μορφής, το πρόβλημα δεν είναι του ανθρώπου, αλλά της κοινωνίας του.

“Ου μοιχεύσεις” λέει ο Θεός. Γιατί ο άνθρωπος να γίνεται μοιχός; Γιατί να μη μπορεί να έχει ελευθερία; Φταίει ο άνθρωπος και κατ’ επέκταση ο Θεός ή η κοινωνία, που αναγκάζει τον άνθρωπο να παίρνει αποφάσεις ενάντια στη φύση του; Μία κοπέλα που την πάντρεψαν, χωρίς καν να το καταλάβει, γιατί φταίει αν γίνει μοιχαλίδα; Φταίει αυτή ή αυτοί που την πάντρεψαν; Φταίει η γυναίκα-άνθρωπος, που πλάστηκε για να ζήσει και να χαρεί ή αυτοί, που αγνόησαν το Θεό; Ο άνθρωπος κάνει χιλιάδες λάθη στη ζωή του, γιατί όμως στο θέμα του γάμου εξαντλείται η αυστηρότητα του συστήματος; Είναι η πόρνη ανήθικη; Αν είναι η πόρνη ανήθικη, πόσο πιο ανήθικοι είναι αυτοί, που τη συντηρούν; Ποιοι είναι αυτοί, που συντηρούν την πορνεία και μ’ αυτόν τον τρόπο την ανηθικότητα; Οι νέοι δεν έχουν ανάγκη τις πόρνες για ευνόητους λόγους. Όμως ακόμα και να τις έχουν, δεν έχουν τη δυνατότητα να τις συντηρήσουν. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανήθικοι είναι αυτοί, που έχουν τις δυνατότητες κι αυτοί βρίσκονται ψηλά και στην κλίμακα της ηλικίας και στην κλίμακα του συστήματος.

Αν αυτό συνδυαστεί με το γεγονός ότι οι θεωρίες για την ηθική έχουν κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω, τότε εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα, που είναι κι ευνόητο. Για ηθική μιλάνε αποκλειστικά οι ανήθικοι. Οι άνθρωποι απλά δε γνωρίζουν αυτήν την έννοια. Όμως σε ποιους απευθύνονται αυτά τα μηνύματα; Ποιοι πρέπει να υπακούσουν; Η εξουσία στέλνει το μήνυμα και κάποιοι το παίρνουν. Εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν σ’ αυτόν το κόσμο υποφέροντας απ’ αυτού του είδους τις θεωρίες. Άνθρωποι καταδίωκαν με λύσσα ανθρώπους, που δεν έκαναν τίποτε άλλο, παρά να υπακούν στη συνείδηση τους και κατά συνέπεια στο Θεό. Επί αιώνες ο σαρκικός έρωτας ήταν ταμπού. Η παρθενία της γυναίκας έφτασε να βρίσκεται κι επίσημα γραμμένη στα συμβόλαια του γάμου. Άνθρωποι βασανίστηκαν κι αφανίστηκαν απ’ αυτές τις συνθήκες. Ποιος φταίει; Οι ίδιοι, πάντα οι ίδιοι και οι ίδιοι, κατατρέχουν τους ανθρώπους και προσπαθούν να φάνε τις σάρκες τους. Δύο μέτρα και δύο σταθμά. Είναι ανήθικη η κοπέλα που είναι ερωτευμένη με τ’ αγόρι και την καταδιώκουν. Τα πορνεία αυτού του κόσμου δεν έκλεισαν ποτέ κι είναι ανήθικες οι κοπέλες; Βέβαια η ανθρωπότητα προχωρά προς τα εμπρός, έστω κι αν ματώνει σ’ αυτήν τη διαδρομή. Η ηθική κι αυτοί οι θεωρητικοί της, αναγκάζονται να προσαρμοστούν.

Ο κύριος στόχος τους όμως ποτέ δεν έπαψε να είναι ένας και μοναδικός, οι νέοι. Ό,τι άσχημο συμβαίνει, οφείλεται στους νέους και όχι σ’ αυτούς, που τους δίνουν τα χαρακτηριστικά. Οι νέοι δε δουλεύουν, οι νέοι μπλέκουν στα ναρκωτικά, οι νέοι είναι ανήθικοι, εφόσον δεν έχουν σεξουαλικές φοβίες. Για όλα φταίνε οι νέοι. Όλες αυτές οι άθλιες απόψεις είναι εκ του πονηρού για να φοβίσουν τους γονείς. Πρέπει ο γονιός να φοβάται κι εξαιτίας αυτού του φόβου να καταπιέζει τα παιδιά. Είναι αδύνατο χωρίς καταπίεση να παραχθούν νέες πόρνες, που υπηρετούν τους άθλιους και βρωμερούς ηθικολόγους. Είναι αδύνατο χωρίς την καταπίεση να δημιουργηθούν νέοι δούλοι, που με τη σειρά τους θα γίνουν οι ηθικολόγοι του μέλλοντος. Αν οι νέοι ζήσουν ελεύθερα, θα επαναστατήσουν κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο για το σύστημα. Όμως το πονηρό σύστημα αμύνεται, έχοντας μία αποτελεσματική υποδομή. Η υποδομή αυτή είναι η μοιχαλίδα μητέρα. Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στην κοινωνία, για να ενεργεί η γυναίκα αυτή. Αν η κοινωνία είναι ελεύθερη κι όμορφη, δεν μπορεί να καταπιέζει το γιο της. Αν δεν υπάρχουν παραδείγματα πορνείας, δεν μπορεί να επιχειρηματολογεί πάνω σ’ αυτή. Δεν μπορεί να ωθεί το γιο της στη θυσία, εφόσον δεν υπάρχει ορατή γι’ αυτόν ανταπόδοση. Οι μητέρες των γιων είναι αυτές, που υιοθετούν περισσότερο αυτές τις απόψεις και τις διατηρούν μέσα στην κοινωνία. Αυτές οι μητέρες είναι, που θυσιάζουν τις κόρες τους για να δείξουν το καλό παράδειγμα. Προσφέρουν τη μικρή κόρη τους σ’ έναν άντρα με τα επιθυμητά γι’ αυτές, χαρακτηριστικά, ώστε όταν έρθει η ώρα του γιου, να πάρει κι αυτός τη γυναίκα που επιθυμεί μέσα από τις ίδιες διαδικασίες. Μία τέτοια μητέρα ωρύεται με την ανηθικότητα ενός πλούσιου, που εγκαταλείπει την κόρη της, ενώ, όταν ο γιος της είναι ερωτευμένος με μία φτωχιά κοπέλα, την πολεμά σαν να της σκότωσε τα παιδιά της.

Όλη η γενική κοινωνική άποψη για την ηθική έχει αποδέκτες τους άθλιους της κοινωνίας. Οι πιο μίζεροι, οι πιο δυστυχισμένοι κι οι πιο βρωμεροί άνθρωποι, που υπάρχουν, είναι αυτοί, που ηθικολογούν. Ό,τι επιθυμεί το σύστημα να περάσει μέσα στην κοινωνία, το περνάει μέσω αυτών των ανθρώπων. Η κοινωνία που λειτουργεί χρησιμοποιώντας πρότυπα, στηρίζεται αποκλειστικά σ’ αυτούς. Αν το επιθυμητό πρότυπο είναι, η κοπέλα να είναι παρθένος, αυτοί το στηρίζουν. Το στηρίζουν, καταπιέζοντας τα παιδιά τους και κρίνοντας τ’ άλλα. Αν το επιθυμητό πρότυπο είναι ο καλός μαθητής, τα καταπιέζουν για να γίνουν καλοί μαθητές και χαίρονται με τις ηλίθιες τελετές που προσφέρει δωρεάν το σύστημα. Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι είναι η δύναμη της κοινωνίας μέσα στο άπειρο της μάζας. “Ποιος είναι αυτός; Γιατί μπήκε σ’ εκείνο το σπίτι; Ο γιος του τάδε κάνει παρέα μ’ εκείνον τον αλήτη! Η κόρη του δείνα λέει ο γιος μου κάνει συστηματικά έρωτα μ’ ένα φίλο του! Γιατί αυτό; Γιατί εκείνο; Ο τάδε έπιασε τη γυναίκα του με κάποιον άλλο! Ποιος είναι ο πατέρας του; Εκείνος ο πλούσιος; Τι καλό παιδί!! Όχι σαν τον άλλο, το γιο του εργάτη, που κάνει και τον έξυπνο! Ψωμί δεν έχουν να φάνε, οι εξυπνάδες τους έλειπαν!”

Όλα τα παραπάνω, που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα είναι πράγματα, που συμβαίνουν γύρω μας και μας βασανίζουν. Όσο ο άνθρωπος είναι νέος έχει κάποια δυνατότητα αντίστασης. Όταν τα χρόνια περάσουν και ζήσει μέσα στη μιζέρια, γίνεται κι αυτός ίδιος με τους παραπάνω ηλίθιους.

Τι λέει όμως ο Υιός του Θεού για όλα αυτά; (Ματθ. 7.2-7.6) “Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, και εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν. τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς; ή πώς ερείς τω αδελφώ σου, άφες εκβάλω το κάρφος από του οφθαλμού σου, και ιδού η δοκός εν τω οφθαλμώ σου; υποκριτά, έκβαλε πρώτον την δοκόν εκ του οφθαλμού σου, και τότε διαβλέψεις εκβαλείν το κάρφος εκ του οφθαλμού του αδελφού σου.” (Μή κατακρίνετε, διά νά μή κατακριθήτε, διότι μέ τό κριτήριον πού κρίνετε, θά κριθήτε, καί μέ τό μέτρον πού μετράτε, θά μετρηθήτε. Γιατί βλέπεις τήν αγκίδα, πού είναι εις τό μάτι τού αδελφού σου, ενώ τό δοκάρι, πού είναι εις τό μάτι σου, δέν τό παρατηρείς; Η πώς θά πής εις τόν αδελφόν σου, “Άφησέ με νά βγάλω τήν αγκίδα από τό μάτι σου”, όταν υπάρχη εκείνο τό δοκάρι εις τό δικό σου μάτι; Υποκριτά, βγάλε πρώτα από τό δικό σου μάτι τό δοκάρι, καί τότε θά ιδής καθαρά γιά νά βγάλης τήν αγκίδα από τό μάτι τού αδελφού σου.)

Ο Χριστός είναι απόλυτος σ’ αυτό το σημείο και δε θέλει καμία περαιτέρω διευκρίνιση ο Λόγος Του. Απαγορεύεται από τον Υιό του Θεού να κατακρίνει ο ένας άνθρωπος τον άλλο. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται αυτό, που οδηγεί κατευθείαν στην υποκρισία. Όμως σ’ αυτόν το λόγο, είναι απαραίτητο να σταθούμε στις αναλογίες που κρατά ο Χριστός. Αυτός που κατακρίνει την αγκίδα, έχει δοκάρι στο μάτι του. Δεν περιγράφει σε καμία περίπτωση τ’ αντίθετο. Αυτό σε συνδυασμό ότι με το ίδιο μέτρο με το οποίο κρίνει κάποιος θα κριθεί, σημαίνει ότι όσο πιο διεφθαρμένος και πιο άθλιος είναι κάποιος, τόσο πιο εύκολα κρίνει. Κρίνει, γιατί του το επιτρέπουν οι γνώσεις του. Αυτός μόνο μπορεί να διακρίνει την αγκίδα που έχει κάποιος στο μάτι του. Όταν έχει δοκάρι στο μάτι του, είναι τόσο μεγάλο που δεν το βλέπει στο σύνολό του, ενώ την βλέπει την αγκίδα. Ένας γέροντας μοιχός, που όλη τη ζωή του την έζησε στη μοιχεία και την πορνεία, εύκολα κρίνει ένα νέο, που αρχίζει και παίρνει λάθος δρόμο, γιατί αυτόν το δρόμο τον γνωρίζει. Ο ένας έχει το δοκάρι κι ο άλλος την αγκίδα. Όμως αυτός ο άθλιος γέροντας, όταν κριθεί θα κριθεί με το ίδιο μέτρο από κάποιον χειρότερο, που θα βλέπει το δοκάρι στο μάτι του, χωρίς να βλέπει τα δικά του χειρότερα χάλια.

Πρέπει ένας άνθρωπος, κατά το Χριστό, για να κρίνει κάποιον άλλο, να είναι χειρότερος απ’ αυτόν, ώστε να μπορεί να κατανοήσει το πρόβλημα. Ένας νέος δεν μπορεί να κρίνει για ηθική τους μεγαλύτερους, γιατί απλούστατα δε γνωρίζει. Δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί αυτοί περιφέρονται στην πορνεία, εφόσον έχουν γυναίκες. Ο νέος είναι αγνός και νομίζει ότι ζώντας με τη γυναίκα που αγαπά, δεν έχει την ανάγκη του πορνείου. Δεν μπορεί να καταλάβει την αθλιότητα και τη μοιχεία. Όμως οι μοιχοί μεταξύ τους την καταλαβαίνουν και η κριτική πάει πάντα με κατεύθυνση από τον περισσότερο άθλιο στο λιγότερο. Αυτοί που θα κατακριθούν περισσότερο, είναι αυτοί που, όπως θα δούμε αλλού, κρίνουν τους πάντες “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” κι είναι οι χειρότεροι όλων. Αφού γνωρίσαμε την κατεύθυνση και τη φορά της υποκρισίας, αρχίζουμε ν’ αναζητούμε τους τελικούς αποδέκτες, που φυσιολογικά πρέπει να είναι νέοι κι αυτοί με τη σειρά τους να φέρονται ανάλογα, ώστε να περιμένουν την ανταπόδοση.

Εξουσία στην οικογένεια είναι ο πατέρας, αλλ’ αυτός εξ ορισμού ανήκει στην κατηγορία των πρεσβυτέρων και φυσικά φέρεται όπως κι αυτοί. Η απουσία του από τη δομή της οικογένειας αφήνει ένα τεράστιο κενό, το οποίο είναι δυσαναπλήρωτο. Η μητέρα σ’ αυτές τις μορφές κοινωνίας έχει συνήθως πολλά παιδιά ν’ αναθρέψει κι αυτό δημιουργεί σημαντικές δυσκολίες. Τ’ αρσενικά παιδιά είναι αυτά, που έχουν μέγιστες ανάγκες κι από εκείνο το σημείο ξεκινά το πρόβλημα. Η μητέρα, όταν μετά τη μετάλλαξή της γίνεται “σάρκα μία” με το γιο, χρησιμοποιεί για δική της ευκολία την ευφυΐα του, που της λείπει. Ενώ ο πατέρας είναι απών, από ένα σημείο και πέρα, το κενό που αυτός δημιουργεί, όσον αφορά την ευφυΐα, δεν υπάρχει. Ποιος είναι όμως αυτός ο γιος; Πώς γίνεται η επιλογή; Σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα είναι απλά, γιατί ο πρωτότοκος είναι αυτός, που ξεχωρίζει.

Ο πρωτότοκος είναι αυτός, που δίνει για πρώτη φορά στη μητέρα το αίσθημα μίας πιθανής εγκατάλειψης. Αν κατορθώσει και νικήσει τον πρωτότοκο, τότε τα πράγματα είναι απλά στο σύνολο τους. Όταν αντιμετωπίζει προβλήματα μ’ αυτόν, τα υπόλοιπα παιδιά της είναι πολύ μικρά, για να της δημιουργήσουν το παραμικρό πρόβλημα. Αν κατορθώσει και γίνει “σάρκα μία” με το γιο της, τότε αλλάζουν τα δεδομένα στο σύνολο τους. Τα υπόλοιπα παιδιά δε θα έχουν ν’ αντιμετωπίσουν μόνον τις φοβίες της μητέρας που η ευφυΐα τους τις νικά, αλλά ένα σύνολο τέλειων αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών, που είναι αυτά της μητέρας και του μεγάλου αδερφού. Αν η μητέρα κατορθώσει και μπει μέσα στο πνεύμα του μεγαλύτερου, δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί καν για τις εξελίξεις. Μένει προσκολλημένη πάνω του κι αυτό σημαίνει ότι το σύνολο της γυναικείας φιλοσοφίας της υποστηρίζεται από μία αντρική εξυπνάδα και γνώση, που την κάνουν ανίκητη.

Αν είναι δύσκολο για τον πρωτότοκο να νικήσει τη μητέρα του, που υστερεί σημαντικά σε σχέση μ’ αυτόν στο σύνολο των πνευματικών δυνατοτήτων, τα μικρότερα παιδιά βρίσκονται σε μία κατάσταση, που είναι αδύνατο να νικηθεί. Όταν τα παιδιά, που αγαπούν τη μητέρα τους, βλέπουν ότι καμαρώνει και παίρνει χαρά από τις δραστηριότητες του πρωτότοκου, είναι δύσκολο να μην ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Αν η ευφυΐα τους αμφισβητεί την ποιότητα όσων κάνει αυτός, πρέπει να έρθουν πλέον σ’ αντιπαράθεση με τον ίδιο και όχι με τη μητέρα, που επικροτεί. Όμως αμφισβήτηση απέναντι στον αδερφό σημαίνει μία μάχη, που είναι εξ αντικειμένου δύσκολη υπόθεση. Αν αυτός ο αδερφός βρίσκεται στην κατάσταση θυσίας, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αρνητικό, γιατί κανένας δε γνωρίζει το μέλλον. Ο μικρός αδερφός μπορεί να βλέπει τον αγώνα του μεγαλύτερου και ν’ απορεί, αλλά δεν μπορεί να διατυπώσει άποψη για το σωστό ή το λανθασμένο. Ο αδερφός σε κάθε περίπτωση είναι νέος και η κοινωνία βοηθά συστηματικά αυτούς, που θυσιάζονται μέσα σ’ αυτή.

Η απουσία του πατέρα δημιουργεί κι ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα. Η κοινωνία παραδίδει την εξουσία σ’ αυτόν και άσχετα με το πόσο τη δικαιούται απαιτείται σ’ αυτή την περίπτωση γνώση για την άσκησή της. Η γνώση αυτή έχει σχέση με τη ζωή και τις επιλογές των παιδιών. Η απουσία σ’ αυτό το σημείο μεγιστοποιεί το πρόβλημα. Δημιουργείται ένας νέος μη φυσικός φορέας εξουσίας που απουσιάζει και η εξουσία του είναι δυνατό να παραδοθεί σε άλλο μέλος της οικογένειας. Ο πατέρας, για παράδειγμα, δε γνωρίζει πού συχνάζει και με ποιους συναναστρέφεται ο μικρός του γιος, ώστε να επηρεάσει τη ζωή του μέσω της εξουσίας του. Αντίθετα ο αδερφός αυτά τα γνωρίζει. Αν την άποψη της μητέρας για τη φιλία και για τις συναναστροφές την έχει υιοθετήσει κι ο πρωτότοκος, τότε η εξουσία στενεύει τον κλοιό γύρω από τα μέλη της. Η μητέρα περνά την εξουσία της, αλλά και την εξουσία του πατέρα στα χέρια του γιου κι αυτή η μεταφορά εξουσίας είναι αυτή, που διαταράσσει και τις σχέσεις μεταξύ των αδερφών.

Η μητέρα έχει μία φιλοσοφία για το πότε “εκτίθεται” το κορίτσι της στα μάτια του κόσμου. Η εξουσία της όμως δεν είναι δυνατό να επηρεάσει τη ζωή της κόρης της, γιατί υπάρχει αδυναμία στη δυνατότητα ελέγχου. Δεν μπορεί η μητέρα να παρακολουθεί το κορίτσι στις εκτός σπιτιού δραστηριότητές του . Αυτό το πρόβλημα λύνεται με την εξουσία του γιου. Ο γιος είναι τα μάτια και τ’ αυτιά της μητέρας. Μπορεί και συχνάζει στα μέρη στα οποία συχνάζει η νεολαία κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα και να βλέπει και ν’ ακούει τα συμβαίνοντα. Αιώνες τώρα οι γυναίκες φοβούνται περισσότερο κι από τον πατέρα κι από τη μητέρα το μεγάλο αδερφό. Αυτός είναι, που έχει τα επιθυμητά για την κοινωνία χαρακτηριστικά. Είναι ένας μικρός πόρνος-υποκριτής. Ενώ είναι άντρας, σκέφτεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σκέφτεται η μητέρα του. Ό,τι απαιτήσεις έχει η μητέρα του, τις ίδιες απαιτήσεις έχει κι αυτός. Χαίρεται η μητέρα, γιατί η κόρη της έχει σχέσεις με κάποιον πλούσιο, χαίρεται κι αυτός. Την περιορίζει η μητέρα, την περιορίζει κι αυτός. Θυμώνει η μητέρα για τον έρωτα της κόρης της, θυμώνει κι αυτός, ενώ μπορεί να φτάσει ακόμα και στη βία. Όπως οι πόρνοι, έτσι κι αυτός κρίνει. Κρίνει συνεχώς τους πάντες και τα πάντα με τα δικά του υποκειμενικά κριτήρια. Ανταλλάσσει πληροφορίες με τη μητέρα του και μ’ αυτόν τον τρόπο είναι πλήρως ενημερωμένοι κι οι δύο σ’ όλα τα επίπεδα. Αυτός περιγράφει τα όσα συμβαίνουν ανάμεσα στους νέους, ενώ η μητέρα του περιγράφει τι άποψη έχουν οι ομοειδείς μ’ αυτή κριτές.

Αυτή η συνεχής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μητέρας και παιδιών είναι αυτή, που δίνει τροφή στην κοινωνία της πορνείας. Αν οι νέοι ήταν απόλυτα απομονωμένοι από τους πρεσβύτερους, τότε οι τελευταίοι δε θα είχαν καμία απολύτως πηγή ενημέρωσης. Όμως οι νέοι που είναι ψυχικά πρεσβύτεροι, είναι αυτοί, που κάνουν το μεγαλύτερο κακό. Λέει ένας φίλος στο φίλο του για τον έρωτα του και τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν για ν’ αποφύγουν τον έλεγχο κι αυτός πηγαίνει και το λέει στη μητέρα του. Από εκεί κι ύστερα ενημερώνονται οι πάντες, χωρίς να γνωρίζουν οι θιγόμενοι πώς έγινε γνωστό. Οι χειρότερες οικογένειες είναι αυτές, που είναι αυστηρών ηθικών αρχών. Επειδή είναι δύσκολο να ελέγξει κάποιος τους νέους και να τους επιβάλλει άποψη, το πιο εύκολο είναι να τους φοβίσει. Είναι απαραίτητο για μία τέτοια οικογένεια ν’ αναπτύσσεται κοινωνική κριτική. Ποιος έκανε τι; Ποιανού κόρη έπαθε κάτι άσχημο;

Όταν αναφερθήκαμε στις αμβλώσεις είπαμε ότι είναι απαραίτητη η απαγόρευση τους, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνία δημιουργεί θύματα ανάμεσα στους νέους, που τα χρησιμοποιεί ως παράδειγμα προς αποφυγή. Μία άθλια οικογένεια, που καταπιέζει το κορίτσι της σαν να ήταν ζώο, χρειάζεται θύματα για να επιβιώσει. Χρειάζεται απαραίτητα να πάθει κάποια ζημιά το κορίτσι του γείτονα, που είναι πιο υγιές άτομο, για να δώσει επιχειρήματα στους ηλίθιους. Πρέπει αυτό το κορίτσι να πάει σ’ έναν πρακτικό χασάπη και να πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά, για να δικαιωθεί η ηλίθια γειτόνισσα, που απαιτεί από την κόρη της να μείνει παρθένος. Οι πρεσβύτεροι μαθαίνουν το σύνολο των όσων συμβαίνουν από τους νεαρούς πόρνους, που περιφέρονται ανάμεσα στους νέους.

Όταν ο Χριστός μιλά για την κριτική, χρησιμοποιεί και τον όρο “υποκρισία”, αφού αυτόν, που κρίνει, τον ονομάζει υποκριτή. Όμως γιατί είναι υποκριτής; Δεν μπορεί κάποιος να έχει απόλυτες απόψεις και πάνω σ’ αυτές να κρίνει; Όχι, δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση. Οι άνθρωποι λειτουργούν στα πλαίσια μίας συγκεκριμένης κοινωνίας με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που τους δόθηκαν από το Δημιουργό. Ο άντρας είναι πάντα άντρας και η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα. Όταν ο μικρός κι άθλιος πόρνος καταπιέζει την αδερφή του, κρύβει πάντα τον αγώνα του να πείσει κι αυτός μία άλλη κοπέλα να κάνει αυτά που απαγορεύει στην αδερφή του. Όταν ο άντρας αναζητά τον έρωτα, προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα, που είναι στατική. Ο μικρός πόρνος αγνοεί ότι και η γυναίκα, που τον ενδιαφέρει, είναι κι αυτή αδερφή ενός άλλου μικρού πόρνου-υποκριτή. Οι συμβουλές του αδερφού έχουν πάντα σχέση με την ηθική, την αγνότητα, την κοινωνική αποδοχή, ενώ οι ερωτικοί του λόγοι πάντα με την επανάσταση. Να σέβεται τους γονείς, λέει στην αδερφή, να μη σέβεται κανένα, λέει στη γυναίκα που αγαπά. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η υποκρισία. Δύο ακραίες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα. Η αδερφή παρθένος και το κορίτσι που τον ενδιαφέρει, ερωτικά απελευθερωμένο. Το πλεονέκτημα του μικρού πόρνου σε σχέση με τη μητέρα του, που τον κάνει πιο επικίνδυνο, είναι η γνώση του και η εξυπνάδα. Γνωρίζει εκ των προτέρων τι καταστάσεις ζει η αδερφή του, γιατί τις ίδιες δημιουργεί κι αυτός για κάποια άλλη. Γνωρίζει σε ποια σημεία είναι αδύνατη, γιατί στα ίδια σημεία πιέζει ο ίδιος στη δική του περίπτωση. Η μητέρα όλα αυτά δεν τα γνωρίζει, γιατί είναι γυναίκα κι αδυνατεί να σκεφτεί σαν άντρας. Η καταπίεση της αδερφής είναι πάντα επίτευγμα του μεγάλου αδερφού. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται το μεγάλο επίτευγμα της κοινωνίας… δεν μπορεί να λειτουργήσει κοινωνία μοιχείας και πορνείας χωρίς υποκρισία.

Όμως όταν ο Χριστός λέει ότι αυτός, που κρίνει, θα κριθεί με το ίδιο μέτρο, εννοεί ότι όσο πιο βρώμικος, μίζερος κι άθλιος είναι κάποιος, τόσο πιο μεγάλη τιμωρία τον περιμένει. Ένας άνθρωπος που είναι πραγματικά ευτυχισμένος, γνωρίζει ορισμένα βασικά και θεμελιώδη πράγματα. Δεν υπάρχει ευτυχία, που να στηρίζεται στην εξουσία. Ευτυχία χωρίς ελευθερία και σεβασμό απέναντι στον άλλο, δεν υπάρχει. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος σέβεται τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Αυτός ο σεβασμός προέρχεται από τη γνώση. Δεν μπορεί κάποιος να σέβεται την προσωπικότητα του άλλου και κατ’ επέκταση τις επιλογές του, χωρίς να έχει γνώση. Η ψευδοεξουσία μέσα στην οικογένεια κρύβει τις προσωπικότητες των μελών της και τις ισοπεδώνει. Όμως από τη στιγμή που υπάρχει γνώση, υπάρχει και σεβασμός. Ο άνθρωπος που σέβεται την οικογένεια του, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρέπει να σέβεται και τον κοινωνικό του περίγυρο.. δεν μπορεί κάποιος να εμπιστεύεται τα παιδιά του και να θέλει να ελέγχει τα παιδιά των άλλων. Αυτά που συμβαίνουν γύρω του, θέλει να τα μαθαίνει, όχι βέβαια για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Αν μάθει τι συνέβη σ’ ένα κορίτσι, που έκανε άμβλωση κι έπαθε ζημιά εξαιτίας των απάνθρωπων νόμων και της κοινωνίας, προβληματίζεται κι αυτός ο προβληματισμός τον ωθεί στην παροχή γνώσης στα παιδιά του. Πρέπει να τα ενημερώσει και μ’ αυτόν τον τρόπο να τα προφυλάξει.

Ο άνθρωπος πρέπει να έχει επαφή με το περιβάλλον του και να μη ζει απομονωμένος. Αυτή η επαφή γίνεται μέσω μίας συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών. Όμως ο άνθρωπος που θέλει να είναι κοντά στο Θεό, δεν πρέπει να κρίνει. Μαθαίνει, για να προστατευτεί και για να προστατεύσει τους ανθρώπους που αγαπά. Αυτός ο σεβασμός και η συνεχής ενημέρωση δίνουν δύναμη στον άνθρωπο. Τίποτε δεν μπορεί να τον απειλήσει και τίποτε δεν μπορεί να του κάνει τη ζωή δύσκολη. Δε θα βρεθεί ποτέ σε κατάσταση να δίνει εξηγήσεις σε κανέναν. Τα παιδιά του θα κάνουν ό,τι είναι σωστό κι ανθρώπινο να κάνουν. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν πηγαίνει σε καμία περίπτωση να πάρει το κορίτσι του κατασφαγμένο και μισοπεθαμένο από έναν απατεώνα γιατρό, που πραγματοποιεί εκτρώσεις. Ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα έχει ποτέ πρόβλημα με τα ναρκωτικά, γιατί ο γιος του δε θα έχει ποτέ την ανάγκη να δραπετεύσει από την αθλιότητα. Όταν αυτός ο άνθρωπος, μ’ αυτήν την τακτική γνωρίζει ότι προσφέρει στην οικογένεια του, δεν έχει το παραμικρό άγχος. Η προσφορά του ανταποδίδεται απ’ αυτούς που αγαπά κι αυτό του δίνει τη δύναμη ν’ αδιαφορεί, όχι για τα όσα γίνονται γύρω του, αλλά για όσα λέγονται σε βάρος του ίδιου και των άλλων. Αυτός που δεν κρίνει, μπορεί να μη διαφεύγει της κριτικής της κοινωνίας εντελώς, αλλά έχει τη δύναμη να την αγνοεί.

Από την άλλη πλευρά κυριαρχεί η αθλιότητα, η μιζέρια και η μοιχεία. Όσο πιο άθλιος και μίζερος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο έντονα ασκεί κριτική και τόσο πιο μεγάλη τιμωρία τον περιμένει. Ο μοιχός σε καμία περίπτωση δε γνωρίζει τι συμβαίνει στην οικογένεια του. Φέρεται στη γυναίκα του απάνθρωπα και στα παιδιά του όπως σε ζώα. Όταν υπάρχει εξουσία σε συνδυασμό με την άγνοια —το ένα γεννά τ’ άλλο— τότε αυτόματα υπάρχει καταπίεση. Η καταπίεση φέρνει τη δυστυχία κι αυτό είναι βαρύ φορτίο για τον άνθρωπο. Ο άθλιος που είναι δυστυχισμένος εξαιτίας της μοιχείας, υποφέρει και δεν ξέρει πού να στραφεί. Αυτός ο άνθρωπος, όπως όλοι, μαθαίνει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του. Όμως η μεγάλη διαφορά με τον υγιή άνθρωπο βρίσκεται στη χρήση της πληροφορίας. Ο πρώτος θέλει να βελτιωθεί και μοιράζει γνώση, ενώ ο δεύτερος, ακολουθώντας την ίδια πρακτική, θέλει να ελαφρύνει τη μιζέρια του. Επιθυμεί να βλέπει γύρω του μεγαλύτερη δυστυχία, για να αισθάνεται ευτυχής.. έχει ανάγκη να μυρίζει το θάνατο, για να αισθάνεται ζωντανός. Η καταπίεση του δημιουργεί ένταση μέσα στην οικογένεια και μίσος. Οι πληροφορίες και η κριτική σε βάρος των ανθρώπων επιτρέπουν στην οικογένεια της αθλιότητας να επιζεί.

Μαθαίνει αυτός ο άνθρωπος για το κορίτσι του γείτονα κι αντί να προστατεύσει τα παιδιά του, κάνει την πληροφορία άλλοθι, για να καταπιέσει ακόμα περισσότερο. Αντί να συμπονέσει το κορίτσι και να κατηγορήσει την αθλιότητα και την προστυχιά της κοινωνίας που το άφησε χωρίς γνώση, επιτίθεται σ’ αυτό. Γι’ αυτόν το κορίτσι είναι πόρνη και η τιμωρία του δίκαιη. Είναι πόρνη το κορίτσι, που ακολουθεί το Δημιουργό κι υποφέρει εξαιτίας της κοινωνίας, κι είναι αγνή η κόρη του, που εκτελεί πορνεία. Πορνεία εκτελεί το καταπιεσμένο κορίτσι, που οδηγείται στο γάμο, χωρίς να μεσολαβήσει ο έρωτας. Πόρνη είναι η κοπέλα, που σπουδάζει και μαθαίνει πιάνο, μέχρι ο πατέρας της και η μητέρα της να της βρουν τον εκλεκτό τους. Είναι πόρνη και την αμέσως επόμενη μέρα του γάμου της, γίνεται μοιχαλίδα. Αυτός ο άνθρωπος που θέλει οπωσδήποτε την κόρη του πόρνη, κρίνει συνεχώς. Όσο πιο άθλιος είναι, τόσο πιο περίπλοκα και διεστραμμένα σκέφτεται. Κρίνει πάντα μ’ αυστηρότητα και χύνει το δηλητήριο μολύνοντας τον κόσμο.

Όμως από τη στιγμή που ο άθλιος αυτός άνθρωπος απομακρύνεται από το Χριστό και κρίνει, ανοίγει τον τάφο του. Από εκείνη τη στιγμή παύει να είναι ελεύθερος και ζει ως δούλος. Γίνεται δούλος της ηλιθιότητας του κι αυτό, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος. Όταν ένας άνθρωπος γίνει κριτής και μάλιστα αυστηρός, τότε δύο είναι οι πιθανές καταστάσεις που πρόκειται να ζήσει στο υπόλοιπο της ζωής του: η μία είναι να ζει μέσα στην υποκρισία και στο ψέμα, καταφέρνοντας μέσα από εξοντωτικές θυσίες να μη δώσει δικαίωμα να κριθεί και η άλλη —και πιο πιθανή— είναι να έρθει η ώρα που θα δώσει δικαίωμα στους ομοίους του να τον κρίνουν. Και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος παύει να ζει, εφόσον δεν αισθάνεται ελεύθερος κι ανάλογα με την αυστηρότητα της ηθικολογίας του στενεύει ο κλοιός γύρω του.

Αυτός ο άνθρωπος δε ζει για να χαίρεται, αλλά ζει για να κρίνει με άμεση συνέπεια να κρίνεται. Ένας τέτοιος άθλιος στερείται το σύνολο των όσων έχουν προνοηθεί από το Δημιουργό για τον άνθρωπο. Αγνοεί τον έρωτα, εφόσον δε σέβεται τη γυναίκα του και την εξουσιάζει. Χωρίς την εξουσία μόνον η γυναίκα φέρεται ως άνθρωπος και η ηθικολογία απαιτεί ζωώδη συμπεριφορά, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εξουσίας της μοιχείας. Ο ίδιος άθλιος, που είναι μοιχός, ζει και μόνος σαν το ζώο. Το ύψιστο αγαθό για τους άντρες είναι η φιλία. Όταν υπάρχει “σάρκα μία”, το πνεύμα του άντρα ακολουθούμενο από τη δομή της γυναίκας προάγει τη φιλία. Όταν αυτός ο άνθρωπος φέρεται στη γυναίκα του σαν ζώο κλείνοντας τη σπίτι, σημαίνει ότι η φιλία είναι καθαρά δική του υπόθεση. Όμως πώς μπορεί κάποιος να κάνει φίλους, όταν είναι άθλιος και κρίνει; Ποιος άνθρωπος θέλει να κρίνεται; Ποιος άνθρωπος μπορεί να γίνει φίλος μ’ έναν άθλιο; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί τα μυστικά του σ’ έναν άνθρωπο που τον συντηρεί η δυστυχία των άλλων; Η φιλία χτίζεται πάνω στην εμπιστοσύνη. Πώς μπορεί κάποιος να εξομολογηθεί —όπως κάνουν οι φίλοι— τα προβλήματά του σ’ έναν άθλιο, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει αυτά τα προβλήματα, για να δείξει στους άλλους πόσο σωστός είναι; Ο άνθρωπος που κρίνει, ζει εντελώς απομονωμένος, και η μόνη του χαρά είναι η δυστυχία των άλλων και η αναγνώριση της “ακεραιότητας” από τα κέντρα, που σκορπούν το μίσος μέσα στην κοινωνία.

Όμως οι άνθρωποι είναι πλασμένοι με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενεργούν πάντα σύμφωνα με τη θέληση του Δημιουργού. Αυτό σημαίνει ότι ο πόρνος μπορεί να έγινε έτσι με τη θέληση του, αλλά η γυναίκα και τα παιδιά του μπορεί να μην έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, που είναι προϊόν προσωπικής επιλογής. Αλίμονο στον πόρνο, που κρίνει μ’ αυστηρότητα φυσιολογικές ανθρώπινες ενέργειες. Θα έρθει η ώρα, που τα παιδιά του θα κάνουν τα ίδια και δε θα ξέρει πού να κρυφτεί. Ο άνθρωπος εκείνη την ώρα θα προτιμούσε να μην είχε γεννηθεί. Όλος ο κόσμος που είχε δει κακό από τις κρίσεις του, θα πέσει πάνω του και θα τον κατασπαράξει. Ο άθλιος που συναναστρέφεται άθλιους, θα εξοντωθεί από τους ίδιους του τους λόγους. Είναι αδύνατον, όταν κρίνει κάποιος ορισμένα πράγματα που δεν τον αφορούν, να μη βρεθεί αντιμέτωπος με την κρίση, όταν κάνει τα ίδια πράγματα. Είναι αδύνατο να κατηγορεί σ’ όλον τον κόσμο τα παιδιά του γείτονα, επειδή δρουν φυσιολογικά ως νέοι και να διαφύγει της προσοχής, όταν τα παιδιά του κι αυτά φυσιολογικά θα κάνουν τα ίδια. Όταν αποκαλέσει πόρνη το κορίτσι του γείτονα, επειδή έχει δεσμό εκτός γάμου, είναι αδύνατο να τον ξεχάσουν οι πληγωμένοι γονείς της, όταν η κόρη του με τη σειρά της θα κάνει το ίδιο πράγμα.

Όταν κρίνει ένας άνθρωπος, γίνεται δούλος των λόγων του. Όταν ο βρωμιάρης περιγράφει για μία νέα κοπέλα καταστάσεις, που μόνο στο άθλιο και διεστραμμένο μυαλό του υπάρχουν, να είναι σίγουρος ότι σ’ όλη του τη ζωή θ’ αγωνίζεται, για ν’ αποδείξει ότι αυτός ήταν σωστός κι ο λόγος του δίκαιος. Η αθλιότητα της κοινωνίας στηρίζεται σ’ αυτήν την κριτική, που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους και γι’ αυτό την προωθεί. Όσο πιο σκοτεινή είναι η κοινωνία, τόσο πιο έντονο είναι αυτό το φαινόμενο. Όταν μία οικογένεια ζει σε μία τέτοια κοινωνία, είναι αδύνατο να μην υπάρχει μέσα της η μοιχεία και η εξουσία. Οι άνθρωποι πρέπει να συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της εξουσίας.

Επιστρέφουμε στην οικογένεια και βλέπουμε ότι ο μεγάλος αδερφός ασκεί την κύρια εξουσία. Επειδή υπάρχει ο καταναγκασμός ενάντια στη φύση των ανθρώπων, που είναι κάτω απ’ αυτήν την εξουσία, υπάρχει κι ο θάνατος. Αυτός είναι ο λόγος που ο Χριστός αναφέρει: (Ματθ. 10.21) “Παραδώσει δε αδελφός αδελφόν εις θάνατον και πατήρ τέκνον, και επαναστήσονται τέκνα επί γονείς και θανατώσουσιν αυτούς.” (Θά παραδώση δέ ο αδελφός τόν αδελφόν εις θάνατον καί ο πατέρας τό παιδί, καί θά επαναστατήσουν τά παιδιά κατά τών γονέων καί θά τους θανατώσουν.). Η σειρά με την οποία περιγράφει τα γεγονότα ο Χριστός, φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση λανθασμένη. Είναι όμως δυνατόν ο Χριστός να κάνει λάθη; Γιατί πρώτα ο αδερφός παραδίδει τον αδερφό κι έπειτα ο πατέρας τα τέκνα; Για να το αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να γνωρίζει τη λειτουργία της οικογένειας της μοιχείας. Ο πατέρας-εξουσία είναι παρών-απών. Η μητέρα που είναι μέσα στην οικογένεια χρησιμοποιεί την ευφυΐα του πρωτότοκου. Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, ο έλεγχός τους γίνεται απ’ αυτούς τους δύο. Στο θάνατο τα παραδίδει τ’ αδέρφια ο αδερφός. Ο πατέρας εμφανίζεται μόνο στην τελική σύγκρουση, όταν απαιτείται εκβιασμός μέσω της οικονομικής απειλής. Ο μεγάλος αδερφός δεν μπορεί να νικήσει τον έρωτα του μικρότερου, ενώ ο πατέρας μπορεί. Ο πατέρας μπορεί ν’ απειλήσει με φτώχεια το γιο και μ’ αυτόν τον τρόπο να τον υποτάξει. Ο Χριστός όμως συνεχίζει κι αναφέρει ότι κι οι γονείς θα έχουν την ίδια τύχη. Πώς και πότε συμβαίνει αυτό; Όταν οι γονείς καταφέρνουν να εντάξουν τα παιδιά τους μέσα στη μοιχεία, τότε τα έχουν θανατώσει. Τα έχουν νικήσει και τα έχουν κάνει δούλους. Η ζωή της μοιχείας είναι ο θάνατος.

Όταν μελετούσαμε πώς λειτουργεί ο θνητός άνθρωπος στα πλαίσια της κοινωνίας, είδαμε ότι υπάρχει μία ηλικία κατά την οποία δεν είναι ούτε νέος ούτε γέρος. Βλέπει γύρω του τη ζωή και πανικοβάλλεται. Σ’ αυτήν την ηλικία τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει και κατά συνέπεια έχει προηγηθεί η σύγκρουση του μ’ αυτά. Ο άνθρωπος αυτός βλέπει ότι δαπάνησε το πιο όμορφο διάστημα της ζωής του μέσα στη μοιχεία και στη δουλεία. Μαζί μ’ αυτά όμως βλέπει και κάτι άλλο: βλέπει ότι τα παιδιά του δουλεύουν, είναι ανεξάρτητα κι ακολουθούν το δρόμο τους. Δεν υπάρχουν υποχρεώσεις κι αυτό δίνει μία αίσθηση ελευθερίας κι ανακούφισης. Ο άνθρωπος αυτός για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνεται ότι είναι ελεύθερος και μέσω της σκληρής δουλειάς έχει και χρήματα, για να ζήσει όμορφα. Επιθυμεί να διασκεδάσει, να ταξιδέψει και να χαρεί τη ζωή του. Αλλά με ποιους; Τη γυναίκα του τη σιχαινόταν από τότε που ήταν νέοι, τώρα που πέρασαν τα χρόνια θα τη σκεφτεί; Ξυπνά ο άντρας μέσα του κι αρχίζει ν’ αναζητά τον έρωτα. Σκέπτεται σοβαρά, μέχρι και να χωρίσει. Δεν έχει υποχρεώσεις και το καθήκον του το έκανε. Τα παιδιά του μεγάλωσαν και δεν τον έχουν ανάγκη. Όμως μάταια σκέφτεται. Τα νικημένα παιδιά του που τα βούτηξε μέσα στη μοιχεία, είναι αδύνατο να επιτρέψουν τέτοιο πράγμα. Του επιτίθενται με τα ίδια μέσα. Όπως απαιτούσε αυτός συμβιβασμό από μέρους τους, έτσι απαιτούν κι αυτά με τη σειρά τους. Δεν υπάρχει περίπτωση παιδιά της μοιχείας και της εξουσίας να επιτρέψουν χωρισμό των γονιών. Ακόμα κι αν γνωρίζουν τις απαράδεκτες συνθήκες, είναι αδύνατο να συμφωνήσουν. Προτιμούν ο πατέρας να περιφέρεται στα πορνεία δυστυχισμένος, παρά να χωρίσει τη γυναίκα του και μητέρα τους κι επιπλέον να δημιουργήσει συγκληρονόμους. Τα παιδιά πληρώνουν μ’ αυτόν το τρόπο με το ίδιο νόμισμα τους γονείς τους. Αν ήταν παιδιά του έρωτα, δε θα υπήρχε περίπτωση να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, κι αν έφταναν, θα επέτρεπαν τη Λύτρωση των γονιών τους. Όμως είναι μοιχοί κι όπως ζουν αυτοί τη μοιχεία τους, υποχρεώνουν τους γονείς να συνεχίσουν τη δική τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται η μοιχεία, που γεννά την εξουσία και στηρίζει το σύστημα.

Όταν ο Χριστός λέει ότι εχθροί του ανθρώπου θα γίνουν οι δικοί του, αναφέρεται σ’ αυτό ακριβώς το καθεστώς, που διέπει τη λειτουργία της οικογένειας. Η ζωή των ανθρώπων ποτέ δεν ήταν εύκολη κι από εκεί ξεκινούν όλα τα προβλήματα. Αν διαβάσει κάποιος τα παραπάνω, θα έλεγε χωρίς κανέναν ενδοιασμό ότι για όλα τα δεινά φταίνε οι γονείς των ανθρώπων. Όμως μπορεί κάποιος, χωρίς να δει τις καταστάσεις μέσα στην κοινωνία, να τους κατηγορήσει; Όπως είδαμε, σύμφωνα με το Χριστό, αυτοί είναι εχθροί του ανθρώπου. Η μητέρα είναι αυτή, που μετατρέπει το γιο της σε πόρνο. Ο πατέρας είναι αυτός, που φέρεται απάνθρωπα και στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Όλες βέβαια οι οικογένειες δεν είναι ίδιες, ούτε όλοι οι άνθρωποι βιώνουν τις ίδιες καταστάσεις. Υπήρξαν κι υπάρχουν οικογένειες, που αγωνίζονται πραγματικά για τα παιδιά τους, χωρίς να πέφτουν στην παγίδα του συστήματος.

Η τραγική ειρωνεία στην κατάσταση που διέπει την κοινωνία, είναι ότι όλα προέρχονται από την εκμετάλλευση της αγάπης. Αγαπά ο πατέρας τα παιδιά του και πεθαίνει κάθε μέρα αγωνιζόμενος για την επιβίωσή τους. Αγαπά η μητέρα τα παιδιά της και φτάνει στην πορνεία, για να μην τα λείψει τίποτε. Εχθρός δεν είναι αυτός, που ξεκινά πάντα από το μίσος. Εχθρός είναι αυτός, που φέρεται εχθρικά ανεξάρτητα από τις προθέσεις. Όταν βυθίζει κάποιος έναν άνθρωπο στο σκοτάδι και στη δυστυχία, είναι εχθρός, ακόμα κι αν δρα με τις καλύτερες προθέσεις. Η μητέρα αγαπά το γιο της και νομίζει ότι, αν του εξασφαλίσει τον πλούτο μέσα από το γάμο, τον κάνει ευτυχισμένο. Όμως από τη στιγμή που αναγκάζεται κάποιος να γίνει μοιχός, ζει στην Κόλαση κι αυτό οφείλεται σε αποφάσεις ανθρώπων, που δεν είχαν αυτές τις προθέσεις.

Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα, εφόσον πρόκειται για τη γενική κατάσταση, ότι από κάπου προέρχονται. Η μητέρα ως γυναίκα έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Κάποιοι της δίνουν το δικαίωμα να τα καλλιεργεί και να τα μεταδίδει στους γιους της. Κάποιος δίνει τέτοιες γνώσεις, που ενθαρρύνουν τη μητέρα να έχει άποψη πάνω σε θέματα, για τα οποία δεν πρέπει κανένας να επιβάλλει την άποψη του στους ανθρώπους. Όσο ιερή κι αν είναι η σχέση, που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπάρχει επέμβαση, όσον αφορά τις επιλογές του καθενός. Κανένας δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει τις αγνές προθέσεις των γονιών, που θυσιάζονται για τα παιδιά τους. Αυτό βέβαια που είναι αμφισβητήσιμο, είναι η σωστή κρίση. Μέσα στην κοινωνία καλλιεργείται συστηματικά η άποψη ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν γνώση κι είναι ώριμοι, και το αντίθετο. Όμως, επειδή η κοινωνία εξουσιάζεται από τους πρεσβύτερους, η επικρατούσα άποψη τους ευνοεί.

Το τεράστιο πρόβλημα της μοιχείας είναι αυτό, που δίνει τη δυνατότητα σ’ όλους αυτούς να διατηρούν την εξουσία κι εφόσον ευνοούνται απ’ αυτό, το σύνολο των απόψεών τους είναι ύποπτο. Δεν υπάρχει πρεσβύτερος, που να μην εκθειάζει την οικογένεια ως πλαίσιο και να μην την προωθεί ως θεάρεστη πράξη. Όμως όταν στην κοινωνία της εξουσίας οι άνθρωποι ζουν σε συνθήκες φτώχειας κι αντιμετωπίζουν ακόμα και πρόβλημα επιβίωσης, τότε τα πράγματα παίρνουν κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η κοινή άποψη για την ωριμότητα και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής έχουν ένα αποτέλεσμα.. την άμεση επέμβαση με μορφή συμβουλών στη ζωή των παιδιών, τα οποία από τη στιγμή που ωριμάζουν, είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι. Όταν ο γονιός, από τον πιο απλό μέχρι τον πιο μορφωμένο, έχει για την ωριμότητα την άποψη του συστήματος κι επιπλέον τη γνώση για τη φτώχεια, αυθαιρετεί και συμβουλεύει.

Όμως πώς μπορεί ένας γονιός να βοηθήσει το παιδί του, όταν αυτός ο ίδιος έχει αποτύχει στη ζωή του; Πώς μπορεί ένας γονιός να πει στο παιδί του ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος; Αν γνώριζαν το σωστό, θα το εφάρμοζαν στη ζωή τους. Το σύνολο των συμβουλών έχει μέσα του την έννοια της “θυσίας”. Όλες οι συμβουλές είναι της αυτής φιλοσοφίας και κατευθύνουν τον άνθρωπο προς την εξομοίωση του με τα επιθυμητά πρότυπα. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει και να ρωτήσει: “είναι κακό ο άνθρωπος να θυσιάσει μερικές απολαύσεις νέος, για να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες για το μέλλον; Είναι κακό ο άνθρωπος ν’ αγωνιστεί νέος, για να ξεφύγει από τη φτώχεια;”. Αυτά είναι ερωτήματα, που είναι εντελώς φυσιολογικά στην κοινωνία στην οποία ζούμε. Όμως από τη στιγμή που υπάρχουν, σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει συμβιβαστεί με την έννοια της θυσίας και δείχνει ανήμπορος να δράσει διαφορετικά.

Όμως ποιος έχει περισσότερη γνώση, ο Χριστός ή ο κάθε γονιός; Είναι δυνατόν ένας γονιός να έχει περισσότερη γνώση από τον Υιό του Θεού; Αφού δεν το πιστεύει κανένας αυτό, πώς είναι δυνατό να παρακάμπτει τον Ίδιο το Χριστό; Συμβουλές στους νέους δίνει ο Χριστός και δίνουν επίσης οι γονείς. Γιατί δεν ταυτίζονται; Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, που να συμβούλεψε τα παιδιά του κατά τρόπο όμοιο με το Χριστό. Είπε κανένας στα παιδιά του να μοιράσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν και ν’ ακολουθήσουν το Χριστό; Είπε κανένας στα παιδιά του ν’ ακολουθούν μόνον τις Εντολές; Όλοι πιστεύουν στο Χριστό, αλλά κανένας δε σέβεται το Λόγο Του. Όλοι περιμένουν βοήθεια από το Θεό, αλλά κανένας δεν παίρνει απ’ αυτή, που δόθηκε. Όσοι είναι οι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο, τόσες είναι κι οι προσωπικές απόψεις. Κανένας δεν ευθυγραμμίζεται με τον Υιό του Θεού, ενώ όλοι είναι σύμφωνοι με την ισχύουσα φιλοσοφία της θυσίας. Οι άνθρωποι παρασύρονται πάντα από τα εύκολα κι απ’ αυτά, που τους ευνοούν.

Η πονηρή κοινωνία σ’ αυτό το σημείο δείχνει την εφευρετικότητα της προσφέροντας την έννοια της “εμπειρίας”. Η έννοια αυτή είναι εντελώς παράλογη, από τη στιγμή που οι γενιές επαναλαμβάνουν συνεχώς τ’ άσχημα χαρακτηριστικά τους. Αν ήταν θέμα εμπειρίας, θα είχαν εξαλειφθεί όλα τ’ άσχημα χαρακτηριστικά με το πέρασμα των αιώνων. Εμπειρία υπάρχει μόνον, όταν μία ενέργεια είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενη κι ως εκ τούτου παρουσιάζει βελτίωση. Ένας άνθρωπος που μαθαίνει να κατασκευάζει παπούτσια, χρειάζεται την εμπειρία κάποιου, που κατασκευάζει παπούτσια σ’ όλη του τη ζωή. Δεν είναι ανάγκη να τα εφεύρει εκ νέου ούτε να κάνει τ’ αρχικά σφάλματα. Όμως την εμπειρία την έχει αυτός, που έκανε μία ενέργεια περισσότερες από μία φορά. Εμπειρία στη ζωή δεν υπάρχει, εφόσον όλοι ζουν μία και μοναδική φορά. Ένας τριαντάχρονος νομίζει ότι είναι πιο έμπειρος από έναν εικοσάχρονο, ενώ αυτός θεωρείται εντελώς ανώριμος από ένα γέροντα. Στην πραγματικότητα κανένας δεν έχει εμπειρία, γιατί όλοι τους ζουν την κάθε φάση της ζωής τους μία και μοναδική φορά.

Ο Χριστός λέει ότι την πραγματική σοφία της Βασιλείας των Ουρανών, την έχουν τα παιδιά. Κάνει λάθος ο Χριστός κι έχουν δίκιο οι πρεσβύτεροι; Ο Χριστός οπωσδήποτε δεν κάνει λάθος, γιατί τα παιδιά έχουν επαφή με το Θεό… λειτουργούν ακριβώς με τον τρόπο που επιθυμεί ο Δημιουργός και βρίσκονται στη φάση που η μητέρα έχει σ’ επάρκεια όλα της τα χαρακτηριστικά. Η μόνη περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος γεύεται την τελειότητα, είναι η παιδική ηλικία. Το πρόβλημα εμφανίζεται, όταν η γυναίκα, που είναι μοιχαλίδα, παύει να καλύπτει τις ανάγκες του γιου. Ο πατέρας που είναι καλός συνεργάτης, μπορεί να του δώσει πολλά ωφέλιμα πράγματα, αλλά όχι το πολυτιμότερο, που είναι η τάση της αναζήτησης της ελευθερίας και του έρωτα, που οδηγεί στη Θέωση. Όμως πώς είναι δυνατόν ένας δούλος να μιλήσει για ελευθερία; Πώς ένας άνθρωπος, που συμβιβάστηκε, μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο σωστό δρόμο; (Ιωάν. 8.21) “εγώ υπάγω και ζητήσετέ με, και εν τη αμαρτία υμών αποθανείσθε…” (Εγώ φεύγω καί θά μέ ζητήσετε αλλά θά πεθάνετε μέσα στήν αμαρτίαν σας.). Από τη στιγμή που κανένας δεν ακούει το Λόγο του Χριστού, αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο ζει, αλλά και πεθαίνει μέσα στην αμαρτία. Ο Αμαρτωλός = Μοιχός = 37, σύμφωνα με το Χριστό δε διδάσκεται από τη ζωή. Ακόμα και κοντά στο θάνατό του βρίσκεται μέσα στην αμαρτία.

Μ’ αυτό ως δεδομένο, οι προσωπικές συμβουλές σε καμία περίπτωση δεν είναι θέμα εμπειρίας. Αν κάποιος δεν είναι αμαρτωλός, έχει γνώση, ενώ ο αμαρτωλός δεν την αποκτά ποτέ. Η άποψη για την εμπειρία είναι αυτονόητο ότι ευνοεί τους πρεσβύτερους κι εφόσον η εμπειρία είναι σ’ απευθείας αναλογία με την ηλικία, ευνοείται το σύστημα. Όπως η υπεραξία δεν ακολουθεί τις πραγματικές δυνατότητες του ανθρώπου, αλλά την ηλικία του, έτσι και η έννοια της εμπειρίας ακολουθεί. Λίγο πριν το θάνατό του ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αμοιβή κι απολαμβάνει την προσοχή των άλλων στο σύνολο των προβλημάτων της ζωής. Αυτοί οι πρεσβύτεροι είναι, που δηλητηριάζουν τον κόσμο και δίνουν την εσφαλμένη γνώση στους γονείς, αλλά και το δικαίωμα της αυθαιρεσίας. Μέσα στην κοινωνία των πλουσίων και των φτωχών, όλοι οι πρεσβύτεροι δεν έχουν την ίδια ισχύ από την άποψη της επιρροής. Υπάρχουν μερικοί τους οποίους έχουν μάθει οι άνθρωποι ν’ ακούνε με μεγάλη προσοχή κι εμπιστοσύνη.

Με δεδομένο ότι όλη η προσπάθεια της εξουσίας για τη διατήρηση της μοιχείας αποβλέπει στη δημιουργία πόρνων, τα πράγματα εμφανίζονται με κάποια σειρά. Όταν ένας νέος γίνεται πόρνος, αυτό σημαίνει ότι θυσιάζεται κι αυτή η θυσία τού δίνει την τάση να κρίνει. Οι γυναίκες μόνον κρίνουν κι αυτό προέρχεται από το Δημιουργό. Ο Θεός έδωσε το δικαίωμα στη γυναίκα να κρίνει, όταν έχει μικρά παιδιά κι αυτό, για να προσφέρει σ’ αυτά το καλύτερο. Όμως η γυναίκα δε φέρει τη θυσία ως ένα μεγάλο βάρος αλλά ως χαρά. Η μητέρα δεν κρίνει, ώστε να γίνει υποκρίτρια. Δε λέει κάτι αρνητικό στο παιδί για να τ’ απολαύσει η ίδια. Η μητέρα στερείται για να δώσει. Απ’ αυτό ξεκινά και το δικαίωμα της κρίσης. Ο πόρνος κρίνει, γιατί αντιλαμβάνεται το βάρος. Λέει ψέματα για να δικαιώσει τον εαυτό του και την επιλογή του. Ο νέος όσο κι αν έχει διαβρωθεί από το σύστημα, πάντα έχει τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τη θυσία και να βρει το δρόμο του. Όμως όσο τα χρόνια περνούν, τόσο πιο πολύ στενεύουν τα περιθώρια και κάποια στιγμή, δεν υπάρχει πια ο δρόμος της επιστροφής.

Ο πόρνος θυσιάζεται κι υπηρετεί. Το σύστημα χωρίς αυτόν δεν μπορεί να δομηθεί. Αν υπάρχουν κέντρα, που κατευθύνουν τους ανθρώπους, τότε αυτά τα κέντρα είναι, που δίνουν την άποψη σ’ αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και το δικαίωμα να κρίνουν. Όμως απ’ αυτό το τελευταίο δικαίωμα προκύπτει η υποχρέωση της δικής τους κρίσης. Όταν αγνοεί κάποιος το Χριστό και κρίνει, πέφτει στην παγίδα του συστήματος. Αυτό που ενδιαφέρει το σύστημα, δεν είναι η αστεία κριτική τους, αλλά η δυνατότητά του να τους κρίνει. Ο ένας κρίνει τον άλλο και μ’ αυτόν τον τρόπο, περνά μέσα στην κοινωνία η άποψη των πρεσβυτέρων.

Με την ανάλυση των βημάτων που έχει βαδίσει η ανθρωπότητα στο σύνολό της, διαπιστώσαμε τη θεία παρέμβαση, που υπηρετεί ένα Μυστικό Σχέδιο, που ως στόχο έχει τη Θέωση του ανθρώπου. Ο Θεός έδωσε γνώση και μέσα απ’ αυτή γεννήθηκε μία τάξη “εκλεκτών”. Από τη στιγμή που η Θέωση δεν ήρθε για τους ανθρώπους και με δεδομένη την εξουσία της πατριαρχικής κοινωνίας, αυτό, που κατ’ αρχήν είναι και το πιο πιθανό, είναι ότι αυτοί όλοι οι άνθρωποι, αντλώντας δύναμη από τη γνώση που τους δόθηκε, εκμεταλλεύονται τον κόσμο. Αν σ’ αυτό συνυπολογίσει κάποιος ότι ο άνθρωπος είναι θνητός, τότε εύκολα επίσης βγαίνει το συμπέρασμα ότι το σύνολο της φιλοσοφίας του συστήματος έχει την τάση να υπηρετεί τους πρεσβύτερους. Ο “εκλεκτός” ανεξάρτητα με την ηλικία στην οποία επιλέχθηκε, βαδίζει πάντα προς το γήρας. Όταν η γνώση τού παρέχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί, προσαρμόζει αυτήν τη γνώση στις ανάγκες του και τη χρησιμοποιεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Όταν αυτή η γνώση γίνεται εξουσία, ελκύει τους ανθρώπους προς τον “εκλεκτό”, που έχει πλέον γεράσει. Μαζί μ’ αυτόν γερνούν κι αυτοί, που αρχικά τον υπηρετούσαν, κι όταν πια αυτοί ως νεότεροι ανέρχονται στη θέση που χηρεύει, απαιτούν μέσω της ίδιας γνώσης την ανταπόδοση της θυσίας τους σε υπηρεσία, ως αντάλλαγμα από μέρους των νεοτέρων. Με την πάροδο του χρόνου, πάνω στην αρχική και τέλεια γνώση, προστίθενται απόψεις πρεσβυτέρων, που, ενώ δεν προέρχονται από το Θεό, καλύπτουν την αρχική γνώση. Στο τέλος επέρχεται τέτοια σύγχυση, ώστε καθίσταται αναγκαιότατη η ύπαρξη ανθρώπων, που διαχειρίζονται τις γνώσεις, που δήθεν προέρχονται από το Θεό.

Ο Χριστός εμφανίστηκε στη Γη σε μία περίοδο κατά την οποία οι Ιουδαίοι βρίσκονταν σε τέλεια σύγχυση. Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησε ο Χριστός ότι ο Αβραάμ ή ο Ισαάκ κι άλλοι Ιουδαίοι ήρθαν σ’ επαφή με τον αληθινό Θεό. Όμως το πρόβλημα της κοινωνίας των Ιουδαίων προέρχεται από τη σύγχυση, η οποία υπάρχει ανάμεσα στην πληθώρα των σχετικών γνώσεων —που είναι προσωπικές απόψεις ανθρώπων της εξουσίας— και της αληθινής γνώσης του Θεού. Αυτό είναι, που οδηγεί το Χριστό στην προφητεία του Ησαία: (Μάρκ. 7.6-7.8) “ούτος ο λαός τοι χείλεσί με τιμά, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού. μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων.” (Ο λαός αυτός μέ τά χείλη μέ τιμά, ενώ η καρδιά τους είναι μακρυά από εμέ, τού κάκου μάλιστα μέ σέβονται, διότι διδάσκουν διδασκαλίας, πού είναι ανθρώπιναι εντολαί.). Ενώ παρακάτω συνεχίζει: “αφέντες γαρ την εντολήν του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, βαπτισμούς ξεστών και ποτηρίων, και άλλα παρόμοια τοιαύτα πολλά ποιείται. και έλεγεν αυτοίς.. καλώς αθετείτε την εντολήν του Θεού ίνα την παράδοσιν υμών τηρήσητε.” (Αφήνετε τήν εντολήν τού Θεού καί κρατάτε τήν παράδοσιν τών ανθρώπων, πλύσεις σκευών καί ποτηριών καί άλλα τέτοια παρόμοια κάνετε”, Καί τούς έλεγε, “Ωραία παραβαίνετε τήν εντολήν τού Θεού, διά νά φυλάξετε τήν παράδοσίν σας.).

Το σύνολο βέβαια αυτών των σχετικών γνώσεων δεν προέρχεται από τους απλούς ανθρώπους, αλλά απ’ αυτούς, που κατευθύνουν τους ανθρώπους. Η ταύτιση των εθνικών με τους πρεσβύτερους, τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, μας ωθεί προς το Λόγο του Χριστού. Αφού ο Θεός αφήσει τη γνώση στον “εκλεκτό”, αρχίζει ύστερα μία διαδικασία προσηλυτισμού. Επομένως την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν —που είναι στο σύνολό τους αρνητικά— την έχουν αυτοί, που έχουν την εξουσία να πραγματοποιούν προσηλυτισμό. Οι άνθρωποι που αυθαίρετα παριστάνουν τους “εκλεκτούς” του Θεού, φέρουν την ευθύνη στο σύνολό της. Όταν οι άνθρωποι στο σύνολό τους πιστεύουν στο Θεό —εφόσον απ’ Αυτόν προέρχονται— και στην αλήθεια των Λόγων του Υιού Του, τότε η έλλειψη δυνατότητας για Θέωση οδηγεί σ’ αυτούς, που διαχειρίζονται το Λόγο του Θεού. Ο Μωυσής πήρε γνώση των Εντολών από τον Ίδιο το Θεό κι αυτή η γνώση ήταν αρκετή για τους ανθρώπους. Όταν ο Χριστός εμφανίστηκε στους Ιουδαίους, η γνώση του Μωυσή έπρεπε να είναι ικανή, για να δώσει στους Ιουδαίους τη δυνατότητα να Τον αναγνωρίσουν. Όμως ο χρόνος που κύλησε, από τη στιγμή που δόθηκε η γνώση μέχρι την εμφάνιση του Χριστού, είχε δώσει τη δυνατότητα στους άθλιους να μετατρέψουν τη γνώση σ’ εξουσία και από τη στιγμή που τη γεύονται είναι αδύνατο να την εγκαταλείψουν.

Οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι από τη νεότητά τους μπήκαν στο δρόμο της θυσίας κι αυτό τους μετέτρεψε σε πόρνους. Οι μεγαλύτεροι πόρνοι μεταξύ αυτών ήταν οι πρεσβύτεροι. Όταν ένας άνθρωπος υπηρετεί σ’ όλη του τη ζωή την ιεραρχία, δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα δικαιώματα εξουσίας, που του δίνονται απ’ αυτή. Αυτοί οι άθλιοι γνώριζαν τι ακριβώς έλεγε ο Χριστός κι αυτή η γνώση τους, Τον σκότωσε. Αν δεν καταλάβαιναν το Λόγο Του, δε θα υπήρχε η παραμικρή τριβή, αφού θα τον υποτιμούσαν. Όμως όπως αυτοί είχαν τη γνώση των όσων συνέβαιναν, την ίδια γνώση είχε κι ο Χριστός. Ο Χριστός επιτέθηκε σ’ αυτούς κι αυτή η επίθεση, λαμβάνοντας υπόψη μας τη γνώση των όσων ακολούθησαν, έχει κάποιο νόημα που δεν είναι εύκολα αντιληπτό. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό, πιστεύει και στις δυνάμεις Του. Είναι αδύνατο αυτές οι δυνάμεις να μην πετύχουν το στόχο τους.

Όταν επιτίθεται ο Χριστός σε κάποιους που θέλει να ξεσκεπάσει, το πετυχαίνει σε κάθε περίπτωση. Από τη στιγμή που δεν το πέτυχε, αυτό σημαίνει ότι η επίθεση έγινε γι’ άλλο λόγο από τον προφανή. Το ότι δεν το πέτυχε, το αποδεικνύει η ύπαρξη του ιουδαϊκού έθνους, που εξακολουθεί κι υπάρχει με τις ίδιες αρχές. Ο Χριστός είχε μία αποστολή και μέρος αυτής της αποστολής ήταν κι ο Λόγος Του εναντίον αυτών των ανθρώπων. Έτσι, μ’ αυτά τα δεδομένα η επίθεση δεν έγινε για να τους νικήσει, αλλά για να προσδιορίσει τους ανθρώπους που Αυτός θεωρεί εχθρούς Του. Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητεί την ποιότητα των γνώσεων τους, που προέρχονται από το Θεό. Ο Χριστός αμφισβητεί τις πρακτικές τους και τις εξουσίες που παίρνουν απ’ αυτήν τη γνώση. Ο Χριστός κατηγορεί τους ανθρώπους, που δήθεν υπηρετούν το Θεό, για να δώσει σ’ εμάς γνώση: (Λουκ. 16.15-16.16) “υμείς εστέ οι δικαιούντες εαυτούς ενώπιον των ανθρώπων, ο δε Θεός γινώσκει τας καρδίας υμών.. ότι το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού.” (Σείς είσθε πού παριστάνετε εμπρός εις τούς ανθρώπους ότι είσθε εν τάξει μέ τόν Θεόν, αλλ’ ο Θεός ξέρει τήν καρδιά σας.. διότι εκείνο που εξυψώνουν οι άνθρωποι είναι διά τόν Θεόν αποκρουστικόν.).

Αυτός που προσπαθεί να υψωθεί στα μάτια των ανθρώπων δεν είναι άνθρωπος του Θεού, γιατί αγωνιζόμενος γι’ αυτό, θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της κριτικής των άλλων. Αυτοί οι άνθρωποι θυσιαζόμενοι, για να εξασφαλίσουν την ευνοϊκή κρίση των υπολοίπων, κρίνουν τους υπόλοιπους, που αρνούνται να πάρουν μέρος στη θυσία. Αυτή η κατάσταση που δημιουργεί ψευδή πρότυπα, είναι το βδέλυγμα ενώπιον του Θεού, εφόσον είναι δημιούργημα των ανθρώπων, που έχουν ξεφύγει από τη φύση τους. Οι άνθρωποι που ξεφεύγουν από τη φύση τους, γίνονται ακόμα χειρότεροι, όταν γεράσουν.

Τα δημιουργήματα που αποτελούν το βδέλυγμα, είναι στη χειρότερη τους μορφή αυτό που ονομάζει ο Χριστός: (Μάρκ. 7.5) “παράδοσιν των πρεσβυτέρων,”. Αυτή η παράδοση έχει να κάνει μ’ ένα σύνολο συνηθειών, που είναι χωρίς ουσία και δείχνουν τη μέγιστη υποκρισία. Είναι μικρότητες, που έχουν ως κύριο στόχο ν’ αποπροσανατολίσουν τους ανθρώπους, ώστε να μη μπορούν να δουν την πραγματική εικόνα αυτών των αθλίων. (Ματθ. 23.25-23.28) “Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι καθαρίζετε το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος, έσωθεν δε γέμουσιν εξ αρπαγής και ακρασίας. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν. Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οίτινες έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας. ούτω και υμείς έξωθεν μεν φαίνεσθε τοις ανθρώποις δίκαιοι, έσωθεν δε μεστοί έστε υποκρίσεως και ανομίας.” (Αλλοίμονον σ’ εσάς, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι καθαρίζετε τό εξωτερικόν μέρος τού ποτηριού καί του πιάτου, μέσα δέ είναι γεμάτα από αρπαγήν καί αδικίαν. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα τό εσωτερικόν τού ποτηρίου καί τού πιάτου, διά νά γίνει καί τό εξωτερικόν του καθαρόν. Αλλοίμονον σ’ εσάς, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι μοιάζετε μέ τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι απ’ έξω μέν φαίνονται ωραίοι, αλλά μέσα είναι γεμάτοι από κόκκαλα νεκρών καί από κάθε ακαθαρσίαν. Έτσι καί σείς, απ’ έξω μέν φαίνεσθε εις τους ανθρώπους δίκαιοι, αλλ’ από μέσα είσθε γεμάτοι υποκρισίαν καί ανομίαν.).

Το σύνολο των όσων λέει ο Χριστός γι’ αυτούς τους ανθρώπους αφορά τη διαφορά μεταξύ των όσων δείχνουν εξωτερικά στους ανθρώπους και των όσων κλείνουν μέσα τους. Αυτοί είναι οι υποκριτές, που έχουν το δοκάρι στα μάτια τους και κρίνουν τους απλούς ανθρώπους. Το δοκάρι αυτό είναι υπεύθυνο για το χαρακτηρισμό τους από το Χριστό ως “τυφλών οδηγών”. Οι οδηγοί που βρήκε ο Χριστός στο δρόμο του, ήταν τυφλοί κι υπεύθυνοι για τα όσα άσχημα συνέβαιναν στους Ιουδαίους. Αυτοί οι τυφλοί οδηγοί είναι που τριγυρίζουν ξηρά και θάλασσα για να κάνουν προσήλυτο κάποιον και τον κάνουν παιδί της Γέεννας δύο φορές περισσότερο απ’ αυτούς. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της υποκρισίας κι εξηγεί επαρκώς ο Χριστός πώς γίνεται: (Ματθ. 23.4-23.5) “δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις.” (Δένουν φορτία βαρειά καί δυσβάστακτα καί τά βάζουν εις τούς ώμους τών ανθρώπων, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι δέν θέλουν ούτε μέ τό δάκτυλό τους νά τά κινήσουν. Όλα τους τά έργα τά κάνουν, διά νά φανούν εις τούς ανθρώπους.).

Από την εποχή που θυσιάστηκε ο Χριστός μέχρι και σήμερα, οι άνθρωποι ζούνε συνθήκες ανάλογες μ’ αυτές που έζησαν οι Ιουδαίοι στον καιρό Του. Από τη στιγμή που δεχόμαστε ότι υπάρχει Μυστικό Σχέδιο και η γνώση του Χριστού για τ’ αναπόφευκτα σκάνδαλα, σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι, που είναι όμοιοι μ’ αυτούς που προσδιορίζει ο Χριστός. Η κοινωνία μέσα στην οποία ζει ο άνθρωπος σήμερα, είναι μία κοινωνία, που αναζητά τη θυσία και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες. Υπάρχουν άνθρωποι, που δένουν βαριά και δυσβάσταχτα φορτία στους ανθρώπους και μ’ αυτόν τον τρόπο τα κάνουν παιδιά της Γέεννας. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι κάνουν για να φανούν στα μάτια των ανθρώπων; Ποιες είναι οι συνήθειες τους, που τους φανερώνουν; Υπάρχουν άνθρωποι, που πλαταίνουν τα φυλακτά τους και μεγαλώνουν τις άκρες των ενδυμάτων τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που βασανίζουν και σκοτώνουν τους προφήτες μέσα στις συναγωγές τους; Τι είναι συναγωγή; Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι, αν για λόγους ανθρωπιστικούς μιλήσει κάποιος για τις αμβλώσεις ή θέσει θέμα για την αναγκαιότητα της ύπαρξης του θεσμού του γάμου, τότε αυτόματα ένα σύστημα, που λειτουργεί μέσα στο σύστημα της κοινωνίας, θα κινηθεί εναντίον του.

Ποιο είναι όμως αυτό το σύστημα; Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βασανιστεί κι εκδιωχθεί από την κοινωνία λόγω των διαφορετικών τους θέσεων με τις ισχύουσες απόψεις. Οι άνθρωποι που τους καταδιώκουν, είναι αυτοί που νομίζουν ότι έχουν την απόλυτη γνώση —που είναι αυτή του Θεού— κι υποτίθεται ότι υπηρετούν το Θεό. Ο Χριστός γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά τη Σταύρωσή Του.. γι’ αυτόν το λόγο συμβουλεύει τους ανθρώπους να τηρούν όσα τους λένε, αλλά να μην πράττουν σύμφωνα με τα έργα τους. Από το Χριστό και τη γνώση Του προέκυψαν εκλεκτοί, όπως κάθε φορά που δίνεται γνώση από το Θεό. Αυτοί οι εκλεκτοί με το πέρασμα του χρόνου, δημιούργησαν την ίδια κατάσταση μ’ αυτήν που είχε ν’ αντιμετωπίσει ο Χριστός και οι άνθρωποι δε γνωρίζουν τι πραγματικά πρέπει να κάνουν. Η συναγωγή ξαναδημιουργήθηκε, αλλά αυτήν τη φορά με τη μορφή που όλοι γνωρίζουμε κι είναι η εκκλησία. Οι αριθμοί δείχνουν την ταύτιση, Εκκλησία = Συναγωγή = 35.

Οι άθλιοι υποκριτές σήμερα βρίσκονται με την ίδια ισχύ κι αθλιότητα μέσα στην εκκλησία. Η περιγραφή του Χριστού για τα χαρακτηριστικά των υποκριτών, γραμματέων και Φαρισαίων, είναι σχεδόν φωτογραφική των ανθρώπων της εκκλησίας: ένα σύνολο ανθρώπων που ο Θεός μισεί, γιατί δε σέβονται τα χαρακτηριστικά που τους έδωσε ο Ίδιος κι επιπλέον αγωνίζονται ν’ αλλάξουν και τα χαρακτηριστικά των υπολοίπων. Η εκκλησία, ενώ είχε τη δυνατότητα ν’ αφαιρέσει από το Ευαγγέλιο —όπως κάνει πάντα με τα όσα δεν τη συμφέρουν— τα κομμάτια που τη φωτογραφίζουν, παρ’ όλ’ αυτά δεν το έκανε. Δεν το έκανε εκ του πονηρού. Στηρίζεται στην άποψη, που επικρατεί —και θα δούμε ποιος ευθύνεται— ότι μόνον αυτή έχει το δικαίωμα να ερμηνεύει το Λόγο του Θεού και κανένας άλλος. Ακριβώς μετά τη Σταύρωση του Χριστού βρέθηκαν άνθρωποι με μία πανίσχυρη γνώση στα χέρια τους και προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν. Για να γίνει όμως η εκμετάλλευση με μεγαλύτερη ασφάλεια, έπρεπε ν’ αποτρέπει τον κίνδυνο διείσδυσης μέσα στη δομή των σοφών του τότε κόσμου. Έτσι οι άθλιοι της εκκλησίας έκλεισαν τις διόδους για τους ανθρώπους που είχαν τη γνώση να αμυνθούν υπέρ των ανθρώπων, απειλώντας τις πρακτικές της.

Ο Χριστός μέσα στο Λόγο Του αναφέρει δύο τύπους λαών, τους Έλληνες και τους Ιουδαίους. Οι εν λόγω άθλιοι, απέκλεισαν τους Έλληνες ταυτίζοντάς τους αυθαίρετα με τους εθνικούς, ενώ τους Ιουδαίους, που είχαν την παιδεία να ερμηνεύσουν το Λόγο του Χριστού, τους έκαναν μισητούς στους χριστιανούς μέσω αυτών των κειμένων. Ενώ ο Λόγος του Χριστού είναι πανίσχυρος κι ανίκητος, οι διαχειριστές του ήταν ό,τι χειρότερο υπήρχε ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνη την εποχή. Ο Πέτρος κι ο Παύλος όταν έγραψαν τις επιστολές τους, που αποτελούν και τη βάση της δημιουργίας της εκκλησίας, ήδη ήταν πρεσβύτεροι και μέσα απ’ αυτές τις επιστολές προσπάθησαν να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους και τις εξουσίες τους. Το σύνολο των ανθρώπων που παγιδεύτηκαν μέσα στην εκκλησία, παγιδεύτηκαν εξαιτίας του τέλειου Λόγου του Χριστού και των ανθρώπινων εντολών του Πέτρου και του Παύλου. Όταν ο Χριστός στο τέλος του Ευαγγελίου του Ιωάννη, ρωτά επίμονα τον Πέτρο αν τον αγαπά, δείχνει τη γνώση Του. Όταν του λέει ότι, όταν θα γεράσει, άλλος θα τον ζώσει, εννοεί ότι ο Πέτρος δε θ’ αντισταθεί ως πρεσβύτερος στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί προς όφελός του τα δικαιώματα που πήρε.

Με τις επιστολές του Πέτρου και του Παύλου χτίστηκε η εκκλησία και μέσα απ’ αυτή γεννήθηκε η χειρότερη και πιο επικίνδυνη κοινωνία που γνώρισε ο κόσμος. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχει, γιατί σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεραστεί ο Λόγος του Χριστού κι από κανέναν άνθρωπο, ενώ αυτοί, που είναι εγκλωβισμένοι μέσα, είναι αναγκασμένοι να τηρούν νόμους κι αρχές ιουδαϊκές. Ό,τι ο Χριστός υποστηρίζει στο Λόγο του, ανατρέπεται και διαστρεβλώνεται μέσα από τις επιστολές. Οι άνθρωποι είναι τυφλοί και φοβισμένοι και δεν μπορούν να δουν τι ακριβώς συμβαίνει και ποιος το δημιουργεί. Για ό,τι άσχημο έχει συμβεί, από τότε μέχρι σήμερα, αποκλειστικός υπεύθυνος είναι η εκκλησία. Ακόμα και για τις διώξεις και τις σφαγές των χριστιανών είναι υπεύθυνη η εκκλησία, επειδή δε μοίρασε ποτέ γνώση, αλλά προσπάθησε να κάνει τους χριστιανούς μία κοινωνία, που ελέγχεται. Όταν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες δίωκαν τους χριστιανούς, το έκαναν όχι, επειδή πίστευαν οι χριστιανοί στον Υιό του Θεού, αλλά επειδή είχαν αρχίσει να κατευθύνονται απόλυτα από διάφορα άλλα κέντρα. Ο ψευδομέγας Κωνσταντίνος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας άθλιος, μικρός άνθρωπος, γιος μίας μοιχαλίδας, που είδε την κατάσταση εκ του πονηρού και την εκμεταλλεύτηκε. Από τη Ρώμη που τον αμφισβητούσε, μετακινήθηκε για να σώσει τις εξουσίες του. Η μητέρα του που ήταν πονηρή, είδε ότι οι χριστιανοί ελέγχονται εύκολα και μέσα από συμφωνίες με την ηγεσία τους, κατάφερε να δώσει μία τρομερή δύναμη στο γιο της. Η ιστορία, έστω κι αν το αποκρύπτει, γνωρίζει το ποιόν του Κωνσταντίνου και της μητέρας του.

Θα εξετάσουμε την ιστορία, όταν αναλύσουμε το Μυστικό Σχέδιο του Θεού.. αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα, είναι να δούμε πώς η κοινωνία της μοιχείας λειτουργεί κι αναπαράγει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά της. Ήδη από την εποχή του Πέτρου και του Παύλου είχαν εδραιώσει τις θέσεις τους οι πρεσβύτεροι μέσα στην ηγεσία της εκκλησίας. Αυτοί οι πρεσβύτεροι ήταν στην πλειοψηφία τους παιδιά ιουδαϊκής φιλοσοφίας κι ως εκ τούτου οι απόψεις τους καθαρά ιουδαϊκές. Το επίπεδό τους ήταν το χαμηλότερο δυνατό, που μπορούσε να υπάρξει. Όταν οι λεγόμενοι πατέρες της εκκλησίας μπήκαν μέσα στη δομή της, ήδη είχαν παγιωθεί απόψεις και το κύριο έργο τους ήταν να εξευγενίσουν αυτές τις άθλιες κι εύθραυστες απόψεις δίνοντάς τους κάποια φιλοσοφική διάσταση, ώστε ν’ αντέξουν στον χρόνο. Αν θελήσει κάποιος να δει πόσο οφθαλμοφανείς είναι αυτές οι αθλιότητες, δεν έχει παρά να διαβάσει το Ευαγγέλιο στο σημείο που κατακρίνει ο Χριστός τους υποκριτές και θα δει ότι αυτό που απαγορεύει ρητά, είναι αυτό που η εκκλησία θεωρεί θεμέλιο της. (Ματθ. 23.9-23.10) “και πατέρα μη καλέσητε υμών επί της γης.. εις γαρ έστιν ο πατήρ υμών, ο εν τοις ουρανοίς.” (Καί κανένα μή ονομάσετε πατέρα σας εις τήν γήν, διότι ένας είναι ο Πατέρας σας, εκείνος, πού είναι εις τούς ουρανούς.). Η εκκλησία θεωρεί ως βάση της όχι το Λόγο του Χριστού, αλλά το λόγο των πατέρων της. Η εκκλησία όλους τους ανθρώπους της τους αποκαλεί πατέρες κι αυτοί είναι, που έχουν την εξουσία της.

Όταν διερευνούσαμε τη δομή του συστήματος και τη μορφή που πρέπει να έχει η κοινωνία, ώστε αυτό να υφίσταται, θεωρήσαμε ως απαραίτητη την προϋπόθεση της μοιχείας. Από την ερμηνεία του Λόγου του Χριστού, είδαμε ότι ο θεσμός του γάμου γεννά το σύνολο της μοιχείας. Η εκκλησία επιτίθεται στον καθένα που είναι ενάντιος του γάμου κι αυτό, για να διατηρήσει τα δικαιώματα που της δίνουν εξουσία. Ο Θεός τιμωρεί κάθε περίπτωση που Αυτός παρακάμπτεται κι αυτή η τιμωρία αφορά αυτόν που έχει προσωπική άποψη, εκεί όπου υπάρχει μόνον ο Θεός. Όποιος παριστάνει το Θεό, βυθίζεται στον κόσμο των νεκρών και δε βγαίνει ποτέ από εκεί μέσα. Όταν ο Χριστός λέει και το τονίζει ότι αυτό που ο Θεός ενώνει, ο άνθρωπος δεν πρέπει να το χωρίζει, εννοεί ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να επέμβει. Όταν οδηγούν στην εκκλησία δύο ανθρώπους των οποίων δε γνωρίζει κανένας ούτε τις προθέσεις ούτε τα αισθήματα, ο ιερέας που παριστάνει το Θεό, είναι ένοχος θανάτου. Είναι ένοχος, γιατί δέχεται να παίξει το ρόλο του Θεού, ενώ ο θάνατος αφορά τους ανθρώπους που ενώνει. Απέναντι στην τελειότητα της δυναμικής του έρωτα που περιγράφει ο Χριστός, η εκκλησία αντικαθιστά το Θεό μ’ ένα θλιβερό, αγράμματο μοιχό ιερέα. Ο Χριστός περιέγραψε με σχετική ακρίβεια τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Όμως αυτή η περιγραφή είναι, που την κάνει επικίνδυνη. Ο άνθρωπος όσο σοφός κι αν είναι, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να βρει κάποιο μειονέκτημα στη θεωρία του Χριστού. Όμως από τη στιγμή που πιστεύει στο Χριστό, η εκκλησία τον παγιδεύει στις απόψεις της.

Για να λειτουργήσει η κοινωνία μέσα στα πλαίσια της εξουσίας, πρέπει οπωσδήποτε να εντάξει μέσα της τους μηχανισμούς που παράγουν τα φαινόμενα της μοιχείας και της πορνείας. Οι άνθρωποι δεν εξουσιάζονται χωρίς αυτά τα στοιχεία. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται ο ρόλος της εκκλησίας: γεννήθηκε σε μία περίοδο κατά την οποία η εξουσία υπήρχε κι είχαν δημιουργηθεί από άλλες θρησκείες οι κατάλληλες συνθήκες. Για να ελκύσει προς το μέρος της τους άθλιους πρεσβύτερους, που είχαν την εξουσία, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση ν’ απειλεί την υπάρχουσα δομή, αλλά να θέτει τις βάσεις για μία ακόμα πιο σκληρή κοινωνία, που αποτελούσε το δέλεαρ γι’ αυτούς. Ένας άνθρωπος που είχε την εξουσία πάνω στη δομή της τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θα έπρεπε, για να μετακινηθεί στο θέμα της θρησκείας, ν’ αυξάνει και όχι να μειώνει τις εξουσίες του. Για να υπάρξει όμως ομαλή λειτουργία, είναι απαραίτητο, αυτό που ισχύει στην κορυφή —σύμφωνα με τη θεωρία μας— να μεταδοθεί και στη βάση. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία υπήρξαν οι Επιστολές. Δίνονται εξουσίες χωρίς κόστος για την ιεραρχία σε πρεσβύτερους, που ναι μεν δε βελτιώνουν τη ζωή τους, αλλά παρασύρονται και δίνουν άσχημα χαρακτηριστικά στην κοινωνία. Ένας πρεσβύτερος που κρίνει τον έναν και τον άλλο σε θέματα πίστης και συμπεριφοράς σε καμία περίπτωση δε βελτιώνει το βιοτικό του επίπεδο. Αυτό όμως που καταφέρνει, είναι να προκαλέσει άγχος στους υπόλοιπους και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους αποπροσανατολίσει.

Η εκκλησία σ’ αυτόν ακριβώς τον αποπροσανατολισμό στηρίζεται. Δημιουργεί απάνθρωπες συνθήκες που τη συντηρούν και τις εκμεταλλεύεται για να κάνει αναγκαία την παρουσία της. Η δομή της εκκλησίας είναι μία δομή του τύπου της Βαβυλώνας. Η ιεραρχία είναι απόλυτη και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται διαφορετική άποψη απ’ αυτή των ηγετών της. Το περίφημο “αλάθητο” είτε του Πάπα είτε της ηγεσίας της Ορθόδοξης εκκλησίας είναι αυτό, που συντηρεί αυτήν τη δομή. Οι άνθρωποι πολλές φορές αμφισβήτησαν αυτό το αλάθητο και το πολέμησαν. Αυτό όμως που δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν είναι ότι το αλάθητο δε δόθηκε ως δικαίωμα στην ηγεσία της για να επηρεάζει ή να θίγει την κοινωνία, αλλά για τους ίδιους τους ανθρώπους της εκκλησίας. Με το αλάθητο ο Πάπας δεν απειλεί έναν πιστό Ιταλό, αλλά το σύνολο των ιερέων της Καθολικής εκκλησίας. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας που υπάρχει μέσα στην ίδια τη δομή της εκκλησίας, στηρίζεται αποκλειστικά στα πνευματικά δικαιώματα. Το αλάθητο λοιπόν είναι αυτό που δίνει αυτά τα δικαιώματα στην ηγεσία, για να μπορεί να μοιράζει με τη σειρά της σεβόμενη την ιεραρχία τα ίδια και στη βάση.

Η δύναμη της εκκλησίας είναι ο Λόγος του Χριστού, που είναι ανίκητος. Η εξουσία της όμως στηρίζεται στην αθλιότητα των Επιστολών και στα συγγραφικά έργα εκείνων που ονομάζονται πατέρες της. Όλοι αυτοί οι εργάτες της εκκλησίας γεύτηκαν την εξουσία που δίνει η εκκλησία κι επειδή ακριβώς τη γεύτηκαν, προσπάθησαν να τη διαφυλάξουν. Όμως ο Λόγος του Χριστού, που είναι η δύναμη της εκκλησίας, έχει γι’ αυτήν το μειονέκτημα ότι η τελειότητά Του δε νικιέται.. επειδή υπήρξε μετά από τη μεγάλη Αθήνα, δεν μπορούσε ν’ αποκρυφτεί. Αν μπορούσε η εκκλησία, όπως και το έκανε, όταν υπήρχαν αυτές οι δυνατότητες, θα έκρυβε τελείως το Λόγο του Χριστού. Οι άνθρωποι αγάπησαν το Θεό και τον Υιό Του κι έμαθαν για τη ζωή και τα θαύματά Του. Η εκκλησία θα εκμεταλλεύονταν αν μπορούσε αυτήν την αγάπη κι εξαιτίας της άγνοιας του κόσμου, θα επέτρεπε την ανάγνωση μόνον των έργων των πατέρων της. Ο κόσμος εκείνη την εποχή μπορεί στο σύνολό του να ήταν χαμηλής παιδείας, αλλά υπήρχαν άνθρωποι, που μπορούσαν να νικήσουν σε κάθε περίπτωση το λόγο των πατέρων. Την πνευματική δύναμη και τη σοφία της Αλεξάνδρειας δεν την έχει ξαναζήσει σε καμία περίοδο της η ανθρωπότητα. Απ’ αυτήν την αρνητική κατάσταση για την εκκλησία, προέκυψε η υποχρέωση να δίνει και το Λόγο του Χριστού στους πιστούς.

Όμως ο λυτρωτικός Λόγος του Χριστού, που απευθύνεται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, έχει το μειονέκτημα για την εκκλησία ότι κάποιος άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη σοφία, αλλά με γνώση μόνον της γλώσσας με την οποία είναι γραμμένος, μπορεί να κρίνει τις πρακτικές της. Όταν κρίνονται αυτές οι πρακτικές, που αφορούν τις εξουσίες της, τότε απαιτούνται τα πνευματικά δικαιώματα και το αλάθητο. Η εκκλησία έστειλε στο θάνατο πολλούς ανθρώπους, που την απείλησαν και μισεί τον κάθε άνθρωπο, που την αμφισβητεί ακόμα και με τη στάση του απέναντι στη ζωή.

Ο Χριστός έχει γνώση των όσων πρόκειται να συμβούν και γι’ αυτόν το λόγο προσπαθεί να προστατεύσει τους ανθρώπους. Όταν μιλά για τους υποκριτές, δεν προτείνει ούτε επανάσταση ούτε αγώνα. Προτείνει απλά αποφυγή της σύγκρουσης. Η εκκλησία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιτεθεί άμεσα σε κάποιον, που δεν ακολουθεί τους κανόνες της. Η επίθεση γίνεται μόνον, αν κάποιος, που δεν πιστεύει στις πρακτικές της, επιχειρεί να παρασύρει και τους άλλους. (Ματθαίον 23.3) “πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε.” (Όλα λοιπόν όσα σάς πούν νά τηρήσετε, τηρήσατέ τα, αλλά μή κάνετε σύμφωνα μέ τά έργα τους.). Ο Χριστός επιτίθεται εναντίον των υποκριτών, γιατί βαδίζει προς τη Θυσία, που είναι μέρος της αποστολής Του. Όμως δε θέλει σε καμία περίπτωση και κανένας να θυσιαστεί εξαιτίας Του.

Ο άνθρωπος που έζησε μέσα στην κοινωνία, που ελέγχεται από την εκκλησία, έπρεπε σε κάθε περίπτωση να μην την πολεμά, εφόσον είχε τη δυνατότητα να τον εξοντώσει. Όταν η εκκλησία έχει τη δυνατότητα, στην κυριολεξία να εξοντώσει τον καθένα, που την πολεμά, αυτονόητο είναι ότι το αλάθητο και τ’ απόλυτα δικαιώματα αφορούν τις λειτουργίες της. Ένας ιερέας σε κάθε περίπτωση είναι άνθρωπος κι αυτό σημαίνει ότι έχει άποψη. Όμως ο ιερέας έχει κι επιπλέον γνώση, γιατί γνωρίζει δύο πολύ βασικά πράγματα: πρώτον, το Λόγο του Χριστού και δεύτερον, την εσωτερική εικόνα της διαφθοράς και της αθλιότητας της εκκλησίας. Αυτόν τον άνθρωπο έχει ως στόχο το αλάθητο. Οι άνθρωποι της κορυφής της εκκλησίας δεν μπορούν να έχουν διαφορετική άποψη απ’ αυτήν των Πέτρου και Παύλου, γιατί συγκεντρώνουν το σύνολο της εξουσίας κι αυτό τους ευνοεί. Όταν όμως κάποιος χαμηλόβαθμος απειλεί με την άποψη του την ιεραρχία, απειλεί την κορυφή της και το αλάθητο είναι η άμυνα της.

Εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν μέσα σε πάθη, που οδήγησαν την ανθρωπότητα σε πολέμους και καταστροφές, υπηρετώντας τις διάφορες εκκλησίες και τις δήθεν απόψεις τους για το Θεό. Οι ορθόδοξοι θεωρούν τους καθολικούς υπεύθυνους για τα άσχημα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και συμβαίνει και το αντίθετο. Ποιος όμως έχει δίκιο; Οι μεν ή οι δε; Κανένας απολύτως. Όλοι είναι θύματα ανθρώπων, που διψούν και θυσιάζονται για να πάρουν μία εξουσία και μία εφήμερη δόξα. Άνθρωποι που είναι έτοιμοι να σκοτώσουν τον καθένα, που απειλεί αυτήν την άθλια και μίζερη εξουσία τους.

Η εκκλησία πήρε την τελική κι απάνθρωπη μορφή που γνωρίζουν οι άνθρωποι σήμερα, μετά το πέρας της αποτύπωσης του λόγου των πατέρων της. Από τη στιγμή που τελείωσαν εκείνοι το έργο τους, η εκκλησία έκλεισε για πάντα τις πόρτες της προς τη φιλοσοφία και τους ανθρώπους της. Οι πρώτοι και τελευταίοι φιλόσοφοι που γνώρισε η εκκλησία, ήταν αυτοί οι πατέρες και η αλληλοεκμετάλλευσή τους οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Η εκκλησία, όσο αυτοί ζούσανε, τους έδωσε εξουσία κι αυτοί ανταπέδωσαν με μία υποτυπώδη φιλοσοφική ανάλυση του ρόλου και της εξουσίας της σε σχέση με τον Υιό, το Χριστό. Σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο έφτασε η εκκλησία στο μέγιστο ύψος της συνεργασίας της με τη φιλοσοφία. Από εκείνο το σημείο κι ύστερα, οι φιλόσοφοι μόνον κακό θα μπορούσαν να της κάνουν και κατ’ αυτόν τον τρόπο τους χαρακτήρισε ως εχθρούς της.

Οι άθλιοι αυτοκράτορες της τότε Κωνσταντινούπολης υιοθέτησαν τη χριστιανική πίστη εκ του πονηρού. Μετέφεραν την άποψη τους, όσο απάνθρωπη κι εγκληματική κι αν ήταν, μέσω ενός τέλειου συστήματος, όπως ήταν αυτό της εκκλησίας. Αυτή η δυνατότητα της εκκλησίας την έκανε και την κάνει απαραίτητη ακόμα και σήμερα. Για να έχουν όμως αυτήν τη δυνατότητα, έπρεπε να την προστατεύσουν κι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με την απόκρυψη της γνώσης από τα μάτια των ανθρώπων. Οι φιλόσοφοι που υπήρχαν κι ήταν σύγχρονοι των πατέρων, αδιαφορούσαν για τους χριστιανούς, εφόσον κινούνταν σ’ άλλους χώρους. Αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν η κατάργηση όλων των συνθηκών μέσα στις οποίες γεννιέται η φιλοσοφία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον έλεγχο της γνώσης και την κατευθυνόμενη παιδεία. Από εκείνο το σημείο και πέρα οι αυτοκράτορες έδωσαν την απόλυτη εξουσία του πνεύματος στην εκκλησία, που οδηγούσε στο Μεσαίωνα. Όμως ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση υπήρχε κίνδυνος, γιατί για να λειτουργήσει η εκκλησία ως πνευματική ηγεσία, ήταν αναγκαίο να παραδίδει γνώση τουλάχιστον στους ανθρώπους της. Το πρόβλημα που είχε ν’ αντιμετωπίσει, ήταν ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που αναγκαστικά προετοίμαζε από τη νεότητα τους, θα υπήρχαν σίγουρα κι ανήσυχα πνεύματα, που όπως θα δούμε κάτω από ορισμένες συνθήκες θα την απειλούσαν.

Ο άνθρωπος πλάστηκε, όπως περιγράφει ο Χριστός, από το Δημιουργό να ζει δύο φάσεις στη ζωή του. Η πρώτη είναι μέσα στη δομή της οικογένειας του και η δεύτερη μέσα στη δομή της γυναίκας του. Δεν υπάρχει καμία άλλη κατάσταση, που να έχει προβλεφθεί από το Θεό και να οδηγεί στη Θέωση. Όταν η εκκλησία παίρνει ένα νέο και του δίνει γνώση, φοβάται ότι αυτήν τη γνώση ίσως κάποτε τη χρησιμοποιήσει εναντίον της, όταν μπει στη δομή της γυναίκας του, γνωρίσει τον έρωτα και συνεπώς τη Θέωση. Αυτός ο νέος άνθρωπος που έχει και την επιπλέον γνώση της κατάστασης, που επικρατεί μέσα στην εκκλησία, είναι επικίνδυνος από την άποψη της πειθαρχίας, εφόσον ο ερωτευμένος δεν μπαίνει σε καλούπια, αλλά και λόγω της δυνατότητας του να επηρεάσει το περιβάλλον του αρνητικά προς την εκκλησία. Αυτό το δυσεπίλυτο πρόβλημα η εκκλησία το έλυσε με τον πιο άθλιο κι απάνθρωπο τρόπο, που είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής αγαμίας και η σύνδεσή της με όρκο. Μ’ αυτό το μέτρο η εκκλησία κατορθώνει τα σημαντικά αποτελέσματα που ακολουθούν: το πρώτο και κυριότερο είναι ότι απωθεί απ’ αυτή το σύνολο των υγιών ανθρώπων, που βρίσκονται στη νεότητα τους και ως νεαροί έχουν τη δυνατότητα ν’ απολαύσουν την Αιώνιο Ζωή. Το δεύτερο είναι ότι συνδέοντας την αγαμία με όρκο κατορθώνει κι αυτούς που την εγκαταλείπουν να τους παρουσιάζει ως επίορκους κι ως αντίχριστους στα μάτια του κόσμου.

Όταν ισχύουν αυτά, που απαιτούν σοβαρές αποφάσεις, που αφορούν τη ζωή στο σύνολο της, η εκκλησία κατορθώνει και μαζεύει μέσα από την κοινωνία το σύνολο των χειρότερων ανθρώπων. Ο οποιοσδήποτε άθλιος έχει θέση σ’ αυτή. Κλέφτες, ψεύτες, μοιχοί, πόρνοι, διεστραμμένοι, κομπλεξικοί είναι οι άνθρωποι που την υπηρετούν κι είναι στο σύνολο τους δυστυχισμένοι. Ποιος υγιής άνθρωπος θα μπορούσε ν’ αφήσει τις χαρές της ζωής για να υπηρετήσει την εκκλησία; Ακόμα κι αν υπάρχει σύγχυση μέσα στον άνθρωπο για τη σχέση Θεού και εκκλησίας, ένας υγιής άνθρωπος δεν παίρνει τέτοια απόφαση. Ο άνθρωπος αυτός έχει, σύμφωνα με το Χριστό, δύο πολύτιμα εφόδια: τον έρωτα και τους φίλους. Ακόμα κι αν δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα και τον υποτιμά, όταν αυτός ο άνθρωπος είναι κοντά στο Θεό, έχει φίλους. Δεν υπάρχει πραγματικός φίλος, που να μην προσπαθήσει να εμποδίσει το φίλο του με οποιονδήποτε τρόπο να μπει στη δομή της εκκλησίας.

Έτσι η εκκλησία συγκεντρώνει όλους τους μικρούς πόρνους των οποίων τα χαρακτηριστικά περιγράψαμε. Όλους όσους είναι ανίκανοι να φτάσουν στη Θέωση και η κακία τους τούς κάνει να εμποδίζουν και τους άλλους. Αυτοί οι μικροί πόρνοι, που δεν είναι δημιουργήματα του Θεού, αλλά της κοινωνίας και της δομής της, είναι αυτοί, που παράγονται από άσχημα χαρακτηριστικά κι είναι απαραίτητοι για τη διαιώνισή τους. Όλοι αυτοί είναι γεννήματα της μοιχείας, που επικρατεί κι είναι αυτοί, που αγωνίζονται για την επικράτηση της. Μαζί μ’ αυτούς συγκεντρώνει κι ένα μεγάλο πλήθος άχρηστων ανθρώπων όπως: τεμπέληδες, θρασύδειλους, μέθυσους, που είναι ανίκανοι να επιβιώσουν διαφορετικά. Η υποχρεωτική αγαμία συνδέει όλους αυτούς τους άθλιους με την έννοια “παρθένος” κι είναι το άλλοθι της εκκλησίας για την πρακτική της. Νεανίσκος = Παρθένος = Φιλοσοφία = 48.

Η φιλοσοφία που οδηγεί τον άνθρωπο προς το Θεό, είναι προϊόν ψυχικής υγείας και θείας καταγωγής. Για ν’ αγγίξει ένας άνθρωπος το Θεό, πρέπει ή να μη γνωρίζει τίποτε και ν’ ακολουθεί τη φύση του ή να έχει γνώση και ψυχική υγεία, ώστε να επιβεβαιώσει τη φύση του και να χαρεί. Η εκκλησία έχει ως στόχο να δηλητηριάσει τους απλούς ανθρώπους με ψευδή γνώση, που τους κάνει να αγνοούν τη φύση τους, ενώ δίνει την πραγματική γνώση στους ψυχικά άρρωστους. Ένας άνθρωπος, που έχει αρνηθεί τον έρωτα, που έχει αρνηθεί τη φιλία, που έχει ουσιαστικά αρνηθεί τους ανθρώπους στο σύνολο τους, ακόμα κι αν λάβει έτοιμη γνώση, δε θα μπορέσει να παράγει φιλοσοφία. Ενώ η ανθρωπότητα στο σύνολο της συνεχώς αγωνίζεται για βελτίωση και πρόοδο, η εκκλησία κι οι άνθρωποι της δεν έχουν μετακινηθεί ούτε ένα χιλιοστό προς τα εμπρός. Είναι τόσο ψυχικά άρρωστοι, που θίγονται προσωπικά, όταν ένας άνθρωπος χαίρεται τη ζωή του και μαζί μ’ αυτόν κι ο Θεός.

Τις συνθήκες που περιέγραψε ο Χριστός για την οικογένεια και για την αποστολή Του, αυτοί τις διαφυλάγουν με κάθε θυσία. Αν μοιχός, σύμφωνα με το Χριστό, είναι ο καθένας, που επιθυμεί μία γυναίκα, εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος πόσο οριακή γίνεται η κατάσταση για έναν επαγγελματία άγαμο. Εύκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος πόσο άρρωστος και διεστραμμένος είναι ένας τέτοιος επαγγελματίας, όταν επιπλέον γεράσει. Όταν απλοί άνθρωποι πρεσβύτεροι σηκώνουν το λίθο εναντίον της μοιχαλίδας, εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί, πόσο κτήνος μπορεί να γίνει ο παραπάνω άνθρωπος. Αν η μοιχαλίδα γυναίκα νικώντας τον έρωτα του εφήβου γιου της τον μετατρέπει σε πόρνο, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος το μέγεθος αυτής της πορνείας, όταν υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, που λειτουργεί με όμοιο τρόπο.

Η μητέρα καλλιεργεί τα θηλυκά χαρακτηριστικά του γιου της και η εκκλησία των ανθρώπων της. Οι άνθρωποι της κορυφής της είναι τέλειες πόρνες γυναίκες. Αυτό συμβαίνει, γιατί λόγω ηλικίας έχουν ξεπεράσει τον έρωτα κι έχουν περάσει στο χώρο της διαστροφής. Πραγματοποιούν απάνθρωπες προσωπικές θυσίες που μόνο μία μητέρα για τα παιδιά της θα μπορούσε ν’ αντέξει κι επιπλέον έχουν ένα βρωμερό αντρικό μυαλό, που τους κάνει επικίνδυνους. Αυτοί είναι, που λόγω του αλάθητου περνούν την άποψη τους, όταν βρίσκονται στη χειρότερη δυνατή ψυχική κατάσταση προς τους κατώτερους ιεραρχικά κι από εκεί μέσω του μηχανισμού της εκκλησίας στους ανθρώπους. Αν ο κατώτατος ιερέας έχει μία στοιχειώδη ψυχική υγεία και δεν μπορεί να παράγει ο ίδιος τη βρωμιά, αναγκάζεται να μεταφέρει αυτήν της ιεραρχίας.

Σ’ αυτό το σημείο χρήσιμο είναι να κάνουμε μία παρατήρηση, που δείχνει ορισμένα χρήσιμα πράγματα. Ενώ η Καθολική εκκλησία έχει υποχρεωτική την αγαμία στο σύνολο του Σώματος της, η Ορθόδοξη εκκλησία μόνο στην ανώτερη ιεραρχία. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί η μία εκκλησία είναι πιο υγιής από την άλλη, άλλα εξαιτίας των λαών που αυτές ελέγχουν. Οι Έλληνες, που είναι η βάση της ορθόδοξης Κωνσταντινούπολης, για να αποκτήσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά τους, έπρεπε λάβουν μία υποτυπώδη γνώση της φιλοσοφίας. Αυτή η υποτυπώδης γνώση τους κάνει ευερέθιστους κι ως εκ τούτου ο έλεγχός τους είναι δύσκολος. Οι ανάγκες της εκκλησίας για ανθρώπους, θα την οδηγούσαν σε δυσλειτουργία, εφόσον οι Έλληνες δεν αρνιούνται εύκολα τον έρωτα. Από την άλλη πλευρά ένας κληρικός τύπου Καθολικής εκκλησίας κι Έλληνας θα ήταν πάντα επικίνδυνος για την εκκλησία, εφόσον δε θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να τηρήσει τους όρκους του. Αν συνέβαινε αυτό, οι Έλληνες στο σύνολο τους θα πολεμούσαν την εκκλησία για υποκρισία. Με δεδομένες τις χαμηλότερες προδιαγραφές, η Ορθόδοξη εκκλησία καταφέρνει δύο πράγματα.. πρώτον: βρίσκει ιερείς, έστω κι άθλιους συμφεροντολόγους των οποίων η ανικανότητα και η ανεπάρκεια δεν τη θίγει και δεύτερον: ενισχύεται, εφόσον αυτοί οι ιερείς χρεώνονται τα πάντα και η άθλια ιεραρχία έχει τη δυνατότητα να τους κρίνει.

Έτσι, μ’ αυτό ως δεδομένο, βλέπουμε ότι οι πιο υγιείς ιερείς στο σύνολο του χριστιανικού κόσμου είναι η βάση της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ακόμα κι ο χειρότερος, που κλέβει και προσπαθεί να επωφεληθεί με κάθε τρόπο, είναι χιλιάδες φορές καλύτερος από τον ιερέα, που έχει βλέψεις ιεραρχίας κι έχει μπει στην αγαμία. Η κορυφή της ιεραρχίας επιτίθεται σ’ αυτούς συνεχώς και οι άνθρωποι παγιδεύονται κι αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα. Βλέπουν την ανεπάρκεια των ιερέων και νομίζουν ότι η ιεραρχία προσπαθεί να την καλύψει, ενώ στην ουσία προσπαθεί να χειροτερέψει την κατάσταση. Ένας ιερέας που έχει παιδιά, είναι όμοιος μ’ έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μ’ αυτόν. Χαίρεται και λυπάται με τα ίδια πράγματα και ζει στον πραγματικό κόσμο. Έχει παιδιά και αγωνιά, όπως ο κάθε πατέρας γι’ αυτά, κι εύκολα μπορεί να συναναστραφεί με ανθρώπους.

Ο ιερέας της αγαμίας, είναι εντελώς αντικοινωνικός κι απάνθρωπος. Μισεί τους ανθρώπους, που χαίρονται, όσο μπορούν τη ζωή. Τους υποτιμά, εφόσον νομίζει ότι είναι εξυπνότερος και σοφότερος απ’ αυτούς. Αγνοεί τις ανησυχίες τους, εφόσον δεν τον αφορούν. Δεν τον ενδιαφέρει, αν ο άνθρωπος κυριολεκτικά πεθαίνει κάθε μέρα στη δουλειά, για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί γι’ αυτόν και τα παιδιά του. Το μόνο, που τον ενδιαφέρει, είναι η δόξα, εφόσον με τα κλοπιμαία είναι πάντα γεμάτο το τραπέζι του. Μένει σε παλάτια τη στιγμή που οι δυνατότητες του και η εργατικότητα του δε θα του επέτρεπαν να μένει ούτε σε καλύβα. Κυνηγά τη δόξα, που του δίνεται από ομοίους του, με οποιονδήποτε τρόπο. Δεν τον ενδιαφέρει, αν για τα συμφέροντα της εκκλησίας πρέπει να σκοτωθούν εκατομμύρια ανθρώπων, Θεών αληθινών. Αγνοεί τον ανθρώπινο πόνο, τη φτώχεια, την απελπισία. Θεωρεί καθήκον τού κάθε ανθρώπου, να του αποδίδει τιμές αγίου και να του προσφέρει τα παιδιά του.

Τα παιδιά αυτού του κόσμου, που είναι ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει στον κόσμο για Θεό κι ανθρώπους, απαιτεί να τα δηλητηριάσει. Τα παιδιά των ανθρώπων και του Θεού, που μεγαλώνουν μέσα από τη φτώχεια και τις αιματηρές θυσίες, τα μετατρέπει σε δούλους. Παλεύουν μέρα και νύχτα οι γονείς, για να τα μεγαλώσουν, ανέχονται όλες τις εξουσίες και τις αθλιότητες, για να τα πάρει έτοιμα ο πόρνος και να τα οδηγήσει στο θάνατο. Σταυροφορίες, είτε σε καιρό ειρήνης είτε σε καιρό πολέμου, είναι τ’ όνειρο του. Από τον καιρό της Δημιουργίας, δεν υπήρξαν χειρότεροι άνθρωποι απ’ αυτούς πάνω στη Γη. Ο Θεός τους μισεί και τους εγκαθιστά για πάντα στον κάτω κόσμο. Ανάμεσα τους, δεν υπάρχει ούτε ένας, που να ευχαριστήθηκε έστω και για μία στιγμή τη ζωή και τη Βασιλεία των Ουρανών. Ζουν και πεθαίνουν μέσα στην αθλιότητα, το ψέμα και την απέραντη μοιχεία. Θυσιάζουν όλη τους τη ζωή, για να πάρουν στην καλύτερη περίπτωση τη δόξα μίας αναφοράς στην ιστορία.

Εκατοντάδες χιλιάδες πόρνοι θυσιάζονται, για να γνωρίζει ο άνθρωπος μερικούς απ’ αυτούς, που στο τέλος θα είναι κι αυτοί, που θα κριθούν. (Ματθ. 23.5-23.7) “πλατύνουσι γαρ τα φυλακτήρια αυτών και μεγαλύνουσι τα κράσπεδα των ιματίων αυτών, φιλούσι δε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς” (Πλαταίνουν τά φυλαχτά τους καί μεγαλώνουν τά άκρα τών ενδυμάτων τους. Τους αρέσει δέ νά έχουν τήν πρώτην θέσιν εις τά δείπνα καί τά πρώτα καθίσματα εις τάς συναγωγάς). Σπαταλούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, για να ικανοποιήσουν την ηλιθιότητά τους. Γίνονται μοιχοί και πόρνοι, για να κάθονται στις πρώτες θέσεις των αστείων κοινωνικών εκδηλώσεων. Ποιος νέος κι υγιής άνθρωπος δε θα ήθελε να ζει μέσα στη χαρά του έρωτα κι ανάμεσα σε φίλους κάθε μέρα και κάθε ώρα; Ποιος υγιής άνθρωπος θ’ αντάλλαζε αυτήν τη χαρά μ’ ανείπωτες θυσίες πολλών χρόνων, για να σταθεί γέροντας κι άρρωστος μία φορά το χρόνο στις επίσημες θέσεις μίας παρέλασης; Ποιος ανταλλάσσει τη χαρά μίας ολόκληρης ζωής για τη ψευδοχαρά και ικανοποίηση μίας στιγμής, που μπορεί και να μην έρθει; Αυτός που σκέφτονται όλοι. Ένας ηλίθιος. Μόνον ένας ηλίθιος θα γνώριζε το Λόγο του Χριστού και θα προτιμούσε το Λόγο του Πέτρου. Μόνον ένας ηλίθιος θα εγκατέλειπε τη χαρά και τη Λύτρωση, για τη λύπη και τη θυσία. Αυτός ο ηλίθιος είναι, που μέρα και νύχτα κρίνει, για να υψώσει τον εαυτό του.

Ο άνθρωπος από τη στιγμή που ζει σ’ αυτήν την κοινωνία, όσο υγιής και να είναι, δεν μπορεί να εξαλείψει την αγκίδα από το μάτι του. Αυτήν την αγκίδα (που έχουν όλοι οι άνθρωποι) βλέπουν οι άθλιοι, που έχουν τα δοκάρια στα μάτια τους. Ακόμα κι ένας νέος, όμορφος, υγιής, όταν ζει σε μία κοινωνία, όπου κυριαρχεί η σεξουαλική πείνα, αναγκάζεται να γίνει μοιχός. Αυτήν τη μικρή κι ασήμαντη μοιχεία κρίνουν οι άθλιοι επαγγελματίες μοιχοί κι αγνοούν ότι το σύνολο της ζωής τους είναι βυθισμένο στην πιο αισχρή μορφή της μοιχείας. Σ’ αυτούς αναφέρεται ο Χριστός όταν λέει: (Ματθαίον 23.13) “Ουαί δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρά προσευχόμενοι..” (Αλλοίμονον σ’ εσάς γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι κατατρώγετε τάς περιουσίας τών χηρών καί γιά πρόφαση κάνετε μακρές προσευχές.).

Σ’ αυτό το σημείο γίνεται και μία επιβεβαίωση για την ταυτότητα των εθνικών. Πέραν του ότι αποδεικνύεται από τη διασταύρωση των Ευαγγελίων αυτή η ταυτότητα, όταν ο Χριστός αποκαλύπτει αυτούς στους οποίους θα παραδοθεί ο Υιός του Ανθρώπου. Σ’ αυτό το σημείο δείχνει ακριβώς ποιοι είναι. Η απόδειξη βρίσκεται στο Λόγο του Χριστού: (Ματθ. 6.7-6.8) “Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί… δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται.” (Όταν δέ προσεύχεσθε, μή λέγετε πολλά καί ανόητα, όπως κάνουν οι εθνικοί, που νομίζουν ότι μέ τήν πολυλογίαν τους θα εισακουσθούν.). Η πολυλογία είναι αυτή, που κάνει τις προσευχές μακρές και η πολυλογία είναι, που αποκαλύπτει τους εθνικούς. Οι εθνικοί είναι η άθλια ιεραρχία της εκκλησίας, που, ενώ κατακλέβει τον κόσμο, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, προσεύχεται. Στους ανθρώπους που αγαπά ο Χριστός, λέει ακριβώς παρακάτω: (Ματθ. 6.8) “μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς.. οίδε γαρ ο πατήρ υμων ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν.” (Μή γίνετε λοιπόν όμοιοι μ’ αυτούς, διότι ο Πατέρας σας γνωρίζει καλά εκείνα πού έχετε ανάγκην, πρίν τού τά ζητήσετε.).

Ο Χριστός σε καμία περίπτωση δε θέλει οι άνθρωποι να γίνουν όμοιοι μ’ αυτούς τους υποκριτές, που είναι εχθροί Του. Επειδή έχει γνώση τι θα συνέβαινε, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σώσει όσους μένουν σε επαφή μαζί Του κι αυτό γίνεται μέσω του Λόγου Του. Γνωρίζει πόσο τεράστιες δυνάμεις θα πάρουν οι εθνικοί μέσω της εκκλησίας και δε θέλει σε καμία περίπτωση να γίνει Αυτός αιτία κακών για τους ανθρώπους. Αυτή ακριβώς η πρόθεση Του αποκαλύπτεται, όταν, ενώ προτείνει να μην εξομοιωθούν οι άνθρωποι με τους εθνικούς, τους προτείνει να φέρονται υπάκουα όσον αφορά τους τύπους, αλλά να μην κάνουν τα ίδια. “πάντα ουν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε.”.

Από το σύνολο των παραπάνω βλέπουμε ότι προκύπτουν τρεις μεγάλες ομάδες ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Πρώτη είναι αυτή της εξουσίας, της εκκλησίας, που είναι οι εθνικοί. Δεύτερη μία μεγάλη μερίδα του κόσμου, που επηρεάζεται απ’ αυτούς και όχι μόνον τηρεί αυτά που της προτείνουν οι εθνικοί, αλλά προχωρούν ακόμα περισσότερο και δρουν απολύτως όμοια. Και τρίτη είναι η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, που είτε λόγω επαφής με το Λόγο του Χριστού είτε λόγω προσωπικής φιλοσοφίας, τηρούν τα προτεινόμενα, αλλά δε γίνονται όμοιοι, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Η δύναμη της εκκλησίας στηρίζεται στη δεύτερη μερίδα, που εκτελεί όλα όσα της προτείνουν οι εθνικοί με ιδιαίτερο ζήλο. Η εκκλησία μόνη της ως δομή δε θα μπορούσε να υπάρξει σε καμία περίπτωση, αν δεν εξασφάλιζε ερείσματα μέσα στην κοινωνία.

Όταν ο Χριστός ρωτά επίμονα τον Πέτρο, αν Τον αγαπά, συνεχίζει και του δίνει την εντολή να βόσκει τα πρόβατα Του. Η ύπαρξη της εκκλησίας οφείλεται στο ότι προσφέρει θεωρητικά ποιμένες σ’ ένα ποίμνιο, που έχει αυτήν την ανάγκη. Αν θεωρήσουμε την ανθρωπότητα ως ένα ποίμνιο, βλέπουμε μία ανομοιογένεια, που δεν εξηγείται σύμφωνα με τα παραπάνω. Βλέπουμε ότι μερικά πρόβατα έχουν μεγάλη ανάγκη από ποιμένα, ενώ άλλα επιθυμούν την ελευθερία. Αν η δομή της εκκλησίας υπάρχει συμπαγής λόγω των πνευματικών δικαιωμάτων των ηγετών της, εμείς πρέπει ν’ ανιχνεύσουμε την επαφή με το σύνολο των ανθρώπων και τις μεθόδους μέσα από τις οποίες περνά την άποψη της σ’ αυτούς. Δεν υπάρχει μηχανισμός εξουσίας, που να έχει την αποτελεσματικότητα και τις δυνάμεις της εκκλησίας. Σαν δομή τύπου Βαβυλώνας έχει μία άποψη, αυτή του ηγέτη κι αυτή η άποψη φτάνει χωρίς καμία φθορά ή μεταποίηση στη βάση, που είναι οι απλοί ιερείς. Οποιοσδήποτε λειτουργήσει με πνεύμα διαφορετικό, αποβάλλεται και συνθλίβεται. Την άποψη που έχει ο Πατριάρχης ή ο Πάπας, είναι υποχρεωμένος να την υιοθετήσει κι ο ιερέας του πιο απομακρυσμένου χωριού ατόφια και χωρίς καμία προσωπική επεξεργασία.

Όταν υπάρχει μία απόφαση, που έχει ληφθεί στο υψηλότερο σημείο της ιεραρχίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καλύπτει ιδιομορφίες, που αφορούν τον καθένα ξεχωριστά. Ένα παράδειγμα θα ήταν χρήσιμο σ’ αυτό το σημείο. Είπαμε ότι ο γάμος είναι το πιο επιθυμητό στοιχείο για την κοινωνία της εξουσίας. Ο Πάπας το γνωρίζει αυτό και το αλάθητό του τού δίνει τη δυνατότητα να πάρει μία απόφαση με την οποία απαγορεύει σε κάθε περίπτωση το διαζύγιο. Έχει γνώση του επιθυμητού κι επιπλέον έχει δυνατότητα να επιβάλλει την άποψη του. Αυτή η άποψη υιοθετείται από το σύνολο των ιερέων της Καθολικής εκκλησίας. Όμως ιερέας δεν είναι μόνον ο Πάπας ή οι καρδινάλιοι, ιερέας είναι κι αυτός, που υποτίθεται ιερουργεί σ’ ένα μικρό χωριό της Σικελίας. Ο τελευταίος ζει ανάμεσα σ’ ανθρώπους κι αυτή η επαφή τον φέρνει κοντά στον πόνο τους και τα προβλήματα τους. Αν αυτός ο ιερέας διαπιστώσει ότι ένας σύζυγος είναι όμοιος μ’ ένα κτήνος και φέρεται βάναυσα και κακοποιεί τη γυναίκα του και το παιδί του, βλέπει τη δυνατότητα χωρισμού ως Λύτρωση για τους ανθρώπους, που δυστυχούν. Έχει προσωπική άποψη κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να σκεφτεί ως άνθρωπος. Όμως πόσο μπορεί να σκεφτεί κάποιος, όταν υποχρεούται να υιοθετήσει μία άποψη, που δεν αλλάζει σε καμία περίπτωση; Ο ιερέας αυτός είναι αναγκασμένος να μην προτείνει και να μη βοηθήσει στη Λύτρωση αυτών των ανθρώπων σε καμία περίπτωση. Το αυθαίρετο του Πάπα και η τεράστια δύναμή του μέσα στη Δυτική εκκλησία ήταν αυτά που επέβαλαν την υποχρεωτική αγαμία και στη βάση της. Ο Πάπας επέβαλε την αγαμία, επειδή γνώριζε ότι ένας ιερέας με γνώση ανθρώπινων προβλημάτων θα δυσανασχετούσε στην ακαμψία του νόμου. Πρέπει ο ιερέας της Δύσης να βασανίζεται τόσο πολύ, που να μένει πρακτικά αναίσθητος κι ως εκ τούτου να υπακούει σ’ οτιδήποτε.

Αυτό στην Ορθόδοξη εκκλησία είναι αδύνατο να συμβεί, γιατί υπάρχουν οι Έλληνες, που έχουν πάρει ορισμένα χαρακτηριστικά. Έναν ιερέα της βάσης, που εθελοτυφλεί στα προσωπικά προβλήματα των ανθρώπων, τον μισούν και δε φοβούνται να τον πολεμήσουν. Αν έβλεπαν τον άνθρωποκτήνος να φερόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, θα βοηθούσαν σε κάθε περίπτωση τη γυναίκα του να χωρίσει κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η εκκλησία. Η ιεραρχία της Ορθόδοξης εκκλησίας είναι απόλυτα όμοια μ’ αυτή της Δυτικής και θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ζηλεύει σε κάθε περίπτωση τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα της. Ο τέλειος και διευρυμένος οργανισμός της εκκλησίας μ’ αυτόν τον τρόπο περνά μία άποψη, που είναι η άποψη του κέντρου στην περιφέρεια και μ’ αυτόν τον τρόπο εκτείνεται στο σύνολο της βάσης. Έτσι η εκκλησία δημιουργεί έναν τεράστιο ιστό, που ενώνει τη Ρώμη ή την Κωνσταντινούπολη με το τελευταίο χωριό του χώρου που ελέγχει. Η πολιτική και η στρατιωτική εξουσία είναι πολύ αδύναμες, για να μπορέσουν να συγκριθούν μ’ αυτό το κολοσσιαίο κατασκεύασμα, που ελέγχει το σύνολο του χώρου, αδιαφορώντας ακόμα και γι’ αυτά τα εθνικά σύνορα. Η άποψη του Πάπα μεταφέρεται με την ίδια πιστότητα σ’ όλο το Δυτικό κόσμο και όχι μόνο στους Ιταλούς. Η εκκλησία μ’ αυτόν τον ιστό, εδράζεται στο σύνολο της κοινωνίας.

Όμως ποιοι είναι οι άνθρωποι της; Σε ποιους στηρίζεται; Ιστορικά, αν εξετάσει κάποιος την πορεία της εκκλησίας, θα δει ότι η δύναμη της είναι αντιστρόφως ανάλογη του πνευματικού επιπέδου της ανθρωπότητας. Η περίοδος κατά την οποία ήταν η εκκλησία πανίσχυρη, ήταν ο Μεσαίωνας, που ήταν και η χειρότερη για τους ανθρώπους περίοδος. Κατά το Μεσαίωνα επικρατούσε πλήρως το σκοτάδι και η πνευματική κίνηση ήταν μηδαμινή. Οι άνθρωποι τότε δεν ήταν σε καμία περίπτωση κατώτεροι, ούτε σε σχέση με τους μεγάλους φιλοσόφους της Αθήνας ούτε με τους σύγχρονους. Η αιτία για την οποία υπήρχε αυτή η πνευματική καθυστέρηση, ήταν ο απόλυτος έλεγχος των ανθρώπων και η απόκρυψη από μέρους της εκκλησίας της γνώσης. Άνθρωποι, σαν το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, γεννήθηκαν άπειροι στη Δυτική Ευρώπη του Μεσαίωνα, αλλά η εκκλησία άλλες φορές τους τρόμαζε κι άλλες φορές τους σκότωνε. Ο αντίστοιχος Μεσαίωνας της Ορθόδοξης εκκλησίας ήταν η άθλια απ’ όλες τις απόψεις Βυζαντινή εποχή. Απόλυτο σκοτάδι δεν μπορούσε να επιβληθεί λόγω του χώρου, όπου δεν ελεγχόταν η γνώση, αλλά η εκμετάλλευση και η αθλιότητα ήταν ίδιες. Στο κέντρο υπήρχε κάποια πνευματική δραστηριότητα, αλλά στην περιφέρεια η εκκλησία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βυθίσει στο σκοτάδι τον άνθρωπο, που στην πλειοψηφία του ζούσε μέσα στην αθλιότητα και τη φτώχεια.

Μ’ όλα αυτά στο μυαλό μας, βλέπουμε ότι η εκκλησία είναι δυνατή, όταν υπάρχει σκοτάδι και φτώχεια. Η φτώχεια είναι ένας παράγοντας, που δεν ξεπεράστηκε ακόμα, ενώ το σκοτάδι είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η εκκλησία στηρίζεται στους φτωχούς και τους κατώτερους, από πλευράς παιδείας, ανθρώπους. Αυτό είναι το πιο φυσικό, γιατί η εκκλησία προσπαθεί να επιβάλλει ένα μοντέλο ζωής, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Μπορεί να πάει ο Ράιχ στην εκκλησία και να δεχτεί υποδείξεις, που αφορούν τη ζωή του, από έναν αγράμματο και αστοιχείωτο ιερέα; Μπορεί ένας άνθρωπος με άποψη, που είναι προϊόν παιδείας, ν’ ανεχθεί την κριτική των άλλων; Ο άνθρωπος, που έχει επαφή με το πνεύμα κι ως εκ τούτου με το Θεό, δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει ένα δόγμα σκληρό και άκαμπτο. Προσπαθεί να ερμηνεύσει το σύνολο των ερεθισμάτων κι αυτό τον φέρνει σ’ αντίθεση με την εκκλησία και τους ανθρώπους της.

Όταν αναφερθήκαμε στην κοινωνία ως σύνολο, είδαμε αυτό, που αποδείχθηκε και στην περίπτωση του Χριστού, ότι υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν ακόμα και τη φτώχεια από το φως, που τους εκμηδενίζει. Οι πρεσβύτεροι, που άρχισαν να διαλύονται πρώτοι στην περίπτωση της μοιχαλίδας, όπως κι οι πρεσβύτεροι, που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τον όχλο εναντίον του Χριστού, ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Όλοι αυτοί, που απέτυχαν στη ζωή τους, στηρίζουν τους μηχανισμούς, που τους βαστούν στο προσκήνιο. Όταν ο άνθρωπος αγνοεί το Θεό κι αγωνίζεται μέχρι το θάνατο του, είτε για τον πλούτο είτε για τη δόξα, δεν μπορεί παρά να στηρίζει το σύστημα. Αν οι άνθρωποι αρχίσουν στη νεότητα τους κι ερωτεύονται, αρνούμενοι να υποταχθούν, οι πρεσβύτεροι δε διαφέρουν καθόλου από τους πραγματικά νεκρούς. Τι αξία και τι σημασία μπορεί να δώσει ένας νέος, που ζει ευτυχισμένος με τους φίλους τους και τον έρωτα του, σ’ έναν άνθρωπο, που απέχει λίγες στιγμές από το θάνατο και σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για να πάρει ένα αστείο αξίωμα;

Οι πρεσβύτεροι στρέφονται προς την εκκλησία, γιατί εκεί βρίσκουν όμοιους τους και με την ίδια αγωνία. Ο ένας αναλαμβάνει να παρηγορήσει τον άλλο αποδίδοντας του τιμές. Ο Χριστός τα γνωρίζει όλα αυτά και γι’ αυτό, όταν αναφέρεται στους υποκριτές γραμματείς και Φαρισαίους, αναφέρει την τάση τους για πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και στα δείπνα. Όταν ένας άνθρωπος γεράσει και δε βρει την ευτυχία, μόνο με τέτοιες ηλιθιότητες ικανοποιείται. Αν δεν υπήρχαν οι συναγωγές, πώς θα μπορούσαν να ψευδοϊκανοποιούνται στην αυτοκριτική τους; Ένας πρεσβύτερος, που ζει με μία γυναίκα που ποτέ δεν αγάπησε και του οποίου τα παιδιά, όταν έγιναν όμοια μ’ αυτόν, τον εγκατέλειψαν, δεν έχει επιλογές. Ο άνθρωπος έχει την τάση ν’ ακούει και να βλέπει αυτά, που καλύπτουν τις εσωτερικές του ανάγκες. Ένας νέος δεν μπορεί ν’ ακούει έναν πρεσβύτερο, ακριβώς γιατί ο λόγος του δεν καλύπτει καμία του ανάγκη. Ο πρεσβύτερος όμως ακούει τον πρεσβύτερο κι ειδικά αν αυτά που λέει μετριάζουν τη μιζέρια του. Ένας τέτοιος πρεσβύτερος ακούει με χαρά έναν ιερέα, που είναι ακόμα χειρότερος απ’ αυτόν, αν του δίνει συγχαρητήρια για την αντοχή του στη μοιχεία.

Ο ιερέας δεν ερμηνεύει τη μοιχεία σύμφωνα με το Χριστό, αλλά σύμφωνα με τον Πέτρο και τον Παύλο. Μοιχός, γι’ αυτόν, είναι εκείνος, που χωρίς να ξεφεύγει από το πλαίσιο του γάμου, είχε εξωσυζυγική σχέση. Όταν ο ιερέας λέει ότι είναι αμαρτία η μοιχεία κι αμαρτωλός ο μοιχός, με την παραπάνω ερμηνεία δικαιώνει το μίζερο πρεσβύτερο, που εγκλωβίστηκε μέσα στη μοιχεία. Οι πρεσβύτεροι στο σύνολο τους έρχονται σε σύγκρουση με τα παιδιά τους κι αυτό, γιατί αδυνατούν να σκεφτούν με τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι νέοι. Αυτό τους κάνει να προσπαθούν να επιβάλλουν την άποψη τους με την εξουσία που τους δίνει η εκκλησία. Ο πρεσβύτερος χαίρεται κι επιβεβαιώνει τη φιλοσοφία του μέσα στην εκκλησία. Όταν ο ιερέας κατηγορεί τους νέους και μιλά για διάβρωση και παρακμή της νεολαίας, δικαιώνει τον πρεσβύτερο. Όταν αυτός ο πρεσβύτερος είναι ταυτόχρονα και του κατώτερου πνευματικού επιπέδου, νομίζει ότι δικαιώνεται απόλυτα, εφόσον η άθλια ζωή του μοιάζει με τη ζωή που υποτίθεται ότι επιθυμεί ο Θεός για τους ανθρώπους και την αντιλαμβάνεται σαν προσωπική θυσία υπέρ Αυτού.

Αν σταθεί κάποιος έξω από μία εκκλησία, θα δει ότι εκτός από τους πρεσβύτερους, είτε επιτυχημένους είτε αποτυχημένους —με τα μέτρα περί κοινωνικής επιτυχίας όπως τ’ αντιλαμβάνεται η κοινωνία— στην εκκλησία πηγαίνει και το σύνολο σχεδόν των γυναικών. Γυναίκες όλων των ηλικιών και τάξεων δίνουν το παρόν. Ενώ από τους άντρες μόνον οι πρεσβύτεροι ασχολούνται με την εκκλησία, οι γυναίκες συμμετέχουν στο σύνολο τους. Τι συμβαίνει και παρουσιάζεται αυτή η διαφορά; Η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι η γυναίκα είναι πλασμένη με διαφορετικά χαρακτηριστικά από το Δημιουργό. Η γυναίκα είναι συστηματικά κοντά στο Θεό είτε η κοινωνία είναι φωτεινή, είτε όχι. Η γυναίκα πιστεύει στο Θεό και στη δύναμη Του. Αυτό όμως, που την ωθεί στην εκκλησία, είναι το μητρικό της ένστικτο. Η γυναίκα, που είναι μητέρα, φοβάται. Φοβάται για την τύχη των παιδιών της κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θυσιάζεται. Ως άνθρωπος κι αυτή πηγαίνει εκεί, όπου ακούει και βλέπει αυτό, που την ευχαριστεί και τη δικαιώνει. Η νεαρή γυναίκα σε σχέση με το νεαρό άντρα αιώνες τώρα στερούνταν τη δυνατότητα παιδείας.. αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη γνώσης για το αντίθετο φύλο, αφού δεν της επιτρεπόταν να έχει εμπειρίες, της στερεί κάθε δυνατότητα ελέγχου των καταστάσεων.

Ένας νεαρός άντρας καταλαβαίνει ότι ο ιερέας υπερβάλλει. Ο νεαρός άντρας, είτε έχει γνώση του Λόγου του Χριστού είτε όχι, σκέφτεται σαν κι Αυτόν. Ο νεανίσκος καταλαβαίνει ότι: (Ματθ. 23.4) “δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα και δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επί τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις.” (Δένουν φορτία βαρειά καί δυσβάστακτα καί τά βάζουν εις τούς ώμους τών ανθρώπων, αλλ’ αυτοί οι ίδιοι δέν θέλουν ούτε μέ τό δάκτυλο τους νά τά κινήσουν. Όλα τους τά έργα τά κάνουν, διά νά φανούν εις τούς ανθρώπους.). Ο νεαρός άντρας βλέπει όλους αυτούς, που συχνάζουν στις εκκλησίες και τους αμφισβητεί. Όταν το αφεντικό του είναι πρεσβύτερος και βλέπει ότι, ενώ τον κρίνει συνεχώς κι αυστηρά, ο ίδιος είναι χειρότερος, σχηματίζει μία εικόνα για το σύνολο των πρεσβυτέρων και άρα και των ιερέων.

Η γυναίκα, που θυσιάζεται για τα παιδιά της και όχι μόνο δεν το βλέπει σαν βάρος αλλά κι ως υποχρέωση, αντλεί χαρά από τη θυσία. Δε γνωρίζει τη φύση του άντρα και παρεξηγεί. Εμπιστεύεται τον ιερέα, χωρίς να της περνά από το μυαλό ότι είναι όμοιος με τον άντρα της, που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη σεξουαλική του πείνα. Η γυναίκα δεν παρασύρεται από το ερωτικό της ένστικτο, ώστε να βασανίζεται. Μία γυναίκα που έχει άντρα, δεν διαφέρει πολύ από κάποια που δεν έχει. Όλες οι γυναίκες είναι όμοιες μεταξύ τους. Ο άντρας, που δεν έχει γυναίκα, είναι σε κάθε περίπτωση επικίνδυνος. Αντίθετα μία γυναίκα, που έμεινε ανύπαντρη ή χήρεψε νέα, δε χάνει την αυτοκυριαρχία και την αξιοπρέπεια της. Ο άντρας φτάνει στην τρέλα και στη διαστροφή, όταν δεν μπορεί να εκτονώσει τις ορμές του. Οι άντρες κρίνοντας από τους εαυτούς τους έβαλαν στο στόχαστρο της κοινωνίας τις χήρες και τις ανύπαντρες. Όπως οι άντρες έβγαλαν αυτό το εσφαλμένο συμπέρασμα για τις γυναίκες για τον ίδιο ακριβώς λόγο, που είναι η άγνοια, οι γυναίκες εμπιστεύονται τους ιερείς. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, η εκκλησία λειτουργεί τέλεια.

Όταν αναφερθήκαμε στις μοιχαλίδες, είπαμε ότι για να ελέγξουν την ευφυΐα των γιων τους, γίνονται “σάρκα μία” μ’ αυτούς και προβάλλουν πρότυπα. Όταν αναφερθήκαμε στα πρότυπα, που είναι ελεγχόμενα, αναφέραμε ότι υπάρχουν διάφορα κέντρα, που επηρεάζουν τον κόσμο. Όλα αυτά συμβαίνουν στην εκκλησία. Η γυναίκα, που στο σύνολο των αιώνων έμεινε έξω από την παιδεία, εμπιστευόταν τον ιερέα και υιοθετούσε τις συμβουλές του. Αυτοί οι άθλιοι περνούν στις μητέρες τις απόψεις περί παρθενίας, περί αμαρτίας, περί θυσίας των νέων. Η μητέρα χαίρεται, επειδή γεννά ένα γιο όμοιο με Θεό. Όμως φοβάται τις όμορφες ιδέες του, γιατί την τρομάζει ο επαγγελματίας μοιχός. Όταν αναφέραμε ότι η μητέρα σκοτώνει το γιο της, μπαίνοντας στην οικογένεια του ως αντιπρόσωπος του, φαινόταν σκληρό. Η μητέρα, που θυσίασε τη ζωή της για τα παιδιά της, εγκληματεί σε βάρος τους, γιατί τη σπρώχνουν οι άθλιοι. Αυτοί της δίνουν άδεια να υπερβεί τα όρια. Αν γνώριζε η γυναίκα στο ελάχιστο πόσο πονηροί είναι όλοι αυτοί και πόσο ευθύνονται και για την προσωπική της τραγωδία και για το θάνατο των παιδιών της, θα είχε τη δύναμη να τους κατασπαράξει. Η γυναίκα δεν ξέρει ότι, αν δεν επέμβει στη ζωή του γιου της, αυτός θα τη λατρεύει και θα την προσέχει σ’ όλη της τη ζωή. Η γυναίκα ακούει τους ψεύτες, που της δίνουν εντολές εν ονόματι του Θεού και σκοτώνει ό,τι πιο πολύτιμο έχει. Καταπιέζει την κόρη της, επειδή την κρίνουν οι βρωμιάρηδες και την οδηγεί στη θυσία του έρωτα, έχοντας γνώση μόνο για τη χαρά που προσφέρει η τεκνοποίηση. Η γνώση αυτής της χαράς την κάνει εύκολο θύμα της εκκλησίας.

Όταν η γυναίκα, δε γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από το προσωπείο της αγάπης και της φιλανθρωπίας του ιερέα, τον υπακούει τυφλά. Αυτός είναι, που αναλαμβάνει να της περιγράψει τις αξίες της ζωής κι επιπλέον να της παρουσιάσει όλους τους αποτυχημένους πρεσβύτερους σαν πρότυπα ζωής. Αυτός της δείχνει αυτούς, που αγαπούν τις πρωτοκαθεδρίες κι αποτυπώνει μ’ αυτόν τον τρόπο μία φιλοσοφία που δεν ελέγχει. Σ’ αυτό το σημείο θ’ αναρωτηθεί κάποιος και θα πει: “όλους αυτούς τους αιώνες κατά τους οποίους οι άνθρωποι ήταν αγράμματοι στην πλειοψηφία τους, πώς θα μάθαιναν το Λόγο του Χριστού; Πώς θα έρχονταν σ’ επαφή με το πνεύμα, χωρίς στοιχειώδη παιδεία;”. Μόνο στην εκκλησία μπορούσε κάποιος ν’ ακούσει το Λόγο του Θεού. Πράγματι μόνο στην εκκλησία υπάρχει για έναν αγράμματο η επαφή. Όμως επαφή σημαίνει ν’ ακούσει κάποιος το Λόγο του Χριστού όχι το λόγο των αθλίων.

Η εκκλησία δίνει το Λόγο του Θεού, αλλά ποτέ μόνον αυτόν. Το πιο επικίνδυνο πράγμα είναι το κήρυγμα της. Ο άνθρωπος έπρεπε ν’ αποφεύγει με κάθε θυσία το κήρυγμα, για να μη δηλητηριαστεί. Το Λόγο του Χριστού τον δίνει, για να παρασύρει τους ανθρώπους προς το κήρυγμα της. Η ακόμα χειρότερη Καθολική εκκλησία δεν έδινε ούτε καν αυτόν το Λόγο. Αν οι Έλληνες μπορούσαν, έστω και στοιχειωδώς, να καταλάβουν το Λόγο, οι πιστοί της Δυτικής εκκλησίας δεν είχαν ούτε αυτήν τη δυνατότητα. Πήγαιναν στην εκκλησία κι άκουγαν το Λόγο του Χριστού στα λατινικά, χωρίς να καταλαβαίνουν ούτε μία λέξη κι αυτό γινόταν επί αιώνες. Οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι, που υπήρξαν ποτέ στη Γη, ήταν αυτοί οι πιστοί της Δυτικής εκκλησίας. Στο κήρυγμα της, η εκκλησία τους τρόμαζε με δεισιδαιμονίες και προλήψεις, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου. Όλα τα τέρατα της Αποκάλυψης κυνηγούσαν μέρα νύχτα τους πιστούς της. Το ίδιο ακριβώς πέτυχε και η Ορθόδοξη εκκλησία στους αιώνες προσηλυτισμού των Σλάβων. Υπήρξαν άνθρωποι, που δε γεύτηκαν ούτε μία σταγόνα χαράς από τη ζωή τους εξαιτίας της εκκλησίας. Το τι ακριβώς επιδίωκε η εκκλησία, θα το δούμε όταν εξετάσουμε τις Επιστολές των Πέτρου και Παύλου, σε σχέση με το Λόγο του Χριστού.

Ο Χριστός στο Λόγο Του, προσπαθεί να προστατέψει τους ανθρώπους κι αυτό με δεδομένη την αποστολή Του σημαίνει ότι δε θέλει σε καμία περίπτωση να τους φέρει σε σύγκρουση με την εκκλησία. Αυτή η προστασία έχει να κάνει με την αποφυγή της παγίδας του κηρύγματος της εκκλησίας. Δε λέει σε καμία περίπτωση να μην προσεύχονται. Όμως προτείνει να αποφεύγουν να προσεύχονται εκεί, όπου οι υποκριτές κι οι υπόλοιποι άθλιοι προσεύχονται όρθιοι. Λόγω αποστολής το μέρος το ονομάζει συναγωγή. Όμως ο άνθρωπος, ως λογικό ον, έπρεπε ν’ αντιληφθεί ότι μιλά για την εκκλησία. Αυτό που οι αριθμοί δείχνουν, το φανερώνει η πιο απλή λογική. Συναγωγή = Εκκλησία = 35. Ο Χριστός θέλει τον άνθρωπο να προσεύχεται μόνος του και στ’ απόκρυφα δωμάτια. Δε θέλει ούτε ψαλμωδίες ούτε ύμνους ούτε θυμιατίσματα. Εκεί που είναι ο απλός άνθρωπος, εκεί είναι ο Θεός και ο Υιός Του, που γνωρίζουν και τις ανάγκες του και τις αγωνίες του. Ακόμα και η προσευχή του Χριστού επιβεβαιώνει την τελειότητα της αποστολής Του. “τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον.”.

Ο Χριστός προτείνει σε κάθε περίπτωση τη στατικότητα. Δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση ο άνθρωπος ν’ αγωνίζεται και μ’ αυτόν τον τρόπο να χρονοτριβεί για την απόκτηση του πλούτου ή της δόξας. Τον καθημερινό άρτο προτείνει να ζητούν οι πιστοί Του και όχι τον πλούτο, που οδηγεί στην καταστροφή. Σ’ ό,τι προτείνει ο Χριστός, που αφορά το τυπικό της λατρείας, αυτό που κυριαρχεί είναι η μυστικότητα: (Ματθ. 6.6) “είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ,” (πήγαινε εις τό πιό απόμερον δωμάτιόν σου, κλείσε τήν πόρτα καί προσευχήσου εις τόν Πατέρα σου, ο οποίος είναι παρών εκεί εις τό κρυφό μέρος,), και συνεχίζει: “τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ.” ( Καί ο Πατέρας σου, πού βλέπει τί γίνεται εις τά κρυφά, θά σέ aνταμείψη εις τά φανερά.). Όλα αυτά δείχνουν την αγάπη και τη μέριμνα του Χριστού για τους ανθρώπους. Το σκάνδαλο ήταν αδύνατο ν’ αποφευχθεί, αλλά ο κάθε θνητός άνθρωπος, ως ξεχωριστή οντότητα, δεν έχει κανένα λόγο να υποστηρίζει ότι αδικήθηκε. Ποιος μπορεί να υποστηρίζει μία τέτοια θέση, όταν τα πάντα έχουν ειπωθεί κι έχουν δοθεί.

Ο Λόγος του Χριστού είναι πολύ πυκνός και κλειδωμένος, αλλά αυτό αφορά μόνον θέματα, που έχουν άμεση σχέση με την αποστολή Του. Όμως ο άνθρωπος, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, που κατάφερε να περπατήσει ακόμα και στο φεγγάρι, δεν μπορούσε να καταλάβει τα απλά πράγματα; Για να λειτουργήσει η κοινωνία με τέτοιον τρόπο, ώστε να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο τεχνολογίας, ήταν αναγκαίο να περάσει απ’ αυτό το στάδιο ελέγχου. Ο έλεγχος σε παγκόσμιο επίπεδο γινόταν πάντα από την εκκλησία κι αυτό μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών. Για να υπάρξει όμως έλεγχος κι εξουσία, έπρεπε σε κάθε περίπτωση να υπάρχουν άνθρωποι, που θα είχαν συμφέρον για ορισμένους λόγους να την υπηρετούν. Όμως ποιο συμφέρον μπορεί να δώσει σ’ ένα μηχανισμό αυτήν την ισχύ; Τι δίνει η εκκλησία, που είναι τόσο πολύτιμο, ώστε οι άνθρωποι να δέχονται τις εξουσίες της; Όλοι αυτοί οι πρεσβύτεροι που την ακολουθούν, ποια ευχαρίστηση αντλούν μέσω της ηθικής επιβεβαίωσης, που τους δίνεται; Ο άνθρωπος έχει κρίση κι αυτό σημαίνει ότι τις πρωτοκαθεδρίες και τ’ αξιώματα κάποτε θα έπρεπε ν’ αρχίσει να τα θεωρεί κενά. Αγωνίζεται όμως γι’ αυτά μέχρι το τέλος της ζωής του και μ’ ένα πάθος, που δε μειώνεται. Ακουμπά το θάνατο και δε μετανοεί. Τι συμβαίνει και οι άνθρωποι δε διδάσκονται; Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο, οι άνθρωποι δείχνουν ότι δε θέλουν να καταλάβουν τι συμβαίνει κι αυτό, γιατί δεν τολμούν ν’ αντικρίσουν την αλήθεια.

Η εκκλησία στους ανθρώπους, όλους αυτούς τους αιώνες, έχει δώσει για το θάνατο την άποψη που τη συμφέρει. Οι άνθρωποι, που αγγίζουν το βιολογικό θάνατο, έχουν την άποψη ότι αγγίζουν μία νέα ζωή. Η εκκλησία καλλιεργεί αυτήν την άποψη κι επωφελείται, καθιστώντας τον εαυτό της ως το μόνο, που μπορεί να εξασφαλίσει τις καλύτερες συνθήκες σ’ αυτήν την επόμενη ζωή. Όταν λοιπόν οι πρεσβύτεροι, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απογοητευμένοι από τη ζωή, βλέπουν το τέλος να έρχεται, φοβούνται. Ο φόβος έχει να κάνει με την πίστη στο Θεό. Όταν ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού γίνει πρεσβύτερος, δε θέλει σε καμία περίπτωση να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή που έζησε και άρα έχει ήδη καταναλώσει, είναι το σύνολο της προσφοράς του Θεού προς αυτόν.

Ο Θεός είναι Άπειρος, Πανάγαθος, κι Αθάνατος. Ο άνθρωπος που πιστεύει, τρομάζει απ’ αυτήν την τεράστια διαφορά και λόγω προέλευσης και σχέσης, εθελοτυφλεί. Όταν επιπλέον διαβάζει στο Λόγο του Υιού του Θεού, περί Αναστάσεως, Αιωνίου Ζωής, παίρνει και την αντίστοιχη δύναμη. Ο Χριστός αναφέρεται πολλές φορές στην Ανάσταση και μάλιστα στα θαύματά Του υπάρχει το αντίστοιχο περιστατικό. Όμως όλα αυτά, είτε έχουν σχέση με το Λόγο Του είτε με το έργο Του, πρέπει να μας προβληματίζουν, εφόσον δεν έχουμε γνώση της αποστολής Του. Άφησε ο Χριστός γνώση για την ανάσταση των νεκρών κι αν άφησε ποια είναι; Ο Χριστός λόγω αποστολής, άφησε πίσω Του ορισμένους ανθρώπους για να συνεχίσουν το έργο Του. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι γνωστοί από την ιστορία των ανθρώπων και γνωστά επίσης είναι και τα έργα τους. Απ’ αυτό ξεκινάμε τη σκέψη μας και φτάνουμε στο σημείο του Λόγου του Χριστού, που δίνει οδηγίες σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και σ’ όλους όσους τους ακολούθησαν. Λέει λοιπόν ο Χριστός: (Ματθ. 10.6-10.9) “πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών. ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε..” (πηγαίνετε μάλλον εις τά χαμένα πρόβατα τής γενεάς τού Ισραήλ. Καθώς πηγαίνετε, νά κηρύττετε καί νά λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία τών ουρανών. Ασθενείς νά θεραπεύετε, νεκρούς νά ανασταίνετε, λεπρούς νά καθαρίζετε, δαιμόνια νά διώχνετε.).

Ο Χριστός δίνει εξουσία, αλλά πέραν αυτής δίνει και δυνατότητες σ’ ορισμένους να δίνουν ζωή. Όμως ποια ζωή; Έδωσε ζωή σε κανέναν ο Πέτρος ή ο Παύλος; Αυτοί όχι μόνο δεν έδωσαν ζωή σε κανέναν, αλλά και μαρτύρησαν με το χειρότερο τρόπο. Είδε ποτέ κάποιος αυτούς τους ανθρώπους ανάμεσα στους ζωντανούς; Ο Χριστός εννοεί σίγουρα κάτι διαφορετικό κι αυτό το περιγράφει: (Ματθ. 8.21-8.22) “Κύριε, επίτρεψόν μοι πρώτον απελθείν και θάψαι τον πατέρα μου. ο δε Ιησούς είπεν αυτώ.. ακολούθει μοι, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς.” (“Κύριε επίτρεψέ μου νά πάω πρώτα νά θάψω τόν πατέρα μου”. Ο Ιησούς τού λέγει, “Ακολούθησέ με καί άφησε τούς νεκρούς νά θάψουν τούς δικούς των νεκρούς”.). Ο Χριστός σ’ αυτό το σημείο του Ευαγγελίου δείχνει σαφέστατα ότι οι νεκροί υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο, ακόμα κι όταν ζουν. Όταν δίνει εντολή στους Αποστόλους να ζωοποιούν νεκρούς, δίνει τη δυνατότητα να επαναφέρουν στη ζωή αυτούς τους νεκρούς, που σ’ αυτήν την περίπτωση θάβουν έναν όμοιο τους, αλλά νεκρό και βιολογικά.

Οι άνθρωποι προσδοκούν από την ανάσταση την Αιώνιο Ζωή κι αυτό σημαίνει ότι η ανάσταση σύμφωνα με την άποψή τους οδηγεί τον άνθρωπο σε μία άλλη διάσταση μ’ άλλα χαρακτηριστικά στην οποία θα ξαναζήσει κάνοντας μία καινούρια αρχή. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος περιμένει την Αιώνιο Ζωή, πρέπει να γνωρίζει πώς αυτή κατακτάται. Ο Χριστός απευθυνόμενος προς το νεανίσκο, ήταν πέραν αμφισβητήσεων σαφής. Την ίδια ακριβώς απάντηση δίνει και στο νομικό, που παριστάνει τον έξυπνο: (Λουκ. 10.27-10.29) “ο δε αποκριθείς είπεν.. αγαπήσεις Κύριον το Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. είπε δε αυτώ.. ορθώς απεκρίθης.. τούτο ποίει και ζήση.” (Εκείνος απεκρίθη, “Να αγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου μέ όλην τήν καρδιά σου καί μέ όλην τήν ψυχήν σου καί μέ όλην τήν δύναμίν σου καί μέ όλην τήν διάνοιάν σου καί τόν πλησίον σου όπως τόν εαυτόν σου”. “Ορθά αποκρίθηκες”, είπε ο Ιησούς, “κάνε αυτό καί θά ζήσεις”.).

Ο Χριστός είναι σαφής κι αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή που σέβεται αυτό, που είναι γραμμένο στο Νόμο, ζει. Δεν υπακούει στο Νόμο, για να ζήσει σε μία άλλη διάσταση, ως ανταμοιβή αυτής της υπακοής. Απλά έχει δυνατότητα να ζήσει, από τη στιγμή που φέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Ένας νεανίσκος, λόγω χρονικών περιθωρίων, εφόσον το αντιληφθεί, παίρνει μεγαλύτερη ζωή από έναν πρεσβύτερο, που σκόρπισε το χρόνο του κυνηγώντας τις προσωπικές του φιλοδοξίες, που ήταν δικές του επιλογές. Από τη στιγμή που υπάρχει γνώση, για το πώς κατακτάται η Αιώνιος Ζωή, τότε μόνο δικαιολογείται η δυνατότητα των Αποστόλων να ζωοποιούν νεκρούς. Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, που μένει πιστός στο Λόγο του Χριστού, έχει τη δυνατότητα να ζωοποιεί, εφόσον έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει το Λόγο Του.

Οι πρεσβύτεροι έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μέσα στο σκοτάδι και φοβούνται. Ακόμα κι αν αντιλαμβάνονται το Λόγο του Χριστού, τρέμουν στην ιδέα ότι ακόμα κι αν τον τηρήσουν, απέχουν ελάχιστα από το θάνατο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, οι άνθρωποι της ιεραρχίας της εκκλησίας είναι ταυτόχρονα θύτες και θύματα. Θύτες είναι, γιατί σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους να έρθουν σ’ επαφή με το Λόγο του Χριστού και να τον κατανοήσουν, ενώ θύματα, γιατί ως πρεσβύτεροι και αφού έχουν σκορπίσει το σύνολο της ζωής τους υπηρετώντας την ιεραρχία, αρνούνται να παραδεχθούν ότι έσφαλαν. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος, που δεν έχει πλέον επιλογές, να παραδεχθεί ότι έσφαλε. Η τάση του ανθρώπου είναι να εθελοτυφλεί και όταν ακόμα αυτό είναι αδύνατον, προσπαθεί να παρασύρει στο σφάλμα του, όσους περισσότερους μπορεί.

Ο Χριστός εξηγεί ότι η γνώση για την Ανάσταση προέρχεται από το Μωυσή. Δεν αμφισβητεί ούτε τα περί Ανάστασης αλλά ούτε και τα περί επαφής του Μωυσή με τον Κύριο. Όταν ο Μωυσής αναφέρεται στον Κύριο, λέει ότι του είπε ότι είναι ο Θεός του Αβραάμ κι ο Θεός του Ισαάκ κι ο Θεός του Ιακώβ. Ο Θεός τού έκανε γνωστή την ταυτότητα Του και δεν την ανακάλυψε ο Μωυσής. Ο Θεός όμως λέει σε κάθε περίπτωση την αλήθεια κι αυτή η αλήθεια πρέπει να έχει μέσα της το στοιχείο της ακρίβειας. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι, αν η εκκλησία στην άποψη της έχει δίκιο, ο Θεός παρασύρεται κι υπερβάλλει. Θα μπορούσε να πει ότι ήταν ο Θεός των Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Αυτό γιατί μετά το θάνατο τους, εφόσον μεταφέρονταν σε άλλο χώρο, ο Θεός θα ήταν Θεός όλων αυτών. Υπερβάλλει όμως ο Θεός; Από εδώ ξεκινά η άποψη του Χριστού για την πλάνη: (Ματθ. 22.29-22.30) “πλανάσθε μη ειδότες τας γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού.” (Πλανάσθε, επειδή δέν γνωρίζετε τάς γραφάς ούτε τήν δύναμιν του Θεού.). Ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών. Ο Θεός, όταν λέει ότι είναι ο Θεός του καθενός ξεχωριστά, δεν υπερβάλλει. Ήταν ο Θεός του Αβραάμ, εφόσον εν ζωή ο Αβραάμ Τον γνώρισε. Ο Ισαάκ γνώρισε κι αυτός το Θεό εν ζωή. Αυτό σημαίνει ότι μετά το θάνατο του δε συνυπάρχει με τον Αβραάμ, ώστε να γνωρίζουν σε κοινό χρόνο το Θεό.

Ο Θεός είναι Άπειρος και καλύπτει το σύνολο του χώρου και του χρόνου. Ο άνθρωπος που είναι θνητός, Τον γνωρίζει στο χώρο και στο χρόνο που έχει στη διάθεση του κι είναι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Αυτού. Ο Χριστός, όταν περιγράφει τον τρόπο προσευχής, ωθεί τον άνθρωπο προς αναζήτηση της προσωπικής επαφής με το Θεό, όταν είναι ζωντανός. Δε λέει ο Χριστός ότι η ζωή είναι μία άσχημη διαδικασία κι όποιος αντέξει και θυσιαστεί, θα βρει σε άλλη διάσταση τον Κύριο. Οι ζωντανοί είναι αυτοί, που ζητούν απ’ Αυτόν κι Αυτός γνωρίζει τις ανάγκες τους. Η άποψη της εκκλησίας είναι η άποψη που έχουν οι Ιουδαίοι, που πλανώνται, εφόσον την άποψη αυτήν την αντλούν από το λόγο του Παύλου και του Πέτρου, που είναι επίσης Ιουδαίοι κι από το λόγο των πατέρων της εκκλησίας. Η εκκλησία, πρέπει να τονίσουμε σ’ αυτό το σημείο, δεν υπάρχει από την εποχή της Δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον προ υπήρξαν άλλες θρησκείες, που είχαν εμπεδώσει στους ανθρώπους μία άποψη κι εφόσον ο μηχανισμός της επανδρώθηκε με τέτοιους ανθρώπους, μεταφέρθηκε μαζί τους και η άποψη τους. Υπήρχε γνώση εκείνον τον καιρό για τον άνω και κάτω κόσμο. Οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι νεκροί ακολουθούν μία συγκεκριμένη πορεία μετά το θάνατό τους. Αγνοούν όμως το Λόγο του Χριστού, που, όταν μιλά φυσικά σε ζωντανούς, τους λέει ότι αυτός είναι εκ των άνω, ενώ αυτοί εκ των κάτω. Η εκκλησία δεν μπορεί να επιτρέψει να ερμηνεύουν αυτήν την άποψη του Χριστού, γιατί έχει την άποψη, στην καλύτερη περίπτωση, των αρχαίων Ελλήνων, που την άντλησαν από τη μυθολογία.

Αν υπάρχει κάτω κόσμος, πώς ο Χριστός αναφερόμενος στους Ιουδαίους προεξοφλεί ότι όλοι είναι εκ των κάτω; Ανάμεσα τους ήταν παιδιά και νεανίσκοι, που διεκδικούσαν την είσοδο τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Κάνει λάθος ο Χριστός; Έχει δίκαιο ο Παύλος; Ο Παύλος είχε ιουδαϊκή παιδεία και το πιθανότερο ήταν να έχει την άποψη αυτών, που σύμφωνα με το Χριστό, πλανώνται. Ο Χριστός θεωρεί βασική προϋπόθεση για κάποιον, που θέλει να κατακτήσει την Αιώνιο Ζωή ή τη Βασιλεία του Θεού, την αγάπη προς το Θεό και προς τον πλησίον. Αυτό όμως και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος το κάνει εν ζωή. Εν ζωή έχει αξία η αγάπη προς τον πλησίον. Εν ζωή οι άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους κι εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλο. Απευθείας ερώτηση για την Ανάσταση, σύμφωνα με την άποψη της εκκλησίας, που σημαίνει επαναγέννηση, κάνει ο Νικόδημος. Όμως σ’ αυτόν ο Χριστός λόγω ηλικίας και γνώσης, δεν απαντά με τρόπο όμοιο με το νεανίσκο. Στο Νικόδημο που είναι πρεσβύτερος, εξηγεί, εφόσον δεν υπάρχει γι’ αυτόν πλέον η πιθανότητα της ένταξης στη Βασιλεία του Θεού, ότι είναι θέμα γέννησης. Σ’ άλλη περίπτωση θα του έλεγε ότι, εφόσον τήρησε τις βασικές εντολές, ο δρόμος είναι ανοιχτός προς το Θεό. Όμως ο Νικόδημος δεν έχει τις δυνατότητες να μπει στη Βασιλεία γιατί, όσο υπήρχαν μόνον οι Εντολές κι αυτός ήταν νέος, δεν τις τήρησε, ενώ όταν συναντήθηκε με το Χριστό, ήταν πλέον αργά, εφόσον ήταν πρεσβύτερος.

Καθώς βλέπουμε όλες αυτές τις απόψεις, που διακρίνονται από την ακρίβεια, είναι απορίας άξιον γιατί η εκκλησία έχει διαφορετική άποψη κι αυτό που πρέπει να βρούμε είναι πώς επωφελείται απ’ αυτή. Ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η εκκλησία είναι ένας μηχανισμός, που είναι φτιαγμένος από το Θεό. Αυτός ο μηχανισμός είναι φτιαγμένος, ώστε να λειτουργεί ως φορέας εξουσίας. Παίρνει εξουσία και μοιράζει εξουσία. Αν ο κόσμος περιμένει τη Λύτρωση μέσω της γνώσης, η εκκλησία όλους αυτούς τους αιώνες μπορούσε να λυτρώσει τον κόσμο. Το ερώτημα είναι ποιος θα είχε τη δύναμη να το κάνει αυτό. Ένας κατώτερος ιερέας θα περνούσε Ιερά Εξέταση ως αιρετικός, ενώ οι κορυφαίοι, είτε ο Πάπας είτε ο Πατριάρχης, θα θεωρούνταν τρελοί. Μπορεί κάποιος απ’ αυτούς να επιτρέψει στον άνθρωπο να γευθεί την Αιώνιο Ζωή; Θα έπρεπε κατ’ αρχήν να δώσει εξηγήσεις για το σύνολο της ζωής του που απέκρυπτε αυτήν τη γνώση.

Όμως το μεγάλο πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι η εκκλησία έπρεπε ν’ αυτοκαταργηθεί. Έτσι, ο Πάπας θα έπρεπε να μπει πάλι ως πρεσβύτερος μέσα στην κοινωνία χωρίς καμία απολύτως ισχύ. Για τον εαυτό του δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει τίποτε. Έστω όμως κι αν έπαιρνε μία τέτοια απόφαση.. οι υπόλοιποι, που ακολουθούν στην ιεραρχία, δε σημαίνει ότι έχουν την ίδια άποψη. Αυτό το τελευταίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εφόσον υπάρχει εξασφαλισμένη διαδοχή κατάστασης, ο άνθρωπος αυτός ή θα αναγκαζόταν σε παραίτηση λόγω πνευματικής ανεπάρκειας ή θα εξοντωνόταν από το σύστημα την αμέσως επόμενη στιγμή.

Η άποψη για την Ανάσταση είναι η άποψη που εκμεταλλεύεται το σύστημα, για να εξουσιάζει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι της εκκλησίας, θύτες και θύματα μαζί, παγιδεύουν κι αυτοπαγιδεύονται εθελοτυφλώντας. Αυτό που φοβάται το σύστημα, που χρησιμοποιεί σε κάθε περίπτωση τον τεράστιο κορμό της εκκλησίας, είναι η αναρχία. Στην περίπτωση αυτήν απειλείται το σύνολο των κεκτημένων οποιασδήποτε μορφής πλούτος, αξιώματα και κάθε είδους προνόμιο. Όταν όλα αυτά συνδέονται με την τάξη που εξασφαλίζει ο φόβος του Θεού, εύκολα διαπιστώνει κάποιος πόσο δύσκολη είναι η αυτοκατάργηση της εκκλησίας μέσω της διασποράς γνώσης, αλλά και πόσο απαραίτητη είναι για το σύστημα. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά και οι εθνικοί ή πρεσβύτεροι στηρίζουν την εκκλησία, επειδή κατά πρώτον: προστατεύει τα κεκτημένα τους και κατά δεύτερον: καλύπτει ψευδώς τις βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες τους, τότε βλέπουμε πώς γίνεται η πανίσχυρη εδραίωση της στην κοινωνία των ανθρώπων. Όταν αυτοί, που έχουν την εξουσία και τον πλούτο, χρειάζονται την εκκλησία, για να τους προστατεύει, η εκκλησία χρησιμοποιεί τα πνευματικά της δικαιώματα, για να ελέγχει το σύνολο των ανθρώπων. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται η ανοχή του κόσμου στην εκμετάλλευσή του επί αιώνες και μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται ο Μεσαίωνας.

Ένας πρεσβύτερος, που ζούσε μέσα στην ανέχεια και στη φτώχεια εκείνον τον καιρό, εφόσον έβλεπε τα περιθώρια της ζωής του να στενεύουν, είχε την τάση να πιστεύει την εκκλησία και την άποψή της για τη μέλλουσα ζωή. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πιο επικίνδυνος και ποτέ δεν έλειψε από την κοινωνία. Είναι ο άνθρωπος που, χωρίς να έχει το παραμικρό συμφέρον, λειτουργεί με τρόπο όμοιο μ’ αυτούς, που έχουν συμφέρον. Λατρεύει κι αυτός τις πρωτοκαθεδρίες, έστω κι αν δεν έχει τη δυνατότητα να τις απολαύσει και επιβάλλει στην οικογένεια του την άποψη του, που είναι άποψη της εξουσίας, έστω κι αν δεν μπορεί να την ελέγξει. Είναι ο άνθρωπος, που κυκλοφορεί ανάμεσα μας ως γείτονας, ως συνεργάτης και μας κρίνει σ’ όλες τις δραστηριότητες μας.

Από το σύνολο των συστημάτων, που ασκούν εξουσίες μέσα στην κοινωνία, μόνο η εκκλησία καταφέρνει κι εκτείνεται στο σύνολο του χώρου και στο σύνολο των τάξεων κι αυτό την κάνει πολύτιμη και την προστατεύει. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι σε εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχαν ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεοράσεις ούτε τηλέφωνα, η εκκλησία μπορούσε να μεταφέρει τη φωνή της από το κέντρο μέχρι την πιο απομακρυσμένη επαρχία κι αυτό μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Φυσικό είναι, η πολιτική εξουσία όλους αυτούς τους αιώνες να υποστηρίζει πάντα την εκκλησία κι αυτό για δύο λόγους: πρώτον, για να μπορέσει ν’ ασκήσει εξουσία στα πλαίσια ενός κράτους και δεύτερον, για ν’ αποφύγει τη φθορά, πράγμα που ήταν μέσα στις δυνατότητες της εκκλησίας να πετύχει εναντίον της πάντοτε διεφθαρμένης πολιτικής εξουσίας.

Όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση, ήταν θέμα χρόνου για το σύστημα να ελέγξει την κατάσταση. Έτσι, ενώ η επανάσταση ξεκίνησε εναντίον της εξουσίας του βασιλιά, των φεουδαρχών, της εκκλησίας και των συντεχνιών, κατέληξε σε μία φάρσα. Μερικές εκτελέσεις ανθρώπων του συστήματος παρέσυραν τότε τους ανθρώπους και δεν είδαν ότι η κατάσταση παρέμεινε, τουλάχιστον γι’ αυτούς, απολύτως ίδια. Η Γαλλία, που βρέχεται από τη Μεσόγειο κι εκτείνεται ως τη Βόρειο θάλασσα, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να κυβερνηθεί από μία ολιγομελή τάξη φεουδαρχών, που στήριζαν το βασιλιά κι εκμεταλλεύονταν εκατομμύρια ανθρώπους. Η Γαλλία αυτών των διαστάσεων, κυβερνιόταν στην ουσία από τη γαλλική εκκλησία, που ήταν το μόνο σύστημα, που λειτουργούσε άψογα στο σύνολο της επικράτειας. Ο βασιλιάς με τη δύναμη του στρατού και των χρημάτων, που ήταν προϊόν κλοπής από το λαό, συντηρούσε την εκκλησία και η εκκλησία με τη σειρά της μετέφερε την άποψη του από τη Βρετάνη ως τη Μασσαλία. Το σύνολο της προπαγάνδας υπέρ των εθνικών συμφερόντων, εθνικών εχθρών και φίλων, το μετέφερε μ’ ευλαβική πιστότητα η εκκλησία απ’ άκρου σ’ άκρο. Σχεδίαζαν στο Παρίσι πάντα από κοινού εκκλησία και κράτος την πολιτική τους και μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο αυτός ο σχεδιασμός γινόταν εθνική υπόθεση.

Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο προστάτευε η εκκλησία και τις συντεχνίες, εφόσον μόνον αυτή είχε τη δύναμη να προστατεύσει έναν κλέφτη από την οργή του κόσμου. Όταν ένας άνθρωπος βλέπει το παιδί του να πεθαίνει κι έναν αναίσθητο γιατρό να μην ενεργεί, όταν δεν πληρωθεί, ελάχιστοι ενδοιασμοί αποτρέπουν τον άνθρωπο από το να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν εξαιτίας της αδυναμίας τους να πληρώσουν τους γιατρούς για τη βοήθεια τους. Όλη αυτήν την οργή την άμβλυνε η εκκλησία με το κήρυγμα της, που δίδασκε ότι, όταν ο άνθρωπος βασανίζεται στη ζωή του, δοκιμάζεται από το Θεό για την ένταξη του στον Παράδεισο. Αυτό το κήρυγμα, που απόσβηνε τις τάσεις μέσα στην κοινωνία, ήταν και είναι το όπλο της εκκλησίας εναντίον του συστήματος και υπέρ των συμφερόντων της. Όπως έχει τη δυνατότητα ν’ αποσβήνει τάσεις, έτσι ακριβώς έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί και μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ απειλεί.

Όταν οι επαναστάτες μπήκαν μέσα στα παλάτια των βασιλιάδων και μέσα στη μέθη τους πανηγύριζαν τη νίκη τους, γρήγορα αντιλήφθηκαν ότι η Γαλλία είναι πολύ μεγάλη, για ν’ ακουστεί η φωνή τους, ενώ το σύστημα ήταν ακλόνητο. Όπως ένας ταύρος γρήγορα εγκαταλείπει το κόκκινο πανί, επειδή βλέπει τον ταυρομάχο να βρίσκεται σ’ άλλο σημείο, έτσι κι οι επαναστάτες κατάλαβαν ότι τα παλάτια, οι εκτελέσεις κι οι βανδαλισμοί ήταν χωρίς ουσία. Από εκείνο το σημείο και πέρα μπήκε σε λειτουργία η πονηριά των ανθρώπων της επανάστασης, που βλέποντας το ανώφελο της πάλης, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν για προσωπικό τους όφελος το σύνολο της θυσίας. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε διαφορετικό, βλέποντας έναν κρατικό μηχανισμό νεκρό και ανυπάκουο, που δεν έδινε δυνατότητα εφαρμογής πολιτικής και το χειρότερο όλων, μία απομόνωση στο Παρίσι, τη στιγμή που ο τεράστιος μηχανισμός της εκκλησίας έδινε στους ανθρώπους δηλητηριασμένη γνώση και δημιουργούσε μ’ αυτόν τον τρόπο συνθήκες αντεπανάστασης.

Έτσι, όταν ένας χαμηλοβλέπων κληρικός ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς της επανάστασης, τα πάντα είχαν δρομολογηθεί. Η εκκλησία άφησε τους επαναστάτες τόσο καιρό, όσο αρκούσε για ν’ αντιληφθούν τη δύναμη της, κι όταν έγιναν οι διαπραγματεύσεις, εξασφαλίζοντας πάλι την ισχύ της, τους πέταξε μερικά ψωροκόμματα πλούτου και δόξας για τα μάτια του κόσμου, που πίστεψε σ’ αυτούς. Τα πρόσωπα ποτέ δεν ενδιαφέρουν το σύστημα είτε πρόκειται για το Δαντών, το Ροβεσπιέρο ή τους υπόλοιπους του Διευθυντηρίου. Η εκκλησία μετά το τέλος της επανάστασης βρέθηκε σε μία νέα κατάσταση που ναι μεν ήλεγχε, αλλά ήθελε με κάθε θυσία ν’ αποφύγει. Το κύριο επίτευγμα της επανάστασης ήταν η εμφάνιση —για πρώτη φορά έξω από τους κόλπους της εκκλησίας και της πνευματικής της εξουσίας— ενός συστήματος εκπαίδευσης, που ήταν αυτό, που τελικά έβαλε τον κόσμο στην τελική ευθεία προς τη Θέωση.

Όλα αυτά που περιγράψαμε πιο πάνω, δείχνουν τη δυνατή επίδραση της εκκλησίας στον κόσμο, που επιτυγχάνεται μέσω του κηρύγματος. Όταν αυτή, είναι ο μόνος φορέας εξουσίας μ’ αυτές τις δυνατότητες, απ’ αυτή πρέπει ν’ αρχίσουμε ν’ αναζητούμε τα αίτια των κακών, που κατατρέχουν τον κόσμο. Αφού κατορθώσουμε ν’ αντιληφθούμε αυτό, θα δούμε πώς στο συνολικό σύστημα συνυπάρχουν τα επιμέρους υποσυστήματα και πού οδηγούν. Στην κοινωνία στην οποία ζούμε, αν τα πάντα οφείλονται στη μοιχεία πρέπει να δούμε πώς αυτή προκύπτει μέσα από την εκκλησία και ποια είναι η άποψη του Χριστού, που είναι διαφορετική. Ενώ ο Χριστός υποστηρίζει τον έρωτα, που είναι μία κατάσταση που ελέγχει και χειρίζεται ο Θεός, τι ακριβώς υποστηρίζει η εκκλησία; Η εκκλησία κρατάει τα πνευματικά δικαιώματα του γάμου και σ’ αυτήν την περίπτωση υποδύεται το Θεό. Δεν ελέγχει ποτέ και κανέναν. Δε γνωρίζει αυτούς που παντρεύει κι ούτε έχει κανέναν ενδοιασμό, αν αυτοί που παντρεύονται συνάπτουν οικονομική συμφωνία ή όχι. Το μόνο που την ενδιαφέρει, είναι να γίνεται η τελετή μέσα στην εκκλησία και να εισπράξει αυτά που της οφείλονται. Ποτέ δε ρωτά ούτε για τα αισθήματα ούτε για τις προθέσεις. Μπορεί να παντρέψει έναν άθλιο πρεσβύτερο, με το πιο όμορφο και δυστυχισμένο πλάσμα. Επειδή ακριβώς αυτό συμβαίνει και πρέπει να λειτουργήσει η κοινωνία, απαιτεί οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άντρες. Δεν κρατά ούτε καν τα προσχήματα, που θέλουν αυτοί, που αγαπιούνται, να σέβονται ο ένας τον άλλο: (Εφεσ. 5.22) “Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω,” (Αι γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας, όπως εις τόν Κύριον,). Ενώ ο Πέτρος λέει: (Πέτρ. Α’ 3.1) “Ομοίως αι γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν,” (Ομοίως καί αι γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας,). Για την εκκλησία ισχύει πάντα ότι μέσα στη σχέση των ανθρώπων πρέπει να υπάρχει εξουσία.

Ο Χριστός στο Λόγο Του, για τον άνθρωπο και τη ζωή του στο σύνολο της, περιγράφει δύο μόνον καταστάσεις: μία στη δομή της οικογένειας και μία στη δομή της γυναίκας του. Ο Παύλος παρακάμπτει χωρίς ενδοιασμούς το Δημιουργό και το Χριστό και λέει(Κορινθ. Α’ 7.1) “καλόν ανθρώπω γυναικός μη απτεσθαι..” (καλόν είναι γιά τόν άνθρωπον νά μή εγγίζη γυναίκα.). Ο άθλιος εγκληματίας Παύλος, δημιουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο ανθρώπους, που δεν έχουν σχέση με το έργο του Δημιουργού. Αν όλα τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ξεκινούν από τις οικογένειες της μοιχείας, ο Παύλος ενθαρρύνει ακόμα και τη μοιχεία, που συνδέεται και με την απιστία. Ενώ ο Χριστός προτείνει να χωρίζει ο άντρας τη γυναίκα και το αντίστροφο, σε κάθε περίπτωση όταν υπάρχει το φαινόμενο της πορνείας, ο Παύλος λέει: (Κορινθ. Α’ 7.12) “ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν… και γυνή ει τις έχει άνδρα άπιστον, και αυτός συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτής, μη αφιέτω αυτόν,” (Εάν ένας αδελφός έχη γυναίκα άπιστη καί αυτή συγκατανεύη νά συγκατοική μαζί του, άς μή τήν αφίνει. Καί εάν μία γυναίκα έχη άνδρα άπιστον καί αυτός συγκατανεύει νά συγκατοική μαζί της, άς μή τον αφίνει.), και συνεχίζει με αηδιαστικές απόψεις του τύπου: “ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί.. επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστί” (Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει αγιασθή διά τής γυναικός καί η γυναίκα η άπιστη έχει αγιασθή διά τού ανδρός. Αλλοιώς, τά παιδιά σας θά ήσαν ακάθαρτα,). Ο Χριστός αγγίζει όλα τα παιδιά μέσα σε μία κοινωνία αμαρτωλών και λέει ότι σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών και ο Παύλος τα χαρακτηρίζει ακάθαρτα.

Η κοινωνία της μοιχείας όλους αυτούς τους αιώνες, που ο θάνατος των αντρών από αιματηρούς πολέμους ήταν σύνηθες φαινόμενο, φοβόταν υπερβολικά τις χήρες. Η κοινωνία φοβάται τις γυναίκες, που έζησαν μέσα στη μοιχεία και ο θάνατος του άντρα τις λυτρώνει. Οι γυναίκες αυτές είναι επικίνδυνες, γιατί έχουν άποψη λόγω εμπειρίας και δεν είναι εύκολο να κατευθυνθούν. Μία τέτοια γυναίκα δεν ξαναμπαίνει εύκολα στην παγίδα της μοιχείας κι έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τον έρωτα και να τον προτείνει στα παιδιά της. Αυτή η άποψη είναι ενοχλητική για την εκκλησία και δε θέλει σε καμία περίπτωση να μεταδίδεται, γι’ αυτό ο Παύλος λέει: (Τιμ. Α’ 5.13-14) “άμα δε και αργαί μανθάνουσι περιερχόμεναι τας οικίας, ου μόνον δε αργαί, αλλά και φλύαροι και περίεργοι, λαλούσαι τα μη δέοντα.” (Ταυτοχρόνως μέ τό νά περιέρχωνται τά σπίτια, μαθαίνουν νά είναι αργαί, καί όχι μόνον αργαί, αλλά καί φλύαροι καί περίεργοι καί μιλούν γιά όσα δέν πρέπει.). Όταν μία τέτοια γυναίκα λυτρωθεί από τη μοιχεία είναι και δείχνει ευτυχισμένη. Οι υπόλοιπες, που γνώριζαν τη μιζέρια της, τη ζηλεύουν κι εκεί φοβάται η εκκλησία αυτό που λέει ο Παύλος φλυαρία και “μη δέοντα”.

Η εκκλησία θέλει τους πάντες μέσα στη μιζέρια και στη φτώχεια. Ακριβώς στο ίδιο σημείο της Επιστολής ο Παύλος δείχνει τις προθέσεις του, που είναι αθλιότατες. Φαινομενικά πέφτει σε αντίθεση, που όμως δεν υπάρχει. Ενώ τις γυναίκες, που μόλις χηρέψουν, θέλουν οι ίδιες να παντρευτούν, που σημαίνει ότι είναι ερωτευμένες, τις κατηγορεί για απιστία της αρχικής υπόσχεσης τους (Τιμ. Α’ 5.11—5.13) “όταν γάρ καταστρηνιάσωσι τού Χριστού, γαμείν θέλουσιν, έχουσαι κρίμα, ότι τήν πρώτην πίστιν ηθέτησαν..” (διότι όταν τά πάθη τους τάς αποσπάσουν από τόν Χριστόν θέλουν νά υπανδρευθούν, καί είναι υπό κατάκρισιν, διότι παρέβησαν τήν πρώτην υπόσχεσίν τους.), τις ίδιες γυναίκες από πλευρά ηλικίας όταν αρνούνται το νέο γάμο, ωθεί στο γάμο και την τεκνοποίηση (Τιμ. Α’ 5.14) “βούλομαι ούν νεωτέρας γαμείν, τεκνογονείν, οικοδεσποτείν, μηδεμίαν αφορμήν διδόναι τώ αντικειμένω λοιδορίας χάριν.” (Θέλω λοιπόν αι νεώτεραι χήραι νά υπανδρεύωνται, νά γεννούν παιδιά, νά διευθύνουν τό σπίτι τους καί νά μή δίνουν εις τόν εναντιούμενον καμμίαν αφορμήν πρός κατηγορίαν.). Αυτό που ενδιαφέρει τον Παύλο, είναι μόνον η μοιχεία του γάμου και όχι ο γάμος του έρωτα. Σ’ αυτό το σημείο δίνει τη δυνατότητα στην εκκλησία, να χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με το συμφέρον της. Μ’ αυτές τις συνθήκες γάμου η εκκλησία καταφέρνει και δημιουργεί δυστυχισμένους ανθρώπους, που όταν γίνουν πρεσβύτεροι, την ακολουθούν. Όμως απ’ αυτούς έχει απαιτήσεις. Μπορεί να τους υπόσχεται τον Παράδεισο, πλην όμως πρέπει κι αυτοί να προσφέρουν. Όταν λέει λόγου χάρη ο Παύλος: (Τιμ. Α’ 5.9) “Χήρα καταλεγέσθω μη έλαττον ετών εξήκοντα γεγονυία, ενός ανδρός γυνή, εν έργοις καλοίς μαρτυρουμένη,” (Μία χήρα μπορεί νά καταγραφή εις τόν κατάλογον εάν δέν είναι κάτω τών εξήντα ετών, καί υπήρξε σύζυγος ενός ανδρός, εάν υπάρχουν μαρτυρίαι διά τά καλά της έργα,). Ποιοι είναι αυτοί που μαρτυρούν τα καλά έργα; Ποιοι είναι αυτοί, που κρίνουν; Ο Χριστός λέει ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να κρίνει ο ένας τον άλλο. Λέει επίσης ότι ο Θεός τα βλέπει όλα “εν κρυπτώ” και μ’ αυτόν τον τρόπο δίνει ή όχι την ανταμοιβή Του.

Ποιοι είναι αυτοί, που παριστάνουν τους Θεούς κι ανταμείβουν τις χήρες και κατά συνέπεια τους ανθρώπους; Σε ποιους αναφέρεται ο Παύλος, όταν λέει ότι: “νεωτέρας δε χήρας παραιτού. όταν γαρ καταστρηνιάσωσι του Χριστού, γαμείν θέλουσιν,” (Να αρνήσαι όμως νά καταγράφης νεωτέρας χήρας, διότι όταν τά πάθη τους τάς αποσπάσουν από τόν Χριστόν θέλουν νά υπανδρευθούν,); Ποιος είναι αυτός, που έχει δικαίωμα να μπαίνει στην προσωπική ζωή του καθενός, ώστε να ξέρει πότε θέλει κάτι ο άνθρωπος και πότε δε θέλει; Ποιοι είναι αυτοί, που κάνουν ό,τι μισεί ο Χριστός; Η λογική λέει ότι είναι οι ίδιοι, που Τον σταύρωσαν. Ο Παύλος το επιβεβαιώνει και Τον ξανασταυρώνει. (Τιμ. Α’ 5.17-5.18) “Οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι διπλής τιμής αξιούσθωσαν, μάλιστα οι κοπιώντες εν λόγω και διδασκαλία…” (Οι πρεσβύτεροι οι οποίοι είναι καλοί προϊστάμενοι, πρέπει νά κρίνωνται άξιοι διπλής τιμής, μάλιστα εκείνοι πού κοπιάζουν μέ τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλίαν,). Ο Παύλος δίνει αρμοδιότητες εντελώς αυθαίρετα στους πρεσβύτερους κι αυτές τις αρμοδιότητες τις συνοδεύει μ’ εξουσίες και μ’ ανθρώπινες τιμές, εφόσον τους μετατρέπει σε προϊστάμενους. Αυτό, που είναι βδέλυγμα για το Θεό, το δημιουργεί ο Παύλος σ’ αυτές τις φράσεις. Οι πρεσβύτεροι σταύρωσαν το Χριστό και οι ίδιοι είναι αυτοί, που παίρνουν τις εξουσίες μέσω των Αποστόλων. Επειδή αυτοί, που κρίνουν, στο σύνολο τους είναι άθλιοι, αναλαμβάνει παρακάτω να τους προστατεύσει λέγοντας: (Τιμ. Α’ 5.19) “κατά πρεσβυτέρου κατηγορίαν μη παραδέχου εκτός ει μη επί δύο ή τριών μαρτύρων.”. Μή δέχεσαι κατηγορίαν εναντίον πρεσβυτέρου, εκτός εάν στηρίζεται επί δύο ή τριών μαρτύρων.). Αλλά ακόμα κι αν συμβεί ο πρεσβύτερος να είναι τόσο άθλιος, δίνει την αρμοδιότητα σ’ άλλους πρεσβύτερους να τον ελέγξουν, για να έχουν φόβο οι υπόλοιποι.

Απ’ αυτόν το φόβο ξεκινούν όλα τα άσχημα στη ζωή των ανθρώπων. Ο καθένας, που παίρνει μία ανούσια εξουσία από την εκκλησία να κρίνει, φοβίζει τους υπολοίπους είτε γνωρίζει τι λέει και τι κάνει είτε όχι. Όλοι αυτοί, που περιφέρονται στις εκκλησίες και αποτελούν την πληγή της κοινωνίας, είναι μισητοί από το Θεό, γιατί εμποδίζουν τους ανθρώπους να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι επιβεβαιώνεται ο Λόγος του Χριστού: (Ματθ. 23.14) “Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων. υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν.” (Αλλοίμμονον σ’ εσάς, γραμματείς καί Φαρισαίοι υποκριταί, διότι κλείνετε τήν βασιλείαν τών ουρανών εμπρός στούς ανθρώπους. Σείς οι ίδιοι δέν μπαίνετε, αλλά καί εκείνους που θέλουν νά μπούν δέν τους αφήνετε.). Αυτοί είναι, που προσεύχονται όρθιοι στην εκκλησία και δοξολογούν το Θεό κι όταν βγαίνουν απ’ αυτή, κρίνουν τον έναν και τον άλλο με βάση τη δική τους αθλιότητα. Ο Χριστός προσπαθεί να προστατεύσει τους ανθρώπους από τους υποκριτές, όταν προτείνει να νηστεύουν και να μην το δείχνουν. Μ’ αυτό βοηθάει ιδιαίτερα τους νεανίσκους, εφόσον, αν οι άνθρωποι δεν δείχνουν πότε νηστεύουν, αποφεύγουν τον έλεγχο και οι νεανίσκοι, που από τα δεδομένα δυσκολεύονται να τηρήσουν αυτούς τους τύπους. Ο Ίδιος δε νήστευε και κατηγορήθηκε γι’ αυτό κι επειδή δεν είναι υποκριτής δεν το συνιστά παρά μόνο για άμυνα. Όταν η εκκλησία περάσει αυτήν την, χωρίς ουσία, εξουσία στους πρεσβύτερους, που πέφτουν στην παγίδα και τη χρησιμοποιούν, τότε είναι έτοιμη να διατυπώσει τη θεωρία της για την ουσιαστική εξουσία μέσα στην κοινωνία και πάνω στο σύνολο των ανθρώπων.

Για να καταλάβουμε την άποψη της εκκλησίας για την εξουσία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε το σύνολο των παραμέτρων, που επηρέασαν αυτήν την άποψη και τη βασική επιδίωξή της. Ο χριστιανισμός, κατά την εποχή των Αποστόλων, ήταν μία νέα θρησκεία κι αντιπρόσωποι της ήταν Ιουδαίοι. Οι Ιουδαίοι έχουν μία συγκεκριμένη φιλοσοφία, που είναι γέννημα της παιδείας μέσω της Παλαιάς Διαθήκης. Επειδή αρνούνται να ερμηνεύσουν το Λόγο του Χριστού, είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω συμφέροντος —όπως προέβλεψε ο Χριστός— φτιάχνουν μία ιεραρχία και ένα μοντέλο λειτουργίας. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε μία θρησκεία, την οποία προστάτευε και το σύνολο των ανθρώπων, που είχαν υψηλή παιδεία, την αποδέχονταν. Η νέα θρησκεία, για ν’ αντικαταστήσει την παλαιά έπρεπε κατ’ αρχήν να χρησιμοποιεί κάποιο δέλεαρ. Το πρόβλημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η διατήρηση της εξουσίας κι αυτό σημαίνει ότι η νέα θρησκεία έπρεπε να δίνει αυτήν τη δυνατότητα, εφόσον ήθελε να καθιερωθεί ως επίσημη θρησκεία. Οι Ρωμαίοι γνώριζαν το σύνολο της φιλοσοφίας των Ελλήνων κι αυτή η γνώση τούς επέτρεπε να αξιολογούν τις προτάσεις. Το ότι η εξουσία γνώριζε περί μοιχείας και γάμου το απέδειξε, όταν το 186 π.Χ. οι Ρωμαίοι άρχοντες κατήργησαν το θεσμό των Διονυσίων, που ονομαζόταν Bacchanalia. Η βρωμερή άρχουσα τάξη της Ρώμης, που περιφερόταν από πορνείο σε πορνείο, για λόγους ηθικής κατήργησε γιορτές στις οποίες, τουλάχιστον ο καθένας πήγαινε με δική του επιλογή και στην πλειοψηφία τους νέοι.

Ένας βρωμερός γέρων άρχοντας της Ρώμης, μέσα στο πορνείο είχε ισχύ και όχι σε ελεύθερες συνθήκες. Εφόσον η γνώση αυτή υπήρχε, έπρεπε η νέα θρησκεία να καλύπτει στο μεγαλύτερο βαθμό αυτήν την προδιαγραφή. Επιπλέον έπρεπε το σύνολο των πιστών ν’ αποτελεί μία ομοιογενή μάζα, που θα είχε χαρακτηριστικά δουλικότητας. Συνεπώς έπρεπε σε μία κοινωνία στην οποία υπήρχαν άρχοντες και δούλοι, η νέα θρησκεία να μη διαταράσσει την ισχύουσα κατάσταση και να έχει υπάκουους πιστούς. Όλες αυτές οι προδιαγραφές βρίσκονται στις Επιστολές των Αποστόλων. Οι επιστολές αυτές ήταν ένα πακέτο προτάσεων που ένας αυτοκράτορας έπρεπε να εξετάσει. Ο αυτοκράτορας αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος, που σε σύγκριση με το πνευματικό μέγεθος του Τραϊανού, ήταν ένας νάνος. Ήταν ένας άθλιος άνθρωπος, που δε δίστασε να σκοτώσει το γιο του Κρίσπο και τη γυναίκα του. Δε δίστασε να σκοτώσει ανθρώπους, όταν νόμιζε ότι τον απειλούσαν κι όχι μόνον αυτούς, αλλά και τις οικογένειες τους. Αυτόν τον τρισάθλιο άνθρωπο, το δολοφόνο, η εκκλησία τον συγχώρεσε και τον ονόμασε “άγιο” και η ίδια εκκλησία δε συγχωρεί έναν άνθρωπο, που θέλει απλά να χωρίζει λόγω μοιχείας. Αποκαλούν το δολοφόνο “άγιο”, ενώ ο φτωχός άνθρωπος κρίνεται από τους ηλίθιους, μέχρι να πεθάνει. Ανάμεσα στ’ άλλα που του αναγνωρίζει η εκκλησία, είναι και η Οικουμενική Σύνοδος.

Σ’ αυτό το σημείο περιγράψαμε ό,τι συμβαίνει στην εποχή μας και συνέβη τότε για πρώτη φορά: η εξουσία προστατεύει με τα όπλα την ιεραρχία της εκκλησίας κι εξοντώνει τους αιρετικούς. Οι Ιουδαίοι, που αντιπροσωπεύουν τη νέα θρησκεία, ήταν στο σύνολο τους πρεσβύτεροι και διψασμένοι για εξουσία. Ήταν άνθρωποι του χειρότερου επιπέδου σ’ έναν κόσμο, που γεννούσε συνεχώς γίγαντες του πνεύματος, που συναγωνίζονταν σε μία ανεπανάληπτη μάχη προσφοράς προς τον άνθρωπο. Ήταν άνθρωποι που τους έβλεπαν οι φιλόσοφοι και δεν μπορούσαν να σταματήσουν το γέλιο τους κάθε φορά που μιλούσαν. Οι άνθρωποι του πνεύματος, που αγάπησαν το Θεό όσο κανένας άλλος κι αγαπήθηκαν εξίσου απ’ Αυτόν, βασανίστηκαν από ανθρώπους που δε γνώριζαν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν. Αυτοί οι άθλιοι παρέδωσαν εκατομμύρια ανθρώπους από τότε μέχρι σήμερα στο θάνατο, είτε μέσω πολέμων είτε μέσω εκμετάλλευσης. Η δυνατότητα παράδοσης των ανθρώπων στη διάθεση της εξουσίας του συστήματος προκύπτει από την αθλιότητα των επιστολών. (Πέτρ. Α’ 2.13-2.18) “Υποταγήτε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει διά τον Κύριον… είτε βασιλεί, ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν… ότι ούτως εστί το θέλημα του Θεού,” (Υποταχθήτε λοιπόν, σέ κάθε ανθρωπίνην εξουσίαν χάριν του Κυρίου, είτε πρόκειτε διά τόν βασιλέα, ώς τόν ανώτατον άρχοντα, είτε διά διοικητάς… διότι αυτό είναι τό θέλημα του Θεού), “πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα αγαπάτε, τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε.” (Τιμήσατε όλους, τήν αδελφότητα aγαπάτε, τόν Θεόν φοβείσθε, τόν βασιλέα τιμάτε.).

Αν κάποιος στις μέρες μας απορεί γιατί υπήρξε φεουδαρχία, δεν έχει παρά να διαβάσει το παρακάτω ανατριχιαστικό: (Πετρ. Α. 2.18-2.19) “Οι οικέται, υποτασσόμενοι εν παντί φόβω τοις δεσπόταις, ου μόνον τοις αγαθοίς και επιεικέσιν, αλλά και τοις σκολιοίς. τούτο γαρ χάρις,” (Οι υπηρέται, νά υποτάσσεσθε εις τους κυρίους σας, μέ τόν οφειλόμενον σεβασμόν, καί όχι μόνον εις τους καλούς καί επιεικείς αλλά καί εις τους διεστραμμένους. Διότι αυτό έχει χάριν,). Ερχόταν ο άθλιος άρχοντας, βίαζε το κορίτσι του δούλου του κι είχε τη δυνατότητα να του πει: “τούτο γαρ χάρις”. Όλη η αθλιότητα που έζησε η ανθρωπότητα βρίσκεται σ’ αυτήν την μικρή φράση. Ο Παύλος ως πιο πονηρός αναφέρει για τους δούλους το εξής: (Τιμ. Α’ 6.1) “Όσοι εισίν υπό ζυγόν δούλοι, τους ιδίους δεσπότας πάσης τιμής αξίους ηγείσθωσαν, ίνα μη το όνομα του Θεού και η διδασκαλία βλασφημήται” (Όσοι είναι υπό τόν ζυγόν τής δουλείας, άς θεωρούν τους κυρίους των αξίους κάθε τιμής, διά νά μή δυσφημήται τό όνομα του Θεού καί η διδασκαλία.). Και ο άθλιος συνεχίζοντας λέει: (Τιμ. Α’ 6.3) “Ταύτα δίδασκε και παρακάλει.” (Αυτά νά διδάσκεις καί νά προτρέπεις.). Στο θέμα της γενικής αντιμετώπισης της εξουσίας έχει την ίδια άποψη με τον Πέτρο και λέει: (Ρωμ. 13.1) “Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. ου γαρ εστίν εξουσία ει μη υπό Θεού.. αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν. ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν…”. (Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τάς ανώτερας εξουσίας, διότι δέν υπάρχει εξουσία παρά από τόν Θεόν, καί αι εξουσίαι πού υπάρχουν έχουν ταχθή από τόν Θεόν. Ώστε εκείνος που αντιστέκεται εις τήν εξουσίαν, αντιτάσσεται εις τήν διαταγήν του Θεού).

Μ’ αυτές τις φράσεις ο Παύλος δίνει στην εκκλησία ισχυρότατη δύναμη και τη δυνατότητα, εφόσον αυτή ελέγχει τους ανθρώπους, να επιλέγει σύμφωνα με το συμφέρον της. Ταυτίζει εγκληματικά την εξουσία και τους άθλιους υπηρέτες της με τον Πανάγαθο και Πανίσχυρο Θεό και κατορθώνει να φοβίζει τον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, εφόσον αυτή δίνει τα χαρακτηριστικά που επιθυμεί στους ανθρώπους, έχει δικαίωμα να επιλέγει μεταξύ εξουσιών, που υποτίθεται ότι συνδέονται με το Θεό. Στην περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης, αν η εκκλησία είχε ως αποκλειστικό καθήκον τη διαμόρφωση συνθηκών υποταγής των ανθρώπων, δε θα ενδιαφερόταν για το ποιος έχει την εξουσία. Εφόσον η εξουσία είναι αυτή, που συνδέεται με το Θεό, δεν έχει σχέση, αν ασκείται από το Διευθυντήριο ή το βασιλιά. Αν υποθέσουμε ότι ο λαός δεν ήθελε το βασιλιά κι ήθελε κάποιον άλλο, η εκκλησία θα έπρεπε να υποστηρίξει αυτόν τον άλλο, για να λειτουργήσει η κοινωνία. Όμως η εκκλησία του Πέτρου και Παύλου απαιτεί την υποταγή των ανθρώπων στην εξουσία που επιλέγεται απ’ αυτήν. Η ίδια η εκκλησία διαπραγματεύεται με τους φορείς της εξουσίας πάντα με γνώμονα το δικό της συμφέρον.

Στην περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε, εφόσον απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα κι επειδή έτσι τη συνέφερε, χαρακτήριζε τους επαναστάτες “ανθεστικότες”, ανεξάρτητα από το πώς πήραν την εξουσία, κι αυτούς που έχασαν την εξουσία τούς χαρακτήριζε ως φορείς εξουσίας που συνδέονται με το Θεό. Δεν ενδιαφέρεται να υπάρχει απλά εξουσία κι αυτή να διατηρεί τα δεδομένα που συντηρούν αυτήν την εξουσία, αλλά ενδιαφέρεται να έχει την εξουσία αυτός που την ευνοεί. Όταν στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο άλλος “Μέγας”, ο άθλιος Ναπολέων, από τα δεδομένα ήταν εχθρός της. Όμως, αφού ο Ναπολέων ξεπούλησε τους αγώνες των ανθρώπων κι ήρθε σε διαπραγμάτευση μ’ αυτήν κι έγινε άνθρωπος της αποκλειστικά, τότε και μόνον τότε άσκησε εξουσία μέσα στη Γαλλία. Το πόσο καλά διαπραγματεύτηκε τα συμφέροντα της η εκκλησία, το καταλαβαίνουμε από ένα πράγμα: ο Πάπας ήταν αυτός, που έστεψε τον ελάχιστο Ναπολέοντα αυτοκράτορα, παραχωρώντας του το ποίμνιο της εκκλησίας. Από τη στιγμή που τον αναγνωρίζει στην επαρχία της Γαλλίας, το κήρυγμα της ορίζει “ανθεστικότες” άλλους και όχι το στρατηγό του Διευθυντηρίου.

Οι πόλεμοι που διεξήγαγε ο Ναπολέων, ήταν τόσο αιματηροί, ώστε χωρίς τη συνεχή βοήθεια της εκκλησίας, η στρατολόγηση του άνθους του γαλλικού έθνους θα ήταν αδύνατη. Ο μεγαλύτερος εχθρός των Γάλλων, στο σύνολο της ιστορίας, υπήρξε ο Ναπολέων. Δεν υπάρχει βάρβαρος, που να έχει εξοντώσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλους μέσα σε τόσα λίγα χρόνια. Η εκκλησία έδινε σ’ αυτόν τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι προστατεύει, για να τους σκοτώνει. Δεν υπάρχει ούτε μία πιθαμή ευρωπαϊκού εδάφους, που να μη μάτωσε από το αίμα του νέου, όμορφου, όσο και παγιδευμένου Γάλλου. Από την άλλη πλευρά, εξίσου συντριπτικές απώλειες είχαν και τ’ αντίπαλα έθνη. Η εκκλησία στήριζε τις εξουσίες των Πρώσων, των Αυστριακών, των Ρώσων, που οδηγούσαν τους νέους στο θάνατο. Το σύνολο της Ευρώπης θρήνησε και βυθίστηκε στο χειρότερο πένθος, εφόσον θρηνούσε νέους ανθρώπους, εξαιτίας της καλής διαπραγμάτευσης της εκκλησίας με το Ναπολέοντα.

Η τραγική ειρωνεία, που δείχνει και τη δύναμη της εκκλησίας, είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο νίκησε τη Γαλλική Επανάσταση. Άνθρωπος της ήταν ο ήρωας των δημοκρατικών, ενώ επίσης άνθρωπος της, ήταν ο διψασμένος για εξουσία βασιλιάς. Αυτό που κέρδισε η ανθρωπότητα στο σύνολο της, γιατί αυτοί που αγωνίστηκαν τότε, δεν κέρδισαν απολύτως τίποτε, ήταν η δημιουργία νέων δεδομένων, που μπορεί να μην απείλησαν την ισχύ της εκκλησίας, αλλά την τρόμαξαν τόσο, ώστε να λειτουργεί λιγότερο αυταρχικά. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν αυτή, που ανάγκασε την εκκλησία να αναγνωρίζει από τότε ως σήμερα εξουσίες, που δε λειτουργούν ελέω πνευματικών δικαιωμάτων και προέρχονται από το λαό. Οι Αμερικανοί στη δική τους επανάσταση, που ήταν απελευθερωτική, δεν αγωνίστηκαν επιπλέον για την κατάργηση της απολυταρχίας. Ο αρχηγός του κράτους ήταν πολίτης και όχι γόνος κάποιας βασιλικής οικογένειας. Αν δεν είχε μεσολαβήσει η Γαλλική Επανάσταση, η εκκλησία θα τους επέβαλε κάποιον τέτοιον άθλιο, που θα προερχόταν από τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης.

Από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι κοσμοκράτορες μέχρι σήμερα, όπου η εξουσία υπάρχει με πλήρη ισχύ και γνώση, είναι ένα χρονικό διάστημα που χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη περίοδος είναι μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ η δεύτερη μετά. Πριν την επανάσταση η εξουσία ήταν ελέω Θεού, ελέω πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ μετά απ’ αυτήν αλλοιώθηκε με αποκορύφωμα τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση. Η εκκλησία ποτέ δεν έχασε τη δύναμη της, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους κεντρική εξουσία χωρίς τον έλεγχο της κοινωνίας απ’ αυτή. Εξουσία σημαίνει, εκτός της δυνατότητας ελέγχου των ανθρώπων και δυνατότητα κλοπής του πλούτου τους. Οι δούλοι της πρέπει να ανταμειφθούν με ανταμοιβή, που πρέπει ν’ αυξάνεται ανάλογα με το αξίωμα. Η δυνατότητα εξουσίας πάνω στους ανθρώπους δεν είναι αρκετή για ένα δούλο, που έχει υψηλό αξίωμα. Ο δούλος αυτός πρέπει και να αμείβεται ανάλογα. Πώς μπορεί το σύστημα να εξασφαλίσει πόρους γι’ αυτές τις ανάγκες; Η υπερπολύτιμη εκκλησία στο θέμα της υποταγής σ’ ό,τι αφορά τις οικονομικές απαιτήσεις της εξουσίας, τι προσφέρει;

Όταν συντάχθηκαν οι Επιστολές αποτελούσαν, όπως αναφέραμε, ένα πλήρες πακέτο προτάσεων προς τους αυτοκράτορες για την υιοθέτηση της νέας θρησκείας ως επίσημης. Ο Κωνσταντίνος ικανοποιήθηκε και υιοθέτησε αυτήν τη θρησκεία, καλυπτόμενος πλήρως. Η ηγεσία των χριστιανών παρέδιδε σ’ αυτόν προς εκμετάλλευση, όχι μόνον τα σώματά τους, για τους αναγκαίους επεκτατικούς πολέμους μίας αυτοκρατορίας, αλλά και τη δυνατότητα κλοπής των κόπων τους. Οι χριστιανοί όχι μόνο παραδόθηκαν σαν δούλοι στην εξουσία του αυτοκράτορα, αλλά αφέθηκαν από την εκκλησία να είναι και τα μόνιμα θύματα του συστήματος σ’ ό,τι αφορά την οικονομική εκμετάλλευση. (Ρωμ. 13.5-13.7) “διό ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον διά την οργήν, αλλά και διά την συνείδησιν. διά τούτο γαρ και φόρους τελείτε.. λειτουργοί γαρ Θεού εισίν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.” (Διά τούτο είναι ανάγκη νά υποτάσσεσθε όχι μόνον ένεκα της οργής αλλά καί διά λόγους συνειδήσεως. Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε τους φόρους, διότι αι αρχαί είναι υπηρέται τού Θεού, αφοσιωμένοι εις αυτό ακριβώς τό έργον. Αποδώσατε λοιπόν εις όλους ό,τι τούς οφείλεται.. φόρον εις εκείνον πού οφείλεται φόρος, δασμός εις εκείνον που οφείλεται δασμός, σεβασμός εις εκείνον που οφείλεται σεβασμός, τιμή εις εκείνον που οφείλεται τιμή.). Βέβαια το τελευταίο, που αφορά την τιμή, είναι εκ του πονηρού και άσχετο.

Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι όλους αυτούς τους αιώνες οι χριστιανοί όχι μόνο δούλευαν, για να συντηρούν τους κλέφτες, όχι μόνον έδιναν τα παιδιά τους, για να τα σκοτώσει ο κάθε ηλίθιος στους πολέμους, αλλά και πλήρωναν επιπλέον τα έξοδα των πολέμων. Η εκκλησία κατορθώνει να ελέγχει μ’ αυτόν τον τρόπο τη μεγάλη κοινωνική μάζα, εφόσον στα μάτια της παρουσιάζεται ως το μέσον για την ποθούμενη επαφή με το Θεό κι εξασφαλίζει ταυτόχρονα την ύπαρξή της, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φτώχεια των ανθρώπων. Για να το αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να σκεφτεί το σύνολο του έργου της σε θέματα, που αφορούν το Θεό και τους ανθρώπους. Η εκκλησία είναι ένα σύστημα και σε κάθε περίπτωση, για να λειτουργήσει, χρειάζεται οικονομικούς πόρους. Καθώς η εκκλησία εξασφαλίζει πόρους για τον εαυτό της και για το σύστημα εξουσίας, που την προστατεύει, σπρώχνει τον άνθρωπο στη φτώχεια. Εξαιτίας αυτής της φτώχειας, που είναι δικό της δημιούργημα, έχει τη δυνατότητα να κάνει αυτό που ονομάζει φιλανθρωπικό έργο και δεν είναι τίποτε άλλο, παρά επιστροφή στους ανθρώπους ενός μικρού τμήματος των κλοπιμαίων. Οι άνθρωποι αιώνες τώρα δουλεύουν μέρα νύχτα, χωρίς ποτέ να έχουν τη δυνατότητα να ζήσουν άνετα, επειδή τους κλέβει το σύστημα. Η εκκλησία, που είναι υπεύθυνη γι’ αυτήν την κλοπή, εκμεταλλεύεται τη φτώχεια δίνοντας ψίχουλα σε ανθρώπους, που με τη δουλειά τους σ’ άλλη περίπτωση δε θα στερούνταν τίποτε.

Εδώ θα υποστηρίξει κάποιος ότι η εκκλησία παίρνει από τους πλούσιους και μοιράζει στους φτωχούς. Πράγματι, παίρνει από τους πλούσιους και μοιράζει στους φτωχούς, αλλά μία βαθύτερη σκέψη οδηγεί στις συνθήκες, που κάνουν τους ανθρώπους πλούσιους ή φτωχούς. Εφόσον αυτή στηρίζει το σύστημα, αυτή είναι υπεύθυνη γι’ αυτό που, ισχύει πάντα και στους αιώνες. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι κι οι φτωχοί φτωχότεροι. Όλον αυτόν το μύθο για το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας, τον έχει δημιουργήσει η ίδια και όχι αυτοί, που θεωρητικά θα έπρεπε, οι φτωχοί άνθρωποι. Τους ανθρώπους δεν μπορεί να τους βοηθήσει σε καμία περίπτωση ένα κομμάτι ψωμί, που ναι μεν καλύπτει την πείνα της στιγμής, αλλά δε δίνει ελπίδες για την επίλυση του προβλήματος της πείνας. Όποιος θέλει να βοηθήσει τους ανθρώπους, τους ελευθερώνει κι αυτό γίνεται μόνο με δωρεά γνώσης.

Η εκκλησία όλους αυτούς τους αιώνες έκρυβε τη γνώση, που είναι ικανή να δημιουργήσει συνθήκες ισότητας και δίκαιης κατανομής του πλούτου. Πάντα επιδίωκε το σκοτάδι και τη φτώχεια, για να μπορεί να παρουσιάζεται ως βοηθός του ανθρώπου, κρύβοντας από τα μάτια του την αθλιότητα των ανθρώπων της. Ακόμα κι αυτό το ξεροκόμματο το έδινε με επιλογή, που σε καμία περίπτωση δε στηριζόταν στις πραγματικές ανάγκες του κάθε φτωχού. Όταν ο Παύλος προτείνει να γράφονται οι μαρτυρίες των ανθρώπων για τα έργα μίας χήρας ή του ανθρώπου γενικότερα, ακόμα κι αυτήν τη βοήθεια την κατευθύνει η εκκλησία προς τους άθλιους πρεσβύτερους, που την ακολουθούν.

Για ν’ αντιληφθεί κάποιος πόση μεγάλη υποκρισία κρύβεται πίσω από το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας, πρέπει να συγκρίνει το λόγο του Παύλου μ’ αυτόν του Θεού. Λέει ο τέλειος Χριστός: (Ματθ. 6.1) “Προσέχετε την ελεημοσύνην υμών μη ποιείν έμπροσθεν των ανθρώπων προς το θεαθήναι αυτοίς…, μη σαλπίσης έμπροσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις ρύμαις, όπως δοξασθώσιν υπό των ανθρώπων… σου δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου, όπως η σου η ελεημοσύνη εν των κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν των φανερώ.” (Προσέχετε νά μή κάνετε τήν ελεημοσύνην σας εμπρός στούς ανθρώπους, διά νά σάς ιδούν… μή τό διαλαλήσης μπροστά σου, όπως κάνουν οι υποκριταί εις τάς συναγωγάς καί εις τους δρόμους, διά νά τούς θαυμάζουν οι άνθρωποι… Όταν κάνης ελεημοσύνην, άς μή γνωρίζει τό αριστερό σου χέρι τί κάνει τό δεξί, διά νά γίνεται η ελεημοσύνη σου εις τά κρυφά καί ο Πατέρας σου πού βλεπει τί γίνεται εις τά κρυφά, θά σε ανταμείψη εις τά φανερά.). Ο Παύλος, αγνοώντας παντελώς το Χριστό λέει: (Ρωμ. 12.17) “μηδενί κακόν αντί κακού αποδίδοντες. προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων..” (Σέ κανένα νά μή αποδίδετε κακόν αντί κακού.. φροντίζετε νά κάνετε ό,τι είναι καλόν ενώπιον όλων τών ανθρώπων.). Μέσα στο καλό που αναφέρει ο Παύλος, είναι και η ελεημοσύνη κι αυτή είναι, που δίνει στην εκκλησία τη δυνατότητα να εμφανίζει έργο.

Όμως ποιοι είναι οι ελεήμονες; Για να συντηρηθεί το σύστημα, πρέπει οπωσδήποτε να εκμεταλλευτεί τον κόπο των ανθρώπων. Οι φτωχοί δεν είναι δυνατό να κάνουν ελεημοσύνες, εφόσον δεν μπορούν οι ίδιοι να επιβιώσουν άνετα. Με την ελεημοσύνη στα φανερά η εκκλησία, πέραν του εαυτού της, δίνει και στους κλέφτες πρεσβύτερους τη δυνατότητα να φαίνονται φιλάνθρωποι. Ο Χριστός λέει στο νεανίσκο να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς και να τον ακολουθήσει. Η εκκλησία ποτέ δεν κάνει ούτε προτείνει αυτό το πράγμα. Έχει τεράστια διαφορά το να μοιράζει κάποιος την περιουσία του από το να μοιράζει μέρος του κέρδους του. Το μεγάλο κέρδος είναι αυτό, που αποτελεί κλοπή και όχι η κατοχή της περιουσίας. Επομένως ελεήμων είναι αυτός, που μοιράζει περιουσία και όχι αυτός, που υπηρετεί σαν δούλος το σύστημα, που του εξασφαλίζει συνθήκες κέρδους, ένα μέρος του οποίου ξοδεύεται για φιλανθρω­πία με στόχο τη διαφήμιση.

Όταν ένας άνθρωπος του συστήματος εισπράττει συνεχώς υπεραξίες, που οδηγούν τους ανθρώπους στη φτώχεια, είναι υποκρισία να δίνει μέρος της υπεραξίας, για να φαίνεται φιλάνθρωπος. Ένας άνθρωπος, που σκοτώνει τους ανθρώπους, όταν διεκδικούν με μέσο την εργασία τους καλύτερες συνθήκες γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, είναι ευπρόσδεκτος και πρότυπο για την εκκλησία, όταν δίνει μερικά χρήματα, για να καλύψει ορισμένες ανάγκες της. Δεν υπάρχει φεουδάρχης, βιομήχανος εκμεταλλευτής κι οποιοσδήποτε άλλος κλέφτης, που να μην είναι μέγας ευεργέτης της εκκλησίας. Οι απλοί άνθρωποι δουλεύουν, σκοτώνονται κι είναι αναγκασμένοι να τιμούν τους κλέφτες, που όσο μεγαλύτεροι και χειρότεροι είναι, τόσο πιο μεγάλη είναι η τιμή, που τους δίνεται.

Είδαμε πιο πάνω την άποψη της εκκλησίας για την εξουσία, αλλά δεν έγινε καμία αντιπαραβολή με την άποψη του Χριστού, όπως έγινε στον τομέα της φιλανθρωπίας, γιατί μόνο αν γίνει η αντιπαραβολή σ’ αυτό το σημείο, και άρα με γνώση των παραπάνω διαφορών, αντιλαμβανόμαστε το σύνολο των όσων συμβαίνουν αλλά και την τέλεια γνώση του Χριστού. Όταν η εκκλησία δίνει τη δυνατότητα στους πρεσβύτερους να φαίνονται φιλάνθρωποι κι ευεργέτες, επειδή την ευνοούν, αυτό σημαίνει ότι αυτή η δυνατότητα υπάρχει στο σύνολο των επιπέδων. Από το πιο απομακρυσμένο χωριό ως το κέντρο, οι πρεσβύτεροι από τον πιο ασήμαντο ως τον πιο σημαντικό χάρη στην υποκρισία της εκκλησίας, έχουν τη δυνατότητα να εμφανίζονται ως ευεργέτες. Αγνοούμε τον ασήμαντο οικονομικά πρεσβύτερο και πηγαίνουμε στον πιο σημαντικό, που δεν είναι παρά ένας βασιλιάς για ένα έθνος. Από τη στιγμή που η εκκλησία προβάλλει πρότυπα κατ’ ιδίαν επιλογή, σημαίνει ότι ο βασιλιάς που την ευνοεί, θα είναι κι ο μεγαλύτερος ευεργέτης. Αυτή η γνώση όμως υπάρχει και στο Λόγο του Χριστού: (Λουκ. 22.25-22.27) “ο δε είπεν αυτοίς.. οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται. υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών.” (Αυτός δέ τους είπε, “Οι βασιλείς τών εθνών γίνονται κύριοι αυτών καί εκείνοι πού τά εξουσιάζουν ονομάζονται ευεργέται. Σείς όμως μή κάνετε τό ίδιο, αλλ’ ο μεγαλύτερος μεταξύ σας άς φέρεται όπως ο νεώτερος καί ο αρχηγός σάν υπηρέτης.).

Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου(Ματθ. 20.25-20.26) “οίδατε ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. ουχ ούτως έσται εν υμίν,” (Ξέρετε ότι οι άρχοντες τών εθνών τά καταδυναστεύουν καί οι μεγάλοι τά καταπιέζουν. Αυτό δέν θά γίνεται μεταξύ σας,). Ο Χριστός μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνει ποιοι είναι αυτοί που ονομάζονται “ευεργέται” και τι ακριβώς προκαλούν αυτοί οι “ευεργέται”. “Κατακυριεύουσιν” και “κατεξουσιάζουσιν” λοιπόν τους ανθρώπους οι μεγάλοι άντρες. Απ’ αυτήν τη δυνατότητα γεννάται ο πλούτος, που τους κάνει να φαίνονται ευεργέτες. Από την ισχύ της εξουσίας πηγάζει η κλοπή και η αυθαιρεσία του συστήματος.

Όταν ο αναγνώστης αντιληφθεί τους παραπάνω λόγους του Χριστού, τότε μόνο μπορεί ν’ αντιληφθεί και ν’ απαντήσει σωστά στο ερώτημα Του: (Ματθ. 17.25) “τι σοι δοκεί Σίμων; οι βασιλείς της γης από τίνων λαμβάνουσι τέλη ή κήνσον; από των υιών αυτών ή από των αλλοτρίων;” (Τί φρονείς, Σίμων; Οι βασιλείς τής γής από ποιούς παίρνουν δασμούς ή φόρον; Από τά παιδιά τους ή από τούς ξένους;). Όταν ένας άνθρωπος αγαπά και προσέχει το Χριστό, πώς είναι δυνατό να απαντήσει; Όταν ο Χριστός αναφέρεται στην υποκρισία, όσον αφορά την ελεημοσύνη στα φανερά, όταν απ’ αυτήν την ελεημοσύνη προκύπτουν οι “ευεργέτες”, όταν οι βασιλιάδες κι οι άρχοντες ονομάζονται “μεγάλοι ευεργέται”, ενώ ταυτόχρονα καταπιέζουν τους ανθρώπους, τι μπορεί ν’ απαντήσει κάποιος; Μπορεί κάποιος να απαντήσει σαν τον Πέτρο; Ο Πέτρος ποτέ δεν κατάλαβε κι ούτε ενδιαφέρθηκε να καταλάβει, τι ακριβώς λέει ο Χριστός. “λέγει αυτώ ο Πέτρος. από των αλλοτρίων.” (Ο Πέτρος τού λέγει, “Από τούς ξένους”.). Ο Χριστός, λόγω αποστολής, δεν μπορούσε να πει την άποψή Του σ’ αυτό το συγκεκριμένο ερώτημα. Άφησε όμως γνώση. Οι άνθρωποι, οι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, που τα περιμένουν όλα από το Θεό, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι λέει ο Χριστός; Δεν υπάρχει λογική σ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε να γίνει αντιληπτό ότι ο βασιλιάς παίρνει φόρους από τους “γιους” του; Δεν μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί ότι εκείνη τη στιγμή ο βασιλιάς ζητά φόρους από τους “γιους” του; Αλλότριοι είναι ο Χριστός κι ο Πέτρος; Αλλότριοι είναι οι άνθρωποι, που πληρώνουν φόρους; Πληρώνει ο Γερμανός φόρο στο Γάλλο άρχοντα ή το αντίστροφο; Ακόμα κι αν συμβεί αυτό κι οι Γάλλοι πληρώνουν φόρο στο Γερμανό βασιλιά, οι άνθρωποι δεν ωφελούνται. Για να το κατορθώσει αυτό ο Γερμανός βασιλιάς, πρέπει να σκοτώσει χιλιάδες ομοεθνείς του. Πρέπει να σκοτωθούν Γερμανοί, για να επιβάλλουν στους Γάλλους μία τέτοια κατάσταση κι αυτό δεν μπορεί να γίνεται σε μόνιμη βάση. Πρέπει να σκοτωθούν απλοί και φτωχοί στην πλειοψηφία τους άνθρωποι, για να εισπράξει ο κλέφτης φόρους από τους αλλότριους.

Αν δεν ήταν αυτή η άποψη του Χριστού, γιατί λέει στον Πέτρο: (Ματθ. 17.27) “ίνα δε μη σκανδαλίσωμεν αυτούς,… εκείνον λαβών δος αυτοίς αντί εμού και σου.” (Αλλά διά νά μή τούς σκανδαλίσωμεν,… Πάρε το καί δώσε τούς το γιά μένα καί γιά σένα.). Πώς θα τους σκανδάλιζε, εφόσον αυτοί ζητούσαν φόρους κι Αυτός ήταν σύμφωνος; Ο Χριστός παρέδωσε γνώση τέλεια δύο χιλιάδες χρόνια πριν κι ούτε ένας δεν την εκμεταλλεύτηκε προς όφελος των ανθρώπων. Όλοι όσοι μπορούσαν ν’ αντιληφθούν το Λόγο Του, τον απέκρυψαν, γιατί έτσι τους βόλευε. “Τον βασιλέα τιμάτε” λένε όλοι, ταυτιζόμενοι με τον Πέτρο για να μπορούν να κλέβουν παριστάνοντας τους δούλους. Αιώνες τώρα τυφλοί άνθρωποι φωνάζουν: “ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς” και κανένας τους δεν ακούει το Χριστό. Οι βασιλιάδες καταδυναστεύουν τους ανθρώπους κι ο Πέτρος με τους δούλους του λένε: “τούτο γαρ χάρις”. Όταν η εκκλησία στηρίζει το σύστημα, εφόσον κι αυτή η ίδια είναι σύστημα, εθελοτυφλεί και δεν υπολογίζει το Λόγο του Χριστού παρά των πατέρων της. Η ταύτιση αυτού του συστήματος με το Θεό, όπως προτείνουν ο Πέτρος και Παύλος, είναι σε κάθε περίπτωση εγκληματική. Ακόμα και σ’ αυτό ο Χριστός φροντίζει να αφήσει γνώση, λέγοντας: (Ματθ. 22.19-22.22) “επιδείξατέ μοι το νόμισμα του κήνσου. οι δε προσήνεγκαν αυτώ δηνάριον. και λέγει αυτοίς.. τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; λέγουσιν αυτώ.. Καίσαρος. τότε λέγει αυτοίς… απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.” (“Τίνος είναι η εικόνα αυτή καί η επιγραφή;”. Αυτοί του λέγουν, “Τού Καίσαρος”. Τότε τούς λέγει, “Δώστε λοιπόν εις τόν Καίσαρα όσα οφείλονται εις τόν Καίσαρα καί εις τόν Θεόν όσα οφείλονται εις τόν Θεόν”.).

Από την εποχή της ίδρυσης της εκκλησίας, το πρόσωπο της και του Καίσαρα ταυτίζονται. Όταν αυτή ως σύστημα χρειάζεται χρήματα για να λειτουργήσει, η ταύτιση είναι αναπόφευκτη. Όταν οι “ευεργέτες” την ευεργετούν κατακλέβοντας τον κόσμο, είναι εγκληματικό να συνδέονται με το Θεό. Ο Θεός, μέσω του Υιού Του, δε ζητά σε καμία περίπτωση λαμπρούς ναούς, που χτίζονται από εκμετάλλευση και μόνο. Οι λαμπροί ναοί χρειάζονται μόνο στους άθλιους ανθρώπους της εκκλησίας, για να ικανοποιήσουν τη μεγαλομανία τους, αλλά και στους λοιπούς πρεσβύτερους, για να μπορέσουν να κρύψουν την κλοπή τους. Ο κλέφτης δωρίζει στην εκκλησία και παίρνει απ’ αυτήν τιμές και λίγη υστεροφημία, εντελώς άχρηστη για το θνητό άνθρωπο.

Όταν υπάρχει αυτή η τεράστια απόκλιση ανάμεσα στο Λόγο του Χριστού και στο Λόγο της εκκλησίας, εύκολα θα προβληματιζόταν κάποιος και θα αναρωτιόταν: ποιον υπηρετεί η εκκλησία; Τι επιδιώκει; Ο Θεός γιατί την προστατεύει; Όλα αυτά τα ερωτήματα έχουν απάντηση, μόνον όταν υπάρχει η γνώση του Μυστικού Σχεδίου του Θεού. Ο Θεός δημιούργησε την εκκλησία και τις εξουσίες της, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για τη Θέωση του ανθρώπου. Ο Πέτρος κι ο Παύλος επιλέχθηκαν από το Χριστό κι ήταν επιθυμητός για το Σχέδιο ο λόγος τους. Η εκκλησία —ως σύνολο δούλων που σκέφτονται και ενεργούν— δε γνωρίζει ούτε το λόγο της ύπαρξής της ούτε τη σχέση της με το Θεό. Η εκκλησία με τον τρόπο που λειτουργεί, στην πραγματικότητα δεν υπηρετεί κανέναν. Σαν σύστημα με συγκεκριμένη δομή, παίζει το ρόλο μίας γυναίκας, που εκτελεί πορνεία. Το σύστημα της δίνει άντρες κι αυτή ακολουθεί τις βουλές τους. Εξαιτίας της πορνείας της, αυξάνει διαρκώς την ισχύ της και το μέγεθός της. Αυτή η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων της είναι επιθυμητή, γιατί θα παραδοθεί κάποτε στον Υιό του Θεού σαν νύμφη.

Ο Πατριάρχης ή ο Πάπας είναι περαστικοί από ένα θρόνο, που στηρίζεται στην αδικία και στον πόνο των ανθρώπων. Επειδή όμως ο Θεός είναι Δίκαιος, οι άνθρωποί της είναι βασανισμένοι με το χειρότερο τρόπο. Αν θεωρεί κάποιος τον εαυτό του αδικημένο, επειδή είναι φτωχός και μοιχός, οι πιο αδικημένοι είναι οι αρχηγοί της εκκλησίας. Είναι μοιχοί, γέροντες κι άθλιοι. Νέοι δεν υπήρξαν ποτέ, γιατί ο νέος είναι ερωτευμένος με την ελευθερία. Αυτοί στη νεότητα τους υπήρξαν δούλοι του πιο ισχυρού κι αυταρχικού συστήματος. Αν ο έρωτας είναι το μεγάλο βήμα προς τη Θέωση, αυτοί όχι μόνο δεν το πραγματοποίησαν, αλλά βυθίστηκαν στην πιο απάνθρωπη μοιχεία, αυτή της υποχρεωτικής αγαμίας. Αυτοί γεννήθηκαν, για να υπάρξουν μόνον ως γέροντες κι άρρωστοι. Μερικοί απ’ αυτούς γεύονται λίγη δόξα και παριστάνουν τους σοφούς. Όμως πώς μπορεί κάποιος να αισθάνεται σοφός, όταν είναι υποχρεωμένος να υιοθετεί και να επαναλαμβάνει τους λόγους του Πέτρου και του Παύλου που κανένας νέος δεν αναγνωρίζει; Οι νέοι αυτού του κόσμου θα μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών, γιατί διατηρούν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και θεία Σοφία. Όμως οι πόρτες αυτής της βασιλείας είναι εντελώς κλειστές για τους δούλους της εκκλησίας των οποίων οι ηγέτες είναι απόλυτα όμοιοι μ’ αυτούς που έμειναν απ’ έξω και δεν είναι άλλοι από τους Πέτρο και Παύλο.

Αν πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιον υπηρετεί η εκκλησία, η απάντηση είναι κανέναν. Αν θεωρεί κάποιος υπηρεσία την εκπλήρωση της ματαιοδοξίας του Πάπα ή του Πατριάρχη, αυτό είναι δικαίωμά του. Όσον αφορά τις επιδιώξεις της, αν κάποιος σκεφτεί ότι ο Λόγος του Χριστού είναι λυτρωτικός, τότε αυτόματα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η εκκλησία επιδιώκει την καταδίκη των ανθρώπων. Όταν ο Χριστός αρνείται εν ζωή να γίνει βασιλιάς και για να το πετύχει κρύβεται, όταν ο Χριστός κατηγορεί ευθέως τους βασιλιάδες αυτού του κόσμου, εννοείται ότι η εκκλησία, που διψά για την απόλυτη εξουσία της κοσμοκρατορίας, δεν έχει σχέση μ’ Αυτόν. Αν ο Χριστός με το Λόγο Του επιδιώκει τη Λύτρωση και το Φως, οι δούλοι επιδιώκουν την εξομοίωση του κόσμου μ’ αυτούς, που επιδιώκουν τη ζωή στο απόλυτο σκοτάδι.

Η εκκλησία επιδιώκει το απόλυτο σκοτάδι κι ήταν πανίσχυρη κι ευχαριστημένη μόνο στην εποχή του Μεσαίωνα. Μισεί τους νέους ανθρώπους, που δε σκύβουν μπροστά της. Όποτε της δόθηκε η ευκαιρία, τους εξόντωσε χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αν σκεφτεί κάποιος ότι στους πολέμους η πλειοψηφία των στρατιωτών είναι νέοι, τότε θ’ αρχίσει να υποψιάζεται ότι η εκκλησία δε λείπει απ’ αυτήν την τεράστια ανθρωποθυσία. Ο μοιχός δούλος της, που βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής του, μισεί τους νέους. Δε θέλει να γεύονται τη χαρά. Δε θέλει να ερωτεύονται μεταξύ τους. Το μόνο που θέλει είναι να κυριαρχεί ο φόβος και η φτώχεια. Ο χειρότερος φόβος είναι ο φόβος του Θεού που προκαλεί η εκκλησία. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ησυχάσει, γιατί ο Θεός είναι παντού, αλλά δεν αποκαλύπτεται. Αυτή η συμπεριφορά Του, λόγω Σχεδίου, δίνει το δικαίωμα στους δούλους να τρομάζουν τους ανθρώπους, παρερμηνεύοντας τις Γραφές. Η φτώχεια είναι απαραίτητη για την εκκλησία, εφόσον της επιτρέπει να εμφανίζεται ως φιλάνθρωπος. Ένας νέος, που κατοικεί σ’ ένα όμορφο σπίτι και κατέχει πλούτο, που του δίνει ανεξαρτησία, είναι εχθρός της. Αυτός ο νέος δεν υπακούει στις προσταγές της και την αγνοεί. Ακριβώς επειδή η εξουσία της εκκλησίας στηρίζεται στο πνεύμα και όχι στα όπλα, αυτή η αδιαφορία την εξοντώνει. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και η αγάπη της για τη φτώχεια.

Τους νέους τους συμβουλεύει να παντρεύονται και όχι μόνον αυτό, αλλά και να φέρνουν στον κόσμο πολλά παιδιά. Τα παιδιά είναι ευλογία Θεού, αλλά όταν τα φέρνει κάποιος στον κόσμο, χωρίς να μπορεί να τους προσφέρει τίποτε, βρίσκεται σίγουρα σε λάθος δρόμο. Μία οικογένεια με πολλά παιδιά στέλνει στο θάνατο τους γονείς, εφόσον η φτώχεια τους αναγκάζει να δουλεύουν μέρα νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί και οι δυσβάσταχτες υποχρεώσεις τους στερούν τη δυνατότητα προσωπικής ζωής. Τα παιδιά τ’ αγαπά ο Θεός, αλλά παιδιά Του είναι κι οι γονείς, που εξοντώνονται. Η εκκλησία εκμεταλλεύεται αυτές τις οικογένειες, παριστάνοντας τη φιλάνθρωπο. Αυτοί οι γονείς, που είναι θύματα της, πέφτουν αναγκαστικά στην παγίδα της, εφόσον δεν μπορούν να επιβιώσουν.

Όλα τα συστήματα, που έχουν επιπλέον δημιουργήσει οι άνθρωποι, έχουν την τάση να σπρώξουν την κοινωνία προς τα εμπρός. Το μοναδικό σύστημα, που ωθεί συνεχώς τους ανθρώπους και την κοινωνία προς τα πίσω, είναι η εκκλησία. Όταν όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό κι αυτοί ελέω πνευματικών δικαιωμάτων παίρνουν εξουσία, θεωρούν τους ανθρώπους δούλους τους. Όταν ο αρχηγός της έχει αυτήν την άποψη, εφόσον για να γίνει αρχηγός της υποτάσσεται σ’ όλη του τη ζωή, το σίγουρο είναι ότι θ’ αγωνίζεται γι’ αυτήν την άποψη. Ο αγώνας του, για να διατηρήσει την ισχύ του, καθορίζει και τις επιλογές του. Αυτό αποκαλύπτει και τη λατρεία, που τρέφει η εκκλησία για τ’ απολυταρχικά καθεστώτα των σκληρών βασιλιάδων. Τέτοια καθεστώτα μόνο μπορούν να ικανοποιήσουν την τάση της για εξουσία. Τον άνθρωπο, που έχει εξουσία μέσω δημοκρατικών διαδικασιών δεν τον συμπαθεί, γιατί δεν την έχει ανάγκη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τον ελέγξει. Όμως ο βασιλιάς, που σε κάθε περίπτωση εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους, την έχει ανάγκη. Δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς τη βοήθεια της κι αυτό σημαίνει ότι την ευνοεί και την προστατεύει απ’ αυτούς, που την αμφισβητούν. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα βία, αλλά όταν υπάρχει ένας σκληρός κρατικός μηχανισμός, η εκκλησία έχει τη δύναμη να προωθεί τους ανθρώπους της και να αποκλείει αυτούς που δεν ελέγχει. Όταν στη βάση υπάρχει αυτή η συνεχής αλληλοκριτική μεταξύ των μελών της κοινωνίας, οι πιο άθλιοι, με το κοντάρι στον οφθαλμό, είναι οι ευνοούμενοι της. Έτσι συνδέεται η κορυφή της πυραμίδας με τη βάση. Η εκκλησία προκαλεί άγχος τους γονείς και τους ωθεί στην άσκηση εξουσίας.

Έτσι παίρνει αξία ο λόγος του Παύλου, που λέει: (Τίτ. 1.5-1.6) “και καταστήσης κατά πόλιν πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην, εί τις έστιν ανέγκλητος, μίας γυναικός ανήρ, τέκνα έχων πιστά, μη εν κατηγορία ασωτίας ή ανυπότακτα.” (καί νά εγκαταστήσης εις κάθε πόλιν πρεσβυτέρους, όπως εγώ σε διέταξα, όποιος είναι απηλλαγμένος από κάθε κατηγορίαν, σύζυγος μιάς γυναικός, καί έχει παιδιά πιστά, τά οποία δέν κατηγορούνται δι’ ασωτίαν ή είναι ανυπότακτα.). Βέβαια, το ποιος μπορεί να κατηγορήσει παιδιά κι από πού προκύπτει αυτό το δικαίωμα, το γνωρίζουν μόνον οι ίδιοι. Όμως από τη στιγμή, που η εκκλησία έχει προσβάσεις στην απολυταρχία σ’ όλα τα επίπεδα κι επομένως μπορεί να ωθήσει όποιον θέλει προς τα πάνω, τότε όλοι οι άθλιοι, που έχουν φιλοδοξίες εξουσίας, γίνονται δούλοι της. Πώς γίνεται αυτό; Όταν υπακούνε στις αθλιότητες της και καταπιέζουν τα παιδιά τους. (Πέτρ. Α’) “Ομοίως νεώτεροι, υποταγείτε πρεσβυτέροις” (Ομοίως οι νεώτεροι, νά υποτάσεσθε εις τούς πρεσβυτέρους,). Ακόμα και κάποιος, που έχει γνώση των παιδιών του και διατηρεί μ’ αυτά σχέσεις, είναι υποχρεωμένος να περιορίσει τις εκδηλώσεις τους, αν θέλει να ελπίζει σ’ ένα αξίωμα. Αν μαζί μ’ όλα αυτά σκεφτεί κάποιος ότι ο μοιχός δεν ηρεμεί και δεν παύει ν’ αγωνίζεται μέχρι το τέλος του, είναι φυσικό ότι αυτός, που εξουσιάζει τα παιδιά του, από κάποια στιγμή κι έπειτα τα εκμεταλλεύεται σαν δούλους. Όταν υπάρχει πολίτευμα με δημοκρατικά στοιχεία όλα αυτά περιορίζονται αυτόματα και η δύναμη της εκκλησίας μειώνεται σημαντικά.

Πριν φτάσουμε στο σημείο στο οποίο θα δούμε γιατί η εξουσία —ακόμα κι αυτή που προέρχεται από τον άνθρωπο— έχει την ανάγκη της εκκλησίας, χρήσιμο είναι να μελετήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος. Από τη στιγμή που, όπως υποστηρίζει η θεωρία, τα πάντα προέρχονται από τη μοιχεία κι από τον έλεγχο, που επιβάλλεται στους ανθρώπους, όσον αφορά την προσωπική τους ζωή, προκύπτουν ορισμένοι άλλοι προβληματισμοί κι αντιρρήσεις. Ο έλεγχος που είναι αναγκαίος για τη λειτουργία της κοινωνίας της εξουσίας, είναι πάντα δυνατός; Είναι πάντα εύκολο να ελέγξει η εξουσία έναν άνθρωπο, που ζει μέσα σε μία τεράστια μεγαλούπολη πολλών εκατομμυρίων; Αν ο έλεγχος στηρίζεται στον έλεγχο των ανθρώπων μεταξύ τους μέσω της κριτικής, πώς μπορεί να γίνει αυτός, όταν ακόμα κι οι άνθρωποι, που ζουν κοντά ο ένας στον άλλο, δε γνωρίζονται; Για να γίνει ο έλεγχος, πρέπει ο φαύλος να μπει μέσα στο σπίτι του ανθρώπου, και να τον γνωρίζει. Πρέπει να γνωρίζει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους φίλους του, κι αυτές τις σχέσεις να κρίνει. Πώς μπορεί να κατηγορήσει τα παιδιά αυτού για ασωτία από τη στιγμή που δε γνωρίζει, ποιοι είναι αυτοί που τα συναναστρέφονται; Πώς μπορεί να διαπιστώσει την απιστία, όταν ο άνθρωπος μέσα στους δρόμους μίας μεγαλούπολης χάνεται ανάμεσα στους αγνώστους;

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, μία φανταστική περίπτωση οικογένειας στη Νέα Υόρκη. Σε μία τεράστια πολυκατοικία ζούνε σ’ απόσταση αναπνοής δύο οικογένειες. Η μία οικογένεια είναι αυστηρών αρχών κι έχει την τάση να κρίνει. Παρακολουθεί την απέναντι οικογένεια μέρα και νύχτα. Ο άντρας, όπως όλοι οι εργαζόμενοι της Νέας Υόρκης, φεύγει το πρωί και γυρίζει αργά τ’ απόγευμα. Σ’ αυτήν την ώρα δεν ελέγχεται με κανέναν τρόπο. Μπορεί να είναι ληστής, βιαστής, να έχει ερωμένη και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει δυνατότητα έγκυρης διασταύρωσης της σχετικής μ’ αυτόν πληροφορίας. Η γυναίκα με τον ίδιο τρόπο όμοιο μπορεί να έχει εραστή, που τον βλέπει τις ώρες που υποτίθεται εργάζεται, και μπορεί να είναι ακόμα και πόρνη. Αυτούς τους ανθρώπους που κρίνει η άθλια οικογένεια τους βλέπει δυο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ. Αν αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι ευγενικοί, η πρώτη εικόνα είναι θετική, είναι όμως και μοναδική. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα παιδιά, όταν υπάρχουν. Βλέπει ο άθλιος στην είσοδο ένα αμάξι να τα περιμένει, αλλά εκεί σταματά η γνώση του. Δεν ξέρει ούτε σε ποιον ανήκει αυτό το αμάξι ούτε τίνος παιδί είναι αυτός, που το έχει. Αυτή η οικογένεια, που κρίνεται, έχει τη δυνατότητα να ζει τη ζωή της, όπως τη θέλει, χωρίς να έχει άγχος για το αν οι άλλοι εγκρίνουν ή όχι αυτά που κάνει.

Η αναφορά στις ιδιότητες της πόρνης και του βιαστή έγινε μόνο, για να δείξουμε ότι ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση δεν υπάρχει γνώση. Αν μεταφέρουμε αυτό το παράδειγμα σε συνθήκες επαρχίας, τα πράγματα είναι τραγικά. Η άθλια οικογένεια γνωρίζει τα πάντα και κρίνει τα πάντα. Η κουτσομπόλα της γειτονιάς γνωρίζει ότι η γυναίκα έφυγε βιαστική το πρωί, αλλά επειδή ο κύκλος είναι μικρός, υπάρχει και μία άλλη κουτσομπόλα, που μπορεί να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει, αν πήγε εκεί όπου υποτίθεται ότι πήγαινε. Σε μία μικρή κοινωνία τα πάντα είναι γνωστά κι αυτοί, που κρίνουν, έχουν εκείνη την πληθώρα των στοιχείων, που αποδεικνύουν τα λεγόμενα τους.

Απ’ αυτά τα δύο παραδείγματα προκύπτουν οι αντιρρήσεις που προανα­φέραμε. Αν όλα τα άσχημα, που συμβαίνουν, προέρχονται από τον έλεγχο της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, γιατί δεν προέκυψε κάτι θετικό από τις τεράστιες μεγαλουπόλεις; Αν η Θέωση έχει να κάνει με την αυτοδιάθεση του ανθρώπου, οι άνθρωποι τη γνώρισαν; Αν κάποιος, βλέποντας την υπάρχουσα κατάσταση, έλεγε πως δεν προέκυψε τίποτε απ’ αυτές, θα έλεγε ψέματα και θ’ αδικούσε αυτούς τους ανθρώπους. Όλες οι μεγάλες επαναστάσεις και τα κινήματα ξεκίνησαν από τα μεγάλα αστικά κέντρα και ό,τι έχει κερδίσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, σ’ αυτούς τους ανθρώπους το οφείλει. Η ανθρω­πότητα κέρδισε από τη Βαβυλώνα, την Αθήνα, τη Ρώμη, την Αλεξάνδρεια, το Παρίσι, ακόμα και από τη σύγχρονη Νέα Υόρκη, χωρίς να υστερήσει κανένα μεγάλο αστικό κέντρο. Οι έννοιες Δικαιοσύνη, Ισότητα, Ελευθερία πρώτα ακούγονται στα στενά των μεγαλουπόλεων και μετά απλώνονται στην περιφέρεια.

Όμως αυτό, που συμβαίνει επί αιώνες, είναι η απόσβεση όλων των δημιουργηθέντων τάσεων στα όρια αυτών των πόλεων. Το σύστημα, με πρωτοστάτη την εκκλησία, δεν επιτρέπει την εξάπλωση των ιδεών στην επαρχία. Στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας και της άμεσης επικοινωνίας ένας άνθρωπος μπορεί να παρακολουθήσει ένα γεγονός και να συμμετάσχει σ’ αυτό, ακόμα κι αν βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Παλαιότερα επικοινωνία δεν υπήρχε κι αυτό, που έφτανε στην επαρχία, ήταν ελεγχόμενη παραπληροφόρηση. Έγινε επανάσταση στο Παρίσι για το Δίκαιο, την Ισότητα και μερικά χιλιόμετρα μακριά η εκκλησία μιλούσε γι’ άθεους, αντίχριστους, που έχουν σκοπό την ανατροπή της θείας κοινωνίας. Ο Μαρξ έγραψε μία όμορφη θεωρία κι οι θρησκόληπτοι, τον θεωρούσαν αντίχριστο. Ποιοι ήταν αυτοί; Οι πλούσιοι; Οι μορφωμένοι; Ήταν οι φτωχοί άνθρωποι, που αν διάβαζαν τη θεωρία, ίσως να συμφωνούσαν. Όμως απ’ αυτούς, ποτέ και κανένας δεν ενημερώθηκε σωστά. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, κάποιος φταίει κι αυτός πρέπει να έχει συμφέρον να το κάνει. Όμως ακόμα και στην ακραία περίπτωση που υπήρχε πλήρης ενημέρωση για ορισμένους τα πράγματα και πάλι θα ήταν δύσκολα.

Ποιος άνθρωπος σε μία επαρχιακή πόλη, που ελέγχεται πλήρως από την εκκλησία, θα έβλεπε ως θετικό κάτι που η εκκλησία το κρίνει και το απορρίπτει; Στην επαρχία όπου όλοι είναι γνωστοί μεταξύ τους σε μία τέτοια περίπτωση αυτό, που ακολουθεί, είναι τραγωδία. Από τη στιγμή που η εκκλησία σε θεωρεί εχθρό της, έχει τη δύναμη να σ’ εξοντώσει. Ακόμα και η δουλειά, που εξασφαλίζει την επιβίωση και μόνο, γίνεται προβληματική υπόθεση. Ποιος θα έπαιρνε στη δουλειά του κάποιον, που είναι στο στόχαστρο της κοινωνίας; Ποιος θα είχε τη γενναιότητα να βοηθήσει αυτόν τον άνθρωπο, προκαλώντας την οργή των αθλίων; Μπορούσε να επιβιώσει ένας δεδηλωμένος κομμουνιστής την εποχή του “μακαρθισμού” στην αμερικανική επαρχία;

Για έναν άνθρωπο της μεγαλούπολης, οι άνθρωποι της επαρχίας είναι καθυστερημένοι. Όμως αυτό που αγνοεί είναι η αιτία για την οποία συμβαίνει αυτό. Ένας νέος της επαρχίας, δε γνωρίζει τι πρέπει να κάνει, για να ζήσει ευχάριστα; Ένας εργάτης της επαρχίας δε γνωρίζει την εις βάρος του αδικία; Όλοι οι άνθρωποι, οι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, αντιλαμβάνονται τα ίδια ακριβώς πράγματα. Η μεγάλη διαφορά είναι ο περιβάλλον χώρος. Ο αναρχικός, ο κομμουνιστής παλαιότερα, θα δρούσε, θα φώναζε υπέρ της ιδεολογίας του, είτε είχε δίκιο είτε άδικο και μετά θα χανόταν στη γλυκιά ανωνυμία που του εξασφάλιζαν οι μεγάλοι δρόμοι. Ο επαρχιώτης πού θα κρυβόταν; Πριν ακόμα γυρίσει στο σπίτι του, οι δικοί του θα γνώριζαν τα πάντα. Η γνώση βέβαια είναι καλή κι όταν υπάρχει και γνώση του ατόμου δεν υπάρχει πρόβλημα. Όλα αυτά όμως γίνονται αρνητικά, όταν δε μεταφέρεται γνώση, αλλά κρίση. “Ο γιος σου ήταν χθες στην τάδε πορεία και ξέρεις τι σημαίνει αυτό;”. Η μητέρα ή ο πατέρας, άνθρωποι είναι φοβούνται και συμβουλεύουν: “…γιατί παιδί μου; Κάνε υπομονή… θα δεις ότι είναι αδύνατον αυτό που ζητάς”. “Πρέπει να διακόψουμε τις σχέσεις μας, γιατί ο πατέρας μου έμαθε στην εκκλησία ότι όσοι ήταν στην τάδε διαδήλωση ήταν ναρκομανείς ή ανώμαλοι”.

Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων κατηγορούν τους επαρχιώτες για έλλειψη γενναιότητας, που είναι απαραίτητη για την αλλαγή της κοινωνίας. Όμως τι ακριβώς είναι η γενναιότητα; Ποιος είναι γενναίος; Είναι γενναίος αυτός, που πέφτει μπροστά στα τανκς, όταν βρίσκεται σε κατάσταση παροξυσμού και δε λειτουργεί βάση λογικής; ή αυτός, που παίρνει θέση στην επαρχία και λιώνει μέρα με την ημέρα, μέχρι να πεθάνει. Είναι γενναίος αυτός, που μισή ώρα μετά από το οποιοδήποτε τόλμημα, γυρνά στο ασφαλές περιβάλλον του ή αυτός, που βλέπει ότι οι φίλοι του τον φοβούνται κι απομακρύνονται απ’ αυτόν; Ύψιστη γενναιότητα δεν είναι αυτό, που λέει ο Χριστός για τη φιλία; Ο φίλος θυσιάζεται για το φίλο. Ποιος ήρωας και ποιου πολέμου είναι γενναίος όσο ένας άνθρωπος, που απομακρύνει από τον εαυτό του φίλους του για να τους προστατέψει; Ποιος γνωρίζει αυτούς τους επαρχιώτες, που υπήρξαν και η ζωή τους ήταν ένα μεγάλο βασανιστήριο; Ο κόσμος γνωρίζει τους άθλιους κλέφτες, τους ευεργέτες, όπως λέει ο Χριστός. Όλα κατευθύνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορεί να επιβιώσει ο ελεύθερος άνθρωπος στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας της επαρχίας. Όλα αυτά τα δεδομένα, οδηγούν στην αφαίμαξη της επαρχίας από τους δυνατούς, σ’ όλους τους τομείς, ανθρώπους.

Ο άνθρωπος, όταν βλέπει ότι οι ιδέες του τον σκοτώνουν, μετακινείται κι αυτή η μετακίνηση τον ωθεί προς στα μεγάλα κέντρα. Αυτό είναι επιθυμητό από το σύστημα, γιατί σ’ αυτά τα κέντρα εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους με τον καλύτερο τρόπο και προπαντός ανώδυνα. Για να λειτουργήσει το σύστημα χρειάζεται επαρχία απόλυτα ελεγχόμενη, που να δουλεύει, να φορολογείται και να μη διαμαρτύρεται, ενώ στο κέντρο αλλάζουν οι απαιτήσεις της από τους ανθρώπους. Οι δούλοι του συστήματος, που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, χρειάζονται τον κόσμο σε κάθε περίπτωση. Μέσα απ’ αυτόν τον κόσμο δημιουργούν την επιθυμητή πορνεία και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο κρύβουν τις δικές τους μοιχείες και πορνείες.

Μία κεντρική εξουσία σ’ επαρχιακή πόλη, είναι ασήμαντο δέλεαρ γι’ αυτούς τους άθλιους πόρνους. Πώς θα διασκεδάσουν διατηρώντας τα εξωτερικά επιθυμητά χαρακτηριστικά; Δεν υπάρχουν τα μεγάλα ξενοδοχεία ούτε οι τεράστιοι ουρανοξύστες, για ν’ αποφύγουν τις αποκαλύψεις. Δεν υπάρχουν οι χώροι στους οποίους ο πλούτος έχει ιδιαίτερο νόημα. Όταν μαζί μ’ όλα αυτά, συνδυάσει κάποιος και την ερωτική σχεδόν σχέση εξουσίας και διαφθοράς, βλέπει ότι απαιτείται κάποιο περιβάλλον, για να εξασφαλίσει στον κλέφτη υπάλληλο συνθήκες εμφάνισης του πλούτου, που προέρχεται από τη διαφθορά. Ένας υπάλληλος στην επαρχία είναι αδύνατο να μην προκαλέσει την προσοχή των ανθρώπων, όταν εμφανίζει πλούτο ανεξήγητο. Αυτή η αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στην επαρχία και τα μεγάλα αστικά κέντρα, εξηγεί τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους προχωρά η κοινωνία.

Εδώ θα μπορούσε κάποιος ν’ αναρωτηθεί και ν’ απορήσει γιατί, εφόσον στα αστικά κέντρα υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, δεν υπήρξαν οι θεωρίες, που θα οδηγήσουν τον κόσμο προς τα εμπρός. Όλοι δεχόμαστε ότι αυτοί οι άνθρωποι παράγουν, αλλά γιατί αυτή η παραγωγή δεν είναι η καλύτερη; Εδώ τα πράγματα είναι απλά κι αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα που δημιουργεί η μοιχεία κι είναι η αιτία όλων των δεινών, είναι δυνατό να γίνει αντιληπτό μόνο στην επαρχία, όπου είναι δύσκολη η οποιαδήποτε επέμβαση. Το σύστημα συγκεντρώσει την εξουσία στα αστικά κέντρα κι έτσι την απομονώνει ουσιαστικά από τη γενεσιουργό αιτία της. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι να παρουσιάζεται η μοιχεία αποκλειστικά ως αίτιο της μιζέριας και της καθυστέρησης της επαρχίας. Ο άνθρωπος δε μπορεί να συνδέσει αυτές τις παραμέτρους μεταξύ τους και άρα, όταν μετακινείται στο αστικό κέντρο, αλλάζει οπτική γωνία και χάνει τα κύρια δεδομένα. Δε μπορεί να καταλάβει ότι, επειδή η επαρχία βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση, υπάρχουν τα αστικά κέντρα κι οι εξουσίες τους. Μετακινείται προς το αστικό κέντρο, αποσυνδέεται από τη μιζέρια κι αναζητά λύση με βάση τα νέα δεδομένα, που είναι δευτερογενή και σύνθετα.

Οι επαρχιώτες, που εισρέουν σ’ αυτά τα μεγάλα κέντρα ξεχνούν τις συνθήκες, που τους ώθησαν σ’ αυτήν την μετακίνηση. Γνωρίζουν τον έρωτα, εφόσον οι συνθήκες είναι πιο εύκολες, κι από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, έστω κι αν οδηγηθούν στη μοιχεία, υπάρχουν χιλιάδες επιλογές, που δεν αφήνουν τον άνθρωπο να θεωρεί τον εαυτό του παγιδευμένο, όπως στην επαρχία. Όταν αυτός ο άνθρωπος είναι εργάτης και βλέπει τα προβλήματα του μ’ αυτήν την ιδιότητα, χάνει το μεγαλύτερο μέρος των δεδομένων. Δε σκέφτεται ως άνθρωπος που γεννιέται σε συνθήκες, που είναι αρνητικές γι’ αυτόν. Δε βλέπει ότι θνητοί άνθρωποι αδικούν θνητούς ανθρώπους, ώστε να καταλάβει γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Αυτός βλέπει τα πράγματα ως μία πάλη τάξεων. Ο εργάτης εναντίον του βιομηχάνου και το αντίστροφο. Ακόμα και να θέλει ν’ αντλήσει πληροφορίες από την Καινή Διαθήκη, είναι δύσκολο να τις αξιοποιήσει. Σε τι μπορεί να τον ωφελήσει η περίπτωση της μοιχαλίδας; Γιατί να στρέψει και το άλλο μάγουλο στο βασανιστή, την ώρα που δεν αντέχει τα χτυπήματα που δέχεται το ένα πίσω από το άλλο; Όλα αυτά είναι επιθυμητά από το σύστημα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο υποτιμάται ο Λόγος του Χριστού. Αυτοί γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και το κάνουν, οι άλλοι, που τους παλεύουν, πέφτουν θύματα των σχετικών γνώσεων τους.

Ο Χριστός όλα αυτά τα γνωρίζει. (Ματθ. 5.39-5.40) “αλλ’ όστις σε ραπίσει επί τη δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψων αυτώ και την άλλην. και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον. και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο. τω αιτούντι σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής.” (αλλ’ όποιος σέ κτυπήση εις τό δεξί σαγόνι, νά τού στρέψης καί τό άλλο. Καί εις εκείνον πού θέλει νά σέ πάη στό δικαστήριον καί νά πάρη τό υποκάμισό σου άφησέ του καί τό επανωφόρι. Καί όποιος σού επιβάλλει αγγαρείαν ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Δίνε εις όποιον σού ζητεί καί εις εκείνον, πού θελει νά δανεισθή από σέ, μή αρνηθής.). Όλα αυτά τ’ αναφέρει ο Χριστός, για να δώσει στον άνθρωπο τη δύναμη ν’ αμυνθεί χωρίς φθορά. Ο Ίδιος ο Χριστός δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένας άνθρωπος, που θα τα έκανε όλα αυτά. Όμως από τη στιγμή, που Αυτός προκαλεί τα ιστορικά γεγονότα και δίνει δύναμη στο σύστημα, προσπαθεί να προστατεύσει τους ανθρώπους. Ο Ίδιος βάδιζε προς τη Θυσία κι αυτή ήταν η αποστολή Του. Όταν όμως τα σκάνδαλα γεννιούνται απ’ Αυτόν, έχει υποχρέωση να υποδείξει στους ανθρώπους την καλύτερη λύση. Ο άνθρωπος, και ιδιαίτερα αυτός της επαρχίας, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση ν’ αντισταθεί, εφόσον δεν είχε καμία πιθανότητα να επιβιώσει. Αυτός, που συστηματικά χτυπά το σαγόνι του ανθρώπου, χωρίς ούτε καν να κρατά τα προσχήματα, είναι η εκκλησία κι οι εξουσίες που στηρίζονται πάνω της. Μόνον η εξουσία έχει τη δυνατότητα να ζητήσει το ιμάτιον του ανθρώπου, να τον πάει στα δικαστήρια και να τον βάλει σε αγγαρεία.

Αντίθετα οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων, είχαν τη δυνατότητα ν’ αντισταθούν κι εξαιτίας αυτής της δυνατότητας να παράγουν. Όλες οι μεγάλες θεωρίες των ανθρώπων προέρχονται από τους ανθρώπους αυτών των πόλεων, που μπορούν, έστω και δύσκολα, να βρίσκονται σε κατάσταση καλής ψυχικής υγείας. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους απευθύνεται ο Χριστός, όταν λέει: (Ματθ. 7.6-7.7) “Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μήδε βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς.” (Μή δίνετε τό άγιον εις τά σκυλιά καί μή ρίχνετε εμπρός εις τους χοίρους τά μαργαριτάρια σας, μή τυχόν τά καταπατήσουν μέ τά πόδια τους καί έπειτα στραφούν καί σάς ξεσχίσουν.). Λόγω αποστολής, ο Χριστός δείχνει την άποψη Του που ένας άνθρωπος με τη φαντασία του, μπορεί ν’ αντιληφθεί. Η παραπάνω άποψη αποκαλύπτεται μέσω των αριθμών, αν στη θέση του “μαργαρίτη”, που είναι ο αριθμός 50, μπουν οι λέξεις “θησαυρός”, “κλάδος ελαίας”, “αγαθή μερίδα”, “πνεύμα ζωής”, ενώ στη θέση των “χοίρων”, οι λέξεις, “εθνικοί”, “σταυρωτές κατήγοροι”, “άπιστοι”. Μ’ αυτά τα δεδομένα οποιαδήποτε θεωρία ή γνώση, που παράγεται από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους, είναι επικίνδυνο να δίνεται στους εθνικούς, γιατί αυτή η θεωρία τούς δίνει τη δυνατότητα ν’ ασκήσουν εξουσία.

Αν η θεωρία του Μαρξ ήταν ένας θησαυρός για τους ανθρώπους, οι εθνικοί την εκμεταλλεύτηκαν για ν’ ασκήσουν εξουσία, αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Αν ο Στάλιν δεν ήταν εθνικός, ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν; Κι όμως, αυτός ο δολοφόνος στήριζε την εξουσία του και την αθλιότητα του επάνω σε μία θεωρία-θησαυρό για τους ανθρώπους. Αυτός ο άθλιος, μετέτρεψε το θησαυρό σε οστέα νεκρών κι ο Λόγος του Χριστού μας παραπέμπει στους υποκριτές, Θησαυρός = Οστέα νεκρών = Υποκριτής = Πολιτικός = 50.

Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων είναι αυτοί που παρήγαγαν το σύνολο της γνώσης, που προέρχεται από τους ανθρώπους. Όταν λέμε “άνθρωποι των μεγαλουπόλεων”, δεν εννοούμε αυτούς, που γεννήθηκαν εκεί, αλλά αυτούς, που εξασφάλισαν εκεί την ψυχική υγεία, που απαιτείται για τη δημιουργία. Οι φιλόσοφοι όλου του κόσμου αργά η γρήγορα κατευθύνονται προς τις μεγάλες πόλεις, γιατί δεν μπορούν να νικήσουν τη νοοτροπία της επαρχίας, που υπηρετεί τυφλά το σύστημα. Όταν ο Χριστός λέει ότι: (Ματθ. 13.57-13.58) “ουκ έστι προφήτης άτιμος ει μη εν τη πατρίδι αυτού και εν τη οικία αυτού.” (Δέν υπάρχει προφήτης περιφρονημένος παρά εις τήν πατρίδα του καί εις τό σπίτι του.), αναφέρεται στην επαρχία. Η ταύτιση της ιδιαίτερης πατρίδας με την οικία γίνεται μόνον, όταν υπάρχει γνώση. Η οικογένεια και το περιβάλλον έχουν αυτήν τη γνώση μόνο στην επαρχία.

Ένας άνθρωπος από τη στιγμή που ωριμάσει, είναι όμοιος με το Θεό κι αυτή η ομοιότητα έχει σχέση και με το Λόγο Του. Όταν αυτός ο άνθρωπος έχει λόγο όμοιο μ’ αυτόν του Θεού, οι υπόλοιποι πρεσβύτεροι, που απειλούνται, γίνονται επικίνδυνοι. Ο Θεός είναι η Σοφία και τη Σοφία δεν τη δίνει στους ανθρώπους με το μέτρο. Όταν το σύστημα προβάλλει δούλους του ως σοφούς, επειδή έτσι λειτουργεί, αυτοί οι άθλιοι ψευδοσοφοί θίγονται, επειδή φαίνονται οι αδυναμίες τους. Ο δούλος είναι πάντα δούλος, όσες γνώσεις κι αν έχει. Ο ελεύθερος δε γίνεται ποτέ δούλος λόγω σοφίας, έστω κι αν υστερεί σε γνώσεις. Ακριβώς επειδή στην επαρχία το σύστημα λειτουργεί με προβολή προτύπων κι ο ένας έχει γνώση της ταυτότητας του άλλου, δικαιολογείται ο Λόγος του Χριστού. Αυτή η γνώση είναι, που κάνει τους υποκριτές να εκπλήσσονται και να λένε: “πόθεν τούτο η σοφία αυτή και αι δυνάμεις; ουχ ούτος εστίν ο του τέκτονος υιός; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ;” (από πού τού ήλθε αυτή η σοφία καί αι θαυματουργικαί δυνάμεις; Δέν είναι αυτός ο υιός τού ξυλουργού; Δέν ονομάζεται η μητέρα του Μαριάμ;). Ο δούλος δεν μπορεί να καταλάβει ότι ο γιος του εργάτη, ο γιος του φτωχού και χωρίς αξίωμα ανθρώπου, μπορεί να έχει σοφία όμοια με του Θεού. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι η Σοφία είναι δώρο από το Θεό και δίνεται σ’ αυτούς που τη ζητούν. Σοφία = Δώρον = Θεός = 28.

Ο άνθρωπος της μεγαλούπολης δεν έχει αυτό το πρόβλημα, γιατί οι ανώφελες γνώσεις εξανεμίζονται. Αν είναι εργάτης και μιλά σε εργάτες, έχει σημασία αυτό που λέει και όχι το ποιος είναι, εφόσον δεν το γνωρίζει κανένας. Σε μία μεγαλούπολη μπορεί ένας ήρωας των αναρχικών, να είναι ένας πλούσιος νέος και κανένας να μην το γνωρίζει. Στην επαρχία αυτός ο νέος, εφόσον είναι γνωστός, βρίσκει μπροστά του την άρνηση, τη δυσπιστία κι είναι ανεπιθύμητος.

Με δεδομένες όλες αυτές τις διαφορές μεταξύ επαρχίας και κέντρου, εύκολα αντιλαμβανόμαστε, γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά κι ο προβληματισμός μας φτάνει σ’ ένα άλλο σημείο. Ποιο είναι το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου; Ποιο είναι το περιβάλλον, που έχει προετοιμαστεί από το Θεό για τους ανθρώπους της Θέωσης; Το σύνολο των παραπάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες πόλεις εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες για τους ανθρώπους κι εύκολα θα έλεγε κάποιος ότι οι άνθρωποι έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτές τις συνθήκες. Όμως ο Χριστός λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγαπάει τον πλησίον του ως εαυτόν κι επίσης λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από τη φιλία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έμμεσα αλλά σαφή, προσδιορίζει και το περιβάλλον του ανθρώπου. Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αγαπάει τον άνθρωπο, αλλά μπορεί και να τον μισήσει. Αγαπάει όμως τους ανθρώπους που γνωρίζει. Έτσι όπως παρουσιάζεται η θεωρία του Χριστού απ’ αυτούς που την εκμεταλλεύονται, φαντάζει ως θεωρία υπερβολής. “Αγάπα τον πλησίον σου” λέει ο Χριστός, αλλά ο άνθρωπος, που ζει σ’ έναν ουρανοξύστη, που φιλοξενεί χιλιάδες ανθρώπους, δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Όταν άπειροι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, μπαίνουν και βγαίνουν από την ίδια πόρτα, φυσικό είναι να μην αγαπά ο ένας τον άλλο, εφόσον δε γνωρίζονται. Όμως το σύνολο της θεωρίας του Χριστού είναι πιο κατανοητό για τους ανθρώπους της επαρχίας. Για τον άνθρωπο της επαρχίας ο πλησίον είναι ο αδερφός, οι γονείς, οι φίλοι και γενικά άτομα που γνωρίζει. Όμως στην επαρχία η θεωρία δε λειτουργεί, γιατί ο ένας κρίνει τον άλλο, ενώ στη μεγαλούπολη, είναι αδύνατο ν’ αγαπήσει κάποιος τον πλησίον που δε γνωρίζει. Ο άνθρωπος ζει ιδανικά μόνον, όταν στην κατάσταση της επαρχίας, από την άποψη συγκέντρωσης πληθυσμού, βιώνει συνθήκες μεγαλούπολης. Ο Θεός δημιούργησε μία τέλεια φύση, για να την απολαμβάνει ο άνθρωπος και να χαίρεται. Η μεγαλούπολη είναι δημιούργημα κλεφτών κι απατεώνων. Το δε περιβάλλον το δημιουργούν οι οικοπεδοφάγοι δούλοι του συστήματος.

Όταν μελετούσαμε την επαρχία, είδαμε ότι αυτό, που εξοντώνει τον άνθρωπο είναι η έλλειψη δυνατότητας αυτοδιάθεσης κι επιλογών. Όλα αυτά ισχύουν για τον άνθρωπο της μεγαλούπολης; Ο άνθρωπος της μεγαλούπολης έχει ευκαιρίες να ζήσει τον έρωτα κι όταν η μοιχεία τον βασανίζει, μπορεί να λυτρωθεί εύκολα. Όμως η καταδίκη ισχύει και γι’ αυτόν κι αυτό πάλι εξαιτίας του συστήματος. Ο άνθρωπος γεύεται πολλά πράγματα, αλλά βασανίζεται, γιατί βλέπει την αδικία σ’ όλο της το μεγαλείο. Ο “πονηρός οφθαλμός” στη μεγαλούπολη βασανίζει περισσότερο τον άνθρωπο. Ο πλούτος, που είναι συγκεντρωμένος εκεί, δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να βλέπουν καθαρά τα συμβαίνοντα. Ο επαρχιώτης πρέπει να είναι ευαίσθητος, για να καταλάβει ότι η γειτόνισσα είναι μία πόρνη, που επιδιώκει να καλοπαντρευτεί.

Ο άνθρωπος της μεγαλούπολης βλέπει αυτό το πράγμα φανερά και βασανίζεται. Βλέπει ότι το αφεντικό του, που είναι γέρος και παντρεμένος, έχει τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνει το σαρκικό έρωτα της πανέμορφης γραμματέως του. Βλέπει ότι ο συμμαθητής του, που είναι πλούσιος, αλλάζει τις γυναίκες πολύ γρήγορα, ενώ αυτός για μία απ’ αυτές θα έδινε και τη ζωή του. Βλέπει επίσης, ότι υπάρχουν πόρτες ανοιχτές μόνο για “εκλεκτούς”, μόνο για ανθρώπους, που έχουν λεφτά και μπορούν να πληρώσουν. Στέκεται στην πόρτα ενός μαγαζιού που δεν του επιτρέπουν να περάσει, την ίδια ώρα που περνούν οι πλούσιοι και οι φτωχές πόρνες που ψάχνουν γαμπρό. Όλα αυτά ισχύουν από το καιρό της Βαβυλώνας. Όλα αυτά είναι, που ωθούν τον άνθρωπο στην αναζήτηση του πλούτου και της δόξας, που ανοίγουν τις κλειστές πόρτες. Στην επαρχία, είτε είναι κάποιος πλούσιος είτε φτωχός, τα ίδια πράγματα θα κάνει. Οι φτωχοί νέοι αναμειγνύονται με τους πλούσιους πολύ εύκολα και το φαινόμενο της πορνείας μειώνεται. Η μεγάλη πόλη θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μία όμορφη πόρνη, που χορεύει στους ρυθμούς των διασήμων της, αλλά φλερτάρει μ’ όλους. Αυτό το φλερτ σπρώχνει τους νέους προς τη θυσία. Αγωνίζονται μέρα-νύχτα για να γίνουν διάσημοι και πλούσιοι, αλλά ξεχνούν ότι είναι θνητοί. Ακόμα κι όταν πετύχουν τους στόχους τους, βασανίζονται. Ο πιο διάσημος άνθρωπος μίας πόλης, που θυσιάστηκε γι’ αυτό, βλέπει ότι η πόρνη χορεύει μαζί του, αλλά δεν τον θέλει, γιατί είναι γέρος. Είναι σαν να τον αποκαλεί βλάκα δείχνοντας έρωτα για τους νέους.

Όλοι αυτοί, που με θυσίες κατάφεραν να γίνουν σημαντικοί, είναι αδύνατο να επιτρέψουν στους νέους να γευτούν οτιδήποτε. Η κατάρα της μεγαλούπολης είναι η δυνατότητα της να δίνει παράταση σ’ αυτούς, που βρίσκονται στο στάδιο της θυσίας και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους βυθίζει όλο και πιο μέσα στο βούρκο της αμαρτίας. Ένας άνθρωπος σε μία μεγαλούπολη βλέποντας τις ανισότητες, που είναι κυρίαρχο φαινόμενο, αγωνίζεται να τις καλύψει. Στην επαρχία, όταν τα χρόνια του ανθρώπου περνούν, αγχώνεται γρήγορα και μ’ αυτόν τον τρόπο σταματά νέος τη θυσία κι αναζητά τον έρωτα, εφόσον περιορίζονται οι επιλογές. Στη μεγαλούπολη ο άνθρωπος, που κερδίζει υλικό πλούτο λόγω της τεράστιας πορνείας, βλέπει ότι υπάρχουν πάντα τα περιθώρια και δε σταματά.

Στο στάδιο της θυσίας συμβαίνει ο χρόνος να περνά, χωρίς ο άνθρωπος να τον ακολουθεί και μ’ αυτόν τον τρόπο να περνά τις διάφορες φάσεις της ζωής του έτσι, ώστε όταν γεράσει, να έχει ζήσει πλήρως τη ζωή του και να μη φοβάται το θάνατο. Όταν ο άνθρωπος ζει σε κατάσταση θυσίας, το μυαλό του μένει στην ηλικία που ξεκίνησε τη θυσία, ενώ το σώμα του γερνά. Είναι νέος, θέλει και πλούτη και δόξα, για ν’ απολαύσει το σύνολο όσων του χαρίζουν αυτά τα εφόδια. Καθώς δουλεύει μέρα και νύχτα, ο άνθρωπος αυτός γερνά και δε γνωρίζει, πού πρέπει να σταματήσει. Η μεγαλούπολη εξαφανίζει από τα μάτια του την πραγματικότητα και το λίγο ακόμα, γίνεται το σύνολο της ζωής. Όμως αυτός ο άνθρωπος, που έχει την ηλικία και το σώμα των πρεσβυτέρων, είναι ακόμα στη νεότητα του, εφόσον η ψυχή δε γερνά και διψά για ό,τι στερήθηκε. Η ψυχή αυτού του ανθρώπου είναι ακόμα στην ηλικία των αποφάσεων σχετικά με τη θυσία. Ο θάνατος γι’ αυτόν είναι όλεθρος και όχι η φυσική κατάληξη του θνητού ανθρώπου.

Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν στις μεγαλουπόλεις κι επειδή το μόνο που τους ευχαριστεί είναι η πορνεία, μόνο σ’ αυτές μπορούν να επιβιώσουν. Ένας αυτοδημιούργητος μεγιστάνας σιχαίνεται την επαρχία, επειδή, λόγω του κλειστού κύκλου, η πορνεία είναι περιορισμένη. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο παρατηρείται μετακίνηση πλουσίων της επαρχίας, προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η εκκλησία που στηρίζει την εξουσία, όλα αυτά τα γνωρίζει. Τους ανυπάκουους ανθρώπους των μεγαλουπόλεων τους μισεί, αλλά τους θεωρεί αναγκαίο κακό. Αν ήθελε, μπορούσε ν’ αποτρέψει τη δημιουργία τέτοιων κέντρων, αλλά είναι αδύνατο να υπάρξει σύστημα χωρίς αυτά. Οι δούλοι έχουν ανάγκες και μόνον εκεί μπορούν να τις καλύψουν, χωρίς να δημιουργήσουν άσχημες εντυπώσεις στην επαρχία, που είναι η δύναμη της. Για τον επαρχιώτη ο αρχηγός του κράτους, ο καθηγητής του πανεπιστημίου κι όλα τα πρότυπα, είναι άριστοι οικογενειάρχες, που πηγαίνουν στην εκκλησία κι αγωνιούν για την ευημερία και το μέλλον του λαού. Όλα αυτά μεταφέρονται κι υιοθετούνται από τον κόσμο, λόγω έλλειψης δυνατότητας ελέγχου. Ένας επαρχιώτης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να φανταστεί ότι ένας καθηγητής πανεπιστημίου περνά στο μάθημα του μία φοιτήτρια, που είναι διατεθειμένη να κοιμηθεί μαζί του. Ένας επαρχιώτης Αμερικανός, ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι ο μέγας τιμωρός και άμεμπτος Hoover φορούσε γυναικεία ρούχα και συστηνόταν ως Μαίρη. Η εκκλησία τα γνωρίζει αυτά, εφόσον και μέλη της βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Ο επαρχιώτης, που πληροφορείται τα συμβαίνοντα από τα κέντρα του συστήματος, έχει την παραμυθένια εντύπωση ότι ο όμορφος πρίγκιπας ερωτεύεται και παντρεύεται την επίσης όμορφη πριγκίπισσα. Τα λεγόμενα ροζ σκάνδαλα είναι αυτά που το σύστημα τρέμει κι είναι ικανά να ρίξουν στην αφάνεια και τον πιο σημαντικό άνθρωπό του.

Η λογική του συστήματος είναι να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, φτάνει να μην αποκαλυφθεί. Από τη στιγμή της αποκάλυψης, ο δούλος μένει απροστάτευτος και το τέλος του είναι δεδομένο. Η υποκρισία όλων των δούλων φαίνεται στο γεγονός ότι, ενώ συναναστρέφονται μεταξύ τους και στους ίδιους χώρους, ποτέ δεν αποκαλύπτει ο ένας τον άλλο. Οι σποραδικές αποκαλύψεις γίνονται από ανθρώπους εκτός συστήματος. Μεταξύ τους υπάρχει ένα είδος fairplay, μπορούν να είναι αντίπαλοι και ν’ αλληλοβρίζονται, αλλά μερικά θέματα δεν τ’ αγγίζουν. Οι μισθοί και το σεξ είναι δύο απ’ αυτά. Σ’ αυτούς αναφέρεται ο Πέτρος: (Πέτρ. Β’ 2.13-2.14) “σπίλοι και μώμοι, εντρυφώντες εν ταις απάταις αυτών συνευωχούμενοι υμίν, οφθαλμούς έχοντες μεστούς μοιχαλίδος και ακαταπαύστους αμαρτίας” (κηλίδες καί μολύσματα, απολαμβάνοντες τήν διαφθοράν των, όταν συντρώγουν μαζί σας.. έχουν μάτια γεμάτα μοιχείαν καί αχόρταγα δι’ αμαρτίαν). Ο Πέτρος έχει δίκιο, αλλά δεν μπορεί να μιλά για μία παρέα νέων, που είναι ερωτευμένοι κι απολαμβάνουν τον έρωτα και τη φιλία. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε παντρεμένα ζευγάρια στα οποία οι μοιχοί κοιτούν αχόρταγα τις γυναίκες των άλλων. Όμως αυτό που είναι το πιο περίεργο κι ανεξήγητο, είναι από πού προέρχεται η γνώση του Πέτρου.

Ο Πέτρος τα γνωρίζει όλα αυτά, γιατί κι αυτός είναι πρεσβύτερος κι όμοιος μ’ αυτούς. Κανένας δεν μπορεί να περιγράψει επαρκώς τον πόνο, αν δεν πονάει. Ο Πέτρος στο σημείο αυτό κρίνει τους ανθρώπους με τη λογική του κονταριού και της ακίδας. Απόλυτα όμοιοι μ’ αυτόν είναι κι οι ιερείς της υποχρεωτικής αγαμίας, που κρίνουν με δύο μέτρα και δύο σταθμά τους ανθρώπους της επαρχίας και των αστικών κέντρων. Ο ιερέας γνωρίζει σε κάθε περίπτωση το ποιόν και τη φιλοσοφία από του βασιλιά-ευεργέτη στην κορυφή ως του αρχηγού πατέρα, λόγω μοιχείας, στη βάση. Όμως ποτέ αυτή η γνώση δεν οδηγεί στην κρίση, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο αποδιαρθρώνεται η δομή του συστήματος. Όμως με την έλλειψη κρίσης ανοίγει ο δρόμος των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων. Όταν σ’ ένα χώρο αυτά τα προβλήματα, που είναι προϊόντα της αδικίας και του ψεύδους, φτάσουν σ’ οριακά επίπεδα, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού και συνεπώς η έλλειψη επαφής και γνώσης μεταξύ των ανθρώπων, δημιουργούν τις προϋποθέσεις γι’ αυτό που ονομάζουμε εγκληματικότητα. Ο απελπισμένος φτωχός, όταν δει ότι το περιβάλλον του δεν τον γνωρίζει και φυσικά δεν τον ελέγχει, εύκολα παίρνει επικίνδυνες αποφάσεις. Ο κλέφτης, ο ληστής, που, για να φτάσει στο στόχο του, δε διστάζει ακόμα και να σκοτώσει, δεν είναι πλασμένος εγκληματίας. Το σύστημα τον κάνει εγκληματία, επειδή του στερεί τις διεξόδους. Όταν η δουλειά δεν εξασφαλίζει ούτε την ίδια την επιβίωση και η πρόκληση από μέρους των εκλεκτών του πλούτου ξεπεράσει τις αντοχές του ανθρώπου, η ευφυΐα του τον οδηγεί στην εύρεση άλλων λύσεων.

Όλοι αυτοί, που διαπράττουν αυτού του είδους τα εγκλήματα, είναι στην πλειοψηφία τους φτωχοί και με χαμηλά όρια αντοχής. Τα όρια αυτά είναι για τον κάθε άνθρωπο διαφορετικά κι αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με την παιδεία και τη φιλοσοφία, που προκύπτει απ’ αυτήν την παιδεία. Απ’ αυτήν τη φιλοσοφία εξαρτάται η άποψη για τη ζωή, είτε πρόκειται για την ίδια του τη ζωή είτε γι’ αυτήν των άλλων. Ένας άνθρωπος, που αγαπά τη ζωή, δε σκοτώνει εύκολα, γιατί φοβάται να βρεθεί σε συνθήκες από τις οποίες μπορεί να χάσει τη δική του. Όμως ένας άνθρωπος, που δεν έχει παιδεία, ώστε τον οδηγεί σε μία υγιή άποψη για τη ζωή και συνδέει τη ζωή μόνο με τον οικονομικό παράγοντα, είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εγκληματήσει.

Μ’ όλα αυτά στο νου θα έλεγε κάποιος ότι οι εχθροί του συστήματος είναι οι εγκληματίες, που απειλούν τους εκλεκτούς του. Αυτό είναι λάθος, γιατί αυτοί είναι οι καλύτεροι φίλοι του. Αυτοί στηρίζουν το σύστημα και τις πρακτικές του. Το σύστημα δεν έχει σε καμία περίπτωση ανάγκη τους ανθρώπους του ως πρόσωπα, παρά μόνον τα αξιώματα. Δεν ενδιαφέρεται για το ποιος είναι ο Πάπας ή ο Πατριάρχης ή ο βασιλιάς. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η ύπαρξη δομής, που το διατηρεί, ενώ τα πρόσωπα εναλλάσσονται. Όλοι αυτοί οι τυχοδιώκτες δημιουργούν συγκεκριμένους εχθρούς στο σύνολο της κοινωνίας. Ο κλέφτης έχει περισσότερες πιθανότητες να κλέψει ένα φτωχό ή ένα λίγο πλούσιο, παρά έναν πραγματικά ισχυρό άνθρωπο. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο παίρνει την ευκαιρία και φτιάχνει, όμοια στη μορφή μ’ αυτό, συστήματα καταστολής κι αστυνόμευσης. Οι φτωχοί κλέφτες μ’ αυτόν τον τρόπο, στερούν από τους εαυτούς τους και από τους υπόλοιπους όμοιους τους, τη δυνατότητα να ζήσουν σ’ έναν κόσμο πραγματικά δίκαιο. Με τη δημιουργία αυτών των υποσυστημάτων το σύστημα καταφέρνει να προστατεύει πραγματικά τους εκμεταλλευτές και τους φαύλους και να βάζει τον ίδιο το φτωχό να πληρώνει μέσω της φορολογίας τους νέους φαύλους των νέων αξιωμάτων, που προκύπτουν. Έτσι, ενώ τα μικρο-αδικήματα, που αφορούν τους φτωχούς, περνούν απαρατήρητα, αυτοί έχουν παγιωμένη άποψη για τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα αυτών των υποσυστημάτων.

Όλα αυτά είναι προβλήματα, που αφορούν τις μεγαλουπόλεις και μεταδίδονται στην επαρχία σε ελάχιστο βαθμό. Ένα εκατομμύριο ανθρώπων, διασκορπισμένο στην επαρχία σε μικρές αυτοελεγχόμενες κοινότητες, χρειάζεται ελάχιστη, αν όχι μηδενική αστυνόμευση, ενώ το αντίστοιχο σε αστικό κέντρο απαιτεί πολλές εκατοντάδες ανθρώπων, που ως κύρια απασχόλησή τους θα έχουν την αστυνόμευσή του. Η εκκλησία, με τη στάση της απέναντι στον πλούτο και την εξουσία, δημιουργεί τάσεις για εγκληματικότητα στα χαμηλά στρώματα. Όταν έναν άνθρωπο για τον οποίο δεν ξέρει πού και πώς απέκτησε τον πλούτο, τον αγκαλιάζει, επειδή είναι δωρητής της, είναι σαν να τον προβάλλει ως πρότυπο. Ο νέος της μεγαλούπολης γνωρίζει ότι, αν καταφέρει και γίνει κύριος του πλούτου, έχει ταυτόχρονα την κοινωνική καταξίωση και την ανοχή ως προς την κρίση. Στην επαρχία δεν μπορεί να συμβεί αυτό, γιατί οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση ένας φτωχός, που έγινε πλούσιος μέσα σε μία νύχτα, να περάσει απαρατήρητος και να μην κριθεί. Υπάρχουν φίλοι, συγγενείς και γείτονες, που γνωρίζουν ακριβώς και τη ζωή του και τις δραστηριότητες του.

Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων δημιουργούν γνώση κι αυτή η γνώση περνά και στην επαρχία. Όταν αυτοί παγιδευτούν και θεωρήσουν αναγκαίο κακό την αστυνόμευση, είναι αδύνατον η επαρχία να έχει διαφορετική άποψη, έστω κι αν δεν κατανοεί αυτήν την αναγκαιότητα. Έτσι ο επαρχιώτης, που ζει σε μία μικρή πόλη και δεν έχει δει ούτε ακούσει έστω για κάποια μικροκλοπή στα μέρη του, είναι σύμφωνος να πληρώνει την ύπαρξη συστημάτων των οποίων την αναγκαιότητα δεν κατανοεί μέσω της εμπειρίας του. Μέσω αυτών των υποσυστημάτων το σύστημα καταφέρνει να ελέγχει τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και να καταστέλλει κάθε προσπάθεια ανατροπής της ιδανικής, γι’ αυτό, κατάστασης. Καταφέρνει ευφυώς να κάνει εχθρούς μεταξύ τους ανθρώπους με κοινά προβλήματα και συμφέροντα. Ο φτωχός μισεί το φτωχό και στη μεταξύ τους μάχη εξαντλούν το σύνολο της αγωνιστικής τους δυναμικότητας. Ο πολίτης μισεί το αστυνομικό όργανο που βλέπει και το οποίο δεν είναι παρά η βάση του συστήματος, που παραπέμπει στη χαμηλή υπεραξία και τη φτώχεια. Ο νεαρός αστυνομικός που χτυπά τον απεργό, είναι ελάχιστα πιο ευνοημένος απ’ αυτόν και το ίδιο βυθισμένος μέσα στη φτώχεια.

Όταν ερμηνεύαμε τα βήματα, διαπιστώσαμε ότι το βήμα της Βαβυλώνας σε σχέση με το τέταρτο βήμα φαίνεται —όπως και είναι— απλοϊκό. Το τέταρτο βήμα στο οποίο εμείς ζούμε, έχει μέσα του το στοιχείο της απόλυτης εξουσίας, αλλά με τέτοιον τρόπο που πραγματικά παγιδεύει τον άνθρωπο. Η κοινωνία της Βαβυλώνας δημιουργείται, όταν υπάρχει γνώση κι αυτή η γνώση δε διαχέεται, αλλά μεταδίδεται ελέω πνευματικών δικαιωμάτων στους “εκλεκτούς”. Η απόλυτη κοινωνία της Βαβυλώνας υπήρξε μόνο στο χώρο της Ευρώπης και σημειώθηκε καθ’ όλη την περίοδο από τον εκχριστιανισμό των Ευρωπαίων μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση. Η Δυτική εκκλησία ευθύνεται για τη Δυτική Ευρώπη και το νέο κόσμο, ενώ η Ορθόδοξη για το σύνολο των χώρων που κατέλαβαν τα σλαβικά φύλα. Λέμε απόλυτη, γιατί οι χριστιανοί έχουν την απόλυτη γνώση για το Θεό, που τους δόθηκε μέσω του Υιού Του και το σύνολο της γνώσης που λεηλάτησαν και μετά έκρυψαν από την Αλεξάνδρεια. Η αυθεντική Βαβυλώνα δεν είχε ποτέ αυτήν τη γνώση, ενώ στο χώρο της, επειδή προηγήθηκε η παρουσία του Αλεξάνδρου που μετέφερε Έλληνες φιλοσόφους στην Ασία, δεν ήταν δυνατό να υπάρξουν συνθήκες αναβίωσης. Η απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργίας της είναι να μην υπάρχουν σε καμία περίπτωση άνθρωποι, που έχουν γνώση κι είναι εκτός συστήματος.

Η απόλυτη Βαβυλώνα που γνώρισαν οι χριστιανοί, είχε δύο κυρίαρχα συστήματα. Το σύστημα της εκκλησίας και το στρατιωτικό σύστημα. Αυτά τα δύο συστήματα είναι τα πιο ισχυρά κι απαραίτητα για οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Είναι και τα δύο χτισμένα όμοια με την κοινωνία που υπηρετούν. Δεν υπάρχει καμίας μορφής δημοκρατία μέσα σ’ αυτά και η εξουσία έχει διαβάθμιση απόλυτη. Ο στρατιώτης δεν είναι περίπου ίσος με τον αξιωματικό, αλλά κατώτερος. Ο απλός κληρικός με την ίδια λογική είναι απόλυτα κατώτερος από τον επίσκοπο. Αρχηγός του πρώτου συστήματος και θεωρητικά της χώρας είναι ο βασιλιάς, ενώ της εκκλησίας ο ανώτερος επίσκοπος. Λέμε θεωρητικά, γιατί ο βασιλιάς δεν μπορεί να κυβερνήσει σε καμία περίπτωση μία κοινωνία με σκληρό καθεστώς χωρίς βοήθεια.

Οι βασιλιάδες όλων των εποχών ήταν υποχείρια της εκκλησίας κι αυτό γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο η εκκλησία διατηρούσε την απόλυτη εξουσία χωρίς φθορά. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους σ’ αυτές τις συνθήκες ήταν εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Η εκκλησία φοβάται σε κάθε περίπτωση τη φθορά, που δημιουργείται μέσα από την ανοιχτή εκμετάλλευση και τους πολέμους. Στο βήμα αυτό η κοινωνία βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση πολεμικής δραστηριότητας. Όταν η εκκλησία θεωρητικά απέχει από τη λήψη αποφάσεων, που έχουν κόστος σε ανθρώπινες ζωές, διασφαλίζει τα συμφέροντα της, εφόσον την ευθύνη φέρει ο βασιλιάς. Ο κόσμος μισεί το βασιλιά και αγνοεί αυτούς, που του δίνουν τη δύναμη. Αυτή η μορφή της κοινωνίας δεν παράγει απολύτως τίποτε, παρά μόνον έχει την τάση να επεκτείνει την ακτίνα της εξουσίας της. Η γνώση, που δίνεται μέσω των καναλιών της, έχει σκοπό να ενισχύσει την εξουσία και όχι να παράγει. Όταν αυτή η γνώση μοιραστεί με το χρόνο σε περισσότερους ανθρώπους από ό,τι μπορεί ν’ αντέξει ο χώρος, ακολουθεί πόλεμος. Αν είναι νικηφόρος, τα νέα εδάφη καλύπτουν τις ανάγκες αυτών, που ήταν εκτός συστήματος, ενώ αν ο πόλεμος επιφέρει την ήττα, υποτάσσεται η παλιά δομή σε μία άλλη και λόγω της φθοράς σε ανθρώπινο δυναμικό πάλι επέρχεται ισορροπία, εφόσον το σύστημα πάντα σέβεται τους ανθρώπους του συστήματος.

Επειδή όπου εγκαθίσταται το σύστημα δίνει γνώση, συνεπώς δύναμη στην κοινωνία, υπάρχει η τάση κατάκτησης χωρών χωρίς υποδομή συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι —στην ανθρώπινη ιστορία— ήταν απόλυτα φυσιολογικό να κινείται το σύστημα με φορά από την Ανατολή προς τη Δύση. Τα συστήματα, που είχαν δημιουργηθεί από τη Δυτική εκκλησία, προτιμούσαν να κάνουν εύκολους επεκτατικούς πολέμους προς τη Δύση, παρά να αναμετρηθούν με την πανίσχυρη τότε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν και σ’ ένα χώρο ήδη κουρασμένο από τη μακροχρόνια εκμετάλλευση. Μέσα απ’ αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε η ανάγκη —όταν η Ευρώπη στο σύνολο της εντάχθηκε μέσα στο σύστημα— της ανεύρεσης νέων χωρών, όπως η αμερικάνικη ήπειρος. Είχε πια κουραστεί ο άνθρωπος της Ευρώπης από το καθεστώς της εκμετάλλευσης, ενώ η γνώση ήδη είχε αρχίσει να μην ελέγχεται. Η Ιερά Εξέταση είχε ως στόχο να εξοντώσει όλους αυτούς, που για οποιονδήποτε λόγο απέκτησαν γνώση κι απειλούσαν το σύστημα σε μία εποχή οριακή.

Ένα κοινωνικό μοντέλο, από το πιο απλό μέχρι και το πιο σύνθετο, απαιτεί μία συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη και φιλοσοφία. Οι οικονομικές θεωρίες, που αναπτύχθηκαν στο χώρο της Δύσης κατά την εποχή της εκκλησιαστικής κυριαρχίας, ήταν στο σύνολο τους παραλλαγές των θεωριών του Αριστοτέλη. Από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος έχει ως στόχο την κατάκτηση μίας συμπαγούς δομής, όπως η ασιατική αυτοκρατορία των Περσών, ο Αριστοτέλης δίνει σ’ αυτόν μία οικονομική θεωρία, που οδηγεί σε διάδοχη κατάσταση και όχι σε πανανθρώπινη Λύτρωση. Η θεωρία του Αριστοτέλη σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει κοινωνίες υψηλού επιπέδου. Η Αθήνα είχε ξεπεράσει προ πολλού τη λογική της δουλείας ως καθεστώς σχέσης μεταξύ πολιτών του αυτού συστήματος. Οι Αθηναίοι στους πολίτες αναγνώριζαν συνθήκες ισότητας, ενώ η δουλεία είχε σχέση με ανθρώπους, που ήταν απαραίτητο στοιχείο της παραγωγής, αλλά που δεν προέρχονταν από τον ίδιο χώρο. Η Αθήνα χρησιμοποιούσε τους δούλους κατά τρόπο όμοιο με τις σύγχρονες μηχανές. Η δημοκρατία λειτουργούσε άψογα για ορισμένο διάστημα, πλην όμως ο χρόνος που χρειάζεται ένας πολίτης για να ασκήσει τα δικαιώματά του, εξασφαλιζόταν από την εργασία του δούλου.

Αν ο Αλέξανδρος έχτιζε μία αυτοκρατορία άψογη από πλευράς θεσμών, θα έπρεπε να εντάξει το σύνολο των ανθρώπων μέσα σ’ αυτή με την ιδιότητα του πολίτη. Αυτό όμως ήταν αδύνατο λόγω της τεράστιας διαφοράς επιπέδου μεταξύ των λαών του χώρου που κατέλαβε. Αυτήν τη γνώση την είχε ο Αριστοτέλης και γι’ αυτόν το λόγο συνέστησε στον Αλέξανδρο να μην ακολουθήσει —ως φορέας εξουσίας— κοινή τακτική απέναντι στο σύνολο των πολιτών του. Διαφορετική συμπεριφορά λοιπόν απέναντι στους Έλληνες απ’ αυτήν απέναντι στους Ασιάτες, που προέρχονταν από κοινωνίες διαφορετικών μοντέλων. Ο Αριστοτέλης δημιούργησε μ’ αυτόν τον τρόπο εκείνο το κοινωνικό μοντέλο, που είναι ανίκητο. Οι Έλληνες, γι’ αυτόν, ήταν το σύνολο των ανθρώπων, που με τη γνώση τους απειλούσαν οποιαδήποτε προσπάθεια για δημιουργία κοινωνίας τύπου Βαβυλώνας. Αυτή η ξεχωριστή μερίδα πολιτών λειτουργεί ως αποσβεστήρας των οποιωνδήποτε τάσεων κι αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο πολίτης, που λόγω γνώσεων ή προσωπικής φιλοσοφίας δε δέχεται τον αυταρχισμό, εξασφαλίζει —για τον εαυτό του και μόνο— διαφορετική συμπεριφορά από το σύστημα, εντάσσοντας τον εαυτό του στην κατηγορία των Ελλήνων. Από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος έχει τη δυνατότητα αυτής της διπλής αντιμετώπισης, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αυτοκρατορία που ελέγχεται και παράγει, χωρίς παράλληλα να δημιουργεί συσσώρευση μίσους από μέρους των λαών εξαιτίας της εκμετάλλευσης. Ο κάθε πολίτης ανάλογα με την αξία του σ’ ένα τέτοιο σύστημα, τοποθετεί τον εαυτό του στην κατηγορία που θέλει. Ο Αριστοτέλης οδηγεί τον Αλέξανδρο μ’ αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία μίας σύνθετης κοινωνίας στην οποία η εξουσία του βασιλιά συνυπάρχει με τις δημοκρατικές ευαισθησίες των πολιτών.

Όμως όλα αυτά τα δεδομένα, που οδηγούν σ’ αυτήν την κοινωνία, που είναι προθάλαμος της ιδανικής, εξέλειπαν κατά το Μεσαίωνα της παγκόσμιας εξουσίας της εκκλησίας και όχι μόνον εξέλειπαν, αλλά ο συνεχής έλεγχος εμπόδιζε τη δημιουργία τους. Η εκκλησία δεν επέτρεπε σε καμία περίπτωση τη δημιουργία της ξεχωριστής μερίδας πολιτών, που ορίζονται ως Έλληνες κι έχουν την τάση να την αμφισβητούν. Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση, την επομένη της οποίας άλλαξε ο Δυτικός κόσμος στο σύνολο του. Η εκκλησία, διατηρώντας τη σύνθεση της κοινωνίας στο επιθυμητό γι’ αυτή σημείο, είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιεί τη θεωρία του Αριστοτέλη χωρίς τη δυνατότητα, από μέρους των πολιτών ανατροπής της. Η θεωρία αυτή εξαρτάται άμεσα από τα δεδομένα. Αν η εξουσία ελέγχει τα δεδομένα, αυτή η θεωρία παράγει το σύνολο των φαινομένων, είτε αρνητικά είτε θετικά. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι, επειδή η εξουσία έχει γνώση, διατηρεί γι’ αυτήν την ευνοϊκότερη δυνατή κατάσταση. Αν δεν υπάρχουν μορφωμένοι εμποδίζει την εμφάνισή τους, ενώ αν υπάρχουν τους παγιδεύει.

Η θεωρία του Αριστοτέλη ήταν αρεστή στην εκκλησία για τρία βασικά στοιχεία της, που την ταυτίζουν και με την άποψη των πατέρων της: αναγνωρίζει την ατομική ιδιοκτησία, δέχεται τη δουλεία ως φυσική κατάσταση και προσδιορίζει, με την ευφυΐα ενός φιλοσόφου της αξίας του Αριστοτέλη, τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, ως κατάσταση που παρ’ όλη την προβληματικότητά της δεν αποτελεί στόχο ανατροπής. Ο Αριστοτέλης, από τη στιγμή που εξαίρει την έννοια της “φιλανθρωπίας”, δίνει στην εκκλησία το υπόβαθρο που χρειάζεται για τον επιθυμητό, γι’ αυτήν, κοινωνικό ρόλο. Από τη στιγμή που ο καλός κύριος είναι αυτός, που βοηθά τους φτωχούς και αδυνάτους, η εκκλησία δίνει αυθαίρετα στον εαυτό της το ρόλο του ισχυρότερου και καλύτερου κυρίου. Ο Αριστοτέλης υπήρξε γι’ αυτήν το άλλοθι, για το σύνολο των κοινωνικής φύσεως εγκλημάτων της. Η χρησιμοποίηση της θεωρίας του, πέραν των άλλων, στέρησε από τους ανθρώπους τη δυνατότητα αναζήτησης της μόνιμης κι ανθρώπινης λύσης από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Όταν η Αθήνα και το μοντέλο της έχουν καταρρεύσει κι ο Αριστοτέλης θεωρείται ο υπ’ αριθμόν ένα Έλληνας φιλόσοφος, οι άνθρωποι, που θέλουν να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους, πέφτουν στην παγίδα της προσπάθειας για δημιουργία νέας γνώσης, που διαιωνίζει τ’ άσχημα συμπτώματα της εξουσίας. Η εκκλησία, από τη στιγμή της αναγνώρισης του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, λεηλάτησε το σύνολο των μέχρι τότε γνώσεων και στη συνέχεια το απέκρυψε.

Αν θέλει κάποιος να προσδιορίσει την έννοια της υποκρισίας σ’ όλο της το μεγαλείο, πρέπει να σκεφτεί ότι: η εκκλησία θαυμάζει τους πατέρες της κι αυτός ο θαυμασμός έχει να κάνει με τη θαυμάσια κλασική παιδεία τους. Όμως αυτήν την παιδεία τη στέρησε από το σύνολο των ανθρώπων επί αιώνες. Όσοι την είχαν και την υπηρέτησαν, ήταν λαμπροί άντρες, ενώ οι υπόλοιποι εθνικοί κι ειδωλολάτρες. Η κλασική παιδεία επανεμφανίστηκε μόνο μετά τη Γαλλική Επανάσταση κι όπως θα δούμε, ήταν το μοναδικό κέρδος αυτής της επανάστασης. Αυτό που έχει εδώ σημασία είναι ότι η εκκλησία, αφού χρησιμοποίησε τη θεωρία του Αριστοτέλη, εξασφάλισε από κάθε άποψη τη θέση της μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων.

Όταν αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, είπαμε ότι στόχος της είναι το απόλυτο σκοτάδι κι επιδίωξη της είναι η κατανομή του συνόλου της εξουσίας πάνω σ’ ένα απόλυτα διαβαθμισμένο σύστημα. Αν γνωρίζει κάποιος την επιδίωξη του συστήματος, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει πότε αισθάνεται άνετα και ποια ακριβώς πράγματα το ερεθίζουν. Η εξουσία στηρίζει τη δύναμη της στα πνευματικά δικαιώματα.. οποιαδήποτε λειτουργία δε σέβεται την ιεραρχία, που δημιουργείται μέσω αυτών, είναι μισητή. Απόλυτο σκοτάδι στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και πνεύματος όπως και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, είναι τα πνευματικά δικαιώματα και η ύπαρξη δουλείας. Από τη στιγμή που υπάρχουν τα πρώτα, η ευφυΐα υποτάσσεται στη μετριότητα με αποτέλεσμα να μη βρίσκει οδούς δημιουργίας, παρά μόνον αυτούς που επιτρέπονται… επιπλέον η αυθαίρετη ισχύς της μετριότητας τείνει να την εξαφανίσει.

Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, η ύπαρξη δουλείας είναι ό,τι πιο μισητό κι απεχθές υπάρχει για το Θεό κι αυτό σημαίνει τιμωρία. (Αποκ. Ιωάν. 13.9) “Ει τις έχει ους, ακουσάτω. ει τις εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν υπάγει.” (Όποιος έχει αυτιά, άς ακούση. Όποιος φέρει άλλους εις αιχμαλωσίαν, εις αιχμαλωσίαν θά μεταβή..). Ο Θεός μισεί, αυτούς που χωρίζουν τους ανθρώπους σε κυρίους και δούλους. Οι άνθρωποι είναι για το Θεό υιοί Του και τους αγαπά, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που ζήτησε από το Θεό-Πατέρα και δεν έλαβε. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που πρόσβαλλε, είτε με τις πράξεις του είτε με το λόγο του τους ανθρώπους και δεν πήρε την προσβολή του Θεού. Κάθε άνθρωπος, που έρχεται στον κόσμο, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση, το φύλο ή το χρώμα του δέρματος του, είναι για το Θεό ένας μικρός πρίγκιπας. Όποιος δε φέρεται στους ανθρώπους, όπως αρμόζει στον υιό του Θεού, γνωρίζει μόνον το μίσος Του και το θάνατο. Οι άνθρωποι της εκκλησίας, που ισχυροποιούν τη θέση τους μέσα από την κοινωνική αδικία, είναι αυτοί, που θα κατακριθούν περισσότερο.

Η εκκλησία, μέσω των λόγων του Πέτρου και Παύλου, ακολουθεί μία πρακτική στη συμπεριφορά της απέναντι στους υιούς του Θεού, που της εξασφαλίζει το βασανισμό. Από τη στιγμή που υποτίθεται ότι υπηρετεί το Θεό —και λέμε “υποτίθεται”, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός βασίζεται στην αυθαιρεσία της— δεν έχει δικαίωμα να χαρακτηρίζει ανθρώπους ως δούλους. Η φεουδαρχία του Μεσαίωνα είναι το αγαπημένο της σύστημα, εφόσον της επιτρέπει να είναι πανίσχυρη. Οι κύριοι υποτάσσονται σ’ αυτήν, για να μπορέσουν να διατηρούν τα σκανδαλώδη προνόμια έναντι των δούλων, επιβεβαιώνοντας την Αποκάλυψη, εφόσον γίνονται αιχμάλωτοι της. Από τη στιγμή που η εκκλησία κατορθώνει κι εμπλέκει στην υπόθεση της δουλείας τους κύριους του πλούτου, προσπαθεί να διατηρήσει την κατάσταση στο καλύτερο γι’ αυτή σημείο. Η σταθερότητα που είναι το ζητούμενο, είναι δυνατό να επιτευχθεί με την εξασφάλιση και τον έλεγχο της διάδοχης κατάστασης μέσα από διαδικασίες, που έχουν ελεγχθεί και είναι αξιόπιστες. Αυτές οι διαδικασίες έχουν σχέση με τη δυνατότητα μεταβίβασης, είτε αυτή αφορά αξιώματα είτε τον πλούτο. Ελέγχει διαρκώς το κοινωνικό σύνολο κι εξασφαλίζει πάντα την ύπαρξη των ανθρώπων της, είτε στο χώρο του συστήματος είτε στο χώρο του πλούτου… παραχωρώντας στους πρώτους τα απαραίτητα πνευματικά δικαιώματα και στους δεύτερους τους τίτλους ιδιοκτησίας.

Από τη στιγμή που αντιληφθούμε το βασικό αυτό χαρακτηριστικό, είναι εύκολο να εντοπίσουμε το σύνολο των όσων ενοχλούν την εξουσία. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε πλέον από που πραγματικά ξεκινά το μίσος της εκκλησίας για το εμπόριο. Η εκκλησία μισεί το εμπόριο κι αυτό φαινομενικά το κάνει, για να προστατεύσει τον άνθρωπο από την αρνητική γι’ αυτόν τοκογλυφία και την ασυδοσία, που το διακρίνει, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Η αλήθεια όμως απέχει πολύ απ’ αυτήν τη θέση. Η εκκλησία μισεί το εμπόριο, γιατί η ικανότητα για την πραγματοποίηση του προϋποθέτει ταλέντο και όχι μεταβίβαση δικαιωμάτων. Έμπορος μπορεί να γίνει ο καθένας, άσχετα αν γεννήθηκε πλούσιος ή φτωχός, κύριος ή δούλος. Ο γιος του φεουδάρχη, αν είναι βλαξ, αργά ή γρήγορα θα χάσει το πλεονέκτημα του πλούτου μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Το εμπόριο στηρίζεται αποκλειστικά στην ευφυΐα και το ταλέντο του ανθρώπου, που είναι δώρα του Θεού προς αυτόν και συνεπώς δεν ελέγχονται από το σύστημα. Τεράστιος πλούτος προκύπτει μέσω του εμπορίου, που κάνει την ιδιοκτησία γης να υστερεί, όσο μεγάλο κι αν είναι το μέγεθος της. Όταν ο έμπορος είναι άνθρωπος της χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, δεν ελέγχεται από την εκκλησία, γιατί δεν την έχει ανάγκη. Ο φεουδάρχης έχει ανάγκη την εκκλησία, γιατί αυτή ηρεμεί τους δούλους σε κάθε περίπτωση ακραίας εκμετάλλευσης και τους παραδίδει με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Οι φτωχοί, που έγιναν πλούσιοι μέσω του εμπορίου, δεν έχουν ανάγκη τους δούλους, εφόσον ο πλούτος τους δε στηρίζεται στην παραγωγή.

Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας για το σύστημα είναι ότι το εμπόριο απαιτεί έξυπνους ανθρώπους. Ο έξυπνος έμπορος χρειάζεται έξυπνο συνεργάτη. Όταν υπάρχει αυτή η ανάγκη, σημαίνει ότι η αναζήτηση συνεργατών γίνεται από το σύνολο των ανθρώπων και όχι από τις επιμέρους τάξεις. Ο έξυπνος άνθρωπος, που γεννήθηκε μέσα στο σύστημα με την ιδιότητα του δούλου, αργά ή γρήγορα θα βρει το δρόμο προς τον πλούτο και μ’ αυτόν τον τρόπο απειλεί τη σταθερότητα της δομής. Ο δούλος μισεί τους κυρίους κι αυτούς, που τους στηρίζουν κι όταν αυτό συμβαδίζει με πλούτο, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Η αστική τάξη των εμπόρων και των βιοτεχνών, που μπήκε ανάμεσα στους κυρίους και στους δούλους, προέρχεται από τους δεύτερους και η αύξηση της είναι αυτή, που τείνει να ανατρέψει το σύστημα.

Η αμέσως επόμενη αντιπάθεια του συστήματος αυτού του τύπου είναι ο αθλητισμός. Από την εποχή της κατάργησης των Ολυμπιακών Αγώνων ως την πρώτη σύγχρονη ολυμπιάδα της Αθήνας, πέρασαν πολλοί αιώνες και δε δικαιολογείται σε καμία περίπτωση από έλλειψη οράματος. Ο άνθρωπος είναι ον μ’ ανταγωνιστικές διαθέσεις κι ο αθλητισμός είναι το μέσον ανάπτυξης του υγιούς ανταγωνισμού. Το πρόβλημα ξεκινά πάλι από την ίδια βάση. Ο γιος του φεουδάρχη δεν μπορεί, με τη φεουδαρχική ιδιότητα ούτε να τρέχει ούτε να πηδά περισσότερο από το γιο του δούλου. Ο αθλητισμός γκρεμίζει τα τεχνητά πρότυπα και τις τεχνητές αξίες. Από τη στιγμή που ο Θεός προικίζει τους ανθρώπους, η αδυναμία ελέγχου είναι γεγονός. Ο γιος του φεουδάρχη με λίγες ψευδογνώσεις εύκολα παριστάνει το σοφό στο δούλο, όμως το σάπιο κι οκνηρό κορμί του, φαίνεται κι είναι αδύναμο μπροστά στο θεϊκό κορμί του υγιούς νέου ή νέας.

Ο αθλητισμός, από την εποχή της Αθήνας, είχε μελετηθεί από τους φιλοσόφους, όσον αφορά τα κοινωνικά φαινόμενα που προκαλεί. Οι άνθρωποι λατρεύουν στην κυριολεξία τους ανθρώπους, που νικούν τους αντιπάλους τους και την ίδια τη φύση θέτοντας συνεχώς καινούρια όρια. Από την Ιλιάδα υπήρχε μία τέλεια εικόνα ηρώων, που συνδύαζαν κατά τον καλύτερο τρόπο το υγιές σώμα με το υγιές μυαλό. Οι ήρωες των Ελλήνων ήταν όμορφοι, δυνατοί, γρήγοροι σαν τον άνεμο κι αυτό έδειχνε νεότητα. Το σύστημα, που μεταφέρει τεχνητά τις αξίες, θέλει τους ανθρώπους γέρους, μίζερους και βλάκες. Το καθένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά είναι απαραίτητο, εφόσον η κορυφή του συστήματος καταλαμβάνεται μέσα από αγώνα μίας ζωής και κάτω από συνθήκες υποταγής. Για να γίνει κάποιος αρχηγός, δεν πρέπει να είναι ευφυΐα και να διαθέτει ταλέντο, αλλά να είναι δούλος. Πρέπει από τη στιγμή που ξεκινά κάποιος, μέχρι το τέλος του να υπακούει. Η εκκλησία μισεί τους αθλητές, γιατί είναι νέοι και δημοφιλείς. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι ό,τι χειρότερο γι’ αυτήν. Ένας νέος με τη λάμψη τού ολυμπιονίκη, στην εποχή του Μεσαίωνα, θα ήταν επικίνδυνος. Θα είχε άποψη νέου και θ’ αμφισβητούσε τη δουλεία, εφόσον το πιο πιθανό θα ήταν να προέρχεται από την τάξη των δούλων κι επιπλέον ως δημοφιλής νέος θα ήταν ερωτικά επιθυμητός. Αυτό το τελευταίο σε συνδυασμό με την τάση του ανθρώπου ν’ αναζητά τον έρωτα, είναι ανεπιθύμητο φαινόμενο. Στην κοινωνία των ψευδών προτύπων, ο επιθυμητός φτωχός νέος είναι εχθρός του συστήματος. Ο νέος, που αναζητώντας τον έρωτα, θα έθιγε αργά ή γρήγορα και το θεσμό του γάμου ήταν υπερβολικά αγαπητός για να κριθεί αρνητικά. Η παντρεμένη με τον άθλιο πρεσβύτερο, αργά ή γρήγορα θα τον ακολουθούσε και η κοινωνία, επειδή ο κόσμος θα έκρινε ένα είδωλο, δε θα μπορούσε να παράγει το απαραίτητο φαρμάκι.

Η εκκλησία μισεί αυτούς τους νέους κι αυτό πρέπει να εξηγηθεί στο σύνολο του. Η εκκλησία είναι ένας μηχανισμός, που, για να λειτουργήσει, απαιτεί ορισμένες συνθήκες. Όμως πέραν αυτών των συνθηκών δεν πρέπει να αγνοούμε ότι την κορυφή της τήν κατέχουν πρεσβύτεροι, που ως άνθρωποι έχουν αναπτύξει ορισμένα χαρακτηριστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά τ’ αναπτύσσει η ίδια στους ανθρώπους της, για να εξασφαλίσει στον εαυτό της ως σύστημα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο δούλος μισεί τον ελεύθερο κι αυτός, που θυσιάζεται, αυτόν, που δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Αυτό το μίσος είναι προσωπική υπόθεση του καθενός κι, επειδή υπάρχει από μέρους των πρεσβυτέρων, χαρακτηρίζει το σύνολο της συμπεριφοράς της εκκλησίας απέναντι σε φαινόμενα, που απειλούν τους δούλους της. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα ξεκινούν από το κόμπλεξ των ανθρώπων, που αναζητούν τη δόξα, χωρίς να έχουν τ’ απαιτούμενα προσόντα και καταλήγουν σε μία τεράστια δεξαμενή, όπως είναι η εκκλησία. Από τη δεξαμενή αυτή, που συγκεντρώνει όλες αυτές τις ιδέες, ξεκινούν πρακτικές που δημιουργούν ανθρώπους με κόμπλεξ, που την επαναφορτίζουν.

Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό, θα πρέπει ν’ αναφερθεί ένα παράδειγμα, που έχει σχέση με διαφορετικές κοινωνίες. Έστω ότι στην αρχαία Ελλάδα, όπου η δόξα του ολυμπιονίκη ήταν η μέγιστη δυνατή, ολυμπιονίκης ήταν ένας Αθηναίος. Ο Περικλής, ο Πλάτωνας, ή ο Σωκράτης δε θα είχαν κανένα πρόβλημα να τρέξουν, ν’ αγκαλιάσουν και να φιλήσουν έναν αθλητή, που τους έδωσε χαρά. Όλοι αυτοί ήταν αυτόφωτοι και η φήμη τους ήταν ανάλογη της αξίας τους. Ο Περικλής θ’ αγκάλιαζε το νέο αθλητή κι ίσως και να ζήλευε τη λάμψη του, όμως ο νέος από την άλλη πλευρά θα γνώριζε ότι αυτός, που τον αγκαλιάζει, είναι ο μεγάλος και φημισμένος Περικλής, που ναι μεν εκείνη την ώρα δεν ήταν ο πρωταγωνιστής, αλλά σίγουρα η δόξα του δεν ήταν λιγότερη. Αυτή η γνώση δημιουργεί εκατέρωθεν συνθήκες αλληλοσεβασμού κι αλληλοεκτίμησης, που κάνουν τον αθλητισμό καταλύτη στις σχέσεις μεταξύ των γενιών και άρα μία επιθυμητή κοινωνική δραστηριότητα. Στον αθλητισμό χαίρονται για το ίδιο πράγμα, με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος νέοι και πρεσβύτεροι. Αν αυτά συνέβαιναν στην Αθήνα, τι θα μπορούσε να συμβεί στο Μεσαίωνα; Θα μπορούσε ένας άνθρωπος, που θυσίασε όλη του τη ζωή υποτασσόμενος στον ένα και στον άλλο άθλιο για μερικά ψίχουλα δόξας να τρέξει και ν’ αγκαλιάσει ένα νέο, την ώρα που το πλήθος τον επευφημεί με πάθος; Ένας γέροντας επίσκοπος, επαγγελματίας μοιχός, θα μπορούσε ν’ ανεχθεί τη θέα του γυμνού, θεϊκού κορμιού του νέου; Θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος, ν’ ανεχθεί τα ερωτικά βλέμματα των γυναικών, που εντελώς φυσιολογικά θα στρέφονταν στο θεϊκό νέο; Ο Σωκράτης ή ο Πλάτωνας γνώριζαν τους ανθρώπους και όλα αυτά τα θεωρούσαν φυσιολογικές αντιδράσεις. Οι ίδιοι έζησαν τη ζωή τους με τον τρόπο που οι ίδιοι επέλεξαν και θεώρησαν τον καλύτερο. Όμως ο δούλος, που σ’ όλη του τη ζωή ακολουθεί επιλογές άλλων, δεν έχει τη δυνατότητα να σκέφτεται και ν’ αγνοεί τη θυσία του. Το νεανικό κορμί τον ερεθίζει και προκαλεί το μίσος του. Όταν ήταν νέος στην αντίστοιχη κατάσταση επέλεξε τη θυσία κι έχασε τη νιότη του αναζητώντας την ψευδοδόξα των πρεσβυτέρων. Όμως αυτή η δόξα είναι τόσο μικρή και τόσο ασήμαντη, που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία αυθεντική δόξα, που προέρχεται από το Θεό.

Ο φιλόσοφος, ο αθλητής, κι όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι είναι προικισμένοι από το Θεό και η δόξα τους είναι αναλλοίωτη κι απέραντη, εφόσον είναι προϊόν δωρεάς του Θεού. Πώς να τρέξει ο πρεσβύτερος του συστήματος ν’ αγκαλιάσει έναν αθλητή, όταν δεν είναι ομοειδής του.. στοιχείο απαραίτητο για την ανάπτυξη του αλληλοσεβασμού και της εκτίμησης; Ο Περικλής δεν κληρονόμησε από τον πατέρα του τη θέση του. Ο ίδιος έδωσε αξία στη θέση του από τη δική του προσωπικότητα. Ο Περικλής ως άτομο είχε αξία και όχι η θέση του. Ο άνθρωπος του συστήματος, δεν έχει την παραμικρή προσωπική αξία, γιατί δεν επιτρέπεται να έχει. Αξία έχει η θέση ή το αξίωμα, ενώ οι άνθρωποι, με τη δουλικότητα ως το μόνο προσόν, εναλλάσσονται. Δύο άνθρωποι με την ίδια αξία και προσόντα μέσα στο σύστημα μπορεί να έχουν τεράστια διαφορά. Ο ένας μπορεί να έγινε πρωθυπουργός κι εφόσον δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη θέση, ο άλλος να είναι στην αφάνεια. Όμως ο Περικλής, είτε είχε αξίωμα είτε όχι ήταν ο μεγάλος άντρας που όλοι ζήλευαν κι εκτιμούσαν. Ο αθλητής, στην ώρα της δόξας του, δεν μπορεί να σεβαστεί ως ίσον έναν άνθρωπο στον οποίο οι διαδικασίες δίνουν αξία και όχι τα ιδιαίτερα χαρίσματα του. Ένας αθλητής θα θυμόταν, αν τον αγκάλιαζε ο Γαλιλαίος ή ο Γκαίτε και θα το εκτιμούσε, εφόσον αυτοί δε γεννιούνταν κάθε μέρα. Ποιος ο λόγος να θυμάται όλους τους άθλιους δούλους του συστήματος, που συνεχώς αναπαράγονται απόλυτα όμοιοι κι απόλυτα μικροί; Ποιος θυμάται έναν υπουργό λίγα χρόνια μετά τη λήξη της θητείας του; Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η γνώση, που δεν είναι ικανή να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, ο αθλητισμός και η δόξα του αθλητή είναι μισητή από τους ανθρώπους του συστήματος και της εκκλησίας. Το μίσος των ανθρώπων της είναι αυτό που καθορίζει τη στάση της ως σύστημα απέναντι στις ανθρώπινες εκδηλώσεις κι αυτή η στάση είναι η επιθυμητή —όπως προαναφέραμε— για να διατηρείται.

Το σύστημα διατηρεί μέσω αυτής της δυναμικής τη συγκεκριμένη συμπεριφορά κι έτσι αποφεύγει δυσάρεστα φαινόμενα. Ένα τέτοιο δυσάρεστο φαινόμενο είναι το δικαίωμα του λόγου και της άποψης ενός νέου, όπως ο ολυμπιονίκης αθλητής. Όλοι αυτοί οι νέοι θα ήταν ένα τεράστιο, αν όχι ανίκητο εμπόδιο, για τις στρατηγικές που ακολουθεί η εκκλησία ειδικότερα στην επαρχία. Η εκκλησία, κατά τη Γαλλική Επανάσταση, όπως και σε κάθε κοινωνικό αγώνα για ελευθερία, ισότητα και δικαιώματα, έχει τη δυνατότητα να ξεσηκώνει τους φτωχούς και μάλιστα τους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι νέοι, που θα είχαν άποψη, δίνουν αδράνεια σ’ αυτές τις μάζες με συνέπεια να στερούν από το σύστημα τον κύριο μοχλό πίεσης ενάντια στους λίγους, που έχουν αρχικά τις απαιτούμενες ευαισθησίες. Η δύναμη βρίσκεται στην άμεση επέμβαση και όχι στην πλειοψηφία.

Το σύστημα, σε κάθε μία απ’ αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί, ώστε η άμυνα του να προβλέπει το σύνολο των όσων οι άνθρωποι σκέφτονται. Δεν ενδιαφέρεται για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ελέγχει, γιατί οι ιδέες εξαπλώνονται ανεξέλεγκτα και οι όροι εύκολα αντιστρέφονται. Ξεσηκώνει άμεσα και χωρίς χρονοτριβή μεγάλες μάζες, εξαφανίζει την υγιή σε πρώτη φάση άποψη και κατόπιν, αφού την επεξεργάζεται, την καπηλεύεται βάζοντας ανθρώπους του να τη μετατρέψουν σε εξουσία. Οι άνθρωποι, που αρχικά ήταν ενάντια, αργότερα μπορεί να μετανοήσουν, αλλά είναι πάντα αργά, εφόσον το σύστημα, μέσω των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών που προκαλεί, αποπροσανατολίζει τον κόσμο και παίρνει την πίστωση χρόνου που απαιτεί η αλλαγή της στρατηγικής του. Μέχρι ν’ αντιληφθούν οι Γάλλοι ή οι Ρώσοι χωρικοί τι ακριβώς πρότειναν οι φιλόσοφοι για την ευημερία τους, αναγκάζονταν να προσκυνήσουν το νέο δήθεν δημοκράτη ή κομμουνιστή κύριο. Η εκκλησία απεχθάνεται τον αθλητισμό κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό όχι τόσο για την άποψη των νέων αθλητών, αλλά για τη δυνατότητα τους να παίρνουν και να υιοθετούν δικαιότερες θέσεις απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα. Αν δει κάποιος τα όσα ισχύουν σήμερα και τη λατρεία που απολαμβάνουν οι αθλητές, εύκολα θ’ αμφισβητήσει τα παραπάνω. Αυτό είναι λάθος, γιατί η σημερινή παγκόσμια προβολή του αθλητισμού υπηρετεί τελείως διαφορετικούς στόχους, που στηρίζονται σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα.

Αν το εμπόριο κι ο αθλητισμός θίγουν τα συμφέροντα της εκκλησίας, αμέσως επόμενη κατά σειρά απέχθεια της είναι η τεχνολογία. Η εκκλησία μισεί την τεχνολογία, γιατί παραμορφώνει την επιθυμητή δομή. Αν αυτήν τη στιγμή ο άνθρωπος βλέπει ένα τεχνολογικό θαύμα ασύλληπτο, που κάτω από ορισμένες συνθήκες τον υπηρετεί, πρέπει να γνωρίζει πού το οφείλει. Όλοι μαζί οι άνθρωποι του συστήματος, από την εποχή της Βαβυλώνας μέχρι σήμερα κι από το βασιλιά μέχρι τον τελευταίο δούλο, δεν έχουν προσφέρει το παραμικρό σ’ αυτό το οικοδόμημα. Οι άθλιοι, ανίκανοι και ηλίθιοι άρχοντες αυτού του κόσμου είναι απόλυτα όμοιοι στο σύνολο των εποχών. Είτε ο άνθρωπος βρίσκεται στην εποχή του σιδήρου είτε στη σύγχρονη εποχή, αυτοί σκέφτονται το ίδιο βλακωδώς και με τα ίδια απόλυτα δεδομένα. Μεταφέρονται στο χρόνο υπερκείμενοι μίας ανθρώπινης μάζας, που κυριολεκτικά φλέγεται από την ευφυΐα της. Δε δημιουργούν απολύτως τίποτε κι ούτε δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τους υπόλοιπους. Ο ηλίθιος, που στην εποχή του λίθου ήθελε να ελέγχει δυο σπηλιές, είναι ακριβώς ο ίδιος, που θέλει να ελέγχει δύο σύγχρονες πόλεις. Ο ιερέας που μιλούσε κάποτε δυνατά για ν’ ακούγεται, σήμερα λέει ακριβώς τα ίδια χρησιμοποιώντας το μικρόφωνο ή την τηλεόραση. Όχι μόνο δε συνέβαλε στη γέννηση και στην εξέλιξη της ιδέας, αλλά μπορεί και να χρησιμοποιεί ένα τεχνολογικό επίτευγμα, χωρίς να γνωρίζει στοιχειωδώς τις αρχές λειτουργίας του. Ένας βασιλιάς ή ένας πρωθυπουργός έχει ακριβώς τον ίδιο λόγο μέσα στο χρόνο, είτε μετακινείται πάνω σε άλογο είτε μ’ ένα υπερσύγχρονο τζετ. Όταν υπήρχε μόνον το άλογο, του φαινόταν φυσικό κι ως εκ τούτου οριακό, ενώ τώρα θεωρεί με την ίδια λογική φυσικό να υπάρχει το τζετ. Η απόσταση που χωρίζει το άλογο ως μεταφορικό μέσο από το τζετ και δείχνει την τρομακτική ευφυΐα του “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” με το Θεό ανθρώπου, δεν τον προβληματίζει.

Αυτή η έλλειψη προβληματισμού είναι, είτε ακούσια είτε εκούσια. Ακούσια είναι, όταν λόγω της ηλιθιότητας δεν μπορεί κάποιος ν’ αντιληφθεί ότι η εφεύρεση της τηλεόρασης είναι πιο σημαντική από ένα νικηφόρο πόλεμο. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι δούλοι θαυμάζουν έναν ανθρωποκτόνο όπως ο Ναπολέοντας, ενώ ελάχιστοι γνωρίζουν τον μεγαλοφυή Τζων Μπαιρντ. Εκούσια είναι, όταν ο άνθρωπος της εξουσίας φοβάται ν’ αναγνωρίσει μία ευφυΐα, επειδή η αναγνώριση αυτή σημαίνει.. πρώτον: δικαίωμα άποψης και δεύτερον: συμμετοχή στο προσκήνιο. Ο άνθρωπος, που δημιουργεί, οποιαδήποτε κι αν είναι η φύση της δημιουργίας, δεν έχει ανάγκη ούτε από την τεχνητή προβολή ούτε από το σύστημα, που μοιράζει αναγνώριση στους δούλους του. Η δημιουργία είναι αυτή, που του δίνει απλόχερα ό,τι ένας άνθρωπος ηθικά επιζητά. Όμως ο άνθρωπος, που δεν έχει αυτό το πρόβλημα, δεν προσκυνά ούτε δέχεται εύκολα εντολές άνωθεν. Αυτό σημαίνει ότι δεν κατευθύνεται και η αδυναμία αυτή τον κάνει εχθρό του συστήματος, πέραν του μίσους που έχουν πάντα οι δούλοι απέναντι στους ελεύθερους κι αυτόφωτους ανθρώπους.

Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσε κάποιος ν’ αναρωτηθεί και μάλιστα δίκαια, αν αυτοί οι πραγματικά λίγοι άνθρωποι είναι σε θέση να δημιουργήσουν πρόβλημα στη λειτουργία του συστήματος. Είναι δυνατό μερικές χιλιάδες ανθρώπων, που έζησαν μάλιστα και σε διαφορετικές εποχές να κλονίσουν μία παγκόσμια δομή; Αυτό εκ πρώτης όψεως είναι αδύνατον, είναι όμως δυνατόν, αν σκεφτεί κάποιος ότι η κάθε δημιουργία γεννά ορισμένες συνθήκες και μέσω αυτών των συνθηκών προκαλούνται αλυσιδωτές αντιδράσεις. Για να γίνει κατανοητό αυτό, θ’ αναφερθούμε στην ανακάλυψη του ηλεκτρισμού. Ο Φαρανταίη προσέφερε στον κόσμο γνώση, που ήταν προϊόν της ευφυΐας του. Όμως δυστυχώς για το σύστημα, στην επιστήμη η γνώση δεν είναι στατική παρά εξελίσσεται. Αυτή η γνώση ανοίγει ένα δρόμο, που ακόμα και στις μέρες μας επεκτείνεται. Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος δείχνει έναν καινούριο δρόμο, αρχίζει ένας τρομερός αγώνας στον οποίο η σκυτάλη παραδίδεται από τον ένα στον άλλο. Έτσι, στην περίπτωση του ηλεκτρισμού, η εξέλιξη ήταν αυτή, που δημιούργησε νέες συνθήκες. Οι πολλές εφαρμογές του δημιουργούν, αλλά και καλύπτουν ανάγκες. Αυτή η διπλή φύση της δημιουργίας είναι, που κλονίζει το σύστημα της Βαβυλώνας. Λίγα χρόνια πριν την ανακάλυψη κανένας δε γνωρίζει τον ηλεκτρισμό, ενώ λίγα χρόνια μετά, η ζωή γίνεται δύσκολη χωρίς αυτόν κι επιπλέον απαιτείται νέα γνώση που τον κάνει πιο ασφαλή. Από τη στιγμή όμως που είναι απαραίτητος, κάποιος πρέπει να τον παράγει. Ποιοι είναι όμως αυτοί που μπορούν να τον παράγουν;

Όσο πιο πολύπλοκη είναι η μορφή της δημιουργίας, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη της εξειδίκευσης. Κάποιος πρέπει να κάνει μία δουλειά, που απαιτεί γνώση κι αυτήν είναι η Αχίλλειος φτέρνα του συστήματος. Πρέπει να δώσει γνώση κι αυτό είναι επικίνδυνο. Στο Μεσαίωνα υπήρχαν κύριοι και δούλοι και τα πράγματα ήταν απλά. Ο δούλος κάνει μία δουλειά σκληρή, αλλά χωρίς απαιτήσεις. Αυτό που κάνει, μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Όμως οι άνθρωποι που παράγουν ηλεκτρισμό, δεν ανήκουν ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία. Δεν είναι κύριοι, εφόσον δεν έχουν περιουσία και δούλους, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι και δούλοι εξαιτίας της πολύτιμης εργασίας τους, που τους δίνει δικαίωμα καλύτερης διαπραγμάτευσης προς όφελος τους. Από έναν Φαρανταίη ξεπετάγονται χιλιάδες, αφού οι εφαρμογές είναι άπειρες. Παράλληλα με τις εφαρμογές πολλαπλασιάζονται κι οι άνθρωποι, που δεν είναι δημιουργοί, αλλά έχουν γνώση.

Το σύνολο αυτών των ανθρώπων είναι μισητό από το σύστημα, γιατί αν σ’ αυτούς προστεθούν οι έμποροι που διαθέτουν πλούτο και οι αθλητές που διαθέτουν δόξα, βλέπει εύκολα κάποιος ότι ανατρέπονται θεμελιώδη δεδομένα για τη λειτουργία του συστήματος. Οι κύριοι χάνουν τη δύναμη τους, ενώ οι δούλοι εύκολα μπορούν να μπουν σ’ αυτήν την τάξη με πολλαπλάσια δικαιώματα. Η εκκλησία ελέγχει τους δούλους του κατώτατου επιπέδου και μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει την ύπαρξή της. Οι άνθρωποι αυτής της τάξης δεν ελέγχονται σε καμία περίπτωση. Απεργεί ο δούλος και τον σκοτώνει ο κύριος για παραδειγματισμό, εφόσον δεν είναι σημαντική απώλεια. Αν όμως απεργήσει ο ειδικευμένος εργάτης, πώς μπορεί κάποιος να τον σκοτώσει, όταν δεν υπάρχει αντικαταστάτης; Αν μαζί με το παράδειγμα του ηλεκτρισμού σκεφτεί κάποιος το άπειρο των εφευρέσεων, που έχουν δημιουργήσει τις σύγχρονες ανάγκες, εύκολα μπορεί να κατανοήσει κάποιος το μέγεθος και την ισχύ αυτής της ενδιάμεσης τάξης στη σύγχρονη εποχή.

Πριν μελετήσουμε τη μεσαία τάξη, πρέπει να δούμε από που ξεκίνησαν όλα αυτά. Ξαναγυρίζουμε πίσω στο Μεσαίωνα και βλέπουμε ότι με την πάροδο του χρόνου πολλαπλασιάζονται και οι κύριοι και οι δούλοι, χωρίς όμως να υπάρχει χώρος επέκτασης. Οι άνθρωποι που είχαν γνώση, αλλά ήταν αδύνατο να εισπράξουν οποιαδήποτε μορφή υπεραξίας, είχαν δύο επιλογές: ή να χρησιμοποιήσουν τη γνώση εναντίον του συστήματος ή μέσω αυτής να δημιουργήσουν. Ο γιος ενός φεουδάρχη, που για οποιονδήποτε λόγο έχασε την περιουσία του, είχε γνώση, αλλά όχι πλούτο. Η γνώση του τον απέτρεπε να γίνει δούλος, αλλά παράλληλα δεν υπήρχε άλλη διέξοδος για επιβίωση. Όλα αυτά τα φαινόμενα οδήγησαν την κατάσταση σε ωρίμανση και προϊόν της ήταν η Γαλλική Επανάσταση. Εχθροί για το σύστημα δεν ήταν πλέον άνθρωποι με όπλα, αλλά με γνώση. Η μετάλλαξη έπρεπε να γίνει γρήγορα και με μεγάλη ακρίβεια. Ήταν απαραίτητο να εφευρεθεί ένα υποσύστημα, που σε οποιαδήποτε περίπτωση θα έλεγχε όλους αυτούς τους επικίνδυνους ανθρώπους. Το σύστημα βρέθηκε και δεν είναι άλλο από το σύστημα της Παιδείας, που γνωρίζουμε ως τις μέρες μας.

Για ν’ αντιληφθεί αναγνώστης πού ακριβώς στηρίζεται η δύναμη του συστήματος και πού γεννιούνται τα προβλήματα, πρέπει να κατανοήσει τη μετάλλαξη και πού ακριβώς αποσκοπεί. Αμέσως μετά πρέπει ν’ αντιληφθεί ποιος είναι ο ρόλος της εκκλησίας κι από που αντλεί δύναμη, για να επιβάλλει την παρουσία της και μετά τη μετάλλαξη. Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση δύο ήταν όπως προαναφέραμε, τα υποσυστήματα. Η εκκλησία κι ο στρατός. Είδαμε πώς λειτουργεί περίπου το πρώτο, ενώ πρέπει να ερμηνεύσουμε το δεύτερο. Η ανάλυση μας οδηγεί πάλι στον άθλιο Κωνσταντίνο. Η εκκλησία παραδίδοντας τους ανθρώπους κατά το γνωστό τρόπο στο σύστημα έκανε κι ένα άλλο έγκλημα, που ίσως είναι και το μεγαλύτερο. Εντελώς αυθαίρετα εξανάγκασε τους ανθρώπους να υποταγούν σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας μέσω του όρκου.

Ο όρκος φέρνει τον άνθρωπο σε μειονεκτική θέση, όταν σκέφτεται λόγω της απέραντης πίστης του. Ο άνθρωπος παγιδεύεται κι έχει την εντύπωση ότι ο Θεός τον ελέγχει σε περίπτωση παράβασης. Αγνοεί ότι ο Θεός ελέγχει και τιμωρεί μόνο σε περίπτωση παράβασης του Λόγου Του και ότι αυτή η τιμωρία δεν έχει σχέση με την ανθρώπινη λογική. Αγνοεί ο άνθρωπος ότι μέσω του όρκου του υποτάσσεται στην ανθρώπινη θέληση αυτών, που τον εκμεταλλεύονται. Αν υποθέσουμε ότι οι όρκοι έχουν κάποια διαβάθμιση, τότε ο όρκος πίστης προς την πατρίδα και προς την οικογένεια είναι ο υψηλότερος. Όρκος πίστης προς το Θεό δεν υπάρχει, γιατί είναι εκτός λογικής, εφόσον η επίκληση γίνεται προς Αυτόν. Όμως ο όρκος πίστης προς την πατρίδα και την οικογένεια υποβιβάζει τον άνθρωπο πιο κάτω κι από το επίπεδο του ζώου. Όταν ένα ζώο αγωνίζεται μέχρι το θάνατο για να προστατεύσει τα βλαστάρια του, πώς μπορούμε να μιλάμε για ον “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, όταν γι’ αυτό απαιτείται όρκος. Πώς είναι δυνατόν ένας υιός τού Θεού να χρειάζεται να ορκιστεί, για ν’ αγωνιστεί υπέρ των παιδιών του. Είναι δυνατόν ο Χριστός να κάνει λάθος; Πώς θυσιάζεται ο φίλος για το φίλο, όταν η κοινωνία των ανθρώπων εκβιάζει αυτό, που είναι φυσικό μέσω των όρκων; Πάντα, όταν ερμηνεύουμε τις πρακτικές του συστήματος, πρέπει να είμαστε καχύποπτοι και να γνωρίζουμε ότι είναι παμπόνηρο. Άνθρωποι ευφυείς και διεστραμμένοι το υπηρέτησαν κι αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν είναι αφημένο στην τύχη του. Εκμεταλλεύονται φυσικά πράγματα, για ν’ αναγκάσουν τους ανθρώπους να υποστούν τα αφύσικα. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ φυσικό και δοσμένο από το Δημιουργό ο άνθρωπος να αγαπά το χώρο που τον γέννησε και να τον προστατεύει. Όταν προστατεύει το χώρο, προστατεύει αυτό που αγαπά και δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δική του ζωή και η ζωή αυτών που αγαπάει. Ο σύντροφος, τα παιδιά κι οι φίλοι είναι η πατρίδα και για το καθένα απ’ αυτά χωριστά μπορεί ο άνθρωπος να θυσιαστεί οικειοθελώς.

Αυτό το φυσικό κι αυτονόητο εκμεταλλεύεται το σύστημα και παγιδεύει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δε φοβάται να ορκιστεί στο Θεό γι’ αυτά που αγαπά. Είναι ειλικρινής κι ο όρκος δεν τον φοβίζει. Όμως οι άθλιοι μέσα απ’ αυτόν τον όρκο περνούν κι άλλα πράγματα, που είναι επικίνδυνα. Ορκίζεται ο άνθρωπος να φυλάγει την πατρίδα, αλλά στη συνέχεια μαζί μ’ αυτό ορκίζεται να υπηρετεί και τους ηλίθιους, που τον εκμεταλλεύονται. Όταν οι άνθρωποι φτιάχνουν τους νόμους, που εμπεριέχουν την πιθανότητα σφάλματος και μπορούν να οδηγήσουν άλλους ανθρώπους στο θάνατο, τότε είναι έγκλημα η επίκληση του Θεού. Είναι έγκλημα να ορκίζεται κάποιος στο Θεό και μέσω αυτού του όρκου να γίνεται δούλος του βασιλιά και να μετατρέπεται σε ανθρωποκτόνο, όταν εκείνος το επιθυμεί. Η άθλια εκκλησία κράτησε για τον εαυτό της τα πνευματικά δικαιώματα του όρκου και μ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύει την εξουσία και στηρίζει τη θέση της. Όρκισε κι ευλόγησε το στρατό του Κωνσταντίνου κάνοντας νέους ανθρώπους φονιάδες. Δεν υπάρχει φόνος, που να δικαιολογείται από το Θεό… πόσο μάλλον χιλιάδες τέτοιοι, επειδή ένας ηλίθιος βασιλιάς είχε “μεγαλόπνοα” σχέδια.

Δεν υπάρχει στρατός, που να μην προκαλεί το μίσος του Θεού. Πώς όμως λειτουργεί ο στρατός; Πού ακριβώς στηρίζεται; Όλοι οι στρατοί του κόσμου και σε όλες τις εποχές έχουν τα εξής κοινά στοιχεία: τα μέλη τους ορκίζονται στο Θεό να προστατεύουν την πατρίδα. Ο στρατός από τη στιγμή που συνδέεται με το Θεό ως σύστημα είναι τύπου Βαβυλώνας. Συνεπώς υπάρχει απόλυτα διαβαθμισμένη ιεραρχία. Αυτό που στην εκκλησία εξασφαλίζει η γνώση για το Θεό, στο στρατό το εξασφαλίζει ο όρκος. Ορκίζεται ο απλός άνθρωπος στο Θεό για κάτι το φυσικό, όπως είναι η φύλαξη της πατρίδας και μέσα από αυτόν τον όρκο προκύπτει και η υπακοή στους ανωτέρους. Ένας άνθρωπος είναι επίορκος, είτε αν φερθεί χειρότερα από ζώο και δε φυλάξει τα παιδιά του είτε δεν υπακούσει σ’ έναν ηλίθιο ανώτερο του. Σ’ αυτό το σημείο ταυτίζεται το φυσικό με το αφύσικο. Η ανυπακοή στον αγράμματο, άθλιο, άξεστο και κομπλεξικό βαθμοφόρο παραπέμπει στον όρκο κι από εκεί στην τιμωρία. Ο όρκος δηλαδή είναι απαραίτητος για να στηθεί ένας μηχανισμός νόμων και κανόνων συμπεριφοράς, που οδηγεί στην εξουσία της κορυφής. Χρησιμοποιούν οι άθλιοι την έννοια του “Θεού” για να υποτάξουν άπειρους, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, ανθρώπους κάτω από τις διαταγές τους. Αν το σύστημα έχει ανάγκη την εκκλησία για τον έλεγχο των ανθρώπων, στην περίπτωση του στρατού αυτή η ανάγκη είναι πολλαπλάσια και θεμελιώδης. Ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει και τη χειρότερη εκμετάλλευση, δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση ν’ αντέξει την ιδέα του θανάτου. Ο Γάλλος χωρικός άντεχε τους φεουδάρχες, όμως δεν πήγαινε στο ρωσικό μέτωπο σε καμία περίπτωση χωρίς την παγίδα του όρκου. Ο Ναπολέοντας χωρίς τη βοήθεια της εκκλησίας ήταν αδύνατο να σκορπίσει το θάνατο στην Ευρώπη. Οι ίδιοι οι στρατιώτες του θα τον σκότωναν, αν δεν υπήρχε ο φόβος του Θεού, που προκαλείται από τον όρκο.

Τι λέει ο Χριστός γι’ αυτό το θέμα; Ποια είναι η άποψη Του για τον όρκο, που οδηγεί στο θάνατο; Αν στην περίπτωση της μοιχείας ήταν πολύπλοκος ο Λόγος Του, στην περίπτωση του όρκου δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τους άθλιους της εκκλησίας. (Ματθ. 5.33-5.38) “Πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως… έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου. το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν.” (Πάλιν έχετε ακούσει ότι είπαν εις τούς αρχαίους, Μή παραβαίνης τόν όρκον σου, αλλά νά εκπληρώνης τούς όρκους σου πού έδωκες εις τόν Κύριον. Εγώ όμως σάς λέγω, νά μή ορκίζεσθε καθόλου… Αλλ’ ο λόγος σας άς είναι ναί ναί, όχι όχι. Τό επί πλέον από αυτά προέρχεται από τό πονηρόν.). Ο Χριστός είναι απόλυτα σαφής και απαγορεύει στο σύνολο των περιπτώσεων τη χρήση του όρκου. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση, που να εξαιρείται. Η εκκλησία αγνοεί παντελώς το Χριστό και συστηματικά ωθεί τους ανθρώπους προς το θάνατο μέσω του όρκου. Η τραγική ειρωνεία για τους ανθρώπους είναι ότι οι άθλιοι, που παριστάνουν τους θεματοφύλακες του όρκου, είναι παιδιά του Πέτρου, ο οποίος ήταν καθ’ όλα “αξιόπιστος”. (Ματθ. 26.74-26.75) “τότε ήρξατο καταθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον. και ευθέως αλέκτωρ εφώνησε.” (Τότε άρχισε μέ κατάρες καί όρκους νά λέγη, “Δέν γνωρίζω τόν άνθρωπον”. Καί αμέσως ελάλησε ο πετείνος.). Γνήσιοι άνθρωποι “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” σκοτώθηκαν και σάπισαν στις φύλακες ακούγοντας το Χριστό κι ο άθλιος ο Πέτρος αρνήθηκε τον Ίδιο το Θεό κι έγινε άγιος της εκκλησίας.

Η εκκλησία εκμεταλλεύτηκε τον όρκο όσο τίποτε άλλο κι απ’ αυτήν την εκμετάλλευση προκύπτει το σύστημα στο σύνολο του. Οι άνθρωποί της παριστάνουν τους “δούλους του Θεού” κι ερμηνεύουν το θέλημά Του. Με όρκο στηρίζουν το βασιλιά, που τους στηρίζει και με όρκο μετατρέπουν τους απλούς ανθρώπους σε δούλους. Ορκίζεται δήθεν ο βασιλιάς στο Θεό κι ορκίζονται οι άνθρωποι πίστη στο Θεό και στο βασιλιά. Ορκίζεται ο βασιλιάς στο Θεό να κυβερνά τους ανθρώπους μέσα στην ειρήνη και να τους βοηθά να ζουν όσο πιο πλούσια γίνεται κι αυτός τους σέρνει στους πολέμους και προκαλεί το Θεό.

Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι η κοινωνία αυτού του τύπου είναι συνεχώς σ’ εμπόλεμη κατάσταση, εφόσον στηρίζεται αποκλειστικά στην αρπαγή, την ωμή βία και τη σκληρή εξουσία. Από τη στιγμή που ισχύει αυτό, είναι φυσικό ο στρατός να είναι απαραίτητο και μόνιμο στοιχείο της κοινωνικής δομής. Στη σύγχρονη κοινωνία, στην οποία ακόμα και σε καιρό ειρήνης υπάρχει στρατός, υπηρετούνται άλλοι στόχοι όχι λιγότερο επικίνδυνοι. Η κοινωνία των ανθρώπων έζησε αιώνες ολόκληρους μέσα στο σκοτάδι ανεχόμενη τους δολοφόνους, ως την εποχή που άρχισε να τρίζει ολόκληρο το άθλιο οικοδόμημα του συστήματος. Οι φιλόσοφοι, δίνοντας γνώση, άλλες φορές από αγάπη προς τον άνθρωπο κι άλλες φορές εκ του πονηρού, έγιναν επικίνδυνοι κι αυτό τρόμαζε τους επαγγελματίες άγιους και βασιλιάδες. Επειδή όλοι αυτοί γνώριζαν το πραγματικό επίπεδο του κόσμου στο σύνολο του, ήξεραν ότι η τότε κατάσταση δεν ήταν το τέλος τους, αλλά σίγουρα ήταν η αρχή του τέλους. Το σύνολο του αγώνα τους είχε στόχο την καθυστέρηση των εξελίξεων, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα πισωγυρίσματος. Γνώριζαν ακριβώς τι επρόκειτο να συμβεί κι αυτή η γνώση προερχόταν από την ιστορική εξέλιξη της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου και τον κατατεμαχισμό της σε επιμέρους βασίλεια. Ο κόσμος ήταν πλέον έτοιμος να πάρει γνώση κι αυτό θίγει πάντα τα συμφέροντα της εξουσίας. Έπρεπε φαινομενικά να δοθεί γνώση κι αυτή η γνώση να δίνεται με τέτοιον τρόπο και σε τέτοια ποιότητα, ώστε να μη θίγονται συμφέροντα ζωτικά.

Πώς όμως μπορεί να ελεγχθεί η γνώση; Η γνώση μπορεί να παρομοιαστεί με μία σπίθα φωτιάς, που μπορεί να πυρπολήσει τα πάντα. Αν σκεφτεί κάποιος ότι η κοινωνία του Μεσαίωνα ήταν απόλυτα όμοια με την κοινωνία της Βαβυλώνας που νίκησε ο Αλέξανδρος, εύκολα μπορεί από τη διαφορά των ενεργειών, που πραγματοποιήθηκαν, να καταλάβει τη διαφορά των αποτελεσμάτων. Ο Αλέξανδρος ήταν γέννημα ελληνικής φιλοσοφίας και η προσωπική του φιλοσοφία και του συνόλου της κοινωνίας που αντιπροσώπευε, είχε ξεπεράσει το στάδιο των πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση, από τη στιγμή που υπάρχει γνώση και πρέπει να μοιραστεί, δίνεται το σύνολό της και καθένας αντλεί αυτό, που τον καλύπτει. Αυτό γίνεται με την ίδρυση πνευματικών κέντρων των οποίων πυρήνες είναι οι βιβλιοθήκες. Η βιβλιοθήκη λειτουργεί σαν φάρος, προσελκύοντας το πνευματικό ον “άνθρωπος”. Όλη η σοφία και η γνώση του ανθρώπου χώρεσε τότε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Το μειονέκτημα για το σύστημα βρίσκεται στο γεγονός ότι ελεύθερη διακίνηση γνώσης σημαίνει αδυναμία ελέγχου κι απόλυτη αξιοκρατία στην κατοχή της.

Αν υπάρχει μία βιβλιοθήκη, θα τραβήξει την ευφυΐα, άσχετα αν πρόκειται για κύριο ή δούλο. Οι γνήσιες ευφυίες δεν έχουν καμία απολύτως ανάγκη αναγνώρισης από το σύστημα. Ο πραγματικά έξυπνος άνθρωπος χαίρεται κι αναγνωρίζει έναν όμοιο του, γιατί είναι απαραίτητη η σύνθεσή τους, ώστε υπάρξει ένα μεγάλο επίτευγμα. Ο Πλάτωνας χαιρόταν που υπήρχε ο Σωκράτης, γιατί αντλούσε απ’ αυτόν γνώση, όπως ένα παιδί βυζαίνει τη μητέρα του, μέχρι να μεγαλώσει και να γίνει ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Ο Πλάτωνας μόνο με την ευφυΐα του δε θα μπορούσε, αν δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, συνεπώς ο Σωκράτης, να σκεφτεί ούτε το χιλιοστό των όσων σκέφτηκε. Όταν η βιβλιοθήκη περιλαμβάνει το σύνολο της γνώσης, είναι σαν μία τεράστια δεξαμενή, που ξεδιψά έναν άνθρωπο και τον οδηγεί στο να παράγει.. πολλαπλασιάζει μ’ αυτόν τον τρόπο το υλικό της και δεν το μειώνει. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο διαπρέπουν οι πραγματικά προικισμένοι από το Θεό κι αυτό είδαμε σε άλλες περιπτώσεις τι σημαίνει. Μέσα στη βιβλιοθήκη δεν υπάρχει πλούσιος και φτωχός, κύριος και δούλος. Όπως ο αθλητής πρέπει να έχει δυνατό σώμα —για να νικήσει— έτσι κι ο άνθρωπος του πνεύματος πρέπει να έχει δυνατό μυαλό. Ο καθένας καταλαβαίνει και δημιουργεί σύμφωνα με τις δυνατότητες του και δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες, που να μπορούν να επηρεάσουν αυτές τις συνθήκες.

Έτσι, επανερχόμαστε στα ίδια ερωτήματα. Μπορεί ένας άθλιος ιερέας, που σ’ όλη του τη ζωή παριστάνει το σοφό, ν’ ανεχθεί ένα νέο, που έχει το ταλέντο από το Θεό να μιλά και να σκέφτεται όμοια μ’ Αυτόν; Είναι δυνατόν ένας τέτοιος πρεσβύτερος, που όλη του τη ζωή ταπεινώνεται και παίρνει δόξα ψεύτικη αναμασώντας τα λόγια του Πέτρου και του Παύλου, ν’ ανεχθεί την αυθεντική ευφυΐα και τη λάμψη ενός νεαρού σοφού με άπειρη γνώση; Ακόμα κι αν το ανεχόταν, η σύγκρουση θα ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Ο νεαρός σοφός προσπαθώντας να βοηθήσει τους ανθρώπους που είναι οι φίλοι του ή τα παιδιά του, αργά ή γρήγορα θα διέκρινε τα πραγματικά αιτία της δυστυχίας τους. Μπορεί κάποιος, που κινείται στο χώρο του πνεύματος, ν’ ανεχθεί στεγανά; Μπορεί μία αυθεντική ευφυΐα ν’ αφήσει το λόγο του Πέτρου και του Παύλου, χωρίς να τον συγκρίνει μ’ αυτόν του Υιού του Θεού; Τι θα πει άραγε: “ομοίως νεώτεροι υποταγήται πρεσβυτέροις”; Μπορεί ο ευφυής νεαρός να υποταγεί σ’ ένα πρεσβύτερο, στον οποίο διακρίνει και την αμάθεια και την έλλειψη πνευματικής δύναμης; Γιατί ο Χριστός παροτρύνει τους ανθρώπους: (Ματθ. 7.7-7.8) “Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται.” (Ζητάτε καί θά σάς δοθή, ερευνάτε καί θά βρήτε, κτυπάτε καί θάσάς ανοιχθή η πόρτα. Διότι καθένας πού ζητά, λαμβάνει, καί καθένας πού ερευνά, βρίσκει, καί εις εκείνον πού κτυπά, θά τού ανοιχθή η πόρτα.); Γιατί ο Χριστός λέει: “πας γαρ ο αιτών”, ενώ ο Πέτρος λέει: (Πέτρ. Β’ 1.21) “ότι πάσα προφητεία γραφής ίδιας επιλύσεως ου γίνεται.”(Νά έχετε πρώτα υπ’ όψιν σας, ότι κανένας δέν μπωρεί νά ερμηνεύση προφητείαν γραφής μόνος του.); Ποιος έχει δίκιο; Λέει ο Χριστός ψέματα κι ο Πέτρος την αλήθεια; Ο Πέτρος επιδιώκει το σκοτάδι, για να μπορεί να λειτουργήσει η κοινωνία με τους πρεσβύτερους και δε θέλει τη γνώση ελεύθερη, για να μη μπορούν να ελεγχθούν όλοι αυτοί οι άθλιοι και πνευματικά ανίκανοι άνθρωποι.

Στο πνεύμα δεν ισχύει το γνωστό: “…εγώ ξέρω, ενώ εσύ δεν ξέρεις, γιατί είσαι ακόμα νέος”. Στο πνεύμα υπάρχει η αρχή ότι όλοι ξέρουν, απλά η γνώση δίνει μία επιπλέον δυνατότητα επιβεβαίωσης κι έκφρασης. Ποιος άνθρωπος δε γνωρίζει, ποιο είναι το συμφέρον του; Ποιος δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό ή το όμορφο από το άσχημο; Αυτό σημαίνει ότι όλοι ξέρουν. Απλά η έκφραση και η σχηματοποίηση κάποιων εννοιών, που δεν είναι συγκεκριμένες, απαιτεί γνώσεις. Όλα αυτά η εκκλησία τα γνώριζε κι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο έδρασε διαφορετικά από τον Αλέξανδρο. Απέφυγε να χτίσει βιβλιοθήκες κι έχτισε πανεπιστήμια. Αυτές οι έννοιες, που φαίνονται περίπου ίδιες, διαφέρουν μεταξύ τους όσο η μέρα με τη νύχτα. Το σύστημα, μέσω των πανεπιστημίων, κατόρθωσε αυτό, που φαίνεται ακατόρθωτο. Κατόρθωσε τον έλεγχο της γνώσης, διατηρώντας τα απαραίτητα στεγανά και τη διασπορά της με επιθυμητό γι’ αυτήν τρόπο. Όταν ισχύουν οι παραπάνω συνθήκες στο χώρο του πνεύματος, τότε έχουμε αυτόματα τη δημιουργία δομής. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα στεγανά δημιουργούν μία κατηγορία ανθρώπων, που υποτίθεται, ότι έχει την ανώτατη γνώση, που δεν είναι προσιτή σε όλους κι επομένως δεν ελέγχονται, ενώ η διασπορά, που ελέγχεται, δημιουργεί μία αμέσως κατώτερη τάξη ανθρώπων, που δέχονται να πάρουν γνώση, χωρίς ν’ απαιτούν να μετέχουν στον προσδιορισμό της ποιότητας και του επιπέδου της.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στις συνθήκες, που οδήγησαν στην ίδρυση των πανεπιστημίων. Η ωρίμανση των συνθηκών ώθησε τους ανθρώπους στην απαίτηση ορισμένων δικαιωμάτων, που μέχρι τότε στερούνταν. Ένα απ’ αυτά τα δικαιώματα ήταν η Παιδεία, άρα η πρόσβαση στη γνώση. Ήταν κατανοητό ότι απαραίτητος παράγοντας της ευημερίας του ανθρώπου ήταν η γνώση. Το σύστημα τρόμαζε βλέποντας ανθρώπους με δυνατό μυαλό, όπως ο Βολτέρος ή ο Ζ.Ζ. Ρουσσώ να ψηλαφίζουν τις αδυναμίες του. Οι άνθρωποι μπορεί στο σύνολο τους να μην καταλάβαιναν τη σημασία της Παιδείας υπήρχαν όμως πολλοί, που έβλεπαν καθαρά ότι από εκεί μπορεί να προέλθει η λύση. Υπήρχαν τότε δύο τύποι ανθρώπων: αυτοί που είχαν τη γνώση κι αυτοί που διψούσαν γι’ αυτή. Από τη στιγμή που υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, το σύστημα έχει δύο πιθανές λύσεις: ή να τους σκοτώσει —πράγμα αδύνατον— ή να τους παγιδεύσει. Δεν μπορεί να τους πείσει ν’ αλλάξουν αυτό, που έχει παγιωθεί στο μυαλό τους.

Η παγίδα στήθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο. Όλους τους ανθρώπους, που δεν αμφισβητούσαν το σύστημα κι είχαν την απαιτούμενη γνώση, τους έκανε καθηγητές και τους υπόλοιπους τους απέκλεισε από το σύστημα παιδείας. Πήρε μ’ αυτόν τον τρόπο το γιο του αποτυχημένου φεουδάρχη κι από τεμπέλη κι απένταρο κοσμικό τον μετέτρεψε σε λαμπρό καθηγητή πανεπιστημίου. Μέσω του ελέγχου της κοινής γνώμης έδωσε την απαιτούμενη αίγλη στη θέση, κι ο βλάκας ως εκ θαύματος μετατράπηκε σε πάνσοφο άντρα. Για να διασφαλίσει ακόμα περισσότερο των έλεγχο των ανθρώπων αυτών και με δεδομένο ότι η δόξα ούτε χορταίνει ούτε χτίζει σπίτια, τους έδωσε και την αντίστοιχη υπεραξία. Το σύστημα δηλαδή πήρε ένα μέρος των κλοπιμαίων και το χάρισε στη νέα κατηγορία των δούλων του. Ακόμα κι ένας ευφυής και καλοπροαίρετος άνθρωπος, αν εντασσόταν στο σύστημα παιδείας, θα έπαυε ν’ αμφισβητεί τις πρακτικές της εξουσίας, λόγω του μεγέθους αυτής της υπεραξίας. Αφού το σύστημα παγίδευσε αυτούς τους ανθρώπους, σειρά είχαν αυτοί που διψούσαν για γνώση. Με τη δημιουργία αυτού του ελεγχόμενου συστήματος ο κάθε άνθρωπος, που εισερχόταν μέσα σ’ αυτό, ήταν υποχρεωμένος να σεβαστεί τις υπάρχουσες συνθήκες. Ποιες ήταν αυτές; Πρόγραμμα σπουδών, συγκεκριμένο κι άκαμπτο. Πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, που είχαν προηγουμένως ελεγχθεί και κάλυπταν τις συγκεκριμένες ανάγκες του συγκεκριμένου προγράμματος. Δεν μπορεί κάποιος, που σπούδαζε ιατρική, να έρθει σε επαφή με τη φιλοσοφία και οτιδήποτε άλλο. Οι άνθρωποι, που διψούσαν για γνώση, παγιδεύτηκαν γιατί δεν υπολόγισαν το Λόγο του Χριστού. (Λουκ. 9.62) “ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω ευθετός έστιν εις την βασιλείαν του Θεού.” (Κανείς πού βάζει τό χέρι εις τό αλέτρι καί κυττάζει πρός τά πίσω, δέν είναι κατάλληλος διά τήν βασιλείαν τού Θεού.). Οι άνθρωποι αυτοί έβλεπαν προς τα πίσω και σύγκριναν. Έβλεπαν ότι λίγο καιρό πριν δεν είχαν καμία δυνατότητα, ενώ μετά τον αγώνα τους απέκτησαν έστω κι αυτήν την περιορισμένη. Το τραγικό λάθος ήταν ότι δεν απαίτησαν το σύνολο της γνώσης, μέσω της δημιουργίας βιβλιοθηκών στις οποίες θα υπήρχε πρόσβαση για τους πάντες.

Το σύστημα ήδη είχε κλονιστεί κι εξαιτίας αυτού ίδρυσε τα πανεπιστήμια. Αν οι άνθρωποι καταλάβαιναν αυτόν τον κλονισμό και την αγωνία του συστήματος, δε θα συμβιβάζονταν. Επειδή φοβούνταν τη φαινομενικά ακλόνητη ισχύ του, δε ρίσκαραν να ζητήσουν τα πάντα. Αυτός ο φόβος ήταν, που έδωσε την απαιτούμενη πίστωση χρόνου στο σύστημα ν’ αντιδράσει, όπως αποδεικνύει η ιστορία με τον καλύτερο, γι’ αυτό, τρόπο. Ίδρυσε πανεπιστήμια, τα επάνδρωσε με ανθρώπους του κι άνοιξε τις πόρτες της γνώσης στους ανθρώπους, όχι για να τους βοηθήσει, αλλά για να τους μετατρέψει σε δούλους. Η μετατροπή αυτή σε δούλους έγινε με τη γνωστή για το σύστημα μέθοδο. Έδωσε πρόσβαση στην υπεραξία, στο σύνολο των ανθρώπων, που εισέρχονται στα πανεπιστήμια. Έτσι ένας άνθρωπος του οποίου η ευαισθησία τον κάνει να σκέφτεται υπέρ των ανθρώπων και κατά της αδικίας, εισερχόμενος στο πανεπιστήμιο, έχει την εντύπωση, ότι μέσα εκεί θα εμπλουτίσει τις γνώσεις του και θα γίνει ακόμα πιο χρήσιμος. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κινητοποιήσεις των φοιτητών στο σύνολο του χρόνου τρομάζουν το σύστημα.

Οι φοιτητές είναι νέοι άνθρωποι κι ως τέτοιοι δίνουν προτεραιότητα σε έννοιες όπως έρωτας, ελευθερία και ισότητα. Επειδή έχουν ένα προβάδισμα στην ποιότητα και την ποσότητα της γνώσης, έχουν και ανάλογο λόγο, που υπερτερεί έναντι του λόγου των νέων εργατών, αγροτών κλπ. Αυτούς τους νέους το σύστημα πρέπει να τους πειθαρχήσει και στο τέλος να τους ελέγξει. Όμως πώς μπορεί κάποιος να πειθαρχήσει σκέψεις, απόψεις κι ιδέες; Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν σχολές στις οποίες δίδασκαν οι φιλόσοφοι και μαθητές απ’ όλο τον κόσμο επιζητούσαν την ένταξή τους στις υποτυπώδεις αυτές σχολές. Το Σωκράτη ακολούθησε ο Πλάτωνας κι αυτόν ο Αριστοτέλης. Υπήρξαν δηλαδή πνευματικοί άντρες των οποίων η σκέψη ερέθιζε την ευφυΐα των μαθητών τους και απ’ αυτόν τον ερεθισμό προέκυπτε η διάδοχη κατάσταση. Αυτό θεωρητικά γίνεται και στα πανεπιστήμια, και λέμε θεωρητικά, γιατί υπάρχουν ορισμένες διαφορές, που είναι ουσιαστικότατες.

Ο Σωκράτης δεν ήταν διορισμένος δάσκαλος σε κάποιο σύστημα κι ούτε εισέπραττε υπεραξία. Αυτό σημαίνει, ότι ήταν ανάγκη να υπάρξει πρώτα ως πνεύμα. Η ποιότητά αυτού του πνεύματος ήταν αυτή που του έδινε την ιδιότητα του δασκάλου και στη συνέχεια προσέλκυε τους νεότερους, που αυτόβουλα έπαιρναν την ιδιότητα του μαθητή. Ο Πλάτωνας, ακόμα και στο απόγειο της πνευματικής του δραστηριότητας, δεν έπαψε να αισθάνεται περήφανος για το πνεύμα που τον δίδαξε. Ανεξάρτητα από το αν υπήρχε συμφωνία ή διαφωνία στο φιλοσοφικό έργο των δύο αντρών, η εκτίμηση του μαθητή προς το δάσκαλο ήταν δεδομένη. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, αν δεν υπήρχε ο Σωκράτης κι οι προβληματισμοί του, ο Πλάτωνας σίγουρα θα ξεκινούσε με φτωχότερα δεδομένα κι αυτό σημαίνει διαφορετική κατάληξη. Έπρεπε να εξαντλήσει τα περιθώρια του Σωκράτης, να δώσει τα προϊόντα αυτής της προσπάθειας έτοιμα στον Πλάτωνα, ώστε να ξεκινήσει με σοβαρό πλεονέκτημα τη δική του προσπάθεια. Όλα αυτά έχουν απόλυτη σχέση με την προσωπική αξία του μαθητή. Ο Πλάτωνας ήταν ο καλύτερος μαθητής του Σωκράτη, είτε ήταν πλούσιος είτε ήταν φτωχός.

Όπως ο δάσκαλος πρέπει να είναι υψηλής πνευματικής αξίας, έτσι και ο μαθητής πρέπει να μπορεί ν’ ακολουθεί. Αυτό είναι απαραίτητο σε συνθήκες ελευθερίας πνεύματος, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο η διδασκαλία δεν φθείρει το δάσκαλο και τον βοηθά να διατηρεί το υψηλό επίπεδό του. Στην περίπτωση μας αυτό σημαίνει ότι ο Σωκράτης βοήθησε τον Πλάτωνα, αλλά αν δεν είχε μαθητές αυτού του επιπέδου ίσως και να μην έφτανε κι αυτός εκεί που ήθελε. Ο δάσκαλος είναι μία δεξαμενή γνώσης κι, όταν ο μαθητής είναι ευφυής, αυτή η δεξαμενή πολλαπλασιάζεται. Το πνεύμα σ’ ελεύθερη κατάσταση δεν αφήνει περιθώριο δημιουργίας όρων και θέσεων. Όταν μιλά ο Σωκράτης, είναι δάσκαλος, όταν απαντά ο Πλάτωνας, είναι επίσης δάσκαλος του δασκάλου του. Απλά το γεγονός ότι μία ευφυΐα στην αρχή της πορείας της απαιτεί γνώση, καθιστά αυτόν που δίνει την αρχική ως δάσκαλο. Μέσα από τη δυναμική από την οποία οι ρόλοι εναλλάσσονται κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και πέραν κάθε ιεραρχίας, προκύπτει ο σεβασμός και η αλληλοεκτίμηση. Ο Πλάτωνας σέβεται το Σωκράτη, που του δίνει γνώση κι ο δεύτερος σέβεται τον πρώτο, επειδή τον προβληματίζει ωθώντας τον σε δρόμους που πιθανόν να μην είχε σκεφτεί.

Επειδή ακριβώς ο δάσκαλος διδάσκει όχι για να εισπράξει υπεραξία, αλλά για να καλύψει τις πνευματικές του ανάγκες, το σύνολο του περιβάλλοντος του ήταν μία μικρή ελεύθερη κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές, που δεν ήταν της κλάσης του Πλάτωνα, δεν τον φθονούσαν, γιατί η ιδιότητα του αγαπημένου μαθητή δε σήμαινε τίποτε πέρα από μία αναγνώριση της αξίας του. Αισθάνονταν αντίθετα ικανοποίηση, επειδή είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται παρόντες στο χρόνο και στο χώρο, όπου φιλοξενούνται δύο πραγματικοί κολοσσοί του πνεύματος. Αυτές οι συνθήκες είναι, που δημιουργούν μεγάλους δασκάλους και προσελκύουν τους λάτρες του πνεύματος.

Στα πανεπιστήμια —και ειδικότερα των πρώτων χρόνων— δεν υπήρχε καμία από τις παραπάνω συνθήκες. Ο δάσκαλος ήταν δάσκαλος και ο μαθητής μαθητής. Ποτέ ίσοι και ποτέ δεν αφέθηκε η κατάσταση εκτός ελέγχου. Η εκκλησία επάνδρωσε τα πανεπιστήμια με ανθρώπους της κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εξέλιξη μίας άσχημης κατάστασης, που εξακολουθεί να υπάρχει ως τις μέρες μας. Όταν λέμε ανθρώπους της εκκλησίας, εννοούμε πρεσβύτερους με άκαμπτες θέσεις και αμφίβολες δυνατότητες. Δίνει αίγλη στη θέση του καθηγητή του πανεπιστημίου και δίνοντας τη σ’ έναν πρεσβύτερο, εξασφαλίζονται οι επιθυμητές συνθήκες. Ο πρεσβύτερος, που υπήρξε δούλος σ’ όλη του τη ζωή, για να διατηρήσει τη θέση, που του προσφέρει ότι επιθυμεί, ελέγχεται. Αυτός ο έλεγχος είναι, που δημιουργεί άσχημες συνθήκες μέσα στα πανεπιστήμια και σκοπό έχει τον ευνουχισμό του συνόλου των ανθρώπων, που έχουν επαφή με τη γνώση. Το σύστημα θέλει τον καθηγητή χωρίς επαφή με τους μαθητές του κι αυτό σημαίνει αυστηρότητα και δυνατότητα συζήτησης μόνο στο θέμα στο οποίο υπάρχει εξειδίκευση.

Μ’ αυτές τις συνθήκες ούτε ο Σωκράτης ούτε ο Πλάτωνας μπορούν να διδάξουν σε πανεπιστήμια. Ποιοι μπορούν να διδάξουν; Οι βλάκες. Ένας άνθρωπος περιορισμένων δυνατοτήτων λατρεύει τη θέση του καθηγητή. Παίρνει κοινωνική αναγνώριση πνευματικού άντρα χωρίς τον παραμικρό κόπο. Η αυστηρότητα του ταιριάζει, γιατί ως δούλος έχει ανάγκη να δείχνει σημαντικός έχοντας δυνατότητα τιμωρίας. Η συζήτηση πάνω σε θέματα εξειδίκευσης είναι ό,τι καλύτερο, γιατί διαβάζει επί χρόνια την ίδια βιβλιογραφία κι εξασφαλίζει σ’ έναν τομέα γνώση, που τον κάνει να στέκεται αξιοπρεπώς μέσα σε μία αίθουσα. Ένας καθηγητής που διδάσκει υδραυλική επί χρόνια σ’ ένα πολυτεχνείο, μπορεί να είναι ακόμα και ηλίθιος, χωρίς ποτέ να αποκαλυφθεί. Οι δυνατότητες ενός ανθρώπου φαίνονται μόνον, αν σε ελεύθερες συνθήκες μπορεί να λειτουργήσει κατά τρόπο ικανοποιητικό. Αν, για παράδειγμα, ο Σωκράτης δίδασκε υδραυλική για να ζήσει, θα μπορούσε να είναι ο αγαπημένος καθηγητής όλων των φοιτητών. Όμως θ’ απαιτούσε απ’ αυτούς προσήλωση την ώρα που αυτός θα έπρεπε να εργαστεί. Δε θα είχε την ανάγκη να είναι αυστηρός για ν’ ακουστεί η φωνή του. Αντίθετα η αγάπη των μαθητών του θα του έδινε τη δυνατότητα ν’ απαιτεί και να παίρνει αυτό που η απόλυτη αυστηρότητα δεν καταφέρνει.

Το σύστημα όμως δεν θέλει το Σωκράτη για καθηγητή, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο θίγονται σημαντικά πράγματα. Οι βλάκες συνάδελφοι του δεν ανέχονται τη δόξα του, ενώ στην περίπτωση που υπάρχουν τριβές η επαφή με τους φοιτητές θα φέρνει αυτόν τον άντρα στο ίδιο στρατόπεδο μ’ αυτούς. Το σύστημα διορίζει δούλους, για να εξασφαλίζει σ’ αυτήν τη σύγκρουση εμπροσθοφυλακή και όχι φίλους και συμμάχους των νέων. Το μεγάλο επίτευγμα με το σύστημα της παιδείας είναι ένας εκ νέου διαχωρισμός των ανθρώπων μεταξύ τους, καθώς και η σύγχυση των εννοιών γνώση, σοφία, ευφυΐα. Οι σοφοί της αρχαιότητας δεν είχαν τίτλους. Δεν υπήρχε ο αρχισοφός, ο υποσοφός και ο ανθυποσοφός και άλλα φαιδρά. Ο σοφός ήταν αυτός, που είχε μία άποψη που από τη στιγμή που την έθετε, οι υπόλοιποι, επειδή καλύπτονταν, την υιοθετούσαν. Αυτό παράλληλα σήμαινε ότι, για να υφίσταται ως τέτοιος, έπρεπε ν’ αγωνίζεται και να βρίσκεται συνέχεια στους ρυθμούς της εποχής. Ο σοφός ήταν αυτός, που στα επίκαιρα προβλήματα έδινε την πιο σωστή λύση και όχι αυτός, που κάποτε είχε δώσει λύση.

Στη σύγχρονη εποχή του παραλογισμού, σοφός μπορεί να είναι και κάποιος, που όχι μόνο δε δίνει λύσεις, όχι μόνο δεν έδωσε ποτέ, αλλά το μόνο που γνωρίζει είναι οι απόψεις των αρχαίων και των νεοτέρων σοφών. Ένας άνθρωπος νεκρός, που δε σκέφτεται, έχοντας τα ίδια χαρακτηριστικά με ένα βιβλίο περνά για σοφός. Για να το κατανοήσει κάποιος αυτό, θα πρέπει να σκεφτεί ότι χιλιάδες νέοι διδάσκονται κοινωνιολογία, που σημαίνει προβληματισμό πάνω στο πιο σημαντικό θέμα που αφορά τους ανθρώπους, από ανθρώπους —που δεν έχουν ούτε είχαν ποτέ προσωπική άποψη πάνω στα προβλήματα της κοινωνίας— που απλά και μόνο λόγω της υπομονής τους να περιμένουν δεκαετίες αναρριχήθηκαν στη θέση του καθηγητή. Διδάσκονται προβληματισμούς ανθρώπων που εξ αντικειμένου έχουν αποτύχει, εφόσον η λύση σε κοινωνικής φύσης προβλήματα, αν είχε βρεθεί, δε θα υπήρχαν προβλήματα. Δεν είναι κακό να γνωρίζει κάποιος τι λέει ο Καντ ή ο Μορ, είναι όμως κακό να διδάσκει αυτός, που δεν έχει άποψη. Μ’ αυτήν τη λογική, αν ζούσε ο Πλάτωνας σήμερα, θα γνώριζε τα όσα είχαν ειπωθεί, αλλά αυτή η γνώση θα ήταν βοήθημα για την άποψη του, που τελικά δίνει και την ιδιότητα του δασκάλου. Δεν είναι δάσκαλος αυτός, που αντικαθιστά το βιβλίο. Δάσκαλος είναι αυτός, που μετά το θάνατο του όχι απαραίτητα βιολογικό, θα γίνει βιβλίο.

Όταν το σύστημα δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στους ανθρώπους για την αξία των ανθρώπων του πνεύματος, καταφέρνει να δημιουργεί δούλους, ψευδόσοφους. Αυτούς έχει τη δυνατότητα ν’ αποκαλύψει, όταν γίνονται επικίνδυνοι, ενώ τους ανθρώπους, που εισέρχονται στα πανεπιστήμια, τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους δημιουργώντας τη μεγαλύτερη απάτη, θεωρώντας τους μορφωμένους. Σ’ αυτό το σημείο σωστά θα ρωτήσει κάποιος: “Δεν είναι απαραίτητοι όλοι αυτοί που διδάσκουν; Δεν πρέπει κάποιος να δώσει έτοιμη γνώση στους ανθρώπους;”. Βεβαίως όλοι αυτοί είναι απαραίτητοι κι αναγκαίοι. Είναι υψηλή αποστολή να μεταφέρει κάποιος γνώση. Όλοι αυτοί, που διδάσκουν τους νέους, εκτελούν λειτούργημα. Το πρόβλημα όμως δεν είναι σ’ αυτό το σημείο. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι αυτοί εισπράττουν υπεράξια και χωρίς να έχουν την παραμικρή αξία ως άντρες του πνεύματος επεμβαίνουν αρνητικά στις ζωές των ανθρώπων. Όταν ένας άνθρωπος διδάσκει μηχανική σε πανεπιστήμιο, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν τον χωρίζει τίποτε από έναν απλό εργάτη. Ούτε εφηύρε τη μηχανική ούτε βοήθησε στην εξέλιξή της. Το πνεύμα βρίσκεται σ’ αυτές τις δύο έννοιες. Από τη στιγμή που μεταφέρει γνώση άλλων, θα πρέπει να πληρώνεται για την εργασία της μεταφοράς και όχι του δημιουργού. Αυτό σημαίνει ότι δε δικαιούται την παραμικρή υπεραξία. Για το αν ή όχι δικαιούται υπεραξία ο δημιουργός, θα το βρούμε στο Λόγο του Χριστού και σ’ άλλο σημείο. Σημασία έχει ότι, όπως ένας εργάτης πληρώνεται για μία εργασία που κάνει, χωρίς να παίρνει υπεραξία, έτσι κι ο άνθρωπος που εργάζεται στο πανεπιστήμιο μεταφέροντας ξένη γνώση, δεν τη δικαιούται.

Το δεύτερο σκέλος και το πιο επικίνδυνο είναι αυτό της επέμβασης στη ζωή των ανθρώπων. Με την ένταξη όλων αυτών των αμφίβολης ποιότητας ανθρώπων μέσα σε μία ειδική κι εξέχουσα από άποψης κοινωνικής αναγνώρισης τάξη, που είναι αυτή του πνευματικού κόσμου, καταφέρνει το σύστημα κι ελέγχει το σύνολο των ανθρώπων, που έχουν άποψη. Οι άνθρωποι από την εποχή της πρώτης οργανωμένης κοινωνίας, ανέπτυσσαν τους προβληματισμούς τους κι αυτοί οι προβληματισμοί στρέφονταν πάντα εναντίον της εξουσίας και της αδικίας. Το σύνολο αυτών των απόψεων πηγάζει μέσα από τους απλούς ανθρώπους. Άνθρωποι μ’ ευαισθησίες και δυνατότητες αναλάμβαναν να μορφοποιήσουν τις ανθρώπινες ανησυχίες στο βέλτιστο επίπεδο τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι, που συνθέτουν την πάντα υπάρχουσα τάξη του πνεύματος. Όταν το σύστημα ελέγχει μέσω υπεραξιών ανθρώπους που αυθαίρετα επιβάλλει ως πνευματικό κόσμο, καταφέρνει και προκαλεί σύγχυση. Έχει πείσει τους ανθρώπους στο σύνολό τους ότι οι μορφωμένοι μέσω του πανεπιστημίου είναι σοφοί και οι καθηγητές ακόμα σοφότεροι. Αυτό σημαίνει ότι κι αν ακόμα γεννηθεί ένας εξαιρετικός άντρας, ο κόσμος έχει μάθει να αναζητά τα εχέγγυα που αποδεικνύουν την ποιότητά του. Για το μέσο άνθρωπο ένας φιλόσοφος, που δεν έχει πανεπιστημιακό τίτλο, είναι περίπου απατεώνας. Μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε ανοησία, αν είναι άποψη ενός καθηγητή πανεπιστημίου, ενώ αμφισβητεί την τελειότητα ενός γνήσιου φιλοσόφου.

Το σύστημα περνά μ’ αυτόν τον τρόπο στον κόσμο τις πρακτικές του, εφόσον για να είναι σύμφωνοι κι οι δήθεν πνευματικοί άντρες, σημαίνει ότι είναι η καλύτερη δυνατή προσέγγιση των προβλημάτων. Βγαίνουν οι εργάτες για διαμαρτυρία στους δρόμους κι οι καθηγητές αναφέρονται στο κόστος της απεργίας και την έλλειψη εθνικής ευαισθησίας. Αγνοεί ο κόσμος ότι και αυτοί, που έχουν όλες αυτές τις ανώτερες ευαισθησίες, συγκαταλέγονται ανάμεσα στους κλέφτες. Όσο κλέβει ένας πολιτικός, τόσο κλέβει κι ένας “πνευματικός άντρας”. Όσο θίγονται τα συμφέροντα του συστήματος εξουσίας από τις κινητοποιήσεις, άλλο τόσο θίγονται και τα συμφέροντα των δούλων του συστήματος της παιδείας. Όμως ο άνθρωπος αυτά δεν τα καταλαβαίνει, γιατί δεν μπορεί να τα ελέγξει. Βλέπει το σοβαρό κι αγέλαστο καθηγητή και νομίζει ότι είναι σε ανώτερη κατάσταση, επειδή καταλαβαίνει τα πάντα. Δε γνωρίζει ότι είναι αμίλητος κι αγέλαστος, επειδή είναι βλάκας κι όχι μόνο δεν έχει τίποτε να πει, άλλα το πιο πιθανό είναι και να μην καταλαβαίνει αυτά που είναι κοινώς κατανοητά. Ο βλάκας πάντα φοβάται να μιλήσει, γιατί ο λόγος ελέγχεται, ενώ η σιωπή είναι μυστήριο. Οι δούλοι χαίρονται τη σιωπή τους, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιβιώνουν. Ένας σιωπηλός βλάκας, που κάπου-κάπου ανοίγει το στόμα του και χρησιμοποιεί αποφθέγματα μεγάλων αντρών, περνά στον κόσμο ως σοφός. Ακριβώς μετά τα αποφθέγματα, αρχίζει μία γλώσσα που μόνον τα γνωστά μαύρα πουλιά, οι κόρακες, είναι σε θέση ν’ αντιληφθούν και να κατανοήσουν. Με το στήσιμο όλου αυτού του υπερσυστήματος ο έλεγχος των ανθρώπων είναι ευκολότερος. Όπως η εκκλησία είχε τη δυνατότητα μέσω του αλάθητου να ελέγχει το σύνολο των απόψεων, που δεν τη συνέφεραν, έτσι κι αυτή η τάξη των δούλων ελέγχει αυτό που η εκκλησία δεν μπορεί.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τη διασπορά της γνώσης, πλήθος νέων ανθρώπων εξέφραζαν με τη βοήθεια των νέων δεδομένων τις ιδέες τους. Η εκκλησία έχοντας χάσει την απόλυτη ισχύ της, εύκολα θα γινόταν στόχος επικρίσεων. Όμως με τον έλεγχο του συστήματος παιδείας ό,τι δεν μπορούσε να το θεωρήσει αιρετικό το υποβάθμιζε κι, όποτε μπορούσε, το εξαφάνιζε. Έστω ότι έβγαινε ένας σοφός κι ανέπτυσσε μία θεωρία, που μπορεί άμεσα να μην έθιγε την εκκλησία, αλλά έθιγε τα θεμελιώδη δεδομένα της ύπαρξης της. Οποιαδήποτε επέμβαση της θα μπορούσε να δημιουργήσει υποψίες και θα ωθούσε κάποιους ανθρώπους να βρουν και να εξηγήσουν τα αίτια της αντίδρασης. Θα μπορούσε κάποιος να πει λόγου χάρη ότι δίκαιο είναι οι υπάλληλοι να αμείβονται μ’ ένα συγκεκριμένο μισθό ανεξάρτητα από το βαθμό τους. Το επιχείρημα θα είχε σχέση με την εργασία και μόνον. Ο νέος έχει τη δυνατότητα να είναι πιο παραγωγικός, ενώ ο πρεσβύτερος αυτήν την αδυναμία την καλύπτει μέσω της πείρας. Όμως το σύστημα, που θέλει να σπρώχνει τους ανθρώπους στη θυσία, θίγεται. Δεν μπορεί η εκκλησία να επέμβει, χωρίς να αιτιολογήσει την επέμβασή της. Έχοντας δημιουργήσει ένα σύστημα στο χώρο του πνεύματος όμοιο μ’ αυτήν, καταφέρνει κι έχει συμμάχους της όλους τους δούλους του, που έχουν κοινά μ’ αυτή συμφέροντα. Έτσι η επέμβαση γίνεται από άλλο χώρο, που δεν μπορεί να ελεγχθεί για τις προθέσεις του.

Βγαίνουν οι δούλοι οι καθηγητές κι επιτίθενται στο φιλόσοφο για θέματα, που δεν έχουν σχέση με τη θεωρία. “Ποιος είναι αυτός; Αυτός δεν έχει καν σπουδάσει. Τέτοιες θεωρίες υπάρχουν άπειρες κι είναι αδύνατο να λειτουργήσουν.”. Ο κόσμος, που είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος, βλέπει αλλά δεν καταλαβαίνει. Δεν μπορεί να γνωρίζει, αν υπάρχουν άλλες τέτοιες θεωρίες κι αν πράγματι δε λειτουργούν. Νομίζει ότι οι καθηγητές είναι αυθεντίες και υποτιμά τον πραγματικό φιλόσοφο. Αν είναι τόσο έξυπνος, γιατί δε σπούδασε; Γιατί δεν έγινε καθηγητής; Δε γνωρίζει ότι για να γίνει κάποιος καθηγητής, πρέπει να περιμένει, να προσκυνά και να γλείφει όποιον είναι μπροστά του. Αγνοεί το Λόγο του Χριστού, που αναφέρεται στις τιμές μεταξύ των ανθρώπων. Έχοντας αυτόν τον πολύτιμο σύμμαχο, το σύστημα έχει τη δυνατότητα να λογοκρίνει με ασφάλεια και κατόπιν να κλέβει.

Το πανεπιστήμιο έτσι όπως είναι οργανωμένο είναι συνώνυμο της κλοπής. Πέραν της κλοπής των ανθρώπων του, μέσω της υπεραξίας κλέβει ανεξέλεγκτα και τα πνευματικά δημιουργήματα των ανθρώπων. Αυτό γίνεται από την πρώτη στιγμή που υπήρξαν και δεν αφορά μόνον τις μεγαλοφυείς ιδέες, αλλά ακόμα και απλά ευφυολογήματα. Η κλοπή αυτή γίνεται πάντα με συγκεκριμένο τρόπο. Ο καθηγητής είναι από τα δεδομένα μία μετριότητα του πνεύματος… αυτό δεν είναι υπερβολή, γιατί αν ίσχυε το αντίθετο, θ’ ακολουθούσε το δρόμο της έρευνας ή της ελευθερίας της σκέψης, που είναι ασυμβίβαστος με το επάγγελμα. Μία ευφυΐα δεν έχει χρόνο σε καμία περίπτωση να διδάσκει συνεχώς κι επί πολλές ώρες την ημέρα μία συγκεκριμένη ύλη. Όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό για τις γενιές που ακολουθούν, είναι κατώτερη εργασία κι επειδή είναι χρονοβόρο, είναι ταυτόχρονα και απαγορευτικό.

Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στις σχολές και στη φύση τους. Υπάρχουν σχολές, όπως το πολυτεχνείο, που ασχολούνται με την έρευνα και την τεχνολογία και σχολές που ασχολούνται με τον άνθρωπο και την κοινωνία. Αυτός ο διαχωρισμός γίνεται, γιατί κάποιος, που αμφισβητεί τα παραπάνω όσον αφορά την αξία αυτής καθ’ αυτής της διδασκαλίας, πρέπει να γνωρίζει τι συμβαίνει. Ο Σωκράτης ήταν δάσκαλος και θεωρητικά δε διαφέρει πολύ από έναν καθηγητή που διδάσκει φιλοσοφία, συνεπώς και την άποψη του Σωκράτη. Η διδασκαλία του γέννησε τον Πλάτωνα και κατ’ αναλογία Πλάτωνες γεννιούνται και στα πανεπιστήμια. Αυτή η πολύ λογική σχέση μεταξύ των περιπτώσεων, φαντάζει σαν αντίφαση με τα όσα αναφέραμε περί δημιουργίας και διδασκαλίας. Δεν είναι αντίφαση όμως, γιατί υπάρχουν διαφορετικά δεδομένα. Ο Σωκράτης λειτουργούσε με τη διδασκαλία κι αυτό ήταν, που τον διαχωρίζει από τον καθηγητή. Ο καθηγητής δε λειτουργεί. Λειτουργία σημαίνει δημιουργία κι αυτό απαιτεί απόλυτη ελευθερία. Ο Σωκράτης, για παράδειγμα, θα μπορούσε τη μία μέρα να έχει, με βάση το σύνολο της φιλοσοφίας του, την άποψη για την αναγκαιότητα των δούλων και μέσα σε λίγες ώρες μετά από έντονο προβληματισμό, που γεννήθηκε κατά στην ώρα της διδασκαλίας —κι από ένα μαθητή— ν’ αλλάξει το σύνολό της. Ο γνήσιος φιλόσοφος μέσα από τη διδασκαλία παίρνει στοιχεία που χρειάζεται μέσω των συνθηκών που ο ίδιος δημιουργεί. Ερεθίζει κι ερεθίζεται. Ερεθίζει τους μαθητές με ερωτήματα, που τον προβληματίζουν κι ερεθίζεται με τις απαντήσεις. Ρωτά: “είναι σωστό για έναν άνθρωπο να ζει σαν δούλος, επειδή οι γονείς του ήταν δούλοι;”. Αν η κοινωνία δέχεται τη δουλεία, αυτός ως γνήσιος φιλόσοφος θα έχει, αν όχι την τέλεια άποψη σίγουρα καλύτερη. Αυτό σημαίνει ότι, αν ο μαθητής απαντήσει θετικά, δεν υπάρχει ερεθισμός, άρα η άποψη δίνεται έτοιμη κι είναι αυτή που κάνει το φιλόσοφο μεγάλο. Αν όμως ο μαθητής απαντήσει κάτι άλλο, που είναι πιο προχωρημένο από την άποψη του φιλοσόφου, τότε έρχεται ο ερεθισμός. Άμεση συνέπεια είναι οι συνεχείς ερωτήσεις κι ο έντονος προβληματισμός. Παίρνει από το μαθητή ακατέργαστο υλικό, που το οργανωμένο μυαλό του αναλαμβάνει και να επεξεργαστεί. Όμως αυτό σημαίνει επανεξέταση και των δικών του απόψεων άρα δυνατότητα εξέλιξης.

Αυτή η λειτουργία προϋποθέτει ελευθερία, πράγμα που δεν μπορεί να συμβαίνει στο πανεπιστήμιο. Δεν μπορεί ένας καθηγητής, που ακούει την άποψη του μαθητή του, να αλλάζει τη φιλοσοφία του, η οποία υπηρετεί το σύστημα. Μπορεί ένας καθηγητής να είναι εναντίον της υπεραξίας, τη στιγμή που αυτός κι οι συνάδελφοί του απολαμβάνουν κι αγωνίζονται να την αυξήσουν; Αν αυτό συμβεί, θα πρέπει να έρθει σε σύγκρουση με το σύστημα και να παραιτηθεί. Επειδή όμως αυτό δε συμβαίνει εύκολα, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι δεν υπάρχει η επιθυμητή λειτουργία. Διδάσκει επί ώρες το λόγο του Σωκράτη κι αυτό στο τέλος εξετάζει. Δεν αναφέρει τη γνώμη του κι ούτε ενδιαφέρεται για τη γνώμη κανενός άλλου. Διδάσκει επί ένα μήνα κι απαιτεί να πληρωθεί ένα μήνα με βάση τα συμφωνηθέντα, που είναι μερίδιο στην κλοπή.

Από την άλλη πλευρά στις σχολές όπου η τεχνολογία είναι αντικείμενο της διδασκαλίας, χωρίς να υπάρχει καμία αμφιβολία, ο καθηγητής είναι απόλυτη μετριότητα με περισσότερες πιθανότητες να βρίσκεται ακόμα πιο χαμηλά. Ο λόγος είναι προφανής. Αν ήταν ευφυΐα, θα δημιουργούσε.. αυτό σημαίνει —με τα ισχύοντα στο σύστημα— ότι θα μπορούσε να απολαύσει πραγματικό πλούτο και όχι απλά την υπεραξία των πανεπιστημίων. Με τα πνευματικά δικαιώματα θα εξασφάλιζε το χώρο και το χρόνο που απαιτούν οι δραστηριότητες του. Οι λίγες ευφυίες, που εντάχθηκαν στο δυναμικό των πανεπιστημίων, εντάχθηκαν με κίνητρο τους ν’ αυξήσουν την αίγλη τους και τίποτε άλλο. Δίνουν σ’ ένα διάσημο επιστήμονα, όσα απαιτούνται για την εργασία του και δεν έχουν απαίτηση, ούτε να διδάξει ούτε να ελεγχθεί. Ενώνουν τα συμφέροντα τους κι απλά συνυπάρχουν. Εξασφαλίζει ο επιστήμονας εργαστήρια κι οικονομικούς πόρους και οι άλλοι την αίγλη του σοβαρού ιδρύματος. Αυτό είναι βέβαια αδύνατο να γίνει στις θεωρητικές σχολές, γιατί ένας διάσημος φιλόσοφος είναι βέβαιο ότι είναι ανεπιθύμητος, αν όχι εχθρικός. Όλες αυτές οι συνθήκες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί, που κατέχουν θέσεις και αξιώματα σ’ αυτόν το χώρο, είναι δούλοι. Όπου υπάρχει δούλος, υπάρχει και κλοπή. Ο καθηγητής κλέβει την εργασία του ευφυούς φοιτητή κι όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, την παρουσιάζει ως δική του.

Ο χώρος του πνεύματος είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο βασανίζονται όλοι, όσοι τον εκμεταλλεύονται. Είναι ένας χώρος, που στην κυριολεξία στέλνει στο θάνατο τους ανθρώπους που δεν έχουν τ’ απαραίτητα εφόδια. Η μετριότητα πληγώνεται, όταν καταφέρνει με δυσκολία και κόπο αυτό που η ευφυΐα κάνει σε μία στιγμή με ευχαρίστηση. Ο καθηγητής, που ερευνά χρόνια ένα πρόβλημα, πεθαίνει, όταν ο ευφυής μαθητής δίνει τη λύση με την ευχέρεια με την οποία κάποιος λέει καλημέρα. Ακόμα κι αν κλέψει τη λύση, μέχρι να πεθάνει, θα φοβάται μήπως αποκαλυφθεί. Θα φοβάται μήπως κάποιος τον σταματήσει στο δρόμο και του αναφέρει για την κλοπή. Βραβεύεται εν μέσω χειροκροτημάτων κι ιδρώνει και μόνο στη σκέψη μήπως κάποιος σηκωθεί και τον αποκαλύψει.

Ο Θεός προικίζει τους ανθρώπους κι Αυτός δίνει τις λύσεις μέσω της έμπνευσης. Όταν ο δούλος κλέβει, υποτιμά το Θεό. Δε ζητάει απ’ Αυτόν, παρά προσπαθεί ν’ αρπάξει από τους άλλους. Η τιμωρία έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα αυτής της πράξης. Αγωνιά όχι μόνο για τα όσα συμβούν εν ζωή στον κλέφτη, αλλά και τα όσα μπορεί να συμβούν ακόμα και μετά το βιολογικό θάνατο. Ποιος κλέφτης δε φοβάται μήπως μετά το θάνατο του, όταν δε θα ελέγχει τις καταστάσεις, αποκαλυφθεί η κλοπή του; Ποιος δε φοβάται μήπως οι επόμενες γενιές γελούν σε βάρος του; Το σύστημα με τη δημιουργία του υποσυστήματος της παιδείας κατόρθωσε να ελέγξει το πνεύμα και μ’ αυτόν τον τρόπο να κατασκευάσει ένα τεράστιο φίλτρο που το διαπερνούν μόνον οι επιθυμητοί για το σύστημα άνθρωποι. Το πρόβλημα ξεκινά από την υποκρισία των ανθρώπων, που το διαπερνούν και από την αδυναμία των υπολοίπων να τους ελέγξουν, εξαιτίας της άγνοιάς τους. Υπάρχει η διάχυτη άποψη ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι τεχνητό δημιούργημα, ότι ο άνθρωπος, που τελείωσε το πανεπιστήμιο, είναι πνευματικά ανώτερος. Αυτό είναι ψέμα και φανερώνει υποκρισία. Ο άνθρωπος, που τελείωσε το πολυτεχνείο, έχει ειδικές γνώσεις και τίποτε παραπάνω. Όπως ο τεχνίτης έχει ειδικές γνώσεις, έτσι κι ο πολιτικός μηχανικός έχει τέτοιου είδους γνώσεις. Αν σκεφτεί κάποιος πώς ξεκίνησαν όλες αυτές οι σχολές, εύκολα βγάζει το σωστό συμπέρασμα. Το σύστημα από τη στιγμή που αναγκάστηκε να δώσει γνώση, σκέφτηκε πονηρά κι έδρασε άμεσα. Συντεχνίες τεχνιτών υπήρχαν πάντα και η τέχνη μεταδιδόταν από τον τεχνίτη στο μαθητή. Για να μη δώσει το σύστημα από τη δική του γνώση, έκλεψε των άλλων. Έτσι πήρε ένα μάστορα της εποχής και περιέγραψε σ’ ένα βιβλίο τα μυστικά της δόμησης. Παρέδωσε το βιβλίο σ’ ένα δούλο —για να το διδάξει— κι έτσι έγινε η πρώτη πανεπιστημιακή έδρα της οικοδομικής. Αντί ο μαθητής να πηγαίνει στον τεχνίτη, από τη στιγμή εκείνη πήγαινε στο πανεπιστήμιο. Με την πάροδο του χρόνου και τη συνεχή εξέλιξη φτάσαμε στο σημερινό πολυδαίδαλο πολυτεχνείο. Όμως αυτή η γνώση από μόνη της δεν έφτανε κι αυτό απαιτούσε εμπλουτισμό. Σ’ όλους αυτούς τους μαθητές δίνεται στοιχειώδης γνώση της φιλοσοφίας, που έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Προστατεύει το μηχανικό από τον απλό εργάτη δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση πνεύματος, που δικαιολογεί την υπεραξία.

Αυτή η φιλοσοφία έχει το αδύνατο σημείο ότι από τη στιγμή που δίνεται σε κάποιον, που είναι εκτός υπεραξίας είναι επικίνδυνη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι φοιτητές, όταν δεν έχουν μπει μέσα σ’ αυτήν, είναι ευαίσθητοι κι απειλητικοί. Όμως από τη στιγμή που αρχίζουν και κλέβουν, οι ίδιοι οι άνθρωποι κατεβάζουν τους τόνους, μέχρι να φτάσουν να υπηρετούν σαν δούλοι το σύστημα. Η φιλοσοφία, που τους δίνεται, γίνεται απαραίτητο στοιχείο, για να διαμορφωθεί στον κόσμο η εικόνα του επιστήμονα, που δικαιωματικά απολαμβάνει μεγαλύτερο μισθό. Η εκκλησία δρα και σ’ αυτό το υποσύστημα με τον ίδιο άθλιο τρόπο, που την κάνει απαραίτητη. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο και να μην έχει ορκιστεί. Ακόμα κι αν αγνοήσουμε τα περί όρκου του Χριστού, είναι απορίας άξιον γιατί πρέπει να ορκίζεται στο Θεό ένας δασολόγος. Ο πραγματικός λόγος που υπάρχει ο όρκος, πρέπει ν’ αναζητηθεί αλλού.

Ο άνθρωπος με οτιδήποτε κι αν ασχολείται, πότε δεν μπορεί να δηλώσει ότι έφτασε στα όρια, γιατί όρια δεν υπάρχουν στο πνεύμα. Το πανεπιστήμιο είναι φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε μέσα από ποικίλες διαδικασίες να ισοπεδώνει τους ανθρώπους, που είναι μέσα σ’ αυτό και να δίνει στο τέλος πνευματικά δικαιώματα διαχωρίζοντας τους ανθρώπους μεταξύ τους μέσα στην κοινωνία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδεται η γνώση, ο χρόνος, ο ρυθμός, δεν εξαιρεί τους ανθρώπους των οποίων οι δυνατότητες είναι μεγαλύτερες. Αυτό το κάνει για έναν και μόνο λόγο. Ευνοεί συστηματικά τους δούλους. Ο δούλος χρειάζεται χρόνο και πολλή δουλειά, για να πραγματοποιήσει ορισμένα βήματα. Τα πανεπιστήμια δεν είναι φτιαγμένα για τις ευφυίες, αλλά για το σύνολο των ανθρώπων. Όταν βάζει στον ίδιο ρυθμό μία ευφυΐα μ’ ένα δούλο, τον πρώτο τον εξαντλεί και τον κουράζει, ενώ το δεύτερο τον επιβραβεύει, εξομοιώνοντας τον με τον πρώτο. Σε μία βιβλιοθήκη η ευφυΐα πραγματοποιεί τεράστια άλματα, μέχρι να εξαντλήσει τις δυνατότητες της. Όμως ο δούλος μειονεκτεί κι αυτό είναι οφθαλμοφανές, όταν στον ίδιο χρόνο έχουμε ασύγκριτες διαφορές αποτελεσμάτων.

Το πανεπιστήμιο ελέγχει τους ρυθμούς και όχι μόνον αυτό, αλλά βαθμολογεί. Η βαθμολογία από τη στιγμή που υπάρχει και κρίνει την εξέλιξη, είναι ένα όπλο, που στρέφεται κατά βούληση. Αν το σύστημα θέλει δούλους, βαθμολογεί τη δουλεία. Ένας φοιτητής, που κοιτά με δέος ένα βλάκα καθηγητή και θαυμάζει την ασημαντότητά του, έχει περισσότερες πιθανότητες να βαθμολογηθεί άριστα και μ’ αυτόν τον τρόπο να εξελιχθεί ανάλογα. Ένας φοιτητής, που αμφισβητεί και πολεμά την ανελευθερία και το δογματισμό, αργά ή γρήγορα ή θα συμβιβαστεί ή θα εξοντωθεί μέσω της βαθμολογίας από τους καθηγητές. Με την προώθηση δούλων το σύστημα φτάνει στο οριακό σημείο της ορκωμοσίας. Δεν ενδιαφέρει κανέναν και πώς μπορεί να ελεγχθεί άλλωστε η ποιότητα της γνώσης.

Στις οργανωμένες κοινωνίες σημασία έχει το πτυχίο. Όποιος έχει πτυχίο, εργάζεται, ενώ το αντίθετο αποκλείεται. Ο δούλος που αγκομαχώντας τελείωσε το πανεπιστήμιο έχει ανάγκη από την προστασία που του προσφέρει το πτυχίο. Χωρίς αυτό είναι αδύναμος και βλαξ να πείσει τους υπόλοιπους ότι δικαιούται την υπεραξία. Ένας πτυχιούχος χημικός, που θα πάει σ’ ένα εργοστάσιο να εργαστεί, γρήγορα θα διαπιστώσει ότι οι εμπειρικοί τεχνίτες γνωρίζουν περισσότερα πράγματα απ’ αυτόν. Αυτό, που τον σώζει, είναι μία νεφελώδης κατάσταση που δημιουργεί μέσω ορολογίας και σιωπής με ταυτόχρονη υπενθύμιση των πανεπιστημιακών του χρόνων. Ο όρκος, που δίνεται στα πανεπιστήμια, έχει ακριβώς αυτόν το σκοπό. Δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να θεωρεί τον εαυτό του γνώστη σε σχέση με κάποιον άλλο, ανεξάρτητα από τη γνώση του. Εντελώς αυθαίρετα χωρίζονται άνθρωποι, που ανήκουν στον ίδιο χώρο, σε εκλεκτούς και μη. Ο πραγματικά ευφυής επιστήμονας δεν έχει ανάγκη αυτής της προστασίας, αφού μόνος του προσελκύει την προσοχή των άλλων δίνοντας λύσεις εκεί όπου χρειάζονται. Όμως με τον όρκο όλοι οι πτυχιούχοι μπαίνουν στο χώρο της υπεραξίας και σ’ έναν κόσμο, όπου ο πλούτος αποτελεί το μέτρο της ευτυχίας. Αυτό σημαίνει, αν όχι πλήρη υποταγή τουλάχιστον ανοχή μέσω της ένοχης σιωπής. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να βγήκε από το πανεπιστήμιο και να υποστήριξε ότι είναι άδικη η εισπραττόμενη υπεραξία. Δεν υπάρχει “επιστήμων”, που να δούλεψε εισπράττοντας το μισθό του εργάτη, όταν οι συνθήκες του επιτρέπουν να κλέψει.

Όλα αυτά είναι δημιουργήματα του συστήματος της παιδείας κι αυτής που το ελέγχει, της εκκλησίας. Όλοι αυτοί ως γνήσιοι υποκριτές αγωνίζονται με πάθος, όταν θίγονται τα δικαιώματα τους, είτε εκ των κάτω είτε εκ των άνω. Έτσι, γίνονται ένα με το σύστημα, όταν οι άνθρωποι δυσανασχετούν για τα δικαιώματα τους, ενώ ταυτίζονται μ’ αυτούς, όταν πρόκειται να διεκδικήσουν από το σύστημα. Έτσι ένας άθλιος και φουκαράς μηχανικός, όταν ένας εργάτης αμφισβητεί την υπεραξία που εισπράττει, επικαλείται δικαιώματα που προέρχονται από γνώσεις όρκους και συστήματα, ενώ, όταν ο ίδιος διεκδικεί, αμφισβητεί τα ίδια δεδομένα που επικαλείται ο βασιλιάς. Όταν διεκδικεί, θυμάται τα ανθρώπινα δικαιώματα, ταυτίζεται με τους φτωχούς και τους εργάτες για να πιέσει και μόλις το καταφέρνει ξεχνά τα πάντα. Απ’ αυτήν την αθλιότητα και υποκρισία είναι γεννημένο το τέταρτο και πιο πρόσφατο υποσύστημα.

Το σύστημα της πολιτικής εξουσίας με ψευδοδημοκρατικά στοιχεία είναι γέννημα της ενδιάμεσης τάξης, που αφού χόρτασε την πείνα της μέσω της κλοπής, θέλησε να πάρει κι εξουσία. Ό,τι ισχύει για τους ανθρώπους, που υπηρετούν το σύστημα, ισχύει και γι’ αυτούς. Είναι ανάξιο να λέγονται άνθρωποι, εφόσον προτιμούν τη δουλεία από την ελευθερία. Περιμένουν τη σειρά τους, για να παραστήσουν για ελάχιστο χρονικό διάστημα ο καθένας το σωτήρα, και πεθαίνουν εξασφαλίζοντας κηδεία με δημόσια δαπάνη. Από τη στιγμή που άρχισε να δίνεται παιδεία, άνθρωποι από τα χαμηλά στρώματα ανακάλυψαν θεωρίες και ιδέες, που όχι μόνον έδιναν ικανοποίηση σε προσωπικό επίπεδο, αλλά άφηναν και περιθώρια εκμετάλλευσης. Ο γιατρός κι ο μηχανικός και τα μέλη των άλλων συντεχνιών, αφού έλυσαν τα οικονομικά τους προβλήματα μέσω της υπεραξίας, γρήγορα ανακάλυψαν ότι η φιλοσοφία που διδάχθηκαν στα πανεπιστήμια ήταν αρκετή για να τους δώσει κι εξουσία. Ακόμα κι αυτή η στοιχειώδης γνώση οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η εκκλησία και το στρατιωτικό κατεστημένο, που στηρίζει παραδοσιακά το βασιλιά, είδαν ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν επικίνδυνοι. Το μεγάλο προτέρημα τους, που τους διαφοροποιούσε από τα δύο πρώτα συστήματα, ήταν η καταγωγή τους και η ιδιότητα, που αποκτήθηκε με προσωπικό μόχθο. Ο μηχανικός σπούδασε και μόχθησε σε αντίθεση με τον ιερέα η τον αριστοκράτη, που έγινε ελέω πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτός ο μόχθος σε συνδυασμό με την ταπεινή καταγωγή κάνει τον άνθρωπο συμπαθή κι αυτή η συμπάθεια είναι εκμεταλλεύσιμη. Ο γιος του αγρότη, που μετά από χιλιάδες δυσκολίες πέτυχε να σπουδάσει και να γίνει σπουδαίος “επιστήμων”, για το σύνολο των αγροτών είναι πιο αξιόπιστος από έναν αριστοκράτη.

Σίγουρα υπήρξαν μερικοί πολιτικοί, το σύνολο των προσπαθειών των οποίων είχαν ως στόχο τη βελτίωση του κοινωνικού επιπέδου των κατώτερων τάξεων. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δε δίνει στους πολιτικούς το δικαίωμα να υποστηρίζουν ότι αγωνίζονται εναντίον της αδικίας. Για να καταλάβει κάποιος πώς σκέφτεται ένας πολιτικός, πρέπει να βρεθεί στην αντίστοιχη θέση. Πρέπει, να είναι γνώστης της φτώχειας και, χωρίς να αλλάξει κανένα απολύτως δεδομένο, να βελτιωθεί το προσωπικό του επίπεδο στο μέγιστο βαθμό. Ένας φτωχός δηλαδή ξαφνικά αμείβεται ως πλούσιος και συναναστρέφεται με πλούσιους. Ο γιος του αγρότη σίγουρα είναι συμπαθής φιγούρα, αλλά αυτό που αγνοεί ο κόσμος, είναι το πάθος του να μην επιστρέψει στην αρχική κατάσταση. Αυτός ο άνθρωπος είναι πιο επικίνδυνος κι από τον πιο αυταρχικό αριστοκράτη. Επειδή έχει γνώση της μιζέριας, ελέγχεται απ’ αυτούς που κατευθύνουν τις τύχες των ανθρώπων. Είναι αδύνατο να διαφωνήσει με τις πρακτικές του συστήματος, όταν σε κάθε στιγμή απειλούνται τα κεκτημένα δικαιώματά του.

Οι πολιτικοί είναι η πληγή της σύγχρονης ανθρωπότητας. Είναι πληγή, γιατί στερούν από τον κόσμο την ελπίδα. Ό,τι δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα, για να βελτιώσει τη ζωή του ανθρώπου, χρησιμοποιείται απ’ αυτούς, για να ξεγελάσουν τους ανθρώπους. Μιλούν σαν φιλόσοφοι κι απειλούν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων τους άθλιους, που τους εκμεταλλεύονται. Γνωρίζουν το λόγο των φιλοσόφων και η καταγωγή τους τούς κάνει γνώστες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Όμως όλα αυτά ισχύουν, μέχρι ν’ αποσπάσουν την πολυπόθητη ψήφο του λαού. Την αμέσως επόμενη μέρα αλλάζουν ύφος, συμπεριφορά και συνήθειες. Την επόμενη μέρα είναι αξιωματούχοι, που πρέπει να εξηγήσουν στο λαό την αναγκαιότητα της θυσίας για το καλό των επόμενων γενιών. Για τη γενιά που ζει και υπάρχει, “ουδείς λόγος”. Τα σχέδια είναι μακροπρόθεσμα. Ο κόσμος υποφέρει, πονάει και πεθαίνει στα εργοστάσια κάθε μέρα κι αυτοί αισθάνονται υπερήφανοι για ένα επίτευγμα που θα βελτιώσει ορισμένες συνθήκες μετά από το “μικρό” διάστημα των τριακοσίων χρόνων.

Η ενασχόληση των πολιτικών με θέματα, που αφορούν το μέλλον, είναι η ασφάλεια τους. Όταν μιλά κάποιος για το μέλλον, αποφεύγει τον έλεγχο. Αν ένας πολιτικός μιλά για ένα σχέδιο που απαιτεί δέκα χρόνια μέχρι την υλοποίησή του, εξασφαλίζει ψήφο την ίδια μέρα, ενώ ο έλεγχος θα έρθει, όταν αυτός μπορεί και να έχει εγκαταλείψει την πολιτική. Οι πολιτικοί στηρίζονται στη λογική ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, αλλά μερικοί, που είναι οι ίδιοι, είναι πιο ίσοι από τους υπόλοιπους. Δεν ανέχονται εξουσίες που δεν μπορούν οι ίδιοι να καταλάβουν, αλλά θεωρούν τις δικές τους απαραίτητες. Η εξουσία του βασιλιά γι’ αυτούς είναι απαράδεκτη, αλλά το σύνολο της είναι πρόθυμοι να το διαχειρίζονται. Οι πολιτικοί, που προέκυψαν απ’ αυτό το σύστημα της παιδείας, είναι αυτοί που ο Αριστοτέλης ονομάζει Έλληνες και μαζί με το σύνολο των μορφωμένων κλέβουν δικαιώματα κι υπεραξίες σε βάρος των ανθρώπων.

Ο χώρος δεν επιτρέπει μία μελέτη σε μεγαλύτερο βάθος των πολιτικών, που έτσι κι αλλιώς στην εποχή που ζούμε, είναι λίγο πολύ γνωστή η φύση τους. Πνευματικώς μετριότητες και κλέφτες ανάλογα με τις συνθήκες που θεωρεί ο καθένας ξεχωριστά ως ασφαλείς. Αυτό το υποσύστημα είναι το τελευταίο στη σειρά δημιουργίας κι είναι αυτό, που έβαλε την ανθρωπότητα στο τελευταίο στάδιο εξέλιξης. Απ’ αυτό το σημείο και πέρα πρέπει να δούμε πώς λειτουργούν και συνυπάρχουν με η χωρίς τριβές μεταξύ τους. Το σύστημα της Βαβυλώνας έχει δύο υποσυστήματα και η λειτουργία τους είναι γνωστή. Η εκκλησία ελέγχει τις ανθρώπινες μάζες και μ’ αυτόν τον τρόπο το βασιλιά. Ο βασιλιάς αναλαμβάνει το κόστος και τη φθορά εξαιτίας αναγκαίων για την ύπαρξη του συστήματος αποφάσεων, που οδηγούν στη θυσία. Η εκκλησία αναλαμβάνει να ξεσηκώσει τους ανθρώπους για θυσία και κατόπιν απέχει, μέχρι να εμφανιστεί στο τέλος του δράματος ως αρωγός και μοιρολόγος. Όμως το βήμα στο οποίο συνυπάρχουν τα υποσυστήματα σε τέλεια μορφή κι ανεξάρτητα, είναι πιο περίπλοκο κι έχει την τάση να μεταμορφώνεται προσαρμοζόμενο στις ανάγκες των καιρών.

Για να ξεκινήσουμε τη μελέτη πάνω στη λειτουργία αυτής της σύνθεσης, πρέπει να ορίσουμε ένα αξίωμα. Από τη στιγμή που υπάρχει “εξουσία” ως έννοια, όλοι, όσοι κατέχουν τη μερική, αγωνίζονται πάντα για την κατάκτηση του συνόλου της. Αυτό σημαίνει ότι ο βασιλιάς θέλει να κυβερνά μόνος του, ο Πατριάρχης, ο πολιτικός και κάπου-κάπου ο στρατηγός επίσης. Ποτέ δε θα θεωρήσει κάποιος απ’ αυτούς την εξουσία του άλλου ως δεδομένη και ως δικαίωμα του. Όλοι αγωνίζονται για την απόλυτη εξουσία κι αυτό σημαίνει ότι το κάθε υποσύστημα ανέχεται το άλλο, γιατί είναι αναγκαία συνθήκη για τη δική του ύπαρξη. Εμείς πρέπει να βρούμε γιατί υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα και πού βρίσκεται η “αχίλλειος πτέρνα” του. Από τη στιγμή που θεωρούμε οριακό σημείο τη Γαλλική Επανάσταση, εκεί πρέπει να βρούμε τους λόγους συνύπαρξης. Ο φτωχός Γάλλος, που επαναστάτησε, παραμονές της επανάστασης, αντιλαμβανόταν τους εχθρούς του. Ο βασιλιάς με τους άθλιους αριστοκράτες και η εκκλησία ήταν αυτοί που έκλεβαν τον κόπο του. Το βασιλιά τον εξόντωσε, ενώ η εκκλησία φαινομενικά προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Το μέγα σφάλμα των επαναστατών ήταν η ταύτιση του πραγματικού Θεού με την εκκλησία. Όταν αρνήθηκαν την εκκλησία, αρνήθηκαν το Λόγο Του. Αυτό έδωσε δύναμη στην εκκλησία να ξεσηκώσει τους θρησκόληπτους Γάλλους στην επαρχία και να καταφέρει να δημιουργήσει μίσος εναντίον των Γάλλων σ’ όλη την Ευρώπη. Ενώ οι Ευρωπαίοι στο σύνολο τους έπρεπε να ελπίζουν σ’ αυτήν την επανάσταση, έγιναν θύματα εκμετάλλευσης και μίσησαν αυτούς, που δημιουργούσαν την ελπίδα. Το σφάλμα αυτών των επαναστατών έδωσε την ευκαιρία σ’ όλα τα ανθρωποειδή, όπως, για παράδειγμα, στην ανθρωποκτόνο βασίλισσα της Ρωσίας, να μιλούν και να υπερασπίζονται το Θεό. Αυτό το μίσος σε συνδυασμό με την αγωνία του συστήματος για επιβίωση, έκανε τη θέση των Γάλλων δυσμενή απ’ όλες τις πλευρές. Οι Ευρωπαίοι μισούσαν τους Γάλλους για τη στάση τους προς το Θεό και οι βασιλιάδες, για να διατηρήσουν τις εξουσίες τους, επιδίωκαν να τους εξοντώσουν. Αν δεν υπήρχε αυτό το εχθρικό κλίμα, η εκκλησία δύσκολα θα διαπραγματευόταν τη θέση της χωρίς τεράστιες απώλειες.

Η πονηριά των δούλων της φάνηκε στην περίπτωση του Ναπολέοντα. Ο άνθρωπος, όσο θρησκόληπτος κι αν είναι, βλέπει πάντα το θετικό, που προκύπτει μέσα από τα σημαντικά γεγονότα. Αν οι Γάλλοι βελτίωναν τη ζωή τους, αργά ή γρήγορα αυτό θα γινόταν γνωστό και θα προκαλούσε νέες εξελίξεις. Η εκκλησία αρχικά από δυσμενή θέση εκμεταλλεύτηκε τη ματαιοδοξία και την αθλιότητα του Ναπολέοντα κι έθεσε το μηχανισμό της στη διάθεση του. Έδωσε τη δυνατότητα στον ηλίθιο να σκορπίσει το θάνατο στην Ευρώπη, ώστε τα συναισθήματα των Γερμανών και των Ρώσων να έχουν σίγουρη κατάληξη το μίσος εναντίον των Γάλλων. Δεν υπήρχε περίπτωση σε μία Ευρώπη, που είχε ιστορική μνήμη, να επιτύχουν τα σχέδια του Ναπολέοντα. Αν δεν υπήρχε το Βατερλό, θα υπήρχε μία άλλη ήττα, που θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Κοσμοκρατορία διά της βίας σε χώρους, όπου προϋπάρχουν συστήματα εκτός της περίπτωσης του Αλεξάνδρου, είναι αδύνατο να στηθεί. Η εκκλησία παγίδευσε το Ναπολέοντα και το γαλλικό λαό κι έφερε ένα έθνος στην τραγικότερη δυνατή κατάσταση. Ένα έθνος διαλυμένο, ταλαιπωρημένο και προπάντων απελπισμένο δεν κυβερνάται. Όποιος κι αν αναλάμβανε τις τύχες του, θα έπρεπε να διαπραγματευτεί με το κύριο σύστημα, που το διατηρεί συμπαγές και δεν είναι άλλο από την εκκλησία.

Αυτή είναι η ήττα της επανάστασης. Ο επαναστάτης, που έγινε πολιτικός, είναι υποχρεωμένος πλέον να ξεχάσει τα συνθήματα εναντίον της και να την ανεχθεί ως δύναμη, που συνυπάρχει. Οι εχθρικές διαθέσεις των εθνών γύρω από τη Γαλλία δημιούργησαν ανάγκες, που πάλι ήταν αδύνατο να λυθούν χωρίς τη βοήθεια της εκκλησίας. Ενώ η φιλοσοφία της επανάστασης θέλει να οδηγήσει την ανθρωπότητα στο σύνολο της προς τη Λύτρωση, που σημαίνει όχι πολέμους, όχι θανάτους, καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη στρατού. Το στρατιωτικό κατεστημένο έχει τάση πάντα προς τον αυταρχισμό και τη δύναμη την παίρνει μέσω του όρκου προς το Θεό. Από τη στιγμή που είναι αναγκαίος ο όρκος η εκκλησία έχει τεράστια δύναμη.

Τα μέχρι στιγμής δεδομένα εμφανίζουν τα υποσυστήματα που μελετήσαμε. Η μεγάλη διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πολιτικοί, που εκλέγονται σε αντίθεση με τους βασιλιάδες, δεν μπορούν να παίρνουν αυθαίρετες αποφάσεις χωρίς κίνδυνο. Ένας βασιλιάς για λόγους προσωπικούς μπορεί να σύρει ένα έθνος στον πόλεμο, ενώ ένας πολιτικός αδυνατεί, εφόσον οι άλλοι πολιτικοί θα τον φθείρουν για να πάρουν την εξουσία του. Επειδή υπάρχει αυτή η αδυναμία στη λήψη των αποφάσεων, εφευρέθηκε ο εθνικισμός, που είναι το μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης εποχής. Δεν προσβάλλεται πλέον ο βασιλιάς, προσβάλλεται το έθνος. Μέσω του εθνικισμού περνούν στην αφάνεια τα σημαντικά προβλήματα και δίνονται προτεραιότητες, που δεν έχουν σχέση με τη λογική. Εθνικισμός μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο στη Γαλλία κι αυτό λόγω της επανάστασης. Οι Γάλλοι ήταν υπερήφανοι για την επανάσταση κι έμαθαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ανωτέρους, έστω κι, αν δεν εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους τίποτε απολύτως, έστω κι αν αυτή η επανάσταση είχε καπελωθεί από το σύστημα. Με τον εθνικισμό κατορθώνει το σύστημα και παρασύρει τους ανθρώπους ακόμα κι εναντίον των συμφερόντων τους. Μετατρέπει τα έθνη σε όχλους κι ο πιο άθλιος παρασύρει τους υπόλοιπους. Μέσω του εθνικισμού οι άνθρωποι ακολουθούν πορείες αυτόβουλα και με πάθος, που αν τους επιβάλλονταν, θ’ αντιδρούσαν. Οι πολιτικοί γρήγορα αντιλήφθηκαν τη δύναμη του και τις εξουσίες που προσφέρει και τον καλλιέργησαν.

Αν τα πανεπιστήμια είναι εφεύρημα του συστήματος εναντίον των ανθρώπων, που διψούν για γνώση, το σύστημα της υποχρεωτικής παιδείας είναι εφεύρημα των πολιτικών, για να δώσουν ομοιογένεια στους λαούς που κυβερνούν και μ’ αυτόν τον τρόπο να ελέγχουν. Η υποχρεωτική παιδεία υπηρετεί συγκεκριμένους στόχους και δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα. Οι φτωχοί πιστεύουν ότι η παιδεία είναι προσφορά του συστήματος προς τους ανθρώπους, παρ’ όλο που δε γνωρίζουν τους σκοπούς του. Μέσω της υποχρεωτικής παιδείας περνά στην ανθρώπινη μάζα όλη η αθλιότητα του συστήματος. Κύριο μέλημα είναι η διάδοση της εθνικής ιστορίας από εντελώς υποκειμενική σκοπιά και η άποψη περί Θεού της εκκλησίας. Οι ιστορικοί, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πληρωμένοι δούλοι, γράφουν κατά παραγγελία την ιστορία, που τους ζητείται. Έτσι το ίδιο γεγονός τα έθνη το βλέπουν από διαφορετική σκοπιά, που δεν υπηρετεί την υπόθεση της ειρήνης παρά την εξουσία. Οι Γάλλοι μαθαίνουν να είναι υπερήφανοι για τους ομοεθνείς δολοφόνους τους, που μέσα από τις σελίδες της ιστορίας ωραιοποιούνται κι εξαφανίζονται όλα τα αρνητικά στοιχεία τους και το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους λαούς, που ακολούθησαν την ίδια πρακτική. Όλοι ζουν με την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας ανεχόμενοι την κλοπή του συστήματος. Ο φτωχός Γερμανός αισθάνεται ανώτερος από έναν Τούρκο, που μπορεί να ζει μέσα στη χλιδή, που τόσο λείπει από ένα φτωχό.

Αμέσως επόμενη προτεραιότητα του συστήματος παιδείας είναι η διδαχή της άποψης της εκκλησίας. Τα παιδιά στο σύνολο του χριστιανικού κόσμου διδάσκονται πέραν του Λόγου του Χριστού, που μένει ανερμήνευτος, την Παλαιά Διαθήκη και τους λόγους των Αποστόλων. Αυτά τα δύο έχουν τη δύναμη να δημιουργούν φόβο Θεού και να ευνοούν τη δουλεία. Σ’ άλλο σημείο θα δούμε ποια είναι ακριβώς τα αποτελέσματα τους. Σημασία έχει ότι μέσα απ’ αυτήν την παιδεία το κάθε έθνος δημιουργεί τα δικά του ψευδοπρότυπα και συνθήκες αναπαραγωγής τους. Ένας άλλος στόχος, που υπηρετείται μέσα απ’ αυτόν το μηχανισμό, είναι ο έλεγχος των νέων. Το σύστημα καθορίζει τους ρυθμούς και το εύρος της γνώσης, που δίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει δύο απαραίτητες γι’ αυτό συνθήκες: πρώτο και βασικότερο, οι μεγαλύτερες δυνατές απαιτήσεις απ’ αυτό βρίσκουν τον άνθρωπο στην περίοδο της εφηβείας και δεύτερο, το εύρος της φύσης των μαθημάτων είναι τεράστιο, ώστε να ευνοούνται οι θυσιαζόμενοι και να εξοντώνονται τα ταλέντα. Το πρώτο έχει να κάνει με το φόβο του συστήματος απέναντι στον εφηβικό έρωτα, που για λόγους που εξηγήσαμε κάνουν δύσκολο τον έλεγχο των νέων. Το δεύτερο έχει σκοπό να ευνοήσει όλους όσους για λόγους που έχουν εξηγηθεί, θυσιάζουν τον έρωτα κι αναζητούν την υπεραξία του συστήματος, ανεξάρτητα από την πνευματική τους αξία. Το τεράστιο εύρος που αναφέραμε ευνοεί τη μετριότητα. Ο νέος, που έχει ένα ταλέντο στα μαθηματικά αδιαφορεί συνήθως για τα άλλα μαθήματα. Ο νέος, που δεν έχει κανένα ταλέντο, δίνει την απαραίτητη προσοχή στο σύνολο των μαθημάτων και μ’ αυτόν τον τρόπο υπερτερεί έναντι του πρώτου. Έτσι με τον έλεγχο της ποιότητας των ανθρώπων, που εισέρχονται στις δομές του, το σύστημα καταφέρνει και τυφλώνει τους ανθρώπους, αφού θεωρητικά δίνει γνώση σε όλους. Οι φτωχοί παραμένουν φτωχοί κι οι πλούσιοι τείνουν να γίνουν πλουσιότεροι. Όμως όλα αυτά για να υλοποιηθούν με ασφάλεια από το πολιτικό σύστημα, είναι αναγκαίο να υπάρχει η εκκλησία. Η εκκλησία τους ορκίζει όλους και η κλοπή γίνεται με ασφάλεια. Κλέβει ο κληρικός, κλέβει ο στρατηγός, ο επιστήμονας κι ο πολιτικός.

Όταν μελετούσαμε το θεσμό του γάμου αναφέραμε ότι κύρια επιδίωξη του συστήματος είναι η δημιουργία πόρνων και πορνών. Οι πόρνοι είναι άντρες, που περιορίζουν την ευφυΐα τους μέσα σε πλαίσια δοσμένα από τη μοιχαλίδα μητέρα τους. Όλα αυτά τα υποσυστήματα στην κορυφή τους ελέγχονται από πρεσβύτερους, ενώ στη βάση προσπαθούν να έλξουν τους νέους. Επειδή είναι αδύνατο να δοθεί υπεραξία στο σύνολο των ανθρώπων, που την επιδιώκουν, τα υποσυστήματα αναζητούν θύματα ανάμεσα στους ανθρώπους, που χωρίς κέρδος θα τα υπηρετήσουν. Στην περίπτωση της εκκλησίας είδαμε ότι ήταν οι πρεσβύτεροι που, ζηλεύοντας τους νέους κι έχοντας εσφαλμένη άποψη περί Αιωνίου Ζωής, γίνονται πιόνια της και δηλητηριάζουν την κοινωνία με την κριτική τους. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα αλλά υποσυστήματα. Στο στράτευμα εχθρός του στρατιώτη δεν είναι η εξουσία του στρατηγού, αλλά η εξουσία του λοχία. Εντελώς αυθαίρετα μέσα στο στράτευμα δίνεται εξουσία σ’ ανθρώπους, που δε διαφέρουν σε τίποτε από τους υπόλοιπους. Ο άνθρωπος, που πάντα γοητεύεται από την εξουσία, τη χρησιμοποιεί πάντα στα όρια. Έτσι ο στρατηγός, που είναι αδύνατο να ελέγξει τους στρατιώτες του, έχει δούλους, που χωρίς καμία σημαντική διαφορά στην αμοιβή τους τρέχουν να εκτελέσουν τις διαταγές του. Ο κομπλεξικός λοχίας υποτάσσεται στον αξιωματικό, για να αναγκάσει τους στρατιώτες να υποταχθούν σ’ αυτόν. Ο στρατηγός βέβαια πληρώνεται την υπεραξία του, ενώ ο ηλίθιος λοχίας εισπράττει συγχαρητήρια και χαμόγελα. Έτσι λειτουργούν οι στρατοί όλου του κόσμου δημιουργώντας ανθρώπους εχθρούς μεταξύ τους χωρίς το παραμικρό κόστος. Ο λοχίας του συστήματος της παιδείας είναι ο βλάκας μαθητής, που σκουπίζει τους πίνακες ελπίζοντας σε βαθμολογική εύνοια, ενώ στο σύστημα πολιτικής εξουσίας είναι ο αφισοκολλητής, που κι αυτός ελπίζει με τη σειρά του ότι θα γίνει στο μέλλον μεγάλος πολιτικός.

Όλοι αυτοί, που είναι απαραίτητοι στο σύστημα, μπορούν να προέλθουν μόνον από τους πόρνους που δημιουργεί η μοιχεία και η αμοιβή τους θα προέλθει από την πορνεία, που δημιουργεί πάλι η μοιχεία. Επειδή όμως το άκαμπτο πλαίσιο του γάμου —που προσφέρει τα παραπάνω— διασφαλίζεται από την εκκλησία, όλοι είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τα τυπικά της, για να μην προκαλούν την κρίση της. Έτσι ο πολιτικός, ο επιστήμονας ή ο στρατιωτικός πρέπει να δείχνουν ευτυχισμένοι οικογενειάρχες, αν θέλουν να διατηρήσουν τα δικαιώματα τους. Αυτοί οι θαυμάσιοι πελάτες των πορνείων έχουν τις πιο όμορφες οικογενειακές φωτογραφίες. Η δύναμη αυτών των υποσυστημάτων βρίσκεται στο γεγονός ότι, μέσω των όρκων, πραγματοποιούν όργιο αυθαιρεσίας. Ό,τι πιο όμορφο σκέφτεται ο άνθρωπος, εντελώς αυθαίρετα το καπηλεύεται το σύστημα. Η άπειρη αγάπη του ανθρώπου προς το Θεό πρέπει να συμβιβαστεί με το σύστημα της εκκλησίας. Η αγάπη για τους συνανθρώπους, που αποτελούν το ιδιαίτερο περιβάλλον του κάθε ανθρώπου, πρέπει να συμβιβαστεί με το στρατιωτικό κατεστημένο. Η αγάπη του ανθρώπου για το πνεύμα πρέπει να συμβιβαστεί με το σύστημα παιδείας και η αγάπη επίσης του ανθρώπου για πρόοδο κι ευημερία με το πολιτικό σύστημα.

Έτσι σε μία ερώτηση της οποίας η απάντηση είναι κοινή για όλους, αφού όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες απόψεις πάνω σ’ αυτά τα θέματα, προκύπτουν άνθρωποι, που υπερέχουν. Ποιος αγαπά το Θεό πιο πολύ; “Εμείς” λένε οι παπάδες εντελώς αυθαίρετα κι υπογραμμίζουν τη θυσία τους, που προκύπτει καθαρά από την παρανόηση και την πνευματική τους φτώχεια. Ποιος αγωνίζεται περισσότερο για την πατρίδα, που περιλαμβάνει ό,τι αγαπά ο άνθρωπος; “Εμείς” λένε οι στρατιωτικοί εντελώς αυθαίρετα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαγγελματίες ανθρώπους του πνεύματος και με τους πολιτικούς. Όλη αυτή η αυθαιρεσία προκύπτει από την αρχική αυθαιρεσία των ανθρώπων της εκκλησίας και μεταβιβάζεται μέσω των όρκων. Εκμεταλλεύονται οι άθλιοι πράγματα ιερά για τον άνθρωπο και στήνουν συστήματα στα οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά απαιτούν τέτοιες θυσίες, που σκοτώνουν τους ανθρώπους. Ο έξυπνος άνθρωπος, που έχει ιδέες για την ευημερία των ανθρώπων, δεν μπορεί να περιμένει να γεράσει, για να έχει δικαίωμα στην έκφραση. Από τη στιγμή που υπάρχει το τεράστιο αυτό κόστος, προκύπτει το τεράστιο δίλημμα μεταξύ της όψιμης δόξας και της απόλαυσης της νεότητας. Ακριβώς επειδή υπάρχει η εξυπνάδα και η νεότητα, ο άνθρωπος εγκαταλείπει τις ιδέες του και αφήνει τους δούλους ανενόχλητους ανεχόμενος αυτά τα υποσυστήματα. Όμως το κύριο μειονέκτημα αυτού του σύνθετου υπερσυστήματος είναι η μεγάλη διασπορά της υπεραξίας, που είναι δυσβάστακτη για τους ανθρώπους. Όταν πάνω στο μόχθο του λαού βασίζονται όλοι αυτοί οι δούλοι, φυσικό είναι οι οικονομικές κρίσεις να οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις. Είναι απαραίτητη η οικονομική άνθηση, για να μη γίνεται οφθαλμοφανής η πρόκληση.

Τι γίνεται σε περίπτωση οικονομικής κρίσης; Ποια μέτρα λαμβάνονται, ώστε ν’ αποφευχθεί η κατάρρευση; Από τη μελέτη της ιστορίας των ανθρώπων διαπιστώνει κάποιος ότι η κύρια μάστιγα, που πλήττει το ανθρώπινο είδος, είναι οι πόλεμοι. Εκατομμύρια ανθρώπων έχουν σκοτωθεί σ’ αυτούς και πολλαπλάσιοι τους βασανίστηκαν από τις συνέπειες τους. Οι άνθρωποι φαινομενικά δε διδάσκονται από τις τραγωδίες τους και επαναλαμβάνουν συνεχώς τα ίδια λάθη. Λέμε φαινομενικά, γιατί οι άνθρωποι γνωρίζουν τις συνέπειες κι αυτή η γνώση τους φοβίζει. Όμως το σύστημα είναι απάνθρωπο κι αμετανόητο, αφού μόνο μ’ αυτήν την επανάληψη συντηρείται. Στο σύστημα τύπου Βαβυλώνας, εύκολα κατανοεί κάποιος ποιες είναι οι επιδιώξεις και πώς ο πόλεμος τις καλύπτει. Όταν οι άθλιοι, οι αριστοκράτες της γης γίνουν πολλοί κι ο πλούτος της κατεχόμενης γης δεν τους αρκεί, κάνουν επεκτατικό πόλεμο, για να αυξήσουν την κύρια μορφή του κεφαλαίου τους, που είναι η ίδια η γη. Αυτή είναι η αιτία για την οποία, αν παρατηρήσει κάποιος τους χάρτες, θα δει τεράστιες διαφορές μετά τη λήξη των πολέμων.

Σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση ο χάρτης, που θεωρητικά προσδιορίζει τα όρια των εθνών, άλλαξε άπειρες φορές κι αυτή η αλλαγή ήταν τις περισσότερες φορές θεαματική. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση κι ενώ έχουν συμβεί άπειροι πόλεμοι, μεταξύ των οποίων και δύο παγκόσμιοι, βλέπει κάποιος ότι οι αλλαγές είναι ελάχιστες και στις περιπτώσεις των δύο μεγάλων πολέμων οι ηττημένοι δεν υποτάχτηκαν στο σύστημα του νικητή, παρά διατήρησαν όλα τα στοιχεία του κράτους τους προ της ήττας. Οι νικητές σύμμαχοι δε διαμέλισαν τη Γερμανία, ονομάζοντας την κατά το αντίστοιχο ποσοστό Γαλλία, Βρετανία ή Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί έχασαν δύο παγκόσμιους πολέμους και κανένας δεν τους υποχρέωσε να γίνουν δούλοι. Αυτή η τεράστια διαφορά προβληματίζει, γιατί δεν εξηγείται μέσα από τη συνηθισμένη λογική. Οι ανθρωπιστικοί λόγοι αποκλείονται, γιατί ο άνθρωπος, που κάνει πόλεμο, είναι κτήνος και τα κτήνη είναι ίδια από την εποχή της Δημιουργίας. Ο Βρετανός στρατηγός δεν είναι λιγότερο βάρβαρος από ένα στρατηγό του Καίσαρα, ώστε απ’ αυτό να προκύπτει η νέα αυτή πρακτική. Απλά το σύστημα έχει αλλάξει στόχους κι αυτό που πρέπει ν’ αντιληφθούμε είναι το τι επιδιώκει και πώς εξακολουθεί να τρέφεται από την ανθρώπινη σάρκα.

Όταν αναφερθήκαμε σε άλλο σημείο για το σύστημα, είπαμε ότι απεχθάνεται το εμπόριο, τον αθλητισμό και την τεχνολογία. Αυτά που απεχθάνεται, όσο ήταν ισχυρό, τα πολεμούσε και μαζί μ’ αυτά κι αυτούς, που τα εκφράζουν. Η εκκλησία λατρεύει τη φεουδαρχία κι αυτό γιατί έχει τη δύναμη να προστατεύει δικαιώματα, που στην περίπτωση που είναι κληρονομικά, είναι ευάλωτα στην κριτική των καταπιεσμένων. Με αφετηρία την έκρηξη της επανάστασης, ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων βρήκε χώρο για να λειτουργήσει. Άνθρωποι από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, που έγιναν γιατροί, μηχανικοί κι απέκτησαν οποιαδήποτε άλλη ειδικότητα άρχισαν να παράγουν έργο. Αυτό το επιστημονικό έργο, που έχει σχέση με την πρόοδο και όχι με την αφαίμαξη των ανθρώπων, άρχισε να γίνεται απειλητικό για τους κατ’ εξοχήν ευνοημένους του συστήματος, που είναι οι κύριοι της γης. Πολλές εφευρέσεις είχαν πρακτική σημασία κι αυτό σήμαινε ότι υπήρχε ανάγκη παραγωγής. Η μέχρι τότε παραγωγή αγαθών καλυπτόταν από τη βιοτεχνία, αφού η τάξη, που είχε τη δυνατότητα να καταναλώνει τέτοιου είδους αγαθά, ήταν ολιγάριθμη. Όμως η εκρηκτική ανάπτυξη της μεσαίας τάξης αύξησε τις μέχρι τότε ελάχιστές ανάγκες. Ενώ μέχρι τότε διέθεταν άμαξα μόνον οι αριστοκράτες, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ήταν ανάγκη και για τους γιατρούς, τους δικηγόρους και διάφορους άλλους.

Απ’ αυτήν τη νέα κατάσταση προέκυψε η βιομηχανική επανάσταση. Το νέο δεδομένο δεν ήταν αυτή καθ’ αυτή η εφευρετικότητα των ανθρώπων, αλλά ένα μεγάλο αγοραστικό κοινό. Οι τεράστιες ανάγκες παραγωγής άρχισαν να προσελκύουν τους δουλοπάροικους προς τα αστικά κέντρα, εφόσον οι συνθήκες εργασίας ήταν σαφώς καλύτερες. Αυτό θορύβησε το σύστημα και η ερήμωση της υπαίθρου, εκτός των άλλων, αύξησε το κόστος της γεωργικής παραγωγής λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού. Οι ιδιοκτήτες της γης άρχισαν να χάνουν σταδιακά τη δύναμη τους και στήριξαν τις ελπίδες τους στην εκκλησία που στήριζαν. Έβλεπαν τους εμπόρους να στηρίζουν τους εφευρέτες οικονομικά και να πολλαπλασιάζουν τα χρήματα τους, άρα και τη δύναμη τους, την ώρα που η γη έχανε συνεχώς αξία. Να γίνουν έμποροι; Να γίνουν εφευρέτες; Και τα δύο απαιτούν προσόντα, που δίνονται από το Θεό. Η γη χάνει αξία, αλλά δεν εξαφανίζεται. Μ’ αυτό το σκεπτικό έμειναν παγιδευμένοι και ανέμεναν τη λύση από την εκκλησία. Η μεγαλύτερη εφεύρεση όλων των εποχών ανήκει στην εκκλησία. Εφευρέθηκαν τα πνευματικά δικαιώματα πάνω στις εφευρέσεις ή πρωτοτυπίες. Ο βλάκας ο φεουδάρχης μπορούσε πλέον χωρίς φόβο να πουλήσει γη, να εξασφαλίσει κεφάλαιο και να αγοράσει τα δικαιώματα ενός εφευρέτη. Το σύστημα αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Για άλλη μία φορά η ηλιθιότητα νίκησε την εξυπνάδα. Ο ηλίθιος ο φεουδάρχης εκμεταλλευόταν εκ του ασφαλούς την εξυπνάδα των ανθρώπων.

Η οικονομία αλλάζει εντελώς μορφή και από οριζόντια μετατρέπεται σε κάθετη. Ο γαιοκτήμονας γίνεται βιομήχανος κι οι δούλοι γίνονται εργάτες. Στον αντίποδα αυτής της αλλαγής οι φτωχοί πανηγυρίζουν που απέκτησαν την πολυπόθητη γη. Δεν πέρασε βέβαια πολύς καιρός μέχρι ν’ αρχίσουν πάλι να κλαίνε, βλέποντας ότι ο παλιός τους κύριος ήταν αυτός, που θα τους πουλούσε τα τρακτέρ κι ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο πίνοντας τους μ’ άλλο τρόπο το αίμα. Επειδή οι παλιές συνήθειες δεν ξεχνιούνται, οι εργάτες, που συγκεντρώθηκαν στις πόλεις για μία καλύτερη τύχη, άρχισαν να γίνονται θύματα της χειρότερης εκμετάλλευσης. Άθλιες συνθήκες εργασίας, μισθός ανεπαρκής και μία πρωτόγνωρη κατάσταση… αυτή της ανεργίας. Ανεργία στη γη δεν υπάρχει. Φτώχεια και δυστυχία μπορεί να υπάρχει, αλλά η δουλειά δε λείπει ποτέ.

Η βιομηχανική επανάσταση χρονικά ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση, άρα τη γέννηση της έννοιας του εθνικισμού. Αυτά τα δύο, αν τα συνδυάσει κάποιος, αρχίζει να ψηλαφίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Όσο η κοινωνία βρισκόταν στο στάδιο της Βαβυλώνας, η γη ήταν το πολύτιμο αγαθό κι αυτή φυλασσόταν και μεγάλωνε, όταν υπήρχαν οι προϋποθέσεις από το στρατό. Όμως οι νέες συνθήκες αλλάζουν εντελώς τα δεδομένα κι έτσι έπρεπε ν’ αλλάξει το σύνολο της στρατηγικής. Τι μπορούν να φυλάξουν οι στρατιώτες; Μία ιδέα; Μία εφεύρεση; Από τη στιγμή που, ενώ αλλάζουν οι ανάγκες, αυτοί παραμένουν, σημαίνει ότι υπηρετούν κάποιο στόχο, που δεν είναι εύκολα ορατός. Ο στρατός σ’ αυτήν τη μορφή κοινωνίας έχει ένα διαφορετικό λόγο ύπαρξης, που τον καθιστά άκρως απαραίτητο. Πριν δούμε αυτόν το ρόλο θα πρέπει πρώτα να δούμε τις κοινωνικές μεταβολές που ακολούθησαν την έκρηξη του πνεύματος και τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν.

Όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος από την ιστορία, οι χώροι, όπου φιλοξενούνται τα διάφορα έθνη, δε διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά. Αυτό εξηγείται μόνο με τον εθνικισμό, που καλλιεργήθηκε στην Ευρώπη από εκείνη την εποχή κι ύστερα. Αυτό ήταν επίτευγμα της παιδείας, που δόθηκε μέσω του συστήματος και σκοπό είχε να δώσει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά στους λαούς. Όσο η κοινωνία βρίσκεται στο βήμα τύπου Βαβυλώνας, εθνικισμός δεν καλλιεργείται, γιατί είναι επικίνδυνος. Το βήμα αυτό θέλει τους ανθρώπους χωρισμένους σε κυρίους και δούλους. Το σύστημα έτσι αποκτά την ευχέρεια να διορίζει κυρίους και να λειτουργεί. Αυτό σημαίνει ότι αν τη Γαλλική Επανάσταση δεν την ακολουθούσε μία ανάλογη πνευματική, το σύνολο της Γαλλίας θα διαμελιζόταν και θα δινόταν στους νικητές ως κτήση. Ο εθνικισμός που ανέπτυξαν τότε οι Γάλλοι, ήταν αυτός, που τους έδωσε τη δυνατότητα να υπάρχουν ως κράτος μέσα στα όρια που περίπου είχαν πριν την επανάσταση. Ο εθνικισμός έχει το χαρακτηριστικό να χρωματίζει κι αυτό σημαίνει ότι, όπου έχει καλλιεργηθεί, είναι ασύμφορο για το βήμα τύπου Βαβυλώνας να επεκταθεί. Από τη στιγμή που ο Γάλλος συνειδητοποίησε την ταυτότητα του, είναι ασύμφορος για εκμετάλλευση. Αν η επανάσταση ξεκίνησε από την αγανάκτηση εναντίον ομοεθνών κυρίων, ήταν δυνατό να ανεχθούν αλλοεθνείς; Αυτό το γνώριζε το σύστημα και φοβούμενο τα συνεχή επαναστατικά κινήματα, που μπορεί να επεκτείνονταν στο σύνολο της Ευρώπης, επέτρεψε στη Γαλλία να υπάρχει. Η Γαλλία για το σύστημα τότε, ήταν ένα μεγάλο εργαστήριο στο οποίο δοκιμάζονταν ένα μεγάλο πλήθος εφαρμογών με ζητούμενο τον απόλυτο έλεγχο μίας κοινωνίας, τα μέλη της οποίας είχαν επαναστατικό παρελθόν, αλλά και κάποια γνώση. Το σύστημα έκανε συμμάχους και συνενόχους όλους αυτούς, που θα μπορούσαν να το αμφισβητήσουν και πέτυχε τον έλεγχο.

Το κύριο στοιχείο αυτής της εφαρμογής ήταν η νέα συνωμοσία εναντίον της επαρχίας. Όπως στο προηγούμενο βήμα η δύναμη της εξουσίας στηρίζεται στην καθυστερημένη επαρχία, έτσι και στο νέο βήμα δημιουργείται ανάλογη κατάσταση. Με τη δημιουργία αυτού του χάσματος ακόμα και η έννοια της Δημοκρατίας καταστρατηγείται κι ευνουχίζεται. Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία έκφρασης κι αυτοδιάθεσης. Όλα αυτά συμβαίνουν βέβαια στα μεγάλα κέντρα, όπου ο έλεγχος των μαζών επιτυγχάνεται με την αστυνόμευση. Η διαφορά όμως που δημιουργείται μεταξύ κέντρου και επαρχίας απαιτεί υποκρισία κι αυτή είναι τελικά, που παγιδεύει τους ανθρώπους. Όλα τα αγαθά της Δημοκρατίας τ’ απολαμβάνουν οι “εκλεκτοί”, αλλά η συμπεριφορά έναντι της επαρχίας είναι η παλιά, γιατί υπάρχει η εκμετάλλευση. Τη φωνή της επαρχίας, που υποτίθεται αντιπροσωπεύουν οι πολιτικοί οι οποίοι προέρχονται απ’ αυτήν, την παγιδεύουν μέσα στα παλάτια, τις υπεραξίες και τη γλυκιά ζωή. Αν ο πολιτικός της επαρχίας είχε κυβερνητικά καθήκοντα στην περιοχή του, που είναι πιο κοντά στην έννοια της Δημοκρατίας, αργά ή γρήγορα θα ερχόταν σε σύγκρουση με το κεντρικό σύστημα και μ’ αυτόν τον τρόπο θα δημιουργούνταν εξελίξεις, που θίγουν την εξουσία. Η κεντρική εξουσία δεν επιθυμεί ο πολιτικός να ζει και να εργάζεται στην περιοχή του, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος ελέγχεται κι αυτό σημαίνει ότι, αν επιθυμεί να διατηρεί το αξίωμα του, θα πρέπει ν’ αγωνίζεται φυσικά εναντίον της κι εναντίον των επιλογών της.

Το σύστημα θέλει τον πολιτικό της επαρχίας αργόμισθο, τεμπέλη, υψηλά αμειβόμενο και χωρίς φωνή. Αν ο πολιτικός αποκτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά, θα πρέπει για να επιβιώσει να λέει ψέματα και ν’ αναπτύσσει διάφορες θεωρίες, που στόχο έχουν ν’ αποπροσανατολίσουν. Αυτές όλες οι θεωρίες των ψευτών έχουν να κάνουν με τον εθνικισμό. Ένας πολιτικός μίας περιοχής, που υποφέρει από τη φτώχεια, όταν δεν κάνει απολύτως τίποτε, πρέπει να πει ψέματα. Πρέπει να πείσει τους ανθρώπους ότι αγωνίζεται για μία μεγάλη Γαλλία, Γερμανία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα και ότι, όταν το επιτύχει αυτό, θα λυθούν ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα. Επομένως δε φταίει για την έλλειψη λύσεων αυτός, που είναι ηλίθιος και κλέφτης, αλλά φταίνε οι Τούρκοι για τους Έλληνες κι οι Γερμανοί για τους Γάλλους. Βλέπει κάποιος, ότι ο εθνικισμός είναι η φυσική εξέλιξη της φιλοσοφίας ενός συστήματος με κεντρική εξουσία, που δεν έχει τη μονολιθικότητα της βασιλείας. Εξασφαλίζοντας την υποκρισία το σύστημα, που θέλει αδικημένη την επαρχία, δε φοβήθηκε να επιτρέψει και στις άλλες χώρες τις θεωρίες περί δημοκρατίας Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο εκείνη την εποχή πολλοί άνθρωποι της Δύσης είχαν αρχίσει να μελετούν τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους.

Όλα αυτά δοκιμάστηκαν πρώτα στη Γαλλία εκείνης της εποχής κι αυτή η δοκιμή υποβοηθούνταν από τη γνώση που είχε το σύστημα από τη διάλυση της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο το Αλεξάνδρου, Μακεδόνες ευγενείς δημιούργησαν κράτη “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” της αυτοκρατορίας κι αυτό ήταν η απόδειξη της αποτελεσματικότητας της μετέπειτα τακτικής του συστήματος “διαίρει και βασίλευε”. Το πόσο καλά λειτουργεί η εξουσία αποδεικνύεται μόνον από τη δυνατότητά της να κάνει πόλεμο. Αυτά τα κράτη είχαν αποδείξει ότι λειτουργούν ελεγχόμενα, παρ’ όλες τις ιδιομορφίες τους, πράγμα που τα έκανε πολύτιμες εμπειρίες. Οι ιδιομορφίες αυτές ήταν δύο.. πρώτον: οι βασιλιάδες ανήκαν σε έθνος διαφορετικό απ’ αυτό που κυβερνούσαν και δεύτερον: μέσα στο κάθε βασίλειο συνυπήρχαν άνθρωποι που ανήκαν σε διαφορετικά επίπεδα όσον αναφορά την παιδεία τους. Όταν δοκιμάστηκε στη Γαλλία αυτό το σύστημα αποδείχτηκε αυτό, που ήταν γνωστό, αλλά δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ στη Δύση: κάτω από συνθήκες σκευωρίας των “εκλεκτών”, που κλέβουν, οι λαοί μάχονται και σκοτώνονται χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Όταν πλέον το πνεύμα άρχισε να πλημμυρίζει την Ευρώπη στο σύνολο της, το σύστημα ήδη είχε την υποδομή ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Αυτό, που έγινε στη Γαλλία, ήταν η ιδανική κι εφαρμοσμένη λύση. Έτσι έφτασε η Ευρώπη στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο να πολεμά και να θρηνεί θύματα, κατ’ αντιστοιχία απόλυτη με τους πολέμους των διαδόχων του Αλεξ­άνδρου. Πολεμούσαν όλοι εναντίον όλων και η τραγική ειρωνεία ήταν ότι οι βασιλιάδες όλων αυτών των εθνών ήταν συγγενείς μεταξύ τους. Αυτό το γραφικό τσίρκο των γαλαζοαίματων, που κάποτε μάτωσαν την Ευρώπη και σήμερα αποτελούν ευνουχισμένες μαριονέτες, το εγκατέστησε η εκκλησία με σκοπό να το ελέγχει απόλυτα και παράλληλα να μη διαφεύγει η εξουσία σε χέρια, που δεν ελέγχονταν. Το έλεγχε απόλυτα, γιατί μόνον αυτή το προστάτευε. Σε μία Ευρώπη, που στήριζε τη δομή της στον εθνικισμό, αρκούσε μία σπίθα, για να ξεσηκωθούν οι Βρετανοί εναντίον των Γερμανών βασιλιάδων τους. Η εκκλησία προστάτευε ανθρώπους, που είχαν απόλυτη ανάγκη αυτής της προστασίας κι αυτό τούς έκανε υποχείρια της. Οι γαλαζοαίματοι της Ευρώπης δημιουργήθηκαν για να σέρνουν τους λαούς σε τέτοιους πολέμους, των οποίων το τέλος δε θ’ απειλούσε τις εξουσίες, που ήδη είχαν προσδιορισθεί, ώστε να υπηρετήσει το σύστημα, και οι όποιες διαφορές θα λύνονταν σε συνθήκες οικογενειακού περιβάλλοντος. Πολεμά ο ξάδερφος τον ξάδερφο, αλλά δεν τον αμφισβητεί, ούτε του παίρνει την εξουσία. Αυτή η πρακτική είναι η επιθυμητή, για να λειτουργήσει η κοινωνία αυτού του βήματος. Πρέπει να γίνονται πόλεμοι, αλλά να μην καταστρέφονται τα επιμέρους συστήματα. Από τη στιγμή που ο φεουδάρχης έγινε βιομήχανος, δεν υπήρχε καμία απολύτως ανάγκη κατάκτησης.

Οι πόλεμοι έχουν διαφορετική φιλοσοφία και στόχους. Ο κύριος στόχος των πολέμων αυτού του βήματος, που είναι και το βήμα που ζει η ανθρωπότητα σήμερα, είναι η κλοπή της γνώσεως διά της βίας. Αυτό το “διά της βίας” εξασφαλίζει την επιβίωση του συστήματος. Η ανταλλαγή γνώσεων απαγορεύεται, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο μειώνεται η υπεραξία και χαλούν τα δεδομένα του παιχνιδιού που συντηρεί το σύστημα. Διά της βίας αρπάζει ο νικητής τις γνώσεις του νικημένου και συντηρούνται τα πνευματικά δικαιώματα. Ο νικημένος εξασφαλίζει την ύπαρξη του, αλλά δεν έχει δικαίωμα ν’ αντιγράψει το νικητή, παρά να μπει στο παιχνίδι από μειονεκτικότερη θέση. Για να γίνει αυτό κατανοητό, αλλά και για να αντιληφθεί ο αναγνώστης την ευφυΐα του συστήματος και την απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ φεουδάρχη και βιομηχάνου, θ’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Έστω ότι υπάρχουν δύο φεουδάρχες, οι οποίοι έχουν φέουδα όχι ίσα μεταξύ τους, αλλά χωρίς δυνατότητα επέκτασης σε άλλους χώρους. Ο ένας παράγει πλούτο αξίας 2Χ και ο άλλος Χ. Όσο το αρχικό καθεστώς επιφάνειας της γης είναι σταθερό, εφόσον οι άλλες παράμετροι —εργατικό κόστος, κλίμα— είναι επίσης σταθεροί και κοινοί, αυτή η αναλογία είναι επίσης σταθερή. Πρέπει ν’ αλλάξει η επιφάνεια για ν’ αλλάξει ο παραγόμενος πλούτος κι αυτό σημαίνει πόλεμο. Μόνο αν ο δεύτερος κατακτήσει μέρος του πρώτου, μπορεί να κάνει τον πλούτο του 2Χ και σε καμία άλλη περίπτωση.

Στην περίπτωση των βιομηχάνων έχουμε επίσης συγκεκριμένα όσο κι ανάλογα δεδομένα. Υπάρχουν δύο βιομήχανοι και οι βιομηχανίες τους αποφέρουν πλούτο έστω 2Χ και Χ αντίστοιχα. Έχουν και οι δύο εργοστάσια κι εργάτες, ενώ απευθύνονται στην ίδια αγορά. Εδώ το κεφάλαιο δεν είναι η γη, ούτε και το εργοστάσιο. Εδώ το κεφάλαιο είναι η τεχνογνωσία. Όποιος έχει πιο εξελιγμένη μέθοδο παραγωγής, ανώτερο ποιοτικά προϊόν και καταφέρνει να είναι περισσότερο ανταγωνιστικός, έχει το μεγαλύτερο κέρδος. Ο πόλεμος κι εδώ γίνεται, αλλά δεν είναι της αυτής φιλοσοφίας. Ο εργοστασιάρχης δεν πολεμά ν’ αρπάξει το εργοστάσιο του άλλου, πράγμα ανώφελο κι επικίνδυνο, εφόσον δημιουργεί συνθήκες να χάσει κι αυτός το δικό του, αλλά πολεμά ν’ αρπάξει την τεχνογνωσία του αντιπάλου. Αν καταφέρει κι αρπάξει τη γνώση του πρώτου, αυτός θα εισπράττει τα 2Χ, εφόσον ο άλλος είναι υποχρεωμένος ν’ αποδεχθεί να δουλεύει με κατώτερη γνώση, αν θέλει να παραμείνει στο παιχνίδι και να μην προκαλεί το σύστημα.

Αν αντιληφθεί ο αναγνώστης αυτό το παράδειγμα, αντιλαμβάνεται την έννοια “κεφάλαιο”. Κεφάλαιο δεν είναι το χρήμα, ούτε το εργοστάσιο, παρά η γνώση. Με τη γνώση εξασφαλίζει κάποιος και χρήματα κι εργοστάσιο, ενώ το αντίθετο δεν ισχύει πάντα. Τα χρήματα δαπανώνται για να εξασφαλίζουν την ακριβή γνώση και το φθηνό εργοστάσιο, ενώ το εργοστάσιο, όταν υπάρχει, απλά μειώνει τα συνολικά έξοδα επένδυσης. Μ’ αυτήν τη λογική τα χρήματα και η υλικοτεχνική υποδομή είναι η έκφραση του κεφαλαίου ως έννοια και ταυτόχρονα είναι και η μορφή του όσον αφορά την ανάγκη να διαμοιραστεί στους δικαιούχους. Αυτό για να γίνει κατανοητό, θα πρέπει να το αναλύσουμε. Αν, για παράδειγμα, υπάρχει ένας εργοστασιάρχης μ’ όλη την απαραίτητη υποδομή που τον χαρακτηρίζει, αλλά χωρίς την απαραίτητη γνώση που απαιτεί το ανταγωνιστικό περιβάλλον για ν’ αποκτήσει κέρδος, το σύνολο αυτής της υποδομής είναι άχρηστο. Είναι άχρηστο το εργοστάσιο, είναι άχρηστοι οι εξειδικευμένοι εργάτες, είναι άχρηστες οι αγορασμένες πρώτες ύλες. Από την άλλη πλευρά έχουμε έναν άνθρωπο, που έχει μία γνώση με τη μορφή εφεύρεσης, που είναι σίγουρο ότι έχει θέση στην αγορά, αλλά χωρίς την παραμικρή υλική υποδομή. Αυτοί οι δύο άνθρωποι που μελετούμε, έχουν διαφορά στο κεφάλαιο. Φαινομενικά ο πρώτος υπερτερεί έναντι του δεύτερου, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Ο πρώτος δεν έχει κεφάλαιο κι γι’ αυτό δεν μπορεί να δουλέψει, ενώ ο δεύτερος πουλώντας μέρος της αξίας της γνώσης του, μπορεί να εξασφαλίσει το σύνολο όσων διαθέτει ο πρώτος έχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα να δουλέψει. Αυτό είναι η απόδειξη της γνώσης, που είναι ταυτόσημη με την έννοια “κεφάλαιο”.

Όμως έννοια κι έκφραση είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό, γιατί ο πλούτος ανήκει στην έκφραση του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο πρώτος έχει εργοστάσιο και πρώτες ύλες κι επομένως πλούτο. Μπορεί να τα πουλήσει σε κάποιον και να αποκτήσει τον αντίστοιχο πλούτο. Τα μηχανήματα, οι κτιριακές εγκαταστάσεις έχουν συγκεκριμένη αξία και η κατοχή τους σημαίνει κατοχή συγκεκριμένου πλούτου. Ο δεύτερος, που έχει τη γνώση, αν δεν κινηθεί με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, δεν έχει τον παραμικρό πλούτο. Η ύπαρξη ορισμένων χαρτιών δεν πιστοποιεί πλούτο, ούτε δίνει τη δυνατότητα χειρισμού μ’ όμοιο τρόπο. Ο πρώτος μπορεί να πουλήσει ένα μηχάνημα, να βγει στην αγορά και ν’ αγοράσει τα αγαθά που θέλει, ενώ ο δεύτερος όχι. Μπορεί να πάει κάποιος στο χασάπη και αντί αμοιβής σε χρήμα να του δώσει δύο σελίδες από τη μελέτη του; Συνεπώς για να μπει στην αγορά το κεφάλαιο-γνώση πρέπει να εκφραστεί σε πλούτο. Πρέπει κάποιοι να την εκτιμήσουν και στη συνέχεια να την αντιστοιχίσουν σε πλούτο κι αυτός ο πλούτος θα είναι, που θα εκφράζει την αξία της ως κεφάλαιο. Ο βιομήχανος που εξετάσαμε εφόσον έχει εργοστάσιο, που δούλευε στο παρελθόν, είχε κεφάλαιο σε γνώση, αλλά αυτό το κεφάλαιο έχασε την αξία του, εφόσον η γνώση του ξεπεράστηκε. Ο πλούτος του είναι προϊόν εκείνης της γνώσης που κάποτε είχε. Ήταν γαιοκτήμονας, πούλησε τη γη κι αγόρασε γνώση. Από τη μία μορφή κεφαλαίου πέρασε στην άλλη, που είναι εντελώς διαφορετικής μορφής. Η μετάβαση από τη μία μορφή κεφαλαίου στην άλλη γίνεται, γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά στην απόδοση του κέρδους, το οποίο κέρδος δεν είναι κεφάλαιο, αλλά το σύστημα μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων το μετατρέπει σε κεφάλαιο. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η αδυναμία του συστήματος κι οποιαδήποτε παρέμβαση το κλονίζει.

Ο,τι έχει πει ο Μαρξ είναι σωστό και η θεωρία του αγγίζει την αδυναμία του συστήματος. Αυτό όμως που κάνει το Μαρξ ανεφάρμοστο μέχρι σήμερα, είναι το πρώιμο της εμφάνισής του. Ο Μαρξ γεννήθηκε σε μία εποχή που το κεφάλαιο όπως το γνωρίζουμε σήμερα γεννιόταν και δεν είχε πάρει τα πραγματικά του χαρακτηριστικά. Στην εποχή του, το κεφάλαιο ήταν τα εργοστάσια και τα χρήματα που απαιτούσε η λειτουργία τους. Αυτοί που διαχειρίζονται το λόγο του δεν προσαρμόζουν τη θεωρία του στα πραγματικά δεδομένα, γιατί είναι κι οι ίδιοι εξίσου άθλιοι κεφαλαιοκράτες. Χειρίζονται το λόγο του ως κεφάλαιο, για ν’ αντλούν δικαιώματα υπεραξίας απ’ αυτόν. Ένας δούλος του κομμουνιστικού κόμματος, δεν αναλύει το λόγο του Μαρξ, γιατί απλούστατα αυτό σημαίνει αυτοκατάργηση. Όμως πριν δούμε την άποψη του Μαρξ, επιστρέφουμε σ’ αυτό που όπως αναφέραμε αποτελεί το αδύναμο σημείο του συστήματος.

Το σύστημα, που θέλει να προστατεύσει τους δούλους του, δίνει σ’ αυτούς τη δυνατότητα ν’ ανανεώνουν το κεφάλαιο τους μέσα από το κέρδος και μ’ αυτόν τον τρόπο να διαιωνίζεται η κατάσταση. Το κεφάλαιο-γνώση αποδίδει κέρδος μέχρι να ξεπεραστεί κι αυτό σημαίνει ότι σε κάποια στιγμή παύει να υφίσταται. Οι φεουδάρχες που έγιναν εργοστασιάρχες, γνωρίζουν αυτήν την αδυναμία κι αυτός ήταν ένας σημαντικός λόγος που σε πρώτη φάση δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη θεωρητικά αλλά και πρακτικά άφθαρτη γη, χωρίς ικανοποιητικές εγγυήσεις. Το σύστημα γνωρίζει επαρκώς τι ακριβώς είναι το κεφάλαιο, αφού αυτό μέσω της εκκλησίας έχει στην κατοχή του το μεγαλύτερο κεφάλαιο που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη, και είναι ο Λόγος του Θεού. Αυτή η γνώση έδωσε σ’ αυτό τη δυνατότητα να δρομολογήσει καταστάσεις περίπλοκες και δυσδιάκριτες. Έντεχνα προκαλεί σύγχυση στους ανθρώπους μεταξύ των εννοιών του κεφαλαίου και του πλούτου. Παραμονές του 21ου αιώνα κι οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται από πού προέρχεται το κέρδος και πώς αυτό δημιουργεί συνθήκες αύξησης του. Βλέπει ο άνθρωπος αυτό που δεν πρόφτασε ο Μαρξ, δηλαδή εργοστάσια να κλείνουν και να μένουν άνεργοι οι άνθρωποι και δεν μπορεί να καταλάβει ότι το κεφάλαιο το έχει ο άνθρωπος, που έχει τη γνώση. Σήμερα αυτό είναι πιο προσιτό να το αντιληφθεί κάποιος, γιατί υπάρχει περισσότερη γνώση γύρω από τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Ο Μαρξ υπήρξε σε μία εποχή που οι ανάγκες για αγαθά ήταν τεράστιες, ενώ η προσφορά μέσω της παραγωγής ελάχιστη κι αυτό έδινε αξία στο εργοστάσιο σε βάρος της γνώσης.

Η αγγλική βιομηχανία μπορεί να παρήγαγε ένα προϊόν ανώτερης ποιότητας από μία άλλη βιομηχανία, αλλά αυτό ελάχιστα προβλημάτιζε τους άλλους, εφόσον η παραγωγή της δεν ξεπερνούσε τη ζήτηση, ώστε ν’ απειλήσει άλλες αγορές. Κεφάλαιο εκείνη την εποχή ήταν το εργοστάσιο. Όμως το κεφάλαιο έχει την τάση να επεκτείνει την ακτίνα δράσης του κι αυτό είναι μία από τις αδυναμίες του. Είναι αδυναμία, γιατί, αν δεν επεκταθεί και δεν καλύψει μία ανάγκη στο σύνολο της αγοράς, δημιουργεί χώρο γι’ ανάπτυξη ανεπιθύμητου ανταγωνισμού. Ένας εργοστασιάρχης που κατασκευάζει υφάσματα στο Λονδίνο, έχει συμφέρον να είναι η ζήτηση μεγαλύτερη από την παραγωγή, ώστε να εισπράττει περισσότερη υπεραξία χωρίς μεγαλύτερα έξοδα. Όμως αυτή η διαφορά είναι επικίνδυνη γι’ αυτόν, γιατί δίνει χώρο ανάπτυξης και σε κάποιον άλλο, που παράγει το ίδιο προϊόν έστω και κατώτερης ποιότητας. Ακριβώς για να μην υπάρξει χώρος για κάποιον άλλο, που στο μέλλον μπορεί να είναι απειλητικός, πρέπει ο πρώτος βιομήχανος να επεκταθεί. Το ένα εργοστάσιο να γίνουν δύο, τρία και ούτω καθεξής. Αυξάνοντας όμως την παραγωγή, οδηγείται σε μία κατάσταση στην οποία η ανάγκη θα έχει καλυφτεί σε πρώτη φάση και οι περαιτέρω πωλήσεις —για να διατηρηθούν στο ίδιο επίπεδο— θα επιβάλλουν μείωση των τιμών. Όταν αυτές οι μειώσεις φτάσουν σ’ ένα οριακό σημείο, ο κολοσσός πλέον βιομηχανία, θα πρέπει ν’ αναζητήσει άλλες αγορές έξω από εθνικά όρια. Όταν αυτή η επέκταση γίνεται σε κράτος που δεν έχει ανεπτυγμένη εθνική βιομηχανία, δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα, ενώ το αντίθετο συμβαίνει όταν υπάρχει. Όταν αγγλικά προϊόντα μπαίνουν στην αγορά της Γαλλίας, που παράγει τα ίδια, τότε αρχίζουν και δημιουργούνται προβλήματα, που κλονίζουν το σύστημα.

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα, ο εργοστασιάρχης έχει δύο μεγάλα προβλήματα. Ένα σε σχέση με τη διατήρηση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου κι ένα σε σχέση με τον ανταγωνισμό κάποιου άλλου, που μπαίνοντας στην αγορά του τείνει να τον εξαφανίσει. Το πρώτο πρόβλημα λύνεται μ’ ευκολία, ενώ το δεύτερο είναι δύσκολο όσο κι επικίνδυνο. Το πρώτο λύνεται με τη γνωστή τακτική του συστήματος, που είναι η αδικία. Το σύστημα δεν έχει ευαισθησίες κι αισθήματα. Το σύστημα λατρεύει τους εκλεκτούς του, που το στηρίζουν, πληρώνοντας το εκμεταλλευόμενοι φτωχούς ανθρώπους. Αυτό το πετυχαίνει με τον έλεγχο του πραγματικού κεφαλαίου, που είναι η γνώση. Αν το κεφαλαίο με τη μορφή χρήματος ήταν ανεξάρτητο από την εξουσία και τις επιλογές της, η κατάσταση στην παραγωγή θα ήταν διαφορετική. Αυτός, που είχε το κεφάλαιο-εφεύρεση, θα πήγαινε στην τράπεζα κι αφού εύκολα θα κατάφερνε να πιστοποιήσει την αξία της εφεύρεσής του, αυτόματα θα έπαιρνε το κεφάλαιο-χρήμα για να μπει στην παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι κάθε εφευρέτης θα γινόταν βιομήχανος και θα παρήγαγε μέχρι να εξαντληθούν οι δυνατότητες του: είτε, γιατί η γνώση του ξεπεράστηκε σε απόλυτα επίπεδα είτε γιατί δεν υπάρχει χώρος έστω και για το κατώτερο προϊόν.

Αυτό όμως δε συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο χώρος του κεφαλαίου ελέγχεται. Πάει ο εφευρέτης σε μία τράπεζα για την αναζήτηση της μορφής κεφαλαίου που δε διαθέτει κι αυτή ακολουθεί ύπουλη τακτική. Πρώτον αρνείται προφασιζόμενη το αβέβαιον της επένδυσης και δεύτερον ενημερώνει τον εργοστασιάρχη του αυτού αντικειμένου για τον κίνδυνο. Από τη στιγμή που ελέγχεται η χρηματοδότηση, το πλέον εύκολο είναι η τεχνητή μείωση της αξίας του πραγματικού κεφαλαίου. Ο εφευρέτης που σ’ ένα ελεγχόμενο οικονομικό σύστημα δεν εξασφαλίζει χρηματοδότηση, είναι εύκολο θύμα των αθλίων. Όταν όλες οι πόρτες είναι κλειστές, μένει πάντα ανοιχτή αυτή του αντιπάλου, πράγμα που σημαίνει ελάχιστη διαπραγματευτική ικανότητα. Ο εφευρέτης θα ξεπουλήσει όσο-όσο την εφεύρεση του και θα είναι αναγκασμένος, εισπράττοντας ψίχουλα, να βλέπει τον άλλο να θησαυρίζει χωρίς δυνατότητα αντίδρασης. Εδώ συμβαίνει αυτό που προαναφέραμε, ότι το σύστημα καταφέρνει και μετατρέπει το κέρδος σε κεφάλαιο. Ο εργοστασιάρχης από το κέρδος αγοράζει κεφάλαιο, που σ’ άλλη περίπτωση θα εξαφάνιζε και το κεφάλαιό του και το κέρδος του.

Μ’ αυτόν τον έλεγχο στις χρηματοδοτήσεις, το κεφάλαιο-γνώση εξασφαλίζει σταθερότητα όμοια μ’ αυτήν της γης και καθιστά ασφαλή τη μετατροπή του κεφαλαίου. Οι ηλίθιοι φεουδάρχες γίνονται εκ του ασφαλούς ευφυείς βιομήχανοι εκμεταλλευόμενοι τη γνώση, που υπάρχει. Η τραγική ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι τα πνευματικά δικαιώματα για το σύνολο του κόσμου είναι δωρεά του συστήματος και προστασία του φτωχού δημιουργού από τους βιομηχάνους. Όλα αυτά όμως που αφορούν την υπάρχουσα γνώση, εφαρμόζονται μόνο σ’ εθνικό επίπεδο. Το κάθε εθνικό σύστημα προστατεύει τους δικούς του κλέφτες. Έτσι όταν θα υπάρξει ο Γερμανός εφευρέτης, από πλευράς Γερμανίας θα υπάρξει άφθονη χρηματοδότηση, όταν δεν υπάρχει βιομηχανικό κατεστημένο σ’ αυτόν τον τομέα παραγωγής και εννοείται ότι δε θα ειδοποιηθεί ο Βρετανός βιομήχανος.

Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα του συστήματος, που είναι και το πιο δύσκολο. Το πρόβλημα γεννιέται από τη δυσλειτουργία, που προκαλείται από την επιθυμία για έλεγχο της γνώσης σε διαφορετικά επίπεδα και την αδυναμία επίτευξης της επιθυμητής ισορροπίας. Αυτά τα επίπεδα είναι δύο: το κάθε εθνικό και το παγκόσμιο. Έτσι, ενώ τα πνευματικά δικαιώματα αφορούν το παγκόσμιο επίπεδο, η προστασία του κεφαλαιοκράτη επιτυγχάνεται μόνο στο κατώτερο επίπεδο, που είναι το εθνικό. Σύμφωνα με το αξίωμα που θέσαμε στην αρχή, όταν υπάρχει εξουσία, υπάρχει και τάση για την κατάκτηση του συνόλου της. Όταν σ’ αυτό προσθέσει κάποιος και το αναμφισβήτητο ότι ο πλούτος δίνει εξουσία και η εξουσία πλούτο, τότε είναι προφανές ότι όλα τα εθνικά συστήματα που αγωνίζονται για την παγκόσμια εξουσία, ακολουθούν την ίδια τακτική. Προσπαθούν να φτιάξουν δομές και να επεκταθούν σ’ όλους τους τομείς της παραγωγής, ώστε να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους το σύνολο του πλούτου που διατίθεται στην αγορά. Ενώ στην εθνική αγορά ευνοείται το φαινόμενο του μονοπωλίου, στη διεθνή γίνεται ένας χωρίς προηγούμενο σκληρός αγώνας για την κατάργηση του από τα έθνη που θίγονται. Η δυσλειτουργία στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εδώ παρουσιάζεται κι έχει σχέση με τα πνευματικά δικαιώματα. Όταν η γνώση που προστατεύεται, είναι απείρως καλύτερη από τις ομοειδείς, οδηγεί πάντα στην κατάσταση του μονοπωλίου. Έτσι, ενώ όλα τα έθνη στηρίζουν τις δομές τους στα πνευματικά δικαιώματα, σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αναγκασμένα να πολεμούν έναν αντίπαλο, που αν τον νικήσουν, η νίκη τα καταστρέφει. Όμως, επειδή αυτή η διαφορά γνώσης υπάρχει πολύ σπάνια, και όλες σχεδόν είναι στο ίδιο επίπεδο, αυτή η ανάγκη είναι πολύ σπάνια. Σημασία έχει το ότι κατά τη βιομηχανική επανάσταση τα μεγάλα έθνη εκείνης της εποχής, που εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, άρχισαν να χτίζουν απόλυτα όμοια συστήματα παραγωγής, που ήταν θέμα χρόνου η σύγκρουση τους μέσα στην παγκόσμια αγορά, μέρος της οποίας είναι και η αντίστοιχη εθνική. Συστήματα όμοια μεταξύ τους με κεφάλαιο μεταβλητό, όπως είναι η γνώση, δημιουργούν μία δυναμική, που απαιτεί ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς.

Αν προσδιορίσουμε χρονικά την εποχή από την οποία αυτά τα υποσυστήματα υπάρχουν και λειτουργούν στην τέλεια μορφή, για πρώτη φορά βρισκόμαστε λίγα χρόνια πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Πρώτος προβληματισμός είναι γιατί ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε παγκόσμιος και δεν ονομάστηκαν τόσοι άλλοι, που έγιναν από αυτοκρατορίες, που τη δεδομένη στιγμή είχαν πρακτικά την κοσμοκρατορία. Γιατί εκείνος ο πόλεμος ονομάστηκε παγκόσμιος; Ποιο χαρακτηριστικό του δίνει αυτήν την ιδιότητα; Πριν βρούμε αυτό το χαρακτηριστικό, θα πρέπει να δούμε την παγκόσμια κατάσταση εκείνης της εποχής. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι ο κόσμος εκείνη την εποχή ήταν γνωστός στο σύνολο του και όχι μόνον ήταν γνωστός, αλλά είχε διαμοιραστεί στα ισχυρά έθνη εκείνης της εποχής. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία του βήματος της Βαβυλώνας ως σύστημα εξουσίας παύει να εξασφαλίζει συνθήκες επιβίωσης, εφόσον εξαλείφονται τα βασικά δεδομένα. Η δυνατότητα επέκτασης στο χώρο που της δίνει δύναμη, έφτασε εκείνη την εποχή στο οριακό της σημείο. Δεν μπορεί η Αγγλία να ξεκινήσει πόλεμο σ’ άλλους χώρους, υποσχόμενη στους δούλους της φέουδα και πλούτη. Οι στρατοί όλου του κόσμου περιορίζονται στο να διαφυλάγουν τα κεκτημένα σ’ έναν κόσμο, που δεν έχει άλλες δυνατότητες προσφοράς εδαφών. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, το σύνολο της ανθρωπότητας περνά σε μία νέα φάση, που αποκλείει το ενδεχόμενο της επιστροφής στο βήμα της Βαβυλώνας. Ενώ όπως αναφέραμε στην αρχή της θεωρίας, το βήμα αυτό είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενο, εκείνη την εποχή εξαλείφθηκαν όλοι οι παράγοντες που το έκαναν να λειτουργεί. Εδώ είναι απαραίτητη μία διευκρίνιση. Λέμε ότι το βήμα τέσσερα έχει την τάση να μεταμορφώνεται και να εμφανίζεται ως βήμα της Βαβυλώνας, όταν απαιτείται. Αυτό δεν έρχεται σ’ αντίθεση μ’ αυτό που συνέβαινε εκείνη την εποχή. Θα ερχόταν μόνον, αν η μεταβολή ήταν μόνιμη και λειτουργούσε. Όμως στην περίπτωση του βήματος τέσσερα εμφανίζεται για να παρασύρει τους ανθρώπους κι αφού αλλάξουν τα δεδομένα, η κοινωνία σταδιακά επανέρχεται στο ίδιο βήμα. Αυτό θα το δούμε καλύτερα όταν θα εξετάσουμε τις συνθήκες οικονομικής κρίσης που οδηγούν στον πόλεμο. Σημασία έχει ότι πριν απ’ αυτήν την εποχή οι φεουδάρχες, όταν γίνονταν πολλοί και μειωνόταν ο πλούτος τους, είχαν δυνατότητα επέκτασης, ενώ μετά απ’ αυτήν όχι.

Σ’ αυτήν την οριακή όσο και πρωτόγνωρη κατάσταση έχουμε τα δύο κύρια υποσυστήματα ως τους κατ’ εξοχήν χαμένους. Η εκκλησία και το στρατιωτικό κατεστημένο που στηρίζει το βασιλιά, από κείνη τη στιγμή έχουν μόνο να χάσουν κι αυτό που τους απομένει είναι η επιβράδυνση των εξελίξεων και τίποτ’ άλλο. Πάλι η εκκλησία είναι αυτή που αναλαμβάνει την κατάσταση στα χέρια της και παίζει το βρωμερό της ρόλο. Όπως κάποτε έκρινε και έπραττε με δύο μέτρα και δύο σταθμά που χώριζε τους ανθρώπους σε κύριους και δούλους, έτσι και τώρα επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Η πρακτική είναι γνωστή κι εφαρμοσμένη στο σύνολο των εθνών που βρίσκονται στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η κατάσταση είναι αδύνατο να μην εξελιχθεί και γι’ αυτό, όπως είδαμε, τηρείται διαφορετική πολιτική έναντι του κέντρου απ’ αυτήν της επαρχίας. Όπως δούλεψαν τα έθνη, έτσι δουλεύει πλέον το σύνολο του κόσμου. Η εκκλησία μετατρέπει σταδιακά το σύνολο του χώρου έξω από την Ευρώπη σε παγκόσμια επαρχία. Αυτό επιτυγχάνεται με τον πιο απλό τρόπο. Διαφορετικές απαιτήσεις έχει η εκκλησία από ένα Ευρωπαίο πιστό σε σχέση με ένα Λατινοαμερικάνο. Ο Γάλλος αγρότης μπορεί να υστερούσε έναντι του Παριζιάνου φιλοσόφου, αλλά η γνώση για την επανάσταση, για τα δικαιώματα, τον έκαναν λιγότερο ελεγχόμενο σε θέματα που αφορούν την προσωπική του ζωή. Αυτήν τη γνώση δεν την είχε ο Βραζιλιάνος κι αυτό τον έκανε όχι μόνον ελεγχόμενο, αλλά και προβλέψιμο στις αντιδράσεις του. Το σύστημα είχε γνώση από Γάλλους αγρότες για το τι μπορεί να σκέφτεται και να επιδιώκει ο Βραζιλιάνος αγρότης. Εφόσον ο εχθρός του συστήματος ήταν η γνώση, σ’ αυτό το σημείο έπεσε το κέντρο βάρους της δράσης του εναντίον αυτών των ανθρώπων. Η λέξη που μπορεί να χαρακτηρίσει αυτήν τη συμπεριφορά, είναι η υποκρισία.

Όλα τα έθνη της Ευρώπης συνωμοτούν σε βάρος της υπόλοιπης ανθρωπότητας και την εκμεταλλεύονται. Όπως οι άνθρωποι αστικών κέντρων ανέχονται την κλοπή μέσω των φόρων από την επαρχία, έτσι κι οι Ευρωπαίοι ανέχονται την κλοπή μέσω των φόρων από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Η λογική είναι απλή. Όλοι οι Ευρωπαίοι μπορούν ν’ αγωνίζονται στο χώρο της γνώσης για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, αλλά αυτός ο αγώνας κι οι καρποί του θα μένουν εντός των τειχών. Στην παγκόσμια επαρχία θα πηγαίνει γνώση απόλυτα ελεγμένη όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητά της. Για να γίνει αυτό απαιτείται λογοκρισία και εκεί υπάρχει η υποκρισία. Ενώ στην Ευρώπη έχει αρχίσει να γίνεται προκλητική κάθε εφαρμογή της κι εφαρμόζεται μόνο σε ξεχωριστές καταστάσεις, για το σύνολο του υπόλοιπου κόσμου είναι μόνιμη κατάσταση. Αυτός είναι κι ο λόγος που όλες οι μεγάλες θεωρίες, ξεκίνησαν κι αναπτύχθηκαν στο χώρο της Ευρώπης. Η λευκή φυλή δεν είναι μία ξεχωριστή φυλή, όσον αφορά τα προσόντα της, μπήκε απλά πιο νωρίς στη φάση της θυσίας κι αυτό σημαίνει στη φάση της ωρίμανσης. Η τραγική ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι δεν έπαψαν να θρηνούν από τα λάθη τους και από τις επιλογές του συστήματος, που τους σκοτώνει και θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άνθρωπος κρίνει επιφανειακά κι ενθαρρύνεται να το κάνει αυτό από τους άθλιους. Έτσι ένας Άγγλος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από έναν Αφρικανό, όταν επισκέφτεται την Αφρική, κι αυτό γιατί τον βλέπει φτωχό κι αμόρφωτο. Αγνοεί ότι για τη φτώχεια του δε φταίει ο ίδιος, ενώ οι γνώσεις του είναι περιορισμένες, γιατί δεν του δίνονται. Αισθανόμενος ανώτερος επιστρέφει στη μιζέρια του, αγνοώντας ότι πρώτον: ακόμα και η φτώχεια συνηθίζεται και δεύτερον: τα πάντα ξεκινούν από τον “πονηρό οφθαλμό”. Έτσι ο φτωχός Αφρικανός, ζώντας με άλλους φτωχούς, ζει απροβλημάτιστος σ’ ένα ομοιογενές περιβάλλον και πρέπει να δει έναν Άγγλο για να προβληματιστεί παραπάνω. Όμως ο Άγγλος ζει σε ανομοιογενές περιβάλλον κι αυτή είναι η δυστυχία. Δυστυχία δεν είναι η φτώχεια, αλλά η αίσθηση της αδικίας. Δυστυχισμένος είναι ο Αφρικανός όταν βλέπει έναν Άγγλο κι αυτό μπορεί να μη γίνει ποτέ. Όμως ο Άγγλος όταν βλέπει ομοεθνείς του με Rols-Roys και Jaguar, πνίγεται. Πεθαίνει κάθε μέρα ο άνθρωπος, που ζει σε άδικο περιβάλλον.

Αυτή η λανθασμένη ψευδαίσθηση της ανωτερότητας, που υποβοηθείται από το σύστημα, έχει ως συνέπεια την ακούσια ή εκούσια συμμετοχή σε εγκλήματα κατά των ανθρώπων της παγκόσμιας επαρχίας. Αυτό γίνεται ως εξής: έστω ότι στη Γαλλία ξεσηκώνονται οι σιδηροδρομικοί κι απεργούν για τα δικαιώματά τους και κατά της κοινωνικής αδικίας. Οι υπόλοιποι Γάλλοι εργαζόμενοι υποστηρίζουν αυτήν την κινητοποίηση και συμμετέχουν. Αν όμως συμβεί κάτι ανάλογο σε μία γαλλική αποικία, οι Γάλλοι εργαζόμενοι δεν ταυτίζονται με τους αλλοεθνείς απεργούς, αλλά αφήνονται στο παραμύθι του συστήματος περί εθνικών συμφερόντων. Έτσι, ενώ είναι δύσκολη η βίαιη καταστολή μέσα στη Γαλλία, κάθε αντίστοιχη επέμβαση στις αποικίες θεωρείται λογική, αν όχι απαραίτητη. Αυτή η κατάσταση έδωσε το άλλοθι και τα επιχειρήματα στους δούλους του κάθε εθνικού συστήματος να διατηρήσουν στρατεύματα ακόμα και σ’ εποχές ειρήνης, ακόμα και σε κοινωνίες που είχαν ξεπεράσει τη φεουδαρχία.

Μιλάμε γι’ άλλοθι και για επιχειρήματα γιατί, αν ήταν αυτός ο λόγος ύπαρξης τους, δεν εξηγούνται δυο πράγματα. Πρώτον, γιατί υπάρχουν ακόμα και σήμερα και δεύτερον, γιατί οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ξεκίνησαν από το χώρο που υπάρχει η γνώση κι είναι η Ευρώπη. Για να ερμηνεύσουμε τα συμβάντα, θα πρέπει να περιορίσουμε τη σκέψη μας σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνον το χώρο, που ουσιαστικά καθόριζε την τύχη της ανθρωπότητας. Ενώ στον υπόλοιπο κόσμο οι άνθρωποι ζούσαν το δικό τους Μεσαίωνα και τη δική τους φεουδαρχία, στην Ευρώπη εξελίσσονταν καταστάσεις διαφορετικής φιλοσοφίας. Το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η μετατροπή του κεφαλαίου από γη σε γνώση, του φεουδάρχη σε βιομήχανο, του δουλοπάροικου σε εργάτη, της παραγωγής από οριζόντιας σε κάθετη και της αυταρχικής βασιλείας σε πολίτευμα με ψευδοδημοκρατικά στοιχεία. Με δεδομένη την τάση του κάθε εθνικού συστήματος να επεκταθεί στο σύνολο των τομέων παραγωγής, ήταν αδύνατο ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, που ήταν πράγματι παγκόσμιοι για δύο λόγους: ο πρώτος, γιατί υπήρχε αγώνας για τα παγκόσμια πνευματικά δικαιώματα, που θα έδιναν στο νικητή το δικαίωμα να γίνει κοσμοκράτορας ενός πλανήτη γνωστού στο σύνολό του… ο δεύτερος, γιατί αυτοί οι πόλεμοι αφορούσαν τις κοινωνίες του υψηλότερου βαθμού γνώσης και τεχνολογίας που έχει δει ποτέ ο άνθρωπος. Πώς όμως η Ευρώπη των θεωριών και των κοινωνικών επαναστάσεων γέμισε τη γη της με πτώματα ανθρώπων; Πώς παγιδεύτηκαν οι άνθρωποι;

Ο άνθρωπος στο σύνολο της ιστορίας του φέρεται ως τυφλός και κουτός. Τυφλός, γιατί, ενώ βλέπει τα όσα συμβαίνουν, φέρεται σαν να μη βλέπει. Κουτός, γιατί, ενώ έχει γνώση κι ερεθίσματα από το λόγο των συνανθρώπων του, η δυνατότητα κρίσης, που του έχει δοθεί από το Δημιουργό, παγιδεύεται. Έχει την τάση να περιπλέκει τ’ απλά πράγματα και ν’ απλοποιεί τα περίπλοκα. Ένας σύγχρονος άνθρωπος απορεί πώς οι άνθρωποι ζούσαν στο Μεσαίωνα. Τους θεωρεί κουτούς και κατώτερους. Ο κάθε άνθρωπος σήμερα πιστεύει ότι αν ζούσε τότε, θα ήταν τουλάχιστον ο Βολτέρος. Δεν είναι δυνατόν ο σύγχρονος άνθρωπος να κατανοήσει πώς όμοιοι του έπεφταν τότε θύματα της εκμετάλλευσης των φεουδαρχών και όχι μόνο συνέβαινε αυτό, αλλά πολεμούσαν και θυσιάζονταν γι’ αυτό. Σ’ αυτό το σημείο απλοποιεί το περίπλοκο. Βλέπει τα πράγματα απλά και δε σκέφτεται το σύνολο των δεδομένων, που είχαν υπάρξει κι είχαν οδηγήσει τους ανθρώπους στην αθλιότητα. Επειδή οι σοφοί του έδωσαν τη γνώση έτοιμη, νομίζει ότι κι αυτός ήταν σε θέση να τη δημιουργήσει. Το ακριβώς αντίθετο κάνει, όταν σκέφτεται την κατάσταση που βιώνει. Ενώ τα πράγματα είναι απλά, εφόσον οι αναλογίες είναι ίδιες, έχει την τάση να περιπλέκει τα δεδομένα και να παγιδεύεται. Δε βλέπει ότι το κοινό σημείο μεταξύ των εποχών είναι η εκμετάλλευση και η αδικία. Δε βλέπει ότι ο φεουδάρχης είναι απόλυτα όμοιος με το βιομήχανο. Προσπαθεί με διάφορες θεωρίες να εξηγήσει αυτό που είναι οφθαλμοφανές. Επειδή δημιουργεί αυτήν τη σύγχυση, το σύστημα επιβιώνει κι ανανεώνεται.

Στο μεγάλο εργαστήριο που ονομαζόταν Γαλλία, όπως είδαμε, δημιουργήθηκε ο εθνικισμός, που είναι και η αιτία αυτής της σύγχυσης. Αν τα πνευματικά δικαιώματα δίνουν τη δυνατότητα στους φεουδάρχες να μεταλλαχθούν σε βιομηχάνους, ο εθνικισμός τους προστατεύει από άνισους αντιπάλους δίνοντας έτσι το δικαίωμα ύπαρξης στο σύνολο τους. Τα πνευματικά δικαιώματα αντικαθιστούν τους τίτλους ιδιοκτησίας της γης, ενώ ο εθνικισμός είναι αυτός που εγγυάται την επιφάνεια που ορίζουν αυτά. Δεν μπορεί να λειτουργήσει το ένα χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Αν ένας Γάλλος φεουδάρχης πουλούσε τη γη του κι έφτιαχνε εργοστάσιο και μέσα σε λίγο χρόνο κάποιος άλλος Γερμανός έκανε το ίδιο αλλά με ανώτερη γνώση, η μετάλλαξη του πρώτου παρά τις εγγυήσεις των πνευματικών δικαιωμάτων, θα τον οδηγούσε στην καταστροφή. Για ν’ αποφευχθεί αυτό, έπρεπε να γεννηθεί ο εθνικισμός. Ο εθνικισμός στηρίζει την αυθαιρεσία των κατακτήσεων του προηγούμενου βήματος. Ο Γάλλος που γεωγραφικά βρίσκεται πολύ κοντά στο Γερμανό, έχει πιο πολλές ομοιότητες μ’ αυτόν παρά με ένα Γάλλο που κατοικεί στη Μεσόγειο κι επηρεάζεται από άλλους παράγοντες. Μέχρι τότε οι άθλιοι που μοίραζαν τον κόσμο, παρέδιδαν τους ανθρώπους στους φεουδάρχες κι αυτοί με τη βία τους κρατούσαν δούλους. Όταν όμως οι συνθήκες άλλαξαν, ο κάθε φεουδάρχης ήθελε να κρατήσει την αντίστοιχη επιρροή του ως βιομήχανος κι από εκεί και πέρα να επεκταθεί. Πώς μπορούσε όμως να συμβεί αυτό, όταν εγκαταλείποντας τη γη και περιοριζόμενος στο εργοστάσιό του, οι άνθρωποι είχαν δυνατότητα επικοινωνίας;

Ήταν αναγκαίο να βρεθεί μία φόρμουλα σύμφωνα με την οποία άνθρωποι, που επί γενιές μεγάλωναν σ’ απόσταση αναπνοής να θεωρούνται εχθροί, ενώ παράλληλα να θεωρούνται αδέρφια άνθρωποι σ’ αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων και άλλο τόσο σε θέματα πολιτισμού και κουλτούρας. Η φόρμουλα βρέθηκε και δεν είναι άλλη παρά η ανάπτυξη της κάθε εθνικής γλώσσας. Το σύστημα ξεκίνησε μία χωρίς προηγούμενο μάχη εναντίον των διαλέκτων. Ο άνθρωπος έπρεπε να μιλά στο χώρο της Γαλλίας την ίδια γλώσσα από τον Ατλαντικό ως τη Μεσόγειο και να μη μπορεί να συνεννοηθεί έξω από τα όρια με κανέναν, έστω κι αν η μεταξύ τους απόσταση ήταν ελαχίστων μέτρων. Η υποχρεωτική παιδεία έχει αυτόν ακριβώς το σκοπό και όχι τη γνώση. Επιδιώκεται ομοιογένεια σε χώρους που έπρεπε να διατηρηθούν οι προϋπάρχουσες εξουσίες. Στον καιρό της φεουδαρχίας λίγο ένοιαζε το Γερμανό φεουδάρχη, αν οι δουλοπάροικοι του αισθάνονταν, όπως και συνέβαινε στην πραγματικότητα αδέρφια με τους αντίστοιχους του γείτονα Γάλλου φεουδάρχη. Εκείνη την εποχή, ισχύς ήταν οι τίτλοι ιδιοκτησίας και τα όπλα. Όταν μεταλλάχθηκε η κοινωνία, αυτά τα δύο βασικά στοιχεία εξαλείφθηκαν. Επειδή τα σύγχρονα έθνη είναι γεννήματα εκείνης της αυθαιρεσίας, επιτράπηκε στους άθλιους να καλλιεργήσουν τον εθνικισμό στα όρια, που είχαν προσδιοριστεί κατά την εποχή της μετάλλαξης. Οι νέοι υπήκοοι δεν ήταν πλέον δούλοι των κυρίων τους, αλλά πελάτες τους. Δεν εκμεταλλεύεται πλέον ο κύριος τον ιδρώτα του δούλου του, αλλά μετατρέποντάς τον σε καταναλωτή εισπράττει τον καρπό του ιδρώτα, που δεν τον ενδιαφέρει πλέον που και πώς χύνεται. Το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στην παγίδευση μίας ομοιογενούς μάζας, που οι γνώσεις της την κάνουν ευερέθιστη στη σκληρή εκμετάλλευση. Έτσι το σύστημα με κύριο μέσο το σύστημα παιδείας αρχίζει κι εντάσσει τους ανθρώπους που αυθαίρετα ελέγχει σε μία διαδικασία πλύσης εγκεφάλου.

Η πρακτική που ακολουθείται δεν είναι καινούρια ανακάλυψη κι υπάρχει αιώνες πριν. Οι παραδόσεις κι οι συνήθειες των πρεσβυτέρων, που είχαν εξοργίσει το Χριστό, έχουν αυτό ακριβώς το νόημα. Μαθαίνουν στους ανθρώπους ορισμένα εντελώς ανώφελα τυπικά, με κύριο στόχο να διαχωρίσουν τους λαούς μεταξύ τους. Η περίφημη εθνική ταυτότητα που αναπτύσσεται απ’ όλα τα έθνη, είναι εκ του πονηρού. Για ν’ αντιληφθεί κάποιος πόσο μεγάλη αθλιότητα κρύβεται πίσω απ’ αυτό, θα πρέπει να διαβάσει την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστός, ο Ίδιος ο Θεός, προσφέρει λυτρωτική γνώση στον άνθρωπο και φυσικά πρώτα στους Ιουδαίους, αφού η ανθρώπινη μορφή του είναι παιδί αυτού του λαού. Όλοι οι άθλιοι πρεσβύτεροι που Τον σταύρωσαν και Τον κατηγόρησαν για βλασφημία προς το Θεό, υποτίθεται ότι εξουσιάζουν ένα λαό στο όνομα του Θεού και στόχος αυτής της εξουσίας είναι η γενική Σωτηρία. Λέμε υποτίθεται, γιατί οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι αυτοαποκαλύπτουν τις σκέψεις τους μέσα στην Καινή Διαθήκη. Έτσι στο κατά Ιωάννην οι άθλιοι λένε: (Ιωάν. 11.47-11.49) “τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; αν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος.” (Τί νά κάνωμεν; επειδή αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα. Εάν τόν αφήσωμεν έτσι, όλοι θά πιστέψουν σ’ αυτόν καί θά έλθουν οι Ρωμαίοι καί θά μάς πάρουν καί τόν τόπον καί τόν λαόν.). Αυτό που τους τρομάζει, είναι το “αρούσιν ημών” και όχι αν αυτά που λέει ο Χριστός είναι σωστά ή όχι. Η εξουσία τους ενδιαφέρει και τίποτ’ άλλο.. ο τόπος και το έθνος που δεν πρέπει να χάσουν σε καμία περίπτωση.

Δεν ενδιαφέρονται, όπως ο Χριστός, για τους ανθρώπους, παρά μόνο για την κλοπή και τη μοιχεία που τους εξασφαλίζει την εξουσία. Ο Καϊάφας αμέσως παρακάτω προσπαθεί απλά να δώσει μία λογική έκφραση στην παλιανθρωπιά τους: “συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.” (μάς συμφέρει νά πεθάνη ένας άνθρωπος υπέρ τού λαού καί νά μή χαθή ολόκληρον τό έθνος.). Ενώ η σκέψη τους κατευθύνεται από την αθλιότητα, αυτό που εξωτερικά φαίνεται, είναι η δήθεν αγωνία για το μέλλον του έθνους. Όλα τα μεγάλα εγκλήματα της εξουσίας εναντίον του Θεού και του υιού Του, του ανθρώπου, από τη στιγμή εκείνη κρύβονται πίσω από την έκφραση του Καϊάφα.

Ο εθνικισμός είναι γέννημα των Ιουδαίων πρεσβυτέρων, που μέσα σ’ έναν κόσμο, που πραγματικά οργίαζε πνευματικά, τους έδινε τη δυνατότητα να συντηρούν τις εξουσίες τους. Σ’ έναν κόσμο που είχε γνωρίσει τον Αλέξανδρο και το έργο του, που είναι η Αλεξάνδρεια της σοφίας, αυτοί κατάφερναν και διατηρούσαν εξουσίες πάνω σ’ ένα λαό βασιζόμενοι σε αστειότητες. Πλύσεις σκευών και χεριών διατηρούσαν ένα έθνος μέσα στο σκοτάδι τη μοναδική περίοδο που υπήρξε φως στον κόσμο. Αυτήν τη γνώση την είχε έτοιμη η εκκλησία και γνώριζε τη δύναμη της από τ’ αποτελέσματα. Έτσι, όταν χρειάστηκε αλλαγή στρατηγικής, δεν ήταν υποχρεωμένη να πειραματίζεται. Συμφέρει σ’ ένα λαό να πεθάνει ένας άνθρωπος παρά να χαθεί το έθνος, αυτή είναι η παγκόσμια λογική των αθλίων. Ο θάνατος του ανθρώπου δεν είναι πάντα βιολογικός κι αυτό είναι το χειρότερο. Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να μπει κάποιος στη λογική του εθνικισμού. Ένας Γάλλος φιλόσοφος, για παράδειγμα, υπάρχει ως τέτοιος όταν αγαπά τους ανθρώπους και συνεπώς όταν παράγει γνώση υπέρ τους. Αυτό όμως σημαίνει αυτόματα ότι αγαπά το σύνολο των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατό ένα φιλοσοφικό έργο να μπορεί να δώσει σωτηρία μόνον εντός εθνικών ορίων. Αν όμως συμβεί αυτό, χαλά το αυθαίρετο οικοδόμημα του εθνικού κράτους, που θέλει τους Γάλλους να εκμεταλλεύονται Γάλλους και τους Γερμανούς Γερμανούς και είναι βασική προϋπόθεση για το σύστημα. Έτσι ο άνθρωπος φιλόσοφος πρέπει να πεθάνει κι αυτό δε γίνεται πάντα μέσω του σταυρού ή της σφαίρας. Λογοκρίνεται, εξαφανίζεται το έργο κι από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα όμοιο με το θάνατο. Στα κράτη που για να υπάρξουν χρειάζονται τον εθνικισμό, από την στιγμή της μετάβασης στο βήμα τέσσερα απαιτείται λογοκρισία.

Το σύστημα της παιδείας από το σημείο αυτό κι έπειτα δρα εγκληματικά κι ανενόχλητα. Οι Γάλλοι αισθάνονται περήφανοι για την καταγωγή τους το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα έθνη. Αυτή όμως η υπερηφάνεια σε συνθήκες δύσκολες δε συντηρείται μόνο με τους ψευδοήρωες του κάθε έθνους. Απαιτούνται διαδικασίες που ν’ αναπαράγουν την επιθυμητή εντύπωση. Πάλι το σύστημα χρησιμοποίησε έτοιμη γνώση και το θαύμα έγινε. Ξαναθυμήθηκαν οι δούλοι τον αθλητισμό, έχοντας γνώση του συνόλου των φαινομένων που προκαλεί στην κοινωνία. Ο Γερμανός δεν είναι πλέον περήφανος μόνο για τους ήρωες του αλλά και για τους αθλητές του. Ο πιο γρήγορος άνθρωπος στον κόσμο είναι Γερμανός κι όλη η Γερμανία μπορεί να κοιμάται πλέον ήσυχη και βέβαιη για την “ανωτερότητά” της. Έτσι, ενώ ο αθλητισμός επινοήθηκε από ανθρώπους, που αγαπούσαν τους ανθρώπους κι ήθελαν να τους βλέπουν χαρούμενους, οι άθλιοι τον εκμεταλλεύονται για να συντηρούν τις εξουσίες τους. Οι πρεσβύτεροι δούλοι άνοιξαν τις πόρτες της υπεραξίας στους νέους αθλητές μόνον, όταν αυτοί τους ήταν εντελώς απαραίτητοι. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο η κάκιστη ποιότητα γνώσης προκαλούσε τη σύγχυση, κατόρθωσε το σύστημα κι έκανε συνενόχους τους νέους ανθρώπους, που σ’ άλλη περίπτωση θα ήταν εχθροί του.

Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε κι ίσως φάνηκε υπερβολή ότι οι νέοι άνθρωποι, που για οποιονδήποτε λόγο παίρνουν μία μορφή κοινωνικής καταξίωσης και πλούτου, αργά ή γρήγορα θίγουν την ακαμψία του πλαισίου του γάμου. Αυτό αποδεικνύεται μόνο με τη γνώση της ιστορίας από το σημείο ανάπτυξης του τέταρτου βήματος και μετά. Έτσι βλέπουμε ότι ένας αθλητής ή ένας διάσημος ηθοποιός μπορεί να παντρευτεί και να χωρίσει όσες φορές θέλει, χωρίς να ενοχληθεί ιδιαίτερα, ενώ στο προηγούμενο βήμα ένας βασιλιάς της ισχύος του Ερίκου του Η’ έπρεπε να συντρέχουν τα συμφέροντα του μ’ αυτά του Πάπα για να πάρει θετική απάντηση στο αίτημα του, που αφορούσε το διαζύγιο. Επειδή σ’ εκείνη την περίπτωση τα συμφέροντα ήταν συγκρουόμενα, απόσχισε ολόκληρη τη Βρετανία από το άρμα του Πάπα, για να ικανοποιήσει τη θέληση του. Απ’ αυτό αντιλαμβάνεται κάποιος ότι στις νέες συνθήκες το σύστημα πρέπει να επιδεικνύει ανοχή, ακόμα και σε καταστάσεις, που το θίγουν. Ο αυταρχισμός αντικαθίσταται από την πονηριά κι αυτό σημαίνει ότι οι αντιδράσεις πρέπει να γίνονται σε χρόνο που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να υποψιάζεται αδυναμίες του.

Με τη δημιουργία αυτών των συνθηκών το κάθε εθνικό σύστημα εξουσίας εξασφάλισε την ύπαρξη του. Οι φεουδάρχες εξασφάλισαν τις συνθήκες για να μεταλλαχθούν σε βιομηχάνους, εφόσον το σύστημα έπεισε τους Γάλλους ότι για να διασφαλιστεί η ισχύς του έθνους θα έπρεπε να προτιμούν τα γαλλικά προϊόντα και ν’ αγνοούν όλα τα υπόλοιπα. Έτσι οι φτωχοί άνθρωποι συνειδητά πλέον πλήρωναν ακριβότερα ένα προϊόν της δικής τους βιομηχανίας, αγνοώντας το φθηνότερο και καλύτερο μίας αλλοεθνούς. Το κεφάλαιο όμως είδαμε ότι έχει την τάση να επεκτείνεται κι αυτό σημαίνει ότι η κάθε εθνική βιομηχανία, όταν κάλυπτε πλήρως τις ανάγκες της δικής της αγοράς, έπρεπε να επεκταθεί έξω από τα όρια κι αυτό δημιουργεί τριβές. Έτσι όταν η αγορά επεκτείνεται στον εθνικό χώρο ενός κράτους με ανάλογη, αλλά τεχνολογικά κατώτερη βιομηχανία, η κατάσταση είναι ανάλογη μ’ αυτήν της κατάκτησης στο βήμα της Βαβυλώνας.

Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, όταν ο εθνικισμός δεν επαρκεί, παίρνονται μέτρα προστασίας. Αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά πρόσθετοι φόροι στο ξένο προϊόν που σκοπό έχουν να μειώσουν την ανταγωνιστικότητά του απέναντι στα εγχώρια και —μαζί με τ’ άλλα— αυτοί οι φόροι να γεμίζουν και τα κρατικά ταμεία. Το μέτρο όμως της προστασίας στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία χρονική πίστωση. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό κι είναι αυτό, που ονομάζεται οικονομική κρίση. Η οικονομική κρίση είναι το αποτέλεσμα της ιδιότητας που έχει το κεφάλαιο να επεκτείνεται. Όταν λοιπόν το κεφάλαιο εξαντλεί το σύνολο της δυναμικής, που του επιτρέπει να είναι κερδοφόρο, δεν παραμένει σταθερό παρά οδηγεί στην αντίθετη περίπτωση που είναι η ζημιά. Η ζημιά αυτή είναι πραγματική, γιατί η δυναμική επιβάλλει επένδυση σε χρήμα, που για να ξαναγίνει κεφάλαιο-χρήμα, πρέπει ν’ αποδώσει καρπούς. Έτσι, ενώ η επένδυση γίνεται σε χρόνο στον οποίο τα δεδομένα δείχνουν απόδοση κέρδους, η μελλοντική κατάσταση αλλάζει τελείως αυτά τα δεδομένα και το προϊόν αδυνατεί να αποσβέσει την επένδυση. Αυτή η διαφορά είναι η ζημιά κι επειδή είναι λογικό οι βιομήχανοι να θέλουν να την ξεφορτωθούν, τη φορτώνουν στο μόνιμο θύμα τους που είναι ο φτωχός εργάτης. Για να τη μειώσουν, αν όχι να την εξαφανίσουν, απολύουν εργάτες αυξάνοντας παράλληλα τις ώρες εργασίας, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν τις αποδοχές τους.

Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι το μεγαλύτερο μειονέκτημα αυτού του βήματος είναι η μεγάλη διασπορά της υπεραξίας σ’ ένα μεγάλο πλήθος δούλων. Όλα τα υποσυστήματα που υπάρχουν στην κοινωνία, στηρίζουν τη δύναμη τους στην υπεραξία. Αυτά τα υποσυστήματα εκτός των άλλων είναι κι εκτός παραγωγής. Οι κληρικοί, οι στρατιωτικοί, οι πολιτικοί κλπ, δεν παράγουν απολύτως τίποτε. Αν σ’ όλους αυτούς, που από τα δεδομένα κλέβουν, προστεθούν στρατιές ανέργων, που είναι υποχρέωση της πολιτείας να τους βοηθήσει, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος πόσο μεγάλο είναι το βάρος, που πέφτει στους ώμους των εργαζομένων σε συνθήκες κρίσης. Αυτό το “βάρος” δεν είναι μία αφηρημένη έννοια, που χρειάζεται φαντασία για να γίνει αντιληπτή. Εκφράζεται με αριθμούς και είναι συγκεκριμένο μέγεθος της οικονομίας. Ο πληθωρισμός είναι αυτός που προσδιορίζει με ακρίβεια πόσο δυσκολεύει η ζωή αυτών, που πραγματικά εργάζονται.

Το χαρακτηριστικό του πληθωρισμού είναι ότι δεν ξεχωρίζει τάξεις και κοινωνικά στρώματα. Ο πληθωρισμός είναι ίδιος είτε πρόκειται για τον αρχηγό μίας χώρας είτε για τον τελευταίο εργάτη. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι, που του προσδίδει την τάση αύξησης του. Μισθωτός είναι κι ο πρωθυπουργός μισθωτός κι ο εργάτης. Έτσι, ενώ ο πληθωρισμός είναι κοινός, μερικοί άθλιοι εξασφαλίζοντας πάντα μέσω “δημοκρατικών διαδικασιών” προνόμια, έχουν τη δυνατότητα ν’ αναπροσαρμόζουν τους μισθούς τους σύμφωνα με τον πληθωρισμό… αυτό έχει ως άμεση συνέπεια το φόρτωμα του συνόλου των βαρών στους εργάτες, που δεν έχουν καλή διαπραγματευτική ικανότητα, η οποία ικανότητα εξασφαλίζεται μέσω της αξίας και της αναγκαιότητας της εργασίας τους. Αυτοί οι εργάτες είναι, που εργάζονται σε μικροβιοτεχνίες σε μικροεπαγγελματίες. Το μεγάλο κόστος του πληθωρισμού εξαφανίζει κάθε προοπτική αύξησης του μισθού τους, εφόσον οι επιχειρήσεις που εργάζονται εξαιτίας αυτού χάνουν την όποια ανταγωνιστικότητα τους και κινδυνεύουν να κλείσουν. Όμως εργάτες που εργάζονται σε ισχυρές όσο κι απαραίτητες για το σύστημα βιομηχανίες, όπως στους τομείς ενέργειας, παραγωγής οπλικών συστημάτων κλπ., έχουν τη δυνατότητα αναπροσαρμογής, που σημαίνει ακόμα πιο πολύ βάρος για τους υπόλοιπους και το έγκλημα εδώ είναι ότι ο αδικημένος εργάτης γίνεται αιτία δυστυχίας για ένα συνάδελφο του. Με την αναπροσαρμογή δε σώζεται ο εργάτης, ούτε πλουτίζει. Η απόσπαση της όμως τυφλώνει τους υπόλοιπους κι αγνοούν τους πραγματικούς υπεύθυνους. Ο πραγματικός κλέφτης είναι αυτός που, εισπράττει την υπεραξία και όχι ο εργάτης, που έτυχε απλά να δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο, που προστατεύει την έτσι και αλλιώς ασήμαντη αγοραστική του δύναμη.

Οι οικονομολόγοι που είναι κι αυτοί δούλοι του συστήματος, εφόσον το υπηρετούν και εισπράττουν ανάλογα, ψευδοφιλοσοφώντας, ανακάλυψαν ότι αιτία της αύξησης του πληθωρισμού είναι τα ισχυρά εργατικά σωματεία. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μία αλήθεια, που δε διατυπώνεται στο σύνολό της είναι ένα ψέμα. Κανένας απ’ αυτούς τους δούλους δε θεωρεί ως αίτιο τους μισθούς των υψηλά ιστάμενων αθλίων. Η πυραμίδα του συστήματος λειτουργεί τόσο πονηρά που παρασέρνει ανθρώπους στην υπεράσπιση της, που στην ουσία υποφέρουν. Έτσι αγωνίζεται ο νεαρός δημόσιος υπάλληλος να επιβιώσει κι απ’ αυτόν τον αγώνα κερδισμένοι βγαίνουν οι κλέφτες. Δίνεται μία ποσοστιαία αύξηση επί του μισθού κι ενώ ο φτωχός είναι ο νέος υπάλληλος στον οποίο η αύξηση δεν του δίνει τίποτε ξεχωριστό, το σύστημα τη μεταφέρει μέχρι την κορυφή του. Δίνει δηλαδή το σύστημα μία ποσοστιαία αύξηση σ’ έναν που εισπράττει περίπου ίσα με τον εργάτη κι αυτήν την αύξηση την καρπούται κι αυτός που εισπράττει δέκα φορές το μισθό του εργάτη. Έτσι, μέσα στο προβληματικό οικονομικά περιβάλλον άπτεται της ευκαιρίας κι ο πρωθυπουργός να κάνει μία μικρή και λογική αύξηση του μισθού του. Επειδή, αυτός είναι όμοιος με τους υπόλοιπους πολιτικούς κι ελέγχεται απ’ αυτούς, η αύξηση είναι δεδομένη και για τους υπόλοιπους. Δεν υπάρχει κοινοβούλιο στον κόσμο, που να μη μπορεί να περάσει σε ψηφοφορία αύξηση των μισθών των μελών του. Άπαντες οι διαφωνούντες και υβριζόμενοι μεταξύ τους, πάντα συμφωνούν σε κλίμα συναίνεσης. Λατρεύουν οι αριστεροί τους δεξιούς, όταν τίθεται προς συζήτηση στη βουλή θέμα για τη μισθοδοσία. Όλα αυτά όμως έχουν ένα τέλος. Δεν μπορεί επ’ άπειρο να μεταβιβάζονται τα βάρη από τον ένα στον άλλο. Όταν η κατάσταση αυτή τείνει να γίνει οριακή, παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα με κύριο χαρακτηριστικό τους την ένταση. Ενώ δηλαδή όλα κυλούν με το συνηθισμένο τρόπο, αναπτύσσεται μία κλιμακούμενη ένταση. Έτσι οι εργάτες, ενώ ακόμα και σε περιόδους οικονομικής άνθησης προβάλλουν τα αιτήματα τους, εξακολουθούν να το κάνουν, αλλά με περισσότερο πάθος και μεγαλύτερη αυταπάρνηση. Στο σύνολο δηλαδή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων υπάρχει μία τάση, που κατευθύνεται αργά αλλά σταθερά εναντίον του συστήματος.

Ο άνθρωπος φοβάται τη φτώχεια και περισσότερο ακόμα αυτός που αγωνίστηκε να ξεφύγει απ’ αυτήν και μερικώς το κατάφερε. Ο άνθρωπος που γνωρίζει από μικρός την κατάρα της φτώχειας, προτιμά να πεθάνει παρά να ξαναγυρίσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Ένας εργάτης που δουλεύει σε μία καλή βιομηχανία κι έχει έναν καλό μισθό, που συγκριτικά με των άλλων θεωρείται επαρκής, είναι επικίνδυνος για το σύστημα, όταν μπει στον κόσμο της ανεργίας και της αναζήτησης δουλειάς. Όμως οι καλές από άποψης κεφαλαίου βιομηχανίες, μέσω των όσων είδαμε, έρχεται στιγμή που φθίνουν και γίνονται στο τέλος ζημιογόνες. Αυτή η μεταβολή που δεν είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης αλλά η φυσική κατάληξη, επειδή είναι προβλέψιμη, δίνει το δικαίωμα εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση αυτή γίνεται κυρίως από τους πολιτικούς, αφού ακόμα κι ένας ηλίθιος με ελάχιστη γνώση περί οικονομίας μπορεί να γνωρίζει τα όσα ακολουθούν. Επομένως το σύνηθες φαινόμενο σ’ αυτές τις καταστάσεις είναι η ανάπτυξη ενός πολιτικού τυχοδιωκτισμού, που επιταχύνει τις εξελίξεις. Τα πολιτικά κόμματα των γνωστών συστημάτων έχουν ακριβώς τις ίδιες γνώσεις και τις ίδιες προτάσεις. Από τη στιγμή που αυτές οι συνθήκες απειλούν το σύστημα, όλοι αυτοί από τους πιο συντηρητικούς μέχρι τους πιο προοδευτικούς έχουν τα ίδια δεδομένα.

Το καινούριο είναι η φτώχεια, που απειλώντας το σύνολο του κόσμου τον κάνει να εγκαταλείπει τις όποιες ιδεολογίες του και ν’ ακολουθεί τους δημαγωγούς. Ο κόσμος που φοβάται, ακούει πιο εύκολα προτάσεις και οι καλύτερες προτάσεις είναι οι ψεύτικες υποσχέσεις. Από τη στιγμή που αρχίζει η κρίση, ο πλέον χαμένος είναι αυτός που κυβερνά. Η αντιπολίτευση εξαντλεί το δικαίωμα του λόγου και ψεύδεται ασύστολα. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να πει ψέματα, γιατί αυτή έχει την εξουσία, άρα και τη δυνατότητα να πραγματοποιεί όσα λέει. Αυτή η μεγάλη διαφορά έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη φθορά της κυβέρνησης και την άνοδο άλλων δούλων στην εξουσία, οι οποίοι από τη στιγμή που την παίρνουν, πράττουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους προκατόχους τους.

Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει να κάνει με μερικά θεαματικά κι επομένως πολυέξοδα μέτρα, που απαιτούνται για μία αρχή αντάξια του ψεύδους που έχει προηγηθεί. Όμως όσο χειροτερεύει η κατάσταση, τόσο πιο ευερέθιστος γίνεται ο άνθρωπος. Είναι η μοναδική στιγμή ίσως που το σύνολο του κόσμου βλέπει την υπεραξία και θυμώνει. Ο μισθός του πρωθυπουργού, του επισκόπου, του στρατηγού είναι πρόκληση, που σ’ αυτές τις συνθήκες δεν περνά απαρατήρητος. Η αδικία είναι, όπως γνωρίζουμε, το καύσιμο για τη λειτουργία του συστήματος, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται εκρηκτικό υλικό. Όλοι οι άνθρωποι νέοι και γέροι, ιδεολόγοι ή αδιάφοροι μπροστά στη φτώχεια είναι έτοιμοι να διαλύσουν τα πάντα. Αφού δεν υπάρχει δυνατότητα να μοιραστεί πλούτος, τότε προτιμούν να μοιραστεί δίκαια η φτώχεια. Αν σ’ ένα μόνον έθνος γκρεμιζόταν το σύστημα κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τότε σίγουρα ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός γιατί αυτό το γκρέμισμα θα έδειχνε ορισμένα καινούρια πράγματα. Αυτό όμως το γνωρίζει το παγκόσμιο σύστημα και δεν το επιτρέπει. Έτσι ακολουθούνται ορισμένες πρακτικές απόλυτα όμοιες μεταξύ τους, που είναι εύκολα αναγνωρίσιμες.

Πριν δούμε όμως αυτές καθ’ αυτές τις πρακτικές, πρέπει να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στην κοινωνία. Η απελπισία οδηγεί τους ανθρώπους σε πράξεις που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε θα πραγματοποιούσαν. Το κύριο αποτέλεσμα αυτών των πράξεων, που καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα διαφορετικών απόψεων, οδηγεί πάντα στην ανάπτυξη της αναρχίας. Η αναρχία είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μία κοινωνία ανθρώπων, που προέρχεται από καταπίεση της εξουσίας. Η αναρχία δεν ελέγχεται κι από τη στιγμή που η εξουσία δημιουργεί πλήθος χαρακτήρων, που δεν έχουν σχέση με τον άνθρωπο ως δημιούργημα του Θεού, η κατάληξη της είναι το έγκλημα. Το σύστημα εκμεταλλεύεται τις συνθήκες ανάπτυξης της αναρχίας και μ’ αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται ως ο μόνος φορέας, που μπορεί να προστατεύσει τον άνθρωπο. Αυτή η θεωρία επιτίθεται στην εξουσία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι υπέρ οποιασδήποτε μορφής αναρχίας. Όσο εγκληματική είναι η εξουσία, που σκοτώνει και κλέβει τους ανθρώπους τόσο, αν όχι χειρότερη, είναι η αναρχία μέσα στην οποία έχουν τη δυνατότητα να δράσουν άνθρωποι, που είναι ντροπή για το ανθρώπινο γένος στο σύνολο του.

Ο κομπλεξικός άνθρωπος που σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε για πλούτο αλλά απέτυχε, είναι αδύνατο σε συνθήκες αναρχίας να μην κλέψει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άθλιους που αγωνίζονται ν’ απολαύσουν πορνεία και θα βιάσουν. Ο Θεός μισεί αυτούς που σκοτώνουν, βιάζουν και κλέβουν απ’ οποιοδήποτε στρώμα κι αν προέρχονται και άρα μισεί και τις συνθήκες, που επιτρέπουν αυτά τα φαινόμενα. Όσο δολοφόνος είναι ο φεουδάρχης, άλλο τόσο είναι κι ο δήθεν επαναστάτης που τον σκοτώνει. Όσο βιαστής είναι ο πλούσιος, όταν βιάζει την κόρη του φτωχού, άλλο τόσο είναι και ο φτωχός, όταν πράττει τα ίδια. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται σε δυσμενή θέση μέσα στην κοινωνία, έχει δικαίωμα από το Θεό ν’ αγωνίζεται ν’ αλλάξει τις συνθήκες, που δημιουργούν αυτήν την ανισότητα και όχι να βελτιώσει την προσωπική του θέση πράττοντας το ίδιο μ’ αυτούς που κλέβουν. Έτσι οι φτωχοί πρέπει ν’ αγωνίζονται ενάντια στη φτώχεια και όχι να κλέβουν μετατρέποντας έτσι την προσωπική τους φτώχεια σε μία άλλη κατάσταση. Το πρόβλημα της κοινωνίας είναι η φτώχεια και όχι τα πρόσωπα που είναι φτωχά ή πλούσια.

Απ’ αυτές τις παρατηρήσεις προκύπτει ότι η αναρχία σε μία κοινωνία, που δεν έχει γνώση και φιλοσοφία, οδηγεί σε χειρότερες καταστάσεις, που αργά η γρήγορα θα ξαναφέρουν την εξουσία. Είναι προτιμότερο για έναν άνθρωπο να ζει στην πιο σκληρή κοινωνία και να είναι θύμα της χειρότερης εκμετάλλευσης, παρά να φεύγει από το σπίτι του και να μη γνωρίζει, αν ξαναγυρίσει. Μέσα σε συνθήκες εκμετάλλευσης ο άνθρωπος τουλάχιστον επιβιώνει κι απολαμβάνει μ’ αυτόν τον τρόπο το μεγαλύτερο αγαθό. Μπορεί να γελάσει, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, ενώ μέσα σε συνθήκες αναρχίας, ακόμα κι αν δε χάσει τη ζωή του, ο φόβος θα μετατρέψει τη ζωή του σε Κόλαση. Η αναρχία γκρεμίζει τα πάντα κι αυτό το γνωρίζει κι ο άνθρωπος και το σύστημα. Αυτή η γνώση είναι, που δίνει τη δυνατότητα στους άθλιους να παρουσιάσουν την αναρχία ως τη μοναδική κατάσταση, που μπορεί ν’ ακολουθήσει. Άσπρο ή μαύρο σ’ έναν κόσμο που η θεϊκή του προέλευση αποκλείει από μόνη της αυτήν τη στείρα λογική. Σ’ έναν κόσμο πολυχρωμίας και θεϊκού φωτός δεν υπάρχει σε καμία κατάσταση μόνον άσπρο ή μαύρο. Όταν σ’ ένα εθνικό σύστημα αρχίζει κι εμφανίζεται η αναρχία, η αμέσως επόμενη κατάσταση που την ακολουθεί είναι η τρομοκρατία.

Οι αναρχικοί που στερούνται οποιασδήποτε μορφής φιλοσοφία, ανάλογα με το πόσο υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή, ξεκινούν μία πάλη, που είναι ό,τι καλύτερο για το σύστημα. Σκοτώνοντας έναν πολιτικό ή ένα βιομήχανο όχι μόνο δε θίγεται το σύστημα, αλλά αντίθετα ενισχύεται. Το σύστημα δεν έχει ανάγκη κανένα δούλο του, εφόσον η αναπλήρωση έρχεται αυτόματα. Όμως όταν κάποιος σκοτώνει και πολλές φορές σπέρνει το θάνατο κι ανάμεσα σ’ ανθρώπους, που δε φταίνε σε τίποτε, σπέρνει παράλληλα και το φόβο μέσα στην κοινωνία. Αυτόν το φόβο εκμεταλλεύεται το σύστημα και περνά στην αντεπίθεση μέσω της καταστολής. Εκεί που η καταστολή θα ήταν η σταγόνα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι, έρχεται και παρουσιάζεται ως άμυνα της κοινωνίας υπέρ των φτωχών. Για να νικηθεί το σύστημα θέλει ηρεμία κι αξιοπρέπεια. Πρέπει ο φτωχός να είναι ήρεμος και να έχει γνώση των όσων συμβαίνουν. Η ένταση και η βία ωφελεί μόνον το σύστημα. Έτσι πρέπει να υποπτεύεται ο αναγνώστης ότι η προβοκάτσια είναι μέρος της τακτικής του συστήματος. Η τρομοκρατία πολλές φορές προέρχεται από το ίδιο το σύστημα κι αποδίδεται αλλού. Η λογική του Καϊάφα δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί. Ένας πολιτικός λιγότερος δεν είναι μεγάλο κόστος για το σύστημα. Ο πειρασμός που προκύπτει από την αποτελεσματικότητα της τρομοκρατίας είναι πολύ ισχυρός, για να τον αντέξει ένα σύστημα που κλυδωνίζεται. Ο ρόλος του στρατού και η σπουδαιότητα του αποκαλύπτεται μόνο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Ακόμα κι αν δε χρησιμοποιηθεί απευθείας ως μέσον καταστολής της κοινωνικής αντίδρασης, σ’ αυτές τις συνθήκες είναι άκρως απαραίτητος.

Μένουμε στο εσωτερικό της εθνικής κοινωνίας και βλέπουμε ότι η ένταση, αλλά και η γενική αμφισβήτηση των διαχειριστών της εξουσίας οδηγεί σε καταστάσεις εκτός ελέγχου. Αν το κράτος που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση είναι μικρό για να επηρεάσει τη διεθνή κοινωνία, τότε εμφανίζονται σωτήρες, που προέρχονται από τα δύο αρχικά υποσυστήματα. Άνθρωποι της εκκλησίας και του στρατού εκμεταλλεύονται τη γενική δυσαρέσκεια, υιοθετούν την άποψη περί κλεφτών, μειοδοτών και προσπαθούν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Πολιτική και διαφθορά είναι έννοιες, που πάντα συνυπάρχουν. Ο πολιτικός που με μία του απόφαση μπορεί να εξασφαλίσει τη ζωή του ολόκληρη, είναι αδύνατο ν’ αντισταθεί. Σε τέτοιες περιόδους το θέμα των σκανδάλων βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα, γιατί στο προσκήνιο εμφανίζονται δυνάμεις, που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Η εκκλησία όπως κι ο στρατός έχουν την τάση ν’ αυτοδιαφημίζουν την αρετή και την τιμιότητα τους. Οι άνθρωποι αυτών των υποσυστημάτων αρέσκονται να παρουσιάζονται ως αδιάφθοροι. Αυτό που συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η παγίδευση των ανθρώπων. Έτσι, ενώ όλοι αρχίζουν σε κάποια φάση ν’ αμφισβητούν την υπεραξία των μισθών των δούλων, έρχονται στην επιφάνεια σκάνδαλα, που κάνουν αυτήν την υπεραξία να φαίνεται αστεία. Ενώ το πρόβλημα είναι ο μισθός, το ενδιαφέρον στρέφεται στην κλοπή.

Είπαμε ότι τα υποσυστήματα απλά ανέχονται το ένα τ’ άλλο και σε περιπτώσεις στις οποίες έχουν την ευκαιρία, έχουν την τάση ν’ αρπάζουν το σύνολο της εξουσίας. Όταν λοιπόν οι πολιτικοί φαίνονται αδύναμοι να δώσουν λύσεις, τα δύο άλλα υποσυστήματα προωθούν τη σκανδαλολογία που σ’ άλλες περιπτώσεις δε θα προωθούσαν. Τα σκάνδαλα υπάρχουν πάντα. Οι κλέφτες δεν κλέβουν μόνον όταν υπάρχει οικονομική κρίση, αλλά πάντα κι είναι ο μόνος τομέας στον οποίο τους διακρίνει η συνέπεια και η συνέχεια. Από την άλλη πλευρά για τους ανθρώπους της εκκλησίας και του στρατού είναι εύκολο να δημιουργήσουν την εικόνα του αδιάφθορου. Ο επίσκοπος ή ο στρατηγός είναι σχεδόν απίθανο να βρεθούν μπλεγμένοι στα σκάνδαλα κι αυτό όχι γιατί είναι τέλειοι κι ενάρετοι, αλλά απλά γιατί δεν έχουν εξουσία στη μορφή που είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση σκανδαλώδους κλοπής. Η εκτελεστική εξουσία δίνει τη δυνατότητα κλοπής σ’ επίπεδο σκανδάλου. Ο μητροπολίτης πώς είναι δυνατό να μοιράσει δημόσια έργα, ώστε να πάρει προμήθεια; Το ίδιο κι ο στρατηγός. Αυτοί κλέβουν όσα τους δίνει το σύστημα μέσω της υπεραξίας κι ως δούλοι διψούν για εξουσία. Βγαίνει ο επίσκοπος ή ο στρατηγός και μιλά για τους φτωχούς για το έθνος, αλλά σε καμία περίπτωση δε δείχνει διάθεση κατάργησης της υπεραξίας που εισπράττει μέσω του μισθού. Στην οικονομική κρίση αυτοί οι δούλοι έχουν λόγο, ακριβώς επειδή μέσα σ’ έναν τεράστιο όγκο σκανδάλων ο μισθός περνά απαρατήρητος.

Αν αυτά τα δύο υποσυστήματα που συνεργάζονται πάντα άψογα λόγω της μορφής τους, παρασύρουν τον κόσμο, αυτό που ακολουθεί πάντα είναι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα κάτω από τις ευλογίες της εκκλησίας. Τα μεγάλα κράτη ανέχονται αυτές τις καταστάσεις, γιατί τα συμφέρει. Κοστίζει λιγότερο στο παγκόσμιο σύστημα εξουσίας ένα στρατιωτικό καθεστώς σε μία μικρή χώρα από την οικονομική βοήθεια για τη σταθεροποίηση του πολυέξοδου τέταρτου βήματος. Το βήμα τέσσερα σ’ αυτήν την περίπτωση μεταλλάσσεται σε βήμα τύπου Βαβυλώνας, εφόσον την εξουσία φέρουν τα δύο υποσυστήματα, που είναι αυτού του τύπου. Μπαίνοντας η κοινωνία σ’ αυτήν την κατάσταση, ο άνθρωπος χάνει σχεδόν το σύνολο των δικαιωμάτων του κι αυτό είναι το απόλυτα φυσικό. Όπως ο στρατιώτης δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει το στρατηγό, έτσι κι ο πολίτης δεν μπορεί ν’ ασκήσει τα δικαιώματά του. Τα περισσότερα μικρά κράτη βρίσκονται σχεδόν πάντα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης κι αυτό είναι επιθυμητό, γιατί τα κάνει ελεγχόμενα και κατά συνέπεια δορυφόρους των μεγάλων εθνών.

Το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης οδηγεί σε πόλεμο μεγάλης κλίμακας μόνον όταν κάποιο κράτος από τα μεγάλα αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος ή δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν ξέσπασε, επειδή η Ελλάδα αντιμετώπιζε προβλήματα, αλλά κάποιος μεγάλος της κοινωνίας των εθνών. Επειδή τα μεγάλα κράτη αναπτύσσουν μηχανισμούς απόλυτα όμοιους, αργά ή γρήγορα θα έρθουν σε σύγκρουση. Το κεφάλαιο-γνώση του καθενός παύει να είναι κερδοφόρο κι απειλείται η δομή του συστήματος. Έτσι, όταν ο Γερμανός βιομήχανος καλύψει την αγορά της Γερμανίας και το προϊόν του δεν έχει τη διαφορά ποιότητας, που μπορεί να του επιτρέψει διείσδυση στη γαλλική αγορά, αρχίζει και χάνει την υπεραξία, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι εργάτες να δουλεύουν για τους μισθούς τους και μόνο. Όμως μέχρι να φτάσει η κατάσταση σ’ αυτό το οριακό σημείο, θα πρέπει να εξαντληθούν τα περιθώρια ανταγωνισμού στο σύνολο των αγορών. Όλα τα μικρά κράτη αποτελούν πελάτες των μεγάλων και θέατρο εμπορικών συγκρούσεων αυτών. Άρα απ’ αυτήν τη σύγκρουση που είναι μέχρις εσχάτων, το λογικό είναι να εμφανιστούν τα όρια του καθενός, που δείχνουν μεταξύ άλλων και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των κρατών.

Για να είναι ένα προϊόν ανταγωνιστικό, συνεπώς να υφίσταται στην αγορά, θα πρέπει να έχει ένα από τα δύο βασικά προσόντα: ή να είναι ποιοτικά ανώτερο του ανταγωνισμού —έστω κι ακριβότερο— ή να είναι κατώτερης ποιότητας, ώστε το κόστος αγοράς του να το κάνει ελκυστικό. Όταν τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη παράγουν προϊόντα και τα διαθέτουν στην παγκόσμια αγορά είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Όμως με την πάροδο του χρόνου, τη συνεχή εξέλιξη και τη συνεχή αγορά τεχνογνωσίας έρχεται κάποια στιγμή που το κεφάλαιο-γνώση εξισώνεται κι αυτό είναι η αρχή του τέλους. Όταν τα προϊόντα φτάνουν στην αγορά χωρίς καμία διαφορά ποιότητας, τότε η αγορά στο σύνολο της γίνεται κτήμα αυτού που διατηρεί το χαμηλότερο κόστος. Απ’ αυτό το σημείο και πέρα γεννιέται η παγκόσμια κρίση κι αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος λόγος είναι η ανάπτυξη του μονοπωλίου κι ο δεύτερος ότι κάποια βιομηχανικά ισχυρή χώρα αρχίζει κι αντιμετωπίζει κοινωνικά προβλήματα. Ο κερδισμένος αυτής της σύγκρουσης είναι το κράτος, που έχει την ισχυρότερη υποδομή, για να στηρίζει τη βιομηχανία του, εφόσον τα μέτρα μείωσης του κόστους που αφορούν τον εργατικό μισθό, έχουν εξαντληθεί.

Οι δύο μεγάλοι παγκόσμιοι πόλεμοι ξεκίνησαν από την Ευρώπη και συγκεκριμένα από τη Γερμανία. Οι άνθρωποι θρήνησαν εκατομμύρια νεκρών εξαιτίας της ματαιοδοξίας ενός έθνους; Σκοτώθηκε ο ανθός της Ευρωπαϊκής νεολαίας δύο φορές, επειδή οι Γερμανοί νόμιζαν ότι είναι ανώτεροι από τους υπόλοιπους; Ή μήπως πρόκειται για σκευωρία του συστήματος εναντίον των φτωχών ανθρώπων; Δε γνώριζε το σύστημα, τι θ’ ακολουθούσε; Γιατί η Γερμανία ξεκίνησε τους πολέμους; Το άθλιο κι ανθρωποκτόνο σύστημα γνώριζε τα πάντα και προέβλεπε τα πάντα. Οι πόλεμοι της Γερμανίας ήταν εκ των δεδομένων χαμένοι, όπως ήταν κι αυτοί του Ναπολέοντος. Όμως το σύστημα θέλησε να σκοτώσει άπειρους ανθρώπους και να γκρεμίσει τα πάντα, δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο συνθήκες παραγωγής, που να είναι κερδοφόρες. Ο άνθρωπος απλά όπως συνήθως ήταν θύμα και σκοτώθηκε είτε επειδή πίστευε ότι η Βρετανία πρέπει να κυβερνά τα κύματα είτε επειδή η Γερμανία έπρεπε να είναι πάνω απ’ όλους. Όμως γιατί η Γερμανία; Ποιο χαρακτηριστικό αυτού του κράτους εκμεταλλεύτηκε το σύστημα; Πριν δούμε αυτά τα χαρακτηριστικά, χρήσιμο είναι να πούμε μερικά πράγματα για τους Γερμανούς.

Οι Γερμανοί που ξεκίνησαν να κατακτήσουν τον κόσμο, ήταν θύματα του συστήματος και τίποτε περισσότερο. Ο Γερμανός είναι όμορφος άνθρωπος, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι, που είναι υιοί του Θεού. Ο πόλεμος είναι ένα έγκλημα κι όσοι εγκληματούν είναι μισητοί από το Θεό. Όσο εγκληματίες ήταν οι Γερμανοί, άλλο τόσο ήταν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι, οι Έλληνες. Οι άνθρωποι έπρεπε ν’ αμυνθούν, πριν βγουν τα στρατεύματα του Χίτλερ από τη Γερμανία κι αυτό γίνεται μόνο με τη φιλοσοφία. Από τη στιγμή που οι Έλληνες δεν εμπόδισαν με τη γνώση την εξέλιξη μίας κατάστασης, που υπήρχε χρόνια πριν την έξοδο του Χίτλερ από τα όρια της Γερμανίας, χρεώνονται ως έγκλημα τη θανάτωση του Γερμανού στρατιώτη, όπως κι αυτός του αντίστοιχου Έλληνα. Δεν έχει σημασία, αν υπερασπίζεται κάποιος τη χώρα του ή όχι. Ο νεαρός Γερμανός δεν ήθελε να κατακτήσει την Ελλάδα, αλλά τον βάλανε. Εκείνος που τον έβαλε έπρεπε να νικηθεί και όχι να σκοτωθεί ο φτωχός. Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σκοτώσει. Αν ήταν έτσι, θα του έλεγε ο Θεός ότι είναι φτιαγμένος για να υπάρξει ως ζώο και να φυλάει κτήματα ή εργοστάσια.

Επειδή ο Θεός τον δημιούργησε “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”, έχει απαιτήσεις απ’ αυτόν. Αν οι φτωχοί και καταπιεσμένοι εκείνης της εποχής δεν έπεφταν θύματα του εθνικισμού, η νίκη θ’ ανήκε στον άνθρωπο, χωρίς να χυθεί μία σταγόνα αίματος. Αν οι άνθρωποι τότε δεν αντιστέκονταν στις στρατιές του Χίτλερ, αυτή η κατάσταση θα τις διέλυε. Η γενική φτώχεια σ’ ελάχιστο χρόνο θ’ άφηνε να φανεί η αλήθεια. Δεν μπορεί κάποιος να πάρει απ’ αυτόν που δεν έχει. Ήδη το κάθε κράτος είχε αγγίξει τα όρια εκμετάλλευσης. Τι παραπάνω θα έκαναν οι Γερμανοί; Μία ψευδαίσθηση εξουσίας; Τι εξουσία μπορούν να έχουν μερικά εκατομμύρια φτωχών στρατιωτών πάνω σε εκατοντάδες εκατομμυρίων ανθρώπων; Η Ευρώπη είχε τη δυνατότητα να καταπιεί τις στρατιές του Χίτλερ και να τις αναγκάσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους, για ν’ αγωνιστούν εκεί εναντίον της φτώχειας τους. Οι γονείς του Γερμανού στρατιώτη ήταν φτωχοί εργάτες κι αγρότες, που υπέφεραν από το Γερμανό βιομήχανο και φεουδάρχη. Άφησαν το γιο τους να πολεμήσει, για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και όχι για τη δόξα και το μεγαλείο της Γερμανίας.

Όμως το ερώτημα παραμένει το ίδιο. Γιατί η Γερμανία; Η απάντηση είναι απλή, αν ξεφυλλίσει κάποιος τις σελίδες της ιστορίας. Η Γερμανία είναι το κράτος κολοσσός αντίστοιχο των άλλων μεγάλων που φτάνει πρώτο στα όρια του. Ένα βιομηχανικό θηρίο με αδύναμα άκρα. Όταν το παγκόσμιο σύστημα κλονίζεται, όταν ένα από τα μεγάλα κράτη αρχίζει κι αντιμετωπίζει προβλήματα, είναι σαν να λέμε, όταν αντιμετωπίζει προβλήματα η Γερμανία. Το πρώτο κράτος που χάνει την ανταγωνιστικότητα του, όταν το κεφάλαιο-γνώση εξισώνεται, είναι η Γερμανία. Η Αγγλία και η Γαλλία που ήταν πριν από τους πολέμους κράτη με ανάλογη βιομηχανία, είχαν περισσότερα περιθώρια αντοχής λόγω των αποικιών τους. Μέσω αυτών, εξασφάλιζαν φτηνή πρώτη ύλη, που έχει ως συνέπεια το χαμηλότερο κόστος του βιομηχανικού προϊόντος και δεύτερον, αυτές οι ίδιες οι αποικίες λειτουργούσαν ως αποκλειστικά δικές τους αγορές. Ο Γίγαντας Γερμανία δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια κι αυτό δεν άφηνε μεγάλα χρονικά περιθώρια. Αυτή η αδυναμία την κάνει ευάλωτη και σ’ εξωτερικές επεμβάσεις. Ευάλωτη γιατί αν το σύστημα ωφελείται από τον πόλεμο, μόνον τη Γερμανία μπορεί να ωθήσει σ’ αυτόν ακόμα και χωρίς τη θέληση των Γερμανών. Όταν υπάρχει ένας βιομηχανικός κολοσσός τύπου Γερμανίας, χωρίς δυνατότητα ελέγχου των πρώτων υλών, που του δίνουν τη δυνατότητα λειτουργίας, οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτό το σημείο σημαίνει στραγγαλισμό.

Η Γερμανία ήταν και είναι η μόνη χώρα, που μπορεί να καταρρεύσει χωρίς στρατιωτική επέμβαση. Η Αγγλία είχε αποικίες, που έπρεπε να καταληφθούν, για να χάσει τον έλεγχο του πλούτου της. Κανένα παρασκήνιο δεν ήταν ικανό να σταματήσει, τη ροή πετρελαίου προς την Αγγλία. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με πολεμική ενέργεια. Η Γερμανία αντίθετα μπορεί κάτω από συνθήκες μποϊκοτάζ να μη μπορεί να επιβιώσει κι αυτό την οδηγεί σε πράξεις απελπισίας. Είναι πράξη απελπισίας η διεξαγωγή πολέμου εναντίον του συνόλου των κρατών και προπάντων εναντίον κρατών που το καθένα απ’ αυτά είναι περίπου ισοδύναμο. Η δυνατότητα εξωτερικής επέμβασης δίνει κι ένα άλλο χαρακτηριστικό στη Γερμανία. Δίνει τη δυνατότητα καλλιέργειας του εθνικισμού από μέρους των αθλίων. Έτσι όταν η επέμβαση είναι εξωτερική κι οφθαλμοφανής, εύκολα πείθεται ο φτωχός ότι για το κλείσιμο του εργοστασίου, άρα και για τη φτώχεια του, ευθύνεται όχι ο Γερμανός πολιτικός, αλλά ο Άγγλος ή ο Γάλλος που ελέγχοντας την αγορά των πρώτων υλών οδηγεί τα εργοστάσια στο κλείσιμο.

Σ’ αυτό το σημείο, αν αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι συμφέρει στο σύστημα ο πόλεμος, θα καταλάβει ότι ωθούν τη Γερμανία στον πόλεμο. Αν αποδειχθεί ότι έχει συμφέρον κι ο Άγγλος κι ο Γερμανός βιομήχανος από τον πόλεμο, τότε θα καταλάβει ότι πρόκειται για συνωμοσία εναντίον των λαών. Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε από ένα σύνολο άσχετων δεδομένων τα πραγματικά σημαντικά. Πρώτο σημαντικό δεδομένο είναι ότι, όπου έχει προηγηθεί η ανάπτυξη του εθνικισμού, είναι ασύμφορη η κατάκτηση. Ενώ το δεύτερο είναι ότι η δύναμη του κεφαλαίου-γνώση βρίσκεται στη δυνατότητα να βγάζει κέρδος μέσω της υπεραξίας και όχι η τελειότητα του. Ένας βιομήχανος έχει συμφέρον να παράγει ένα μέτριο ψυγείο και να υπάρχει ζήτηση παρά το καλύτερο ψυγείο στον κόσμο, χωρίς να υπάρχει η ζήτηση. Αυτά τα δύο από μόνα τους μας οδηγούν στην παρακάτω υπόθεση. Αν υπάρχει —όπως κι υπάρχει— μία παγκόσμια ηγεσία που κατευθύνει τους χριστιανούς κι αυτή είναι οι αρχηγοί των εκκλησιών κι οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων, συμφέρον έχει να στηρίζει το κεφάλαιο, που με τη σειρά του τή στηρίζει. Αν καταρρεύσουν οι μεγάλες βιομηχανίες των μεγάλων κρατών, παύει να υπάρχει ο πλούτος, που δίνει υπεραξία και μ’ αυτήν τη δυνατότητα ύπαρξης σταθερής δομής του συστήματος. Στο κεφάλαιο συμμετέχουν όλοι οι βιομήχανοι όλων των χωρών και η επιβίωση του κεντρικού συστήματος αφορά το μέλλον του συνόλου των εθνικών υποσυστημάτων. Έτσι ο Γερμανός βιομήχανος παίρνοντας εγγυήσεις, στήριξε έναν τρελό όπως το Χίτλερ σ’ έναν πόλεμο που εξαρχής ήταν χαμένος. Οι εγγυήσεις ήταν υπεράνω πάσης αμφισβήτησης, γιατί υπάρχουν τα παραπάνω δεδομένα.

Η νικήτρια Βρετανία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κατακτήσει τη χαμένη Γερμανία. Οι ίδιοι οι Γερμανοί να δέχονταν να κατακτηθούν χωρίς αντίσταση και να ονομάσουν το Βερολίνο “Νέο Λονδίνο”, οι Βρετανοί δε θα δέχονταν ποτέ. Αν συνέβαινε αυτό, όλο το κέρδος του πολέμου θα πήγαινε χαμένο. Οι Βρετανοί νίκησαν και το κέρδος ήταν η αρπαγή των πνευματικών δικαιωμάτων πάνω στην τεχνολογία της Γερμανίας. Το κέρδος οφείλεται στην υπεροχή των βρετανικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά και στην πώληση κατώτερης τεχνογνωσίας, στους ίδιους τους Γερμανούς, για την εκ νέου ανάπτυξη της βιομηχανίας τους. Αν την κατακτούσε, αυτό το κέρδος δε θα υπήρχε. Οι Γερμανοί ως νέοι υπήκοοι θα ζητούσαν την απόλυτη γνώση και προπαντός δωρεάν. Αν αυτό συνδυαστεί με τις μεγάλες ανάγκες μίας κατεστραμμένης Γερμανίας, τότε οι βιομηχανίες στο χώρο της Γερμανίας θα γίνονταν πανίσχυρες μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα κι όταν θα προέκυπταν τα ίδια προβλήματα λόγω ιδιοτήτων του κεφαλαίου, η κοινωνική αντίδραση θα στρεφόταν εναντίον των κατακτητών, που σήμαινε αυτόματα νέα έξοδα για τη Βρετανία, χωρίς να έχει εισπράξει τίποτε. Έχοντας αυτήν τη γνώση, οι Γερμανοί βιομήχανοι δεν είχαν να χάσουν τίποτε. Ο πόλεμος θα κατέστρεφε τη χώρα, αλλά όχι αυτούς. Αυτοί θα έπαιρναν πίσω τα εργοστάσια τους, θα δανείζονταν χρήματα για την αγορά τεχνογνωσίας και θα ξαναλειτουργούσαν σε συνθήκες ζήτησης. Ο σκοτωμένος και ταλαιπωρημένος Γερμανός, θα έδινε μέσω των φόρων το κεφάλαιο-χρήμα στο βιομήχανο, για να πληρώσει τους νικητές κατά τα συμφωνηθέντα κι αυτός μέσα σ’ ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεχρέωνε, αρχίζοντας να εισπράττει κέρδος. Η Γερμανία θ’ άρχιζε εκ νέου να δείχνει ζήτηση για προϊόντα, που πριν τον πόλεμο είχαν καλύψει τις ανάγκες της. Ο Γερμανός χρειαζόταν νέο αυτοκίνητο ή ψυγείο κι ελάχιστα ενδιέφερε το Γερμανό βιομήχανο, αν το προϊόν ήταν κατώτερης ποιότητας έναντι του Βρετανικού.

Το βήμα τέσσερα γι’ αυτό είναι ανίκητο. Αυτή η κατάσταση μπορεί να επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον χωρίς καμία διαφορά. Πάντα η Γερμανία θα είναι ευάλωτη και πάντα κάποιοι θα τη σπρώχνουν στον πόλεμο. Ακόμα και αν εξαλειφθούν τα βασικά στοιχεία, το σύστημα έχει τη δυνατότητα να τα γεννά. Το περίφημο γερμανικό θαύμα το οποίο περιγράφει ένα λαό που αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του και ξαναποκτά δύναμη, είναι στο σύνολο του ένας μύθος. Είναι μύθος, που έχει σκοπό να κολακεύσει τους Γερμανούς και καλλιεργείται από το ίδιο το σύστημα. Η Γερμανία είναι άκρως απαραίτητη για τους παραπάνω λόγους κι αυτός ο μύθος έχει ως στόχο να γίνεται βάση του επιθυμητού εθνικισμού, που την κρατά συμπαγή. Ο Γερμανός είναι έξυπνος κι εργατικός όσο οι υπόλοιποι άνθρωποι, όμως η αναγέννηση της Γερμανίας είναι καθαρά θέμα επενδύσεων. Η Δύση στο σύνολό της δε φοβάται να επενδύσει στη Γερμανία. Είναι μία τεράστια αγορά με τεράστια βιομηχανική υποδομή, που σε καμία περίπτωση δεν απειλεί την παγκόσμια ιεραρχία, όπως διαμορφώθηκε μετά την αποικιοκρατική περίοδο. Ο μύθος λοιπόν παγιδεύει εκατομμύρια Γερμανών μέσα σε μία ψευδαίσθηση, που αν δεν υπήρχε, όλες αυτές οι συμφορές θα είχαν ως αποτέλεσμα το διαμελισμό του γίγαντα σε πολλές μικρές γερμανικές δημοκρατίες.

Η Γερμανία όμως χρειάζεται στο σύστημα μεγάλη και χωρίς ψυχραιμία, που δίνει μ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα και στους άλλους να υπάρχουν στις ίδιες διαστάσεις. Ο νότιος Γάλλος πολλές φορές προβληματίζεται, γιατί πρέπει να πληρώνει φόρους στο Παρίσι και μόνον ο φόβος της τεράστιας Γερμανίας είναι σε θέση να τον ωθήσει σε σκέψεις, που ωφελούν το σύστημα. Έχοντας υπόψη του ο αναγνώστης την ωφελιμότητα του πολέμου, εύκολα μπορεί να κατανοήσει και την ύπαρξη του στρατού σε καιρό ειρήνης. Ενώ θεωρητικά ο στρατός είναι μία οργανωμένη δύναμη, που προέρχεται από την κοινωνία για να προστατεύσει την ίδια και τους κόπους των ανθρώπων της, πρακτικά γίνεται το απαραίτητο μέσο διεξαγωγής πολέμου. Έτσι στη μορφή αυτήν της κοινωνίας ο στρατιώτης δε φυλάγει το πάτριο έδαφος ούτε την αφηρημένη γνώση, αλλά γίνεται βασική προϋπόθεση για τη συνεχή κερδοφόρα λειτουργία του κεφαλαίου. Τα πάντα κατευθύνονται από το τρομερό ένστικτο αυτοσυντήρησης του συστήματος. Το σύστημα με την εξουσία που έχει, καταφέρνει να δημιουργεί συνθήκες, που μετατρέπουν μία κοινωνία σε όχλο. Έτσι όταν υπάρχει μία τρομερή οικονομική κρίση, που δεν αφήνει τα μεγάλα έθνη απ’ έξω, οι πρακτικές είναι πάντα οι ίδιες.

Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να διαχωρίσουμε σε δύο τα επίπεδα αναφοράς, που έχουν σχέση με την προετοιμασία μίας χώρας για πόλεμο. Το πρώτο επίπεδο είναι οι ενέργειες του συστήματος μέσω της εξουσίας και το δεύτερο είναι η προετοιμασία, που είναι απαραίτητη μέσα στην κοινωνία. Από τη στιγμή που η κοινωνία βρίσκεται σε οικονομική κρίση, αναπτύσσονται μέσα της ορισμένες τάσεις, που την κάνουν ευερέθιστη με άμεσο αποτέλεσμα τη δυνατότητα εκμετάλλευσης. Η βιομηχανική επανάσταση εκτός των άλλων δημιούργησε κοινωνικά φαινόμενα, που δεν υπήρχαν και η ύπαρξη τους αλλάζει την τακτική επηρεασμού των μαζών. Τα εργοστάσια χτίστηκαν εξαρχής στα μεγάλα αστικά κέντρα για δύο λόγους: ο πρώτος λόγος είναι η ύπαρξη του εργατικού δυναμικού, που είναι απαραίτητο κι ο δεύτερος είναι η μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα του εργάτη εξαιτίας αυτού του δυναμικού. Ένας εργοστασιάρχης δε χτίζει εργοστάσιο στην επαρχία, γιατί, για να βρει εργάτες, θα πρέπει να τους αποσπάσει από άλλες δουλειές κι αυτό κοστίζει. Στα μεγάλα αστικά κέντρα υπάρχουν από τον καιρό της Βαβυλώνας άνεργοι. Την ανέχεια και το αδιέξοδό τους αναζητά ο βιομήχανος, για να μπορέσει να εισπράξει την υπεραξία από την εργασία τους.

Ο δεύτερος λόγος που έχει να κάνει με τη διαπραγματευτική ικανότητα του εργάτη, είναι οι συνθήκες μεγαλύτερης ζήτησης εργασίας από την προσφερόμενη. Ο βιομήχανος της επαρχίας σε μία απεργία είναι ευάλωτος, γιατί δεν υπάρχει δυναμικό σε κατάσταση ανεργίας, για ν’ αναπληρώσει αυτούς που απεργούν χωρίς παραπάνω απαιτήσεις. Έτσι το εργοστάσιο στην επαρχία ή θα κλείσει ή θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα των εργαζομένων. Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας σε περιόδους οικονομικής άνθησης καλύπτει το σύνολο του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού και δημιουργεί συνθήκες ζήτησης, που δίνουν δύναμη στον εργάτη. Ο εργάτης όπως είναι φυσικό εκμεταλλεύεται υπέρ του αυτήν την κατάσταση και γίνεται ασύμφορος με βάση τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκράτη. Έτσι αρχίζει κι ενθαρρύνεται η μετανάστευση.

Η μετανάστευση ως φαινόμενο ακολουθεί τη βιομηχανική επανάσταση. Είναι εκτός λογικής να παρατηρούνται μεταναστευτικές κινήσεις στο βήμα της Βαβυλώνας. Να πάει ο δουλοπάροικος πού; Από τον ένα φεουδάρχη στον άλλο; Μένει εκεί, όπου είναι η οικογένεια του, εφόσον δεν υπάρχει προοπτική κέρδους. Η μετανάστευση προς τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα είναι δύο ειδών: η εσωτερική και η εξωτερική. Πρώτη εμφανίζεται η εσωτερική κι αυτό έχει ως συνέπεια τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη να έχουν πλήθος μεγάλων αστικών κέντρων. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η μετανάστευση, χωρίς να έχει εξαντληθεί η ανοδική τάση της παραγωγής, τότε και μόνον αρχίζει η εξωτερική. Επειδή αυτή η τάση ενθαρρύνεται από το κεφάλαιο, που ψάχνει φτηνά εργατικά χέρια, κάθε μετανάστης είτε ομοεθνής είτε αλλοδαπός είναι εξ αντικειμένου εχθρός του τοπικού εργατικού δυναμικού. Ακόμα κι αν δεν πάρει την εργασία ενός τοπικού εργάτη, η ύπαρξη του και μόνον αλλάζει το σύνολο των δεδομένων. Έτσι το σύστημα μετατρέπει σε εχθρούς ανθρώπους, που πρέπει να είναι ενωμένοι, εφόσον είναι θύματα κοινής εκμετάλλευσης.

Από τη στιγμή της εμφάνισης της οικονομικής κρίσης, αυτή η υποβόσκουσα κι αφηρημένη έχθρα αρχίζει και σχηματοποιείται και παίρνει τη μορφή κοινωνικής σύγκρουσης. Η κρίση δεν κάνει διακρίσεις στα εργοστάσια, που θα χάσουν πρώτα την ανταγωνιστικότητα τους κι αυτό σημαίνει ότι ένας φτωχός Μιλανέζος εργάτης έβλεπε πάντα με φόβο τον επίσης φτωχό νότιο Ιταλό, που αναζητούσε καλύτερη τύχη στο βιομηχανικό Μιλάνο. Χωρίς ιδιαίτερη φιλοσόφηση ήξερε, ότι ο νότιος έμπαινε στην αγορά εργασίας κι, επειδή ήταν άνεργος, αυτό σήμαινε μειωμένες απαιτήσεις στην αμοιβή. Ο ίδιος απολάμβανε μεγαλύτερο μισθό κι, όσο αυτή η αναλογία βρισκόταν σε σταθερό επίπεδο, ο φόβος παρέμενε, αλλά δεν είχε καμία συνέχεια. Όταν όμως η οικονομική κρίση εμφανιζόταν κι έκλεινε το εργοστάσιο, όπου δούλευε ο Μιλανέζος, χωρίς να συμβεί το ίδιο σ’ αυτό, όπου δούλευε ο νότιος, ο φόβος αυτός γινόταν μίσος. Μισούσε το φτωχό, γιατί πίστευε ότι, αν δεν υπήρχε, η θέση του θα ήταν στη διάθεση του. Όμως ακόμα και να συνέβαινε το αντίθετο, πάλι στην κρίση θα υπήρχε το μίσος, γιατί ο άνεργος νότιος στην αγωνία του να εργαστεί, θα κατέβαζε τις απαιτήσεις του. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχει κρίση, οι τοπικοί εργάτες μισούν τους νεοφερμένους.

Αυτό είναι το φαινόμενο του ρατσισμού. Οι Μιλανέζοι σκέφτονται ότι αυτοί έχουν το δικαίωμα δουλειάς στο Μιλάνο και όχι ο Σικελός. Από τη στιγμή που διαχωρίσει κάποιος τον εαυτό του από κάποιους άλλους με μόνο κριτήριο την καταγωγή, είναι ρατσιστής. Επειδή το άθλιο σύστημα θέλει να καλλιεργεί τον εθνικισμό, αυτό το φαινόμενο μεταξύ ομοεθνών το αγνοεί και το υποβαθμίζει. Έτσι δεν είναι ρατσιστής ο Μιλανέζος όταν μισεί το νότιο, αλλά μόνον όταν μισεί τον Έλληνα μετανάστη. Αν το σύστημα περιγράψει αυτήν την κατάσταση που ισχύει μεταξύ των ομοεθνών ως ρατσισμό, πώς είναι δυνατό να καλλιεργήσει στη συνέχεια την ιδεολογία για την υπεροχή των Ιταλών έναντι των άλλων; Πρέπει η κρίση να βρει τους Ιταλούς εργάτες οργισμένους έναντι των ξένων και όχι μεταξύ τους. Αυτό συμβαίνει γιατί ακριβώς όμοια κατάσταση ισχύει και για τους ξένους, που με τη σειρά τους αποτελούν κόκκινο πανί ακόμα και για τους νότιους, παράδειγμα. Η κατάσταση εξελίσσεται μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε όταν φτάσει σ’ οριακά επίπεδα, όλοι να στρέφονται εναντίον των ξένων και σ’ αυτό το επίπεδο να καθορίζεται λανθασμένα η έννοια “ρατσισμός”. Όταν λοιπόν στην περίπτωση της Γερμανίας υπάρχουν τ’ απαραίτητα δεδομένα, που είναι η εξωτερική επέμβαση των ξένων δυνάμεων στη ροή των πρώτων υλών και λόγω της τεράστιας βιομηχανικής παραγωγής μεγάλος αριθμός ξένων εργατών, είναι δυνατό να μην παρατηρηθεί το φαινόμενο του ρατσισμού και κατ’ επέκταση του εθνικισμού; Είναι δυνατό να μην υπάρχει θέση για έναν τρελό όπως ο Χίτλερ, σε μία χώρα απελπισμένη με έξι εκατομμύρια ανέργους; Η Γερμανία είναι αξιοθαύμαστη που αγωνίστηκε ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ενάντια στο ναζισμό. Και μόνο να σκεφτεί κάποιος εκείνες τις συνθήκες, που δεν έδιναν την παραμικρή ελπίδα στο Γερμανό εργάτη, μπορεί να εκτιμήσει τον πραγματικό αγώνα για τη δημοκρατία του γερμανικού λαού. Άνθρωποι μέσα στη φτώχεια και στη δυστυχία αντιστάθηκαν για χρόνια στην ψεύτικη προπαγάνδα των Ναζιστών. Αυτός ο χρόνος ήταν ικανός για κάποιον, που ήθελε ν’ αποτρέψει τον πόλεμο, να το κάνει. Όμως το σύστημα δεν το έκανε και φυσιολογικά υπέκυψαν οι Γερμανοί στο ορμητικό ρεύμα του φασισμού. Μ’ αυτά τα δεδομένα βλέπουμε πόσο επιθυμητός είναι ο ρατσισμός για το σύστημα.

Αν η βόμβα που απειλεί τους ανθρώπους είναι ο εθνικισμός, τότε ο ρατσισμός είναι το φιτίλι. Ο ρατσισμός έχει τη δύναμη να νικά τα χαρακτηριστικά του Δημιουργού και να ελαττώνει τις δυνάμεις αντίστασης. Έτσι ο άνθρωπος που είναι πλασμένος ν’ αγαπά τον πλησίον του, γιατί σε τελευταία ανάλυση είναι το συμφέρον του, μαθαίνει να τον μισεί. Αν ο άνθρωπος μισήσει ανθρώπους, γίνεται κτήνος. Από τη στιγμή που ο Γερμανός μισεί τον Τούρκο εργάτη, δεν έχει πρόβλημα να μισήσει λόγω προπαγάνδας το Γάλλο, τον Έλληνα κι οποιονδήποτε άλλο αλλοδαπό. Σ’ εκείνο το σημείο καταρρέει η άμυνα και όχι τη στιγμή που το δάχτυλο αγγίζει τη σκανδάλη. Το μίσος συνεπάγεται θάνατο και η προσπάθεια πρέπει να γίνει πριν και όχι μετά. Έτσι προετοιμάζεται η κοινωνία από το σύστημα για τις επιθυμητές γι’ αυτό εξελίξεις. Επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της στο φτωχό Τούρκο εργάτη, που είναι αγαπητός στο Θεό, γιατί δουλεύει και δεν κλέβει, γιατί θυσιάζει την προσωπική του ζωή για την ευημερία της οικογένειας του και τον κάνει μισητό στα μάτια του επίσης φτωχού Γερμανού. Έτσι, αντί να ενωθούν οι αδικημένοι και να εξαφανίσουν από το πρόσωπο της Γης τους άθλιους κλέφτες, μισεί ο ένας τον άλλο και διαπράττουν εγκλήματα που ακόμα κι ένα ζώο αδυνατεί να διαπράξει. Το θηρίο σκοτώνει για να ζήσει και ονομάζεται θηρίο και ζώο. Πώς μπορεί όμως να ονομαστεί ένα ον, που στέλνει ανθρώπους στα κρεματόρια λόγω φιλοσοφίας; Είναι δυνατό να τ’ ονομάσουμε ζώον, τη στιγμή που εκείνο το δημιούργημα σκοτώνει για να επιβιώσει; Είναι δυνατό να φερθούμε τόσο άδικα στα ζώα;

Το σύστημα ελέγχοντας την κατάσταση μέσω της ενημέρωσης, πετυχαίνει κι οδηγεί τους ανθρώπους στις απαραίτητες φάσεις, ώστε να επιτευχθεί το άριστο αποτέλεσμα. Έτσι, ο ρατσισμός καλλιεργείται, όταν πλέον έχει φτάσει η κρίση σε τέτοιο σημείο, που ακόμα και οι πιο αδικημένοι μετανάστες είναι στόχος, απλά και μόνον επειδή επιβιώνουν. Ο εθνικισμός καλλιεργείται τη στιγμή που πρέπει και όχι πριν ή μετά. Θεωρίες περί μεγάλης Γερμανίας τρομάζουν τους εργαζόμενους ακόμα και σε κατάσταση προχωρημένης κρίσης, ενώ λυτρώνουν μόνο στα όρια της απελπισίας. Αν παρατηρήσει κάποιος στην ιστορία των ανθρώπων, θα διαπιστώσει ότι τα εθνικά συστήματα κατά τη διάρκεια των κρίσεων έχουν έντονη εξωτερική πολιτική. Όταν υπάρχει οικονομική άνθηση, ασχολούνται περισσότερο με θέματα εσωτερικά, όπως η πρόνοια, η υποδομή στον τομέα των υπηρεσιών προς τον πολίτη, ενώ στη διάρκεια της κρίσης όλοι στο σύνολο τους θυμούνται την ιστορία τους. Θυμούνται εθνικές μειονότητες έξω από τα σύνορα, αλύτρωτους αδερφούς, θυμούνται συμφωνίες, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν τους ενοχλούσαν, ενώ τη δεδομένη στιγμή τούς φαίνονται ταπεινωτικές.

Όλα αυτά δεν είναι τυχαία κι αποτελούν το μοναδικό έρεισμα της εξουσίας. Η ιστορία της Ευρώπης που γνώρισε τόσους πολέμους, επιτρέπει στους άθλιους να μιλούν για όμορφα πράγματα σκεπτόμενοι πονηρά. Το σύστημα υποχρεωτικής παιδείας που εκμεταλλεύεται η εξουσία δίνει ομοιογένεια στους πληθυσμούς. Αν αυτό συνδυαστεί με τις άπειρες αλλαγές συνόρων, που έγιναν στην ταλαιπωρημένη Ευρώπη, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος την ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων έξω από τους αντίστοιχους εθνικούς κορμούς. Έτσι μετά από έναν πόλεμο, η αλλαγή, έστω και η πιο μικρή, αφήνει έξω από τα όρια των εθνικών κρατών, ανθρώπους που διδάχθηκαν ό,τι απαιτείται για να γίνουν δούλοι των συστημάτων αυτών των κρατών, χωρίς όμως να είναι μέλη τους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι στο σύνολο των καταστάσεων θύματα της εξουσίας. Τους σκέφτονται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες έχουν όφελος κι απαιτείται θυσία. Είναι απαραίτητοι σ’ αυτές τις καταστάσεις, γιατί εξυπηρετούν απευθείας και τα δύο συστήματα, που τους διεκδικούν.

Έτσι, αν για παράδειγμα πάρουμε μία μειονότητα, που προκύπτει μετά από έναν πόλεμο, βλέπουμε ότι η αντιμετώπιση της ακολουθεί μία σταθερή πορεία. Αμέσως μετά τον πόλεμο κι εφόσον τα πάντα έχουν καταστραφεί κι ο κόσμος είναι βουτηγμένος μέσα στη φτώχεια, κανένας δεν ενδιαφέρεται για κανέναν. Οι όροι που δίνουν την πολυπόθητη ειρήνη, γίνονται στο σύνολο τους αποδεκτοί κι αυτό το εκμεταλλεύεται το σύστημα. Έτσι εν μέσω της σύγχυσης ο κόσμος θα μοιραστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να υπάρχουν πάντα μειονότητες, που θ’ αποτελέσουν τη βάση για την ίδια στρατηγική την επόμενη φορά που θα χρειαστεί. Ποτέ και σε κανέναν πόλεμο τα σύνορα δεν προσδιορίστηκαν με στόχους, που να υπηρετούν την ειρήνη.

Όταν λοιπόν το σύστημα προσδιόρισε τα σύνορα της Αλβανίας για παράδειγμα, επιθυμούσε να δημιουργήσει συνθήκες εκμεταλλεύσιμες και όχι να υπηρετήσει την ειρήνη. Στόχος λοιπόν ήταν τα όρια του κράτους να μην είναι κοινά με τα όρια του έθνους και θα δούμε γιατί. Μέσα σ’ αυτό το κράτος περιλήφθηκαν μέρη που κατοικούσαν Έλληνες κι έξω απ’ αυτό έμειναν μέρη που κατοικούσαν Αλβανοί. Εκτός από μερικούς εθνικιστές και μερικούς που μπορούσαν να δουν μακριά, δεν ασχολήθηκε κανένας. Οι Έλληνες είχαν να νικήσουν τη μεγάλη φτώχεια και η ειρήνη ήταν πολύτιμη για να τη διακινδυνέψουν εκ νέου. Μετά τον πόλεμο έρχεται πάντα η ανάκαμψη κι όταν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες ο κόσμος αλλάζει. Ο άνθρωπος γίνεται πιο όμορφος, πιο ανεξάρτητος. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η ειρήνη γίνεται το πλέον πολύτιμο αγαθό κι ο άνθρωπος δεν επηρεάζεται λόγω της δυνατότητας να σκέφτεται χωρίς πιέσεις. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα όλοι οι εντός εθνικών συνόρων Έλληνες δεν έπαψαν να σκέφτονται τους ομοεθνείς τους, αλλά η βοήθεια τους προσδιορίζεται στο ανώτατο επίπεδο. Συμφωνίες για σεβασμό δικαιωμάτων, ελευθερία έκφρασης κλπ. Αν μιλούσε κάποιος για πόλεμο, που θα ενοποιούσε το χώρο εκείνο με το ελληνικό κράτος, θα έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι θα χαρακτηριζόταν τρελός και μ’ αυτόν τον τρόπο θ’ αντιμετωπιζόταν.

Το ελληνικό σύστημα όλα αυτά τα γνωρίζει και πράττει κατά το συμφέρον του. Δε φθείρεται δίνοντας στον κόσμο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την κρίση του και προπάντων δε φθείρει αυτήν την κατάσταση, που θα το ωφελήσει μελλοντικά. Στην περίπτωση της Αλβανίας το σύστημα κατόρθωσε κι έθεσε τις βάσεις για μελλοντικά προβλήματα μεταξύ τριών χωρών, που συνορεύουν. Οι Αλβανοί έχουν ευαισθησία για τους ομοεθνείς τους στη Γιουγκοσλαβία και οι Έλληνες για τους δικούς τους ομοεθνείς στην Αλβανία. Όταν η οικονομική άνθηση περάσει κι έρθει η κρίση, τότε αρχίζουν αυτές οι καταστάσεις κι αποδίδουν. Άμεσο αποτέλεσμα τους είναι ο ρατσισμός. Ρατσισμός αναπτύσσεται σ’ όλα τα κράτη κι είναι ιδιαίτερα εμφανής σ’ αυτά, που έχουν μέσα στο χώρο τους μειονότητες. Το κάθε σύστημα εκμεταλλευόμενο το ρατσισμό παίρνει την πίστωση του χρόνου που χρειάζεται, μέχρι η κατάσταση να γίνει γενική κι οι εξελίξεις παγκόσμιες. Σ’ ένα κράτος στο οποίο λόγω των δυνατοτήτων του η κρίση έρχεται νωρίτερα, ο ρατσισμός δεν επιτρέπει καταστάσεις εκτός ελέγχου κι έτσι αντέχει, χρονικά μέχρι η κατάσταση να γενικευτεί.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το αλβανικό σύστημα με την εμφάνιση της κρίσης θ’ αρχίσει να αδικεί τη μειονότητα των Ελλήνων κι αυτό θα οδηγήσει στη συσπείρωση τους. Ενώ οι Έλληνες της Αλβανίας ζούσαν κανονικά με τους Αλβανούς, η δυνατότητα της εξουσίας να τους αδικεί, τους συσπειρώνει. Προϊόν αυτής της συσπείρωσης είναι η εμφάνιση εθνικιστών μέσα στη μειονότητα, που εκμεταλλεύονται αυτήν την κατάσταση προς όφελος τους. Όπως οι Έλληνες ξεχνούν την παλαιότερη συμβίωση τους με τους Αλβανούς κι οι Αλβανοί ξεχνούν την πρότερη συμβίωση τους με τους Έλληνες. Μέσω αυτής της αδικίας το σύστημα της Αλβανίας επιβιώνει, γιατί, ενώ το πρόβλημα βρίσκεται μεταξύ των φτωχών και των κλεφτών του συστήματος, μετατοπίζεται και γίνεται εθνικό πρόβλημα. Οι φτωχοί Έλληνες κι Αλβανοί αντί να είναι ενωμένοι, αρχίζουν και μισούνται μεταξύ τους. Οι δούλοι Αλβανοί αυτήν την προχωρημένη πλέον κατάσταση την εκμεταλλεύονται παίρνοντας μέτρα καταστολής, που θεωρητικά έχουν στόχο τούς απείθαρχους Έλληνες, ενώ πρακτικά περιορίζουν τα δικαιώματα του συνόλου των ανθρώπων. Η καταστολή και η αδικία αργά ή γρήγορα θ’ αναγκάσει τους Έλληνες της Αλβανίας στην αναζήτηση βοήθειας από τους ομοεθνείς τους της Ελλάδας. Η συμπεριφορά της Ελλάδας θα εξαρτηθεί από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της και τίποτε άλλο. Αν ευημερεί, το πιο πιθανό είναι να πάρουν συμβουλές για ηρεμία και διατήρηση της ειρήνης και των καλών σχέσεων των δύο χωρών. Το ελληνικό σύστημα των Ελλήνων δούλων δεν ενδιαφέρεται για τους Έλληνες της Ελλάδας. Είναι δυνατό να πάρει αποφάσεις υπέρ των Ελλήνων της Αλβανίας οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τις συνθήκες που τους επιτρέπουν ν’ απολαμβάνουν;

Μέχρι αυτό το σημείο είναι ωφελημένοι μόνον οι δούλοι Αλβανοί και κανένας άλλος. Οι αδικημένοι είναι οι φτωχοί Αλβανοί κι οι φτωχοί Έλληνες της μειονότητας. Όταν περάσει ο χρόνος κι έρθει η κρίση στην Ελλάδα, οι Έλληνες ως κοινωνία αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Γίνονται ρατσιστές εναντίον των φτωχών αλλοδαπών, που εργάζονται στη χώρα. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η πολύτιμη συνεισφορά του ρατσισμού για το σύστημα. Το όλο θέμα είναι να μη μάθει ο άνθρωπος να μισεί άλλο άνθρωπο. Η κρίση κι ο ρατσισμός κάνουν την κοινωνία ευερέθιστη κι όταν αρχίσουν κι αναπτύσσονται, οι Έλληνες θα μισήσουν σίγουρα κι εύκολα τους Αλβανούς. Το σύστημα βοηθά σ’ αυτό μ’ όλα τα μέσα. Ενώ θέματα αυτού του είδους δεν προβάλλονταν ποτέ, σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο είναι σε έξαρση. Έρευνες, μελέτες της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, θεωρίες για χαμένες πατρίδες κι αλύτρωτους αδερφούς προβάλλονται από τον τύπο κι έχουν σκοπό ν’ αποπροσανατολίσουν τον κόσμο. Αποτέλεσμα αυτού είναι ο Έλληνας να μη σκέφτεται τα προβλήματά του, να μη βλέπει ότι δουλεύει σκληρά κι επιβιώνει δύσκολα, παρά να έχει αγωνία για τα δήθεν εθνικά θέματα. Αν συμβεί αυτό το σύστημα παίζει το γνωστό του παιχνίδι. Έντονη εξωτερική πολιτική, που προβάλλεται έντονα και μ’ όλα τα μέσα κι εκκλήσεις για εθνική ενότητα και ομοψυχία. Αυτά τα δύο τελευταία είναι εκ του πονηρού και στόχο έχουν να δώσουν επιχειρήματα σ’ αυτούς, που αδικούν τους εργάτες στα όποια αιτήματα τους.

Έτσι, ενώ είδαμε πριν ότι ο πληθωρισμός θίγει τα εισοδήματα των ανθρώπων κι αποτέλεσμα αυτού είναι η συγκέντρωση του βάρους στους ώμους των εργαζομένων, βλέπουμε τώρα ποιες συνθήκες είναι αυτές, που αποτρέπουν τη βίαιη αντίδραση της μεγάλης πλειοψηφίας. Ο άκρως απαραίτητος στρατός για το βήμα αυτό, εδώ αποκαλύπτεται πλήρως. Εξωτερική πολιτική δίχως στρατό δε γίνεται. Δεν μπορεί κανένας ν’ απειλεί κανέναν, χωρίς την ύπαρξή του. Η τεράστια Γερμανία χωρίς στρατό δεν μπορεί ν’ απειλήσει και ν’ ασκήσει εξωτερική πολιτική ούτε σε βάρος του Λουξεμβούργου. Τι θα πει ο Γερμανός πολιτικός; “Είμαστε ογδόντα εκατομμύρια κι αν μαζευτούμε θα σας εξαφανίσουμε”; Ενώ, όταν υπάρχει στρατός, πέντε μεραρχίες στα όρια του εχθρού είναι ικανές να πανικοβάλλουν τον καθένα. Τρομάζει η Γερμανία το Λουξεμβούργο κι αυτό στρέφεται προ τη Γαλλία. Αντιδρά δήθεν η Γαλλία και τρομάζουν οι φιλήσυχοι Γερμανοί. Έτσι με συγκεκριμένες κινήσεις το σύστημα εξουσίας δημιουργεί συνθήκες φόβου, μίσους κι έχθρας μεταξύ ανθρώπων, που είναι στο σύνολο τους θύματα. Στη Γερμανία των εκατομμυρίων ανέργων ο άθλιος Χίτλερ έδωσε τη λύση που ήταν ανάλογη της ευφυΐας του, κατέλαβε τη Ρηνανία. Ο κόσμος πεινούσε και οι άθλιοι κατάστρωναν σχέδια εξόντωσης του.

Όταν η κρίση φτάσει πλέον σε σημείο που δεν ελέγχεται, το λόγο έχει ο στρατός. Μία νύχτα που ο φτωχός Έλληνας θα πέσει για ύπνο κουρασμένος και πεινασμένος, κάποιος φανατισμένος “πατριώτης” θα δώσει διαταγή σ’ ένα στρατιώτη να σκοτώσει έναν Αλβανό συνάδελφο του και το κοκτέιλ είναι έτοιμο κι ακριβώς ίδιο με το συνηθισμένο. Όλοι οι Αλβανοί θα μισήσουν τους Έλληνες κι αυτό θα τους οδηγήσει σε επιβολή αντιποίνων, ώστε να μισηθούν σίγουρα κι οι Αλβανοί από του Έλληνες. Θα επιβληθεί το απόλυτο σκοτάδι μέσω της προπαγάνδας και οι υιοί του Θεού θ’ αρχίσουν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, φερόμενοι σαν τα χειρότερα ζώα. Παιδιά μεγαλωμένα μ’ αγώνες και θυσίες θα γεμίζουν με τα νεκρά σώματα τους τα χαρακώματα των αθλίων. Νέοι που θα έπρεπε να γελούν και ν’ απολαμβάνουν τη ζωή, θα γυρνούν σακάτηδες στην ψυχή και στο σώμα, έτοιμοι να υπηρετήσουν τους νέους ειρηνοποιούς, που θα ξαναδημιουργήσουν τις ίδιες συνθήκες. Όλα αυτά στο σύνολο τους αποκαλύπτουν τη δυνατότητα επανάληψης των ίδιων φαινομένων, που υπηρετούν το σύστημα, αλλά και την απαραίτητη συμβίωση των επιμέρους υποσυστημάτων. Οι πολιτικοί είναι απαραίτητοι για να τυφλώνουν τον κόσμο, οι ιερείς για να σκορπούν την προπαγάνδα μέσω του τεράστιου και πανίσχυρου δικτύου της εκκλησίας, οι επαγγελματίες άνθρωποι του πνεύματος για να ελέγχουν τις ανθρώπινες θεωρίες —που αμφισβητούν το σύστημα— και οι στρατιωτικοί για να εφαρμόζουν την προσχεδιασμένη επιλογή.

Προσδιορίζοντας στο σύνολο του το βήμα τέσσερα με βάση τα ιστορικά δεδομένα και στην έκταση που μας επιτρέπει ο χώρος, παρατηρούμε μία ανωμαλία. Ενώ περιγράφουμε το σύστημα, που λειτουργεί πάνω στη βάση της εκκλησίας, ιστορικά έχουμε την εμφάνιση και την εδραίωση του κομμουνισμού, που χωρίς τον παράγοντα εκκλησία έφτασε ως τις ημέρες μας ως κοινωνικό σύστημα. Αν σκεφτεί κάποιος ότι το βήμα της Βαβυλώνας του οποίου η εξέλιξη είναι το βήμα τέσσερα, απαιτεί για τη λειτουργία του γνώση για το Θεό, πώς υπήρξε ένα σύστημα όπως ο κομμουνισμός και πού εντάσσεται; Κάθε προσπάθεια ένταξης του σ’ ένα από τα βήματα που περιγράψαμε είναι ατυχής. Αυτό συμβαίνει, γιατί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κάθε βήματος, έχουμε και γνώση των όσων φαινομένων παρουσιάζονται, που με τη σειρά τους μας επιτρέπουν να τ’ αναγνωρίσουμε μέσα στον ιστορικό χρόνο. Έτσι το βήμα της Βαβυλώνας που δεν μπορεί να παράγει τεχνολογία κι έχει την τάση επέκτασης στο χώρο για να συντηρηθεί, τελειώνει οριστικά πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο με το τέλος της αποικιοκρατίας. Ο κομμουνισμός δεν μπορεί ν’ ανήκει εδώ γιατί χρονικά αναπτύχθηκε μετά το τέλος αυτής της περιόδου κι έχει δυνατότητα παραγωγής τεχνολογίας. Το βήμα τέσσερα των πολλών υποσυστημάτων έχει τη δυνατότητα να παράγει τεχνολογία, αλλά αυτή η δυνατότητα αποκτήθηκε από τη μεγάλη διασπορά γνώσης, που εκτός της τεχνολογίας εξασφαλίζει στους ανθρώπους δικαιώματα του υψηλότερου βαθμού για συγκεντρωτικά συστήματα. Ο κομμουνισμός ούτε σ’ αυτό το βήμα είναι δυνατό να μπει, γιατί ναι μεν παράγει τεχνολογία, αλλά το κύριο σύστημα εξουσίας του είναι τύπου Βαβυλώνας και το σύνολο των κοινωνικών ελευθεριών του είναι περιορισμένο. Είναι αδύνατο να λειτουργήσει εξουσία τύπου Βαβυλώνας σε κοινωνία υψηλού βαθμού, όπως αυτή του βήματος τέσσερα.

Επειδή γνωρίζουμε αυτές τις ιδιομορφίες, βλέπουμε ότι ο κομμουνισμός είναι ένα βήμα ανεξάρτητο κι εμείς πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε τις ιδιομορφίες του και τα αίτια γέννησης τους. Οι ιδιομορφίες αυτές προέρχονται από δύο βασικά στοιχεία: το πρώτο είναι η χώρα όπου γεννήθηκε ο Μαρξ και το δεύτερο ο χώρος, όπου εφαρμόστηκε η θεωρία του. Ο Μαρξ ήταν παιδί μίας κοινωνίας, που έφτασε στο απόλυτο βήμα τέσσερα πρώτη σ’ όλον τον κόσμο. Λέμε απόλυτο, γιατί η Γερμανία ως βιομηχανικός κολοσσός χωρίς αποικίες βρισκόταν από το τέλος του περασμένου αιώνα στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται λίγα μόνο χρόνια τώρα η Βρετανία, η Γαλλία κλπ. Οι αποικίες με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν, μετέτρεπαν τις κοινωνίες σε μεικτές, πράγμα που αλλοίωνε τα προς εξέταση δεδομένα. Ενώ η κοινωνία της Γαλλίας βρισκόταν στο χώρο της Γαλλίας στο βήμα τέσσερα, η συνολική γαλλική οντότητα στον κόσμο περιελάμβανε εκτός της Γαλλίας και το βήμα τύπου Βαβυλώνας. Έτσι ο Γάλλος φιλόσοφος ζώντας σε μία κοινωνία με δύο πρόσωπα ήταν αδύνατο να μιλήσει για έννοιες όπως ισότητα, ελευθερία κλπ., χωρίς να έρθει σε σύγκρουση ακόμα και με τους φτωχούς Γάλλους, που είχαν αποτυπώσει την άποψη για τον πλούτου, μέσω της εκμετάλλευσης των αποικιών. Οι Γάλλοι φιλόσοφοι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μία σύνθετη κατάσταση, που ήταν αδύνατο να λυθεί. Πώς θα μπορούσε η Γαλλία να διακηρύξει έννοιες ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, όταν δεν αναγνώριζε τα δικαιώματα των Μαροκινών. Άνθρωποι οι μεν, άνθρωποι κι οι δε.

Στη Γερμανία τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Είχαμε μία κοινωνία μ’ ένα πρόσωπο. Η κοινωνική αδικία και η φτώχεια αφορούσαν ένα λαό του οποίου τα μέλη θεωρητικά απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα. Στη Γερμανία από τότε ήταν κατανοητό ότι ο Γερμανός βιομήχανος εκμεταλλεύεται το Γερμανό εργάτη —και μόνον αυτόν— και ότι ο πλούτος του ήταν αποτέλεσμα κλοπής της εργασίας ομοεθνών του εργατών. Στη Βρετανία ο πλούσιος αστός δεν εκμεταλλευόταν απαραίτητα Βρετανούς. Αν η δραστηριότητα που του απέφερε πλούτο βρισκόταν στις Ινδίες, δεν προκαλούσε.. το αντίθετο μάλιστα, ήταν απόλυτα επιθυμητός, ακριβώς επειδή συγκέντρωνε πλούτο στη Βρετανία. Οι φτωχοί Άγγλοι έβλεπαν με καλό μάτι τον πλούτο, που εισέρεε στην Αγγλία μέσω της εκμετάλλευσης αλλοδαπών.

Ο Μαρξ ζώντας στη Γερμανία είχε δεδομένα που οι υπόλοιποι θα αναγνώριζαν σχεδόν έναν αιώνα μετά. Αυτός ακριβώς ήταν κι ο λόγος της μεγάλης λαϊκής υποστήριξης που έτυχαν οι θεωρίες του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού μέσα στη γερμανική κοινωνία. Ο τρόπος λειτουργίας των εργοστασίων μέσα σ’ ένα κράτος, που δεν μπορούσε να στηρίζει αποφασιστικά τη βιομηχανία του, έκανε ορατές όλες τις αδυναμίες του κεφαλαίου. Έτσι ο Γερμανός βιομήχανος πρώτος σ’ όλο τον κόσμο θα μείωνε τις αμοιβές των εργατών, για να παραμείνει ανταγωνιστικός στην παγκόσμια αγορά. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό και μέχρι να γενικευτεί η παγκόσμια κρίση, προκύπτει ότι η γερμανική κοινωνία ζει χρονικά το μεγαλύτερο διάστημα κρίσης σε σχέση με τις υπόλοιπες των άλλων εθνών. Ενώ τα όρια της Γερμανίας εμφανίζονται δέκα χρόνια πριν τον πόλεμο, της Βρετανίας μπορεί να εμφανιστούν ένα χρόνο πριν. Όμως μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια εμφανίζονται στο σύνολο τους όλα τα φαινόμενα της κρίσης και σε μία κλιμάκωση, που είναι ευδιάκριτη. Πρώτα μειώνονται οι μισθοί, μετά κλείνουν τα εργοστάσια, στη συνέχεια εμφανίζεται ο ρατσισμός. Μ’ αυτήν τη λογική, αν για το σύστημα η Γαλλία μετά την επανάσταση της αποτέλεσε το μεγάλο εργαστήριο, η Γερμανία υπήρξε για τους φιλοσόφους που πραγματικά ενδιαφέρονταν για τους ανθρώπους το άλλο μεγάλο εργαστήριο.

Όταν μία κοινωνία τύπου Γερμανίας βρίσκεται για μεγάλο διάστημα σε οικονομική κρίση το χειρότερο των φαινομένων που αυτή προκαλεί, είναι ο ιμπεριαλισμός, που εμφανίζεται ως μόνος τρόπος άμυνας του κεφαλαίου. Όταν το κεφάλαιο παύει ν’ αποφέρει κέρδος, οδηγεί αυτόματα στη ζημιά, γιατί το παραγόμενο προϊόν έχει μέσα του αξία που έχει πληρωθεί κι αδυνατεί να την ξεπληρώσει μέσω της αγοράς. Για ν’ αποφύγει αυτήν τη ζημιά ο κεφαλαιοκράτης, θα πρέπει να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τους παράγοντες, που είναι ζημιογόνοι. Έτσι θα πρέπει να μειωθεί στο έπακρο η αξία, που πρέπει να προπληρωθεί, για να παραχθεί το προϊόν. Αυτό σημαίνει: πρώτον, μικρότερο ρίσκο και δεύτερον, ανταγωνιστικότερο προϊόν. Όμως ο περιορισμός στους μισθούς δεν είναι κάτι, που δεν έχει όρια και δεν μπορεί να τείνει προς το μηδέν, αλλά προς κάποια αμοιβή που είναι οριακή. Επειδή ο Γερμανός εργάτης ζει σ’ ένα συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο λόγω κρίσης υπάρχει και το φαινόμενο του πληθωρισμού, όταν αμείβεται κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, είτε δουλεύει είτε όχι, αδυνατεί να επιβιώσει. Δεν μπορεί δηλαδή να δουλεύει για ένα συμβολικό μισθό, απλά για να είναι ανταγωνιστικό το γερμανικό προϊόν στην αγορά. Όταν αυτό το όριο ξεπεραστεί, αναγκάζει τη βιομηχανία να κλείσει.

Αν όμως κλείσει η βιομηχανία, για τον κεφαλαιοκράτη χάνεται και η δυνατότητα κέρδους, αλλά και το κεφάλαιο, που έχει επενδυθεί σε υποδομή κι, αν ληφθεί υπόψη πώς λειτουργεί το κεφάλαιο σε συνθήκες ανάπτυξης, αυτό σημαίνει σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου. Όταν τα κέρδη συνεχώς επενδύονται για την ανάπτυξη της παραγωγής και την κάλυψη του συνόλου της αγοράς και υπάρχουν ταυτόχρονα δανειοδοτήσεις για τις οποίες υπολογίζεται ότι μελλοντικά θα ξεπληρωθούν από την πώληση των προϊόντων, αν αυτή δεν επιτυγχάνεται, τότε κλείσιμο του εργοστασίου σημαίνει καταστροφή του κεφαλαιοκράτη. Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή εκ των προτέρων στους κεφαλαιοκράτες κι αντιμετωπίζεται μόνο μέσω του ιμπεριαλισμού. Όταν η οικονομική κρίση αρχίζει να εμφανίζεται, τα κέρδη και τα δάνεια που θα επενδύονταν για την παραγωγή και την κάλυψη της αγοράς, αρχίζουν να βγαίνουν έξω από τη χώρα, που τα δημιούργησε. Γίνεται δηλαδή εξαγωγή κεφαλαίου. Ο Γερμανός βιομήχανος μεταφέρει ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής του έξω από τη Γερμανία. Η μεταφορά αυτή έχει κατεύθυνση πάντα προς ένα πιο αδύναμο οικονομικά κράτος, που θα βρίσκεται σε κρίση περισσότερα χρόνια, απ’ όσα βρίσκεται η Γερμανία. Αυτή η επένδυση για το αδύναμο κράτος είναι μάννα εξ ουρανού, εφόσον το βοηθά να μειώσει την ανεργία του και να σταθεροποιήσει το σύστημα του.

Όμως ο Γερμανός βιομήχανος πρέπει, πριν πραγματοποιήσει αυτό το βήμα, να διασφαλίσει τα συμφέροντά του κι αυτό γίνεται μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Έτσι πιέζει τους ομοεθνείς του πολιτικούς να πιέσουν τους πολιτικούς της υποψήφιας χώρας να δεχτούν ορισμένους όρους, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταφορά. Μεταξύ των όρων αυτών είναι ο προσδιορισμός των αμοιβών των εργατών, που θα είναι κατώτερος ακόμα κι από το όριο του κράτους από το οποίο προέρχεται το κεφάλαιο, καθώς επίσης και προστασία του κεφαλαίου-γνώση. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό και διασφαλίζεται μόνο μέσω του συστήματος και συγκεκριμένα μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων. Συνεπώς δεν πρέπει ο Γερμανός να μάθει τους Έλληνες να παράγουν αυτοκίνητα και μετά από κάποια στιγμή ένας Έλληνας κεφαλαιοκράτης να κτίσει εργοστάσιο και να παράγει τα ίδια αυτοκίνητα, εφόσον έχει τους ίδιους εργάτες. Ανεξάρτητα από το αν υπάρχει εργατικό δυναμικό με εξειδίκευση, το κεφάλαιο-γνώση διατηρεί την αξία του. Έτσι ο Έλληνας κεφαλαιοκράτης, όσες δυσκολίες είχε για την ανάπτυξη μίας δραστηριότητας πριν το συγκεκριμένο χρόνο, τις ίδιες έχει έστω κι αν στη χώρα αλλάζουν τα δεδομένα.

Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται η ισχύς των πνευματικών δικαιωμάτων. Συμφέρει ένα Γερμανό βιομήχανο να εγκαταλείψει τη Γερμανία με τους χιλιάδες ειδικευμένους εργάτες στον τομέα του και να επενδύσει έστω στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό. Τον συμφέρει να μεταφέρει πανάκριβους Γερμανούς εργάτες στην Ελλάδα, για να διδάξουν τους Έλληνες και η βιομηχανία για μεγάλο διάστημα να υπολειτουργεί παρά να μείνει στη Γερμανία. Από τη στιγμή που τα συμφέροντα είναι τόσο μεγάλα κι αυτής της σημασίας, το αμέσως επόμενο βήμα είναι ο έλεγχος των επιλογών αυτής της χώρας. Δεν μπορεί η Ελλάδα να προσφέρει τις ίδιες συνθήκες σε όποιον το ζητά. Πρέπει να αρνείται στους Βρετανούς, στους Γάλλους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει σε κάποια στιγμή να δρα σε βάρος του συμφέροντος της. Συμφέρον της είναι να έρθουν όλοι και να εργαστούν οι Έλληνες, αυτό όμως το συμφέρον είναι ανεπιθύμητο από την πλευρά της Γερμανίας. Ο Γερμανός κεφαλαιοκράτης θα απαιτήσει από τη γερμανική κυβέρνηση την οποία στηρίζει, να ελέγξει την Ελλάδα μ’ οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό είναι ιμπεριαλισμός. Με λίγα λόγια, οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν σχέση με τα σκιάχτρα με τα οποία οι κομμουνιστές φοβίζουν τους ανθρώπους. Οι ιμπεριαλιστές είναι άνθρωποι επαγγελματίες των οποίων δουλειά είναι η προστασία του κεφαλαίου. Όπως ο γεωργός κατευθύνει το αυλάκι εκεί όπου θέλει —για να κάνει τη δουλειά του— έτσι και ο ιμπεριαλιστής κατευθύνει το κεφάλαιο.

Ο Μαρξ όλα αυτά τ’ αντιλαμβανόταν, επειδή το επέτρεπε η κοινωνία της Γερμανίας. Όμως ο λόγος για τον οποίο ο κομμουνισμός απέτυχε, ήταν η ανομοιομορφία εκείνης της κοινωνίας σε σχέση με τις υπόλοιπες. Ο Μαρξ γεννήθηκε πολύ νωρίς, ώστε να καταλάβει την πραγματική ταυτότητα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο εκείνη την εποχή δεν είχε πάρει την πραγματική του μορφή. Το κεφάλαιο εκείνη την εποχή ήταν με τη μορφή χρήματος κι υποδομής και όχι γνώσης. Όταν συμβαίνει αυτό, αυτόματα ο κεφαλαιοκράτης έχει δυνατότητα εκβιασμού. Εφόσον το χρήμα και η υποδομή μεταφέρεται, το σύστημα είναι αδύνατο να πράξει διαφορετικά από αυτά που του υπαγορεύουν αυτοί, που το συντηρούν. Δεν μπορεί να επιβάλλει την άποψη για ελάττωση του κέρδους μέσω σταθεροποίησης των μισθών. Όμως ο κεφαλαιοκράτης εκβιάζει γιατί του το επιτρέπει το παγκόσμιο σύστημα εξουσίας. Εκβιάζει με μεταφορά του κεφαλαίου του, γιατί το σύστημα του εξασφαλίζει και μεταφορά του κεφαλαίου-γνώση. Έτσι μπορεί αυτός να μεταφέρει τις δραστηριότητες του στη Γαλλία, αλλά το εργοστάσιο στη Γερμανία θα κλείσει για πάντα. Οι εργάτες δεν μπορούν να καταλάβουν το εργοστάσιο και να παράγουν, όσα παρήγαγαν με μόνη απαίτηση το μισθό τους. Αυτήν την αδυναμία την καλύπτουν τα πνευματικά δικαιώματα.

Έτσι, αν σε μία φανταστική περίπτωση την εξουσία στη Γερμανία την καταλάμβαναν οι εργάτες κι έπαιρναν αυτά τα μέτρα παρακάμπτοντας τους Γερμανούς βιομηχάνους, μέσα σε ελάχιστο χρόνο το παγκόσμιο σύστημα θα κήρυττε τον πόλεμο στη Γερμανία. Αυτός ο πόλεμος θα ξεκινούσε με τη μορφή μποϊκοτάζ, εφόσον η Γερμανία δε διαθέτει τις πρώτες ύλες, για να συντηρήσει τη γιγαντιαία βιομηχανία της. Αν αυτό δεν την παρέλυε, οι στρατοί όλου του κόσμου θα την απειλούσαν μ’ εξαφάνιση. Αυτός είναι κι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ ο κομμουνισμός στη Γερμανία. Το σύστημα δε θα επέτρεπε ποτέ τη μετατροπή της υπερπολύτιμης Γερμανίας σε προλεταριάτο, που το απειλούσε.

Άλλοι λόγοι για τους οποίους δεν εφαρμόστηκε, ήταν η καταγωγή —και άρα η παιδεία του εμπνευστή του— που σε συνδυασμό με την ισχυρότατη αστική τάξη της Γερμανίας δημιουργούσε ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο Μαρξ ήταν ιουδαϊκής καταγωγής κι αυτό σημαίνει αυτόματα ότι η άποψή του περί συστήματος και εξουσίας είναι όμοια με την άποψη του ίδιου του συστήματος που πολεμά. Οι Ιουδαίοι, όπως θα δούμε και σε άλλο σημείο της θεωρίας, θεωρούν την εξουσία αυτονόητη. Πώς είναι δυνατόν να εφαρμοστεί μία θεωρία, όταν ο εμπνευστής της προτείνει ένα σύστημα που έχει μέσα του την έννοια της εξουσίας και θεωρεί ως ιδανική κατάσταση την απόδοσή της στους εργάτες, όταν υπάρχει μία μεγάλη αστική τάξη, που είναι και πιο πλούσια και πιο μορφωμένη από την εργατική. Ο Μαρξ στη θεωρία του περιέγραψε τα όσα συμβαίνουν με τρόπο, που μπορεί να θεωρηθεί ορθός. Όμως το σύνολο των όσων προτείνει είναι λανθασμένο. “Η πάλη των τάξεων” είναι ως έκφραση στο σύνολο της λανθασμένη. Δεν υπάρχουν τάξεις, παρά υπάρχουν άνθρωποι. Ο Θεός δε δημιούργησε τάξεις, αλλά ανθρώπους. Από τη στιγμή που γίνει κατανοητό αυτό, τότε αλλάζει η βάση πάνω στην οποία στηριζόμαστε. Από τη στιγμή που η έννοια “τάξη” διαχωριστεί από την έννοια “άνθρωπος”, τότε μόνον αποκαλύπτονται οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Ο άνθρωπος είναι ένα θνητό ον “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει, ευτυχεί ή δυστυχεί με συγκεκριμένες καταστάσεις που έχει υπόψη του ο Δημιουργός. Έτσι ο άνθρωπος χαίρεται με τον έρωτα, χαίρεται, όταν φέρνει στον κόσμο τα παιδιά του και λυπάται, όταν χάνει δικούς του ανθρώπους. Είτε είναι εργάτης είτε είναι κεφαλαιοκράτης, αυτά είναι κοινά.

Αν ξεκινήσουμε την ανάλυση μας απ’ αυτό το σημείο, θα δούμε ότι οι έννοιες: εργάτης, κεφαλαιοκράτης ή αστός έχουν σχέση αποκλειστικά με τη δυνατότητα κτήσης υλικών αγαθών και τίποτε παραπάνω. Όταν συμβαίνει αυτό, κάθε επιχειρηματολογία πάνω στην έννοια της επανάστασης είναι εκτός λογικής και η επανάσταση εγκληματική. Ο άνθρωπος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σκοτώσει άνθρωπο κι όταν το κάνει είναι κτήνος. Ο Μαρξ είναι υπεύθυνος για το σύνολο των εγκλημάτων που έχουν γίνει στο όνομα της επανάστασης που ο ίδιος πρότεινε. Αν έγραφε την οικονομική του θεωρία, χωρίς να προτείνει επανάσταση, τα εγκλήματα αυτά δε θα τον αφορούσαν. Από τη στιγμή που το πρότεινε, αυτόματα χρεώνεται το σύνολο τους. Το σύνολο του έργου του Μαρξ είναι της ίδιας δομής με την Καινή Διαθήκη. Έχει μέσα του γνώση, που είναι γι’ αυτό το επίπεδο η ανώτερη δυνατή και δίνει στη συνέχεια πνευματικά δικαιώματα εξουσίας σε συγκεκριμένους ανθρώπους, που ανήκουν στην εργατική τάξη και λαμβάνουν εξουσία από την τελειότητα αυτής της γνώσης. Έτσι, το “Κεφάλαιο” του Μαρξ και η έννοια της “υπεραξίας” κατ’ απόλυτη ομοιότητα με το Λόγο του Χριστού δεν ερμηνεύεται στο σύνολο του κι όταν συμβεί αυτό, λογοκρίνεται από τα συστήματα, που αντλούν δύναμη απ’ αυτό. Όπως ένας χριστιανός δεν έχει δικαίωμα ερμηνείας του Λόγου του Χριστού, παρά απαιτείται απ’ αυτόν η υποταγή στο επίσημο δόγμα της εκκλησίας, έτσι κι ένας κομμουνιστής πρέπει να υπακούει στην άποψη του κόμματος, που θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία. Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο, απαιτείται ως βασική προϋπόθεση μία καθυστερημένη από άποψη γνώσης κοινωνία.

Ο χριστιανισμός επικράτησε στη Δύση δημιουργώντας το βήμα της Βαβυλώνας, επειδή δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου γνώση. Ο κομμουνισμός ως δόγμα, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε καμία περίπτωση στη Γερμανία. Ο μοναδικός χώρος όπου θα μπορούσε να εφαρμοστεί, όπως κι εφαρμόστηκε, ήταν η Ρωσία, που ήταν το πιο καθυστερημένο σύστημα εκείνης της εποχής, που ο χρόνος δεν το εξέλιξε καθόλου. Εκεί ίσχυε το πιο απολυταρχικό καθεστώς της Ευρώπης, όπου οι άνθρωποι στερούνταν το σύνολο των δικαιωμάτων του. Η Ρωσία ήταν ένας κολοσσός του παρελθόντος, που επιβίωνε στην παγκόσμια κοινωνία εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της εξώκοσμης απεραντοσύνης του. Αυτός ο κολοσσός είχε το σύνολο των απαραιτήτων στοιχείων, που απαιτούνταν για την εδραίωση ενός δόγματος. Η Ρωσία σε αντίθεση με τ’ άλλα κράτη, που ήκμασαν στη Δύση ανήκε στη ζώνη ελέγχου της Ορθόδοξης εκκλησίας. Αυτός ο παράγοντας της καθυστέρησης που το διέκρινε ήταν κι ο πιο αποφασιστικός.

Όταν στόχος της εκκλησίας είναι η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, φυσικό είναι να επιτυγχάνεται σε μεγαλύτερο βαθμό και διάρκεια από την πιο ισχυρή εκκλησία. Η Ορθόδοξη εκκλησία είναι ως μηχανισμός ελέγχου πολλαπλάσια πιο ισχυρός από τη Δυτική εκκλησία. Η δεύτερη ήταν πάντα πιο ισχυρή οικονομικώς κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι μέσα στο χώρο της βρισκόταν από μία στιγμή και μετά το σύνολο της παγκόσμιας εξουσίας και του πλούτου. Η Ορθόδοξη ποτέ δεν είχε αυτόν τον πλούτο, αλλά ως σύστημα διέθετε τεράστια ισχύ εξαιτίας της γνώσης των ιερέων της. Αυτή η γνώση, που είναι η γνώση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είναι, που την καθιστά πανίσχυρη. Μετά τον εκχριστιανισμό των Σλάβων αναπτύχθηκε στο σύνολο του χώρου που αυτοί καταλάμβαναν ένας τεράστιος μηχανισμός εξουσίας. Έλληνες ιερείς μ’ υψηλοτάτου επιπέδου γνώσεις θεμελίωσαν μία εκκλησία, που έλεγχε τα πάντα. Αυτή η απόλυτη ισχύς φαίνεται, αν σκεφτεί κάποιος ότι στο σύνολο του χρόνου η ορθοδοξία ως δόγμα ελάχιστα απειλήθηκε, ενώ μέσα από τη Δυτική εκκλησία προέκυψαν οι προτεστάντες, οι ευαγγελιστές κλπ. Όταν μία τόσο ισχυρή εκκλησία επιδιώκει τον απόλυτο συγκεντρωτισμό, το πλέον εύκολο είναι και να τον πετύχει.

Η ορθόδοξη Ρωσία ελάχιστα επηρεάστηκε από το χρόνο, που πέρασε κι έφερε τόσο μεγάλες αλλαγές στη Δύση. Όταν λοιπόν οι Ευρωπαίοι της Δύσης έκαναν τις επαναστάσεις κι αγωνίζονταν για τις ιδεολογίες τους, οι Ρώσοι ζούσαν σε συνθήκες ανάλογες της Βαβυλώνας, της απολυταρχίας και του σκότους. Η επιβίωση της ως κράτος κατώτερου βήματος σε μία εποχή κατά την οποία η παγκόσμια κοινωνία είχε μεταλλαχθεί στο σύνολο της, οφείλεται στα χαρακτηριστικά της ως χώρα. Κύριο χαρακτηριστικό είναι ο τεράστιος φυσικός της πλούτος, που της δίνει τη δυνατότητα απομόνωσης. Όταν υπάρχει αυτός ο πλούτος κι ελέγχεται από το σύστημα, φυσικό είναι να μην υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης μεσαίας τάξης. Η τάξη αυτή προκύπτει μέσα από το εμπόριο κι όταν το σύνολο των αναγκών του κράτους καλύπτεται από τις δικές του πλουτοπαραγωγικές πηγές, δεν επιτρέπεται ανάπτυξη του εμπορίου. Στη Γερμανία οι ανάγκες για πετρέλαιο δημιούργησαν χώρο για εμπόρους πετρελαίου. Στη Ρωσία που είχε πετρέλαιο, αρκούσε ν’ ανακαλυφθεί και το κράτος έπαιρνε τα δικαιώματα κτήσης του. Δεν μπορούσαν να εμφανιστούν Ρώσοι έμποροι πετρελαίου, σιδήρου ή άλλων πρώτων υλών, που θ’ αποτελούσαν μία μεσαία τάξη οικονομικά ισχυρή και με απαιτήσεις. Τα πάντα τα έλεγχε το κράτος, ενώ οι υπήκοοι του ζούσαν χειρότερα κι από δούλοι.

Αν αυτό συνδυαστεί με μία πανίσχυρη εκκλησία, εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι η κατάσταση ήταν ανίκητη. Το κύριο μειονέκτημα αυτού του βήματος είναι ότι το κράτος, που βρίσκεται σ’ αυτό, κατακτάται. Τη Γερμανία δεν μπορεί να την κατακτήσει κανένας κι αυτό το εξηγήσαμε. Η Ρωσία σ’ εκείνη την περίοδο είχε αυτήν την αδυναμία κι αυτό ήταν που τη χαρακτήριζε. Ένα τέτοιο κράτος, όταν νικηθεί στρατιωτικά κι ο νικητής έρθει σε συμφωνία με την εκκλησία του, κατακτάται. Οι άνθρωποι του παραμένουν δούλοι και δεν τους επηρεάζει η αλλαγή κυρίων. Αν μάλιστα ο καινούριος βασιλιάς είναι και λιγότερο καταπιεστικός, εύκολα γίνεται από το λαό αγαπητός.

Η Ρωσία ήταν ακριβώς όμοια με την Περσική Αυτοκρατορία που κατέλυσε ο Αλέξανδρος. Ένα τέτοιο κράτος, με τον τεράστιο πλούτο της Ρωσίας, είναι ο μεγαλύτερος πειρασμός για κάποιον, που θέλει να γίνει κοσμοκράτορας. Έτσι και στις δυο περιπτώσεις αυτού του είδους, του Ναπολέοντα και του Χίτλερ, άμεσος στόχος ήταν η Ρωσία. Όμως αυτό το κράτος είναι κράτος-παγίδα κι αυτό γιατί, ενώ φαινομενικά έχει αυτήν την αδυναμία, πρακτικά είναι ανίκητο. Αυτοί οι δύο άντρες νικήθηκαν εξαιτίας αυτού του κράτους-παγίδα. Το ρωσικό μέτωπο ήταν η αρχή του τέλους τους. Ένας μελετητής της ιστορίας εύκολα θα έφτανε στο συμπέρασμα ότι ήταν σφάλμα του Χίτλερ η επίθεση κατά της Ρωσίας, όταν μάλιστα υπάρχει το παράδειγμα του Ναπολέοντα. Αυτό είναι λάθος και προκύπτει από τη γνώση των βημάτων. Ο Χίτλερ ήθελε να γίνει κοσμοκράτορας κι αυτό μπορούσε να το πετύχει μόνο με μία βιομηχανία σαν της Γερμανίας και με τον πλούτο της Ρωσίας. Η κάθοδος των Γερμανών προς τη Μεσόγειο ήταν σφάλμα κι αυτό γιατί τα κράτη που υποτάχθηκαν, ήδη βρίσκονταν στο βήμα τέσσερα και άρα είχαν αναπτύξει τον εθνικισμό. Πάντα μεταξύ της Γερμανίας και του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής θα υπήρχαν Έλληνες και Σέρβοι και το γερμανικό υπερκράτος θα είχε αδυναμία ανάπτυξης της απαιτούμενης ομοιογένειας.

Όμως στην περίπτωση της Ρωσίας δεν υπήρχε αυτό το πρόβλημα. Αρκούσε να νικηθεί ο στρατός της κι ο εθνικοσοσιαλισμός, που ήταν τύπου Βαβυλώνας, θ’ αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Ο Ναπολέοντας που ήταν πιο πονηρός από το Χίτλερ είχε κατανοήσει αυτήν την αδυναμία της Ρωσίας κι αν δεν ήταν εξίσου πονηρός ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α’, θα την κατακτούσε, χωρίς να σκοτωθεί ούτε ένας στρατιώτης. Όταν χώρισε την Ιωσηφίνα, ζήτησε από τον Τσάρο να του δώσει μία Ρωσίδα πριγκίπισσα κι αυτός αρνήθηκε. Αν ο Ναπολέοντας έπαιρνε τότε αυτό που ήθελε, ήταν θέμα χρόνου να δολοφονήσει τον Τσάρο και να πάρει τη θέση του, χωρίς να μπορεί να τον εμποδίσει κανένας. Ο Ναπολέοντας που είχε νικήσει το σύνολο της Ευρώπης, θα ονομαζόταν Τσάρος της Ρωσίας και κοσμοκράτορας. Από τη στιγμή που δεν το κατάφερε αυτό μέσω της πονηριάς του, ήταν φυσικό κάποια στιγμή να έκανε την επίθεση εναντίον της Ρωσίας. Όλα αυτά δείχνουν, γιατί η Ρωσία είχε ως χώρα τα προσόντα ανάπτυξης του κομμουνισμού.

Η κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ιδανική κι ίσως να ήταν η μοναδική στιγμή στο σύνολο της ιστορίας κατά την οποία το παγκόσμιο σύστημα εξουσίας αδυνατούσε να επέμβει. Τα κύρια δεδομένα εκείνης της εποχής ήταν τα ακόλουθα: μέσα στο εσωτερικό της Ρωσίας επικρατούσε το χάος, η πείνα και η δυστυχία. Το σύστημα εξουσίας της ήταν πολύ αδύναμο λόγω του ατυχούς ρωσοϊαπωνικού πολέμου, αλλά και του πολέμου στον οποίο τότε συμμετείχε. Στην κορυφή αυτού του συστήματος βρισκόταν ένας Τσάρος ανίκανος, μία βασίλισσα θρησκόληπτη κι ένας βρωμερός και τρισάθλιος καλόγερος. Οι κομμουνιστές θα έπρεπε διά της βίας να πάρουν την εξουσία και στην συνέχεια να διαλύσουν την εκκλησία. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στη Ρωσία εκείνη την εποχή και πουθενά αλλού. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα η οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος ήταν αντίτυπο της οργάνωσης της εκκλησίας, ενώ ο στρατός απλά θα υπάκουε στην ηγεσία του κόμματος. Το παγκόσμιο σύστημα εξαιτίας του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και των υπερβολικών απαιτήσεων του Δυτικού μετώπου, εφόσον η Ρωσία σταμάτησε να πολεμά, δεν είχε το έμψυχο υλικό, αλλά και τα χρήματα να πολεμήσει τον κομμουνισμό την ώρα της γέννησης του.

Η ιδιομορφία του κομμουνιστικού συστήματος ως προς το κλασικό ελέω Θεού βρίσκεται στην ιδιομορφία του κεφαλαίου-γνώση, που του δίνει τη δύναμη. Ενώ το χριστιανικό σύστημα αδυνατεί να ελευθερώσει τη γνώση, γιατί απειλείται, το κομμουνιστικό, επειδή έχει γνώση που είναι προϊόν μίας ανώτερης κοινωνίας, όπως αυτήν της Γερμανίας, μέχρι την εξίσωση των κοινωνιών δεν απειλείται απ’ αυτήν. Η εκκλησία απειλείται από τη γνώση, γιατί βρίσκεται πίσω από την κοινωνία, ενώ το κομμουνιστικό σύστημα ευνοείται, επειδή βρίσκεται εμπρός. Έτσι σε μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, οι κομμουνιστές μοιράζουν γνώση, χωρίς να φοβούνται. Όταν λοιπόν το κομμουνιστικό σύστημα έχει γνώση άσχετη με το θείο, αποκτά και μία άλλη ιδιομορφία. Το επιμέρους σύστημα του πνεύματος του βήματος τέσσερα ταυτίζεται μ’ αυτό του κόμματος. Έτσι ο καθηγητής του πανεπιστημίου είναι κι αξιωματούχος του κράτους. Αυτή η ιδιομορφία δίνει τη μονολιθικότητα και την ισχύ στο σύστημα, που το κάνει δύσκολα να ανατρέπεται.

Η επανάσταση στη Ρωσία πέτυχε, όχι επειδή ο Λένιν κι οι υπόλοιποι ήταν περισσότερο ευφυείς, ούτε επειδή οι Ρώσοι πολίτες ήταν πιο ευαίσθητοι… η επανάσταση πέτυχε, γιατί οι δυσκολίες ήταν απειροελάχιστες εν σχέση μ’ αυτές των άλλων κρατών. Υποτίθεται έγινε μία επανάσταση της οποίας η κύρια θεωρία της μελετά τις σχέσεις εργατών και κεφαλαίου σε μία χώρα, που δεν είχε καν εργατική τάξη. Όταν ο Λένιν έλεγε το δήθεν μεγαλόπνοο: “κομμουνισμός είναι η σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός”, γνώριζε ότι εργάτης είναι πολύ καλύτερα από δουλοπάροικος κι επειδή απευθυνόταν σε δουλοπάροικους, δεν κινδύνευε. Ενώ στη Δύση έπρεπε να γίνουν αγώνες, για να δημιουργηθούν οι συνθήκες γέννησης της εργατικής τάξης, ο Λένιν χωρίς το παραμικρό ρίσκο ωθούσε τους ανθρώπους προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι για ένα δουλοπάροικο που μετά από λίγο καιρό εργαζόταν σε εργοστάσιο με σταθερό μισθό, ο Λένιν ελάχιστα απείχε από το Μεσσία. Η δυνατότητα του καθυστερημένου κομμουνιστικού συστήματος να παράγει τεχνολογία, οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή εγκαθίδρυσης του το κεφάλαιο δεν είχε πάρει την τελική του μορφή. Αυτό σημαίνει ότι, όταν κεφάλαιο είναι η υποδομή, που επιτυγχάνεται μέσω του χρήματος, το σύστημα αυτό, επειδή προέρχεται από το βήμα της Βαβυλώνας μέσω του εξαναγκασμού, μπορεί να παράγει κεφάλαιο-υποδομή χωρίς χρήματα.

Ενώ ο φεουδάρχης ξοδεύει χρήματα, για να κτίσει το εργοστάσιό του, ώστε ν’ αλλάξει μορφή το κεφάλαιό του, το κομμουνιστικό σύστημα μέσω της εξουσίας του μετατρέπει τους δουλοπάροικους σε εργάτες και κτίζει εργοστάσια. Ο δουλοπάροικος που είναι θύμα της χειρότερης εκμετάλλευσης, μετατρέπεται σε εργάτη, χωρίς να προκύψουν όλες οι απαραίτητες συνθήκες. Δεν είναι ανάγκη να υπάρξουν συνθήκες ζήτησης εργασίας με καλύτερους μισθούς και ικανοποιητικότερες συνθήκες εργασίας. Αρκεί το κόμμα ν’ αποφασίσει και με την εξουσία του παίρνει έναν άνθρωπο από το χωράφι, όπου οργώνει και τον βάζει να κτίζει εργοστάσιο. Έτσι, όταν ένα σύστημα έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί κεφάλαιο-υποδομή χωρίς χρήματα και να πληρώνει στους δημιουργούς, το κεφάλαιο-γνώση σε δόξα κι αξιώματα έχει δυνατότητες να λειτουργήσει. Αν σ’ αυτό προσθέσει κάποιος τον τεράστιο πλούτο της Ρωσίας, αρχίζει κι αντιλαμβάνεται πώς επιβίωσε ο κομμουνισμός. Επειδή αντέγραψε ο κομμουνισμός το σύστημα της εκκλησίας κι έκλεψε τη γνώση του συστήματος, ήταν το ίδιο άθλιος με το υπόλοιπο σύστημα. Έτσι δεν απέφυγε την απόδοση υπεραξίας που δήθεν πολεμούσε προς τους εκλεκτούς του, δεν απέφυγε τη διαφθορά, που είναι η άλλη όψη της εξουσίας και δεν κατάργησε αυτό, που είναι το αίτιο της κακοδαιμονίας των ανθρώπων κι είναι ο γάμος. Όπως το Δυτικό σύστημα χρησιμοποιεί το γάμο για να δημιουργεί δούλους, έτσι και το κομμουνιστικό από τη στιγμή που απαιτεί δουλεία για τη λειτουργία του, αδυνατεί να τον καταργήσει.

Αν γνωρίζει κάποιος όλα αυτά για τον κομμουνισμό εύκολα μπορεί να παραστήσει τον προφήτη. Μπορεί εύκολα να προβλέψει ότι ο κομμουνισμός, σ’ αντίθεση με τον καπιταλισμό που αναγεννιέται, καταρρέει, και ότι επίσης η κομμουνιστική Ρωσία είναι εντελώς άχρηστη για το παγκόσμιο σύστημα, που αναζητά τον πόλεμο. Η κατάρρευση έρχεται αυτόματα, όταν η κοινωνία και η γνώση του συστήματος έρθουν στο ίδιο επίπεδο κι επειδή σ’ αυτό το επίπεδο υπάρχει συνεχής αμφισβήτηση, το σύστημα Βαβυλώνας καταρρέει. Έτσι όταν στη Ρωσία θα εμφανίζονταν τα προβλήματα που είχε εντοπίσει ο Μαρξ, όπως η ανεργία κι οι μειώσεις μισθών, οι άνθρωποι που δυσανασχετούν, δεν έχουν μπροστά τους το σύνθετο υπερσύστημα της Δύσης, αλλά ένα απλό τύπου Βαβυλώνας, που καταρρέει πανεύκολα.

Είπαμε ότι η κομμουνιστική Ρωσία είναι άχρηστη για το σύστημα κι αυτό εξηγείται από τα χαρακτηριστικά της. Ο πλούτος της την κάνει αυτόνομη κι αυτό είναι, που κάποτε ήταν η δύναμη του συστήματος και τώρα η αδυναμία του. Ο πλούτος που υπάρχει σε συνδυασμό με την κρίση την ωθεί προς την κατάρρευση. Ενώ το σύστημα στην περίπτωση της Γερμανίας απέτρεπε την κατάρρευση μέσω του μποϊκοτάζ, που έδινε επιχειρήματα στο γερμανικό σύστημα ν’ αναπτύξει εθνικισμό, στην περίπτωση της Ρωσίας δεν μπορεί να προστατεύσει το σύστημα της παριστάνοντας τον εχθρό. Για τους Ρώσους υπεύθυνοι είναι οι Ρώσοι και κανένας άλλος. Όταν η Ρωσία και το σύστημα της δεν έχουν τα επιθυμητά για το σύστημα χαρακτηριστικά, σε περίοδο κρίσης δεν υπάρχει περίπτωση επανάληψης των πρακτικών, που οδηγούν στον επιθυμητό πόλεμο. Ενώ η Γερμανία αργά ή γρήγορα θα εκδηλώσει πολεμικές τάσεις, που εκφράζονται μέσω της έντονης εξωτερικής πολιτικής, η Ρωσία θα καταρρεύσει και θα δημιουργήσει προβλήματα στο σύστημα, εφόσον πρέπει να την υποστηρίξει οικονομικά.

Δεν είναι δυνατό να γίνει πόλεμος χωρίς ισχυρά εθνικά συστήματα. Μία Ρωσία με έντονα κοινωνικά προβλήματα κι ένα σύστημα ανύπαρκτο απειλεί το παγκόσμιο σύστημα, γιατί εκδημοκρατισμός με ταυτόχρονο κατακερματισμό της τεράστιας χώρας οδηγεί σε μία ανώτερη κοινωνία, που μπορεί ν’ αποτελέσει την κοινωνία-οδηγό για τους υπόλοιπους. Μία Ρωσία με άπειρα και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, αν μεταλλαχθεί σε μία συνομοσπονδία πολλών μικρών κρατών με λιγότερα προβλήματα, ίσως προβληματίσει τους Γάλλους ή τους Γερμανούς για τη συντήρηση των υπερμεγεθών και πολυέξοδων κρατών τους. Αυτό πάντως που έχει σημασία είναι ότι το σύνολο της Δύσης επένδυσε για την επιβίωσή του σ’ ένα εχθρό, που εκ των προτέρων θα μπορούσε να υπολογιστεί ότι οδηγείται στην αυτοκατάρρευση. Η σημερινή παγκόσμια κατάσταση που το σύστημα δείχνει, αλλά κι είναι αδύναμο, είναι αποτέλεσμα τρομερών λαθών των δούλων του. Ενώ το βήμα τέσσερα είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενο, άνθρωποι που βρέθηκαν με εξουσία στα χέρια τους κατά το παρελθόν, είτε λόγω ανικανότητας είτε λόγω υπερβολικής αλαζονείας, δεν αντιλήφθηκαν τις πραγματικές σταθερές, που πρέπει να μένουν αναλλοίωτες. Το τρισάθλιο σύστημα έκανε λάθη που αυτήν τη στιγμή δε μπορεί να διορθώσει με τίποτε. Αν προσπαθήσει κάποιος να βρει ποιοι έκαναν αυτά τα λάθη και σε ποιο σημείο, εύκολα θ’ ανακαλύψει τους Αμερικανούς, που είναι οι κυρίαρχοι του συστήματος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Πριν μπούμε στην ουσία του θέματος, θα βοηθούσε να δούμε τους Αμερικανούς ως λαό και τις Η.Π.Α. ως χώρα. Οι Αμερικανοί σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους του Δυτικού συστήματος παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές, που τους ξεχωρίζουν κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινωνία στην οποία γεννιούνται κι αναπτύσσονται είναι διαφορετική. Οι Η.Π.Α. ως χώρα της χριστιανικής Δύσης κι ως σύστημα, γεννήθηκε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες κι αυτό είναι αποτυπωμένο στην ψυχοσύνθεση των Αμερικανών. Για το μέσο Ευρωπαίο οι Αμερικανοί παραείναι απλοί, για να θεωρηθούν ισότιμοι κοινωνοί του συνόλου της Δυτικής κουλτούρας. Το λεπτό σημείο είναι στο πώς γεννιέται αυτή η απλότητα και τι ακριβώς σημαίνει. Αν ξεφυλλίσει κάποιος της ιστορία της Αμερικής, θα διακρίνει εύκολα τα αίτια αυτής της διαφοράς. Η θεωρία υποστηρίζει ότι ένας άνθρωπος είναι κοντά στο Θεό, είτε όταν δεν έχει καμία γνώση γι’ αυτόν —κι απλά τον διαισθάνεται ως δημιούργημα Του— είτε όταν σε κοινές συνθήκες γνώσης βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση. Η εύκολη επιβίωση, ωθεί τον άνθρωπο σε πιο υγιείς κι ελεύθερες αποφάσεις. Ένας άνθρωπος που δεν πεινά, δε γίνεται εύκολα μοιχός για να χορτάσει.

Οι Η.Π.Α. ήταν κι είναι μία εξαιρετικά πλούσια χώρα. Το ψωμί για τους ανθρώπους της έβγαινε πάντα πιο άνετα απ’ ό,τι για τους υπόλοιπους. Το περίφημο “αμερικανικό όνειρο” αποδείχθηκε πραγματικότητα για τους ανθρώπους της ως τις μέρες μας. Αυτό το όνειρο είναι και το στοιχείο που αναζητούμε. Η Ευρώπη έζησε κατά τη διάρκεια της ιστορίας της το σύνολο των φάσεων του θεϊκού Σχεδίου κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία πολύπλοκη ψυχοσύνθεση στους κατοίκους της. Έτσι ο άνθρωπος της Ευρώπης για πολλούς αιώνες ζούσε σ’ ένα χώρο στον οποίο είχε εδραιωθεί ένα πανίσχυρο σύστημα, που σκόρπιζε δηλητηριασμένη γνώση. Ο χώρος της Ευρώπης είναι περιορισμένος κι ελεγχόμενος. Ο Ιταλός που είχε ευαισθησίες όσον αφορά τα δικαιώματα του, δεν μπορούσε να πάρει την οικογένεια του και να ξεφύγει από την καταπίεση. Αντί να είναι καταπιεσμένος στην Ιταλία, θα είναι καταπιεσμένος στη Γαλλία. Ο ελεγχόμενος χώρος καταδικάζει τον άνθρωπο να παραμείνει στο χώρο, όπου γεννήθηκε, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Αυτήν την έλλειψη επιλογών εκμεταλλεύεται αιώνες τώρα το σύστημα και λιώνει τους ανθρώπους. Η Αμερική δεν υπέστη την ίδια ζύμωση, όσον αφορά και το χρόνο και την ένταση. Ο Αμερικανός είχε τη δυνατότητα να υπάρξει ως πνεύμα ελεύθερο. Μπορούσε να μετακινηθεί, να επιβιώσει και ν’ απολαύσει τη ζωή του.

Ένας άνθρωπος που έχει επιλογές, δεν εξουσιάζεται εύκολα και πολύ περισσότερο δεν καταπιέζεται. Αυτός ο άνθρωπος είναι που περιγράφει ο Χριστός όταν λέει ότι: (Ματθ. 5.37) “έστω δε ο λόγος ημών ναι ναι, ου ου.”. Ο άνθρωπος που έχει επιλογές, δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη ν’ αναπτύξει διπλωματία και να πει το κάτι παραπάνω που προέρχεται από το πονηρόν. Αυτή η απλότητα γεννήθηκε από τις δυνατότητες που είχαν οι άνθρωποι της Αμερικής. Σε μία Ευρώπη της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης αυτή η απλότητα δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί ακόμα και η επιβίωση είναι δύσκολη. Όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει και δεν υπάρχει άλλος τρόπος, το βέβαιο είναι ότι θα κλέψει. Όμως πώς μπορεί ο κλέφτης να είναι απλός; Αν πει ναι θα πάει φυλακή, ενώ, αν πει όχι, θα τον αποκαλύψουν. Συνεπώς το εκ του πονηρού που περιγράφει ο Χριστός, έρχεται από το “…ναι μεν αλλά…”. Η άπειρη Αμερική ποτέ δε μοιράστηκε σε φεουδάρχες κι ο Αμερικανός ποτέ στην ιστορία του δε βρέθηκε στο δίλημμα να επιλέξει κυρίους με κριτήριο τη μικρότερη καταπίεση. Η ατομική ιδιοκτησία, που ήταν το όνειρο εκατομμυρίων Ευρωπαίων και, που κόστισε άπειρες ζωές, για τον Αμερικανό ήταν η πιο απλή υπόθεση. Έβρισκε ένα μέρος, που του άρεσε και το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να το δηλώσει.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης του Ευρωπαίου ήταν και οι μεικτές κοινωνίες μέσα στις οποίες έζησε. Η μεικτή κοινωνία έχει απόλυτη σχέση με την υποκρισία. Αγωνίζεται ο άνθρωπος για τα δικαιώματα του κι αγνοεί τους άλλους, που έχουν κι αυτοί τα ίδια δικαιώματα. Έτσι ο Άγγλος εργάτης ήταν θύτης και θύμα. Θύτης ήταν γιατί αγνοούσε τα προβλήματα του Ινδού εργάτη, ενώ θύμα, γιατί τον εκμεταλλευόταν ο βιομήχανος. Το σύστημα καλλιέργησε ένα τύπο παιδείας, που συντηρούσε αυτήν τη διπλή ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη και αποτέλεσμα της είναι η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση του Ευρωπαίου. Έπρεπε ένας Ευρωπαίος εργάτης να πεισθεί και να πείσει ότι ναι μεν ήταν θύμα του συστήματος, αλλά ανώτερο θύμα, γιατί υπήρχαν και κατώτερα θύματα. Σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ευδιάκριτη η διαφορά με τον Αμερικανό. Αν ζητήσει κάποιος από ένα Αμερικανό να περιγράψει την εικόνα του, θα το κάνει, χωρίς να επηρεάζεται απ’ αυτόν, που είναι απέναντι του. Αν είναι εργάτης θα το πει αδιαφορώντας, αν κι ο άλλος είναι εργάτης, έστω κι αν δεν υπάρχει σύγκριση στην αμοιβή με την οποία αξιολογείται η εργασία τους. Αυτή η συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα την ταύτιση. Ταυτίζεται ο εργάτης με τον εργάτη, άσχετα αν αυτός είναι Ινδός ή Πακιστανός.

Αντίθετα ο Ευρωπαίος λόγω της Παιδείας που έχει πάρει και του εθνικισμού, παγιδεύεται. Γνωρίζει ότι είναι εργάτης, αλλά αρνείται να ταυτιστεί με τον απέναντι του, όταν αυτός προέρχεται από μία χώρα που για τον οποιονδήποτε λόγο υποτιμά. Η ταύτιση υπάρχει μόνο μεταξύ πολιτών των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Ο Άγγλος εργάτης ταυτίζει τον εαυτό του μ’ έναν άλλο Άγγλο ή Γερμανό ή Γάλλο. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υποκρίνεται, εφόσον αφήνει διφορούμενα και υπονοεί διάφορα. Άγγλος εργάτης, αλλά μίας Αγγλίας που κυβερνά τα κύματα. Το σύστημα τον τυφλώνει με ψευδαισθήσεις. Τον εκμεταλλεύεται λιγότερο από κάποιον άλλο και τον παγιδεύει. Δε βλέπει ότι είναι θύμα, αλλά συγκρίνει τον εαυτό του μ’ άλλα θύματα. Αυτή ακριβώς η ανάγκη να καλυφτούν ορισμένα πράγματα, τους κάνει σύνθετους και στην έκφραση και στη συμπεριφορά. Πρέπει ο Άγγλος ν’ αναπτύξει τρόπους, που είναι όμοιοι με των κυρίων του και διαφορετικοί από των Ινδών.

Ο Αμερικανός, επειδή είναι απλός, αυτά δεν τα καταλαβαίνει και γελά. Γι’ αυτόν ο εργάτης είναι εργάτης κι ο βιομήχανος βιομήχανος. Αυτή η απλότητα εκνευρίζει τους Ευρωπαίους, γιατί γκρεμίζει τις αυταπάτες τους. Ο Αμερικανός δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι έζησαν τόσα χρόνια στην καταπίεση και δεν επαναστάτησαν όπως αυτός. Οι Ευρωπαίοι δικαιολογούν αυτήν την καταπίεση με επιχειρήματα που έχουν σχέση με την παγκόσμια εξουσία κι επικράτηση. Ένας Γάλλος άνεργος δε βλέπει μπροστά του τα αδιέξοδα, αλλά κοιτά πίσω και παγιδεύεται. Μπορεί να πιστεύει ότι επί αποικιοκρατίας θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση, άσχετα αν οι πρόγονοι του ήταν κι αυτοί εργάτες και ζούσαν σ’ άσχημες συνθήκες. Αν ο άνθρωπος δεν κοιτά πίσω, δεν μπορεί να παγιδευτεί μέσω του εθνικισμού. Δεν μπορεί να ζηλεύει άλλες καταστάσεις και να θέλει ν’ αγωνιστεί για την επαναφορά τους.

Αντίθετα οι Αμερικάνοι κοιτούν μπροστά. Η τραγική ειρωνεία στην περίπτωση τους είναι ότι αυτοί βλέπουν τον κόσμο ανάποδα κι εκεί παγιδεύονται. Ενώ οι Ευρωπαίοι άποικοι της Αμερικής βρήκαν τη χαρά του ονείρου μακριά από τα σχέδια του συστήματος που ήταν προσκολλημένο στο παρελθόν, ο Αμερικανός δεν κοιτά πίσω να βρει αυτήν τη χαρά, παρά κοιτά μπροστά μία νέα κατάσταση που δεν έχει βιώσει κι είναι στο σύνολο της το ένοχο παρελθόν της Ευρώπης. Οι Αμερικανοί σήμερα βιώνουν τη μέθη της κοσμοκρατορίας, που τους κάνει ανεκτικούς στην κλοπή του συστήματος. Ο Αμερικανός ως ελεύθερο πνεύμα αναγκάζεται να δικαιολογεί πλέον τα όσα στερείται στο όνομα της δύναμης και του μεγαλείου της Αμερικής. Σήμερα ο Αμερικανός είναι φτωχότερος από ποτέ κι αναγκάζεται κι αυτός πλέον να υποκρίνεται ως θύτης και θύμα. Στις μέρες μας ο Αμερικανός —κι αυτό για πρώτη φορά στην ιστορία του— μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του φτωχό, αλλά ανώτερο από κάποιον άλλο εξίσου φτωχό. Οι έννοιες γι’ αυτόν στην εποχή μας δεν είναι το ίδιο σαφείς όσο ήταν στο παρελθόν. Αν ο εργάτης είναι Αμερικανός, έχει γι’ αυτόν άλλη αξία από τον εργάτη μίας άλλης εθνικότητας. Σήμερα το αμερικανικό όνειρο δεν υπάρχει και η δυστυχία απλώνεται στην πιο φωτεινή και χαρούμενη χώρα που γέννησε ο Δυτικός κόσμος.

Οι Η.Π.Α. μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν η χώρα, που βρέθηκε πιο κοντά στην αληθινή δημοκρατία μετά τη μοναδική Αθήνα, που βίωσε τη δημοκρατία με άλλα όμως δεδομένα. Η τραγωδία της Αμερικής ξεκινά την αμέσως επόμενη μέρα από το τέλος του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Τα σφάλματα στους χειρισμούς του συστήματος διαπράχθηκαν από Αμερικανούς κι αυτά οδηγούν το σύστημα σε αδιέξοδο κι αποτελούν επίσης τα αίτια της αμερικανικής κρίσης. Τα πάντα ξεκινούν από το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. βρέθηκαν νικητές ενός πολέμου του οποίου δε γνώριζαν τους σκοπούς που υπηρετούσε κι επιπλέον αυτός ο πόλεμος από πλευράς καταστροφών δεν τους άγγιξε. Υπήρξαν νικητές των νικητών σ’ έναν πόλεμο, που στηρίζεται αποκλειστικά στη γενική καταστροφή. Τα σφάλματα τους που σήμερα είναι ευεργετικά για την ανθρωπότητα, έχουν τη βάση τους στην αμερικανική λογική της απλοποίησης και στην έλλειψη της απαραίτητης γνώσης. Το πρώτο σφάλμα τους ήταν ότι επιδίωξαν να στηρίξουν την κοσμοκρατορία τους παίζοντας το ρόλο του προστάτη των δημοκρατικών αξιών απέναντι σ’ έναν αντίπαλο που δεν είχαν μελετήσει προσεκτικά. Κοσμοκρατορία που να στηρίζεται στο διπολισμό, απαιτεί αντιπάλους που δεν τους φθείρει ο χρόνος κι αυτό δεν ισχύει για την κομμουνιστική Ρωσία.

Το δεύτερο σφάλμα τους ήταν η άσκοπη επίδειξη δύναμης με τη ρίψη της ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία. Στο πρώτο σφάλμα οδηγήθηκαν από την αλαζονεία τους κι από την έλλειψη γνώσης. Το σύστημα της παγκόσμιας εξουσίας αιώνες προετοίμαζε μία κατάσταση, που θα μπορούσε να διατηρεί τη δυναμική της μ’ ελάχιστη επέμβαση. Το διπολισμό στην παγκόσμια εξουσία τον είχε δοκιμάσει κι απέτυχε. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν τέτοιο δίπολο, που με ανθρώπους πολίτες σχεδόν χωρίς καθόλου γνώση δεν άντεξε στο χρόνο. Μέσα από τεράστιες προσπάθειες του συστήματος προέκυψαν εθνικά υποσυστήματα, που στο σύνολο τους παρουσίαζαν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Η γέννηση της Γερμανίας δεν έγινε από τύχη κι αυτό ήταν το μυστικό της λειτουργίας του. Συστηματικά την εμπόδιζαν ν’ αποκτήσει τον έλεγχο μέσω των αποικιών πλουσίων εδαφών σε πρώτες ύλες, ενώ αντίθετα την ευνοούσαν εξίσου με τις άλλες δυνάμεις στη διαμόρφωση των εσωτερικών συνθηκών της κοινωνίας.

Οι Αμερικανοί όλα αυτά τ’ αγνοούσαν. Οι τότε ισορροπίες τους έδιναν την εντύπωση ότι ήταν προϊόν αδυναμίας των νικητών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Αγνοούσαν ότι κι οι νικητές Άγγλοι, Γάλλοι, μπορούσαν να χωρίσουν τη Γερμανία στα δύο, αλλά δεν το έκαναν. Λειτούργησαν ως ταύροι μέσα σε υαλοπωλείο, κατάστρεψαν τη δομή του Δυτικού κόσμου κι επιχείρησαν το χτίσιμο μίας νέας, που τους έδινε το δικαίωμα της κοσμοκρατορίας. Υποτίμησαν την πιο απλή παραδοχή, ότι ως σύστημα κι ως εξουσία πρώτος στόχος είναι η διαιώνιση και μετά ακολουθούν οι συσχετισμοί. Ποτέ δεν καταλύεται μία δυναμική, που αποδεδειγμένα λειτουργεί, για να δημιουργηθεί μία νέα που δεν παρέχει τη δυνατότητα να ελεγχθεί για την αποτελεσματικότητά της. Οι κυρίαρχοι του κόσμου τότε Αμερικανοί δεν ήταν σε θέση ν’ αξιολογήσουν σωστά τις δυνατότητες της Ρωσίας, αλλά και του κομμουνισμού γενικότερα. Ο κομμουνισμός ήταν σύστημα εξουσίας κι αυτό ακριβώς τον έκανε φιλικό προς το παγκόσμιο σύστημα και όχι εχθρό του. Δεν έχει καμία σημασία για το σύστημα, αν τον κόσμο ελέγχει ένας κομμουνιστής αξιωματούχος ή ένας ορθόδοξος ιερέας. Η εξουσία μεταβιβάστηκε απλά από ένα σύστημα σ’ ένα άλλο απόλυτα όμοιο κι αυτό δεν είναι επικίνδυνο. Επικίνδυνο είναι να μη μπορεί να εκτιμήσει κάποιος την αξία γνώσης μέσω της οποίας δημιουργείται η εξουσία.

Ο Αμερικανός δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί τότε ότι ήταν θέμα χρόνου μία κοινωνία της οποίας η γνώση νικούσε την κοινωνία τύπου Βαβυλώνας να καταρρεύσει μέσα σε μία νύχτα. Όλες οι κοινωνίες έχουν μία σταθερή κατεύθυνση προς τα εμπρός και σε κάποια φάση τείνουν προς την αναρχία, εφόσον η εξουσία και η εκμετάλλευση σε συνθήκες οικονομικής κρίσης είναι οφθαλμοφανείς. Ο κομμουνισμός έχει ως μέσο πάλης την επανάσταση κι αυτή έχει νόημα, μόνον όταν υπάρχει σύστημα και μάλιστα ισχυρό. Η επανάσταση δεν έχει καμία απολύτως ισχύ σε καταστάσεις σύνθετες, όπως αυτές των Δυτικών κοινωνιών. Επανάσταση εναντίον ποιών; Οι Αμερικανοί αυτά δεν τα υπολόγισαν κι έκαναν τρομερά σφάλματα. Μοίρασαν τον κόσμο σ’ Ανατολή και Δύση μ’ έναν αντίπαλο, που σ’ εκείνη τη φάση ήταν σε τόσο δυσμενή οικονομική θέση, που όχι μόνο δεν προέβαλε αξιώσεις επικυριαρχίας, αλλά θα ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με την εξασφάλιση όλων εκείνων των εγγυήσεων, που καλύπτουν ένα ιδιόμορφο σύστημα.

Αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι λανθασμένες επιλογές, το κομμουνιστικό καθεστώς θα είχε αρχίσει να καταρρέει από τη δεκαετία του ’60. Από τότε και μέχρι πριν λίγο καιρό, ο Γίγαντας Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν κλινικά νεκρός κι αυτό που τον συντηρούσε νεκροζώντανο ήταν η εμμονή της Δύσης, που κάποτε έκανε το σφάλμα να την αναγνωρίσει ως ισχυρότερο εχθρό. Η συντήρηση αυτή γινόταν μέσω της δυνατότητας που παρείχε το δίπολο στο κομμουνιστικό κόμμα να επιδεικνύει σκληρότητα κι έλεγχο της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων μέσα σ’ ένα κόσμο στον οποίο η επικοινωνία είχε ήδη καταργήσει τα σύνορα. Αν η Ε.Σ.Σ.Δ. διατηρούσε τα χαρακτηριστικά τα οποία πραγματικά είναι απαραίτητα στην παγκόσμια κοινωνία, πολύ σύντομα κι εντελώς ανώδυνα θα περνούσε στον τύπο της Δυτικής κοινωνίας, όπου η εκκλησία έχει κυρίαρχο ρόλο. Οι Ρώσοι μέσω του κομμουνισμού είχαν αποκτήσει ήδη ένα ιδιόρρυθμο εθνικισμό, που έλειπε από τη Ρωσία των Τσάρων και από το σημείο αυτό μπορούσε η εκκλησία της να λειτουργήσει προς τη μετάλλαξη, που είναι απαραίτητη για τη διεξαγωγή πολέμου.

Ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα που δημιουργεί ο διπολισμός είναι η οφθαλμοφανής πλέον ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, που ερεθίζει τον κόσμο, τον κάνει πολυέξοδο και χαλά το σύνολο των επιμέρους σχέσεων και συμμαχιών, που είναι απαραίτητα στοιχεία για ένα πόλεμο. Έτσι πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι κυβερνήσεις των μικρών χωρών, που είναι εξ αντικειμένου στόχοι του ιμπεριαλισμού, είχαν σαφείς τάσεις. Γαλλόφιλοι, βρετανόφιλοι, γερμανόφιλοι. Όταν υπάρχει αυτή η πολυφωνία, υποβαθμίζεται και γίνεται δυσδιάκριτος ο ιμπεριαλισμός. Όμως στο δίπολο δε συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο στην οποία να μην έχει γίνει αντιαμερικανική διαδήλωση. Όταν όλος ο κόσμος θεωρεί ιμπεριαλιστές τους Αμερικανούς σε περίπτωση κατάρρευσης της δυναμικής που στηρίζει το δίπολο, αυτό που μένει είναι ο σκληρός ιμπεριαλισμός, που σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι σε θέση να βοηθήσει το σύστημα. Δεν μπορεί σε μία χώρα που μαστίζεται από οικονομική κρίση, να υπάρχουν άνθρωποι, που αγωνίζονται και μ’ αυτόν τον τρόπο να παγιδεύονται υπέρ διαφορετικών επιλογών, που είναι γεννήματα του ιμπεριαλισμού. Έτσι σε μία τέτοια κρίση θα υπήρχαν γαλλόφιλοι Έλληνες, που θα πίστευαν ακράδαντα ότι για το σύνολο των κακών ευθύνεται η γερμανόφιλη κυβέρνηση και άρα ενδεχόμενη πτώση της και στη συνέχεια η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της Γαλλίας, θα σήμαινε ελπίδα. Όμως όλες αυτές οι αλλαγές είναι χρονοβόρες και μέχρι να αντιληφθεί ο κόσμος ότι ο ιμπεριαλισμός είναι πάντα ο ίδιος, το σύστημα θα είχε αναπτύξει και τον εθνικισμό και το ρατσισμό και μ’ αυτόν τον τρόπο θα είχε προετοιμάσει την κοινωνία για το λυτρωτικό για τα συμφέροντα του συστήματος πόλεμο.

Ο ιμπεριαλισμός σ’ αυτό το επίπεδο είναι ακριβή υπόθεση κι αυτό εξηγείται γιατί, όταν ο πόλεμος γίνεται για να μετατραπεί το κεφάλαιο-γνώση σε κερδοφόρο ο ιμπεριαλισμός που προηγείται έχει ως στόχο αυτό το κέρδος. Επιδιώκεται έλεγχος κρατών, που μετά απ’ αυτό θα γίνουν ελεγχόμενες αγορές. Οι Η.Π.Α. από τη στιγμή που αναλαμβάνουν επικεφαλείς του Δυτικού κόσμου, αναλαμβάνουν το σύνολο του ιμπεριαλισμού, που χωρίζει τα κράτη με τη λογική του διπόλου. Αναλαμβάνουν τα έξοδα του παγκοσμίου ιμπεριαλισμού, χωρίς όμως να καρπώνονται το σύνολο του κέρδους. Έτσι, ενώ αναλαμβάνουν το σύνολο των εξόδων μίας επέμβασης εναντίον του κομμουνισμού, είναι αναγκασμένοι να μοιραστούν την αγορά με όχι ευκαταφρόνητους αντιπάλους και να χρεώνονται και το μίσος των λαών, που έχει ως συνέπεια την άρνηση των προϊόντων τους. Έτσι, ενώ οι Αμερικάνοι είναι αυτοί που ξοδεύουν συντηρώντας πολυέξοδους στρατούς και μεγάλα επιτελεία, στον τομέα των κερδών μοιράζονται επί ίσοις όροις αγορές με τους συμμάχους τους Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, που σημειωτέο φαίνονται και πιο συμπαθείς στον καταναλωτή. Ένας καταναλωτής μ’ ευαισθησία θα προτιμήσει ν’ αγοράσει ένα γερμανικό αυτοκίνητο και όχι ένα αμερικάνικο, επειδή πιστεύει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο πολεμά τον ιμπεριαλισμό μειώνοντας τα έσοδα του. Είναι θέμα χρόνου, όταν παρατηρείται αυτή η δυσαναλογία μεταξύ εξόδων και κερδών, ν’ ακολουθήσει μία μεγάλη οικονομική κρίση στο κράτος-σύστημα, όπου παρουσιάζει αυτό το φαινόμενο. Με λίγα λόγια ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει ως μεγαλύτερο θύμα του τον Αμερικανό εργάτη και όχι κάποιον άλλο από τους πολλούς ορατούς πολέμιους του.

Όμως τα σημερινά αδιέξοδα του συστήματος οφείλονται και σε ένα πολύ μεγάλο σφάλμα των Αμερικανών πέραν την επιλογής της Ρωσίας. Το σφάλμα αυτό έχει σχέση με την επένδυση του αμερικανικού κεφαλαίου στον άλλο μεγάλο ηττημένο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, που είναι η Ιαπωνία. Θεωρητικά και όπως θα δούμε όχι πρακτικά, η Ιαπωνία είναι ένα κράτος γίγας, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη Γερμανία. Όπως η Γερμανία έτσι και η Ιαπωνία έχει μία τεράστια βιομηχανία την οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηρίζει στον τομέα των πρώτων υλών. Όσο ευαίσθητη είναι η Γερμανία σ’ εξωτερικές επεμβάσεις, άλλο τόσο είναι και η Ιαπωνία. Το αμερικανικό κεφάλαιο διέκρινε αυτές τις ομοιότητες και μέσα στη νέα τότε διαμορφούμενη τάξη πραγμάτων ενήργησε απέναντι στην ηττημένη Ιαπωνία με τρόπο απόλυτα όμοιο των νικητών απέναντι στη Γερμανία.

Όμως το κύριο σφάλμα βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Ιάπωνες δεν είναι χριστιανοί. Αγνόησαν το πιο βασικό στοιχείο της πρακτικής της εξουσίας μέσα στους αιώνες: προηγείται σε κάθε περίπτωση ο εκχριστιανισμός και κατόπιν εφαρμόζονται οι γνωστές πρακτικές. Με τον εκχριστιανισμό εντάσσεται η κοινωνία αρχικά στο βήμα της Βαβυλώνας με τη δημιουργία των δύο κύριων υποσυστημάτων και κατόπιν λόγω εξέλιξης ακολουθεί η περαιτέρω σύνθεση των υπολοίπων. Ο πόλεμος απαιτεί ένα σύστημα-φορέα, που να βρίσκεται σ’ αυτό το βήμα και όχι στο βήμα τέσσερα της αμφισβήτησης. Έτσι θεωρήσαμε ακίνδυνη την επένδυση στη Γερμανία, γιατί, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα υπήρχε δυνατότητα μετάλλαξης. Η Ιαπωνία αντίθετα, λόγω διαφορετικής θρησκείας και άρα κουλτούρας, είναι άκρως επικίνδυνη για το Δυτικό σύστημα, που στηρίζει τη δύναμη του στα πνευματικά δικαιώματα.

Η Ιαπωνία από το 1640 περίπου απομονώθηκε, έχασε παντελώς την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και την επανέκτησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτή η απομόνωση είναι η αιτία του συνόλου της συμπεριφοράς που αναπτύσσει το ιαπωνικό κράτος κι αυτή η συμπεριφορά είναι, που απειλεί το σύστημα. Αυτή η απομόνωση, αν διερευνηθεί ελάχιστα, αποκαλύπτει τα αίτια αυτού που ονομάζεται “ιαπωνικό θαύμα”. Όπως το σύνολο των ανθρωπίνων οργανωμένων κοινωνιών, έτσι και η ιαπωνική κοινωνία ξεκίνησε από το βήμα τύπου Βαβυλώνας. Αυτό σημαίνει ότι είχε αναπτύξει δύο κύρια υποσυστήματα. Όπως συνέβαινε στη Δύση, το σύστημά της αντλούσε τη δύναμή του από το Θεό και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κορυφή του βρισκόταν ένας αυτοκράτορας θεϊκής καταγωγής. Ο σημαντικός ρόλος της απομόνωσης οφείλεται στο γεγονός ότι ένα καθυστερημένο κοινωνικά σύστημα έρχεται σε επαφή με ανώτερα, χωρίς να έχουν προηγηθεί όλες εκείνες οι ζυμώσεις, που δίνουν σ’ ένα σύστημα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά.

Μία φεουδαρχική κοινωνία επιτρέπει σε ανθρώπους της την επαφή με τη γνώση, που είχε αρχίσει να διασκορπάται μετά από τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες των ανθρώπων της Δύσης. Είχε προηγηθεί η Γαλλική Επανάσταση και η Αμερικανική. Το Δυτικό σύστημα παρακολουθώντας όλη αυτήν τη διαδικασία ενήργησε με τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλιστεί η δυναμική, που προϋπήρχε, με άμεση συνέπεια τον έλεγχο του συνόλου των πιθανών εξελίξεων. Έτσι, μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων και του εθνικισμού δημιούργησε τις επιθυμητές συνθήκες, ώστε να μην υπάρχει διατάραξη των συσχετισμών του προηγούμενου βήματος.

Η φεουδαρχική Ιαπωνία που δε συμμετείχε σ’ όλες αυτές τις διαδικασίες κι επιπλέον δεν είχε εκείνο τον τύπο της θρησκείας της οποίας όλη η αγωνία και ισχύς βρίσκεται στα πνευματικά δικαιώματα, αδυνατεί πραγματικά να μπει στη χριστιανική λογική. Με το επιπλέον μειονέκτημα της μεγάλης απόστασης από τις μεγάλες αγορές του κόσμου, υποτιμήθηκε από τη Δύση και δεν ελέγχθηκε. Είπαμε ότι το βήμα τέσσερα της τεχνολογίας, σε περίπτωση εξισώσεως του κεφαλαίου-γνώση μεταξύ των βιομηχανικών χωρών, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει συνθήκες πολέμου, τ’ αποτελέσματα του οποίου ευνοούν σε κάθε περίπτωση το κεφάλαιο. Ο Γερμανός βιομήχανος θα μπει στην αγορά που τη σέβεται, γιατί τον προστατεύει με κατώτερη γνώση μέχρι την επανάληψη των συνθηκών πολέμου. Όμως ο Γερμανός αυτό το κατανοεί, ενώ αντίθετα ο Ιάπωνας όχι. Η ιαπωνική βιομηχανία ακολουθεί πάντα εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης κι αυτοί οι ρυθμοί απειλούν το κεφάλαιο-γνώση, που στηρίζει το κέρδος του στη διαφορά δυναμικού. Κάποιος πρέπει να έχει το καλύτερο προϊόν και κάποιος άλλος το φθηνότερο, ώστε η αγορά να χωρίζεται κατά τρόπο φυσικό, που δεν οδηγεί στη σύγκρουση και άρα στη μείωση του κέρδους.

Πολλοί οικονομολόγοι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το σύγχρονο “ιαπωνικό θαύμα” κι εντελώς λανθασμένα ασχολούνται με τις εργασιακές σχέσεις, που επικρατούν στην Ιαπωνία ή με τη μεγάλη εργατικότητα και αφοσίωση του Ιάπωνα στην εταιρεία, όπου εργάζεται. Αυτό είναι εντελώς λάθος, γιατί ο εργάτης είναι άνθρωπος και για όλους τους ανθρώπους η ημέρα έχει 24 ώρες. Αυτό σημαίνει ότι το “ιαπωνικό θαύμα” της υψηλότατης τεχνολογίας δεν έχει την παραμικρή σχέση με της λίγες ώρες παραπάνω που δουλεύει ο Ιάπωνας εργάτης. Το “ιαπωνικό θαύμα” έχει σχέση καθαρά με την αξία, που πληρώνεται στο κεφάλαιο-γνώση κι αυτό με απλά λόγια σημαίνει, στην χωρίς ενδοιασμό αντιγραφή. Ο Ιάπωνας δεν πληρώνει, όπως απαιτεί το σύστημα, τη γνώση που χρησιμοποιεί κι αυτό σημαίνει μεγαλύτερο κέρδος, εφόσον δεν επιβαρύνεται το προϊόν μ’ αυτό το κόστος, άρα κι επενδύσεις.

Έτσι όταν το 1866 η Αγγλία έστελνε μηχανήματα για τη νηματοποίηση του βάμβακος, έδινε την ευκαιρία στους Ιάπωνες μ’ ασήμαντο κόστος ν’ αντιγράψουν τα μηχανήματα και μ’ αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσουν εκείνη την υποδομή, που θα τους έκανε ανταγωνιστές της Αγγλίας στο χώρο της υφαντουργικής βιομηχανίας. Οι Άγγλοι όχι μόνον κέρδισαν ελάχιστα από τα μηχανήματα των οποίων είχαν ήδη πληρώσει ακριβά την τεχνογνωσία, όχι μόνον έχασαν την κάλυψη των ιαπωνικών αναγκών της υποδομής, αλλά δημιούργησαν προβλήματα και σ’ άλλο κλάδο, που κι αυτός με τη σειρά του είχε πληρώσει τα πνευματικά δικαιώματα, που του επέτρεπαν να λειτουργεί. Το ότι η αντιγραφή είναι προϊόν μία άλλης λογικής και κουλτούρας, φαίνεται από το γεγονός ότι η κομμουνιστική Ρωσία, που είχε χριστιανικό παρελθόν, ουδέποτε ακόμα και κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της δεν αντέγραψε. Ποτέ οι Ρώσοι δεν απείλησαν τα πνευματικά δικαιώματα, που στήριζαν το κομμουνιστικό κόμμα και σήμερα δίνουν τη δυνατότητα στο ρωσικό σύστημα να επιστρέψει στο Δυτικό χριστιανικό σύστημα. Βιομηχανική κατασκοπία γινόταν πάντα, άλλα αυτή είχε ως στόχο την κλοπή γνώσης, που δεν είχε μπει στο παγκόσμιο σύστημα αξιών. Ποτέ όμως η ρωσική αυτοκινητοβιομηχανία, όσο κι αν ήταν θέμα επιβίωσης της, δεν πήρε ένα Mercedes να το αντιγράψει. Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι υποτίμησαν αυτήν τη συνήθεια των Ιαπώνων κι έφτασαν μάλιστα να γελούν όταν έβλεπαν τα φλας των μηχανών ν’ αστράφτουν γύρω από τα προϊόντα τους.

Όμως πέρα από την επιλογή της Ρωσίας ως εχθρού φόβητρου και της Ιαπωνίας ως ελεγχόμενου γίγαντα, το δεύτερο μεγάλο σφάλμα της αμερικάνικης πολιτικής ήταν η χρήση της ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία και η περαιτέρω εξέλιξη της πολεμικής πυρηνικής τεχνολογίας. Δεν υπάρχει ανθρώπινη εφεύρεση, που να ωθεί τους ανθρώπους προς την ειρήνη, όσο η ατομική βόμβα. Η ατομική βόμβα αποκαλύπτει αυτό, που η υποκρισία του συστήματος αποκρύπτει. Ενώ το σύστημα ελέγχει τον πόλεμο κι επωφελείται απ’ αυτόν στηριζόμενο στη ματαιοδοξία και ματαιοπονία του ανθρώπου, η ατομική βόμβα προκαλεί φόβο, που νικά αυτά τα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος στην ιστορία του έχει πολεμήσει άπειρες φορές κι αυτοί οι πόλεμοι είχαν ως χαρακτηριστικό τους την αγωνία του ν’ αλλάξει τα δεδομένα για τα οποία νόμιζε ότι ήταν τα αίτια της κακοδαιμονίας του. Όλοι οι πόλεμοι ξεκινούν θεωρητικά σαν μία οργανωμένη πάλη των λαών, τής οποίας στόχος είναι η αλλαγή της κυρίαρχης κατάστασης. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, επειδή δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν ότι ο Χίτλερ ήταν ένας άνθρωπος του συστήματος και σε καμία περίπτωση δεν απειλούσε τη δομή του.

Η ατομική βόμβα με την τεράστια ισχύ της, που βρίσκεται στα χέρια των κυρίαρχων του κόσμου, έχει ως αποτέλεσμα να καταρρίπτει τη λογική της πάλης για αλλαγή. Ο Γερμανός στρατιώτης που παρασυρόμενος από την αθλιότητα του φασισμού, έβγαινε από τα σύνορα της Γερμανίας, ήξερε ότι θα πολεμήσει μ’ ανθρώπους κι αυτό ήταν ενθαρρυντικό. Με ποια ψυχολογία μπορεί να ξεκινήσει κάποιος πόλεμο, τη στιγμή που γνωρίζει ότι κάποιος άλλος, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του πολέμου με συμβατικά όπλα, μπορεί πατώντας ένα κουμπί να μετατρέψει το Βερολίνο σε μία άμορφη μάζα ερειπίων; Οι λαοί αρνούνται στην εποχή μας να πολεμήσουν κι αυτό όχι επειδή διδάχθηκαν από το παρελθόν, αλλά γιατί ο πόλεμος έχασε το πιο βασικό στοιχείο του, που τον έκανε ελκυστικό ως μορφή πάλης, που είναι το αβέβαιο. Η αβεβαιότητα της έκβασης του είναι αυτή, που παγιδεύει τους ανθρώπους. Το σύστημα κατάφερε κι αυτό το αβέβαιο το εξάλειψε, χωρίς οι άνθρωποι να το καταλαβαίνουν.

Η χρήση της ατομικής βόμβας είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστώσει κι ο απλός άνθρωπος αυτό που γνώρισε κι απέκρυπτε το σύστημα. Οι Έλληνες δε χρειάζεται πλέον να εμπλακούν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία, γιατί υπάρχουν δυνάμεις, που προστατεύουν το “status quo” ανεξάρτητα από νίκες και κατακτήσεις. Έτσι το μόνο που μένει είναι το κόστος και μ’ αυτήν τη λογική ο πολίτης δεν πολεμά παρά υπακούει.. αυτό σημαίνει ότι το κλίμα ειρήνης είναι η πιο συμφέρουσα επιλογή. Η ατομική βόμβα δεν έφερε από μόνη της την πολυπόθητη ειρήνη, αλλά η δύναμη της την έκανε επιλογή και μάλιστα συμφέρουσα. Το σύνολο αυτών των σφαλμάτων του συστήματος, το οδηγεί σ’ αδιέξοδο, που είναι προς όφελος των ανθρώπων και οδηγεί στην τελική Θέωση τους.

Η σημερινή παγκόσμια κατάσταση δείχνει τη βαθύτατη αγωνία του συστήματος για επιβίωση, δείχνει τα σφάλματα του και τέλος δείχνει την τελειότητα του βήματος τέσσερα πριν τη δημιουργία του διπόλου Ανατολής και Δύσης. Η αγωνία του συστήματος φαίνεται από την έντονη διάθεση του για πόλεμο, εφόσον σήμερα οι συνθήκες δείχνουν ότι το κεφάλαιο-γνώση δεν επιτρέπει το επιθυμητό κέρδος. Οι συνθήκες είναι απόλυτα όμοιες με αυτές, που υπήρχαν τις παραμονές των δύο παγκόσμιων πολέμων. Όμως οι διαφορές που κάνουν αδύνατη της διεξαγωγή του “τρίτου”, οφείλονται στα παραπάνω λάθη. Η κομμουνιστική Ανατολή έχει καταρρεύσει κι είναι αδύνατο ένα σύστημα εξουσίας, που στηρίζεται στο διπολισμό, να μην κλυδωνιστεί. Η κατάρρευση αυτή αποκλείει παντελώς το ενδεχόμενο πολεμικής δραστηριότητας μεταξύ δύο μελών του διπόλου. Ακόμα πιο τραγική για το Δυτικό σύστημα γίνεται η κατάσταση, αφού η κατάρρευση αυτή καθ’ αυτή το απειλεί και άρα πρέπει ν’ αποφευχθεί… αυτό σημαίνει οικονομική βοήθεια. Ο Δυτικός ιμπεριαλισμός όχι μόνο δεν είχε κέρδος από τον κομμουνισμό, αλλά αντίθετα αναγκάζεται να πληρώσει το σύνολο σχεδόν του κόστους της μετάλλαξης.

Αμέσως επόμενο βήμα του ήταν η νεκρανάσταση ενός αντιπάλου, που αιώνες τώρα δεν απειλεί τη Δύση. Από τη στιγμή που η Δύση στο σύνολο της είναι χριστιανική και το σύστημα της επιβιώνει και θα δούμε γιατί μόνον υπό τη μορφή διπόλου, ο μόνος εχθρός που μπορεί να συντηρήσει αυτό το καθεστώς είναι το Ισλάμ. Θεωρητικά το Ισλάμ καλύπτει τις προδιαγραφές θανάσιμου εχθρού για τη χριστιανική Δύση, αλλά πρακτικά δε χρησιμεύει σε καμία περίπτωση. Η διαφορά αυτή μεταξύ του θεωρητικού και πρακτικού έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ υπάρχει δυνατότητα παγίδευσης του κόσμου στη λογική του πολέμου, παρ’ όλ’ αυτά τα οφέλη αυτού του πολέμου είναι μηδαμινά. Ενώ δηλαδή το σύστημα μπορεί να βάλει τους Έλληνες και τους Τούρκους ν’ αλληλοσκοτώνονται, δεν έχει τη δυνατότητα κέρδους. Κέρδος για το σύστημα από τον πόλεμο είναι η μετατροπή του κεφαλαίου-γνώση σε κέρδος. Δεν το ενδιαφέρει αν γι’ αυτόν το λόγο σκοτωθούν λίγοι ή πολλοί, Έλληνες ή Τούρκοι, ούτε το ενδιαφέρει αν το Ισλάμ επεκταθεί στα Βαλκάνια ή όχι. Το Ισλάμ δεν αποτελεί αντίπαλο, γιατί δεν έχει εργοστάσια, που θα γκρεμιστούν αφήνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ως λεία τις αγορές, που χάνονται γι’ αυτό και κέρδος από την πώληση χαμηλότερης στάθμης γνώσης για την επαναλειτουργία τους. Το Ισλάμ όχι μόνο δε βοηθά το σύστημα, αλλά αντίθετα το ζημιώνει. Όλα αυτά τα γνωρίζει το σύστημα, άρα το ζητούμενο είναι να βρούμε γιατί επιμένει σ’ αυτήν τη ζημιογόνα γι’ αυτό κατάσταση.

Το σύστημα χρειάζεται με κάθε θυσία έναν αντίπαλο εναντίον του οποίου ένας πόλεμος, θ’ αλλάξει την παγκόσμια αγορά. Ο αντίπαλος αυτός στους δύο προηγούμενους πολέμους ήταν η Γερμανία. Όμως τα σημερινά δεδομένα που είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας αλλαγής στην οικονομία λόγω του διπόλου, φέρνουν τη Γερμανία από την πλευρά, που έχει την κοσμοκρατορία. Ο πραγματικός αντίπαλος σήμερα που ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις του συστήματος είναι η Ιαπωνία. Η Ιαπωνία έχει κατακλύσει τις αγορές με προϊόντα και η Ιαπωνία είναι αυτή, που μπορεί να θιγεί από την αυθαιρεσία του παγκοσμίου συστήματος. Ενδεχόμενη καταστροφή της ιαπωνικής βιομηχανίας θα φέρει ανάκαμψη στην οικονομία της κοσμοκράτειρας, εφόσον θα κατακτηθούν χαμένες αγορές. Το πρόβλημα για το σύστημα δεν είναι ο εντοπισμός του αντιπάλου, αλλά η εμπλοκή του σε πολεμικές περιπέτειες. Ξέρει η Δύση ότι η Ιαπωνία της δίνει το σύνολο των επιθυμητών λύσεων, αλλά το πρόβλημα που την οδηγεί σε αδιέξοδο είναι η άρνηση της δεύτερης να εμπλακεί σε πόλεμο.

Πριν διερευνήσουμε πώς διατηρεί το δικαίωμα της άρνησης η Ιαπωνία, πρέπει να δούμε πως το σύστημα προσπαθεί να την εμπλέξει σε περιπέτειες. Η περίφημη “καταιγίδα της ερήμου”, ήταν πραγματικά το τελευταίο χαρτί, που παίχθηκε για την επιβίωση του συστήματος. Οι άνθρωποι γνωρίζουν την αναισθησία του συστήματος απέναντι στον ανθρώπινο πόνο και σε καμία περίπτωση και κανένας δεν πίστεψε ότι η επέμβαση έγινε με στόχο την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Η Δύση εμπλέχθηκε σε μία πολυέξοδη επιχείρηση, για να κερδίσει την επιβίωση του συστήματος και όχι για να πουλήσει μερικά όπλα, που δε βγάζουν από το αδιέξοδο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, που πιστεύουν ότι σκοπός της Δύσης ήταν η πώληση όπλων στους εμπλεκόμενους και τίποτε άλλο. Αυτό είναι λάθος, γιατί το σύστημα προστατεύει τον πόλεμο ως πρακτική και για ένα μικρό κέρδος δε φέρνει μπροστά στα μάτια του ανθρώπου τη φρίκη του.

Ο στόχος της “καταιγίδας” ήταν άλλος κι απλά δεν επιτεύχθηκε. Το σύστημα υπολόγισε με ακρίβεια τα πάντα, όσον αφορά το χώρο και το χρόνο, η δε αποτυχία του οφείλεται στα σφάλματα του παρελθόντος. Αυτό γέννησε και μεγάλωσε το δικτάτορα, που έκανε την εισβολή κι αυτό αποδεικνύεται από τα όσα έγιναν κι εξακολουθούν να γίνονται. Ο χρόνος που επιλέχθηκε ήταν ο σωστός, γιατί η οικονομική κρίση στη Δύση είχε αρχίσει να επεκτείνεται και άρα ήταν εκμεταλλεύσιμη, αλλά όχι οριακή, γιατί στην τελευταία περίπτωση έπρεπε το μένος των ανθρώπων να στρέφεται αλλού και όχι εναντίον των τεχνητών εχθρών. Έπρεπε να υπάρχει χρόνος, ώστε να εμφανιστεί ο αντίπαλος, που στην οριακή κατάσταση θα ήταν ο θανάσιμος εχθρός. Ο χώρος που επιλέχθηκε ήταν ο σωστός, γιατί το πρόβλημα που δημιουργούσε ένας δικτάτορας, που επηρεάζει τη ροή του πετρελαίου, αφορά αυτούς, που εξαρτώνται άμεσα απ’ αυτό. Η Δύση δηλαδή δημιούργησε πρόβλημα σ’ ένα χώρο ζωτικής σημασίας για ένα βιομηχανικό γίγαντα, όπως η Ιαπωνία. Ένα πρόβλημα στη ροή του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής δε θίγει σε καμία περίπτωση τα συμφέροντα, ούτε της Αμερικής ούτε της Ρωσίας, που έχουν δική τους παραγωγή, για ν’ αντέξουν και οι ίδιες κι επομένως και οι σύμμαχοι σε συνθήκες πίεσης. Το ευαίσθητο σημείο της Ιαπωνίας, όπως ήταν και της προπολεμικής Γερμανίας, είναι οι πρώτες ύλες και πιο πολύ το πετρέλαιο. Η μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ αυτών των δύο όμως χωρών, όσον αφορά τη χρησιμότητα τους για το σύστημα, είναι αποτέλεσμα της κακής πολιτικής.

Όταν μελετούσαμε το κεφάλαιο, αναφέραμε ότι ο στραγγαλισμός μίας οικονομίας προετοιμάζει την κοινωνία για πόλεμο και ότι τα όρια είναι αυτά, που προσδιορίζουν την ταυτότητα αυτού που θα εκδηλωθεί. Δεν εκδηλώθηκαν οι Γερμανοί, επειδή είναι πιο βάρβαροι από τους υπόλοιπους, αλλά επειδή έφτασαν πιο νωρίς στα άκρα. Το πρόβλημα όμως με την Ιαπωνία είναι ότι έχει ανυπολόγιστες οικονομικές δυνατότητες κι ενώ θεωρητικά βρίσκεται στη δυσμενέστερη θέση, πρακτικά έχει πολύ υψηλά όρια. Αυτά τα όρια που οφείλονται στον πλούτο της, είναι το προϊόν της λανθασμένης τακτικής του συστήματος απέναντι στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία που δημιούργησε την τεράστια βιομηχανία της, χωρίς να πληρώσει τα πανάκριβα πνευματικά δικαιώματα πάνω στην τεχνολογία, έχει συγκεντρώσει κολοσσιαίο πλούτο, που αποκλείει το ενδεχόμενο μέσα από μία κρίση να δημιουργηθούν κοινωνικά προβλήματα. Ο Ιάπωνας βιομήχανος έχει αποσβέσει τις επενδύσεις του κι έχει περιθώριο κέρδους και σε καμία περίπτωση δεν είναι σαν το Γερμανό συνάδελφο του την εποχή του μεσοπολέμου. Δεν κινδυνεύει με χρεοκοπία, λόγω των όσων αναλύσαμε σε άλλο σημείο. Από τη στιγμή που η χρεοκοπία, άρα και το κλείσιμο των εργοστασίων δεν έρχεται, ο Ιάπωνας εργάτης δεν μπαίνει σε φάση εκμετάλλευσης, ρατσισμού κι εθνικισμού.

Η ιαπωνική κοινωνία είναι αρκετά πλούσια, ώστε να μπορεί ν’ αμύνεται. Το πανάκριβο σκηνικό του κόλπου στήθηκε για έναν και μόνο λόγο. Η Δύση έκανε μία επέμβαση με την οποία υπογράμμιζε σε κάθε περίπτωση τα οφέλη για τους Ιάπωνες κι αυτό της έδινε το δικαίωμα να ζητήσει απ’ αυτούς βοήθεια. Οι Ιάπωνες ως κοινωνία δεν έπεσαν στην παγίδα κι αυτήν τη βοήθεια την έδωσαν, αλλά όχι στην επιθυμητή μορφή. Δεν αρνήθηκαν τα χρήματα, αλλά αρνήθηκαν το σπουδαιότερο. Η παγκόσμια ειρήνη σήμερα είναι πιο σίγουρη από ποτέ κι αυτό χάρη στην Ιαπωνία. Οι άνθρωποι αυτού το πλανήτη θα πρέπει να ευγνωμονούν τους Ιάπωνες, επειδή άντεξαν στις πιέσεις του άθλιου συστήματος. Η Ιαπωνία δεν άλλαξε το σύνταγμα της και δε δέχτηκε να στείλει ούτε έναν Ιάπωνα στρατιώτη έξω από την Ιαπωνία, όπως έκανε η χριστιανική Γερμανία, πετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο στον κάλαθο των αχρήστων τα μεγαλεπήβολα σχέδια του συστήματος. Εδώ θ’ αναρωτηθεί κάποιος και θα πει: “Γιατί άραγε τόση αγωνία για στρατιωτική βοήθεια; Δεν έφτανε η οικονομική;”. Η Δύση δε χρειαζόταν χρήματα, γιατί αυτά τα διέθετε, στην πραγματικότητα η Δύση προσπαθούσε να παρασύρει την Ιαπωνία στον ιμπεριαλισμό που θα εκμεταλλευόταν στο άμεσο μέλλον. Η Δύση είχε ως στόχο να παρασύρει την Ιαπωνία σε ιμπεριαλιστικές πρακτικές. Επειδή γνωρίζει τις ανάγκες της, θα την ενθάρρυνε να χτίσει στρατιωτικές βάσεις για τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Επειδή όμως όπου υπάρχουν στρατοί υπάρχουν κι εγκλήματα, θα την προκαλούσε συστηματικά, συγκεντρώνοντας υλικό προπαγάνδας. Όταν πλέον θα ερχόταν ο κατάλληλος χρόνος και η κρίση της Δύσης οριακή, η παγκόσμια στρατιωτική παρουσία της Ιαπωνίας σε συνδυασμό με τον πλούτο της θα προβαλλόταν ως το κύριο αίτιο της κρίσης κι ο πόλεμος θα ήταν η μόνη λύση.

Αυτός ο πόλεμος ήταν εύκολο να προκληθεί, εφόσον υπάρχουν τα δεδομένα. Μία πανίσχυρη στρατιωτικά και οικονομικά Ιαπωνία δε θ’ ανεχόταν την παράνομη κατοχή των νησιών Κουρίλες από τον πιο ασθενή Δυτικό αντίπαλο. Η επέμβαση της που θα ενθαρρυνόταν από το παγκόσμιο σύστημα, θα οδηγούσε σ’ έναν πόλεμο που έχει ξαναεπαναληφθεί. Ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος θα έδινε στο άθλιο σύστημα της Δύσης τη δυνατότητα να κάνει ένα θρησκευτικό πόλεμο, μ’ αποτέλεσμα την ισοπέδωση της Ιαπωνίας για δεύτερη φορά και τη δημιουργία των συνθηκών που χρειάζεται. Το δίπολο που μπορεί να λειτουργήσει σήμερα είναι μεταξύ του συνόλου της Δύσης και της Ιαπωνίας. Όμως οι επενδύσεις των Αμερικανών στην Ιαπωνία κι ο φόβος των Ιαπώνων, που έχουν γευθεί τον πυρηνικό όλεθρο, καθιστούν αυτήν την κατάσταση σχεδόν αδύνατη.

Ο πόλεμος του κόλπου καθόρισε και το τέλος των ορίων της γνώσης που συνεχώς επαναλαμβάνει το σύστημα. Ενώ μέχρι τώρα το σύστημα είχε έτοιμη γνώση που τη χρησιμοποιούσε σε κάθε περίπτωση ανάλογα με το συμφέρον του, από εδώ και πέρα τα δεδομένα αλλάζουν και τα λάθη το φθείρουν ανεπανόρθωτα. Όταν ο πρόεδρος της Αμερικής μιλούσε για “νέα τάξη πραγμάτων”, ήξερε ακριβώς τι έλεγε και δεν ακροβατούσε ανάμεσα σε λέξεις κι έννοιες. Η “καταιγίδα της ερήμου” ήταν απόλυτα όμοια με την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία κι αυτή ήταν η απόλυτη κι οριακή γνώση του συστήματος σε θέματα πολέμων. Η γιουγκοσλαβική κρίση αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι το σύστημα δεν έχει πλέον εκείνες τις γνώσεις, που θα το βοηθήσουν. Οι δούλοι που το υπηρετούν, αποδεικνύονται ανίκανοι και βλάκες να το βοηθήσουν, εφόσον είναι φανερό ότι το γιουγκοσλαβικό πρόβλημα δεν υπηρετεί καμία γενικότερη στρατηγική, που να δίνει το δικαίωμα στο σύστημα να ελπίζει. Το μόνο που καταφέρνει η Δύση με όλα τα εγκλήματα που αφήνει και διαπράττονται στη Γιουγκοσλαβία, είναι να φθείρει το σύστημά της και μ’ αυτόν τον τρόπο να βαδίζει στην άγνωστη γι’ αυτήν “νέα τάξη πραγμάτων”. Η γιουγκοσλαβική κρίση αποδεικνύει κατά τον καλύτερο τρόπο την τελειότητα που είχε δημιουργήσει το σύστημα πριν τον αμερικανικό τυφώνα.

Αν αυτήν τη στιγμή εχθρός ήταν η Γερμανία, το σύστημα θα είχε τη δυνατότητα να κάνει τον απαραίτητο πόλεμο. Ήδη η χριστιανική Γερμανία έχει αρχίσει κι εκδηλώνει την επιθυμητή για το σύστημα συμπεριφορά κι αυτή είναι η τραγική ειρωνεία για τους ανθρώπους του συστήματος, που προσπάθησαν να σχεδιάσουν ένα ανώτερο λειτουργικώς σύνολο από το προηγούμενο. Οι εκκλησίες αποκάλυψαν τις βρωμερές προθέσεις, αλλά και πρακτικές του κι απέδειξαν ότι μία ανάσα πριν το 2000 μπορούν και μετατρέπουν τους ανθρώπους σε ζώα, που σκοτώνει ο ένας τον άλλο, χωρίς να γνωρίζει γιατί. Η γιουγκοσλαβική κρίση είναι απαραίτητη για τους ανθρώπους, που πρέπει ν’ αντιληφθούν πώς πραγματικά λειτουργεί το ανθρωποκτόνο σύστημα. Πρέπει να παρακολουθήσει κάποιος το σύνολο της συμπεριφοράς της εκκλησίας, για ν’ αντιληφθεί πώς και πότε εμφανίζεται και πότε απέχει.

Καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα, έχει τη δυνατότητα να δει ότι το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η επανάληψη. Από τις απλές καταστάσεις που έχουν στο σύνολο τους ερμηνευθεί από τους φιλοσόφους κι έχουν γίνει κατανοητές από τους απλούς ανθρώπους μέσω της επανάληψης, η ανθρωπότητα περνά διαδοχικές φάσεις, που γίνονται όλο και πιο σύνθετες. Τα σημερινά αδιέξοδα που βιώνει ο άνθρωπος, έχουν τόσο σύνθετη όψη, που φαίνονται σχεδόν ανίκητα. Όταν ξεκινήσαμε τη θεωρία αναφέραμε —κι αυτό το αντιλαμβάνεται ο καθένας με βάση τα όσα ακούει και τα όσα βλέπει— ότι οι άνθρωποι στην εποχή μας υποτιμούν το θείο Λόγο κι αναζητούν λύσεις, που είναι προϊόντα ανθρώπινης σκέψης. Ο Λόγος του Χριστού φαίνεται απλοϊκός και φαινομενικά εκφράζει ανησυχίες μίας άλλης εποχής, που έχει ξεπεραστεί. Για να εκτιμήσει κάποιος το Λόγο του Χριστού, θα πρέπει να βρει τις λύσεις στα σύνθετα προβλήματα του κι αυτό φαινομενικά είναι αδύνατο. Ο Χριστός δε μιλά για ιμπεριαλισμό, για οικονομία ή το τελευταίο που προέκυψε, για οικολογία. Για ν’ αντιληφθεί κάποιος το Λόγο Του, θα πρέπει κατ’ αρχήν να μπορεί να φιλοσοφήσει πάνω στο σύνολο των προβλημάτων και μ’ αυτόν τον τρόπο να ξεχωρίσει τα προβλήματα, που γεννούν προβλήματα, ώστε να μπορέσει έτσι να βρει τις πραγματικές σταθερές. Ο Χριστός δεν είναι δυνατό να προτείνει λύση των οικολογικών προβλημάτων, γιατί αυτό το πρόβλημα είναι δευτερεύον και άρα για να λυθεί πρέπει να λυθούν τα προβλήματα, που το γεννούν. Ο αναγνώστης πρέπει ν’ αντιληφθεί ότι το σύνολο των σύγχρονων προβλημάτων λύνεται με δύο τρόπους: ή με τη σύνθεση ή με την αφαίρεση. Αν προσπαθεί να λύσει κάποιος τον τεράστιο όγκο τους, θα πρέπει να προχωρήσει στην αφαίρεση κι αν κάποιος ξεκινήσει από την εποχή της Δημιουργίας, θα πρέπει να προχωρήσει στη σύνθεση. Είναι αδύνατο να προτείνει κάποιος σωστές λύσεις οικολογίας μελετώντας την οικολογία ως ξεχωριστό πρόβλημα και όχι ως γέννημα κάποιου άλλου. Μ’ αυτήν τη λογική αν προσπαθήσει κάποιος, είτε να συνθέσει είτε να αφαιρέσει, θα φτάσει σε μερικά προβλήματα, που μένουν σταθερά κι αμετάβλητα κι είναι αυτά, που γεννούν τα υπόλοιπα. Αυτά τα σταθερά και αμετάβλητα προβλήματα είναι, αυτά που αποτελούν την “αχίλλειο πτέρνα” του συστήματος και που αποκαλύπτονται από την επανάληψη των φαινομένων. Ενώ τα φαινόμενα γίνονται όλο και πιο σύνθετα, η προσοχή του μελετητή θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αιτία που δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει χωρίς φθορά τις ίδιες πρακτικές. Αυτή η δυνατότητα προκύπτει από το γεγονός ότι τα σημαντικά προβλήματα μένουν πάντα ανέγγιχτα. Το σύστημα προβάλλει διαρκώς καινούργια προβλήματα, παρασέρνοντας τον άνθρωπο και περιπλέκοντας την κατάσταση.

Ο τέλειος Χριστός δε βρίσκεται στα διάφορα υποπροβλήματα, αλλά στη ρίζα των πραγματικών προβλημάτων. Τα προβλήματα των οποίων η λύση δίνει αυτόματα τη δυνατότητα λύσης στα υπόλοιπα, θα πρέπει ν’ αναζητηθούν στο Λόγο του Χριστού και να επιβεβαιωθούν από την ιστορική πραγματικότητα. Ο Χριστός μέσω του Λόγου Του όχι μόνον προτείνει λύσεις, αλλά και προσδιορίζει τα πραγματικά προβλήματα μέσα από ένα σύνολο άσχετων. Ένας φιλόσοφος ακόμα κι όταν δράσει εκ του πονηρού, ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνει τα όσα προτείνει ο Χριστός, μπορεί ν’ ανιχνεύσει τα διαχρονικά προβλήματα. Ο Χριστός μιλά για εξουσία, για μοιχεία και για ένα σύνολο άλλων προβλημάτων και βλέπουμε ότι από την εποχή της Βαβυλώνας ως τις μέρες μας αυτά υπάρχουν, ενώ κάποια άλλα δήθεν σπουδαία δεν υπάρχουν. Όμως πώς είναι δυνατό ο Χριστός να δίνει λύσεις στα καυτά σημερινά προβλήματα; Τι προτείνει ο Χριστός για ένα εργοστάσιο, που προκαλεί μόλυνση του περιβάλλοντος; Ένας οικολόγος θα μιλήσει για τεχνολογία, που το κάνει ακίνδυνο κι αν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, θα προτείνει το κλείσιμο του. Ο Χριστός όμως τι προτείνει; Γιατί ένα εργοστάσιο δε χρησιμοποιεί την τεχνολογία, ώστε γίνει ακίνδυνο για το περιβάλλον; Γιατί το εργοστάσιο κλείνει αδυνατώντας να καλύψει τις οικολογικές προδιαγραφές; Η υπερσύγχρονη τεχνολογία έχει λύσεις για το οικολογικό πρόβλημα. Όμως το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι η τεχνολογία αυτή είναι πολύ ακριβή στην εφαρμογή της. Αυτό το κόστος έχει σχέση με τα πνευματικά δικαιώματα αυτών που την προσφέρουν. Άρα το πρόβλημα είναι αυτά τα δικαιώματα και όχι τα όσα απασχολούν τον ευαίσθητο οικολόγο. Σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει ο Χριστός να δίνει απαντήσεις και όχι σ’ αυτά, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα.

Όταν για το σύνολο των κακών, που μαστίζουν τον άνθρωπο, ευθύνεται το σύστημα, τότε σ’ αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να προσανατολιστούμε. Το σύστημα που είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου, υπάρχει και λειτουργεί εξαιτίας ορισμένων συνθηκών κι ασκεί εξουσία. Ο Χριστός αυτά τα γνωρίζει και μέσα από το Λόγο Του πρέπει να προκύπτουν οι απαντήσεις που περιμένει ο άνθρωπος. Το σύστημα λειτουργεί ελέω Θεού και στηρίζεται στα πνευματικά δικαιώματα. Από τη στιγμή που υπάρχουν αυτά, αυτόματα έχουμε και το φαινόμενο της λογοκρισίας… μέσω αυτής είναι δυνατή η προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Από τα πνευματικά δικαιώματα προκύπτουν επίσης όλα τ’ αρνητικά φαινόμενα, που έχουν σχέση με την οικονομία και μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται δεσμός μεταξύ οικονομίας κι εξουσίας. Κάποιος έχει πνευματικά δικαιώματα και εξαιτίας αυτών εισπράττει υπεραξία αυθαίρετα. Επειδή γίνεται αυτή η κλοπή, ο άνθρωπος τείνει προς την αμφισβήτηση και άρα γεννιέται η ανάγκη άσκησης εξουσίας.

Ο Χριστός αμφισβητεί στο σύνολο τους τα πνευματικά δικαιώματα κι αυτό το αποκαλύπτει στο Λόγο Του: (Ματθ. 7.7-7.8) “Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμιν.” (Ζητάτε καί θά σάς δοθή, ερευνάτε καί θά βρήτε,κτυπάτε καί θά σάς ανοιχθή η πόρτα.), ή και στο (Ματθ. 10.27-10.28) “ο λέγω υμίν εν τη σκοτία, είπατε εν τω φωτί, και ο εις το ους ακούετε, κηρύξατε επί των δωμάτων.” (Εκείνο πού σάς λέγω κρυφά, διαλαλήσατέ το φανερά, καί εκείνο πού τό ακούτε κρυθά εις τό αυτί, κηρύξατέ το από τίς ταράτσες.). Ο Χριστός απευθυνόμενος στο σύνολο των ανθρώπων και χωρίς να κάνει την παραμικρή εξαίρεση, προτρέπει να ερευνούν το Λόγο Του χωρίς κανέναν ενδοιασμό και φόβο. Η εκκλησία αντίθετα που στηρίζει την ύπαρξή της στα δικαιώματα των Αποστόλων, δεν ακολουθεί το Λόγο του Θεού παρά του Πέτρου, που λέει: (Πέτρ. Β’ 1.20) “τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ου γίνεται.” (Νά έχετε πρώτα υπ’ όψιν σας, ότι κανένας δέν μπορεί νά ερμηνεύση προφητείαν γραφής μόνος του.). Όταν η εκκλησία κρατά για τον εαυτό της τη δυνατότητα ερμηνείας, δίνει αυθαίρετα τη δυνατότητα στον κάθε δούλο της να παριστάνει τον εκλεκτό “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Παύλου, που λέει: (Κορινθ. Α’ 7.7) “θέλω γαρ πάντας ανθρώπους είναι ως και εμαυτόν.” (Θά ήθελα όλοι οι άνθρωποι νά είναι όπως είμαι εγώ,). Το σύνολο αυτό των εκλεκτών έχουν την τάση να κλέβουν. Ποτέ δεν έλειψε το ψωμί από το τραπέζι κανενός επισκόπου και ποτέ αυτό το ψωμί δεν το χόρτασε ο απλός άνθρωπος.

Η μεταφορά των δικαιωμάτων από τους Αποστόλους προς τους δούλους γίνεται με τον τρόπο που εφαρμόζει ο Παύλος. (Κορινθ. Α’ 1.1) “Παύλος, κλητός απόστολος Ιησού Χριστού διά θελήματος Θεού, και Σωσθένης ο αδελφός” (Ο Παύλος καλεσμένος μέ τό θέλημα τού Θεού νά είναι απόστολος τού Ιησού Χριστού, καί ο Σωσθένης ο αδελφός,). Μέσω αυτής της διαδικασίας από τον καιρό των Αποστόλων ως σήμερα, οι δούλοι της εκκλησίας εισπράττουν υπεραξία, που είναι καθαρή κλοπή και θα δούμε γιατί. Μέσω του όρκου που αμφισβητεί παντελώς ο Χριστός, δημιουργούνται τα επιμέρους συστήματα, που κι αυτά κλέβουν υπεραξία. Το σύνολο αυτής της υπεραξίας που είναι τεράστια, είναι και η αιτία των οικονομικών προβλημάτων, που υπάρχουν. Οι άνθρωποι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι φτωχοί, δουλεύουν μέρα και νύχτα, για να καρπώνονται τον κόπο τους οι κλέφτες.

Πριν δούμε αυτές καθ’ αυτές τις οικονομικές απόψεις του Χριστού, θα πρέπει να βρούμε πρώτα την άποψη Του για τη λογοκρισία. Όταν τα πνευματικά δικαιώματα είναι αυτά, που στηρίζουν τους δούλους, ο Χριστός θα πρέπει να έχει άποψη για την άμυνα τους, που είναι η λογοκρισία. Όμως τι είναι λογοκρισία; Ποιος έχει την ανάγκη της; Είναι δυνατό ο Θεός να την έχει ανάγκη; Ο Θεός είναι τέλειος κι αυτήν την τελειότητα τη μεταδίδει στον Υιό Του, το Χριστό. Ποιος μπορεί να κρίνει και να βρει λάθος στο Λόγο Του; Μπορεί ο άνθρωπος να πει ότι το “ου μοιχεύσεις” είναι λάθος; Αν αυτό είναι λάθος, τότε ποιο είναι το σωστό; Δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε άνθρωπος, που να μπορεί ν’ αμφισβητήσει το Δημιουργό, γιατί ο Δημιουργός προσφέρει πάντα αυτά ακριβώς που χρειάζεται το δημιούργημα του, που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Δημιουργός έκανε τον άνθρωπο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” κι αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι του έδωσε κρίση. Ο άνθρωπος σαν όμοιος με το Θεό έχει κρίση κι αυτή η κρίση είναι, που του δίνει το πλεονέκτημα να παίρνει απ’ Αυτόν. Με κοινό χαρακτηριστικό την κρίση έχουμε ένα δίπολο. Ο Θεός δίνει κι ο άνθρωπος παίρνει. Όμως επειδή ο Θεός γνωρίζει τι δίνει —κι επειδή υπάρχει η κοινή κρίση— δεν έχει ανάγκη τη λογοκρισία.

Μ’ αυτά τα δεδομένα λοιπόν δεν μπορεί να υπάρξει κάποιος, που με εντολές όπως: “να μοιχεύσεις”, “να κλέψεις” κλπ. να πάρει τη θέση Του στην ψυχή των ανθρώπων. Ανάγκη λογοκρισίας έχουν μόνον, όσοι κατορθώνουν για διάφορους λόγους να μπουν ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό. Ποιοι είναι αυτοί; Η ιστορία δείχνει την αληθινή κατάσταση κι αυτή με τη σειρά της τούς φωτογραφίζει. Οι χειρότεροι άνθρωποι που έχουν μπει ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, είναι οι άνθρωποι της εκκλησίας. Από την εποχή των ωμών εγκλημάτων τις Ιεράς Εξέτασης ως και τις μέρες μας, λογοκρίνουν και σκοτώνουν τους ανθρώπους. Κάποιος σ’ αυτό το σημείο ίσως αναρωτηθεί και πει: “Γιατί; Δεν είναι άνθρωποι, που αγωνίζονται για τη διάδοση του Λόγου του Θεού; Δε θυσιάζονται για να μην αλλοιωθούν τα λεγόμενα Του;”. Φαινομενικά αυτό κάνουν, αλλά στην πραγματικότητα αγωνίζονται υπέρ των εξουσιών τους, της κλοπής τους και της μοιχείας τους. Αυτοί έχουν ανάγκη τη λογοκρισία, γιατί έτσι μόνον προστατεύουν τα παραπάνω. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει και να αλλοιώσει το “αγαπάτε αλλήλους”, ενώ ο καθένας μπορεί να αμφισβητήσει το αλάθητο του Πάπα, το μισθό του επισκόπου ή την ύποπτη υποχρεωτική αγαμία του κλήρου.. ν’ αμφισβητήσει όλα αυτά που είναι ανθρώπινες εντολές και όχι θείες.

Ο Χριστός όλα αυτά τα γνωρίζει και δίνει την άποψη Του, αλλά κλειδωμένη λόγω αποστολής. Λέει λοιπόν: (Μάρκ. 7.6-7.8) “μάτην δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας εντάλματα ανθρώπων.” (τού κακού μάλιστα μέ σέβονται, διότι διδάσκουν διδασκαλίας, πού είναι ανθρώπιναι εντολαί.). Σ’ αυτό το σημείο διαχωρίζει αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Αμέσως παρακάτω δίνει και τη γνώση του: (Μάρκ. 7.14-7.17) “ακούετέ με πάντες και συνίετε. ουδέν εστίν έξωθεν του ανθρώπου εισπορευόμενον εις αυτόν ό δύναται αυτόν κοινώσαι, αλλά τα εκπορευόμενα απ’ αυτού, εκείνα έστι τα κοινούντα τον άνθρωπον. ει τις έχει ώτα ακούειν, ακουέτω.” (Ακούστε με όλοι καί καταλάβετε. Κανένα πράγμα, πού μπαίνει εις τόν άνθρωπον απ’ έξω, δέν είναι δυνατόν νά τόν κάνη ακάθαρτον. Αλλ’ εκείνα πού βγαίνουν, αυτά κάνουν τόν άνθρωπον ακάθαρτον. Εκείνος πού έχει αυτιά διά νά άκουη, άς ακούη.). Είναι αφέλεια να νομίζει κάποιος ότι ο Χριστός μιλά για τροφή και για την υγιεινή. Εδώ ο Χριστός με τρομερή για την αποστολή Του σαφήνεια, δείχνει την άποψη του. Ο άνθρωπος έχει κρίση από το Θεό κι αυτή η κρίση τον προστατεύει. Ό,τι κι αν ακούσει, ό,τι κι αν του πουν, είναι αδύνατο να τον μολύνουν. Είναι αδύνατο να βλασφημεί κάποιος το Θεό και να παρασυρθεί στη βλασφημία αυτός που τον ακούει. Αυτό που μολύνει τον άνθρωπο, είναι εκείνο που βγαίνει από το στόμα του κι αυτό συμβαίνει γιατί σ’ έναν κόσμο στον οποίο οι βρωμεροί δούλοι ελέγχουν τα πάντα και θέλουν να προστατεύσουν τις βρωμιές τους, λένε συνειδητά ψέματα και μολύνονται οι ίδιοι απ’ αυτά τα ψέματα.

Ένας ιερέας που καλεί τον κόσμο σε θυσίες και σταυροφορίες, είναι βρώμικος, γιατί, ενώ γνωρίζει το θείο: “αγαπάτε αλλήλους”, από το στόμα του βγαίνει ψεύδος. Έτσι επιβεβαιώνεται ο Χριστός παρακάτω, όταν λέει ότι: (Μάρκ. 7.20-7.23) “έλεγε δε ότι το εκ του ανθρώπου εκπορευόμενον, εκείνο κοινοί τον άνθρωπον. έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη. πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον.” (έλεγε δέ, “Εκείνο πού βγαίνει από τόν άνθρωπον, αυτό κάνει τόν άνθρωπον ακάθαρτον. Διότι από μέσα από τήν καρδιά τών ανθρώπων βγαίνουν αι σκέψεις αι κακαί, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφάνεια, μωρία. Όλα αυτά τά κακά βγαίνουν από μέσα καί κάνουν τόν άνθρωπον ακάθαρτον”.). Ο άνθρωπος ό,τι κι αν ακούσει, έχει δυνατότητα να παραμείνει καθαρός. Όταν αντίθετα μιλά, ξεχωρίζει ο καλός από τον κακό. Οποιοσδήποτε άνθρωπος που μιλά και μεταφέρει τους προβληματισμούς του στους ανθρώπους, χωρίς να θέλει να τους εκμεταλλευτεί ή να τους παρασύρει, είναι καλός κι αγαπητός στο Θεό.

Αντίθετα οποιοσδήποτε άνθρωπος που όταν μιλά, αμύνεται υπέρ των κλοπών της μοιχείας και της εξουσίας του, είναι ακάθαρτος και κακός και κατά συνέπεια μισητός στο Θεό. Όταν οι άνθρωποι της εκκλησίας υπεραμύνονται των εξουσιών τους και των προνομίων τους, είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος πού τους τοποθετεί ο Χριστός. Σ’ αυτούς απευθύνεται ο Χριστός όταν λέει: (Ματθ. 12.34-12.37) “γεννήματα εχιδνών, πώς δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες; εκ γαρ του περισσεύματος της καρδιάς το στόμα λαλεί. ο αγαθός άνθρωπος εκ του αγαθού θησαυρού εκβάλλει αγαθά, και ο πονηρός άνθρωπος εκ του πονηρού θησαυρού εκβάλλει πονηρά. λέγω δε θμίν ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως. εκ γαρ των λόγων σου δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση.” (Γενεά εχιδνών, πώς είναι δυνατόν νά μιλήτε γιά καλά πράγματα, αφού είσθε πονηροί; Διότι τό στόμα μιλεί εκείνο από τό οποίον είναι γεμάτη ή καρδιά. Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει από τό αγαθόν τό αποταμιευμένον μέσα του, καί ο κακός άνθρωπος από τό κακόν πού έχει μέσα του βγάζει κακόν. Σάς λέγω, ότι διά κάθε λόγον ανωφελή, πού θά πούν οί άνθρωποι, θά δώσουν λόγον δι’ αυτόν κατά τήν ημέρα τής κρίσεως, διότι από τούς λόγους σου θά δικαιωθείς καί από τούς λόγους σου θά κατακριθείς.). Ενώ λίγο πιο πάνω λέει ότι τα πάντα θα συγχωρεθούν εκτός της βλασφημίας κατά του Πνεύματος. Όπου: Εξουσία = Βλασφημία = 37, ενώ το Σαπρόν δένδρον = Καθολική εκκλησία = Κωνσταντινούπολη = Πνευματικά δικαιώματα = 70.

Με γνώση των Λόγων του Χριστού φυσικό είναι να περιμένουμε απ’ Αυτόν το ύψιστο παράδειγμα, που Τον διαχωρίζει από τους δούλους. Έτσι σε απόλυτη συνέπεια με το Λόγο Του, μας αποδεικνύει τη θεία ταυτότητα Του: (Ιωάν. 15.13-15.14) “μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού. υμείς φίλοι μου έστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος. υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν.” (Δέν έχει κανείς μεγαλύτερην αγάπη από αυτήν, από τό νά θυσιάση τήν ζωήν του διά τούς φίλους του. Σείς είσθε φίλοι μου, εάν κάνετε όσα εγώ σάς παραγγέλω. Δέν σάς ονομάζω πλέον δούλους, διότι ό δούλος δέν ξέρει τί κάνει ό κύριός του, αλλά σάς ωνόμασα φίλους, διότι όλα όσα άκουσα από τόν Πατέρα μου, σάς τά εγνώρισα.). Ο Χριστός γνωστοποίησε τα πάντα σ’ ανθρώπους φτωχούς και αγράμματους κι αρνήθηκε αυτήν τη γνώση να τη μετατρέψει σ’ εξουσία, ονομάζοντας τους φίλους. Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού δεν αναζητά την εξουσία σε βάρος ανθρώπων, που για μία βάρκα που δήθεν παράτησαν, ζητούν τα πάντα. Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού κάνει φίλους τους ανθρώπους κι ένας άθλιος ιερέας με μόνο προσόν τη βρωμιά της υποχρεωτικής αγαμίας παίρνει εξουσία κι ονομάζει τους ανθρώπους δούλους. Ποιος είναι φίλος με τον Πατριάρχη ή τον Πάπα, ώστε να γνωρίζει τι κάνει ή τι πρόκειται να κάνει; Ποιοι είναι όλοι αυτοί, που όχι μόνο δε θυσιάζονται για τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα δε χορταίνουν να βλέπουν τον αίμα τους να τρέχει; Από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού ονομάζει τους ανθρώπους φίλους, σημαίνει ότι δε φοβάται τον έλεγχο, ενώ αντίθετα οι υπόλοιποι μισούν αυτόν τον έλεγχο και τον αποφεύγουν, γιατί τα έργα τους είναι σκοτεινά σαν την ψυχή τους.

Οι άνθρωποι που είναι φίλοι του Χριστού, όλοι ανεξαιρέτως έχουν το δικαίωμα ως παιδιά του Θεού να κρίνουν, οτιδήποτε πέσει στην αντίληψη τους. Η λογοκρισία προστατεύει όλους αυτούς, που έχουν να κρύψουν άνομους στόχους και σκοπούς. Ένας άνθρωπος που εκτελεί τα όσα λέει ο Χριστός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε κι αν υποθέσουμε ότι η κοινωνία είναι αυτό, που ονομάζει ο Χριστός αυλή των προβάτων, τότε αυτός ο άνθρωπος υπηρετεί το σύνολο. Όλοι οι άλλοι που μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων μπαίνουν από άλλες πόρτες στην κοινωνία, μπαίνουν με σκοπό να σφάξουν και να κλέψουν. Ο Χριστός είναι ο “ποιμήν ο καλός” που θυσιάζεται για τους ανθρώπους κι όσοι μπαίνουν στην κοινωνία με γνώση του Λόγου Του είναι οι αγαπητοί του Θεού.

Για τους ανθρώπους της εκκλησίας ισχύει η παραβολή του έμπιστου και του κακού δούλου. Πολλαπλασίασαν τα δικαιώματά τους και τις εξουσίες τους, άρχισαν να τρώνε και να πίνουν με μέθυσους και να κτυπούν τους συνδούλους τους. Όλοι αυτοί που αγνοούν συστηματικά το Λόγο Του.. αυτοί που εμποδίζουν τους απλούς ανθρώπους να ποτίσουν τους συνανθρώπους τους μ’ ένα ποτήρι νερό και να πάρουν κι αυτοί την αμοιβή τους.. όλοι αυτοί θα δουν τιμωρία τη στιγμή της εμφάνισης του Υιού του Ανθρώπου. (Μάρκ. 9.41) “ος γαρ αν ποτίση υμάς ποτήριον ύδατος εν τω ονόματι μου, ότι Χριστού εστέ, αμην λέγω υμίν, ου μη απωλέση τον μισθόν αυτού.” (Καί όποιος σάς ποτίσει ένα ποτήρι νερό εις τό όνομά μου, διότι είσθε τού Χριστού, αλήθεια σάς λέγω, ότι δέν θά χάσει τήν ανταμοιβήν του.). Η επιβεβαίωση όλων αυτών βρίσκεται στο Λόγο του Χριστού, όταν μιλά για την επανεμφάνιση Του.

Η εκκλησία Τον έχει κάνει βασιλιά κι αγνοεί ότι ο βασιλιάς αυτός είναι το είδωλο. Αγνοεί ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει πάλι και θα πεινάει, θα διψάει, θα είναι άρρωστος και θα υποφέρει. Αγνοεί ότι ο Υιός του Ανθρώπου υποφέρει, όπως υποφέρει ο κάθε φτωχός άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ο Υιός του Ανθρώπου δεν έχει χρώμα, ούτε ανήκει σε φυλή. Για κάθε παιδί που πεθαίνει οπουδήποτε στον κόσμο από πείνα κι αρρώστιες, όλοι οι άθλιοι θα δώσουν λογαριασμό κι αυτό που τους περιμένει είναι η καταδίκη. Τους βασιλιάδες ο Χριστός τους σιχαίνεται και τους χλευάζει. Δε φοράει μαλακά φορέματα, όπως ο Πάπας ή ο Πατριάρχης. Ο Υιός του Ανθρώπου θα πάρει τη βασιλεία του Πατέρα Του για να μοιράσει και όχι σαν τους δούλους, που κλέβουν με πρόφαση την προστασία της. Σ’ αυτούς θα πει: (Ματθ. 25.41-25.46) “πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω… και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.” (Φύγετε απ’ εμέ, καταραμένοι, στήν αιωνία φωτία, πού έχει ετοιμασθή διά τόν διάβολον… Καί αυτοί θά μεταβούν εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.). Είναι αυτοί οι άνθρωποι της εκκλησίας που επέλεξαν τη δουλεία και όχι τη φιλία, γιατί μόνον η δουλεία δίνει τη δυνατότητα ιεραρχίας και μαζί μ’ αυτή δυνατότητα εξουσίας, κλοπής κι αδικίας. Οι δούλοι θα κριθούν κι οι ανώτεροι δούλοι είναι οι δούλοι του Θεού. Όλοι αυτοί που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων και δεν έχουν λύπηση για τον πόνο τους, τη φτώχεια τους και τις πληγές τους.

Αν συμβούν όλα όσα ο Χριστός προτείνει για τα πνευματικά δικαιώματα, τότε εξαλείφεται αυτόματα το χειρότερο και ισχυρότερο των υποσυστημάτων. Με την κατάρρευση του οδηγούμαστε σε μία αλυσιδωτή αντίδραση, που έχει σχέση με τα υπόλοιπα υποσυστήματα, που στηρίζουν τα δικαιώματα τους στους όρκους που φυλάγει το σύστημα της εκκλησίας. Έτσι, όταν καταρρεύσει η εξουσία του Πάπα ή του Πατριάρχη, είναι αδύνατο να ασκηθεί εξουσία από τους πολιτικούς ή τους στρατιωτικούς. Πώς μπορεί ένας πολιτικός να οδηγήσει τους ανθρώπους σε θυσία τη στιγμή που η αμφισβήτηση μπορεί να σκορπιστεί ανάμεσα τους; Από τη στιγμή που θα συμβούν όλα αυτά, το αμέσως επόμενο που ακολουθεί είναι η κατάργηση της εισπραττόμενης υπεραξίας. Όταν ο πρωθυπουργός δεν είναι σε θέση να πάρει υπεραξία σε βάρος του εργάτη, τότε οδηγείται σ’ επιλογές, που ευνοούν τον τελευταίο, εφόσον υπάρχει εξίσωση με τον πρώτο. Ο πολιτικός ξέρει να αδικεί, αλλά ξέρει πολύ περισσότερο να προστατεύει τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι με τις γνώσεις που έχει, θ’ αντιληφθεί ότι για την επιβίωση του σ’ έναν κόσμο, που δε δίνει υπεραξία σε δούλους, είναι αναγκαία η κατάργηση του συνόλου της υπεραξίας.

Με τα νέα δεδομένα έχουμε έναν κόσμο χωρίς τα υπερσυστήματα, που φέρουν τις εξουσίες και που για τη διατήρηση τους χωρίζεται ο κόσμος σε κράτη. Αν υποθέσουμε δηλαδή, ότι καταρρέουν όλες οι δομές, λύθηκαν τα προβλήματα του κόσμου; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στο Γερμανό ότι αν πάψει να υπάρχει το σύστημα της Γερμανίας, δε θα ξεκινήσουν σμήνη φτωχών ανθρώπων από τον τρίτο κόσμο, για να εγκατασταθούν στην πλούσια και καλά οργανωμένη Γερμανία; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στον Έλληνα αγρότη, που διατηρεί γη κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, ότι δε θα τον πειράξουν οι φτωχοί Τούρκοι; Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι αδύνατο να τα απαντήσει κάποιος, αν δεν μπορεί να βρει τη διάδοχη κατάσταση. Τα πάντα είναι θέμα δυναμικής. Η δυναμική ήταν αυτή, που χώρισε τους ανθρώπους σε κράτη κι έκανε τον κόσμο να λειτουργήσει και η αντικατάσταση της μπορεί να γίνει μόνο με την εμφάνιση μίας νέας δυναμικής. Εφόσον υπάρχει τεράστια διαφορά δυναμικού, όσον αφορά τον πλούτο και την υποδομή, κατάργηση των τειχών που χωρίζουν τον κόσμο, σημαίνει φόβο κι ανασφάλεια. Μία πλούσια Αμερική είναι αδύνατο να μη γίνει στόχος εκατομμυρίων ανθρώπων, που θέλουν μία καλύτερη ζωή.

Το ζητούμενο είναι μία κατάσταση, που θα κάνει τους πληθυσμούς στατικούς. Όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρχουν μετακινήσεις, για παράδειγμα, από την Ελλάδα προς τη Γερμανία, αλλά στην ιδανική κατάσταση να επιστρέψουν οι Έλληνες στην Ελλάδα πάντα με ελεύθερα κριτήρια κατ’ αυτήν τη φορά. Είναι αναγκαίο να προστατευτούν με κάθε τρόπο κοινωνίες, που μόχθησαν για την υποδομή τους, από ενέργειες απελπισμένων που άθελα τους θα δημιουργήσουν σύγχυση. Δεν μπορεί ν’ ανοίξει τις πόρτες της η Γαλλία και να συρρεύσουν φτωχοί απ’ όλη την Αφρική προκαλώντας το φόβο. Ο φόβος δεν προκαλείται από φαινόμενα αρνητικά μόνον, αλλά κι από την υπόθεση ακόμα. Αν ο Γάλλος βλέπει έξω από το σπίτι του χιλιάδες φτωχούς ανθρώπους να περιφέρονται, πώς μπορεί να είναι ήσυχος; Όλοι αυτοί οι φτωχοί δεν είναι εγκληματίες, αλλά ένας απ’ αυτούς αρκεί για να προκαλέσει ρατσισμό με συνέπεια την εκ νέου εμφάνιση της εξουσίας. Ακόμα κι αν πρόκειται για προβοκάτσια, οι Γάλλοι θ’ απαιτήσουν ένα σύστημα, που να διαφυλάγει τα δικαιώματα τους. Άρα το γκρέμισμα των τειχών δεν είναι κάτι, που μπορεί να γίνει με ασφάλεια, όταν δε δημιουργούνται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις, που απαιτούνται. Είναι πιο εύκολο να οδηγηθούμε στο χάος παρά στην ευημερία. Η λύση μπορεί να δοθεί μόνον από τον Υιό του Θεού και στο Λόγο Του πρέπει να την αναζητήσουμε. Όμως λύση χωρίς κατανόηση του προβλήματος είναι αδύνατο ν’ αναζητηθεί. Πρέπει να κατανοήσουμε τα δεδομένα του προβλήματος, ώστε να γνωρίζουμε τι ακριβώς ζητούμε.

Στην εποχή μας ο κόσμος είναι χωρισμένος σε δύο μέρη: υπάρχει ένα μέρος στο οποίο οι άνθρωποι ζουν σε γενικά παραδεκτές συνθήκες κι ένα μέρος σε απαράδεκτες. Υπάρχουν κοινωνίες, όπου ένας άνθρωπος με μόνο εφόδιο την εργασία του μπορεί ν’ απολαμβάνει ένα καλό βιοτικό επίπεδο (σπίτι, αυτοκίνητο, σύγχρονες ανέσεις) και κοινωνίες, όπου η ανθρώπινη εργασία είναι πολλές φορές στο θέμα της αμοιβής κατώτερη κι απ’ αυτή του ζώου. Αυτή η διαφορά που είναι τεράστια κι έχει σχέση με την αξιολόγηση της ανθρώπινης εργασίας, είναι, που δημιουργεί τις μεταναστευτικές τάσεις στον πλανήτη. Αν στη Γερμανία όλοι οι Γερμανοί ήταν μεγιστάνες και όλες οι εργασίες γίνονταν με ρομπότ, δε θα δημιουργούνταν μεταναστευτικό ρεύμα προς αυτήν. Επειδή όμως στη Γερμανία υπάρχουν εργοστάσια, που απαιτούν εργατικά χέρια και πληρώνουν ικανοποιητικά, εφόσον οι μισθοί προβλέπονται για Γερμανούς, υπάρχουν φτωχοί, που από ανάγκη θέλουν να μετακινηθούν προς αυτήν. Η μετακίνηση γίνεται πάντα από φτωχούς, που με μόνο εφόδιο την ικανότητα τους για εργασία, αναζητούν την καλύτερη δυνατή αμοιβή. Ο άνθρωπος που είναι πλούσιος και κατοικεί στη φτωχή ζώνη, ποτέ δε μετακινείται. Αυτό είναι απόλυτο, γιατί όλες αυτές οι χώρες στηρίζονται στο ρατσισμό, που γεννά εθνικισμό κι αυτό τον ενοχλεί. Ένας πλούσιος Τούρκος δε θέλει ποτέ να κατοικήσει στη Γερμανία, γιατί στην Τουρκία απολαμβάνει τα πάντα, ενώ στη Γερμανία ακόμα κι ένας φτωχός Γερμανός θα τον θεωρεί κατώτερο.

Μέχρι στιγμής έχουμε: έναν κόσμο χωρισμένο σε δύο τμήματα και μία διαφορά στην αξιολόγηση της ανθρώπινης εργασίας, που δημιουργεί το φαινόμενο της μετανάστευσης. Ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες μας απασχόλησε η υπεραξία που εισπράττουν οι δούλοι, σ’ αυτό το σημείο προκύπτει διαφορά στην αξιολόγηση της εργασίας του ανθρώπου. Ενώ ο Γερμανός εργάτης πέφτει θύμα του Γερμανού βιομηχάνου κι αποτελεί τη βάση της γερμανικής κοινωνίας στο θέμα της αμοιβής, τώρα προκύπτει ότι αυτή η βάση είναι δέλεαρ για κάποιους άλλους. Αυτό το πρόβλημα δεν είναι πρωτόγνωρο και το έχουμε ξανασυναντήσει μέσα στα ίδια τα κράτη.. αφορά τη διαφορά μεταξύ κέντρου κι επαρχίας και επιβεβαιώνει αυτό, που αναφέραμε για παγκόσμια επαρχία. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η αναλογία στο πρόβλημα, η λύση θα τηρεί κι αυτή με τη σειρά της αυτήν την αναλογία. Αν βρούμε μία λύση σε μία κοινωνία τύπου Γερμανίας, η λύση αυτή θα είναι όμοια και για την παγκόσμια κοινωνία. Αν απομονώσουμε μία τέτοια κοινωνία από το σύνολο του κόσμου, εξαλείψουμε το σύνολο των αναγκών για ασφάλεια και θεωρήσουμε το σύνολο του κόσμου ένα έθνος, τότε μόνο μπορούμε να προσεγγίσουμε τη λύση. Το πρόβλημα είναι να μην αδικεί άνθρωπος άνθρωπο και όχι Γερμανός Γερμανό αδιαφορώντας για τους άλλους. Όταν πάψει ο άνθρωπος ν’ αδικεί τον άνθρωπο, τότε μόνον ο Γερμανός δε θ’ αδικεί Γερμανό και οι Γερμανοί άλλα έθνη.

Έστω ότι στην κοινωνία τύπου Γερμανία οι άνθρωποι αποφασίζουν να μην πληρώσουν υπεραξία στους δούλους των υποσυστημάτων. Ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο θα πληρώνεται τον ίδιο μισθό με τον εργάτη της Mercedes. Ο μισθός είναι κάτι, που εύκολα προσδιορίζεται κι αυτό σημαίνει ότι η εφαρμογή του μέτρου μπορεί να είναι άμεση. Όμως τι θα γίνει με το σύστημα στο σύνολο του; Στη μεγάλη Γερμανία θα επικρατεί το χάος; Η παραγωγή και η κάλυψη των αναγκών απαιτεί προγραμματισμό και άρα γνώσεις. Έστω ότι ένα εργοστάσιο παράγει αυτοκίνητα στο Μόναχο, όπου εδράζεται. Θα παράγει μόνο για το Μόναχο, όπου περιορίζονται οι γνώσεις του; Πόσα θα παράγει; Πού θα τα διαθέσει; Οι Γερμανοί γεωργοί μπορεί κατά σύμπτωση να παράγουν ένα προϊόν και να δημιουργηθούν ελλείψεις στα υπόλοιπα; Για ν’ αποφευχθούν όλα αυτά απαιτούνται γνώσεις. Πρέπει αυτοί που παράγουν αυτοκίνητα, να παράγουν για το σύνολο της Γερμανίας και όχι για την πόλη στην οποία βρίσκονται, επειδή εκεί περιορίζονται οι γνώσεις τους. Η ανθρωπότητα ζει στο 2000 και όχι στην εποχή των αρχαίων πόλεων-κρατών. Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το σύστημα, που εδράζεται σ’ ένα χώρο, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί ακέραιο. Δεν μπορεί η Γερμανία να στερηθεί την προσφορά ενός οργάνου, όπως το υπουργείο Γεωργίας για παράδειγμα.

Το σύστημα που γνωρίζουμε σήμερα αποτελείται από τέσσερα υποσυστήματα των οποίων γνωρίζουμε τους ρόλους. Απ’ αυτά τα τέσσερα τα δύο μπορούν να καταργηθούν άμεσα κι αυτά είναι το σύστημα της εκκλησίας και του στρατού. Αυτά μπορούν να καταργηθούν, γιατί η σπουδαιότητα τους έχει σχέση με την εξουσία. Επειδή απομονώσαμε την κοινωνία τύπου Γερμανίας, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαία η εξουσία αυτής της μορφής. Θεωρούμε ότι οι Γερμανοί γνωρίζουν το Λόγο του Θεού και Τον λατρεύουν, ενώ η ανυπαρξία άλλων εθνών εξαλείφει τις ανάγκες για στρατό. Αυτά που μένουν δηλαδή, είναι το σύστημα πολιτικής εξουσίας και της παιδείας. Αν εκτός απ’ αυτές τις δύο αλλαγές δεν αλλάξει τίποτε άλλο, αυτό που ακολουθεί είναι πάλι το χάος. Αυτό θα συμβεί, γιατί το κεφάλαιο με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί αργά ή γρήγορα θα δημιουργήσει το φαινόμενο του πληθωρισμού, που πλήττει τη βάση των εργαζομένων. Αν, όπως υποθέσαμε, το σύστημα διατηρηθεί, γιατί είναι άκρως απαραίτητο, ο πληθωρισμός θ’ αναγκάσει τους ανθρώπους να το εγκαταλείψουν. Δεν μπορεί κάποιος να δουλεύει για χάρη της ομαλής λειτουργίας του κόσμου, χωρίς να μπορεί να επιβιώσει. Όμως, επειδή το σύστημα είναι τόσο απαραίτητο, πριν γίνει η μετάβαση στ’ ολέθριο χάος, θα επέλθει συμφωνία και συμφωνία σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνει υπεραξία για τους εργαζόμενους στο σύστημα. Μέσα σ’ έναν περιορισμένο εθνικά χώρο θα βρεθούν πάλι εργαζόμενοι με καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα, που θα χειροτερέψουν το πρόβλημα της οικονομίας.

Όταν υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, που δημιουργεί ανισότητες, μαζί μ’ αυτές τις ανισότητες αρχίζει να γεννιέται το μίσος. Ενώ στη μελέτη μας ξεκινάμε με τα καλύτερα δεδομένα, που περιλαμβάνουν το σύνολο των μορφών παραγωγής, τέλεια γνώση κι ομοιογένεια του πληθυσμού, φτάνουμε σε μία κοινωνία ταραγμένη και γεμάτη μίσος. Μισεί ο Γερμανός το Γερμανό, που τον κλέβει, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχουν οι φαύλοι, που στρέφουν το μίσος εναντίον τεχνητών εθνικών εχθρών. Σ’ αυτήν την περίπτωση οι Γερμανοί δεν μπορούν να μισήσουν τους Εβραίους ή τους Γάλλους. Αν χυθεί έστω και μία σταγόνα αίματος εξαιτίας του μίσους, τότε πρόκειται περί εμφυλίου κι αυτή είναι η λογική όλων των πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Για να λειτουργήσει όμως το κεφάλαιο, απαιτεί κέρδος κι αυτό γίνεται μόνο μέσω του πολέμου. Η Γερμανία των Γερμανών που μελετάμε, για να καλύψει αυτήν την ανάγκη, θα γίνει άνω Γερμανία των άνω Γερμανών και κάτω Γερμανία των κάτω Γερμανών.

Είναι θέμα χρόνου κάποιοι να θεωρήσουν τους εαυτούς τους πιο αδικημένους και να μισήσουν τον πρώτο που θα του υποδείξουν αυτοί, που έχουν συμφέρον να το κάνουν κι αυτοί είναι οι κεφαλαιοκράτες. Έτσι, αν η Mercedes έχει τη βάση της στο βορρά και η BMW στο νότο, ο καθένας απ’ αυτούς τους κολοσσούς θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τον άμεσο περίγυρο του. Περίγυρος θεωρούνται άλλες βιομηχανικές μονάδες, που κι αυτές επηρεάζονται από το άσχημο οικονομικό περιβάλλον κι ανταγωνιστές τους βρίσκονται στον άλλο χώρο και καταλαμβάνουν μέρος της αγοράς. Όλοι αυτοί γνωρίζουν ότι ο κορεσμός της αγοράς θίγει το κεφάλαιο τους κι απ’ αυτήν τη γνώση οδηγούνται σε πόλεμο. Αν η BMW είναι η μεγάλη χαμένη της αγοράς, γνωρίζει ότι ένας πόλεμος θα της επιτρέψει ή να κλέψει την τεχνογνωσία της Mercedes ή να κλαπεί η δική της, εξασφαλίζοντας όμως την επιβίωση μέσα σε μία αγορά με νέες ανάγκες.

Από τη στιγμή που θα χωριστεί η Γερμανία σε άνω και κάτω, κανένας δεν έχει συμφέρον να την ενώσει. Για να γίνει αυτό, εκεί όπου δεν υπήρχε επιμονή στην εκπαίδευση στο θέμα της ιστορίας, αφού όλοι είναι Γερμανοί, αυτόματα θ’ αρχίσει το ύπουλο σύστημα να γράφει την ξεχωριστή ιστορία που το ευνοεί. Για τους βόρειους θα φταίνε πάντα και για όλα οι νότιοι και το αντίστροφο. Έτσι θα πολεμούν μεταξύ τους οι χριστιανοί Γερμανοί κι εξαιτίας της “αγάπης” τους για το Θεό που θεωρούν πανίσχυρο, θα επιλέξουν ο καθένας τον προστάτη άγιο τους. Θα πολεμούν όπως πολέμησαν οι Άγγλοι με τους Γάλλους θεωρώντας τους αγίους προστάτες τους.

Με τη γνώση των όσων ακολουθούν, για να βρούμε τη λύση, θα πρέπει να βρούμε πρώτα ποιος είναι ο λόγος εξαιτίας του οποίου γεννιέται ο πληθωρισμός και καταστρέφει τη μισθολογική ισότητα. Το σύνολο των αρνητικών φαινομένων οφείλονται σε δύο διαφορετικούς παράγοντες: ο πρώτος είναι τα πνευματικά δικαιώματα στην τεχνογνωσία κι ο δεύτερος η ύπαρξη μέσα στην ίδια κοινωνία πλουσίων και φτωχών. Η διαφορά τους είναι ότι ο πρώτος παράγοντας είναι τεχνητός και συνεπώς υπάρχει δυνατότητα άμεσης αλλαγής του. Ο δεύτερος είναι φυσικός και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί. Ο Θεός σε καμία περίπτωση δεν ανέχεται την κλοπή και χωρίς αυτήν ο πλούσιος δε γίνεται οικονομικά ίσος με τους υπόλοιπους. Συνεπώς το πρόβλημα δεν είναι οι πλούσιοι, αφού θεωρητικά και πρακτικά μπορεί να γίνει ο καθένας πλούσιος σύμφωνα με τη φιλοσοφία του για τη ζωή, τις αξίες και τη θυσία. Επομένως η λύση δε βρίσκεται σ’ αυτόν τον παράγοντα. Ο Θεός σέβεται τις επιλογές του καθενός και μία απ’ αυτές είναι η συγκέντρωση πλούτου.

Το πρόβλημα γεννιέται μόνον από τα πνευματικά δικαιώματα. Τα εργοστάσια σύμφωνα με τη λογική του καθενός χτίζονται, για να φέρουν κέρδος στον ιδιοκτήτη τους και όχι για να δοθεί δουλειά στους ανθρώπους και με την παραγωγή των προϊόντων να καλυφτούν ορισμένες ανάγκες της κοινωνίας. Από τη στιγμή που είναι αυτό κατανοητό, πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις συνθήκες, που δίνουν αυτήν τη δυνατότητα. Η κύρια συνθήκη είναι η ζήτηση. Έχουμε ένα προϊόν και υπάρχουν άνθρωποι που το θέλουν. Όσο πιο πολλοί, τόσο πιο μεγάλη η δυνατότητα κέρδους. Οι δύο παράγοντες που αναφέραμε πιο πριν, εδώ παίζουν το ρόλο τους. Αν ο καθένας μπορούσε να πάρει τη γνώση και να παράγει γρήγορα, η ζήτηση —και κατ’ αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα κέρδους— θα καλυπτόταν. Όμως, επειδή το σύστημα στηρίζεται στο κεφάλαιο, το προστατεύει με τα δικαιώματα, επιβραδύνει την εξίσωση μεταξύ ζήτησης και παραγωγής κι επιτρέπει ακόμα και την αισχροκέρδεια.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι εξίσου σημαντικός κι αν δεν υπήρχε, δε θα μπορούσαν να συμβούν τα παραπάνω. Σε μία κοινωνία στην οποία υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, εννοείται ότι τη ζητούμενη υπεραξία, όσο η ζήτηση είναι μεγάλη, μπορούν να την πληρώσουν μόνον οι πλούσιοι. Αν ο άνθρωπος ήταν ένα ον κουτό, οι βιομήχανοι θα επέλεγαν ένα επίπεδο παραγωγής, που τους ευνοεί και δε θα παρήγαγαν ούτε μία μονάδα παραπάνω. Έτσι, χωρίς ν’ αλλοιωθεί το σύνολο της οικονομικής ζωής, δυνατότητα αγοράς αυτοκινήτων θα είχαν μερικοί μόνον πλούσιοι. Ο άνθρωπος όμως ως έξυπνος και ταυτόχρονα πονηρός, όταν βλέπει μία κατάσταση, που σε γενικές γραμμές τον αδικεί, την ανέχεται, γιατί ελπίζει να βρει την τεχνογνωσία, που θα του επιτρέψει να μπει στην αγορά. Στίβει το μυαλό του μέρα και νύχτα, για να βρει δικό του τρόπο παραγωγής ενός προϊόντος. Αν υποθέσουμε ότι στη Γερμανία το πρώτο εργοστάσιο ήταν η Mercedes-Benz, επειδή δεν κάλυπτε την αγορά, επέτρεψε τη γέννηση της BMW. Όσο η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τα προβλήματα ξεκινούν από τη στιγμή που η αγορά τείνει στο όριο κι αρχίζουν οι συγκρούσεις. Αν δεν υπήρχαν τα πνευματικά δικαιώματα —κι εδώ βρίσκεται ο επικίνδυνος ρόλος τους— τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά. Οι δύο Γίγαντες θα κάλυπταν την αγορά με προϊόντα ίδιας ποιότητας και θα καθόριζαν την παραγωγή τους σε τέτοια επίπεδα, ώστε αργά ή γρήγορα το προϊόν αυτοκίνητο να ήταν προσιτό σ’ όλους τους ανθρώπους.

Επειδή όμως υπάρχουν τα πνευματικά δικαιώματα, το κεφάλαιο κατευθύνεται από δικούς του νόμους. Το κεφάλαιο πάντα θα εκδηλώνει την τάση του για μονοπώλιο από τη στιγμή που προστατεύεται. Έχουμε δύο γνώσεις, που και οι δύο έχουν αυτήν την κατεύθυνση. Αν δεν υπήρχαν τα πνευματικά δικαιώματα, αυτές οι γνώσεις θα ήταν απόλυτα ίδιες και η κατάσταση στο όριο μονοπωλιακή. Το κεφάλαιο έχει την τάση για μονοπώλιο, αλλά όταν φτάσει σ’ εκείνη την κατάσταση, χάνει τη δυνατότητα κέρδους. Αν τα εργοστάσια της Γερμανίας παρήγαγαν την οριακή παραγωγή για τις ανάγκες της, τότε οι τιμές θα έπεφταν μέχρι το όριο τους, που είναι το κόστος παραγωγής του προϊόντος και σχεδόν μηδενικό κέρδος για το βιομήχανο. Μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργείται μία τεχνητή κατάσταση στην αγορά, που έχει ως μοναδικό χαμένο τον εργαζόμενο.

Αυτή η κατάσταση παραμορφώνει το σύνολο των δεδομένων. Ενώ το προϊόν είναι ένα και η αγορά επίσης μία με συνθήκες, που επιτρέπουν την ύπαρξη γνώσεων διαφορετικής αξίας, αλλάζουν τα πάντα. Ενώ στην περίπτωση μας το προϊόν που διατίθεται είναι ένα κι είναι το αυτοκίνητο κι ενώ η αγορά είναι μία κι είναι η γερμανική, μ’ αυτήν την αλλαγή η κατάσταση περιπλέκεται. Τα προϊόντα γίνονται δύο κι είναι το Mercedes και το BMW. Κι ενώ η αγορά παραμένει η ίδια, παρ’ όλ’ αυτά γίνεται διπλή.. η Mercedes δηλαδή και η BMW αγωνίζονται για το σύνολο της κι αγνοούν ο ένας την παραγωγή του άλλου. Από τη στιγμή που η γνώση του καθενός διαφέρει, όσον αφορά το επίπεδο της από του άλλου, η αγορά χωρίζεται με τρόπο διαφορετικό από το φυσικό. Φυσικός τρόπος είναι αυτός, που έχει κύριο αίτιο της δημιουργίας τού κάθε υποχώρου της αγοράς την απόσταση διάθεσης του προϊόντος. Αυτό σημαίνει ότι αν η γνώση ήταν κοινή και τα εργοστάσια τα μισά στο Αμβούργο και τα μισά στο Μόναχο, θα συνέβαινε το εξής: ο Γερμανός που θα κατοικούσε στο Μόναχο, θα προτιμούσε να πάρει ένα BMW, που κατασκευάζεται στην πόλη του, παρά ένα ίδιο ποιοτικά Mercedes, που κατασκευάζεται στο βορρά και χωρίς καμία διαφορά να επιβαρύνεται το κόστος μεταφοράς. Αυτός είναι ο φυσικός τρόπος κι ευνοεί απόλυτα τους ανθρώπους.

Ο τεχνητός τρόπος είναι αυτός που χωρίζει την αγορά με κριτήρια οικονομικά. Ο πλούσιος παίρνει ό,τι καλύτερο κι ο φτωχός αυτό που μπορεί. Με τη διαφορά της γνώσης η αγορά χωρίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο: ο πλούσιος, αν η τεχνογνωσία της Mercedes είναι ανώτερη, θα πάρει, όπου κι αν κατοικεί, ένα αυτοκίνητο της. Είτε μένει στο Μόναχο είτε στη Φρανκφούρτη αυτό που θέλει είναι το καλύτερο προϊόν. Ενώ το προϊόν είναι ένα κι είναι το αυτοκίνητο, υπάρχει μεταβολή και τα προϊόντα γίνονται δύο. Το καλό και το λιγότερο καλό. Επειδή το κεφάλαιο σε κάθε περίπτωση λειτουργεί ανεξάρτητα από το επίπεδο της γνώσης και οι δύο αυτοί αντίπαλοι τείνουν προς την κατάκτηση της αγοράς, το επίπεδο της γνώσης απλά καθορίζει το σημείο εκκίνησης. Αυτό σημαίνει ότι στο παράδειγμα μας η Mercedes ξεκινά από πάνω προς τα κάτω στο σύνολο του αγοραστικού κοινού, ενώ η BMW αντίθετα. Από τη στιγμή που θα γίνει η σύγκρουση, τα πάντα είναι σε βάρος των ανθρώπων. Από τη στιγμή που οι δύο Γίγαντες διεκδικούν το ίδιο μερίδιο της αγοράς, εγκαταλείποντας την παραδοσιακή πελατεία τους που έχουν καλύψει, αρχίζει και γεννιέται ο πληθωρισμός.

Τον πληθωρισμό τον δημιουργούν πάντα οι δούλοι. Όλοι οι άνθρωποι που είναι μισθωτοί και για οποιονδήποτε λόγο εισπράττουν υπεραξία, είναι υπεύθυνοι για τον πληθωρισμό. Ο χαρακτηρισμός “δούλος” τους δίνεται, γιατί ο δούλος κάνει πάντα αυτό που του υποδεικνύουν άλλοι και όχι αυτό που πραγματικά επιθυμεί. Ένας ελεύθερος άνθρωπος δε δέχεται αυτήν την κατάσταση κι όταν δεν μπορεί να τη νικήσει, αποχωρεί. Όμως ένας άνθρωπος που εισπράττει μεγάλη υπεραξία, εξαιτίας της γίνεται δούλος. Ποιος άνθρωπος, που, ενώ είναι μισθωτός, ζει σαν πλούσιος, θα έφερνε αντίρρηση σ’ αυτόν, που του δίνει την υπεραξία; Όταν οι δύο Γίγαντες έρθουν σε σύγκρουση, αυτόματα αρχίζουν κι εμφανίζονται δούλοι. Ποιοι είναι αυτοί; Σ’ άλλο σημείο όταν αναφερθήκαμε στο κεφάλαιο, είπαμε ότι μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων ο βλάκας φεουδάρχης έγινε ευφυής βιομήχανος. Αυτό σημαίνει ότι όταν έρθει η στιγμή της σύγκρουσης και τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται δύσκολα, αυτός ο φεουδάρχης αδυνατεί ν’ αντεπεξέλθει στις ανάγκες της σύγκρουσης. Αρχίζει λοιπόν και προσλαμβάνει στελέχη, που έχουν γνώσεις. Αυτά τα στελέχη είναι οι δούλοι κι οι αμοιβές τους δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτές τον εργατών. Όσο πιο δύσκολες γίνονται οι συνθήκες, τόσο μεγαλύτερες απαιτήσεις υπάρχουν. Οι βιομηχανίες ζητούν τους καλύτερους κι αυτό σημαίνει τους ακριβότερους.

Μία άλλη συνθήκη που αλλάζει, όταν η αγορά είναι κοινή, είναι και η γέννηση της ανάγκης διαφήμισης. Όταν υπάρχουν προϊόντα, που απευθύνονται στους ίδιους ανθρώπους, πάντα υπάρχει ανάγκη διαφήμισης. Αυτό αν συνδυαστεί με το διαφορετικό σημείο εκκίνησης για την κάθε εταιρεία, σημαίνει πολλαπλασιασμό των εξόδων για βελτίωση της ποιότητας και της τεχνογνωσίας. Ενώ αρχικά η BMW ενδιαφερόταν για τους φτωχότερους αγοραστές και δε βελτίωνε την τεχνογνωσία της, σ’ αυτήν τη φάση είναι υποχρεωμένη να τη βελτιώσει. Πώς να διαφημιστεί; “Προτιμήστε μας, γιατί αν και το αυτοκίνητο είναι χειρότερο, εμείς είμαστε καλύτεροι χριστιανοί;”. Πρέπει να πληρώσει και για την αγορά της τεχνογνωσίας και για τη διαφήμιση αυτής της αλλαγής.

Η τεχνογνωσία γεννά κι αυτή δούλους. Τους καλύτερους μηχανικούς και σχεδιαστές τούς παίρνει αυτός, που πληρώνει καλύτερα. Το ίδιο ισχύει και για τους διαφημιστές. Όλα αυτά επηρεάζουν άμεσα την τιμή του προϊόντος κι όταν αυτό γίνεται στο σύνολο των προϊόντων, ο μεγάλος χαμένος είναι ο εργαζόμενος. Έτσι, ενώ ένα προϊόν έχει κόστος πραγματικό —το κόστος των πρώτων υλών για την παραγωγή του, το κόστος του εργάτη που το παρήγαγε και το κόστος της ενέργειας που απαίτησε η παραγωγή του προϊόντος— αυτό που συμβαίνει είναι εντελώς διαφορετικό. Ο βιομήχανος που διαθέτει το εργοστάσιο, έχει κάθε δικαίωμα να ζητά το κέρδος κι αυτό σημαίνει ότι το προϊόν, όταν θα φτάσει στην αγορά, θα έχει σε κάθε περίπτωση αξία η οποία θα καλύπτει το κόστος παραγωγής του και θα περιλαμβάνει και το ποσοστό κέρδους του βιομηχάνου. Όπως ο εργάτης εργάζεται για το κέρδος, έτσι κι ο βιομήχανος εργάζεται γι’ αυτό με τη διαφορά ότι ο καθένας ξεκινά με διαφορετικά δεδομένα. Ο ένας έχει και πλούτο και δυνατότητα εργασίας, ενώ ο δεύτερος μόνον τη δυνατότητα εργασίας.

Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά ένας άλλος μεγάλος προβληματισμός κι αναρωτιέται κάποιος πώς καθορίζεται αυτό το κέρδος. Μπορεί διά νόμου να επιβληθεί σ’ ένα βιομήχανο το επιτρεπτό ποσοστό κέρδους; Μπορεί κάποιος να πει ότι δικαιούται ένα 20, επί της αξίας του προϊόντος, και όχι 25; Ποτέ και κανένα πρόβλημα μεταξύ των ανθρώπων δε λύνεται με νόμους. Τα πάντα είναι θέμα δυναμικής. Αυτή η δυναμική είναι, που προσδιορίζει την τέλεια αναλογία και προστατεύει και τους πλούσιους και τους φτωχούς. Πώς δημιουργείται η δυναμική; Πάντα ελεύθερα και μέσα από τους νόμους της αγοράς. Αν ένας βιομήχανος βρίσκεται στην παραγωγή ενός αγαθού, που του επιτρέπει την αισχροκέρδεια, αυτό διαρκεί ελάχιστα. Ένας άλλος βιομήχανος που έχει κεφάλαιο και παράγει ένα προϊόν, που ήδη έχει κατακλύσει την αγορά, βλέποντας το κέρδος του να μειώνεται κι επιπλέον την παραπάνω δραστηριότητα ν’ αποδίδει, θ’ αλλάξει τομέα παραγωγής.

Έτσι αργά, αλλά σταθερά θα δημιουργηθεί μία κατάσταση, που δε θα μεταβάλλεται. Όμως αυτό το ιδανικό για όλους αποτέλεσμα από τη στιγμή που υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων ο βιομήχανος που αισχροκερδεί, δε σταματά παρά μόνο με την εμφάνιση κάποιου άλλου, που με ανώτερη γνώση τείνει κι αυτός στην αισχροκέρδεια. Ο βιομήχανος που βρίσκεται σ’ έναν τομέα παραγωγής, που δεν είναι τόσο κερδοφόρος, δεν μπορεί ν’ αλλάξει τομέα παραγωγής, γιατί τα πνευματικά δικαιώματα είναι πανάκριβα, ενώ η εμφάνιση του στο χώρο αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από πανάκριβη διαφήμιση. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του προσδοκώμενου κέρδους, που αν συνδυαστεί με το ρίσκο, κάνουν αυτήν την αλλαγή τομέα αδύνατη. Μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων οι βιομήχανοι και το κεφάλαιο παραμένουν σε σταθερούς τομείς παραγωγής κι όταν ο ανταγωνισμός φτάσει σε οριακά επίπεδα, αυτοί κινδυνεύουν και μαζί μ’ αυτούς η ειρήνη.

Αν ο αναγνώστης καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει στην αγορά, θα καταλάβει αυτόματα ποιοι είναι εχθροί μεταξύ τους πραγματικοί και ποιοι τεχνητοί. Εχθρός του εργάτη δεν είναι ο βιομήχανος, αλλά ο συνάδελφος του εργάτης, που εκμεταλλεύεται τις συνθήκες. Το σύστημα τεχνητά αφήνει να εννοηθεί ότι εχθρός του εργάτη είναι ο βιομήχανος, για να κάνει την παρουσία του απαραίτητη. Προστατεύει τον ισχυρό οικονομικά βιομήχανο από τους πολλούς φτωχούς εργάτες μέσω των υποσυστημάτων καταστολής και στη συνέχεια παριστάνει το φύλακα των εργατών από τους εκμεταλλευτές.

Επιστρέφουμε πίσω στις συνθήκες ανταγωνισμού που δημιουργούν τα πνευματικά δικαιώματα και βλέπουμε τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Δύο Γίγαντες ανταγωνίζονται για μία κοινή αγορά. Τα προϊόντα τους επιβαρύνονται με το επιπλέον κόστος της υπεραξίας των δούλων. Ανάμεσα στους βιομηχάνους ιδιοκτήτες και τους εργάτες μπαίνει ένα ολόκληρο σύστημα δούλων, που λειτουργεί “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του συστήματος εξουσίας. Στην κορυφή αυτού του συστήματος υπάρχει ο βιομήχανος και στη βάση ο εργάτης. Η γνώση των δούλων κι ο ανταγωνισμός σε συνθήκες ύπαρξης πνευματικών δικαιωμάτων επιβάλλει δημιουργία συστήματος στο σύνολο των ανταγωνιστών. Έτσι στο παράδειγμα μας η BMW που είχε λόγο να βελτιώσει την τεχνογνωσία της, πληρώνει υπεραξία σε μηχανικούς κι εξειδικευμένους εργαζόμενους αλλά αυτή η κίνηση παρασέρνει και τη Mercedes, που θέλει να διατηρήσει τη διαφορά της. Από τη στιγμή που ένας βιομήχανος αναγκάζεται για λόγους επιβίωσης να πληρώσει δούλους, παρασέρνει το σύνολο των υπολοίπων. Αυτό το σύστημα επιβαρύνει το κόστος παραγωγής.

Ο βιομήχανος σ’ αυτήν τη νέα κατάσταση θα προσθέσει το κέρδος του στα νέα δεδομένα, που κάνουν το προϊόν ακριβότερο και άρα πιο απρόσιτο για τον εργάτη της βάσης. Όταν συμβαίνει αυτό σε συνθήκες γενικής κρίσης και όχι κάποιου μεμονωμένου κλάδου, οι συνέπειες είναι άμεσες κι αυτό φαίνεται στην ακρίβεια της αγοράς. Απ’ αυτήν την ακρίβεια που ανεβάζει το κόστος ζωής, αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση για την εκδήλωση των κοινωνικών φαινομένων, που είναι η αιτία όλων των κακών. Οι δούλοι ως άθλιοι που είναι, αγνοούν ότι σε μία κοινωνία με συγκεκριμένη παραγωγή, άρα και πλούτο, η υπεραξία που εισπράττουν είναι κόπος ανθρώπων. Όταν ένας διευθυντής ζητάει μία αύξηση, αυτή η αύξηση δεν είναι προϊόν μαγείας, αλλά κλοπή του κόπου κάποιου άλλου. Όταν υπάρχει ανταγωνισμός και το κόστος παραγωγής συνέχεια επιβαρύνεται, αυτό δεν τείνει προς το άπειρο, αλλά προς μία τιμή οριακή. Δεν μπορεί ένα πλυντήριο να κοστίζει όσο ένα αυτοκίνητο, επειδή εκεί οδηγεί ο ανταγωνισμός. Το κάθε προϊόν έχει κάποια όρια στην τιμή πώλησής του, που σε περίπτωση υπέρβασής της βγάζει το προϊόν έξω από την αγορά. Όταν με τις απαιτήσεις των δούλων, που εκβιάζουν το βιομήχανο το προϊόν φτάσει τα όρια, οι απαιτήσεις τους επιβαρύνουν αποκλειστικά και μόνον τους συναδέλφους τους στο ίδιο εργοστάσιο. Αν λοιπόν σκεφτεί κάποιος ότι το πραγματικό κόστος παραγωγής είναι η βάση και τα όρια τιμής του προϊόντος η κορυφή, τότε εύκολα καταλαβαίνει ότι αυτόν τον πλούτο τον μοιράζονται από κοινού ο βιομήχανος κι οι δούλοι.

Όταν υπάρχει ζήτηση του προϊόντος, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαφοράς ανήκει στο βιομήχανο, ενώ όταν υπάρχουν συνθήκες ανταγωνισμού, αρχίζει μία σύγκρουση συμφερόντων. Η σύγκρουση έχει κι αυτή τα όρια της. Δεν μπορεί ο βιομήχανος να δώσει το σύνολο του κέρδους στους δούλους κι αυτός απλά να υπάρχει. Όταν εμφανιστούν αυτά τα όρια, αποκαλύπτονται οι πραγματικοί ένοχοι. Οι δούλοι δεν παύουν ν’ απαιτούν και να εκβιάζουν κι αυτό, εφόσον έχουν εξαντληθεί τα όρια του χώρου, όπου βρίσκεται το πραγματικό κέρδος, σημαίνει ότι το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής. Όμως πώς να συμπιεστεί το κόστος παραγωγής; Να μειωθεί το κόστος των πρώτων υλών, που είναι εκτός ελέγχου; Να μειωθεί η ενέργεια, που χρησιμοποιείται; Αυτά είναι αμετάβλητα. Το μόνο μεταβλητό που υπάρχει είναι ο μισθός του εργάτη. Οι διευθυντές που αναπροσαρμόζουν τους μισθούς τους, κλέβουν τον εργάτη κι όχι οι βιομήχανοι που αναζητούν την απόδοση του κεφαλαίου τους σε κέρδος.

Όλοι αυτοί οι δούλοι είναι ίδιοι μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το σύστημα που υπηρετούν. Είναι άνθρωποι με την ίδια φιλοσοφία, που είναι προϊόν της ίδιας παιδείας. Ξεκινούν τη ζωή τους φτωχοί και πεθαίνουν φτωχότεροι. Είναι νέοι και θυσιάζονται κι όταν γεράσουν προσπαθούν να παρασύρουν το σύνολο των ανθρώπων μέσα στη βρωμιά. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, ενώ ο άνθρωπός σήμερα ζει κατά μέσο όρο 75 χρόνια, τα συστήματα που δίνουν γνώση ταλαιπωρούν τους δούλους μέχρι τα 35 και μέχρι τα 40 τους χρόνια; Ποιος θνητός άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει στη σκέψη ότι πρέπει να θυσιάσει τα καλύτερα του χρόνια για ν’ απολαύσει τον πλούτο γέροντας; Τι μπορεί να κάνει τον πλούτο αυτός ο άνθρωπος εκτός από αντίτιμο της χαμένης νιότης του; Πορνεία και μοιχεία δημιουργεί αυτός ο πλούτος και τίποτε άλλο. Μπαίνουν άπειροι ανίκανοι δούλοι ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους, ανάμεσα στο βιομήχανο και τους εργάτες, ανάμεσα στον αθλητή και τους φιλάθλους, ανάμεσα στον ποιητή και στο κοινό του.

Το πρόβλημα εδώ παίρνει τη συνολική του μορφή. Ο εργατικός μισθός που συμπιέζεται κι αφορά την πλειοψηφία των ανθρώπων, οδηγεί τους ανθρώπους στην απελπισία. Ο εργάτης είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο φίλαθλος είναι το κοινό του ποιητή. Μειώνουν τον πλούτο του που δικαιούται, εφόσον ιδρώνει και μοχθεί γι’ αυτόν και τον κάνουν θύμα της αγάπης του. Μεταμορφώνουν το Θεό σε άσπλαχνο πατέρα που μόνο ζητά και ποτέ δε δίνει. Μεταμορφώνουν τον αθλητή σε κλέφτη, εφόσον το κέρδος του από τη διαφήμιση επιβαρύνει τους ίδιους τους ανθρώπους, είτε παράγουν το προϊόν είτε το καταναλώνουν. Μεταμορφώνουν τον ποιητή σε βιομήχανο και το ποίημα σε προϊόν, που πρέπει να καταναλωθεί με κάποια συγκεκριμένη τιμή λόγω πνευματικών δικαιωμάτων. Δούλοι, παντού δούλοι. Διευθυντές, προϊστάμενοι, τμηματάρχες, κλέβουν όσα μπορούν και περιμένουν να προαχθούν, για να κλέψουν ακόμα περισσότερα.

Όλη αυτή η αναμονή οδηγεί εκ νέου στη σκέψη για πρεσβύτερους δούλους και θύματα, που στην πλειοψηφία τους είναι οι νέοι. Ο νέος είτε ελεύθερος είτε δούλος είναι έξω απ’ αυτήν τη αθλιότητα, όχι επειδή είναι πάντα τέλειος, αλλά επειδή πρέπει να περιμένει την εξομοίωση στην ηλικία. Ο διευθυντής της Mercedes είναι πρεσβύτερος και μέχρι να κατορθώσει να ζει τη ζωή του σαν το βιομήχανο, περίμενε με το κεφάλι σκυφτό και τον αυχένα πάντα κόκκινο από τα χτυπήματα των δούλων, που ήταν ανώτεροι ιεραρχικά. Απ’ αυτό το τεράστιο θράσος των δούλων της παραγωγής ξεκίνησε και το φαινόμενο της μεγάλης συγκέντρωσης της παραγωγής στ’ αστικά κέντρα. Επειδή όλοι αυτοί οι δούλοι γνωρίζουν τα όρια, μέσα στα οποία κινείται το κέρδος, από την παραγωγή μετέφεραν τις δραστηριότητες στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι εργάτες είναι ευάλωτοι, όταν αρχίζει η οικονομική κρίση. Ζητά αύξηση ο δούλος διευθυντής από το βιομήχανο και γνωρίζει ότι αδικεί τον εργάτη. Απολύει τον ακριβό του εργάτη και παίρνει το φθηνό για να καρπωθεί τη διαφορά. Όμως γιατί δεν αντιλαμβάνεται ο εργάτης τι συμβαίνει; Ποιο χαρακτηριστικό της παραγωγής τον παγιδεύει; Πώς δημιουργείται η τεχνητή έχθρα μεταξύ πλουσίων και φτωχών; Όλα ξεκινούν από τον εργάτη, που βλέπει έναν κόσμο, όπως του τον παρουσιάζουν και όχι όπως πραγματικά είναι.

Ο εργάτης μπαίνει στην παραγωγή, όταν ο κόσμος γύρω του ήδη έχει διαμορφώσει τα τεχνητά χαρακτηριστικά του. Εργάζεται στην BMW, όταν το σύστημα ήδη έχει κάνει ξεχωριστό το προϊόν και την αγορά πολλαπλής μορφής. Παράγει ένα αυτοκίνητο, που απευθύνεται σ’ ορισμένους ανθρώπους και δεν παράγει το προϊόν στην απόλυτη μορφή του. Παράγει BMW και όχι αυτοκίνητο. Ακόμα κι αν η BMW αποφασίσει να παράγει ψυγεία, αυτός πάλι BMW θα παράγει. Όταν ο εργάτης αγνοεί τη φύση του προϊόντος που παράγει, γίνεται δέσμιος των πνευματικών δικαιωμάτων της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Πιστεύει ότι η συγκεκριμένη γνώση της εταιρείας τού εξασφαλίζει την εργασία και όχι η ζήτηση της αγοράς για το συγκεκριμένο προϊόν. Βλέπει ένα είδωλο. Νομίζει ότι η γνώση δημιουργεί ανάγκες και όχι οι ανάγκες γνώση. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος θέλει αυτοκίνητο, ο εργάτης θα δουλέψει, είτε υπάρχει η συγκεκριμένη BMW είτε όχι. Μ’ αυτήν την άποψη που είναι και η επιθυμητή για το σύστημα, γίνεται υποστηρικτής των πνευματικών δικαιωμάτων της εταιρείας του.

Όταν όλοι οι εργάτες σκέφτονται μ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς το παραμικρό κέρδος λόγω υπεραξίας, γίνονται δούλοι. Αυτό δε φαίνεται σε συνθήκες ζήτησης, παρά μόνο σε συνθήκες ανταγωνισμού. Όταν πλέον οι βιομηχανίες που διαθέτουν γνώση διαφορετικού επιπέδου αρχίζουν και συγκρούονται, τότε αυτή η δουλεία είναι, που παγιδεύει. Ο εργάτης της Mercedes που έγινε δούλος της γνώσης της, γίνεται υποχείριο του συστήματος, που υποστηρίζει τα πνευματικά δικαιώματα. Ο εργάτης αυτός, όταν θα δει το μισθό του να μειώνεται, δε θα διαμαρτυρηθεί για τους μισθούς των δούλων. Πιστεύει ότι ο μισθός του είναι αποτέλεσμα της γνώσης της Mercedes και για να εξακολουθήσει να εργάζεται πρέπει αυτή η γνώση να διατηρεί τη διαφορά από τον ανταγωνισμό. Ο καλός μηχανικός που ζητά τεράστια υπεραξία, αντί να θεωρείται κλέφτης κι εχθρός, γίνεται σωτήρας. Ο δε διευθυντής που εισπράττει όσο άπειροι εργάτες, γίνεται ο ευφυής κυβερνήτης της εταιρείας. Αδυνατεί να σκεφτεί καθαρά και ν’ απαιτήσει κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων. Αδυνατεί να σκεφτεί ότι ο μισθός του είναι αποτέλεσμα της εργασίας του και όχι του επιπέδου της γνώσης. Βλέπουν οι εργάτες να μειώνονται τα εισοδήματα τους και δεν μπορούν ν’ αναπτύξουν μία φιλοσοφία. Δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τι ακριβώς σημαίνει παραγωγή.

Ένα προϊόν από τη στιγμή που δεν το παράγει η φύση, ώστε να το πάρει κάποιος έτοιμο, ό,τι κι αν γίνει, ό,τι συνθήκες κι αν επικρατούν, έχει κόστος παραγωγής, που πρέπει να πληρωθεί απ’ αυτόν, που θέλει να το αποκτήσει. Αυτό είναι το λεπτό σημείο, που πρέπει να προσεχθεί. Από τη στιγμή που θέλει κάποιος ένα προϊόν, που έχει μέσα του αξία, πρέπει να την πληρώσει. Αν αυτήν την αξία δεν είναι διατεθειμένος να την πληρώσει κανένας, εφόσον το προϊόν δεν τον ενδιαφέρει, παύει να είναι προϊόν. Μπορεί κάποιος να χαράζει έναν κορμό δέντρου για εκατό ώρες και ν’ απαιτεί να πληρωθεί εκατό εργατοώρες ενός εργάτη της Mercedes; Όταν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, αυτό συμβαίνει. Σε περίπτωση που η τιμή αγοράς δύο προϊόντων είναι ίση και η γνώση διαφορετική, όλοι θέλουν να αποκτήσουν το καλύτερο κι ενώ τα δύο προϊόντα έχουν μέσα τους αξία, στην ουσία το ένα δεν είναι καν προϊόν. Έτσι ο εργάτης που παράγει ένα προϊόν που πουλά και μ’ αυτόν τον τρόπο αποσβήνει το κόστος του, είναι πολέμιος κάθε θεωρίας για την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων. Όταν η Mercedes πουλά, ο εργάτης της δε θέλει η BMW να πάρει την τεχνογνωσία της. Αντίθετα ο εργάτης της εταιρείας, που μειονεκτεί, σκέφτεται αντίθετα, αλλά λόγω της θέσης του είναι αδύνατο να πιέσει προς αυτήν την κατεύθυνση.

Μ’ αυτές τις δύο διαφορετικές λογικές, γίνονται όλοι δέσμιοι των δούλων. Ο εργάτης της Mercedes ανέχεται τις υπεραξίες των δούλων, ενώ ο εργάτης της BMW πολλές φορές κατανοεί και το παράλογο. Δέχεται ακόμα και ν’ απολυθεί για να πληρωθούν οι δούλοι, που φέρνουν γνώση, έτσι ώστε μακροπρόθεσμα να ελπίζει σε επαναπρόσληψη. Βιομήχανοι κι εργάτες πέφτουν θύματα των αθλίων δούλων. Οι εργάτες δίνουν μέρος του μισθού τους και οι βιομήχανοι το κεφάλαιό τους, για να παριστάνουν οι δούλοι τους πλούσιους και τους ευφυείς. Αν δεν υπήρχε εργάτης, δε θα υπήρχε προϊόν, ενώ αν δεν υπήρχε κεφάλαιο, δε θα υπήρχε παραγωγή. Ανάμεσα στα δύο αυτά θεμελιώδη μπαίνουν οι δούλοι και παραμορφώνουν την πραγματικότητα.

Υποθέτουμε ότι στην κοινωνία τύπου Γερμανία καταργούμε όλα τα πνευματικά δικαιώματα πάνω στην τεχνογνωσία. Υποθέτουμε ότι όλα τα εργοστάσια έχουν κοινή γνώση και κατασκευάζουν το προϊόν στη μέγιστη δυνατή ποιότητα. Οι δούλοι απ’ αυτήν την κατάργηση χάνουν τα δικαιώματα τους, αφού η γνώση τους μπορεί να εφαρμοστεί, χωρίς να πληρωθεί. Γιατί να πληρωθεί ένας διάσημος μηχανικός τη στιγμή που όπου κι αν εργαστεί είναι το ίδιο; Γιατί να πληρωθεί ο διάσημος manager τη στιγμή που η παραγωγή βρίσκεται σε επίπεδα στα οποία απορροφάται κι ο ανταγωνισμός δεν υφίσταται; Μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο μισθωτός θα μπορεί ν’ απολαμβάνει τα πάντα, εφόσον η δουλειά του θα έχει εκτιμηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με των υπολοίπων και με τη δουλειά του και μόνο θα είναι σε θέση ν’ αγοράζει ό,τι προϊόν τον ενδιαφέρει. Είναι θέμα χρόνου ν’ αγοράσει αυτοκίνητο, τηλεόραση κι όποιο άλλο βιομηχανικό προϊόν υπάρχει.

Όμως ποια είναι η πραγματική κατάσταση, που θ’ ακολουθήσει; Αν εξασφαλίσει ο άνθρωπος τα καταναλωτικά αγαθά, έλυσε τα προβλήματα του; Λύθηκαν τα προβλήματα στο σύνολο τους; Αυτό που πραγματικά ακολουθεί και το έχει ξαναζήσει η ανθρωπότητα, είναι οι μεγάλες μετακινήσεις των πληθυσμών προς τα αστικά κέντρα. Αυτό είναι αδύνατο να μη συμβεί και θα δούμε γιατί. Θεωρητικά μέσα σ’ ένα κράτος με την ομοιογένεια της κοινωνίας τύπου Γερμανίας μπορούν να προσδιοριστούν ορισμένα πράγματα με μεγάλη ακρίβεια. Ο μισθός είναι κάτι, πού προσδιορίζεται μ’ απόλυτο νούμερο και μπορεί αυτό το νούμερο να γίνει γενικώς αποδεκτό. Έτσι ο εργάτης θ’ αμείβεται για την εργασία του ανεξάρτητα από τον τομέα παραγωγής στον οποίο ανήκει. Είτε κατασκευάζει ψυγεία είτε εργάζεται σε αγροτικές δουλειές, θα παίρνει μισθό για την εργασία του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα του προϊόντος. Το πρόβλημα γεννιέται από την ύπαρξη μέσα στην οικονομία διαφορετικών τομέων παραγωγής. Υπάρχει η πρωτογενής και η δευτερογενής παραγωγή. Όλα όσα αναφέραμε για τους μισθούς, μπορούν να εφαρμοστούν μόνο στο δευτερογενή τομέα κι αυτό γιατί μόνο σ’ αυτόν μπορεί να υπάρχει προγραμματισμός. Μπορεί ένας βιομήχανος να δώσει εργασία σ’ ανθρώπους γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θ’ αποσβέσει τους μισθούς τους και θα πάρει και κέρδος. Η εργασία του εργάτη ως αξία μπαίνει μέσα στο προϊόν… αυτό σημαίνει ότι θα πληρωθεί αυτός, που τον πληρώνει. Ο βιομήχανος δεν έχει πρόβλημα να πληρώσει μισθό στον εργάτη, πριν να πωληθεί το προϊόν. Μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το μέγεθος της παραγωγής, το κόστος της και μ’ αυτόν τον τρόπο να προσδιορίσει την τιμή που καλύπτει τις απαιτήσεις του.

Αντίθετα, στον πρωτογενή τομέα η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο γαιοκτήμονας δεν μπορεί να προσδιορίσει τίποτε. Δεν μπορεί να πληρώσει μισθούς γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα καλυφτεί από την παραγωγή. Ένα εργοστάσιο με εκατό εργάτες παράγει συγκεκριμένη παραγωγή. Αν παράγει όσο ένα άλλο με 90 εργάτες, έχει κάποιο πρόβλημα, ενώ αν παράγει όσο ένα άλλο με 110, οι εργάτες δουλεύουν πιο πολύ κι αυτό είναι κέρδος για το βιομήχανο. Όμως ο γαιοκτήμονας δεν έχει αυτήν την άνεση στον προγραμματισμό. Μπορεί να έχει ένα κτήμα, που απαιτεί για τη λειτουργία του 100 εργάτες και λόγω καιρικών συνθηκών να παράγει όσο ένα κτήμα, που λειτουργεί με 10. Όταν ο εργάτης εργάζεται, πρέπει να πληρωθεί κι αυτό είναι άσχετο με την τελική παραγωγή, που θα παραχθεί. Όμως πώς μπορεί να πληρώσει κάποιος μισθούς 100 ατόμων, όταν δε γνωρίζει την αξία αυτών που παράγει;

Στον πρωτογενή τομέα υπάρχει το βασικό πρόβλημα, που είναι η αδυναμία ν’ αποτυπωθεί η αξία της εργασίας μέσα στο προϊόν. Ένας κτηματίας λειτουργώντας απόλυτα φυσιολογικά κι επαγγελματικώς ορθά δεν πληρώνει ποτέ το μισθό που δικαιούται ο εργάτης. Μειώνει το μισθό του και τον καθορίζει με προσωπικά κριτήρια, που αυτός θεωρεί ασφαλή. Πληρώνει τόσα, ώστε στη χειρότερη των περιπτώσεων να μην κινδυνεύει με χρησιμοποίηση πλούτου, που είναι προϊόν παλαιοτέρων παραγωγών. Αυτή η αδυναμία είναι αδύνατο να καλυφτεί με νόμο, παρά με αλλαγή και πάλι της δυναμικής. Δεν μπορεί κανένας να πιέσει το γαιοκτήμονα να πληρώσει τους μισθούς, που έχουν καθοριστεί για το δευτερογενή τομέα κι αν το κάνει, θα είναι σε βάρος των οικονομικών συνθηκών. Αν οι γαιοκτήμονες πληρώσουν κανονικά ημερομίσθια στους εργάτες τη χρονιά κατά την οποία θα υπάρξουν φυσικές καταστροφές και συνεπώς πτώση του όγκου της παραγωγής, θα πρέπει να βγάλουν το επιθυμητό γι’ αυτούς κέρδος απ’ αυτόν τον όγκο. Θα υπάρχει περίπτωση στην οποία κάποιος θ’ απαιτεί για ένα κιλό λαχανικά τα ίδια χρήματα με κάποιον, που προσφέρει μία τηλεόραση.

Απ’ αυτήν την αδυναμία απόδοσης μισθών ξεκινά η τάση μετακίνησης των πληθυσμών προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου βρίσκεται ο δευτερογενής τομέας. Όταν καταργηθεί το σύνολο των πνευματικών δικαιωμάτων, θα έχουμε αυτές τις μετακινήσεις προς τα κέντρα παραγωγής. Το αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων θα είναι η ερήμωση της περιφέρειας και η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμών στα κέντρα. Απ’ αυτήν την τελική κατάσταση ξεκινούν όλα τα προβλήματα, που επιδρούν αρνητικά στην κοινωνική γαλήνη κι οδηγούν πάλι σε συνθήκες εκμετάλλευσης. Αυτή η τελική κατάσταση αλλάζει τρομερά τα δεδομένα στο κέντρο και στην περιφέρεια. Έτσι στο κέντρο η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού θ’ ανεβάσει σε δυσθεώρητα ύψη την αξία της γης, συνεπώς και της κατοικίας, ενώ οι ανάγκες του πληθυσμού για διατροφή θα τον κάνουν εύκολο θύμα των κερδοσκόπων.

Ο άνθρωπος στο αστικό κέντρο με την ιδιότητα του εργάτη σ’ αυτήν την περίπτωση θα μπορεί ν’ απολαμβάνει όλα τα καταναλωτικά αγαθά που παράγει ο δευτερογενής τομέας, αλλά ποτέ δε θ’ αποκτήσει τη δυνατότητα να ζήσει σε δικό του σπίτι. Ο ίδιος εργάτης που έχει ανάγκη διατροφής, θ’ αναγκάζεται να πληρώνει, όσα του ζητούν οι απατεώνες χωρίς δυνατότητα αντίδρασης. Μπορεί κάποιος ν’ αντιδράσει και να μην αγοράσει το τελευταίο μοντέλο τηλεόρασης, όταν βλέπει τάσεις για αισχροκέρδεια. Όμως πώς μπορεί ν’ αντιδράσει στην αισχροκέρδεια των εμπόρων ειδών διατροφής; Να μη φάει; Η συγκέντρωση πληθυσμού οδηγεί τους ανθρώπους σε καθεστώς εκμετάλλευσης και τους μετατρέπει σε θύματα των εργολάβων και των εμπόρων ειδών διατροφής.

Η ακριβώς αντίθετη κατάσταση επικρατεί στην επαρχία. Η πληθυσμιακή αιμορραγία οδηγεί σε πτώση της αξίας της γης κι αυτό είναι θετικό μόνο για τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που έχουν τη δυνατότητα ν’ αγοράσουν αυτήν τη γη και να την εκμεταλλεύονται. Αν σ’ αυτό προστεθεί το γεγονός της έλλειψης εργατικού δυναμικού, εύκολα κάποιος αντιλαμβάνεται τα τραγικά αποτελέσματα. Οι γαιοκτήμονες με τις τεράστιες εκτάσεις αδυνατώντας να βρουν εργάτες με μισθούς, που αυτοπροσδιορίζονται, θ’ αναγκαστούν να πληρώσουν μισθούς του δευτερογενή τομέα. Αν αυτό το οποίο γνωρίζουμε πού οδηγεί, συνδυαστεί με τις μεγάλες ανάγκες των πόλεων και την έλλειψη δυνατότητας αντίδρασης του κόσμου, θα έρθει η εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι θα υποφέρουν. Θα δουλεύουν και δε θα μπορούν να επιβιώσουν. Θα μένουν σ’ ενοικιαζόμενα σπίτια με το σύνολο του εξοπλισμού και δε θα έχουνε να φάνε. Ο αποχυμωτής θα είναι πιο φθηνός από τα φρούτα που πρέπει ν’ αποχυμώσει.

Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας αναφέραμε, χωρίς να το ερμηνεύσουμε επαρκώς, ότι οι άνθρωποι των αστικών κέντρων, που μέσα στο χρόνο πραγματοποίησαν το σύνολο των κοινωνικών αγώνων, ακολουθούν έναντι τις επαρχίας μία τακτική, που ευνοεί τις πρακτικές του συστήματος. Ενώ αγωνίζονται για θεμελιώδη πράγματα όπως μισθό, ωράριο και συνθήκες εργασίας, εθελοτυφλούν και σιωπούν ένοχα, όταν συνάδελφοι τους της επαρχίας αγωνίζονται. Πάντα υπήρχε γνώση της κατάστασης στην επαρχία, αλλά ποτέ δεν επιδιώχθηκε κοινός αγώνας. Γι’ αυτόν το λόγο η επαρχία και σήμερα ακόμα βιώνει κοινωνία μορφής τύπου Βαβυλώνας. Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων προτιμούσαν πάντα, κι αυτό για λόγους επιβίωσης, να πέφτει ο επαρχιώτης θύμα εκμετάλλευσης, ώστε να συμμετέχει μ’ αυτόν τον τρόπο στο βάρος της αισχροκέρδειας.

Ο αναγνώστης βλέπει ότι με τις υπάρχουσες συνθήκες οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Χωρίς συνολική επέμβαση και με μόνο όπλο τους νόμους, είναι αδύνατο να μπει η κοινωνία σε μία κατάσταση στην οποία το σύνολο των ανθρώπων θα έχει τη δυνατότητα ν’ απολαμβάνει το σύνολο των αγαθών. Οι νόμοι που είτε συντηρούν είτε απαγορεύουν τα πνευματικά δικαιώματα, δε λύνουν από μόνοι τους τα προβλήματα. Η λύση θα προκύψει από την απελευθέρωση των τάσεων, που θα οδηγήσουν στην ιδανική μορφή της κοινωνίας. Όπως μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων δημιουργούνται τάσεις υπεράνω νόμων κι απαγορεύσεων, έτσι και η κατάργηση τους γεννά νέες τάσεις. Όπως τα πνευματικά δικαιώματα οδηγούν στις μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις, κατά τον ίδιο τρόπο η κατάργηση τους θα οδηγεί αλλού.

Εξαιτίας της ύπαρξης των δικαιωμάτων, ο φτωχός κι αδικημένος εργάτης της επαρχίας, αγνοεί ακόμα και τις απαγορεύσεις, μετακινούμενος προς το κέντρο, όπου η εργασία του εκτιμάται περισσότερο. Εξαιτίας της κατάργησης των δικαιωμάτων αυτών, ο αστικός εργάτης, μετά την εξίσωση των μισθών, θα πρέπει κι αυτός να μετακινηθεί προς κάποια κατεύθυνση. Γιατί να μένει σε μία τσιμεντένια ζούγκλα και να δαπανά στις μετακινήσεις ένα σημαντικό μέρος της ζωής του; Γιατί να ζει σ’ ένα μέρος στο οποίο δεν υπάρχει προοπτική ν’ αποκτήσει δικό του σπίτι; Γιατί ν’ ανέχεται τα προβλήματα των μεγαλουπόλεων, τη στιγμή που μπορεί να ζήσει κοντά στην υπέροχη φύση; Ο θόρυβος, η μόλυνση, η εγκληματικότητα είναι φαινόμενα, που υποβαθμίζουν αντικειμενικά την ποιότητα ζωής κι όταν υπάρχουν οι συνθήκες, είναι σημαντικοί λόγοι μετακίνησης. Έχει δει κανένας πού κατοικούν οι πλούσιοι αυτού του κόσμου; Με την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων, η κοινωνία αποκτά αποκεντρωτικές τάσεις.

Το ζητούμενο είναι, αν αυτές οι τάσεις έχουν δυνατότητα εκδήλωσης κι αν η εκδήλωση αυτή είναι προς όφελος της κοινωνίας. Οι δυνατότητες υπάρχουν, γιατί χωρίς τα πνευματικά δικαιώματα που οδηγούν σε συνθήκες ανταγωνισμού, οι παραγωγικές δραστηριότητες δεν έχουν κανένα λόγο να παραμένουν στ’ αστικά κέντρα. Αυτή η μεταφορά μπορεί να γίνει μ’ ελάχιστα έξοδα, εφόσον η γη στην επαρχία είναι φτηνή, τα πνευματικά δικαιώματα αυτών που θα χτίσουν τα εργοστάσια ανύπαρκτα και το συνολικό κόστος μεταφοράς δε θα επιβαρύνει το βιομήχανο αλλά τον καταναλωτή, που για ένα μικρό διάστημα θα πρέπει να πληρώσει μία ασήμαντη διαφορά στην τιμή του προϊόντος. Μ’ αυτήν τη μεταφορά θα λυθούν αυτόματα τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα, εφόσον η συγκέντρωση της παραγωγής κι ο ανταγωνισμός είναι οι απόλυτοι υπεύθυνοι παράγοντες.

Αντίθετα στην επαρχία τα νέα εργοστάσια θα κατασκευαστούν με τις υψηλότερες προδιαγραφές, εφόσον η εφαρμογή της τέλειας τεχνολογίας θα είναι πολύ φθηνή. Το σύνολο αυτής της μεταφοράς κι ουσιαστικά η διάλυση των μεγάλων αστικών κέντρων θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία μίας νέας δυναμικής στο χώρο. Είναι απόλυτα επιθυμητό αν όχι ο κύριος στόχος, ο εργάτης να βρίσκεται σ’ ένα χώρο, που είναι διεκδικήσιμος ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τομείς της παραγωγής. Ο εργάτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιλέγει κι αυτή η επιλογή να είναι η αιτία της νέας δυναμικής. Ο επαρχιώτης εργάτης κι ο εργάτης της πόλης πρέπει να γίνουν ένα πρόσωπο, ώστε ν’ αλλάξει η ισχύουσα κατάσταση. Πώς θα γίνει αυτό; Όταν ο εργάτης θα έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μία δουλειά, που προσφέρει σταθερό μισθό και σε μία άλλη της οποίας ο μισθός προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια, πάντα θα διαλέγει τη σταθερότητα.

Ο δευτερογενής τομέας θα κάνει ακριβό τον εργάτη της επαρχίας. Όταν ο γαιοκτήμονας έρθει αντιμέτωπος μ’ αυτήν την κατάσταση κι επιπλέον δει ότι δεν υπάρχουν τα μεγάλα αστικά κέντρα με τις τεράστιες ανάγκες και την αδυναμία αντίδρασης, τότε θ’ ακολουθήσει την επιθυμητή για την κοινωνία πορεία. Θ’ αντιληφθεί ότι η γη σε μεγέθη που απαιτούν εργάτες, είναι ασύμφορη. Θ’ αντιληφθεί ότι είναι προτιμότερο να τη χωρίσει σε τμήματα και να την πουλήσει μετατρέποντας τη σε κεφάλαιο-χρήμα, που μπορεί ν’ αποδώσει στο δευτερογενή τομέα κέρδη. Μία έκταση γης που δεν μπορεί να δουλευτεί, είναι εντελώς άχρηστη. Πολλοί θεωρητικοί φιλόσοφοι υποστήριζαν με πάθος στο παρελθόν την κοινοκτημοσύνη. Αυτό είναι εντελώς λάθος, γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα αδικίας. Ένας εργάτης που δουλεύει στο εργοστάσιο ελέγχεται, ενώ ένας εργάτης στο χωράφι όχι. Σύμφωνα με την παραγωγή του ο εργάτης του εργοστασίου θα πληρωθεί και δε θα ζει σε βάρος κανενός. Στην περίπτωση της κοινοκτημοσύνης στην οποία δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, υπάρχει κίνδυνος αδικίας. Είναι αδικία να πληρώνεται ο εργατικός όσο ένας τεμπέλης, ο ευσυνείδητος όσο ένας ασυνείδητος. Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η γη πρέπει πάντα να βρίσκεται κάτω από καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας, ώστε ο καθένας να παίρνει ανάλογα με τους κόπους του και την προσπάθεια του.

Με τη διασπορά του δευτερογενή τομέα παραγωγής στην επαρχία ο εργάτης που θα γίνει ακριβός, θα οδηγήσει στον κατακερματισμό της μεγάλης ιδιοκτησίας στη Γη. Η νέα δυναμική θα είναι αυτή, που θα καθορίσει το ιδανικό μέγεθος της ιδιοκτησίας και για τους γεωργούς και για τους εργάτες. Ο νόμος δεν έχει καμία αξία, γιατί οδηγεί στην αδικία και στη στέρηση ελευθερίας. Αν ο γεωργός νομίζει ότι μία έκταση μπορεί να τη δουλεύει μόνος του και να ζει άνετα, αυτή η έκταση είναι ιδανική. Αν νομίζει ότι χρειάζεται μεγαλύτερη έκταση κι έναν εργάτη που να τον πληρώνει όσο του επιτρέπει ο ανταγωνισμός και πάλι θα είναι ιδανική. Δεν μπορεί κανένας να επιβάλλει μέτρα που στερούν την ελεύθερη επιλογή. Τα Χ στρέμματα για κάποιον είναι πολλά, ενώ για κάποιον άλλο λίγα. Ο γεωργός πρέπει μόνος του να σκεφτεί ποια παραγωγή είναι ιδανική, ώστε να μην τον αφήνει εκτεθειμένο σε περίοδο κατά την οποία φυσικά αίτια θα μειώνουν την απόδοση της γης. Ο γεωργός πρέπει να φιλοσοφήσει σ’ ότι αφορά τη ζωή και την εργασία και προϊόν αυτής της φιλοσοφίας να είναι το σύνολο των επιλογών του. Μπορεί κάποιος, που είναι υπερεργατικός, να επιλέγει ως ιδανική κατάσταση μία έκταση η οποία τον αναγκάζει να δουλεύει σκληρά δίνοντας του και τον αντίστοιχο πλούτο.

Απ’ αυτό το σημείο αρχίζει η φιλοσοφία. Αξίζει να δουλεύει κάποιος σαν δούλος μέσα σ’ ένα κόσμο ξεκούραστο; Αξίζει να μαζεύει κάποιος πλούτο μέσω της προσωπικής του δουλειάς σ’ έναν κόσμο, που τα δίνει όλο εύκολα; Ό γεωργός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος ξεκούραστος και χαρούμενος, που να μπορεί να κατοικεί σ’ ένα υπέροχο σπίτι, να οδηγεί ένα υπέροχο αυτοκίνητο και να έχει ελεύθερο χρόνο. Η έκταση που καλλιεργεί λόγω της ιδιομορφίας της γεωργίας, να του δίνει πλούτο, που στο σύνολο του χρόνου να του εξασφαλίζει ένα σταθερό εισόδημα περίπου σαν του εργάτη. Άλλες χρονιές θα τον ξεπερνά κι άλλες χρονιές δε θα βυθίζεται στη φτώχεια λόγω των συνθηκών που δεν ελέγχει. Ο γεωργός καλείται να βρει για τον εαυτό του το χρυσό μέσο όρο, που του εξασφαλίζει τα πάντα. Καθώς ο αναγνώστης βλέπει τα νέα δεδομένα, που υπάρχουν σε μία νέα κοινωνία, δίκαια αναρωτιέται για το ποιος χάνει και ποιος κερδίζει. Είναι δυνατόν σε μία μετάλλαξη της κοινωνίας να είναι όλοι κερδισμένοι; Κάποιοι δεν πρέπει να χάνουν, ενώ κάποιοι άλλοι να κερδίζουν τα περισσότερα; Σ’ αυτήν την αλλαγή εκ βάθρων της κοινωνίας, θεωρητικά είναι όλοι κερδισμένοι και με το παραπάνω, πρακτικά όμως συμβαίνουν και μερικά πράγματα, που δυσαρεστούν και πρέπει να τα ανακαλύψουμε. Όταν υπάρχει κέρδος, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που κερδίζουν περισσότερα από τους άλλους που κερδίζουν λιγότερα. Το “κέρδος” είναι κάτι διαφορετικό από την “αμοιβή” ως έννοια κι αυτό το γνωρίζει ο Χριστός. Ενώ η αμοιβή είναι η ίδια στην παραβολή των εργατών του αμπελώνα, στην περίπτωση επιστροφής του κυρίου το κέρδος έχει να κάνει με το κεφάλαιο. Οι δούλοι που υπηρέτησαν πιστά τον κύριο, θ’ ανταμειφθούν ανάλογα με τα έργα τους. Αυτός που έχει πολλά θα πάρει ακόμα πιο πολλά, ενώ ο άθλιος που έχει λίγα θα τα χάσει κι αυτά. Οι πιο κερδισμένοι είναι αυτοί που ο Χριστός ονομάζει κληρονόμους, εφόσον σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών κι είναι τα παιδιά αυτού, του κόσμου. Τα παιδιά αυτού του κόσμου κι αυτά που θα γεννηθούν, είναι αυτά που έχουν το μεγάλο κέρδος. Τα παιδιά όλου του κόσμου ανεξαρτήτου φυλής, χρώματος, έθνους θ’ απολαύσουν τα πάντα. Ειρήνη, έρωτα, πλούτο μέσα σε μία κοινωνία που θα δίνει τα πάντα μ’ ελάχιστη εργασία. Ένα φτωχό παιδί της σημερινής κοινωνίας χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να μπει στο χώρο του πλούτου, θα μπορεί ν’ απολαύσει τα πάντα μόνο με την εργασία του. Ένα πλούσιο παιδί χωρίς να κάνει κι αυτό την παραμικρή προσπάθεια, θ’ απολαύσει τα ίδια, εφόσον ο πλούτος του πατέρα του διασφαλίζεται και πολλαπλασιάζεται.

Οι αμέσως επόμενοι κερδισμένοι είναι οι νέοι αυτού του κόσμου, γιατί κι αυτοί όπως τα παιδιά έχουν μπροστά τους τη ζωή κι ενώ αυτήν την στιγμή ζουν σε καταστάσεις θυσίας μέσα στην κοινωνία, αυτοί θα πάψουν να θυσιάζονται. Πλούσιοι και φτωχοί θα δουν μέρα με την ημέρα ν’ αλλάζει η ζωή τους θεαματικά. Ελεύθερες επιλογές, όμορφες σχέσεις, μεγάλες φιλίες θα είναι τα προϊόντα μίας κοινωνίας στην οποία η κουτοπονηριά, το ψευδοσυμφέρον κι όλες οι μικρότητες θα είναι χωρίς ουσία. Σε μία κοινωνία στην οποία η αλήθεια και το φως είναι τα κύρια στοιχεία της, ζει και λειτουργεί μόνον το πραγματικό και το όμορφο. Γιατί ο νέος να γίνει μοιχός για ένα σπίτι τη στιγμή που η απόκτηση του θα είναι ασήμαντη υπόθεση; Γιατί ο φτωχός νέος να έχει ψευδοφιλίες με ανθρώπους, που του είναι αντιπαθείς, τη στιγμή που η ζωή θα είναι πανεύκολη. Βλέπει ο αναγνώστης ότι όσο ανεβαίνουμε την κλίμακα των ηλικιών τόσο μικρότερο θα είναι το κέρδος. Ένας γέροντας που όλη τη ζωή την έζησε μέσα στο ψέμα, τη μοιχεία και τις ψευδοφιλίες, δεν είναι δυνατό να είναι κερδισμένος, όσο ένα παιδί για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει μπροστά του ζωή, ώστε ν’ αλλάξει τα δεδομένα, που τον σκοτώνουν και ν’ απολαύσει τα νέα.

Αφήνουμε τη λογική της ηλικίας και μπαίνουμε στο χώρο του πλούτου. Πώς είναι δυνατόν ένας βιομήχανος που μέσω των πνευματικών δικαιωμάτων βλέπει το κεφάλαιο του ν’ αποδίδει, σε μία ενδεχόμενη κατάργηση τους όχι μόνο να μη χάνει, αλλά και να πολλαπλασιάζει τον πλούτο του; Πώς είναι δυνατόν όταν εισπράττει υπεραξία έστω Χ φορές την αξία του προϊόντος, να πολλαπλασιάζεται ο πλούτος του με ένα ποσοστό επί της αξίας και όχι πολλαπλάσιο; Φαινομενικά αυτό είναι αδύνατο, αλλά στην πραγματικότητα δυνατό. Φαίνεται αδύνατο, γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο, όπου το παράλογο ελκύει και το λογικό απωθεί. Έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι φέρονται ως τρελοί, τυφλοί και κουτοί. Ο βιομήχανος που είναι ο πλούσιος άνθρωπος, έχει παγιδευτεί μέσα σε περίπλοκες καταστάσεις, που είναι τεχνητές και είναι θύμα όμοιο με τον εργάτη, το φτωχό άνθρωπο. Δε βλέπει ότι αυτός έχει τον πλούτο, άρα και τη δυνατότητα κέρδους και νομίζει ότι το κέρδος είναι προϊόν της εργασίας των δούλων. Το κεφάλαιο δίνει κέρδος κι όχι η γνώση του δούλου. Ο κόσμος έγινε περίπλοκος από τους δούλους, για να κάνουν αναγκαία την παρουσία τους και να έχουν τη δυνατότητα να κλέβουν. Με ξένο κεφάλαιο εισπράττουν κέρδος που δε δικαιούνται. Χειρίζονται και διακινδυνεύουν κεφάλαια, που δεν είναι δικά τους κι ούτε θα είχαν ποτέ τη δυνατότητα ν’ αποκτήσουν. Παριστάνουν τους έξυπνους και τους ευφυείς με μία γνώση, που συνεχώς ανακυκλώνεται. Η γνώση τους δημιουργεί τις άσχημες συνθήκες και οι άσχημες συνθήκες απαιτούν τη γνώση τους.

Ο βιομήχανος παγιδεύεται από τα πνευματικά δικαιώματα, επειδή βλέπει την υπεραξία που εισπράττει. Αγνοεί ότι σ’ αυτές τις συνθήκες, αυτός βάζει το κεφάλαιο, ενώ το κέρδος το μοιράζεται. Ο βιομήχανος όπως κι ο εργάτης, πέφτει θύμα των δούλων και γίνεται κι αυτός δούλος της γνώσης. Δεν κατανοεί τι ακριβώς παράγει και πώς παίρνει κέρδος μέσα από την παραγωγή. Δεν αντιλαμβάνεται ότι παράγει αυτοκίνητα για δισεκατομμύρια ανθρώπων, που τα έχουν ανάγκη, αλλά ταυτίζεται με τη γνώση και παράγει BMW για μερικές χιλιάδες ανθρώπων. Η υπεραξία τον παρασέρνει και τον τυφλώνει. Βλέπει ότι παράγει ένα προϊόν και πληρώνεται πέντε φορές την αξία του κι αγνοεί το σύνολο των αρνητικών δεδομένων. Αγνοεί ότι απ’ αυτήν της υπεραξία θα πρέπει να πληρώσει πανάκριβες υπεραξίες σε άλλους. Δε βλέπει ότι πρέπει συνεχώς από το κέρδος να πληρώνει γι’ ανανέωση της τεχνογνωσίας και μέσα σ’ έναν κόσμο, που λειτουργεί κατά τον τρόπο που γνωρίζουμε, μπορεί να έρθει η ώρα που αυτή η τεχνογνωσία δε θα είναι αρκετή, για να τον διατηρεί στην αγορά. Δε βλέπει ότι παρ’ όλα τα κέρδη, που φαίνονται τεράστια, δεν πολλαπλασιάζονται ανάλογα οι δραστηριότητες του και παραμένει στατικός. Το εργοστάσιο παρ’ όλα τα κέρδη δε χτίζει άλλο εργοστάσιο, γιατί σύμφωνα με τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του οικονομικού συστήματος, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή.

Χωρίς την ύπαρξη των πνευματικών δικαιωμάτων, το κέρδος πάνω στη κάθε μονάδα προϊόντος ελαχιστοποιείται, αλλά είναι πραγματικό κέρδος, που προστίθεται στο κεφάλαιο και το μεγαλώνει. Δε δίνει δυνατότητα πενταπλασιασμού της τιμής του προϊόντος, αλλά δίνει δυνατότητα πενταπλασιασμού της παραγωγής. Ένας βιομήχανος με πνευματικά δικαιώματα έχει ένα εργοστάσιο και μεγάλη υπεραξία, ενώ χωρίς πνευματικά δικαιώματα έχει πολλά και μικρότερη υπεράξια. Το ζητούμενο κέρδος το βγάζει από την παραγωγή με ασφάλεια, ενώ στη σημερινή κατάσταση το βγάζει από την υπεραξία ριψοκινδυνεύοντας. Οι βιομήχανοι σε εποχές οικονομικής άνθησης συσσωρεύουν άφθονο χρηματικό πλούτο, που εξανεμίζεται, όταν οι συνθήκες ανταγωνισμού φτάσουν στα όρια. Ο ανταγωνισμός που κλονίζει τους βιομηχάνους και θέτει σε κίνδυνο το σύνολο του κεφαλαίου τους, είτε της γνώσης είτε του χρήματος, ευνοεί απόλυτα τους δούλους. Οι δούλοι απαιτούν και σ’ αυτές τις συνθήκες παίρνουν, είτε τα καταφέρνουν στη δουλειά τους είτε όχι. Ένας δούλος θα πληρώνεται τεράστια ποσά, έστω κι αν αποτύχει. Όταν αποτύχει κι εξανεμίσει το κεφάλαιο του βιομηχάνου, δεν έχει παρά ν’ αναζητήσει αλλού δουλειά, αδιαφορώντας αν αυτό το κεφάλαιο μπορεί να ήταν κόπος πολλών γενιών.

Ο πλούτος αποκαλύπτει την αξία του απ’ αυτό που αφήνει πίσω του. Σε συνθήκες πνευματικών δικαιωμάτων ο βιομήχανος αφήνει στα παιδιά του ένα εργοστάσιο να το μοιραστούν μέσω μετοχών και τα εξομοιώνει με τους δούλους του, που πληρώνοντας τους κληρονόμους του βιομηχάνου, πήραν τη δυνατότητα ν’ αγοράσουν κι αυτοί μετοχές. Σε συνθήκες στις οποίες δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, ο βιομήχανος αφήνει στα παιδιά του εργοστάσια κάνοντάς τα μ’ αυτόν τον τρόπο βιομηχάνους και όχι μετόχους. Το σύστημα παγιδεύει το βιομήχανο με τέτοιον τρόπο, ώστε με τον πλούτο του να δημιουργεί θέσεις για τους δούλους. Ενώ αυτός έχει τον πλούτο και μέσα από την παραγωγή δυνατότητα κέρδους κι επέκτασης, το σύστημα με τη δυναμική που έχει επινοήσει, τον κάνει στατικό από πλευράς επέκτασης, ενώ το κέρδος του πλούτου του το μοιράζει στους δούλους. Το σύστημα αντιπαθεί ένα βιομήχανο, που επεκτείνεται και διατηρεί άριστες σχέσεις με τους εργάτες, γιατί δεν μπορεί να τον εκβιάσει. Ένας τέτοιος βιομήχανος δεν πληρώνει τον υπουργό για να πάρει αντεργατικά μέτρα, ούτε έχει την ανάγκη να κάνει δωρεές στην εκκλησία, για να μετατρέπει τους ανθρώπους σε δούλους.

Σ’ άλλο σημείο της θεωρίας μιλήσαμε για την αθλιότητα των κεφαλαιοκρατών, που ωθούν τον κόσμο στον πόλεμο, για να εξασφαλίσουν συνθήκες λειτουργίας. Κεφαλαιοκράτης σύμφωνα μ’ αυτά, ναι μεν είναι ο βιομήχανος, αλλά αυτό θεωρητικά. Ο πραγματικός κεφαλαιοκράτης είναι αυτός, που διαχειρίζεται το κεφάλαιο και τις περισσότερες φορές είναι ένας δούλος διευθυντής και όχι ο ίδιος ο βιομήχανος. Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν, που υπηρετεί απόλυτα τους δούλους και την εξουσία. Ο διευθυντής εξασφαλίζει τη θέση του έναντι του εργάτη, γίνεται απαραίτητος στο βιομήχανο, ενώ το σύστημα εξουσίας στηρίζει και στηρίζεται απ’ αυτήν την κατάσταση.

Καθώς βλέπουμε όλη την κατάσταση κι έχοντας γνώση του κέρδους που επιφέρει η αλλαγή και για τους εργάτες και για τους βιομηχάνους, καταλήγουμε στους δούλους. Έχουν συμφέρον αυτοί από την αλλαγή; Είναι ικανοποιημένοι μέσα σ’ έναν κόσμο, όπου οι πλούσιοι απολαμβάνουν τον πλούτο τους κι οι φτωχοί ζουν ως πλούσιοι; Θεωρητικά έχουν συμφέρον από την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ πρακτικά ορισμένοι απ’ αυτούς όχι. Έχουν συμφέρον, γιατί με το χρόνο εργασίας τους και την υπεραξία που εισέπραξαν σ’ έναν κόσμο χωρίς πνευματικά δικαιώματα είναι πραγματικά πλούσιοι. Η υπεραξία μετατρέπεται σε πλούτο. Ο μισθός που τους εξασφάλιζε δυνατότητα ν’ αγοράζουν σπίτι κι αυτοκίνητο σε καθεστώς υπεραξίας, είναι τεράστιο ποσόν για έναν κόσμο χωρίς υπεραξία. Όλα αυτά θεωρητικά είναι γι’ αυτούς θετικά κι αυτό το αντιλαμβανόμαστε, μόνον όταν γνωρίζουμε την πορεία τους.

Στον κόσμο στον οποίο ζούμε, όποιος αγνοεί το Χριστό μπαίνει σε κατάσταση θυσίας. Ο δούλος ήδη έχει μπει σε μία πορεία στην οποία ο βασανισμός είναι η συνήθης πρακτική. Ο αναγνώστης που έχει γνώση περί μοιχείας και μοιχαλίδας μητέρας μπορεί να καταλάβει πώς ένας άνθρωπος ξεκινά φτωχός κι αγωνίζεται για τον πλούτο. Μέσα από μεγάλες θυσίες αυτός ο άνθρωπος αναρριχάται κι αυτή η αναρρίχηση τον εξαντλεί και τον σκοτώνει. Υποτάσσεται σ’ όποιον βρίσκει μπροστά του, για να υποταχθούν οι υφιστάμενοι του. Η πορεία αυτή που είναι πορεία ζωής, προσφέρει την όποια ικανοποίηση μόνο μέσα από τη σύγκριση. Αυτό είναι και το λεπτό σημείο. Ο δούλος που θυσιάζεται συνέχεια, συγκρίνει τον εαυτό του με ανθρώπους που ξεκίνησαν τη ζωή με τα ίδια μ’ αυτόν δεδομένα. Βάζει το κεφάλι κάτω κι αναζητά τίτλους κι αμοιβές, που τον ξεχωρίζουν. Ήταν φτωχός και δεν είχε σπίτι και τώρα αμείβεται καλά, έχει σπίτι και ζει ζωή πλουσίου. Αυτή είναι η λογική του δούλου. Νομίζει ότι όλη η θυσία ήταν τα νεανικά του χρόνια και ότι μ’ αυτήν τη θυσία εξασφάλισε το σύνολο της ζωής του. Αγνοεί ότι ποτέ δε βγαίνει από τον κόσμο της δουλείας, γιατί η πυραμίδα του συστήματος πάντα θα τον προσβάλλει, εφόσον δεν έχει θέσεις για όλους. Αισθάνεται υπερήφανος βλέποντας το γείτονά του που παρέμεινε φτωχός, αλλά αγνοεί ότι συναναστρέφεται ανθρώπους, που τον βλέπουν με τρόπο ανάλογο. Φτωχός ξεκινά, φτωχός πεθαίνει. Η ψευδαίσθηση κι ο μύθος είναι στη σύγκριση του επιπέδου εκκίνησης μ’ αυτό που δήθεν ζει. Αυτή η σύγκριση είναι, που διαφοροποιεί το θεωρητικό από το πρακτικό της θεωρίας.

Θεωρητικά λοιπόν ο δούλος έχει κέρδος από την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων, ενώ πρακτικά όχι. Αυτός ήθελε καλό αυτοκίνητο όχι για την ευχαρίστηση του και την ασφάλεια του, αλλά για τη διαφοροποίηση του. Ήθελε να ξεχωρίζει κι αυτό είναι κάτι, που εξασφαλίζεται μ’ ένα αυτοκίνητο ή ένα καλό σπίτι. Μισούσε τη φτώχεια κι ήταν κομπλεξικός έναντι του πλούτου. Μισούσε τον πατέρα του, που ήταν φτωχός και όχι βιομήχανος. Η δουλεία του εξασφάλιζε αυτήν την επιβεβαίωση και γι’ αυτό ήταν πιστός δούλος του συστήματος. Όταν καταργούνται τα πνευματικά δικαιώματα κι όλοι μπορούν να ζήσουν ως πλούσιοι, είναι απελπισμένος. Αν είναι πρεσβύτερος δούλος, έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράσει όλα εκείνα τα αγαθά που λειτουργούν ως σύμβολα και ξεχωρίζουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Τι σημασία έχει γι’ αυτόν, αν με την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράσει όσα αυτοκίνητα θέλει, τη στιγμή που και ο φτωχός μπορεί ν’ αγοράσει το αυτοκίνητο που θέλει και άρα το καλύτερο;

Γνωρίζοντας αυτά, βλέπουμε ότι οι δούλοι είναι δυσαρεστημένοι ανάλογα με το ύψος της ιεραρχίας στην οποία βρίσκονται κι αυτή η δυσαρέσκεια προς την κορυφή της πυραμίδας είναι μίσος. Ένας φοιτητής νέος που σπουδάζει μία επιστήμη, που προετοιμάζει για δουλεία, δεν έχει κανένα πρόβλημα με την κατάργηση των πνευματικών δικαιωμάτων. Γνωρίζει εκ των προτέρων ότι για ν’ απολαύσει αυτά που θέλει, θα πρέπει να περιμένει. Δεν του αρέσει, αλλά δεν υπάρχει διαφορετικός τρόπος. Όταν μία θεωρία του προσφέρει όλα αυτά για τα οποία είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί, δεν έχει κανένα πρόβλημα να την υποστηρίξει κι αυτό επειδή είναι νέος και η θυσία τον τρομάζει. Δεν έχει πρόβλημα, αν μαζί μ’ αυτόν απολαύσουν κι άλλοι νέοι, που δεν μπήκαν σε καμία φάση θυσίας.

Ένας πρεσβύτερος δούλος όμως, πώς να σκέφτεται; Μόλις απέκτησε ένα αυτοκίνητο που του δίνει την αυτοπεποίθηση, που του έλειπε, μόλις έκτισε ένα σπίτι, όπως το ονειρευόταν. Βρίσκεται στο απόγειο μίας πορείας που είχε προϋπολογίσει. Απολαμβάνει την πορνεία της νεαρής γραμματέας του και τα χάδια των διαφόρων πορνών. Είναι δυνατό να μην αντιδράσει; Είναι δυνατό να επιτρέψει συνθήκες στις οποίες όλοι θ’ απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν κι επιπλέον θα εξαλειφθεί η πορνεία; Γιατί να τον ανέχεται η γραμματέας του, τη στιγμή που μπορεί να ερωτευθεί ένα νέο, είτε φτωχό είτε πλούσιο και ν’ απολαύσει τα πάντα; Ο φτωχός νέος που σε μία κοινωνία έχει τη δυνατότητα να μένει σε παλάτι και ν’ απολαμβάνει τα πάντα μ’ ελάχιστη εργασία, στέλνει στα σκουπίδια τις ψευδαισθήσεις, αλλά και τον ίδιο τον πρεσβύτερο δούλο. Μέσα από όλη αυτήν τη διερεύνηση βλέπουμε ότι προκύπτουν ως δυσαρεστημένοι και όχι μόνον, άνθρωποι που τους γνωρίζουμε πλέον, άνθρωποι που μας έχουν απασχολήσει επανειλημμένα.

Παραμένουμε στην οικονομική φύση της θεωρίας και με τη γνώση των παραπάνω συνθηκών βλέπουμε ότι ως ιδανική λύση σωστή ή λάθος θα δούμε, είναι μία κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, οι άνθρωποι παραμένουν φτωχοί ή πλούσιοι ανάλογα με τον πλούτο που έχουν υπό την κατοχή τους, ενώ η εργασία ως δραστηριότητα ανθρώπινη είναι κυρίαρχη, αλλά εντελώς αποκομμένη από κάθε είδος υπεραξίας. Είπαμε ότι για να ζητήσει ο άνθρωπος από το Θεό, πρέπει πρώτα από όλα να γνωρίζει τι θέλει. Δεν μπορεί να ζητά γενικά κι αόριστα γνώση με τη μορφή θαύματος. Ο Θεός δίνει γνώση κι αυτή η γνώση οδηγεί σε συνθήκες μέσα στην κοινωνία απολύτως δίκαιες. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον εμείς βρήκαμε μία μορφή κοινωνίας που θεωρούμε ιδανική, από το Θεό μπορούμε να ζητήσουμε γνώση πάνω σ’ όλα τα σημεία που θεωρούμε εμείς ανεπιθύμητα ή επιθυμητά, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.

Έτσι, για παράδειγμα, πρέπει να δούμε την άποψή Του για την εργασία. Εμείς τη θεωρούμε κυρίαρχη κι απαραίτητη, ενώ ένας άλλος άνθρωπος μπορεί να θεωρεί ότι ο Θεός με την ισχύ του στην ιδανική μορφή κοινωνίας την καταργεί. Ξεκινάμε τη σκέψη μας από το βασικό ότι ο άνθρωπος έχει ως τελικό στόχο τη Θέωση κι αντιλαμβανόμαστε ότι γι’ αυτόν ο Θεός επιθυμεί ό,τι και για τον Υιό Του. Ο άνθρωπος ως υιός του Θεού, θα ζήσει μέσα σε συνθήκες απόλυτα δίκαιες. Δεν μπορεί ο Θεός και ο Υιός Του να μην εργάζονται και να φορτώσουν την εργασία στους ανθρώπους, όπως είναι αδύνατον, αν Αυτοί εργάζονται, να έχει απαιτήσεις ο άνθρωπος να μην εργάζεται. Ο Υιός του Θεού μας δίνει τη γνώση που είναι: (Ιωάν. 5.17-5.18) “ο πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι” (Ο Πατέρας μου εργάζεται πάντοτε καί εγώ επίσης εργάζομαι.). Ο αναγνώστης βλέπει ότι η εργασία είναι κάτι απόλυτα επιθυμητό κι επιπλέον δεν έχει καμία σχέση με τον πλούτο. Ο Θεός είναι ή Κύριος ή Βασιλεύς ή ό,τι άλλο επιθυμεί κι ο Υιός Του επίσης. Έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το ιδανικό για τον εαυτό τους. Το ιδανικό λοιπόν εμπεριέχει μέσα του την εργασία. Γιατί όμως είναι απαραίτητη η εργασία; Τι προσφέρει στον άνθρωπο; Η εργασία και η δυνατότητα εργασίας είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο κι απαραίτητη προϋπόθεση για τη Θέωση. Μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται μπορεί να θεωθεί και όχι ο τεμπέλης.

Η εργασία δίνει στον άνθρωπο ό,τι χρειάζεται κι αυτό είναι βασική προϋπόθεση για την ελευθερία, που είναι απαραίτητη σ’ αυτόν. Ο ελεύθερος άνθρωπος με την εργασία εξασφαλίζει όλα εκείνα τα αγαθά που του είναι απαραίτητα, ώστε ν’ αποφύγει την αμαρτία. Μέσω της εργασίας ο άνθρωπος μένει αγνός και περήφανος σαν τον Υιό του Θεού. Δεν κλέβει, ούτε σκέφτεται πονηρά, ώστε να εξασφαλίσει την επιβίωση του σε βάρος των άλλων. Όταν ο άνθρωπος στηρίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις του, είναι τέλειος και δεν μπορεί να ελεγχθεί για τίποτε. Μπορεί να δώσει εξηγήσεις για τα πάντα και δεν παγιδεύεται σε συνθήκες δουλείας, που κάνουν τον άνθρωπο βρώμικο. Ποιος μπορεί να ελέγξει τον Υιό του Θεού, το Χριστό; Ήρθε ως κληρονόμος κι όμως δεν απαίτησε μαλακά φορέματα. Ήρθε πανίσχυρος και δεν απαίτησε από κανένα να Τον υπηρετήσει. Ένας ιερέας, για παράδειγμα, εργάζεται; Αν εργάζεται τι ακριβώς παράγει; Το Χριστό, είτε Τον αμφισβητήσει κάποιος είτε όχι, δεν μπορεί να Τον κατακρίνει και να Τον μειώσει. Δε ζητά, αλλά δίνει. Ανεξάρτητα από το πόσο εκτιμάται αυτό που δίνει κάποιος, σημασία έχει ότι δίνει και δε ζητά. Μπορεί ο ιερέας να αντέξει την αμφισβήτηση; Πώς μπορεί να γίνει αυτό, όταν η επιβίωσή του είναι προϊόν είσπραξης υπεραξίας εξαιτίας μίας εργασίας της οποίας ούτε την ποιότητα γνωρίζουμε ούτε την ελέγχουμε.

Για ν’ αντιληφθεί κάποιος τι σημαίνει εργασία, θα πρέπει να γνωρίζει το Λόγο του Χριστού και συγκεκριμένα τα όσα αναφέρει περί άδικου διαχειριστού. Όταν λοιπόν ο διαχειριστής αυτός χάνει τη διαχείριση, έχει κατά το Χριστό δύο επιλογές. (Λουκ.16.3-16.5) “τι ποιήσω, ότι ο κύριος μου αφαιρείται την οικονομίαν απ’ εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αισχύνομαι. έγνων τι ποιήσω, ίνα, όταν μετασταθώ εκ της οικονομίας, δέξωνταί με εις τους οίκους εαυτών.” (“Τί νά κάνω τώρα πού ο κύριός μου μού αφαιρεί τήν διαχείρισιν;”. Νά σκάψω δέν μπορώ, νά ζητιανέυω ντέπομαι. Ξέρω τί πρέπει νά κάνω διά νά μέ δεχθούν οι άνθρωποι εις τά σπίτια τους, όταν απομακρυνθώ από τήν διαχείρισιν.). Σύμφωνα με το Χριστό, για να επιβιώσει ένας άνθρωπος έχει απόλυτα δύο επιλογές: ή να δουλέψει ή να ζητιανέψει.

Όλοι οι υπόλοιποι που επιβιώνουν, χωρίς να κάνουν ένα από τα δύο αυτά, είναι πονηροί που ζουν σε βάρος των άλλων. Η υπερηφάνεια της εργασίας κι ο εξευτελισμός της ζητιανιάς είναι οι μοναδικές επιλογές με τις οποίες ο άνθρωπος δε ζει σε βάρος των άλλων. Ένας επίσκοπος όμως τι κάνει; Εργάζεται; Επαιτεί; Η μήπως μπαίνει στα σπίτια των ανθρώπων και διαπραγματεύεται τις οφειλές τους έναντι του κοινού Κυρίου; Από τη στιγμή που δεχόμαστε την εργασία και τη θεωρούμε απαραίτητο στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου, αναζητούμε τη γνώση του Θεού πάνω στο σημαντικότερο σημείο που την αφορά. Η αμοιβή και η αξιολόγηση της εργασίας είναι αυτή, που κάνει απαραίτητη την εργασία. Δεν μπορεί κάποιος να εργάζεται μόνο για να βρίσκεται κοντά στο Θεό λόγω κοινής δραστηριότητας. Εργάζεται ο άνθρωπος για την αμοιβή και γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο χρήσιμος στον εαυτό του και στους ανθρώπους που αγαπά.

Εμείς στη θεωρία μας βρήκαμε τριών ειδών εργαζομένους: τους πλούσιους, τους φτωχούς, και τους δούλους. Μέσα από το Λόγο του Χριστού περνά μία άπειρη σοφία, που πρέπει να μελετηθεί με μεγάλη προσοχή, για να δώσει καρπό. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, θα το καταλάβουμε στην πορεία. Μιλάμε για βιομηχάνους, εργάτες, πλούσιους και φτωχούς. Τι είναι όμως ο βιομήχανος; Βασιλιάς; Κύριος; Ο Υιός του Θεού είναι σύμφωνα με τις Γραφές Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας και να δούμε τι συμβαίνει. Ο Χριστός στο Λόγο Του παρουσιάζεται ως Κληρονόμος κι αυτή η ιδιότητα είναι βασική. Παρουσιάζεται όμως κι ως Δωρητής της Βασιλείας των Ουρανών κι αποκαλεί τα παιδιά κληρονόμους της. Από το Λόγο του Χριστού προκύπτει ότι η Βασιλεία μοιράζεται σε όλους, αλλά η Κυριότητα όχι. Ο Χριστός ως Βασιλεύς μοιράζει τα πάντα σ’ όλους, ενώ ως Κύριος έχει δικαιώματα που μοιράζει κατά βούληση. Όταν μιλά για τον αμπελώνα του Κυρίου, για τον πύργο και το πατητήρι, μιλά για διαχειριστές δούλους και Κληρονόμο. Από τη στιγμή που ο Θεός έχει ιδιοκτησία και κυριότητα, που μεταβιβάζεται στον Υιό Του, σημαίνει ότι αυτό είναι στις δυνατότητες του ανθρώπου κι επιθυμητό από το Θεό.

Έχοντας γνώση του τι είναι στις δυνατότητες του ανθρώπου, θα προσπαθήσουμε ν’ αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην κοινωνία και γιατί υπάρχει πρόβλημα. Θα εξετάσουμε την κορυφή του συστήματος, που αφορά τους ανθρώπους οι οποίοι φέρουν τις παραπάνω ιδιότητες. Οι βιομήχανοι στους οποίους αναφερθήκαμε, ανήκουν στην κατηγορία των κυρίων. Αυτοί έχουν την κυριότητα του πλούτου τους και μπορούν να τον διαχειρίζονται κατά βούληση. Το πρόβλημα που υπάρχει, δημιουργείται από δούλους, που καταφέρνουν να γίνουν κύριοι εκμεταλλευόμενοι τον κόσμο. Δούλοι αυτού του τύπου είναι οι βασιλιάδες των εθνών. Είναι δούλοι, γιατί υφίστανται κι εξουσιάζουν ελέω Θεού που είναι Κύριός τους. Αν ο Θεός ήταν Παρών, δεν θα υπήρχε αντικειμενικά πρόβλημα, αφού η δικαιοσύνη Του θα εξασφάλιζε τους ανθρώπους. Το πρόβλημα υπάρχει από τη στιγμή που αυτοί είναι δούλοι δούλων και μάλιστα αθλίων. Εκμεταλλεύονται την αθλιότητα αυτών και γίνονται ταυτόχρονα και κύριοι, εφόσον συγκεντρώνουν πλούτο μέσω της κλοπής των φόρων. Η κατάσταση που προκύπτει εξαιτίας αυτής της διπλής ιδιότητας των αθλίων, είναι ανίκητη, γιατί έναν κλέφτη βασιλιά μπορεί ο άνθρωπος να τον εξοντώσει, αλλά μέχρι ν’ αντιληφθεί τι συμβαίνει, αυτός γίνεται κύριος κι επειδή ταυτίζεται με τους πραγματικούς κυρίους γίνεται ανίκητος. Δεν είναι δυνατό να νικήσει ο άνθρωπος κάτι το θεμελιώδες κι επιθυμητό από το Θεό, όπως η Κυριότητα. Το θέμα είναι να μην επιτρέψει στους άθλιους να μεταπηδήσουν από τη μία κατάσταση στην άλλη.. να δοξάσει το βασιλιά σαν ευεργέτη αλλά να μην του επιτρέψει να κατακυριεύσει. Ο βιομήχανος που δεν είναι βασιλιάς, είναι κύριος της περιουσίας του και μπορεί να τη δώσει, όπου αυτός θέλει. Όμως οι βασιλιάδες αυτού του κόσμου δεν είναι κύριοι παρά δούλοι. Είναι δούλοι, γιατί οι εξουσίες τους είναι ελέω Θεού, που είναι ο Κύριός τους και άρα η επιθυμία Του είναι γι’ αυτούς διαταγή. Ο Κύριός τους είναι όμοιος με τους βιομηχάνους, και όχι αυτοί. Ο πλούτος των βασιλέων είναι προϊόν αδικίας, και, όπως μας λέει ο Χριστός, προέρχεται από την καταδυνάστευση των εθνών κι από την κλοπή του κόπου τους μέσω των φόρων. Ο άνθρωπος όλους αυτούς τους αιώνες έζησε μέσα στη φτώχεια και την εκμετάλλευση. Όμως αυτή η φτώχεια είναι ασήμαντη σε σχέση με το βάρος της αμαρτίας που επωμίζονται οι δούλοι.

Ο Χριστός γνωρίζοντας το σύνολο των συνθηκών, προτείνει στους ανθρώπους να θησαυρίζουν πνευματικά και όχι υλικά. Ο υλικός θησαυρός είναι προϊόν θυσίας και δεν αξίζει να προσπαθεί γι’ αυτόν ο θνητός άνθρωπος. Όμως όσοι προσπάθησαν και τον απέκτησαν είναι κύριοι του. Ο Χριστός στο νεανίσκο δεν αμφισβητεί την κυριότητα των κτημάτων, αμφισβητεί τη δυνατότητα να κερδίσει ένας πλούσιος την Αιώνιο Ζωή. Όμως, ως Κύριος προς κύριο, προτείνει και δε διατάζει να μοιράσει αυτήν την περιουσία στους φτωχούς. Μοιράζει πάντα αυτός, που έχει και πάντα με προσωπικά και άρα υποκειμενικά κριτήρια. Μόνον ο Θεός Κύριος μεριμνώντας για όλους, προβλέπει να μην αδικηθεί κανένας και να συμμετέχουν όλοι ισότιμα στη χαρά της ζωής. Στη συνέχεια όπως δίνει δικαιώματα στο βιομήχανο που τον θεωρεί κύριο, έτσι δίνει δικαιώματα και στον εργάτη. Από τη στιγμή που ο Ίδιος είναι Κύριος των κυρίων, σημαίνει ότι οι πρακτικές που ακολουθεί ο Ίδιος μόνον είναι οι επιθυμητές.

Μιλά ο Χριστός για έναν οικοδεσπότη, που είναι κάτοχος ενός αμπελώνα και για την πρόσληψη εργατών μισθωτών. Δεν αμφισβητεί ούτε την κυριότητα ούτε την ύπαρξη εργατών μισθωτών. Κύριο στοιχείο αυτής της παραβολής είναι το στοιχείο της συμφωνίας. Ο κύριος δεν χρησιμοποιεί τους δούλους του, ώστε με τη βία να επιβάλλει την εργασία στους ανθρώπους. Ο κύριος έρχεται σε συμφωνία με τον εργάτη κι αυτό σημαίνει ότι από τη φυσική σύγκρουση συμφερόντων επέρχεται η ιδανική λύση, που είναι ο μισθός. Πρέπει να συμφωνήσει ο εργάτης για το μισθό που θα πάρει. Από τη στιγμή που γίνεται σύναψη συμφωνίας εργάτη και κυρίου ο Θεός, υποχρεώνει τους κυρίους ως Κύριος των κυρίων να σεβαστούν αυτήν τη συμφωνία. Ο βιομήχανος από τη στιγμή που έρχεται σε συμφωνία με τον εργάτη, είναι υποχρεωμένος να την τηρήσει ακόμα κι αν αλλάξουν τα δεδομένα. Είναι υπεύθυνος να σκεφτεί το σύνολο των δεδομένων και μετά να κάνει τη συμφωνία. Από τη στιγμή που τον αναγνωρίζει ο Θεός ως κύριο, είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τον εργάτη κατά τα συμφωνηθέντα.

Το μόνο πλεονέκτημα που του δίνει η ιδιότητα του κυρίου, είναι η δυνατότητα για ευνοϊκότερη διαπραγμάτευση απέναντι σε κάποιους, που εξασφαλίζεται από την κατοχή του πλούτου. Μπορεί σε μερικούς να δώσει παραπάνω, αλλά σε καμία περίπτωση ν’ αθετήσει συμφωνίες. Ο βιομήχανος κι ο κάθε εργοδότης στη μοναδική περίπτωση που θα κριθούν, θα πρέπει να έχουν δίκιο και να απαντούν σαν το Θεό: (Ματθ. 20.13-20.15) “εταίρε, ουκ αδικώ σε. ουχί δηναρίου συνεφώνησάς μοι; άρον το σον και ύπαγε. Θέλω δε τούτω τω εσχάτω δούναι ως και σοι. ή ουκ έξεστί μοι ποιήσαι ό θέλω εν τοις εμοίς; ει ο οφθαλμός σου πονηρός έστιν ότι εγώ αγαθός είμι;” (Φίλε, δέν σέ αδικώ. Δέν συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριον; Πάρε ό,τι συμφωνήσαμε καί φύγε εγώ θέλω εις τούτον τόν τελευταίον νά δώσω όσα καί σ’ εσένα. Δέν έχω δικαίωμα νά κάνω μέ τήν περιούσιαν μου ό,τι θέλω; Ή είναι πονήρο τό μάτι σου, επειδή εγώ είμαι καλός;). Η εξουσία του Θεού ως Κυρίου κυρίων βρίσκεται σ’ αυτήν τη φράση. Δίνει δικαίωμα στον εργοδότη να δρα ελεύθερα και με την απόλυτη εξουσία πάνω σ’ αυτό που ονομάζει: “τοις εμοίς”, αλλά δίνει δικαίωμα και στον εργάτη να ελέγχει τον εργοδότη. Η εξουσία είναι η γνώση. Ο εργάτης έχει δικαίωμα κάθε φορά που αδικείται να διαμαρτύρεται. Ο Θεός στη σχέση εργοδότη-εργάτη θεωρεί αδικία μόνον την αθέτηση της συμφωνίας. Όλα τ’ άλλα είναι θέμα λογικής κι αυτή έχει δοθεί στον άνθρωπο. Αν ο εργοδότης υπολόγισε λάθος, αυτό το χρεώνεται ο ίδιος και δεν έχει ευθύνη ο εργάτης. Αν ο εργάτης έκανε συμφωνία και στο τέλος κατάλαβε ότι δεν τον ικανοποιεί, είναι υποχρεωμένος να υποστεί τις συνέπειες του λάθους του.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Θεός ποτέ δεν κρίνει έναν άνθρωπο με βάση την οικονομική του κατάσταση. Ο Θεός είναι δίκαιος και προικίζει τους ανθρώπους με ό,τι ακριβώς χρειάζονται κι απ’ αυτό κρίνονται. Επειδή ο εργάτης είναι φτωχός, δεν είναι πιο συμπαθής στο Θεό. Ο εργάτης, επειδή στο σύνολο του χρόνου είναι αδικημένος, κερδίζει τη συμπάθεια. Αυτή η παρατήρηση γίνεται για το κόστος του λάθους που αναφέραμε. Ο εργάτης πρέπει να πληρώνει κι αυτός τα σφάλματα του, όταν εξαρτώνται απ’ αυτόν. Αν ένας εργάτης που κατόπιν συμφωνίας αντιλαμβάνεται το λάθος του και κάνει παραπέρα διαπραγμάτευση με επίκληση της φτώχειας, τότε διαπράττει επαιτεία κι αυτό είναι μισητό από το Θεό. Αυτό επιβεβαιώνει, εκείνο που αναφέραμε σε άλλο σημείο της θεωρίας μας ότι ο φτωχός και αδικημένος έχει δικαίωμα από το Θεό ν’ αγωνίζεται εναντίον της φτώχειας και της αδικίας και όχι μέσω φόνου και κλοπής να βελτιώσει την προσωπική του θέση. Οι επαναστάσεις των κλοπών και των σφαγών εν ονόματι των φτωχών εργατών είναι πράξεις θεομίσητες και η κατάληξή τους γνωστή. Πώς να αισθάνεται άραγε και πόσο βρώμικος πρέπει να είναι ένας πρώην εργάτης, που γίνεται δούλους του συστήματος; Πόση βρωμιά κρύβουν οι σκέψεις του, όταν μιλά για εργάτες κι υπεραξίες, ενώ αυτό που πραγματικά σκέφτεται είναι η αύξηση της υπεραξίας που εισπράττει; Υπάρχει πιο άθλιος ψεύτης από έναν κομμουνιστή βουλευτή;

Από τη στιγμή που ο Θεός αναγνωρίζει τους κυρίους αυτού του κόσμου, θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε την άποψή Του για τους εργάτες τους. Αυτό που πρέπει να γίνει κατ’ αρχήν κατανοητό και προκύπτει από το Λόγο του Χριστού είναι ότι ο Θεός ποτέ δεν υποσχέθηκε τη μετατροπή του συνόλου των ανθρώπων σε κυρίους πλούτου. Ο Θεός επιδιώκει μόνον τη Θέωση του ανθρώπου και η Θέωση είναι άσχετη από την κατοχή του πλούτου, αλλά σχετική μόνο με την απόλαυση του. Ο άνθρωπος στη θεία κοινωνία ζει ως “πλούσιος”, αλλά δεν είναι απαραίτητα τέτοιος με τη γενική σημασία της έννοιας. Ο εργάτης σε καμία περίπτωση δεν είναι δούλος κι αυτό γιατί με τον κόπο του εξασφαλίζει τη ζωή του. Ο εργάτης είναι άνθρωπος ελεύθερος και τέλειος. Μέσα στο χώρο της εργασίας μπορεί ο εργοδότης του να του ζητήσει να κάνει ορισμένα πράγματα κι αυτό δεν είναι εξουσία. Πληρώνει τον εργάτη για να εργάζεται κι αυτό σημαίνει ότι ο εργάτης πρέπει να κάνει ό,τι του υποδεικνύουν. Αυτά όμως μέσα στο χώρο της εργασίας και στα πλαίσια της έννοιας της.

Ο εργοδότης αν ξεπερνά τα όρια της εργασιακής σχέσης, είναι άθλιος και μισητός από το Θεό. Μπορεί να πει σ’ έναν εργάτη να κάνει αυτήν τη δουλειά και όχι την άλλη, αλλά δεν μπορεί να του πει πώς να κουρεύεται ή πώς να ντύνεται. Ο εργάτης ως άνθρωπος και ως υιός του Θεού έχει αξιοπρέπεια και κάθε φορά που κάποιος τη θίγει, έρχεται αντιμέτωπος με το Θεό. Ο εργάτης μέσα στο χώρο της εργασίας είναι υποχρεωμένος να εργάζεται για τον εργοδότη του κι είναι επίσης υποχρεωμένος να προστατεύει την αξιοπρέπεια του. Από τη στιγμή που εγκαταλείπει το χώρο της εργασίας, είναι απόλυτα ίσος με τον κύριό του και κανένας δεν μπορεί να του υποδείξει τίποτε, όσον αφορά τη ζωή του. Ζει κι απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του όπως θέλει αυτός μέσα στα πλαίσια μίας κοινωνίας, που έχει κοινές απαιτήσεις από όλους. Όλα αυτά ο Χριστός τα αποκαλύπτει: (Λουκ. 10.7) “άξιος γαρ ο εργάτης του μισθού αυτού έστι.” (διότι τού αξίζει τού εργάτη ο μισθός του.). Ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του και ό,τι απολαμβάνει από αυτόν, δίκαιο. Εργάζεται για το μισθό, όπως ο κύριος εργάζεται για το κέρδος. Κανένας δεν κάνει χάρη σε κανέναν. Αν παραμείνουμε στην ίδια λογική ότι ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο ό,τι και στον Υιό Του, βλέπουμε ότι σύμφωνα με τα παραπάνω υπάρχει μία αντίφαση. Πώς είναι δυνατό ο Θεός να μην προβλέπει κυριότητα πλούτου για το σύνολο των ανθρώπων, τη στιγμή που ο Υιός Του είναι Κύριος. Αυτή η αντίφαση είναι φαινομενική και η γνώση προέρχεται πάλι μέσα από το Λόγο του Χριστού. Η κύρια ιδιότητα που προβάλλει ο Υιός Του είναι αυτή του Οικοδεσπότη και μετά αυτή του Κυρίου-εργοδότη. Αυτό σημαίνει ότι στην ιδανική κατάσταση που θα βιώσει ο άνθρωπος, η ιδιότητα του κυρίου έχει να κάνει με την κυριότητα του χώρου όπου ζει. Ο άνθρωπος ο καθένας ξεχωριστά πρέπει να είναι κύριος στο χώρο μέσα στον οποίο απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Ο χώρος όπου θα στεγάσει το σύντροφο του και τα παιδιά του. Ο χώρος όπου θα δέχεται τους φίλους του, όποτε θέλει και όπως θέλει. Δεν μπορεί να υπάρξει Θέωση για τον άνθρωπο, χωρίς να εξασφαλίζεται αυτή η θεμελιώδης συνθήκη. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει το δικό του χώρο και μέσα σ’ αυτόν να λειτουργεί “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”.

Η ελευθερία που είναι θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η Θέωση, εξασφαλίζεται μόνο με τη δυνατότητα απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος ένας ενοικιαστής; Μπορεί κάθε στιγμή να του γίνει παρατήρηση κι αυτό σημαίνει ψαλίδισμα τ&et