Με δεδομένη την περιγραφή των βημάτων προσπαθούμε να μπούμε μέσα στη λογική του Μυστικού Σχεδίου κι επομένως να κατανοήσουμε το λόγο για τον οποίο αυτό εξελίχθηκε, καθώς και το κέρδος που είναι δυνατό ν’ αποφέρει στον άνθρωπο. Αυτό που έχουμε κατ’ αρχήν στα χέρια μας, είναι δύο όρια. Υπάρχει μία άσχημη κοινωνική δομή που τη χαρακτηρίσαμε ως τύπο Βαβυλώνας και η άριστη επίσης κοινωνική δομή τύπου Αθήνας, που είναι η δημοκρατία. Μ’ αυτά τα δύο διαφορετικά πράγματα στο νου, θα λέγαμε ότι αυτό, που απομένει, είναι η αποκάλυψη του μυστηρίου, συνεπώς η Λύτρωση. Γνωρίζοντας τι είναι αρνητικό και τι θετικό, δεν έχουμε παρά να ξεκλειδώσουμε τη γνώση, που στηρίζει το σύστημα και να προτείνουμε την πολυπόθητη δημοκρατία. Είναι όμως τόσο απλό; Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Χριστός ήταν αυτός ο παράγοντας και όχι ένας άλλος, έστω και με τη βοήθεια των αριθμών;

Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο πολλές και μεγάλες θρησκείες… η κάθε μία απ’ αυτές ορίζει το ζήτημα Λύτρωση με τρόπο διαφορετικό και κατά συνέπεια το προτεινόμενο κοινωνικό μοντέλο ακολουθεί την κάθε γνώση. Όλες οι θρησκείες έχουν γνώση που τις συνδέει με το Θεό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι συνδέονται απαραίτητα με τον Υιό Του. Στον ισλαμισμό οι μωαμεθανοί γνωρίζουν τον Αλλάχ και τον προφήτη του το Μωάμεθ. Ποιος είναι όμως ο Αλλάχ; Ο Πατέρας ή ο Υιός; Οι χριστιανοί ελπίζουν στον Υιό, αφού έχουν την αντίστοιχη γνώση. Ένας χριστιανός πιστεύει στο Χριστό και δέχεται τη γνώση του ως γνώση του Θεού. Είναι δυνατόν όμως η Λύτρωση ν’ αφορά κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους στον κόσμο, που στην κυριολεξία έτυχε να πιστεύουν στον Υιό κι επομένως να τον δέχονται; Ο μωαμεθανός, που δεν πιστεύει στον Υιό, εφόσον δεν έχει γνώση γι’ Αυτόν, δε θα λυτρωθεί;

Βλέπουμε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατή η προσέγγιση του Μυστικού Σχεδίου από την πλευρά του μυστηρίου. Μυστήριο ήταν η εμφάνιση των κοσμοκρατόρων, αλλά αυτό για μερικούς δε σημαίνει τίποτε. Γιατί ο μωαμεθανός να δεχτεί τη σημαντικότητα της εμφάνισης του Χριστού από τη στιγμή που γι’ αυτόν είναι σημαντικός μόνον ο Προφήτης; Ο Χριστός είναι Κοσμοκράτορας για τους χριστιανούς, αλλά αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτε για κάποιους άλλους. Ο αρχαίος κόσμος αναγνώρισε τον Αλέξανδρο ως Υιό του Θεού και οι χριστιανοί, που έχτισαν το δικό τους πολιτισμό πάνω στον αρχαίο, δεν έχουν αυτήν την άποψη. Για το μέσο χριστιανό ο Αλέξανδρος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας μεγάλος στρατηλάτης, τυχερός κι άτυχος ταυτόχρονα, που εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις κι έδωσε θεϊκή υπόσταση στη μορφή του. Βλέπουμε ότι το ν’ αναγνωρίσουμε ορισμένα πρόσωπα ή γεγονότα, δε σημαίνει ότι παίρνουμε τη δυνατότητα να θέσουμε κοινές βάσεις και κοινά δεδομένα για το σύνολο των ανθρώπων.

Είναι αξίωμα ότι για να λυθεί κάποιο πρόβλημα, σημαντικό ή ασήμαντο θα πρέπει να υπάρχουν τα δεδομένα κι από εκείνο το σημείο να ξεκινά η αναζήτηση της λύσης. Δεν είναι δυνατό ν’ αναζητούμε λύση σε κοινά προβλήματα, όταν δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Δεν είναι δυνατό να ξεκινά κάποιος να προτείνει μία λύση και οι υπόλοιποι ν’ αμφισβητούν τα δεδομένα. Από την παραπάνω διαπίστωση είναι δυνατό να προσανατολιστούμε ως προς την πορεία μας, αλλά είμαστε ταυτόχρονα υποχρεωμένοι να προσεγγίσουμε απ’ άλλο σημείο την κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι θέτουμε δύο όρια, που είναι αναμφισβήτητα και προσεγγίζουμε το πρόβλημα από την πλευρά που αφορά τον κάθε άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα. Τα όρια είναι αναμφισβήτητα και παγκοσμίως αποδεκτά. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος. Εξαιτίας των θρησκειών και των ποικίλων απόψεων στο θέμα Θεός, είναι αδύνατο να βρούμε έναν κοινό τόπο. Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών και γι’ αυτούς έχει Υιό το Χριστό. Θεός είναι ο Θεός των μωαμεθανών, αλλά δεν υπάρχει γνώση για τον Υιό, εφόσον τη μεταφορά της θείας βούλησης αναλαμβάνει ο Προφήτης. Είναι δυνατό να πείσει κάποιος τους μωαμεθανούς, αφού δεν έχουν την αντίστοιχη γνώση ότι ο Αλλάχ ταυτίζεται με το Θεό των χριστιανών κι επομένως υπάρχει και Υιός, που είναι ισχυρότερος από τον Προφήτη; Αυτό είναι αδύνατον και όχι μόνον αυτό, αλλά κι ανεπιθύμητο από τον Ίδιο το Θεό.

Αυτό το τελευταίο φαντάζει αυθαίρετο, αλλά δεν είναι.. το να πει κάποιος με μόνο όπλο τη λογική τι είναι επιθυμητό για το Θεό και τι όχι, είναι στην καλύτερη περίπτωση αστείο. Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει αυτή η δυνατότητα, γιατί υπάρχει ο Θεός. Ο Θεός δίνει γνώση για τον Εαυτό Του στους ανθρώπους κι αυτή η γνώση υπηρετεί την επιθυμία Του. Αυτός έδωσε γνώση για τον Υιό στους χριστιανούς κι ο Ίδιος έδωσε τον Προφήτη στους μωαμεθανούς, το Βούδα στους βουδιστές. Εφόσον η γνώση δίνεται απ’ Αυτόν, είναι αδύνατον ν’ αλλάξει κάποιος τα δεδομένα και να πείσει τους ανθρώπους για κάτι άλλο.

Αυτό το αδύνατο δεν είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά κάτι το χειροπιαστό, εφόσον οι θρησκευτικοί πόλεμοι ακόμα μαστίζουν την ανθρωπότητα. Όπως δεν πείστηκαν αιώνες τώρα οι θρησκείες κι οι λαοί για την ορθότητα της γνώσης ο ένας του άλλου, έτσι είναι αδύνατο να πειστούν και τώρα. Η επιθυμία του Θεού σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται. Οποιαδήποτε επέμβαση πάνω σ’ ό,τι θεωρείται ιερό και συνδέεται με τον Ίδιο, πρέπει να τύχει σεβασμού, γιατί δημιουργεί τάσεις μέσα στις κοινωνίες των ανθρώπων. Αυτές οι τάσεις είναι υπεύθυνες για τις αιματοχυσίες σ’ όλους αυτούς τους αιώνες κι αυτό είναι έγκλημα εναντίον του Θεού. Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και δε θέλει με κανέναν τρόπο την παραμικρή θυσία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που ο Θεός να μην τον αγαπά, όπως ένας τέλειος πατέρας το γιο του. Βλέπουμε ότι είναι επικίνδυνο να προσπαθεί κάποιος να πείσει κάποιον άλλο για κάτι για το οποίο δεν έχει προετοιμαστεί. Είναι θεομίσητη ενέργεια να ξεκινήσουμε σταυροφορίες, για να πείσουμε τους άπιστους, όπως είναι επίσης θεομίσητη ενέργεια να επιβάλλουμε τη γνώση του Προφήτη μέσω των ιερών πολέμων.

Εκατομμύρια άνθρωποι βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ορισμένοι ηλίθιοι είχαν την ιδέα να πείσουν ανθρώπους, που είχαν πίστη, για την ορθότητα μίας άλλης. Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά εγκληματίες κι αυτό γιατί ξέχασαν την πλέον βασική παραδοχή… ότι Θεός κι αγάπη πάντα ταυτίζονται. Ο άνθρωπος μπορεί στο όνομα του Θεού ν’ αγαπά τον άνθρωπο κι, αν έχει τη δυνατότητα, να τον βοηθά. Εν ονόματι του Θεού δεν μπορεί να επιβάλλει τίποτε και σε κανέναν. Από τον πλέον θρησκόληπτο μέχρι τον πλέον άθεο, οι άνθρωποι απολαμβάνουν την ίδια πατρική στοργή, όπως επίσης γεύονται και την ίδια οργή. Το τελευταίο δεν είναι αντίφαση, με την ταύτιση που δεχτήκαμε προηγουμένως, αλλά επιβεβαίωση.

Ένας άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη του Θεού αλλά, όταν, είτε εξαιτίας της θρησκοληψίας του είτε της αθεΐας του, προκαλεί αρνητικά φαινόμενα στους υπόλοιπους, ξεφεύγει από την αγάπη κι έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτήν. Ο Θεός δίνει αγάπη σ’ όλους και στον καθένα ξεχωριστά. Η προσωπική επιλογή του καθενός να επιβάλλει στους υπόλοιπους κάτι που δεν επιθυμούν, είναι ο λόγος, που προκαλεί την οργή. Η οργή του Θεού είναι η αγάπη Του προς τους άλλους, που βλέπει ο άνθρωπος, όταν ξεφεύγει ο ίδιος από το Λόγο του Θεού. Αν ο Θεός δεν αγαπούσε τον άνθρωπο ως σύνολο, αυτό θα ήταν αδύνατον, εφόσον αυτή η αγάπη θ’ ακολουθούσε τον άνθρωπο, ανάλογα με το αν οι επιλογές του ταυτίζονται ή όχι με τη θεία θέληση. Θ’ αγαπούσε τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός προσπαθούσε να επιβάλλει κάτι ανεπιθύμητο στους υπόλοιπους, ακόμα κι αν αυτό ταυτιζόταν με τη θεία θέληση. Αυτό όμως δε συμβαίνει κι ο άνθρωπος απολαμβάνει την αγάπη μόνον, όταν λειτουργεί ως άνθρωπος γενικά και σέβεται τους υπόλοιπους. Δεν έχει καμία σχέση, ούτε με τη γνώση ούτε με το δίκιο. Ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει, όταν σέβεται τους ανθρώπους. Ο άθεος είναι αγαπητός στο Θεό, όταν αγαπά τους φίλους του, την οικογένειά του και σέβεται τους υπόλοιπους. Είναι μισητός μόνον, όταν εξαιτίας της αθεΐας του προκαλεί άσχημα φαινόμενα, είτε επειδή προσπαθεί να πείσει τους άλλους γι’ αυτό που πιστεύει είτε επειδή προσβάλλει κάποιον για την πίστη του. Το ίδιο αφορά και το άλλο άκρο, που αντιπροσωπεύεται από το θρησκόληπτο.

Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε το μυστήριο από την πλευρά του Θεού και συνεπώς καταλήγουμε στον παράγοντα άνθρωπο. Σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση είναι δυνατό να βρούμε έναν κοινό τόπο κι άρα τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τι συμβαίνει. Ο άνθρωπος-δημιούργημα που εξετάζουμε, έχει σταθερά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ιδιομορφίες που αναπτύσσει κατά τη διάρκεια της ζωής του ή τις όποιες εξωτερικές διαφορές, που είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές. Ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος, είτε είναι μωαμεθανός είτε είναι χριστιανός είτε ασπάζεται οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν υπάρχουν ορισμένες εξωτερικές διαφορές. Είναι πάντα άνθρωπος, είτε είναι λευκός είτε μαύρος είτε ερυθρόδερμος είτε οτιδήποτε άλλο. Η βάση μας λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που είναι ο Υιός του Θεού. Αυτός που χαίρεται τη ζωή, τον έρωτα, τη φιλία και ως ευφυές ον αναζητά την υπηρεσία της τεχνολογίας στη ζωή του.

Ο κοινός τόπος που αναζητούμε, είναι ο άνθρωπος και οι επιθυμίες του. Υπάρχει μωαμεθανός, που χαίρεται τον έρωτα λιγότερο από ένα χριστιανό, εξαιτίας της πίστης του; Υπάρχει λευκός, που αναπτύσσει ισχυρότερες φιλίες, εξαιτίας του χρώματός του; Υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτόν τον πλανήτη, που να μην ονειρεύτηκε ένα όμορφο σπίτι ή να μην εκτίμησε την αξία ενός όμορφου αυτοκινήτου; Βλέπουμε ότι τα δεδομένα μας είναι κοινά κι αναμφισβήτητα. Προσδιορίζοντας αυτά τα άκρα, βλέπουμε μία εντελώς νέα κατάσταση στην οποία υπάρχουν ανεξάρτητες δύο διαφορετικές οντότητες. Ο Θεός κι ο άνθρωπος. Υπάρχει ο Θεός-Δημιουργός κι ο άνθρωπος-δημιούργημα. Ο Δημιουργός ως Πατέρας κάνει δωρεά κι ο άνθρωπος ως Υιός παίρνει ό,τι είναι δυνατόν.

Σ’ αυτό το σημείο εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας κι είναι απαραίτητο να προσέξει ο αναγνώστης. Έχουμε κοινά κι αναμφισβήτητα δεδομένα για όλους κι επιπλέον ανακαλύψαμε μία σχέση. Υπάρχει ο Θεός κι ο άνθρωπος ως ανεξάρτητες οντότητες κι από κάποια στιγμή κι έπειτα αρχίζει ο πρώτος παράγοντας να επηρεάζει το δεύτερο μέσω της δωρεάς. Χωρίς ν’ απαιτείται ιδιαίτερη ευφυΐα, είναι δυνατό να γίνει κατανοητό ότι η έναρξη αυτής της δραστηριότητας σηματοδοτεί μία νέα φάση στη ζωή του ανθρώπου. Με μόνο εφόδιο αυτήν τη διαπίστωση είναι δυνατό ν’ αντιληφθούμε την ουσία του αμαρτήματος. Ο Ίδιος ο Θεός έδωσε ως πληροφορία στον άνθρωπο να μην αγγίζει τη γνώση, γιατί είναι αδύνατον εξαιτίας αυτής της επαφής να μην ακολουθήσει η καταδίκη. Οι δύο αυτές οντότητες αλληλοεπηρεάζονται, αλλά με γνώση των άσχημων συνεπειών. Ο Θεός έχει γνώση, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι η λήψη της από τον άνθρωπο είναι λυτρωτική. Με βάση τα παραπάνω χωρίζουμε το χρόνο σε δύο υποχώρους. Ο πρώτος υποχώρος είναι αυτός στον οποίο οι δύο οντότητες συνυπάρχουν αλλά δεν αλληλοεπηρεάζονται. Αυτή η κατάσταση είναι τέλεια, γιατί ο άνθρωπος είναι τέλειος, εφόσον αντανακλά την τελειότητα του Δημιουργού. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο δεύτερος υποχώρος, όταν ο άνθρωπος παραλαμβάνει γνώση κι ακολουθεί μία άσχημη πορεία.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε για το λόγο ότι στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το Μυστικό Σχέδιο από την πλευρά του ανθρώπου, είμαστε υποχρεωμένοι να διερευνήσουμε το σύνολο των όσων προέκυψαν μετά τη λήψη της όποιας γνώσης. Αυτό που λαμβάνουμε υπόψη μας δεν είναι, ούτε η ποιότητα ούτε η ποσότητα της γνώσης που έχει στην κατοχή της η κάθε θρησκεία. Αυτό που μας ενδιαφέρει, είναι η λήψη γνώσης και μόνον. Ο άνθρωπος είναι ένα ον, που χαρακτηρίζεται ως κοινωνικό. Είναι ένα ον με ξεχωριστά χαρίσματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα θεϊκής δωρεάς σε προσωπικό επίπεδο. Επίσης είναι ον που λειτουργεί μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Όταν ο άνθρωπος παίρνει γνώση από το Θεό, ευνόητο είναι ότι αλλάζει χαρακτηριστικά, εφόσον η γνώση αυτή τείνει να τον τελειοποιήσει. Η θεία ευφυΐα αυτό το φαινόμενο το μεταφέρει και στην κοινωνία του, ώστε η δωρεά ν’ αγγίζει όλους τους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα να υπηρετεί και το Σχέδιο.

Αυτό γίνεται με το πέρασμα της δωρεάς από το προσωπικό επίπεδο στο αντίστοιχο κοινωνικό, όπου και γίνεται κοινή. Απ’ αυτήν την κοινή δωρεά ευνοούνται οι επόμενες γενιές στο σύνολό τους, επειδή ξεκινούν με μεγαλύτερη ποσότητα γνώσης. Ο προικισμένος άνθρωπος προσφέρει στον εαυτό του, αλλά προσφέρει και στην κοινωνία. Οι επόμενες γενιές θα έχουν κτήμα τους, αυτό που ένας ιδιαίτερα ικανός άνθρωπος πρόσφερε στον εαυτό του. Με την παραπάνω διαπίστωση, που είναι αναμφισβήτητη, βλέπουμε ότι: όπως ο άνθρωπος, ανεξάρτητα από ιδιαιτερότητες, έχει κοινούς στόχους κι επιθυμίες με τους υπόλοιπους, το ίδιο συμβαίνει και στις κοινωνίες. Οι ανθρώπινες κοινωνίες που βλέπουμε σήμερα ότι αναπτύσσουν διαφορετικές φιλοσοφίες, θα πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν ως οντότητες, που έχουν κοινούς στόχους αλλά τους προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο, που είναι αποτέλεσμα διαφορετικής γνώσης. Με βάση αυτό είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η χριστιανική κοινωνία διαφέρει, για παράδειγμα, από τη μωαμεθανική, όχι επειδή ο Θεός των χριστιανών δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ, αλλά, επειδή η γνώση που δίνει χαρακτηριστικά στην κοινωνία, προσεγγίζει τα προβλήματα του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο.

Χωρίς να εμβαθύνουμε ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο, βλέπουμε ότι, αφού οι άνθρωποι και οι κοινωνίες έχουν όμοια χαρακτηριστικά, είναι δυνατό ν’ απομονώσουμε εκ νέου τις έννοιες, Θεός κι άνθρωπος, αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση τον άνθρωπο τον ακολουθεί και η κοινωνία του. Φτάνουμε σ’ ένα σημείο, όπου ο Θεός βρίσκεται σ’ ένα απόλυτα ξεχωριστό επίπεδο και δεν έχει καμία σημασία πώς ονομάζεται από τους πιστούς Του. Ένας Θεός που είναι ορατός απ’ όλους με τα ίδια απόλυτα χαρακτηριστικά, αλλά και ταυτόχρονα Δημιουργός πολλών και διαφορετικών θρησκειών, που με τη σειρά τους δημιουργούν πολλούς και διάφορους τύπους κοινωνιών.

Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία, γιατί είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, ο άνθρωπος βλέπει το Θεό πάντα με τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά. Ο Θεός είναι Τέλειος, Πανάγαθος, Παντοδύναμος και Δημιουργός των πάντων στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, άσχετα αν αυτός είναι χριστιανός, μωαμεθανός, σιντοϊστής ή οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά αφορούν το γενικό επίπεδο κι είναι κοινά για όλους. Τι γνωρίζει όμως ο Ιουδαίος, που πιστεύει στο Γιαχβέ και γιατί διαφέρει από το μωαμεθανό, που πιστεύει στον Αλλάχ;

Σ’ άλλο σημείο αναφέραμε ότι η γνώση για το Θεό δεν έχει απόλυτη σχέση με την ποιότητα και την ποσότητά της σ’ ό,τι αφορά το βασικό επίπεδο που χαρακτηρίσαμε ως γενικό. Για να υφίσταται αυτό το επίπεδο, απαιτείται μόνον κάποια γνώση —έστω και σχετική— και βασίζεται απόλυτα στα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που από τη φύση του αναζητά το Θεό. Οι θρησκείες, σ’ αυτό το επίπεδο, δεν παίζουν κανένα ρόλο κι αυτό γιατί στηρίζονται σε γνώση που έχει δοθεί σ’ αυτές από το Θεό κι εκμεταλλεύονται χαρακτηριστικά, που έχουν δοθεί στον άνθρωπο, επίσης από το Θεό. Η θρησκεία με λίγα λόγια δεν ανακάλυψε το Θεό κι ούτε έδωσε χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με την τάση για πίστη, στον άνθρωπο.

Αφήνουμε αυτό το γενικό επίπεδο, που είναι κοινό για όλους κι εντοπίζουμε ένα νέο επίπεδο που εξαρτάται άμεσα από τη γνώση. Σ’ αυτό το επίπεδο, που δεν είναι κοινό για το σύνολο των ανθρώπων, παρά μόνο για το σύνολο των πιστών κάθε θρησκείας, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει και η ποιότητα και η ποσότητα της γνώσης. Ο Θεός δεν έχει πλέον τα γενικά χαρακτηριστικά, που είναι κοινά για όλους, αλλά έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία αναγνωρίζει μόνον αυτός που έχει ειδική γνώση. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζονται οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών. Ο Ιουδαίος λατρεύει το Θεό ως άνθρωπος, αλλά τα χαρακτηριστικά του Θεού του, που είναι χαρακτηριστικά κυρίου, τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους. Ο Ιουδαίος σύμφωνα μ’ αυτήν τη λογική είναι Ιουδαίος, όχι επειδή λατρεύει κάποιον άλλο Θεό σε σχέση με τους υπόλοιπους αλλά, επειδή έχει γνώση για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Θεού, που είναι αυτά του κυρίου.

Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τη γνώση κάθε θρησκείας, εφόσον τα ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά του Θεού, που υποστηρίζει η κάθε μία απ’ αυτές, είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά των άλλων. Ενώ στο πρώτο επίπεδο ο Θεός είναι Ένας και δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά, σ’ αυτό το επίπεδο έχει τεράστια σημασία τ’ όνομά Του. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιον Θεό λατρεύει ο κάθε άνθρωπος, αφού ο Γιαχβέ είναι εντελώς διαφορετικός από τον Αλλάχ ή το Χριστό. Βλέπουμε λοιπόν ότι η δωρεά γνώσης κατά πρώτον: δημιουργεί το πρώτο επίπεδο, διαχωρίζοντας το Θεό από τον άνθρωπο, ενώ κατά δεύτερον: αποδίδει χαρακτηριστικά στο Θεό. Ενώ ο Θεός είναι Ένας, ο Γιαχβέ δεν ταυτίζεται με τον Αλλάχ. Εξαιτίας της γνώσης ο Γιαχβέ είναι Κύριος και θυσιάζει τον Υιό Του κι εξαιτίας πάλι της γνώσης ο Αλλάχ γνωστοποιεί της βουλές Του, μέσω του Προφήτη.

Ενώ ο Θεός είναι ένας, είναι ταυτόχρονα και πολλοί. Η έννοια του ονόματος του Θεού, έχει πλέον τεράστια σημασία και δε συνδέεται σε καμία περίπτωση με τις γλώσσες των ανθρώπων. Οι μωαμεθανοί λατρεύουν τον Αλλάχ, όχι επειδή στη γλώσσα τους δεν υπάρχει η λέξη “Θεός”, αλλά γιατί ο Θεός τους είναι ο Αλλάχ. Ο Θεός αποκαλύπτει τ’ όνομά Του και δεν το ανακαλύπτουν οι άνθρωποι. Όπως έδωσε ο Θεός στους Έλληνες τ’ όνομα “Δίας”, έτσι μπορούσε να δώσει τ’ όνομα “Αλλάχ”. Ο Θεός αυτήν την αποκάλυψη την κάνει, γιατί, έχοντας γνώση του Σχεδίου, δίνει διαφορετική γνώση, ώστε να δημιουργηθεί διαφορετικός τύπος ανθρώπου, δηλαδή κοινωνίας, κι έτσι να εξελιχθεί το Σχέδιο. Ο άνθρωπος εξαρτάται άμεσα πλέον από το Θεό που λατρεύει. Ο μωαμεθανός λατρεύει τον πραγματικό Θεό και πρέπει ν’ αναζητά τη Θέωση στο λόγο του Προφήτη. Ο χριστιανός επίσης λατρεύει τον πραγματικό Θεό, αλλά είναι αναγκαίο η αναζήτησή του να στρέφεται αποκλειστικά στο Λόγο του Χριστού. Ο χριστιανός που στρέφεται προς το λόγο του Προφήτη, βρίσκεται μακριά από την υπόθεση Θέωση.

Αυτά συμβαίνουν γιατί ο Θεός δημιουργεί την επιθυμητή κοινωνία, μέσω της γνώσης και τον τύπο του ανθρώπου που αυτή παράγει. Ο Θεός δίνει την κατάλληλη γνώση στον κατάλληλο χώρο και στους κατάλληλους ανθρώπους. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών, και κατά συνέπεια των ανθρώπων, απαιτούν διαφορετική γνώση κι επομένως αποκτά σημαντικό νόημα η ύπαρξη του Υιού, αλλά και του Προφήτη. Ο άνθρωπος που γεννιέται στην κοινωνία του Αλλάχ, ελέγχεται για την πίστη ή την απιστία του με βάση το λόγο του Προφήτη και σε καμία περίπτωση με βάση το Λόγο του Χριστού. Ο μωαμεθανός σε καμία περίπτωση δεν αποκτά χαρακτηριστικά απίστου, αν αγνοεί ή ακόμα κι αν μισεί τον Υιό του Θεού. Απλά, επειδή ο άνθρωπος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καμία γνώση δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα. Αν ένας μωαμεθανός μισεί το Χριστό, αυτό σημαίνει ότι μισεί τους χριστιανούς, επομένως τους ανθρώπους. Δεν είναι άπιστος, επειδή μισεί το Χριστό, αλλά είναι άπιστος απέναντι στον Αλλάχ, επειδή ακριβώς κάτι δεν πάει καλά, που αναπτύχθηκε το μίσος μέσα του. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ όλους τους ανθρώπους, όλων των θρησκειών. Η κάθε θρησκεία αποτελεί μία κοινότητα ξεχωριστή κι ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλευτεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη γνώση της θρησκείας του. Αν ο βουδιστής γεννηθεί και ζει σε μία κοινωνία βουδιστών, η γνώση του Βούδα είναι ασφαλής. Αν ο βουδιστής διατηρεί την πίστη στο Βούδα και ζει σε μία χριστιανική κοινωνία, αναζητώντας τη βοήθεια και του Χριστού, είναι αδύνατο να μην παγιδευτεί. Είναι αδύνατο να μη γίνει άπιστος απέναντι στο Θεό του, εφόσον καταστρέφει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Πώς είναι δυνατό να βοηθήσει αυτός ο άνθρωπος τα παιδιά του, όταν αυτά γεννιούνται και ζουν σε μία κοινωνία στην οποία η γνώση του πατέρα είναι ακατάλληλη;

Εξαιτίας αυτών των προβληματισμών φτάνουμε σε μία κατάσταση στην οποία τα δεδομένα είναι κοινά με το πρώτο επίπεδο, αλλά εξαιτίας της διαφοράς της γνώσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες. Υπάρχει ο Θεός, ο άνθρωπος και η δωρεά του Θεού, αλλά σ’ αυτό το σημείο παίρνουν τα πάντα συγκεκριμένο όνομα. Στη θέση του Θεού υπάρχει ο Γιαχβέ, ο Χριστός, ο Αλλάχ, ενώ στη θέση των ανθρώπων αντίστοιχα, οι Ιουδαίοι, οι χριστιανοί, μωαμεθανοί. Εξαιτίας της γνώσης και άρα της θρησκείας, από το γενικό πάμε στο ειδικό κι από την πανανθρώπινη κοινωνία στην κάθε κοινωνία, που δημιουργείται από την αντίστοιχη θρησκεία.

Όλη αυτήν την πορεία του προβληματισμού την κάναμε για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι απαιτείται να βρεθεί ένας κοινός τόπος, σ’ ό,τι αφορά τους ανθρώπους και το Θεό Πατέρα, ώστε να γίνει κατ’ αρχήν αποδεκτό ότι είναι δυνατό να υπάρξει μία γενική και πανανθρώπινη λύση. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, εντοπίζοντας τα δεδομένα που μας χρειάζονται, είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τις κοινωνίες αναζητώντας τη λύση, χωρίς να χρησιμοποιούμε υποκειμενικά κριτήρια, που είναι δυνατό να οδηγήσουν στην παρεξήγηση. Αυτό σημαίνει ότι, σεβόμενοι την πίστη του ανθρώπου προς το Θεό, πρέπει να εντοπίσουμε τον τύπο κοινωνίας, της οποίας η λύση των προβλημάτων να είναι ταυτόχρονα και παγκόσμια λύση.

Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να εντοπιστεί η πιο σύνθετη κοινωνία από πλευράς προβλημάτων, ώστε οι λύσεις να καλύπτουν το σύνολο των υπολοίπων. Είναι εντελώς διαφορετικό να επιλέξουμε τη χριστιανική κοινωνία με βάση τη συνθετότητα των προβλημάτων της, από το να την επιλέξουμε με βάση την ιδιότητα του Χριστού ως Υιού. Υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που δε δέχονται το Χριστό κατά τρόπο όμοιο με τους χριστιανούς κι επομένως είναι αυθαίρετο ν’ αναζητήσουμε τη λύση στο Λόγο Του. Αν όμως εμείς αποδείξουμε ότι η χριστιανική κοινωνία είναι η πιο σύνθετη με βάση γενικά αποδεκτά κριτήρια, είναι αδύνατο ν’ αγνοηθεί ο Λόγος του Ιδρυτή της. Είτε πιστεύει ο μωαμεθανός στο Χριστό είτε όχι, η Λύτρωση των χριστιανών τον αφορά. Αν λυτρωθούν οι χριστιανοί εξαιτίας αυτού που θεωρούν Υιό, όλοι οι υπόλοιποι, εφόσον θα γευθούν τη Λύτρωση, θ’ αναγνωρίζουν κι Αυτόν, που είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Ο Αλλάχ έχει το Μωάμεθ Προφήτη, όμως εδώ κι αιώνες τα προβλήματα των μωαμεθανών όχι μόνο δε λύνονται, αλλά τείνουν να γίνουν πιο σύνθετα. Αν ο Χριστός λυτρώσει τους μωαμεθανούς, είναι αδύνατο να μην ταυτιστεί είτε με τον Αλλάχ είτε με τον άγνωστο Υιό Του.

Η απόδειξη για το ποια είναι η συνθετότερη των κοινωνιών είναι ό,τι πιο απλό υπάρχει. Εφόσον για όλους υπάρχει το δεδομένο ότι υπάρχει Θεός κι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον, η κοινωνία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από δύο παράγοντες: είτε από το Θεό είτε από τους ανθρώπους είτε και από τους δύο. Τα όρια είναι ο Θεός κι ο άνθρωπος και η ενδιάμεση κατάσταση, που είναι η συνθετότερη, έχει σχέση με τη δημοκρατία που αναπτύσσεται στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που έχουν κοινή πίστη. Οι ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν είτε με βάση το Λόγο του Θεού, μ’ εντολές που μεταφέρονται μέσω δούλων του Θεού, είτε εντελώς δημοκρατικά, αγνοώντας οριακά ακόμα και το Λόγο του Θεού. Η δημοκρατία στην περίπτωση αυτή κρίνεται, όχι για τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα, αλλά για τη δυνατότητα παρέμβασης του ανθρώπινου παράγοντα. Δημοκρατία είναι ν’ αποφασίσουν οι άνθρωποι να φέρονται ως Θεοί και δημοκρατία είναι επίσης ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι να φέρονται σαν ζώα.

Βλέπουμε ότι ο καθοριστικός παράγοντας, που γεννά την πολυπλοκότητα, είναι η ίδια η δημοκρατία κι αυτήν αναζητούμε. Από την εποχή του αμαρτήματος, όταν ο άνθρωπος πρωτοπήρε γνώση, η λειτουργία της κοινωνίας στηρίζεται στις εντολές που δόθηκαν σ’ εκλεκτούς. Από την κοινωνία της Βαβυλώνας μέχρι το βασικό χριστιανικό κορμό δεν υπάρχει διαφορά στα λειτουργικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Σ’ αυτό το σημείο δεν κρίνεται ούτε η ποιότητα της γνώσης ούτε η ποιότητα των δούλων. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, που μεταφέρουν εντολές κι υποδεικνύουν στον άνθρωπο πώς πρέπει να ζήσει. Αυτός ο τύπος κοινωνίας αγγίζει τα όρια, είτε θετικά είτε αρνητικά, κι εξαρτάται από τις παραπάνω ποιότητες, έχοντας όμως πάντα τα ίδια λειτουργικά χαρακτηριστικά. Είτε τις εντολές τις δίνει ένας τρισάθλιος δούλος είτε ο Ίδιος ο Θεός, ο τύπος της κοινωνίας δεν αλλάζει. Το σύνολο των θρησκειών που υπάρχει στον κόσμο αυτήν τη στιγμή, δημιουργεί κοινωνίες αυτού του τύπου και η μόνη εξαίρεση, που είναι κι αυτή που μας ενδιαφέρει, είναι ο χριστιανισμός.

Ο χριστιανισμός είναι η μοναδική θρησκεία στον κόσμο, στην οποία η δημοκρατία κι επομένως ο ανθρώπινος παράγοντας έχει δυνατότητες παρέμβασης. Χριστιανός είναι ο θρησκόληπτος, που τρέχει στις εκκλησίες, όπως χριστιανός είναι κι ο φιλόσοφος που έχει τη δική του άποψη για τη ζωή. Η διαφορά αυτή παρουσιάζεται στο χριστιανισμό εξαιτίας δύο παραγόντων: ο πρώτος είναι ότι ο χριστιανισμός εδραιώθηκε σε χώρους, όπου γνώριζαν τη δημοκρατία κι ο δεύτερος είναι η τρομερή δύναμη του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος κι αυτό σημαίνει ότι έχει τις δυνατότητες να κινείται και στα δύο επίπεδα. Λειτουργεί ως Θεός, εφόσον δίνει εντολές σε δούλους, αλλά λειτουργεί κι ως άνθρωπος, εφόσον δίνει γνώση. Η δημοκρατία δεν είναι δυνατό ν’ απειλήσει το Λόγο του Χριστού, γιατί η ίδια στρέφεται γύρω από τον άνθρωπο, κι ο Χριστός υπήρξε άνθρωπος. Η πολυπλοκότητα που αναζητούσαμε, αποκαλύπτει σ’ αυτό το σημείο τη σπουδαιότητά της.

Δεν είναι δυνατό δίνοντας κάποιος λύση στην ισλαμική κοινωνία, να δώσει ταυτόχρονα και στην πανανθρώπινη. Το Ισλάμ έχει ένα μοντέλο ζωής, που είναι το προτεινόμενο από τον Προφήτη. Ο οποιοσδήποτε παρεμβαίνει σ’ αυτό το σημείο, είναι κατ’ αρχήν άπιστος και κατά συνέπεια αποβάλλεται. Το Ισλάμ και η δημοκρατία είναι έννοιες, που αδυνατούν να συνυπάρξουν. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία είτε ακολουθεί τον Προφήτη είτε όχι. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο το σύνολο των μεγάλων κοσμοθεωριών προέρχεται από το χώρο του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί δεν είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους, ώστε να εξηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο. Οι χριστιανοί έχουν κάτω απ’ ορισμένες συνθήκες τη δυνατότητα να σκέφτονται πιο ελεύθερα και να μη χάνουν την ιδιότητά τους. Ακόμα κι ο άθεος είναι δυνατό ν’ ακολουθεί το Χριστό. Εξαιτίας της διπλής ιδιότητας του Χριστού ένας άθεος είναι δυνατό να Τον απαλλάξει από τα στοιχεία που Τον συνδέουν με το Θεό και να Τον ακολουθεί σαν ένα χαρισματικό φιλόσοφο. Η λύση στα προβλήματα των χριστιανών είναι η πιο δύσκολη, γιατί θα πρέπει να ικανοποιούνται οι άπειρες ανθρώπινες ανησυχίες, που εκφράζονται με τη μορφή θεωριών, αλλά ταυτόχρονα η ίδια η λύση να σέβεται και την πίστη των ανθρώπων σ’ ό,τι αφορά το Θεό. Το Θεό ο άνθρωπος είτε το σέβεται είτε όχι. Δεν υπάρχει σεβασμός απέναντι στο Θεό, όταν δε σέβεται κάποιος την πίστη του άλλου.

Με δεδομένο αυτόν το σεβασμό απέναντι στο Θεό, βλέπουμε ότι, προσπαθώντας να καλύψουμε τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλάζουν κατά πολύ τα δεδομένα. Στη νέα κατάσταση υπάρχει ο Θεός κι ένας τεράστιος αριθμός υποσυνόλων, που υποστηρίζουν κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο. Υπάρχει ο Θεός, οι χριστιανοί, οι μωαμεθανοί, οι βουδιστές, οι σιντοϊστές αλλά κι οι κομμουνιστές, οι σοσιαλιστές, οι υλιστές ακόμα κι ένας άνθρωπος μόνος του, που διατηρεί μία ιδιόμορφη άποψη για τη ζωή. Η ανάγκη να επιλέξουμε το χριστιανισμό βλέπουμε ότι είναι τεράστιας σημασίας, αφού αν καλυφτούν τα προβλήματά του, καλύπτονται τα πάντα.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μελέτη της κοινωνίας και όχι του μυστηρίου —εφόσον επιλέξουμε ως μοντέλο μελέτης τη χριστιανική κοινωνία— είναι ο τρόπος έκφρασης του Ιδρυτή της. Ο Χριστός λέει, για παράδειγμα, ότι η γενιά των συγχρόνων Του, αλλά κι αυτή που εξακολουθεί ώσπου να δοθεί το θαύμα, είναι “γενεά μοιχαλίς”. Στην Αποκάλυψη αναφέρεται μία “πόρνη”. Όλες αυτές οι έννοιες μπορούν μέσω των αριθμών να προσδιοριστούν, αλλά είναι αδύνατο ν’ αποκαλύψουν τη φύση τους. Τι θα πει πόρνη; Είναι μία συγκεκριμένη γυναίκα που κοιμάται με τους άθλιους; Όλα αυτά είναι δυνατό να γίνουν κατανοητά μόνον, αν βρούμε τις αναλογίες, που υπάρχουν μεταξύ του ανθρώπου και της κοινωνίας του.. αν βρούμε μηχανισμούς, που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και μοιάζουν με τη γυναίκα για την οποία έγινε λόγος παραπάνω και διαπιστώσουμε το φαινόμενο της πορνείας.

Όλα αυτά όμως για να γίνουν, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον παράγοντα άνθρωπο και μετά μέσω των αναλογιών ν’ αλλάξουμε επίπεδο. Θα πρέπει να βρούμε πότε και γιατί μία γυναίκα είναι πόρνη και ν’ ανιχνεύσουμε τη συμπεριφορά της σε μηχανισμούς που επηρεάζουν ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Είναι απαραίτητο να μπούμε πρώτα στην κοινωνία των ανθρώπων, ν’ αντιληφθούμε πώς αυτή λειτουργεί και να ελέγξουμε το σύνολο των μηχανισμών που επηρεάζουν την πορεία της, με βάση τη γνώση μας για τον άνθρωπο και για τη φύση του.

Για να συμβούν όλα αυτά, θα πρέπει να ταξιδέψουμε στο χρόνο και να βρεθούμε στο χώρο, όπου ο χριστιανισμός γεννήθηκε κατά τη στιγμή που αυτό συνέβη. Πότε γεννήθηκε ο χριστιανισμός; Όταν γεννήθηκε ο Χριστός; Όταν σταυρώθηκε ή σε κάποια άλλη στιγμή; Για να γίνει βέβαια αυτό αντιληπτό, απαιτείται ιδιαίτερη γνώση και θα το εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο. Εδώ μας αρκεί ότι η ιουδαϊκή κοινωνία είναι μία κλειστή κοινωνία, που στηρίζει τη δομή της σε μία συγκεκριμένη γνώση. Ο Χριστός γεννήθηκε Ιουδαίος μέσα στην ιουδαϊκή κοινωνία κι είχε τη γνώση να γίνει Μεσσίας των Ιουδαίων. Η γέννησή Του είναι καθαρά ιουδαϊκού ενδιαφέροντος και δεν αφορά τον περίγυρο. Ο Χριστός δεν λειτούργησε σαν Μεσσίας ακολουθώντας κάποια ειδική στρατηγική κι αφέθηκε να εξοντωθεί από Ιουδαίους, εξαιτίας των εξουσιών που προκύπτουν από τη θρησκεία τους. Ο υπόλοιπος κόσμος επηρεάζεται μόνον εξαιτίας μίας ιδιόμορφης ενέργειας του Χριστού. Ο Ιουδαίος Χριστός απειλεί τη σκληρή ιουδαϊκή κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα δίνει δικαιώματα σε Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι είναι αυτοί που Τον απειλούν, αλλά οι Ιουδαίοι είναι κι αυτοί που σκέφτονται πώς να διαχειριστούν το κεφάλαιό Του.

Ο χριστιανισμός γεννιέται, όταν ο Χριστός παραδίδεται στην εξουσία και τα πάντα παραδίδονται σε Ιουδαίους. Η Σταύρωση του Χριστού αποτελεί την ύστατη στιγμή της πορείας Του, αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του χριστιανισμού. Ο χριστιανισμός δημιουργήθηκε κατά το Μυστικό Δείπνο, ενώ η Σταύρωση δίνει μόνιμα χαρακτηριστικά σ’ αυτά που ο Χριστός δημιούργησε, κατά τη διάρκεια της ζωής Του. Απέκοψε ένα μέρος της ιουδαϊκής κοινωνίας από τον κύριο κορμό της και το έκανε τη βάση του χριστιανικού κόσμου. Αυτή η βάση δίνει τα ιουδαϊκά χαρακτηριστικά στο χριστιανισμό και με τον εντοπισμό της είναι δυνατό ν’ ανακαλύψουμε τα πραγματικά θεμέλια μίας σκληρής κοινωνίας, που είναι υπεύθυνη για το Μεσαίωνα, αλλά και για τα σύγχρονα προβλήματα, που φαντάζουν πολυσύνθετα κι ανυπέρβλητα.

Αν αντιληφθεί ο αναγνώστης τον ιουδαϊσμό, που στηρίζει το χριστιανισμό, είναι δυνατό να καταλάβει και να εκτιμήσει το Λόγο του Χριστού. Η δημοκρατία προστατεύει το σύνολο του συστήματος, γιατί λειτουργεί ως αποσβεστήρας. Αν επιχειρήσει κάποιος να επιτεθεί εναντίον του συστήματος σ’ οποιοδήποτε σημείο εκτός από τα θεμέλια, πέφτει στην παγίδα του. Το σύστημα κινδυνεύει μόνο με τη συντριβή των ιουδαϊκών θεμελίων του κι αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω του Λόγου του Χριστού. Βλέπουμε ότι είναι απαραίτητο να διακρίνουμε πρώτα τα θεμέλια κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα ν’ αντιληφθούμε πώς αυτό λειτουργεί, ώστε από μία απλή και σκληρή βάση, να έχουμε ως αποτέλεσμα την ελαστική κορυφή της ψευδοδημοκρατίας.

Η ιουδαϊκή κοινωνία είναι τύπου Βαβυλώνας κι όμοιά της είναι η βάση του χριστιανικού κόσμου. Αν αντιληφθούμε, γιατί οι Ιουδαίοι έτρεμαν το Λόγο του Χριστού, θ’ αντιληφθούμε πού υπάρχει κίνδυνος και ποιοι είναι αυτοί που θίγονται άμεσα σήμερα, σε ενδεχόμενη επαναδιατύπωση του Λόγου του Χριστού. Ο Χριστός εκτέλεσε τις εντολές του Πατέρα Του, αλλά άφησε κι ως γνώση ότι: (Ματθ. 26.24) “Ο μεν Υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού… ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται.. καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος.” (Καί ο μέν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένον δι’ αυτόν, αλλοίμονον όμως εις τόν άνθρωπον εκείνον, διά τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίδεται. Θα ήτο καλύτερα διά τόν άνθρωπον εκείνον εάν δέν είχε γεννηθή.). Αυτές οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό του Χριστού τη στιγμή που παραδόθηκε στην εξουσία και θα δούμε ποιοι ήταν αυτοί, που μετάνιωσαν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκαν. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας στο μεταξύ ωρύεται: “σταύρωσον Αυτόν” έκραζαν από κάτω οι κλέφτες, οι μοιχοί κι οι πόρνοι. Ένας ολόκληρος λαός μετατράπηκε σε όχλο. Έτρεχαν ανάμεσά τους οι άθλιοι και φώναζαν για να τους παρασύρουν. Ο πιο όμορφος άνθρωπος που πάτησε το πόδι Του στη Γη, άφωνος, χωρίς αντίσταση, επιτρέπει στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, να παρασύρουν το λαό σ’ αυτό για το οποίο είχε προετοιμαστεί. (Ματθ. 27.25) “πας ο λαός είπε.. το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών.” (Καί όλος ο λαός απεκρίθη, “Τό αίμα του άς βαρύνει εμάς καί τά παιδιά μας”.).

Οι Ιουδαίοι έχυσαν το αίμα του Χριστού, του Μεσσία τους κι αυτό, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, βαρύνει καί αυτούς καί τα παιδιά τους. Ό,τι έχει συμβεί από τότε μέχρι τώρα στον πιο βασανισμένο λαό στον κόσμο, έχει να κάνει μ’ αυτήν τη φράση. Έχυσαν το αίμα του Χριστού κι απ’ αυτό το αίμα δημιουργήθηκε ο χριστιανισμός. Ο τελευταίος εγκληματίας της ανθρωπότητας, ο Χίτλερ, ήταν χριστιανός κι αυτό δείχνει τη βαρύτητα της ευθύνης που ανέλαβαν τότε οι Ιουδαίοι. Ο Χριστός ήταν ο λυτρωτής των Ιουδαίων κι αν άκουγαν και πίστευαν στο Λόγο Του, ποτέ μα ποτέ δε θα σκοτωνόταν, εξαιτίας της πίστης του, ούτε ένας Ιουδαίος από τότε μέχρι σήμερα. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αρχίζει κι αναπτύσσεται το Σχέδιο του οποίου την εφαρμογή ζούμε ακόμα και στις μέρες μας.

Το σύνολο των όσων περιγράψαμε μέχρι εδώ, έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο Χριστός είναι Ιουδαίος κι αυτοί οι οποίοι έχουν όφελος να τον ακούσουν είναι επίσης Ιουδαίοι. Το Σχέδιο σ’ αυτό το λεπτό σημείο αποκαλύπτεται. Ο Λόγος του Χριστού λυτρώνει τον άνθρωπο αλλά μόνον αυτόν που ζει σ’ αυτού του είδους την κοινωνία. Ο Χριστός δεν μπορούσε να κηρύξει το Λόγο Του στην Αθήνα, γιατί εκεί δε θα μπορούσαν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επιθυμητή εξέλιξη. Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος, αλλά το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα, θα ήταν να επιβεβαιωθεί η ταυτότητά Του εξαιτίας της γνώσης Του και να βελτιωθεί στο ελάχιστο η κοινωνία τού βήματος 5, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει Λόγος που να δίνει πλούτο ή να πολλαπλασιάζει τη γη, ώστε να πάρουν μέρος της κι οι φτωχοί. Η φτώχεια και το γενικό επίπεδο της τεχνολογίας ήταν η “Αχίλλειος πτέρνα” της κοινωνίας της δημοκρατίας. Ο Λόγος που λυτρώνει τον άνθρωπο, έπρεπε να πάει σ’ αυτούς που τον είχαν ανάγκη κι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τους ανθρώπους του βήματος της Βαβυλώνας.

Όμως το σύστημα της εξουσίας αυτού του τύπου κοινωνίας είναι τόσο ισχυρό, ώστε δεν επιτρέπει σε καμία φωνή ν’ ακουστεί. Αυτή ακριβώς η δύναμή του ήταν η ικανή κι αναγκαία συνθήκη, για να κυλήσουν τα πράγματα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Χριστός άφησε το Λόγο Του, που είναι ικανός ν’ ανατρέψει το σύστημα, αλλά συνολικά το έργο Του είναι αυτό για το οποίο έχυσε το αίμα Του. Η Καινή Διαθήκη είναι το έργο του Χριστού. Ό,τι ζούμε από τότε μέχρι σήμερα, οφείλεται σ’ αυτό ακριβώς το έργο. Η Καινή Διαθήκη και τα όσα περιέχονται μέσα σ’ αυτήν, είναι η αιτία των όσων συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στον κόσμο.

Ως έργο η Καινή Διαθήκη είναι ένα έργο σύνθετο κι επικίνδυνα μυστηριώδες. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο ίδιο βιβλίο περιέχονται πολλά διαφορετικά πράγματα και πολλές διαφορετικές φιλοσοφίες. Ο Χριστός υπηρετεί κατ’ αρχήν ένα Μυστικό Σχέδιο κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δράσει, όπως επιβάλλεται, λόγω Σχεδίου. Είδαμε ότι ο Χριστός στις προφητείες αποκαλείται Εμμανουήλ, ενώ στην αρχή του ευαγγελίου ο άγγελος, υπηρετώντας το Θεό, ζητά από τους γονείς Του να Τον ονομάσουν Ιησού. Αυτό που έχει σημασία, είναι να μπορέσουμε ν’ ανιχνεύσουμε, πότε ακριβώς μιλά ως Χριστός ή ως Εμμανουήλ ή ως Ιησούς και τι ακριβώς είναι αυτό που επιδιώκει κάθε φορά. Αυτό όσον αφορά αυτόν καθ’ αυτόν το Λόγο Του. Το σύνθετο έργο που λέγεται Καινή Διαθήκη, δε σταματά με το τέλος του Λόγου Του, αλλά συνεχίζει. Έχει περιγραφές από γεγονότα που συνέβησαν στους Αποστόλους κι όλα αυτά, για να προετοιμάσουν τον αναγνώστη να δεχτεί το λόγο τους, που κι αυτός περιέχεται μέσα στο ίδιο βιβλίο κι υπηρετεί κάποιους στόχους. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι η εσχάτη των προφητειών, που έχουν δοθεί στους ανθρώπους από τον Ίδιο το Θεό. Εκεί μέσα περιέχεται η περιγραφή του συνόλου, όσων έχουν συμβεί στην ανθρωπότητα από τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι κοσμοκράτορες μέχρι σήμερα.

Έχει σημασία η σειρά, όσων είναι γραμμένα μέσα στο έργο της Καινής Διαθήκης, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο υπηρετούν το θείο Σχέδιο και μόνο μ’ αυτήν τη σειρά η θεία παγίδα λειτουργεί τέλεια. Η σειρά ξεκινά το έργο με τον τέλειο Χριστό. Ο αναγνώστης ξεκινά και διαβάζει ένα Λόγο πανέμορφο, γεμάτο σοφία και γνώση. Ο Χριστός αγάπησε τον κόσμο και πρόσφερε τον Εαυτό Του για Θυσία. Δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο, για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει το Χριστό. Στο τέλος του έργου του ζωντανού Χριστού έχουμε τη Θυσία. Εκεί η ψυχή του αναγνώστη ταράσσεται και γεμίζει οργή. Ο θυμός αυτός είναι επιθυμητός, για να προετοιμαστεί για τις επόμενες φάσεις του έργου. Μετά τη Θυσία ο νεκρός πλέον Ιησούς μοιράζει τα πνευματικά δικαιώματα στους μαθητές… επιπλέον δίνει μόνον οδηγίες κι εντολές και όχι γνώση, πράγμα που δεν το έκανε όσο ήταν ζωντανός.

Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η ζωή των Αποστόλων. Περιγράφονται οι Πράξεις τους, που στόχο έχουν να εμπεδώσουν την άποψη στον αναγνώστη ότι πράγματι αυτοί εκτελούν θεάρεστο έργο. Βέβαια κρύβουν επιμελώς το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι σταυρώθηκαν κι εξοντώθηκαν όλοι, και θα δούμε από ποιον. Όλη αυτή η προετοιμασία υπηρετεί το ζητούμενο, που είναι η εκμετάλλευση του θυμού που διέπει τον αναγνώστη, λόγω της γνώσης του για τη Θυσία, αλλά και την αχαριστία των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση της εξουσίας. Τον προετοιμάζει να δεχτεί το λόγο των Αποστόλων, για τον οποίο θα δούμε αν και γιατί είναι όμοιος ή διαφορετικός από το Λόγο του Θεού. Η προετοιμασία είναι απαραίτητη, ώστε να μην υπάρχει το φαινόμενο της αμφισβήτησης σε απόψεις των Αποστόλων που αφορούν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όταν υπάρχουν μέσα στο Ευαγγέλιο τέτοιου είδους απόψεις και από πλευράς Χριστού.

Τελευταίο και καθοριστικό μέρος του βιβλίου, είναι η Αποκάλυψη. Εκεί μιλάμε πλέον για τη θεία τιμωρία, που περιμένει όλους αυτούς, που δεν πιστεύουν στο Λόγο του Χριστού. Πράγματι, αυτή ακριβώς είναι η τιμωρία όσων απομακρύνονται από το Χριστό και την αλήθεια, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Στο μυαλό του αναγνώστη έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα ο λόγος των Αποστόλων ως αληθινός κι αυτός είναι που συναντάμε καθημερινά μπροστά μας. Όλα αυτά είναι, εν συντομία, τα μέρη που αποτελούν το έργο, που ονομάζεται Καινή Διαθήκη. Αν για οποιονδήποτε λόγο η θεματολογία της δεν ακολουθούσε αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα ήταν αναποτελεσματική. Έτσι αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι, αν οι επιστολές του Πέτρου ή του Παύλου μπουν μπροστά από το Λόγο του Χριστού κι ο αναγνώστης τις διαβάσει μ’ αυτήν τη σειρά, το βέβαιο είναι ότι θα τις αγνοήσει τελείως. Ο λόγος τους είναι όμοιος μ’ αυτόν των Φαρισαίων και το επόμενο θέμα, που είναι ο Λόγος του Χριστού, θα τους αποκάλυπτε πλήρως. Η χαρά που νιώθει κάποιος διαβάζοντας το Λόγο του Χριστού, μπορεί να συντρίψει το φόβο που νιώθει για την Αποκάλυψη. Έτσι, αν ο Λόγος του Χριστού ακολουθούσε την Αποκάλυψη, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση η Αποκάλυψη να λειτουργήσει με τον τρόπο που λειτουργεί. Υποτίθεται οι Απόστολοι είναι οργισμένοι και γνώστες και η άποψη τους είναι η άποψη του Χριστού που δεν πρόλαβε να διατυπώσει. Η παρακοή αυτής της άποψης είναι αυτή, που υποτίθεται ότι οδηγεί στον κόσμο της Αποκάλυψης.

Την Καινή Διαθήκη θα τη μελετήσουμε με μεγάλη λεπτομέρεια και θα δούμε τι ακριβώς συμβαίνει και ποιος είναι ο επιδιωκόμενος στόχος. Πρώτο και κυριότερο μέρος της είναι ο Λόγος του Θεού, που δίνεται στους ανθρώπους μέσω του Υιού Του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Ανθρώπου, που ταυτίζεται με το Θεό Διόνυσο και μόνο μ’ αυτήν τη λογική, δικαιολογείται η ταύτιση του αίματος με τον οίνο. Για να μπορέσει κάποιος ν’ αντιληφθεί πού οδηγεί αυτή η ταύτιση και πώς προκύπτει, θα πρέπει πρώτα να έχει γνώση του ειδικού τρόπου μέσω του οποίου εκφράζεται ο Χριστός και κατόπιν ν’ αναλύσει τις έννοιες. Πριν όμως φτάσουμε σ’ αυτό, χρήσιμο είναι να πούμε μερικά λόγια γενικά για το Λόγο του Χριστού και την αξία αυτού του Λόγου.

Κάθε φιλοσοφική ανάλυση αυτού του Λόγου πρέπει πάντα να ξεκινά μ’ αφετηρία ορισμένα δεδομένα, τα οποία είναι ακλόνητα. Το κυριότερο από τα δεδομένα είναι η καταγωγή του Χριστού. Είναι Ιουδαίος κι απευθύνεται αποκλειστικά σε Ιουδαίους. Στο Λόγο Του δεν κάνει καμία αναφορά, σε κανενός άλλου είδους κοινωνία παρά μόνο στην κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Η κοινωνία αυτή είναι, όπως δεχτήκαμε από την αρχή, μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, όπου η δομή της εξουσίας δεν επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Επειδή αυτή η δομή στηρίζεται σε πνευματικά δικαιώματα πάνω στη γνώση του θείου θελήματος, είναι αδύνατον ο Χριστός να διαφύγει της προσοχής του συστήματος.

Από τη στιγμή που ο Χριστός υπέπεσε στην αντίληψη του συστήματος δύο ενδεχόμενα μπορούσαν να συμβούν στο διάστημα που ήταν ζωντανός. Το πρώτο ενδεχόμενο, και με τις περισσότερες πιθανότητες, ήταν να εξοντωθεί από το σύστημα, εφόσον έθιγε τις εξουσίες των δούλων. Το δεύτερο ήταν ν’ αναγνωριστεί από το σύστημα και ν’ αποδεχθεί αναγκαστικά το βασιλικό αξίωμα. Αυτό το αξίωμα ήταν απαραίτητο, γιατί το σύστημα διατηρούσε το λαό —μέσω της παιδείας— σε τέτοιο επίπεδο, ώστε ήταν απαραίτητη η άσκηση εξουσίας για την πραγματοποίηση της οποιασδήποτε μεταρρύθμισης. Όταν υπάρχει ένα σύστημα εξουσίας, που στηρίζεται σ’ αυτού του είδους τα πνευματικά δικαιώματα, είναι αδύνατον ο άνθρωπος, που τα κατέχει στην απόλυτη μορφή, να μην πάρει εξουσία. Η Θυσία ήταν επιδιωκόμενη από το Χριστό αλλά ένα Σχέδιο, όπως αυτό του Θεού, ήταν αναγκαίο να είναι απόλυτα τέλειο. Η τελειότητα φαίνεται στο γεγονός ότι η γενική κατάσταση ήταν φαινομενικά κάτω από τον έλεγχο αυτών που είχαν σκοπό να Τον εξοντώσουν. Ο λαός, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν εύκολη υπόθεση να μετατραπεί σε όχλο και οι εξουσίες των φαύλων αρκετά ισχυρές, ώστε να μην είναι εύκολο να παραιτηθούν οι εκλεκτοί από τα δικαιώματά τους.

Ο Χριστός έζησε σ’ ένα ανθρωποκτόνο σύστημα και θυσιάστηκε ως άνθρωπος. Δεν προσπάθησε ν’ αλλάξει το σύστημα και να το βελτιώσει όσο ήταν δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη του επιμέρους παραμέτρους. Η κατάσταση της κοινωνίας των Ιουδαίων επέτρεπε βελτίωση κι αυτή η βελτίωση θα είχε τη μορφή ευθυγράμμισης με το σύνολο της τότε γνωστής οργανωμένης κοινωνίας της αυτοκρατορίας. Η γνώση υπήρχε και χωρίς να θιγεί η εξουσία στο σύνολό της, θα μπορούσε να υπάρξει όφελος για τους Ιουδαίους. Αυτό όμως δε συνέβη, γιατί ο Χριστός υπηρετούσε απλά ένα Σχέδιο που επέβαλε η θεία θέληση. Η αποστολή του Χριστού σ’ αυτό το σημείο ακριβώς αποκαλύπτεται. Ενώ δεν αγγίζει το σύστημα που μισεί επιτρέποντάς το να Τον νικήσει φαινομενικά, αφήνει κληρονομιά ένα Λόγο που το ισοπεδώνει. Ο Χριστός δεν ήταν πολιτικός, που θα μελετούσε τις τρέχουσες συνθήκες, που αφορούσαν το ιουδαϊκό έθνος και στη συνέχεια θα έδινε τις καλύτερες δυνατές λύσεις. Καλύτερη δυνατή λύση δεν υπάρχει για το Χριστό. Μισούσε το σύστημα και μπορούσε να το ισοπεδώσει. Αυτό ακριβώς το νόημα έχει η Θυσία Του, αφού άφησε τον Εαυτό Του να νικηθεί.

Ο μέσος χριστιανός δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί το νόημα της Θυσίας, γιατί δε μένει στο Λόγο του Χριστού, αλλά αφήνεται στις εξουσίες αυτών που έχουν συμφέρον να μην τον ερμηνεύουν. (Ιωάν. 7.37) “εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.” (Εάν κανείς διψά, άς έλθη σ’ εμέ καί άς πιή.). Ο άνθρωπος δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να ξεδιψάσει το πνεύμα του, παρά με την επαφή με το Χριστό. Αυτή η επαφή γίνεται μέσω του Λόγου Του. Ο Λόγος του Χριστού είναι αυτός που έχει αξία κι αυτός πρέπει να ερμηνευτεί. Όμως ο τρόπος ζωής των χριστιανών στο σύνολό του, είναι δημιούργημα του λόγου των μαθητών. Ο άνθρωπος-Χριστός δεν ξέφευγε ούτε μία στιγμή από την προκαθορισμένη πορεία του. Η Θυσία έχει σχέση με την επιβίωση του πιο απάνθρωπου συστήματος που γνώρισε η ανθρωπότητα και η Θέωση με την κληρονομιά, που δόθηκε στους ανθρώπους. Ο Λόγος του Χριστού είναι Αυτός που, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα καταλύσει το σύστημα και θα τιμωρήσει τους αχρείους δούλους με απόλυτα δίκαιο τρόπο.. “ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι” (ο ουρανός καί η γή θά παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δέν θά παρέλθουν,). Αυτή η έκφραση είναι τεράστιας σημασίας, όμως στα μάτια ενός σύγχρονου ανθρώπου φαίνεται εντελώς ουτοπιστική.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος στο σύνολό του σήμερα, είναι τρομερά σύνθετα και φαντάζουν άλυτα. Ο κόσμος έχει ανυπολόγιστες γνώσεις πάνω σ’ άπειρα θέματα κι αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει άπιστο. Ένας νέος που ζει στη σημερινή κοινωνία της εκτός ορίων τεχνολογίας, της εύκολης επικοινωνίας και της επίσης εύκολης πρόσβασης στη γνώση, βλέπει τις ιερές Γραφές και τις υποτιμά. Ο Θεός, κι αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό, δεν έχει την παραμικρή απαίτηση από μέρους των ανθρώπων να σέβονται αυτές τις Γραφές και να τις φοβούνται. Ο Θεός είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο κι αυτό συμβαίνει λόγω της σχέσης, που υπάρχει μεταξύ Θεού-Πατέρα και Υιού-ανθρώπου. Είτε υπερτιμά κάποιος αυτές τις Γραφές —και χωρίς να τις ερμηνεύει τις φοβάται— είτε τις υποτιμά και τις αγνοεί, δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι ο κόσμος στο σύνολό του κατευθύνεται απ’ αυτές τις Γραφές κι είναι αδύνατον αυτή η συνθήκη ν’ αλλάξει.

Αν ένας νέος υποτιμά το Λόγο του Χριστού και η έκφραση, που προηγήθηκε, τον ξενίζει, αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία για το Θεό. Ο Χριστός λέει την αλήθεια κι αυτή είναι η προτροπή για την αναζήτηση των λύσεων, που αφορούν τον κάθε άνθρωπο μέσα από το Λόγο Του. Αν αγνοεί κάποιος αυτήν την αλήθεια, τότε μπαίνει σ’ έναν άλλο δρόμο, αυτόν της θυσίας, εφόσον η μερική γνώση του ανθρώπου τον ωθεί σε λανθασμένες επιλογές, που καθόλου δε θίγουν το Θεό, αλλά καταστρέφουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι θνητός κι αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει καμία φορά από τη σκέψη του. Η σοφία που έχει δοθεί ως δώρο στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, είναι ικανή να το βοηθήσει να βρει το δρόμο του, αλλά περαιτέρω εκβιασμός για την απόκτηση της απόλυτης σοφίας οδηγεί στο θάνατο. Όταν δεν ικανοποιείται κάποιος μ’ αυτά που του έχουν δοθεί κι είναι αρκετά —εφόσον ο Θεός είναι Δίκαιος— κι αρχίζει και χαράζει μία προσωπική πορεία, άσχετη μ’ αυτά που προτείνει ο Υιός, τότε φθείρεται και κυρίως χρονοτριβεί. Ο χρόνος είναι πολύτιμος για τον άνθρωπο και μόνον κοντά στο Θεό, υπάρχει αυτό που οι Γραφές ονομάζουν “Αιώνιος Ζωή”. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε κατ’ αρχήν ότι είναι απαραίτητο να βρισκόμαστε κοντά στο Θεό και μ’ αυτό ως δεδομένο ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε τη λύση στο Λόγο του Υιού Του.

Εύκολα θ’ άρχιζε κάποιος ν’ αμφισβητεί εκ νέου τα παραπάνω φέροντας ως κύριο επιχείρημα τη διαφορά των κοινωνιών, που μας ενδιαφέρουν. Πράγματι, η κοινωνία των Ιουδαίων είναι πολύ διαφορετική φαινομενικά από τη σύγχρονη κοινωνία. Το κύριο μήνυμα του Λόγου του Χριστού είναι η αγάπη και το ζητούμενο, μία κοινωνία στην οποία αυτό θα είναι το κυρίαρχο συναίσθημα. Αυτό το πράγμα και μόνο να ψιθυρίσει κάποιος στην εποχή μας, θα φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Θα πάρει μία ετικέτα γραφικού και θα τελειώσει το λόγο του, όπως ακριβώς τον άρχισε, κάτω από τα χαμόγελα των “σοφών” της εποχής μας. Πράγματι, έτσι όπως είναι η “κοινωνία”, σήμερα, προβληματική στο σύνολό της, η λέξη αυτή στο άκουσμά της και μόνο φέρνει πλατιά χαμόγελα. Αυτό όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι, ενώ ακούνε, δεν καταλαβαίνουν κι ενώ έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, δε βλέπουν. Αγάπη δε σημαίνει να ξυπνά ο άνθρωπος το πρωί μ’ ένα τεχνητό, πλατύ χαμόγελο κι όλη την ημέρα να μοιράζει και να δέχεται ασπασμούς κι άνθη. Αγάπη σημαίνει κάτι άλλο, που, για να κατανοήσει κάποιος, πρέπει να ερμηνεύσει πρώτα το Λόγο του Χριστού.

Ο Λόγος του Χριστού είναι μία κοσμοθεωρία τόσο καλά κλειδωμένη, ώστε, αν προσπαθήσει κάποιος να την ερμηνεύσει, να φτάσει σ’ αδιέξοδο… το βέβαιο είναι ότι θα καταλήξει στον ευκολονόητο αλλά και συμφέροντα —από πλευράς εξουσίας— λόγο των μαθητών. Ο Χριστός δίνει τις λύσεις που υπόσχεται, μέσω της επαφής του ανθρώπου με το Λόγο Του, μόνο σε προσωπικό επίπεδο και πάντα σε θέματα, που δεν απειλούν το Σχέδιο του Θεού. Ο Λόγος, για κάποιον που έχει σκοπό να αντλήσει απ’ αυτόν δόξα κι εξουσία, είναι μία τρομερή παγίδα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο επίπεδα μελέτης αυτού του Λόγου. Αν το πρώτο είναι το παραπάνω, το δεύτερο, που δίνει παγκόσμιες λύσεις, δίνεται μόνον, όταν ωριμάσουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Ένας άνθρωπος που ζει στο κοινωνικό σύστημα των ημερών μας, εύλογα θα είχε την απορία πώς μπορεί αυτός, ο τόσο απλός Λόγος, να δώσει λύσεις σε τόσο σύνθετα προβλήματα όπως τα σημερινά. Στις μέρες μας βλέπουμε να καταρρέουν ακατάλυτες και πανίσχυρες δομές του παρελθόντος, που στηρίχθηκαν σε κοσμοθεωρίες που τις χαρακτήριζε η πληθώρα των δεδομένων και τα πολλά επίπεδα αναφοράς. Μέσα σε μία νύχτα κατέρρευσε ο κομμουνισμός, που βασίστηκε σε μία θεωρία, που απασχόλησε το σύνολο των ανθρώπων του πνεύματος για περισσότερο από έναν αιώνα. Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα χαμόγελα των νικητών οπαδών του καπιταλισμού γρήγορα έγιναν εκφράσεις αγωνίας και πόνου. Εκατέρωθεν πίστευαν για δεκαετίες ότι πηγή όλων των προβλημάτων είναι η ύπαρξη και μόνον του άλλου. Όμως με την εξάλειψη του ενός και την κατάρρευση της δομής του κομμουνισμού, ήρθαν στην επιφάνεια τα προβλήματα του καπιταλισμού. Η οικονομική κρίση, που μαστίζει κυρίως τ’ ανεπτυγμένα κράτη του Δυτικού κόσμου, είναι αδύνατο να ξεπεραστεί. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αλλά βγαίνει αυτόματα με μία πολύ μικρή σκέψη. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στην ύπαρξη διαφοράς δυναμικού μεταξύ των κοινωνιών των κρατών, όσον αφορά την οικονομία, τη γνώση, κλπ.

Απ’ αυτήν τη διαφορά ξεκινά το κύριο χαρακτηριστικό του συστήματος, που ονομάζεται διαδοχή. Όταν ο κόσμος μέσω της τεχνολογίας έχει γίνει επικίνδυνα μικρός κι ομοιογενής, αμέσως εξαλείφεται το κύριο δεδομένο, που ονομάζεται διαφορά δυναμικού και κατά συνέπεια γίνεται προβληματική και η υπόθεση της διαδοχής. Είναι δυνατόν όμως μία θεωρία, που περιγράφει αμπελώνες, γάμους και θερισμούς ν’ αποτελέσει τη βάση μίας παγκόσμιας λύσης; Ο Χριστός λέει πάντα την αλήθεια και η αλήθεια είναι ότι αυτό που φαίνεται και είναι για τον άνθρωπο σχεδόν αδύνατο, είναι δυνατό για το Θεό. Ό,τι απασχολεί το σύγχρονο άνθρωπο και την κοινωνία μέσα στην οποία αυτός ζει, είναι γνωστό στο Θεό κι ως εκ τούτου, λόγω θείας ικανότητας, η λύση αυτή είναι δυνατή. Το πρόβλημα όμως, που πρέπει να νικηθεί, είναι η αποκωδικοποίηση της θεωρίας κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον ίδιο ακριβώς κώδικα, που χρησιμοποιήθηκε για να κλειδωθεί. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις πέρα απ’ αυτά, που περιγράφονται με λέξεις κι είναι κατανοητά και σ’ άλλους χώρους, οι οποίοι ναι μεν υπάρχουν αλλά δεν είναι ορατοί.

Για να είναι πλήρης μία κοσμοθεωρία, πρέπει να μπορεί να δίνει λύσεις ή τουλάχιστον να προτείνει στο σύνολο των επιπέδων και στο σύνολο των προβλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι, για να είναι πλήρης η κοσμοθεωρία του Χριστού, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τα εξής δεδομένα.. πρώτον: ο κάθε άνθρωπος ως ξεχωριστό ον πρέπει να βρει τις λύσεις στα προβλήματα, που τον απασχολούν και δεύτερον: ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον να μπορεί να υπάρξει σ’ ένα σύστημα, που από τα δεδομένα σημαίνει υποχρεώσεις, χωρίς να χάσει την προσωπική του ελευθερία. Δεν υπάρχει κοσμοθεωρία που να είναι λογική, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της αυτά τα δύο όρια ως δεδομένα. Αν λαμβάνει υπόψη μόνον την πρώτη συνθήκη και άρα επιλέξει ως στόχο αποκλειστικά την εξασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου, οδηγούμαστε κατ’ ευθείαν στην αναρχία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση στο φασισμό. Η τέλεια ισορροπία βρίσκεται σε μία κατάσταση, όπου ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά θα ευτυχεί, αλλά συμμετοχή σ’ αυτήν την ευτυχία θα έχει η προσφορά ενός συστήματος του οποίου το παραγόμενο προϊόν θα είναι η καλύτερη συμβολή σ’ αυτήν την ευτυχία. Ένα σύστημα, που ναι μεν θα παράγει και θα υπηρετεί τον άνθρωπο αλλά θα είναι ανθρώπινο και όχι αδίστακτο κι ανθρωποκτόνο. Ο κάθε άνθρωπος θα το σέβεται και θα το προστατεύει κι ακριβώς τα ίδια θα του ανταποδίδονται.

Μ’ αυτά τα στοιχεία ως αρχή, εμείς πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις λύσεις που προτείνει ο Χριστός κι είναι τέλειες. Πρέπει να βρούμε πώς λειτουργεί το σημερινό σύστημα και ποιες είναι οι δομές, που του δίνουν άσχημα χαρακτηριστικά. Αν αναζητήσουμε αυτές τις δομές, θα δούμε φαινόμενα, που είναι κάθε άλλο παρά μακριά από την κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός και την οποία τόσο μίσησε. Ο Λόγος του “Λυτρωτού Κοσμοκράτορος” πρέπει να δίνει τη Λύτρωση, που σημαίνει ελευθερία στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά και —λόγω της απαραίτητης ύπαρξης της κοινωνικής δομής— να προσφέρει την απαραίτητη γνώση για τη μετάλλαξη προς το ιδανικό της κοινωνίας. Η ύπαρξη κοινωνικής δομής συνεπάγεται αυτόματα και την ύπαρξη εξουσίας. Έτσι, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τη φιλοσοφία του Χριστού πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το κύριο πρόβλημα και η αληθινή μάστιγα της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι η ύπαρξη αυτής της εξουσίας, που καταδυναστεύει τους ανθρώπους και τους οδηγεί κατευθείαν στο θάνατο. Κοινωνία χωρίς εξουσία δε νοείται, γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να δομηθεί ο ιστός, που τη μετατρέπει σε παραγωγική δύναμη. Οι άνθρωποι που συνθέτουν την κοινωνία, πρέπει ν’ απολαμβάνουν την προσωπική τους ελευθερία, αλλά και να μάθουν ν’ αυτοπεριορίζονται οικειοθελώς σε κάποιες εκδηλώσεις τους, εφόσον τα οφέλη του συστήματος είναι τεράστια. Αν το σύστημα απαιτεί για τη λειτουργία του εξουσία και στις σύγχρονες συνθήκες δούλους, οι ελεύθεροι όταν εργάζονται μέσα σ’ αυτές τις δομές, θα πρέπει να παίρνουν τη θέση των σημερινών δούλων, ώστε να εμποδιστεί η κατάρρευση της δομής.

Αυτό με την πρώτη ματιά φαίνεται άτοπο, αλλά δεν είναι. Για να γίνει αυτό κατανοητό, είναι απαραίτητο ν’ αντιληφθούμε πώς λειτουργεί το κοινωνικό μοντέλο που προτείνει ο Χριστός στο σύνολό του.. θα πρέπει να έχουμε γνώση των όσων αφορούν το σύστημα εξουσίας, σ’ ό,τι αφορά την λειτουργία του, αλλά και γνώση των όσων αφορούν τον άνθρωπο-μέλος, που έχει δικαιώματα κι υποχρεώσεις. Θα πρέπει να μελετήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και να δούμε ποιοι είναι οι παράγοντες, που προκαλούν το σύνολο των άσχημων φαινομένων, που ευθύνονται για τη δυστυχία του ανθρώπου. Η σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών τύπων κοινωνιών και η λειτουργία της στηρίζεται στην ομαλή μετάβαση της εξουσίας από τον ένα τύπο στον άλλο, όποτε αυτό χρειάζεται. Οι βασικοί αυτοί τύποι χρειάζεται: πρώτον, ν’ ανιχνευτούν και δεύτερον, να εξακριβωθούν τα αίτια, που εναλλάσσουν μεταξύ τους την εξουσία και τους επιδιωκόμενους στόχους αυτής της εναλλαγής.

Ο Λόγος του Χριστού είναι τέλειος κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μέσα σ’ αυτόν η λύση που αναζητούμε. Η πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας φαινομενικά είναι πολύ μακριά από τον απλό αυτό Λόγο. Ένας απροετοίμαστος, από πλευράς πίστης, είναι αδύνατο ν’ αναζητήσει τη λύση μέσα σ’ αυτόν. Η αναζήτηση της λύσης μας οδηγεί στο βασικό δεδομένο, που είναι ότι ο Χριστός με το Λόγο Του νικά τη δομή της κοινωνίας, τύπου Βαβυλώνας. Αν η σύγχρονη κοινωνία είναι σύνθετη όπως ισχυριζόμαστε, θα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά μέσα σ’ αυτήν οι δύο βασικοί τύποι κοινωνιών, που είναι τα βήματα δύο και τέσσερα. Η δυνατότητα του σύγχρονου συστήματος ν’ αντιστέκεται σε οποιαδήποτε απειλή, αλλά και να διατηρείται πανίσχυρο μέσα στο χρόνο, αποκαλύπτει την ιδιομορφία της δόμησής του.

Η απόλυτη εξουσία βρίσκεται σ’ ένα σύστημα του οποίου η δομή είναι τύπου Βαβυλώνας. Αυτό το σύστημα έχει σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά είναι ευάλωτο σ’ επιθέσεις εναντίον του. Το βάρος των επιθέσεων δέχεται το ελαστικότερο σύστημα του βήματος τέσσερα, που είναι δυνατό να μεταλλάσσεται. Αυτό σημαίνει ότι, αν υπάρχει μία πιθανότητα να νικηθεί το σύστημα, αυτό θα συμβεί μόνον, αν νικηθεί το πιο ισχυρό πλέγμα, που στηρίζει τις εξουσίες. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας νικιέται μόνον κατά τον τρόπο με τον οποίο δομείται. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον είναι γέννημα πνευματικών δικαιωμάτων, μόνο με γνώση ανώτερη από τη γνώση που έχει στην κατοχή της η κοινωνία, μπορεί να νικηθεί. Η κοινωνία του βήματος τέσσερα δεν μπορεί να νικηθεί, γιατί έχει την ιδιότητα να μεταλλάσσεται. Αυτό συμβαίνει, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση και όχι στην απόλυτη, που σημαίνει γνώση για το Θεό. Η σχετική γνώση ανατρέπει μία άλλη και, χωρίς ν’ αλλάζουν τα βασικά στοιχεία της κοινωνίας αυτού του τύπου, εξακολουθεί να δρα αρνητικά για τον ελεύθερο άνθρωπο.

Αυτήν τη σύνθεση κοινωνικών μοντέλων εύκολα μπορεί να τη διακρίνει κάποιος στο πρόσωπο της σημερινής κοινωνίας. Η κοινωνία αυτή λειτουργεί με ψευδοδημοκρατικούς τύπους κι αυτό της δίνει το δικαίωμα να μη φθείρεται.. να μην ανατρέπεται ακόμα κι από ανθρώπους που έχουν μεγάλη γνώση. Αν η λειτουργία αυτής της κοινωνίας στηρίζεται στην εναλλαγή των σχετικών γνώσεων, αυτό σημαίνει ότι η απόλυτη, εφόσον υπάρξει, θα νικά τη σχετική κι έτσι φυσική συνέχεια θα είναι η οριστική κατάληξη στο βήμα πέντε. Μ’ αυτήν τη λογική η απόλυτη γνώση, αρκεί να νικήσει το πλέγμα στο οποίο στηρίζεται η απόλυτη εξουσία, κι είναι το κοινωνικό μοντέλο της Βαβυλώνας. Από το σημείο εκείνο κι ύστερα το βήμα τέσσερα αυτοκαταργείται. Τη μετάλλαξη του βήματος τέσσερα σε βήμα πέντε την εμποδίζει το μοντέλο της Βαβυλώνας και μόνο που υπάρχει στην κοινωνία. Αν η απόλυτη γνώση δοθεί απευθείας στο βήμα τέσσερα, χωρίς να καταλυθεί η Βαβυλώνα, είναι δυνατόν να μην υπάρξει εξέλιξη. Η αθλιότητα των δούλων είναι θέμα χρόνου να απειλήσει την κοινωνία, αναγκάζοντάς την να ξαναγυρίσει στις παλιές πρακτικές.

Με δεδομένα όλα αυτά βλέπουμε ότι το σύνθετο πρόβλημα, που ονομάζεται κοινωνία, απλοποιείται σημαντικά. Από το σύνθετο πηγαίνουμε στο απλό, που είναι κι ο βασικός στόχος. Αν διαπιστώσουμε πράγματι ότι ακόμα και στα χρόνια μας η απόλυτη εξουσία είναι στα χέρια ανθρώπων, όπως αυτοί που ήταν πολέμιοι του Χριστού, τότε αυτό που μένει, είναι να δούμε την ισχύ του Λόγου του Χριστού που θεωρήσαμε ως τη μόνη, που μπορεί να νικήσει το χειρότερο κι απεχθέστερο κοινωνικό σύστημα.

Ένα σύστημα όπως αυτό της Βαβυλώνας, θα πρέπει να έχει τη μορφή πυραμίδας και να είναι τεράστιο. Η βάση αυτής της πυραμίδας είναι το σύνολο των ανθρώπων, που βρίσκονται κάτω από την εξουσία της και κορυφή της είναι πάντα ένας άρχων. Άρχων είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος του οποίου η ισχύς κι ο λόγος ξεφεύγουν από τ’ ανθρώπινα προσωπικά μέτρα κι αυτό του δίνει το δικαίωμα να επιβάλλει την άποψή του ακόμα και σ’ αυτούς, που διαφωνούν ή και θίγονται ακόμα. Όταν αναφερθήκαμε στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είπαμε ότι η οικογένεια είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Μία κοινωνία πατριαρχική της οποίας η κοινωνική πυραμίδα είναι ακλόνητη και πανίσχυρη, πρέπει να έχει το καλύτερο δυνατό υπόβαθρο. Υπόβαθρο στην προκειμένη περίπτωση είναι το βασικό κύτταρο, που είναι η οικογένεια. Αν ολόκληρο το σύστημα είναι άρρωστο και προβληματικό, αυτό σημαίνει αυτόματα ότι τα ίδια φαινόμενα παρατηρούνται και στη βάση, που είναι η οικογένεια.

Παραπάνω αναφέραμε ότι τα επίπεδα στα οποία πρέπει μία κοσμοθεωρία να δίνει λύσεις είναι δύο. Το βασικό επίπεδο είναι ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και το γενικό επίπεδο είναι αυτό στο οποίο ο άνθρωπος συμμετέχει σε μία κοινωνική ομάδα ως μέλος ενός συνόλου. Αν υπάρχει πρόβλημα στο σύνολο, κι αυτό το πρόβλημα το γνώριζε ο Χριστός, τότε πρέπει να γνώριζε και το αντίστοιχο της βάσης. Η οικογένεια είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχει ο άνθρωπος στη ζωή του. Μέσα σ’ αυτήν αναπτύσσεται και μέσα απ’ αυτήν αντλεί στοιχεία. Ό,τι είναι ο Θεός για την ανθρωπότητα στο σύνολο της, είναι οι γονείς για τον άνθρωπο, που έρχεται στη ζωή. Χωρίς οικογένεια ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, το οποίο είναι απαραίτητο για την τελική Θέωση.

Μέχρι αυτό το σημείο είναι τα πάντα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν υπάρχει άνθρωπος είτε καλός είτε κακός, που να μην αντιλαμβάνεται και να μην προωθεί την ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία προσπαθεί πάντα να ωθήσει τους ανθρώπους στη δημιουργία της οικογένειας.. αυτό διαπιστώνεται εύκολα, αν αναζητήσει κάποιος σε ιστορικές πηγές την αντίληψη γι’ αυτό που υπήρχε και υπάρχει σ’ όλων των ειδών τις κοινωνίες. Αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις πιο αυταρχικές κοινωνίες και στις πιο σύγχρονες, αυτό είναι η απόλυτη ταύτιση στην ιδέα της οικογένειας. Η εξουσία ενδιαφερόταν πάντα κι ενδιαφέρεται ακόμα για την οικογένεια. Η φιλοσοφία επίσης, που προσπαθεί με τον καλύτερο τρόπο να βοηθήσει τον άνθρωπο να μπει στην κοινωνία με τα καλύτερα εφόδια, εξαίρει τη σημασία της οικογένειας. Αν η εξουσία είναι σε διαρκή πάλη κι αντιπαλότητα με κάποιον, αυτός ο αντίπαλος είναι η φιλοσοφία. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει ταύτιση απόψεων κι αυτό σημαίνει ότι κάπου υπάρχει ένα πρόβλημα, που δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Η φιλοσοφία δε συνωμοτεί με την εξουσία κι αυτό σημαίνει ότι η οικογένεια είναι απαραίτητο στοιχείο στη ζωή του ανθρώπου.

Όμως η εμμονή της εξουσίας στη δημιουργία της οικογένειας από τους ανθρώπους, είναι το ύποπτο σημείο. Η εξουσία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τον άνθρωπο κι αυτό είναι γνωστό. Όσο πιο αυταρχική είναι η κοινωνία, τόσο πιο πολύ ταλαιπωρεί, όταν δε σκοτώνει τον άνθρωπο. Είναι δυνατόν αυτή η κοινωνία, που δε σέβεται τίποτε, ν’ αγωνιά τόσο για τα εφόδια που θα έχει ο άνθρωπος τη στιγμή που θα ενταχθεί σ’ αυτή; Αυτό είναι αντίφαση, γιατί ένας άνθρωπος που βγαίνει στην κοινωνία με εφόδια, το πρώτο που θα κάνει είναι να την πολεμήσει, εφόσον η εξουσία φέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι η εξουσία κάτι επιδιώκει, αλλά δεν είναι ορατό.

Όταν η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι καθρέφτης της κοινωνίας είναι η οικογένεια, αυτό σημαίνει ότι μία προβληματική κοινωνία έχει και προβληματικές οικογένειες. Όμως μέσα σε μία οικογένεια τα πράγματα είναι πολύ απλά και βασίζονται κατ’ αρχήν στην αγάπη. Αν η κοινωνία δεν αγαπάει τα παιδιά της και τα σκοτώνει, πρέπει και η οικογένεια να είναι κατ’ ανάγκη σ’ αυτήν τη συχνότητα; Υπάρχει μητέρα, που ζει σ’ αυταρχικό σύστημα και μισεί τα παιδιά που γεννά; Είναι δυνατόν το μίσος της κοινωνίας να μπαίνει μέσα στην οικογένεια και να την εξομοιώνει με την άθλια κοινωνία; Κανείς και με τίποτε δεν μπορεί να ισχυριστεί τέτοιο πράγμα. Ο πατέρας και η μητέρα αγαπούν τα παιδιά τους και θυσιάζονται γι’ αυτά. Καμία συνθήκη δεν μπορεί ν’ αλλάξει αυτά τα δεδομένα και να καταστρέψει τη δομή της. Η οικογένεια όμως δεν έχει ένα επίπεδο αναφοράς, αλλά δύο. Το ένα επίπεδο είναι αυτό που αναφέραμε κι έχει σχέση με τα παιδιά και τους γονείς και τ’ άλλο έχει σχέση με τους γονείς μεταξύ τους. Εφόσον εμείς αναζητούμε πρόβλημα στην οικογένεια, τότε δε θα το αναζητήσουμε στο πρώτο επίπεδο, που είναι αδύνατο να υπάρξει, αλλά στο δεύτερο. Εφόσον ισχυριζόμαστε κι επιμένουμε στην άποψη ότι η προβληματική κοινωνία στηρίζεται στην προβληματική οικογένεια, τότε σίγουρα πρέπει να υπάρχει πρόβλημα και το πρόβλημα αυτό —αν υπάρχει— βρίσκεται στις σχέσεις μεταξύ των γονιών.

Η κοινωνία, η σκληρή και βίαιη στην οποία έζησε ο Χριστός και περιγράφεται στο Ευαγγέλιο, κάθε φορά που απειλείται είναι αδίστακτη. Αυτή η βίαιη συμπεριφορά φτάνει στο αποκορύφωμά της με τη Σταύρωση του Χριστού, ενός ανθρώπου, που με το Λόγο Του την απειλεί. Αν όμως σταθεί κάποιος με μεγαλύτερη προσοχή στα φαινόμενα που περιγράφονται μέσα στο Ευαγγέλιο, θα διαπιστώσει κι ορισμένες άλλες, εξίσου βίαιες εκδηλώσεις αυτής της κοινωνίας. Η γυναίκα η μοιχαλίδα, όπως περιγράφεται μέσα στο Ευαγγέλιο, βρίσκεται κι αυτή πολύ κοντά στο θάνατο. Η αγριότητα της κοινωνίας φαίνεται στη μέθοδο με την οποία εκδηλώνεται. Δεν υπάρχει πιο άγρια μορφή θανάτωσης απ’ αυτή του λιθοβολισμού. Η σταύρωση είναι ποινή θανάτου, που εφαρμόζεται από επαγγελματίες σταυρωτές, που είναι απρόσωποι κι εκτελούν διαταγές. Ο πόνος έχει σχέση με τα καρφιά, που τρυπούν το σώμα κι εκεί εστιάζεται το μαρτύριο για κάποιον που παρακολουθεί την εκτέλεση της ποινής. Από την άλλη πλευρά ο λιθοβολισμός είναι η πιο απάνθρωπη μορφή θανάτωσης. Συμμέτοχος σ’ αυτόν είναι ο κόσμος και κάθε λίθος αντιπροσωπεύει το μίσος και το πάθος αυτού, που τον ρίχνει. Λυσσαλέο πρέπει να είναι το μίσος κάποιου, που συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να συνθλίψει με πέτρες ούτε το δολοφόνο της ίδιας του της μητέρας. Η ανθρώπινη συνείδηση ενός φυσιολογικού ατόμου δεν αντέχει τη θέα του αίματος και της παραμόρφωσης του ανθρώπινου σώματος. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει από κάθε φραγμό και ν’ αγγίξει τη λύσσα ή την τρέλα, για να συμμετέχει σε λιθοβολισμό. Αν ο Χριστός καταδικαζόταν σε ποινή θανάτου με λιθοβολισμό, δε θα υπήρχε περίπτωση θανάτωσής Του. Οι άνθρωποι έγιναν όχλος κι απαίτησαν μία ποινή, στην εκτέλεση της οποίας όμως δε θα ήταν κι οι ίδιοι συμμέτοχοι. Ήταν σφάλμα κι αυτό αποδίδεται στην έλλειψη παιδείας. Λίγα λεπτά μετά τον παροξυσμό του όχλου υπήρξαν άνθρωποι, που πραγματικά μετάνιωσαν κι απόρησαν πώς ήταν δυνατό να μπήκαν στη λογική του όχλου. Στην περίπτωση όμως του λιθοβολισμού δεν υπάρχει ενδοιασμός, δεν υπάρχει έλεος. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε κτήνη, σ’ ανθρωπόμορφα τέρατα. Ξεδιψούν τα πάθη τους με αίμα.

Η πιο άγρια κοινωνία που προστατεύει τη δομή της, έδειξε το αβυσσαλέο μίσος και πάθος της μόνο σ’ εκείνη την περίπτωση. Γιατί άραγε απειλείται η κοινωνία —εφόσον αυτό δείχνει η συμπεριφορά της— από μία γυναίκα που συνελήφθη για μοιχεία; Ο Χριστός απείλησε ανοιχτά την κοινωνία αυτή και η στάση της ήταν φυσιολογική, αφού υπήρχε άνθρωπος που την πολεμούσε. Πώς όμως απειλεί η μοιχαλίδα την κοινωνία; Τι ήταν αυτό που ξύπνησε την οργή και το πάθος των Ιουδαίων; Ο αρχιερέας Καϊάφας τεκμηρίωσε την άποψή του για την καταδίκη του Χριστού με τη λογική ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού, παρά να χαθεί ένα ολόκληρο έθνος. Η μοιχαλίδα όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταδικάστηκε μ’ αυτήν τη λογική. Μία απλή γυναίκα χωρίς γνώση, χωρίς καν να εναντιωθεί στο σύστημα, έρχεται αντιμέτωπη με τον πιο άγριο τρόπο θανάτωσης. Η πανίσχυρη Βαβυλώνα τρέμει κυριολεκτικά τη μοιχαλίδα κι αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς, είναι να βρούμε το γιατί.

Οι Ιουδαίοι έχουν πάρει γνώση από τον Ίδιο το Θεό μέσω των Εντολών. Μέσα στις Εντολές υπάρχει σαφέστατα η εντολή: “ού μοιχεύσεις”. Για το Θεό η μοιχεία είναι αμαρτία κι ο μοιχός ή η μοιχαλίδα αμαρτωλοί. Στις Δέκα Εντολές όμως, που δόθηκαν από το Θεό στους Ιουδαίους, συμπεριλαμβάνονται κι άλλες Εντολές των οποίων η παράβαση θεωρείται αμαρτία. Δε βλέπουμε όμως να λιθοβολείται κανένας κλέφτης, ούτε καν φονιάς, οι δε ψευδομάρτυρες υπάρχουν παντού και βεβαιώνουν οτιδήποτε βολεύει τους κρατούντες. Καμία παράβαση δεν τιμωρείται με τόσο μίσος και τόσο πάθος. Τι είναι αυτό που κάνει την παράβαση αυτής της εντολής αιτία αυτής της τρομερής τιμωρίας; Τι δεν ανέχονται οι Ιουδαίοι; Η μοιχεία είναι ένα σημαντικότατο πρόβλημα, που αφορά και την κοινωνία και τους ανθρώπους. Σ’ ένα τόσο σημαντικό πρόβλημα έπρεπε, όπως κι έγινε, να πάρει θέση ο Χριστός και η θέση αυτή να είναι η τέλεια και για τους ανθρώπους και για την κοινωνία.

Όμως πριν δούμε ποια είναι αυτή η θέση, πρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα πράγματα. Η εξουσία, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, ωθεί τον άνθρωπο στη δημιουργία οικογένειας. Η μοιχεία χαλάει την οικογένεια κι αυτό είναι κατανοητό από το σύνολο των ανθρώπων. Το τρομερό ενδιαφέρον όμως της κοινωνίας για την τιμωρία της μοιχείας δεν μπορεί να εξηγηθεί. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εξαιτίας των επιλογών του συστήματος και δε μετάνιωσε κανένας απ’ αυτούς, που προκάλεσαν αυτές τις συμφορές. Το σύστημα οργίζεται κι απειλεί, μέσω συγκεκριμένων δομών, όταν οι άνθρωποι αμφισβητούν το γάμο ή έστω ζητούν τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Πώς είναι δυνατό μία εξουσία που για να ικανοποιήσει τα σχέδια της, δε διστάζει να θυσιάσει μεγάλο αριθμό ανθρώπων, να μη νομιμοποιεί τις αμβλώσεις δείχνοντας μία τουλάχιστον ύποπτη ευαισθησία;

Για να καταλάβει ο αναγνώστης πώς λειτουργεί η σύνθετη κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε, ας σκεφτεί το εξής απλό: έστω ότι υπάρχει ένας πολιτικός —που την εξουσία του ως γνωστό την παίρνει μέσω εκλογής και όχι ελέω πνευματικών δικαιωμάτων— και παίρνει θέση υπέρ των αμβλώσεων, που είναι ένα πρόβλημα της κοινωνίας. Ποιος θα ξεσηκωθεί πρώτος; Ποιος θα κατηγορήσει μ’ όλη του τη δύναμη αυτόν τον άνθρωπο και θα καταφέρει —όπως καταφέρνει πάντα— να τον φιμώσει; Θα αναφερθούμε αργότερα σ’ αυτόν τον κάποιον που είναι εύκολο ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης. Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι η εξουσία, που έχει τα χαρακτηριστικά της ψευδοδημοκρατίας, ανέχεται, εφόσον ασκείται από ανθρώπους που εκλέγονται από το λαό, μερικά πράγματα, που γι’ άλλους φορείς είναι εγκλήματα αποτρόπαια. Οι φορείς αυτοί είναι οι ζητούμενοι μέσα στη σύνθετη κοινωνία κι έχουν τα χαρακτηριστικά που μας ενδιαφέρουν: πνευματικά δικαιώματα κι εκτός λογικής θυμό, σε θέματα που αφορούν το γάμο, τον έρωτα και τη μοιχεία.

Η μοιχεία είναι ένα πρόβλημα, που αφορά και τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς της κοινωνίας. Τι είναι όμως μοιχεία; Πότε υπάρχει μοιχεία; Θεωρητικά όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό και πριν δούμε ποια είναι η γνώση, που μας δόθηκε μέσω του Χριστού, πρέπει πρώτα να δούμε τι έχει ο κάθε άνθρωπος υπόψη του για τη μοιχεία, που είναι κι άποψη του συνόλου. Οι άνθρωποι στη ζωή τους, ζουν στην πλειοψηφία τους σε δύο στάδια. Ένα στάδιο είναι αυτό που είναι ελεύθεροι από πλευράς πλαισίου γάμου κι ένα δεύτερο αυτό του έγγαμου βίου. Μοιχεία στο πρώτο στάδιο δε νοείται. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος κι ελεύθερα αποφασίζει. Μοιχός ή μοιχαλίδα χαρακτηρίζεται μόνον το άτομο, που έχει περάσει στο δεύτερο στάδιο. Ο ελεύθερος που έχει κρυφό δεσμό με παντρεμένη, μπορεί να χρεωθεί μ’ οποιονδήποτε χαρακτηρισμό, αλλά όχι μ’ αυτόν του μοιχού. Μοιχός είναι αποκλειστικά αυτός, που κατηγορείται γι’ απιστία, εφόσον είναι έγγαμος. Μοιχεία θεωρείται η πράξη και όχι η σκέψη. Μπορεί κάποιος να είναι μοιχός για όλη του τη ζωή, χωρίς ποτέ να χαρακτηριστεί μ’ αυτόν τον τρόπο από το σύστημα και την κοινωνία. Αυτό δεν είναι αυθαίρετο, αφού δεχόμαστε το Λόγο του Χριστού, που μας βεβαιώνει ότι και μόνο να επιθυμήσει κάποιος μία γυναίκα που βλέπει διαπράττει μοιχεία.

Το σύστημα όμως δε φιλοσοφεί, ούτε ασχολείται με τις επιθυμίες των ανθρώπων. Το μόνο που το ενδιαφέρει πραγματικά, είναι να υπάρχει και να εξουσιάζει. Η άποψη του κόσμου για την μοιχεία είναι η παραπάνω κι είναι η άποψη που εκφράζει και το σύστημα. Μοιχός και μοιχαλίδα είναι οι έγγαμοι, που απιστούν και κατά προέκταση είναι επίορκοι, εφόσον έχουν δώσει όρκους πίστης μέσω της γαμήλιας τελετής. Εδώ πρέπει να τονιστεί και το ενδιαφέρον στοιχείο ότι η κοινωνία εξαντλεί όχι μόνον την ευαισθησία της, αλλά και τη σκληρότητά της ως προς το αμάρτημα της μοιχείας, μόνον από την πλευρά της γυναίκας. Η μοιχαλίδα γυναίκα, κρίνεται και κατακρίνεται μέσα σε μία κοινωνία στην οποία, από τον καιρό που δημιουργήθηκε μ’ αυτήν τη μορφή, τα πορνεία είναι οι πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις. Η μοιχεία του άντρα όχι μόνο δεν κατακρίνεται από την κοινωνία, αλλά αντίθετα μεταξύ των αντρών —που έχουν και την εξουσία στα χέρια τους— η απόλαυση του έρωτα πέρα από τα συζυγικά όρια θεωρείται προσόν και δείγμα αντρισμού.

Η κοινωνία παρακολουθεί πάντα τη γυναίκα κι αυτήν κατακρίνει, άσχετα αν υπάρχουν χίλιοι σοβαροί λόγοι, που μπορούν να αιτιολογήσουν αυτήν την πράξη. Η γυναίκα που μπαίνει στην κοινωνία του γάμου, δεν αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος, αφού δεν έχει το δικαίωμα να λειτουργήσει ως άνθρωπος.. εφόσον δεν έχει το δικαίωμα να σκέφτεται. Οι λόγοι που προαναφέραμε, που μπορεί να είναι καθ’ όλα υπαρκτοί και λογικοί, δε λογαριάζονται από κανέναν, επειδή δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Η γυναίκα, στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, είναι μία μηχανή παραγωγής ανθρώπων, όσον αφορά την κοινωνική της υπόσταση και η πιο οικονομική οικιακή βοηθός κι ερωμένη του άρχοντα άντρα. Η τραγική ειρωνεία είναι το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες είναι αυτές που στηρίζουν τις δομές, που τις ταπεινώνουν και τις μεταμορφώνουν σ’ άβουλα όντα.

Η άποψη του Χριστού πάνω στο θέμα της μοιχείας είναι σχετικά κατανοητή για κάποιον, που έχει στοιχειώδη γνώση για τη φιλοσοφία και βρίσκεται έξω από το σύστημα εξουσίας. Το τελευταίο σημαίνει ότι μπορεί να εκφέρει άποψη, χωρίς να κινδυνεύει να τιμωρηθεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί το σύστημα. Επιπλέον πρέπει και η ηλικία του να ευνοεί μία τέτοιου είδους φιλοσοφία και θα δούμε γιατί.

Στο Λόγο του Χριστού, πολύ κοντά στη “μοιχεία”, υπάρχει και μία έννοια, που στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου βρίσκεται πολύ μακριά από την “απιστία”. Είναι η έννοια “πορνεία”. Σε καμία περίπτωση αυτές οι δύο έννοιες δεν μπορούν να έχουν σχέση μεταξύ τους για κάποιον που τις γνωρίζει, όπως τις παρουσιάζουν τα λεξικά όλων των γλωσσών. Ο Χριστός όμως αναφέρεται σ’ αυτή κι εμείς με τη σειρά μας πρέπει να προβληματιστούμε. Πορνεία στη σύγχρονη εποχή, σημαίνει αποκλειστικά την “παράδοση προς συνουσία της γυναικός επ’ αμοιβής”. Πόρνη για εμάς τους σύγχρονους είναι η γυναίκα που μπορούμε ν’ απολαύσουμε σεξουαλικά, όποτε αυτό μας ικανοποιεί, με μοναδική δέσμευση από μέρους μας την πληρωμή αμοιβής, της οποίας το ύψος είναι προκαθορισμένο.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί στο Λόγο Του ο Χριστός αναφέρει ορισμένα πράγματα που κατ’ αρχήν φαίνονται περίεργα. Ο Χριστός λέει: (Ματθ. 19.9) “λέγω δε υμίν ότι ος αν απολύση την γυναίκα αυτού ει μη επί πορνεία και γαμήση άλλην, μοιχάται..” (Σάς λέγω δέ, ότι εκείνος, πού θά χωρίση τήν γυναίκα του, εκτός ένεκα πορνείας, και νυμφευθή άλλην, αυτός διαπράττει μοιχείαν.). Ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί κάποιος να χωρίσει τη γυναίκα, σύμφωνα με το Χριστό, είναι αυτός της πορνείας. Αν η “πορνεία” έχει αυτήν την έννοια, την οποία εμείς γνωρίζουμε, τότε στην ουσία δεν επιτρέπεται να χωρίζει ο άνθρωπος σε καμία περίπτωση. Σε σχέση με το συνολικό αριθμό των ατόμων που συνθέτουν μία κοινωνία, οι γυναίκες αυτού του είδους είναι απειροελάχιστες. Ο Χριστός όμως σ’ ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, πήρε θέση μόνο για το απειροελάχιστο; Ελεύθεροι από τα δεσμά του γάμου είναι αυτοί, που είναι νυμφευμένοι με πόρνες ή μ’ αυτήν την έννοια ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι άλλο, το οποίο εμείς δε γνωρίζουμε; Γιατί ο Χριστός συνδέει την πορνεία με τη μοιχεία; Γιατί κάποιος, που χωρίζει για οποιονδήποτε άλλο λόγο τη γυναίκα του, μοιχάται;

Στη σύγχρονη κοινωνία η μοιχεία είναι λόγος διαζυγίου, ενώ η Καθολική εκκλησία σπάνια συνηγορεί στην έκδοση διαζυγίου για οποιονδήποτε λόγο. Μήπως όλοι οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το Θεό και το Λόγο του και μόνον η Καθολική εκκλησία τον σέβεται; Η κοινωνία στην οποία έζησε ο Χριστός, έδινε το δικαίωμα να χωρίζει ο άντρας τη γυναίκα του κι αυτό, όπως ο Χριστός μάς λέει, έγινε εξαιτίας της σκληροκαρδίας των ανθρώπων. Αν όμως συμβαίνει κι έχει ισχύ αυτό, ο άντρας ο οποίος έχει αυτό το δικαίωμα, γιατί δε χωρίζει τη γυναίκα του, όταν αυτή συλλαμβάνεται για μοιχεία και την παραδίδει στον όχλο για λιθοβολισμό; Μπορούσε κάλλιστα ο σύζυγος της μοιχαλίδας, από ανθρωπιστικούς και μόνο λόγους να τη χωρίσει κι ελεύθερη πλέον η γυναίκα να γλιτώσει και τη ζωή της και τον εξευτελισμό. Όμως όλα αυτά, που φαίνονται τόσο λογικά κι απλά, δε συμβαίνουν. Συμβαίνουν τα παράλογα κι απάνθρωπα κι αυτό είναι που πρέπει να μας προβληματίζει. Στην κοινωνία αυτού του τύπου, ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του κι αυτό βεβαιώνεται με το νόμο, που παραδόθηκε από το Μωυσή. Η γυναίκα όμως από την πλευρά της τι είναι δυνατό να πράξει; Ποια γυναίκα, εφόσον η επιθυμία της για έναν άλλο άντρα είναι τόσο δυνατή, ώστε να ξεπερνά το φόβο του λιθοβολισμού, αλλά και τον πολύ σημαντικό για τη γυναίκα εξευτελισμό, δε θα χώριζε τον άντρα της; Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι η γυναίκα δεν μπορεί, σ’ αυτήν τη μορφή κοινωνίας, να δράσει ως ελεύθερος άνθρωπος και ν’ αποφασίσει η ίδια για το προσωπικό της μέλλον. Στο Λόγο Του όμως ο Χριστός για την περίπτωση του χωρισμού, αναφέρει και την περίπτωση να χωρίσει η γυναίκα τον άντρα, που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάτι, το οποίο δεν υφίσταται στην κοινωνία αυτού του τύπου.

Θα εξετάσουμε τα πράγματα με τη σειρά τους και θα δούμε ακριβώς τι συμβαίνει. Η κοινωνία της Βαβυλώνας είναι η πατριαρχική κοινωνία στο ύψιστο σημείο της. Υπάρχουν ιστορικές πηγές, μέσα από τις οποίες μπορούμε ν’ αντλήσουμε στοιχεία και μ’ αυτά ακριβώς να βαδίσουμε. Η κοινωνία, όπως γνωρίζουμε, ωθεί τους ανθρώπους στη δημιουργία οικογένειας κι αυτό δε γίνεται με τρόπο αφηρημένο, εφόσον υπάρχουν νόμοι, μέσω των οποίων διακρίνεται μία οικογένεια ως νόμιμη ή μη. Η “νόμιμη” οικογένεια ξεκινά από ένα “νόμιμο” γάμο. Ο γάμος δεν έχει σχέση με τη θρησκεία και τη συγκεκριμένη ιεροτελεστία, που ακολουθείται. Γάμος σημαίνει σε κάθε περίπτωση την ένωση δύο ανθρώπων, που οδηγούνται στη δημιουργία της οικογένειας κι αυτήν την ένωση την εγκρίνει η κοινωνία. Όμως για να εγκρίνει κάτι η κοινωνία, πρέπει να το ελέγχει.. έτσι ένας γάμος, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του κάθε λαού (κουλτούρα, παιδεία), λειτουργεί ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν δικαιώματα κι υποχρεώσεις.

Χωρίς να εξετάσουμε καν την περίπτωση του έρωτα, πηγαίνουμε κατ’ ευθείαν στην περίπτωση του νόμιμου γάμου, όπως τον αντιλαμβάνονταν στη Βαβυλώνα. Η πανίσχυρη πατριαρχία μεταβιβάζει τα δικαιώματά της από την κορυφή προς τη βάση. Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυθαιρετεί ο βασιλιάς, αυθαιρετεί κι ο πατέρας της οικογένειας. Ο θηλυκός άνθρωπος, η γυναίκα, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα που ο κάθε άντρας έχει, έστω και στοιχειωδώς, να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει. Ο πατέρας ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος που διέθετε —δεν είναι ούτε υπερβολή ούτε προσβολή για τις γυναίκες— και με ύφος εμπόρου, δεχόταν τις προτάσεις και τις σκεφτόταν με τα κριτήρια που αυτός είχε. Αν η κόρη του ήταν όμορφη, ήταν μία καλή περίπτωση γι’ αυτόν ν’ ανεβεί κοινωνικά, εφόσον ο γαμπρός θα ήταν η καλύτερη επιλογή με βάση τα κοινωνικά κριτήρια κι επιπλέον η προίκα, για μία τέτοια περιζήτητη κοπέλα, θα έπεφτε σε δεύτερη μοίρα. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο πατέρας θεωρούνταν τυχερός, αφού ξεφορτωνόταν με μεγάλη άνεση ένα μεγάλο πρόβλημα. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η γυναίκα δεν ήταν και τόσο εμφανίσιμη και φτωχιά, ήταν χειρότερη ως συναλλαγή κι από ένα ζώο. Ο καθένας μπορούσε να τη ζητήσει και να την πάρει. Νέος, γέρος, κουτσός, στραβός, όλοι είχαν θέση σ’ αυτήν την ευτελή —από άποψης αξίας προϊόντος— συναλλαγή. Όλες οι άλλες περιπτώσεις βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα.

Όλα αυτά τα γελοία και ταπεινωτικά, που φαίνονται αρκετά μακριά από τη σημερινή εποχή, αν ψάξει κάποιος, θα δει ότι συνέβαιναν φανερά μέχρι πριν από ορισμένες δεκαετίες και κρυφά ακόμα και στις μέρες μας. Αφού λοιπόν συμβεί όλο το προηγούμενο σκηνικό της συναλλαγής και με τις ευχές της κοινωνίας πλέον, έχουμε δύο ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να δημιουργήσουν οικογένεια. Τι είδους οικογένεια μπορούν να δημιουργήσουν δύο άνθρωποι από τους οποίους ο ένας τουλάχιστον, όχι μόνο δε ρωτήθηκε, αλλά και υπάρχει πιθανότητα να συμβιβάστηκε ακόμα και με τη βία; Πάλι θα εξετάσουμε τ’ άκρα και θα θεωρήσουμε ότι τα ίδια συμβαίνουν και στο ενδιάμεσο. Η όμορφη κοπέλα, ένας πραγματικός ανθός, ένας πραγματικός ύμνος προς το Δημιουργό, σύρεται κυριολεκτικά σε γάμο μ’ έναν άνθρωπο που στην καλύτερη περίπτωση απλά δεν τον ξέρει κι είναι ανεκτός και στη χειρότερη μ’ ένα βρωμερό και χυδαίο άντρα, που με τα λεφτά του έχει συνηθίσει ν’ αγοράζει τα πάντα. Τι είδους οικογένεια μπορούν να φτιάξουν αυτοί οι δύο άνθρωποι;

Ένας άνθρωπος που ζει μέσα σε μία κοινωνία, δέχεται διάφορα ερεθίσματα και το πιο σημαντικό όλων αυτών είναι ο έρωτας. Ο έρωτας χτυπά αδιάκριτα και δεν ξεχωρίζει ούτε έγγαμους ούτε άγαμους. Οι άνθρωποι αγαπιούνται μεταξύ τους κι αυτό το δέχονται οι πάντες. Η νεαρή κοπέλα ως άνθρωπος, το πιθανότερο είναι να ήταν ερωτευμένη μ’ αυτόν που η ίδια ήθελε. Όταν όμως ο γάμος είναι μία καθαρά οικονομική συναλλαγή, αυτή δεν ερωτάται κι ούτε προβληματίζει κανέναν τι ακριβώς σκέφτεται η ίδια. Ο έρωτας είναι όμως ανίκητος και βασανίζει αυτόν που δεν τον σέβεται μέρα και νύχτα. Ιδιαίτερα τη νύχτα, γιατί εκείνη την ώρα καλείται η γυναίκα αυτή να είναι συνεπής στις συζυγικές της υποχρεώσεις, που τη φέρνουν στο ίδιο κρεβάτι μ’ έναν τρισάθλιο άνθρωπο, που την αγόρασε στην κυριολεξία και γκρέμισε ό,τι πιο όμορφο είχε κτίσει μέσα στην ψυχή της.

Μένουμε στο συναίσθημα εκείνης της ώρας, για να εξετάσουμε και το άλλο άκρο. Η ομορφιά αναφέραμε ότι είναι ένας ύμνος προς το Δημιουργό, αλλά δεν υπάρχει καμία πρόθεση να προσβάλλουμε και να υποτιμήσουμε την κοπέλα, που από άποψης ομορφιάς υστερεί. Η ομορφιά είναι δώρο κι είναι ευχαρίστηση να βλέπει κάποιος τους όμορφους ανθρώπους. Ο Δημιουργός όμως δεν είναι άδικος με κανέναν κι αυτό φαίνεται στο σημείο ότι ο έρωτας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ομορφιά. Οι όμορφοι δεν ερωτεύονται μεταξύ τους, όπως δεν ερωτεύονται μεταξύ τους αποκλειστικά οι όχι και τόσο εμφανίσιμοι. Με την ίδια λογική και το δεύτερο κορίτσι της υπόθεσής μας ήλπιζε κι ονειρευόταν τον άντρα της ζωής της όμορφο, γλυκό, καλό κι αυτό που γεύεται, είναι η πίκρα της συμβίωσης μ’ έναν άνθρωπο, που κι αυτός ευθυγραμμιζόμενος με την όλη κατάσταση, δεν παύει ποτέ να της δείχνει ότι ήταν αυτή μία επιλογή ανάγκης, εφόσον στην κοινωνία της Βαβυλώνας όποιος έχει λεφτά αγοράζει την ομορφιά. Κι αυτή η κοπέλα το βράδυ καλείται με τη σειρά της να εκπληρώσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Το κρεβάτι, όπου δύο άνθρωποι πρέπει να γεύονται τη χαρά του έρωτα, γίνεται και στις δύο περιπτώσεις κρεβάτι μαρτυρίου, θυμού και μίσους. Εφόσον και οι δύο οι ακραίες περιπτώσεις καταλήγουν εδώ, απ’ αυτό το σημείο εξετάζουμε τη γυναίκα μέσα στο πλαίσιο, που λέγεται έγγαμος βίος.

Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι αυτό σημαίνει ότι στα ίδια ερεθίσματα αντιδρούν διαφορετικά. Το ισχυρότερο ερέθισμα είναι ο έρωτας. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε ώρα και στιγμή κι είναι υπεράνω των πάντων. Δεν τον σταματά ούτε ο νόμος ούτε ο φόβος και προπαντός η λογική. Μία γυναίκα όπως η παραπάνω, ζει μέσα στην κοινωνία κι αυτό είναι δεδομένο. Βλέπει, ακούει, αισθάνεται. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον ζει σε μία κοινωνία ανθρώπων κι ο γάμος της είναι ένας γάμος συναλλαγής και τίποτε άλλο, είναι ευάλωτη, αφού η καρδιά η ψυχή και το μυαλό της είναι ελεύθερα στον έρωτα. Άλλες γυναίκες σκέφτονται με γνώμονα τη λογική και κρατούν αυτόν τον έρωτα μέσα τους, χωρίς να τον εκδηλώνουν κι άλλες παρασύρονται απ’ αυτόν και τον ακολουθούν. Οι πρώτες δηλητηριάζονται απ’ αυτό το πανίσχυρο συναίσθημα κι οι δεύτερες παίρνουν ρίσκο.

Η γυναίκα που ακολουθεί τον έρωτα, είναι η γυναίκα που καλείται ο Χριστός να κρίνει κι είναι η “μοιχαλίς” του Ευαγγελίου. Το δεδομένο μας τώρα είναι ότι η γυναίκα αυτή είναι ερωτευμένη μ’ αυτόν με τον οποίο συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Αυτό είναι σίγουρο, γιατί αν ήθελε ν’ απολαύσει σαρκικό έρωτα —χωρίς να παρεμβάλλεται ο πραγματικός έρωτας— μπορούσε απλούστατα να το κάνει και με τον άντρα της, χωρίς να διακινδυνεύσει ούτε τη ζωή της ούτε την υπόληψή της. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Πιο πάνω είδαμε ότι, εφόσον δεν εναπόκειται στη θέληση του άντρα, δεν μπορεί να υπάρξει διαζύγιο.

Από το σημείο αυτό παύει να πρωταγωνιστεί η γυναίκα κι εμφανίζονται άλλοι πρωταγωνιστές. Ο “ατιμασμένος” άντρας κι όλο αυτό το κακό συναπάντημα που ονομάζεται όχλος κι απαιτεί το λιθοβολισμό. Ο άντρας μπορεί να την προστατεύσει, αλλά δεν το κάνει. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο άντρας είναι πονηρός και καταλαβαίνει πλέον ότι έχει χαθεί το παιχνίδι γι’ αυτόν και το μόνο που του απομένει ως ικανοποίηση, είναι να τιμωρηθεί η γυναίκα. Ο άντρας αγόρασε στην ουσία τη γυναίκα κι ο ρόλος της κοινωνίας είναι να προστατεύει αυτήν την αγορά. Όταν η γυναίκα κατορθώνει και καταλύει αυτήν την άθλια φυλακή που της έχει επιβληθεί, τότε πια είναι ανεξέλεγκτη και πανίσχυρη. Ο θλιβερός άντρας τότε αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτόν δεν υπάρχει πλέον όφελος κι επιζητά την τιμωρία της. Ο όχλος που τον ακολουθεί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο όμοιων μ’ αυτόν ανθρώπων. Οι άνθρωποι αυτοί ζούνε παρόμοιες καταστάσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τρομάζουν τις δικές τους ζωντανές ιδιοκτησίες. Την απαιτούμενη κάλυψη δίνει το κοινωνικό σύστημα —που ειδικότερα στην κοινωνία των Ιουδαίων— έχει τη μορφή της θείας επιταγής. Όχι μόνον κάνουν κάτι το οποίο είναι δίκαιο για τ’ ανθρώπινα μέτρα, αλλά εκτελούν κάτι ανώτερο, όπως είναι η θεία εντολή. Αν προσπαθήσει κάποιος να διακρίνει πρόσωπα ανάμεσα στον όχλο, θα δει και πάλι τους πρεσβύτερους να πρωτοστατούν.

Εδώ γεννιέται κι ένας άλλος προβληματισμός. Εφόσον οι Ιουδαίοι τιμωρούν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μοιχεία, που πραγματικά είναι αμαρτία, αφού το είπε ο Θεός, γιατί έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά; Αν η μοιχαλίδα γυναίκα είναι μία φορά αμαρτωλή, η επαγγελματίας πόρνη μ’ αυτήν τη λογική είναι χίλιες. Πριν αφήσουν τις πέτρες, έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία τους προς το πλησιέστερο πορνείο και με τις ίδιες πέτρες να λιθοβολήσουν και τις πόρνες. Τι συμβαίνει; Γιατί δεν το κάνουν; Σκοτώνουν μία γυναίκα, που μπορεί να είναι και μητέρα, επειδή δεν μπόρεσε να νικήσει τον έρωτα κι αφήνουν να ζουν οι πόρνες, που εκμεταλλεύονται τον έρωτα; Ας υποθέσουμε ότι συνεχίζουν το δρόμο τους και φτάνουν έξω από ένα πορνείο. Βάλλουν κατά του πορνείου με τους λίθους και το αποτέλεσμα είναι γνωστό, γνωστότατο… εξέρχονται μαινόμενοι άντρες από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, που, αν δε βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο πορνείο, σίγουρα θα ήταν παρόντες στο λιθοβολισμό της άπιστης και σίγουρα θα μιλούσαν για ηθική και τάξη και, το χειρότερο, για το Θεό. Εκτός βέβαια από τους πελάτες, θα εξέρχονταν και οι ιδιοκτήτες, που κι αυτοί απολαμβάνουν τιμές σε μία κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, εφόσον η δουλειά τους είναι οικονομικά αποδοτική και τους επιτρέπει επίσης μέσω “εξυπηρετήσεων” να έχουν ισχυρούς και πιστούς φίλους. Αυτή είναι η πορεία, που έπρεπε να γίνει και δεν έγινε ποτέ στη Βαβυλώνα. Όλα αυτά τα τόσο απάνθρωπα και τα τόσο φαινομενικά μακρινά είναι δίπλα μας και περιμένουν να μας εξουσιάσουν, να μας ελέγξουν, να μας βασανίσουν. Η διαφορά είναι ότι οι λίθοι έγιναν λόγια κι ο λιθοβολισμός είναι η κριτική τρίτων πάνω σε θέματα, που αφορούν την προσωπική ζωή του καθενός.

Ο τέλειος Χριστός πώς δίνει το φως Του σ’ όλα αυτά τα τραγικά συμβάντα; Η θεωρία υποστηρίζει ότι η θέση Του είναι τέλεια και δεν επιδέχεται βελτίωση, εφόσον είναι ο Ίδιος ο Υιός του Θεού. Δεν καταλαβαίνει το δίκιο των γυναικών, δεν αναγνωρίζει τον ανθρώπινο πόνο; Δε βλέπει τους υποκριτές, που ευκαιρία ψάχνουν να βασανίζουν; Τι σημαίνει αλήθεια “ει μη επί πορνεία” (εκτός ένεκα πορνείας); Μήπως δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις ή μήπως είμαστε τυφλοί, αφήνοντας τους άθλιους να μάς τις ερμηνεύουν; Ο Χριστός στο Λόγο Του μάς λέει ότι ο μόνος λόγος, εξαιτίας του οποίου μπορούμε να χωρίσουμε τη γυναίκα μας, είναι αυτός της πορνείας. Η γυναίκα πρέπει να είναι πόρνη. Δε μας λέει, κι αυτό εξαιτίας του Σχεδίου, πότε μία γυναίκα είναι πόρνη αλλά αντίθετα μάς λέει πότε δεν είναι κι αυτή είναι η άκρη του νήματος. (Ματθ. 5.32) “Εγώ δε λέγω υμίν ότι ός αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτή μοιχάσθαι,” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι όποιος χωρίση τήν σύζυγόν του εκτός ένεκα πορνείας, αυτός την αναγκάζει να διαπράξη μοιχείαν). Λίγο πιο πάνω ο Χριστός προσδιορίζει τη μοιχεία ως εξής: (Ματθ. 5.28-5.29) “Εγώ δέ λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής ήδη εμοίχευσεν αυτή εν τη καρδία αυτού.” (Εγώ όμως σάς λέγω, ότι κάθε άνθρωπος πού βλέπει μιά γυναίκα καί τήν επιθυμεί, ήδη διέπραξε μέ αυτήν μοιχείαν μέσα στήν καρδιά του.). Ο Χριστός χρησιμοποιεί αυτόν τον προσδιορισμό για την έννοια “μοιχεία”, που είναι και βαθύτερος και γενικότερος. Χρησιμοποιεί όμως περιέργως την έννοια “πας” και όχι “άντρας”, ενώ στον προσδιορισμό της γυναίκας είναι σαφέστατος.

Ο Λόγος του Χριστού είναι πλήρης και κλειδωμένος. Αυτό σημαίνει ότι για ν’ αποδοθεί στο πλήρες εύρος του, θα πρέπει προηγουμένως να ξεκλειδωθεί. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρανόησης. Άνθρωπος λοιπόν είναι αυτός που επιθυμεί και άνθρωπος είναι και η γυναίκα επίσης. Όπως επιθυμεί ο άντρας, μ’ όμοιο τρόπο επιθυμεί και η γυναίκα. Αυτό ισχύει βέβαια ποιοτικά και όχι ποσοτικά, γιατί ο άντρας λόγω της φύσης του που θα εξετάσουμε σ’ άλλο σημείο μπορεί να επιθυμήσει, εφόσον δεν έχει ενωθεί, όπως ενώνει ο Θεός, οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του. Ο μοιχός ή η μοιχαλίδα κατά το Χριστό, είναι αυτός, που επιθυμεί κάτι που προφανώς δεν έχει ή κάτι που απαγορεύεται ν’ αποκτήσει. Αν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της, δεν είναι μοιχαλίδα, ενώ αν επιθυμεί κάποιον άλλο κι είναι παντρεμένη, τότε αυτόματα και χωρίς να προηγηθεί η ερωτική πράξη, είναι μοιχαλίδα, σύμφωνα πάντα με το Χριστό.

Υποθέτουμε ότι βρισκόμαστε στην περίπτωση στην οποία μία γυναίκα παντρεμένη επιθυμεί κάποιον τρίτο. Σε δεύτερη φάση ο Χριστός λέει ότι όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, “εκτός ένεκα πορνείας”, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα. Αν ο άντρας αυτός αποφασίσει, για λόγους διάφορους κι άσχετους με την πίστη, να χωρίσει τη γυναίκα του, τότε τι συμβαίνει; Η γυναίκα μένει ελεύθερη κι, αν ο τρίτος είναι ελεύθερος, τότε κατευθύνεται προς αυτόν, εφόσον εκείνον ήθελε ακόμα και πριν χωρίσει… επομένως δεν έχουμε μοιχεία, αφού η γυναίκα ενώνεται με κάποιον με τον οποίο είναι ερωτευμένη. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Χριστός κάτι άλλο εννοεί. Σύμφωνα με το Λόγο Του, όταν η γυναίκα επιθυμεί τον άντρα της και τον αγαπά, αν αυτός τη χωρίσει, τότε και μόνον τότε την αναγκάζει σε μοιχεία, εφόσον μ’ όποιον και να πάει, μόνον τον άντρα της θα επιθυμεί και θα σκέφτεται. Σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται πραγματικά τι εννοεί ο Χριστός, όταν μιλά για τη σκληροκαρδία. Είναι σκληρόκαρδος ο άντρας, που χωρίζει τη γυναίκα που αγαπά και τον αγαπά για λόγους διάφορους της αγάπης.

Σύμφωνα πάντα με το Χριστό, εδώ βλέπουμε να προκύπτει κάτι άλλο. Ο άντρας μπορεί να χωρίζει τη γυναίκα του μόνο για λόγους πορνείας. Σ’ αντίθετη περίπτωση την αναγκάζει σε μοιχεία. Εμείς ανακαλύψαμε μία περίπτωση στην οποία γι’ άλλους λόγους χώρισε κάποιος τη γυναίκα του, χωρίς να την αναγκάσει να γίνει μοιχαλίδα. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός κάνει λάθος ή μήπως τίποτε άλλο; Αυτό το άλλο σημαίνει ότι δε γνωρίζουμε τι σημαίνει πορνεία. Ο όρος “πορνεία” που γνωρίζουμε σήμερα, έχει σχέση με την αλήθεια, αλλά είναι πολύ μικρός όσον αφορά το εύρος του.

Η περίπτωση της γυναίκας που μετά το χωρισμό της, φαινομενικά όχι για λόγους πορνείας, δε γίνεται μοιχαλίδα, ρίχνει φως σ’ ένα πραγματικά σκοτεινό σημείο. Εφόσον η γυναίκα αυτή, όταν τη χωρίζει ο άντρας της δε γίνεται μοιχαλίδα, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν τη χωρίζει; Ζει μέσα σ’ ένα πλαίσιο, όπως είναι ο γάμος, αλλά αυτή επιθυμεί κάποιον άλλο έξω απ’ αυτό το πλαίσιο. Αυτό τη χαρακτηρίζει ως μοιχαλίδα και μόνο ως σκέψη. Μία γυναίκα, σύμφωνα με τη λογική, θέλει να κάνει έρωτα μ’ αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένη και με κανέναν άλλο. Στην περίπτωσή μας όμως η γυναίκα, λόγω της δέσμευσης του γάμου, είναι αναγκασμένη από τα δεδομένα να είναι συνεπής σ’ αυτές που αποκαλούνται συζυγικές υποχρεώσεις. Είναι αναγκασμένη να κάνει έρωτα όχι μ’ αυτόν που επιθυμεί, αλλά με κάποιον άλλο, έστω κι αν αυτός ο άλλος θεωρείται νόμιμος σύζυγος. Σημασία έχει ότι κάνει έρωτα, χωρίς αυτό να είναι επιθυμία της, για κάποιους λόγους άσχετους με τον πραγματικό έρωτα.

Η πόρνη που ζει κι εργάζεται στο πορνείο, τι διαφορετικό κάνει; Η μόνη διαφορά είναι ότι το σύνολο των λόγων έχει να κάνει αποκλειστικά με τη χρηματική αμοιβή. Σύμφωνα μ’ όλα αυτά, αν πόρνη είναι μία γυναίκα, που παραχωρεί το κορμί της προς σεξουαλική ικανοποίηση σε κάποιον τρίτο πέραν του άντρα που είναι ερωτευμένη, τότε πόρνες δεν είναι μόνον αυτές που εκμεταλλεύονται τον έρωτα, αλλά και οι γυναίκες που είναι καθ’ όλα νόμιμες σύζυγοι ενός νόμιμου γάμου, όταν κάνουν έρωτα με το νόμιμο σύζυγό τους, εφόσον δεν είναι ερωτευμένες μαζί του.

Όλα αυτά φαίνονται κάπως περίεργα και, για να υπάρξει πλήρης κατανόησή τους, πρέπει ν’ αναζητήσουμε πάλι τη βοήθεια του Χριστού μέσα από το Λόγο Του. Όταν οι Φαρισαίοι Τον ρωτούν, αν επιτρέπεται να χωρίζει κάποιος τη γυναίκα του, ο Χριστός απαντά τουλάχιστον μυστηριωδώς. Ξεκινά την απάντησή Του αναφερόμενος σε χρόνο, που καλύπτει το χρόνο ύπαρξης των προπατόρων και του Μωυσή. Δεν αναφέρεται ούτε στον Αβραάμ ούτε σε κανέναν άλλο, που κι αυτοί άφησαν λόγο σχετικό μ’ αυτό το θέμα. Ο Χριστός αναφέρεται σε χρόνο πολύ κοντά στη Δημιουργία.

Αν εξετάσει κάποιος το σύνολο των δεδομένων, που έχουν συγκεντρωθεί κι είναι επιστημονικά αξιόπιστα, τότε θα δει ότι η πατριαρχία ξεκινά πολύ αργότερα από τη μητριαρχία, που ως εκ τούτου είναι πιο κοντά στη Δημιουργία. Η κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι κατ’ εξοχήν πατριαρχική κι ο γενάρχης των Ιουδαίων ανήκει σ’ αυτήν την περίοδο. Ό,τι ζουν οι Ιουδαίοι και τους απασχολεί ως ανθρώπους κι ως κοινωνία, είναι προβλήματα αυτού του τύπου της κοινωνίας που οι Προπάτορες με την αντίληψή τους δημιούργησαν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι Ιουδαίοι θεωρούν ενωμένους τους ανθρώπους μέσα από μία λογική, που τους έχει δοθεί κι είναι αυτή των προπατόρων. Στην αρχή της Δημιουργίας δεν υπάρχει γάμος, ούτε κάτι παρόμοιο. Ο γάμος είναι επινόηση της πατριαρχικής κοινωνίας κι αυτό υπηρετεί κάποιους συγκεκριμένους στόχους, που θα φανούν πιο κάτω. Οι άνθρωποι από τον καιρό της Δημιουργίας μέχρι τα χρόνια που η πατριαρχική κοινωνία επικράτησε οριστικά, ήταν ελεύθεροι από κάθε δέσμευση.

Η απάντηση του Χριστού σ’ εκείνον το χρόνο αναφέρεται. Αυτό το κάνει, γιατί έχει γνώση του προπατορικού αμαρτήματος, ενώ οι σύγχρονοί Του αλλά και οι σύγχρονοί μας δεν έχουν. Το αμάρτημα πράγματι υπήρξε κι ήταν το τέλος μίας εποχής και η αρχή μίας άλλης. Ο άνθρωπος ήταν τέλειος την εποχή της Δημιουργίας, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν τέλειες κι οι σχέσεις μεταξύ των αρσενικών και των θηλυκών ανθρώπων. Σ’ εκείνη την τελειότητα αναφέρεται ο Χριστός και όχι στην υποτιθέμενη τελειότητα που εκφράζουν με την άποψή τους οι πατριάρχες. Σ’ εκείνο το χρόνο πρέπει κι εμείς ν’ αναζητήσουμε την απάντηση που μας χρειάζεται.

Δεχτήκαμε, κι αυτό αποδεικνύεται εύκολα, ότι εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε γάμος και οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να πράξουν κατά βούληση. (Ματθ. 19.4-19.6) “ουκ ανέγνωτε ότι ο ποιήσας απ’ αρχής άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς και είπεν, ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν; ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά σαρξ μία. ό ούν ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω.” (Δέν εδιαβάσατε ότι ο Δημιουργός από τήν αρχήν τούς εδημιούργησε άνδρες καί γυναίκες, καί είπε, Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα; Ώστε δέν είναι πλέον δύο αλλά μία σάρκα. Εκείνο λοιπόν, πού ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος άς μή τό χωρίζη.). Η ένωση αυτή, κατά το Χριστό, είναι και τέλεια και πανίσχυρη, εφόσον οι δύο ξεχωριστοί άνθρωποι γίνονται “σάρκα μία”. Όμως η κοινωνία των ανθρώπων δε γνώριζε τότε ούτε το γάμο ούτε όσα αυτός συνεπάγεται. Εφόσον όμως δεν υπάρχει γάμος, πώς είναι ενωμένοι οι άνθρωποι; Σύμφωνα με το Χριστό, ο Θεός τους ενώνει κι αυτός είναι ο τέλειος δεσμός. Οι αριθμοί της θεωρίας μας δείχνουν ότι: Θεός = Έρως = 28, κι αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Στον έρωτα δεν υπάρχει πίστη κι απιστία, δεν υπάρχουν συζυγικές υποχρεώσεις, δεν υπάρχει χωρισμός. Όλα είναι τέλεια κι ο νέος διπλός άνθρωπος, γιατί περί αυτού πρόκειται, γνωρίζει τη Θέωση, εφόσον από τα δεδομένα μέσα σ’ αυτόν το δεσμό συνυπάρχει κι ο Θεός. Μέσα σ’ αυτήν την τέλεια κατάσταση ο λόγος του Παύλου φαίνεται τουλάχιστον βλακώδης: (Εφεσ. 5.22) “Αι γυναίκες τοις ιδίοις άνδρασιν υποτάσσεσθε” (Αι γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας). Στην ίδια συχνότητα βρίσκεται κι ο Πέτρος: (Πέτρ. Α’ 3.1) “Ομοίως αί γυναίκες υποτασσόμεναι τοις ιδίοις ανδράσιν,” (Ομοίως καί αί γυναίκες, νά υποτάσσεσθε εις τούς άνδρας σας,). Ο έρωτας δε χρειάζεται καν ανάλυση κι αυτό, γιατί είναι ένα συναίσθημα τέλειο και η γνώση γι’ αυτόν υπάρχει από τον καιρό της Δημιουργίας. Για τον έρωτα ο Πάρης αγνοεί τη βασιλεία και τη δόξα, κι ο Οδυσσέας για τον έρωτα εγκαταλείπει την Ωγυγία, όπου του προσφέρονται δώρα θεϊκής αξίας. Ό,τι λέει ο Χριστός για το διαζύγιο, τα λέει για την περίπτωση που υπάρχει έρωτας. Ο γάμος ως τελετή, ως επινόηση, ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν οι άνθρωποι με κάποιους κανόνες, δεν Τον απασχολεί καθόλου. Η αναφορά Του στη Δημιουργία μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγείται.

Έτσι με τα νέα δεδομένα, έχουμε μία νέα αντίληψη πάνω στις, απόψεις του Χριστού, που απ’ αυτό το σημείο και μετά δείχνουν την τελειότητά τους. Ο Χριστός μας λέει ορθά ότι, αν ένας άντρας εγκαταλείψει τη γυναίκα του, την αναγκάζει να γίνει μοιχαλίδα κι ο ίδιος γίνεται επίσης μοιχός, εφόσον ήταν “σάρκα μία” και για λόγους άσχετους με την πορνεία, χώρισαν. Εδώ εξηγείται επαρκώς κι αυτό που λέει για την πορνεία. Οι ερωτευμένοι είναι “σάρκα μία”. Αν δεν υπάρχει έρωτας, σημαίνει ότι δεν είναι “σάρκα μία”, άρα είναι χωρισμένοι εξ ορισμού. Εφόσον όμως η γυναίκα συζεί μαζί του, ενώ δεν υπάρχει ο έρωτας, σημαίνει αυτόματα ότι κάπου αλλού αποβλέπει. Αυτήν τη γυναίκα είναι που έχει δικαίωμα να χωρίσει ο άντρας, εφόσον δεν είναι “σάρκα μία” κι εφόσον αυτή είναι πόρνη εξαιτίας της πορνείας της.

Όλα αυτά τα πολύ λογικά περιγράφει ο Χριστός κι αυτό που πρέπει να βρούμε εμείς είναι, γιατί η κοινωνία έχει μία άλλη αντίληψη και πού αποσκοπεί. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας υπάρχουν κύριοι και δούλοι. Είναι μία σκληρή κοινωνία, όπου κυριαρχεί η άποψη των κυρίων και οι υπόλοιποι απλά ακολουθούν… ο βασιλιάς είναι στην κορυφή κι ο πατέρας της οικογένειας στη βάση. Το σύνολο της κοινωνίας συνθέτει μία πυραμίδα της οποίας χαρακτηριστικό είναι η εξουσία. Ο ένας εξουσιάζει τον άλλο “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” κι αυτή η εξουσία καταλήγει στη βάση. Για την ύπαρξή του το σύστημα, επιδιώκει τη μεταφορά του χαρακτηριστικού της εξουσίας στη βάση, που είναι η οικογένεια. Επιδίωξή του είναι να έχει με κάθε θυσία ο πατέρας την εξουσία πάνω στα μέλη της οικογένειας. Πρέπει η γυναίκα και στη συνέχεια τα παιδιά να υποτάσσονται στον άντρα. Αν αφήσει το σύστημα να επικρατήσει ο έρωτας, τότε δεν μπορεί να μπει η εξουσία μέσα στην οικογένεια, εφόσον οι ερωτευμένοι άνθρωποι δεν εξουσιάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά υπηρετούν ο ένας τον άλλο. Τα παιδιά θ’ απολαμβάνουν αγάπη και στοργή και όχι εξουσία. Όλα αυτά όμως διαταράσσουν την κοινωνική δομή κι αυτό, γιατί ο άνθρωπος, που απολαμβάνει τον έρωτα, δεν εξουσιάζεται κι αδιαφορεί για τα κοινωνικά αξιώματα, όταν μπορεί να επιβιώσει.

Το πατριαρχικό σύστημα στηρίζεται στη δουλεία, που ξεκινά από την οικογένεια και φτάνει στο θρόνο του βασιλιά. Ο άνθρωπος που υποτάσσεται σ’ άλλον άνθρωπο, επιζητά την εξουσία κι αυτό στη βάση σημαίνει ότι επιζητά να εξουσιάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Εφόσον ο πατέρας υποτάσσεται, αυτόματα υποτάσσονται στην ίδια αρχή και τα παιδιά. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει και συντίθεται η κοινωνική πυραμίδα της Βαβυλώνας. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει ότι, εξαιτίας του δεσμού του έρωτα, ο άνθρωπος θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και οι δύο θα γίνουν “σάρκα μία”. Ο κίνδυνος που διατρέχει η κοινωνία της Βαβυλώνας, βρίσκεται σ’ αυτά ακριβώς τα λόγια του Χριστού. Αν αρχίσουν οι άνθρωποι, ειδικότερα οι άνθρωποι των κατωτέρων τάξεων, να ερωτεύονται, τότε σπάζει η αλυσίδα της εξουσίας και η κατάσταση δε βρίσκεται κάτω από έλεγχο. Όταν οι άνθρωποι αποκοπούν κι αμφισβητήσουν την εξουσία, τότε γίνονται ευερέθιστοι με τους κλέφτες, τους υποκριτές και τους πόρνους, που τους αδικούν συστηματικά. Απ’ αυτήν την ανάγκη ξεκινά η αγωνία του συστήματος για την οικογένεια και το γάμο.

Ο γάμος, που είναι επινόηση του πατριαρχικού συστήματος, έχει αποκλειστικό στόχο να βάλει μέσα στην οικογένεια, τη μοιχεία. Μοιχεία = Εξουσία = 37. Αν ο Έρως = Θεός = Ευλογία = 28, τότε η Μοιχεία = Βλασφημία = 37. Επιδίωξη του συστήματος, μέσω του διαρκούς ελέγχου της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, είναι να μην πάρει κανένας τον άνθρωπο τον οποίο αγαπά και όταν δεν το πετυχαίνει αυτό στόχος του είναι να καταστρέψει τη σχέση αγάπης. Για να το επιτύχει αυτό, ισοπεδώνει τη γυναίκα κι όλη η εξουσία περνάει στα χέρια του άντρα. Ο άντρας-πατέρας δίνει με δικά του κριτήρια την κόρη του σ’ όποιον θέλει αδιαφορώντας για την προσωπική της άποψη. Ο Θεός την ένωσε μ’ ένα νέο κι από εκεί κι ύστερα συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Χριστός. Οι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι χωρίζονται και στην κοινωνία μπαίνουν ως μοιχοί. Αν η κοινωνία είναι απολυταρχική και κατά συνέπεια σκοτεινή και βρώμικη, το σύνολο των γάμων πραγματοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχαν εποχές κατά τις οποίες ακόμα κι αυτός ο άθλιος γάμος απαγορευόταν —πάντα με την άδεια και την υποστήριξη της εκκλησίας— ανάμεσα σ’ ανθρώπους που προέρχονταν από διαφορετική τάξη. Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κι ειδικότερα εκεί όπου ο Χριστός κάνει λόγο για τη μοιχεία, αναφέρει και την Κόλαση των Ιουδαίων, που ονομάζεται Γέεννα. Η “Γέεννα” όμως ως λέξη έχει έναν αριθμό κι αυτός ο αριθμός είναι 22, που είναι ίδιος μ’ αυτόν του γάμου αλλά και του βδελύγματος. Βδέλυγμα = Γάμος = Γέεννα = 22.

Κάποιος πολύ εύκολα εξαιτίας των παραπάνω δεδομένων θα αμφισβητήσει το απόλυτο, που επικρατεί στην άποψη ότι μέσα στην οικογένεια μπαίνει πάντα ή σχεδόν πάντα η μοιχεία, εξαιτίας εξωτερικής επέμβασης. Πολλοί άνθρωποι στη σύγχρονη, αλλά και στις παλαιότερες εποχές παντρεύτηκαν από έρωτα και τίποτε διαφορετικό δεν έπραξαν από τους υπόλοιπους. Πράγματι, όχι μόνο δεν έκαναν κάτι διαφορετικό και καλύτερο, αλλά αυτό που έγινε τις περισσότερες φορές, ήταν κατά πολύ χειρότερο ακόμα κι απ’ αυτό που έκαναν άνθρωποι, που λίγες μέρες πριν από το γάμο τους δε γνωρίζονταν ούτε από την όψη. Υπάρχουν πάμπολλα τέτοια παραδείγματα κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει, εφόσον σύμφωνα με τη θεωρία, το λεπτό κι απαραίτητο στοιχείο για τη Θέωση είναι ο έρωτας. Φταίει ο έρωτας για την αποτυχία των περισσοτέρων, που τον ακολούθησαν; Αν η θεωρία υποστηρίζει ότι αυτό είναι το ιδανικό, πώς είναι δυνατό να υπάρχει αυτή η απόκλιση; Υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός έχει την τέλεια γνώση και, λόγω θεϊκής προέλευσης, όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρχει απόκλιση, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο σύνολο των ανθρώπων και στο σύνολο του χρόνου, που ν’ αποτελεί εξαίρεση. Από εδώ εύκολα φτάνουμε στην αμφισβήτηση της θεωρίας: ή δεν ερμηνεύουμε σωστά ή συμβαίνει κάτι άλλο, που εμείς πρέπει να βρούμε.

Επιστρέφουμε ξανά στις Γραφές και συγκεκριμένα στο Λόγο του Χριστού: (Ματθ. 19.10-19.12) “λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού.. ει ούτως εστίν η αιτία του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι. ο δε είπεν αυτοίς.. ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται.” (Οι μαθηταί τού λέγουν, “Εάν έτσι έχη τό πράγμα μεταξύ τού ανδρός καί τής γυναικός, δέν συμφέρει νά έλθη κανείς είς γάμον”. Αυτός δέ τούς είπε, “Δέν είναι όλοι εις θέσιν να δεχθούν τόν λόγον αυτόν, αλλ’ εκείνοι εις τούς οποίους έχει δοθή.). Ο Χριστός γνωρίζει το σύνολο των όσων πρέπει να συμβούν για να γκρεμιστεί η άθλια κοινωνία της Βαβυλώνας. Το βασικότερο σημείο είναι σ’ αυτό ακριβώς το θέμα. Ο Ίδιος ακολουθεί μία αποστολή, που δεν Του επιτρέπει να ξεκλειδώσει τις γνώσεις Του. Όπου μπορεί δίνει άμεσες συμβουλές, αλλά ποτέ δε λέει ψέματα. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πει την άποψή Του, σ’ ό,τι αφορά το γάμο, αλλά σ’ αυτή και μόνον την περίπτωση δεν μπορεί να δώσει γνώση ούτε σε προσωπικό επίπεδο. Εφόσον δεν μπορεί να το κάνει αυτό και να σώσει έστω και λίγους, όσους αναζητούν τις λύσεις απ’ Αυτόν, τότε σημαίνει ότι σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει καμία περίπτωση προσωπικού επιτεύγματος που θα μπορούσε Αυτός ο Ίδιος να προτείνει, αλλά μόνο μία συνολική εκ βάθρων αλλαγή του θεσμού, που είναι αδύνατο να προταθεί λόγω του Μυστικού Σχεδίου. Για το Χριστό, αν αποφασίσει κάποιος να παντρευτεί μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας, είτε λόγω έρωτα είτε όχι, σημαίνει το ίδιο και το αυτό. Ο Χριστός γνωρίζει αυτό που σήμερα εμείς γνωρίζουμε. Γάμος που γίνεται μέσα στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, είτε ξεκινά από τον έρωτα είτε από λόγους συμφέροντος, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, που είναι η Μοιχεία = Εξουσία = 37.

Πώς όμως γίνεται δύο άνθρωποι, που είναι ερωτευμένοι και συνιστούν “σάρκα μία”, να νομιμοποιούν αυτόν το δεσμό και να καταλήγουν μοιχοί; Απ’ αυτό το σημείο και πέρα πρέπει να φιλοσοφήσουμε στο θέμα του έρωτα. Δύο ερωτευμένοι άνθρωποι ζουν μία κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η δυναμική. Ο άνθρωπος αγαπά και τον αγαπούν, σέβεται και τον σέβονται, υπηρετεί και τον υπηρετούν. Τα πάντα συμβαίνουν μ’ αυτόν τον όμορφο, ανταποδοτικό τρόπο. Όταν ο άνθρωπος πάψει να προσφέρει κάτι, αυτόματα παύει και να το δέχεται. Όταν δε σέβεται, δεν τον σέβονται. Ο άντρας και η γυναίκα είναι δύο άνθρωποι με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι διαφορές τους είναι τεράστιες, ενώ υπάρχουν κι άλλες σημαντικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων του ίδιου φύλου. Στην περίπτωση του έρωτα έχουμε απόλυτη ένωση μεταξύ δύο ανθρώπων. Όταν τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον κάθε άνθρωπο και το κάθε φύλο ξεχωριστά είναι τόσο σύνθετα και πολυπληθή, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος, πόσο μεγάλη υπόθεση είναι ο έρωτας.

Για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, θ’ αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Συμπληρωματικές γωνιές είναι αυτές των οποίων το άθροισμα είναι οι 90 μοίρες. Ξεκινά ένας άπειρος αριθμός συνδυασμών από το 1+89, φτάνει στο 45+45 και από εκεί ως το 89+1. Κάθε χαρακτηριστικό που διακρίνει τον άνθρωπο, είναι κι ένα τμήμα της γωνίας των 90 μοιρών. Ο άνθρωπος είναι τέλειος, όταν είναι διπλός, όταν είναι “σάρκα μία” και στο κάθε χαρακτηριστικό του συμπληρώνει το ιδανικό 90. Αν ένας άντρας είναι εγωιστής και στο σύνολο τού 90 αυτός από μόνος του έχει 80, δεν μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία γυναίκα, που έχει κι αυτή 80. Όταν όμως συμβεί, κι αυτό γιατί στον έρωτα μπορούν να συμβούν τα πάντα, σημαίνει ότι λόγω της μεγάλης πληθώρας των δεδομένων, θα υπάρχουν άλλα εξίσου σημαντικά χαρακτηριστικά στα οποία θα υπάρχει το ιδεώδες 90.

Μ’ όλα αυτά στο μυαλό μας απορούμε, γιατί οι άνθρωποι, που γνώρισαν τον έρωτα, κι αυτό είναι δώρο του Θεού, δεν τον διατήρησαν κι έγιναν μ’ αυτόν τον τρόπο άσχημα παραδείγματα. Ένας όμορφος έρωτας δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στη σύγχρονη εποχή, εφόσον για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω υπάρχει ο θεσμός του γάμου. Πρώτος και κύριος λόγος είναι η ιδιότητα που έχει ο γάμος και η κοινωνική αντίληψη που επικρατεί γι’ αυτόν να μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά τού άντρα και δεύτερον, εξίσου σημαντικό, είναι η μεγάλη φτώχεια που έζησε η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, από την εποχή της πρώτης οργανωμένης κοινωνίας κι εντεύθεν. Ξεκινάμε από τον πρώτο λόγο και παρατηρούμε ότι στόχος της πατριαρχικής κοινωνίας είναι να περάσει τη μοιχεία, που παράγει την εξουσία, μέσα στο δεσμό που συνδέει τους δύο ανθρώπους. Ενώ στον έρωτα έχουμε “σάρκα μία”, στις υπόλοιπες σχέσεις έχουμε δύο. Στη δεύτερη περίπτωση είναι εύκολο να περάσει η εξουσία, αφού η οικογένεια είναι μία μικρή κοινωνία και πρέπει με κάποιον τρόπο να λειτουργήσει.

Η μικρή αυτή κοινωνία έχει μία άποψη, μία φωνή κι εξαιτίας της πατριαρχίας, η φωνή αυτή είναι του άντρα κι αυτό είναι φυσικό. Η κοινωνία αυτή ισοπεδώνει τη γυναίκα κι αυτό το διαπιστώσαμε στην περίπτωση της μοιχαλίδας και στην περίπτωση της κοπέλας, που παντρεύεται όχι αυτόν που επιθυμεί, αλλά αυτόν που της επιβάλλουν. Βασική μέριμνα αυτής της κοινωνίας είναι να στερεί από τη γυναίκα τη δυνατότητα να σκέφτεται και να ενεργεί με βάση τη θέλησή της. Όταν υπάρχει ο έρωτας μεταξύ δύο ανθρώπων κι αυτοί είναι ελεύθεροι από κάθε τυπική δέσμευση, τότε σημαίνει ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι υπάρχουν ως ζευγάρι, επειδή αυτοί οι ίδιοι το επιθυμούν. Δεν τους το επιβάλλει κανένας, άλλα αυτοί οι ίδιοι για να συνυπάρξουν, παραχωρούν ο καθένας ξεχωριστά ένα μέρος της ελευθερίας τους. Για να συμβούν όλα αυτά αυτόβουλα, σημαίνει ότι υπάρχει ελευθερία και σκέψης και κίνησης. Σκέπτεται ο καθένας ξεχωριστά και με βάση τις ανάγκες του αποφασίζει πώς πρέπει να ενεργήσει. Στον έρωτα δεν υπάρχει βέβαια ούτε σκέψη ούτε λογική παρά μόνο συναίσθημα. Τη σκέψη την αναφέραμε, γιατί αυτή προκύπτει, όταν συμβούν μερικά άσχημα πράγματα.

Οι άνθρωποι ταιριάζουν απόλυτα κι αυτό σημαίνει ότι τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου είναι τα ιδανικά για τον άλλο. Τότε ο έρωτας είναι αυτός, που μετατρέπει τους δύο ανθρώπους σ’ έναν. Πολλές φορές όμως, ίσως και λόγω υπερβάλλοντος ενθουσιασμού, αγνοούμε ορισμένα άσχημα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να δηλητηριάσουν τη σχέση. Όταν αυτά τα χαρακτηριστικά αρχίζουν κι εμφανίζονται ή ακόμα και πολλαπλασιάζονται, τότε απαιτείται πλήρης ελευθερία από τον άνθρωπο, που θίγεται, ώστε να δράσει κατά βούληση, είτε είναι ο άντρας είτε είναι η γυναίκα. Αυτή η αντίδραση, εφόσον ο έρωτας είναι πραγματικός, θα τον σώσει και θα εξαφανίσει ή τουλάχιστον θα μειώσει τ’ άσχημα χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πάντα σ’ ανεκτό —σύμφωνα με τις επιθυμίες του άλλου— επίπεδο. Αν ο έρωτας δεν είναι πραγματικός, αλλά είναι ένας παροδικός ενθουσιασμός, τότε αυτή η αντίδραση θα τον φθείρει τόσο, ώστε να είναι θέμα χρόνου η εξαφάνισή του.

Θ’ αναφέρουμε για ευκολία στην κατανόηση ένα παράδειγμα. Δύο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι και μέσα στον ενθουσιασμό, η γυναίκα υποτιμά ένα χαρακτηριστικό του άντρα, που όμως είναι πολύ σημαντικό. Ο άντρας του παραδείγματος λόγω χαρακτήρα ή λόγω παιδείας έχει το άσχημο χαρακτηριστικό να τη διορθώνει, όταν μιλά με τρόπο που τη μειώνει και την προσβάλλει. Όταν η γυναίκα έχει ελευθερία, μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις και κατόπιν, ανάλογα με την εκτίμηση της, μπορεί να χωρίσει ή να παραμείνει αλλάζοντας τα δεδομένα. Έχει δικαίωμα αυτοδιάθεσης κι αυτό είναι σημαντικό. Αν ο άντρας εξακολουθεί να την προσβάλλει και να τη μειώνει, μπορεί κάλλιστα να σηκωθεί και να φύγει. Όλα αυτά συμβαίνουν, όταν υπάρχει η ελευθερία που απαιτείται για να γεννηθεί και ν’ αναπτυχθεί ο έρωτας.

Όμως τι συμβαίνει στην περίπτωση στην οποία παντρεύονται αυτοί οι δύο άνθρωποι; Έχουν τη δυνατότητα να επανεξετάσουν τη σχέση τους σ’ ανάλογη περίπτωση; Μέσα στο πλαίσιο του γάμου η γυναίκα ισοπεδώνεται. Δεν της δίνεται η δυνατότητα να ελέγξει τον άντρα της, όταν αυτός δε φέρεται με τον τρόπο που αυτή επιθυμεί και ο οποίος ήταν η αιτία που προκάλεσε τον έρωτα. Μειώνεται κατακόρυφα η διαπραγματευτική ικανότητα της γυναίκας μέσα στα πλαίσια του γάμου. Αν στη σύγχρονη εποχή η παντρεμένη γυναίκα αισθάνεται, όπως και είναι, παραμελημένη, εύκολα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει, τι συνέβαινε παλαιότερα και σε κοινωνίες τύπου Βαβυλώνας.

Μία παραμελημένη γυναίκα, που έχει το δίκαιο σαφώς με το μέρος της, τι μπορεί να κάνει; Να επανεξετάσει τις σχέσεις της; Ν’ απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τον άντρα; Να του στερήσει τον έρωτά της; Τι απ’ όλα αυτά μπορεί να κάνει; Τίποτε απολύτως. Αν ζητήσει εξηγήσεις, ο άντρας είτε δώσει είτε δε δώσει, είναι το ίδιο και το αυτό. Να σηκωθεί να φύγει; Να πάει πού; Η κοινωνία είναι με τέτοιον τρόπο δομημένη, ώστε θα την εξοντώσει. Θ’ αρχίσουν όλοι: ψεύτες, κλέφτες, μοιχοί στην πλειοψηφία τους να την κατηγορούν και να τη διαβάλλουν. Ο λιθοβολισμός δεν καταργήθηκε ποτέ. Να γυρίσει στην οικογένειά της; Το πιο πιθανό είναι να μην τη δεχτούν, επειδή φοβούνται, αλλά και είναι ίδιοι με τον κόσμο που βασανίζει. Να μείνει μόνη της; Ποτέ μα ποτέ δε θα επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Ό,τι θα κάνει, θα σχολιάζεται δυσμενώς και πρόστυχα. Οι φανταστικές ιστορίες θα έχουν την τιμητική τους. Να μείνει με τον άντρα της και να τον τιμωρήσει, όπως μόνο μία γυναίκα γνωρίζει; Υπάρχει νόμος για τα συζυγικά καθήκοντα. Καταγγέλλονται μερικοί βιασμοί κάθε χρόνο και σε κάθε κοινωνία κι αποσιωπώνται εκατομμύρια κάθε μέρα. Όταν η νόμιμη σύζυγος δε θέλει να κάνει έρωτα, κανένας δεν μπορεί να της το επιβάλλει. Ο καταναγκασμός σημαίνει αυτόματα και βιασμό. Όλα αυτά που, αν τ’ αναλύσει κάποιος, θα δει ότι είναι απλά ενδεικτικά και όχι το σύνολο, συμβαίνουν, όταν η γυναίκα ισοπεδώνεται μέσα στο γάμο και δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης. Αυτό που εξετάζουμε εμείς όμως, είναι πώς οι ερωτευμένοι φτάνουν σ’ αυτό το σημείο.

Για να συμβούν όλα αυτά, πρέπει ν’ αλλάξει σημαντικά ο άντρας κι αυτό μπορεί κάποιος να το θεωρεί εξαίρεση και όχι κανόνα, όπως εμείς. Για να το καταλάβει κάποιος αυτό, πρέπει να γνωρίζει τι είδους φύση έχει ο άντρας. Ο Δημιουργός τον έφτιαξε με τέτοιον τρόπο, ώστε στον έρωτα να καλύπτει ολοκληρωτικά τη φύση της γυναίκας αλλά, όταν δεν μπαίνει στη δομή της γυναίκας, να είναι εντελώς διαφορετικός κι επικίνδυνος. Η γυναίκα είναι στατική κι αυτό, γιατί έχει την ιδιότητα να γεννά, που σημαίνει ανάληψη ευθυνών και μάλιστα των πιο σοβαρών στον κόσμο, εφόσον αυτή γεννά τον άνθρωπο Θεό. Ο Χριστός στο Λόγο Του λέει το εξής πάρα πολύ σημαντικό: “ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα και κολληθήσεται τη γυναικί αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν” (Διά τούτο ο άνθρωπος θά εγκαταλείψη τόν πατέρα καί τήν μητέρα καί θά προσκολληθή εις τήν γυναίκα του, καί οι δύο θά γίνουν μία σάρκα). Το σημαντικό σ’ αυτόν το λόγο, που είναι σε μεγάλο βαθμό πολύπλοκος, είναι η λέξη “κολληθήσεται”, που σημαίνει προσκολλάται κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε κάτι που έχει σταθερά χαρακτηριστικά.

Αν δούμε το λόγο με μεγάλη προσοχή, τότε βλέπουμε ότι αυτός περιγράφει μία διαδρομή. Ο άντρας αποκολλάται από κάτι και προσκολλάται κάπου αλλού. Ο πατέρας και η μητέρα είναι αυτοί, που συνθέτουν μία οικογένεια κι αυτό είναι μία μορφή κοινωνίας. Η οικογένεια, όπως και η κοινωνία, δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά έχει μία συγκεκριμένη δομή, που λόγω των σχέσεων αίματος είναι πανίσχυρη. Μέσα σ’ αυτήν τη δομή ζει ο άντρας κι απ’ αυτή, μέσω του έρωτα, αποκολλάται. Δεν είναι ο ίδιος η δομή, αλλά είναι αυτός, που αναπτύσσεται μέσα στη δομή. Η γυναίκα αναπτύσσει δομή από μόνη της κι, όταν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της, αυτήν τη δομή την προσφέρει στον άντρα, έτσι ώστε, όταν αποκολληθεί από τη δομή της οικογένειάς του, να προσκολληθεί σ’ αυτή. Απ’ αυτά όλα ως δεδομένα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η φύση του άντρα είναι ρευστή και χωρίς σταθερά χαρακτηριστικά, ενώ της γυναίκας ακριβώς τ’ αντίθετο.

Η Θέωση έχει να κάνει με το διπλό άνθρωπο. Ό,τι λέει ο Χριστός στο Λόγο Του, περιλαμβάνει το συνολικό χρόνο ζωής του ανθρώπου. Το κάθε φύλο όμως, σύμφωνα με το Χριστό, ακολουθεί διαφορετική διαδρομή. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει στη ζωή του άντρα κανένα κενό στο οποίο θα πρέπει να υπάρξει ως δομή. Όταν αποκολληθεί, και γι’ αυτόν το λόγο αποκολλάται, προσκολλάται κατευθείαν στη γυναίκα του. Αυτό περιλαμβάνει το σύνολο των αντρών κι επομένως από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Θέωση αφορά το διπλό άνθρωπο, εφόσον ο άντρας μόλις ολοκληρωθεί ως άνθρωπος μέσα στην οικογένεια, αποκολλάται εντελώς φυσιολογικά απ’ αυτή και προσκολλάται αυτόματα στη γυναίκα του.

Η υπόσχεση του Θεού για την Αιώνιο Ζωή, σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται μέσω των αριθμών. Η Αιώνιος Ζωή σημαίνει, με γνώμονα τη λογική, την ένταξη στη θεία κοινωνία, εφόσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Εφόσον κύτταρο της όποιας κοινωνίας είναι η οικογένεια, τότε αυτή θα είναι η αγία οικογένεια. Όλα αυτά περιγράφουν την κατάσταση Θέωσης κι υπάρχουν όλα μαζί, αλλά και το καθένα ξεχωριστά, εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου. Επομένως όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται, όπως και συμβαίνει, στον ίδιο αριθμό. Αιώνιος ζωή = Θεία κοινωνία = Αγία οικογένεια = 63. Οι χριστιανοί σ’ αυτό που ονομάζουν μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, έχουν ορισμένες διαφορές όσον αφορά την τελετουργία του, αλλά στο ύψιστο επίπεδο υπάρχει ταύτιση με την πράξη που έκανε ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυτός που δέχεται τη θεία κοινωνία μέσα του, παίρνει ένα κομμάτι άρτου βαπτισμένο στον οίνο. Εφόσον αυτό είναι η Θέωση, αυτό είναι η αγία οικογένεια. Ο άρτος είναι η δομή κι ο οίνος το υγρό, που πληρεί τη δομή. Στην οικογένεια του ανθρώπου, η γυναίκα είναι ο άρτος κι ο άντρας ο οίνος. Αυτή είναι βάση της οικογένειας.

Το κάθε φύλο ακολουθεί διαφορετική διαδρομή κι αυτό πρέπει να το εξηγήσουμε. Ο Χριστός δε λέει σε καμία περίπτωση ότι κατ’ αντιστοιχία με τον άντρα αποκολλάται και η γυναίκα και κατόπιν βρίσκονται και γίνονται “σάρκα μία”. Ο Χριστός τη γυναίκα τη θεωρεί αυθύπαρκτη και μόνον, όταν υπάρχει, αποκολλάται ο άντρας από την οικογένεια και προσκολλάται σ’ αυτήν. Η γυναίκα υπάρχει πάντα ως δομή και ζει παράλληλα με τη δομή της οικογένειας. Μπορεί να ζει μέσα σε μία οικογένεια, αλλά δεν αποκολλάται για να γίνει “σάρκα μία”. Υπάρχει, και η ύπαρξή της προκαλεί την αποκόλληση του άντρα. Όταν η γυναίκα αναπτυχθεί πλήρως, δεν είναι ενταγμένη στην οικογένεια που τη γέννησε με τον τρόπο που είναι ο άντρας. Είναι ένα άτομο, που δεν εξαρτάται καθόλου από την οικογένεια.

Αν ψάξει κάποιος οπουδήποτε να πληροφορηθεί για τα χαρακτηριστικά της γυναίκας, θα δει ένα κοινό σημείο, που ανεξάρτητα από το βάθος της ανάλυσης υπάρχει παντού. Η γυναίκα σε σχέση με τον άντρα προσβάλλεται πολύ ευκολότερα από την υστερία κι άλλες νευρικές διαταραχές. Αυτό το χαρακτηριστικό το έχει η γυναίκα, λόγω του ότι είναι πλασμένη με τα χαρακτηριστικά του σταθερού μέσου, της δομής. Υστερία σημαίνει μία κατάσταση, που έχει ξεφύγει από ορισμένα όρια. Όρια έχει μόνον η δομή, που έχει σταθερά χαρακτηριστικά. Όταν αυτά τα όρια ξεπεραστούν για οποιονδήποτε λόγο, η γυναίκα παύει να έχει τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου και εισέρχεται στην κατάσταση της υστερίας. Ο άντρας λόγω φύσης είναι αδύνατον ή σχεδόν αδύνατον —χωρίς να υπάρχουν παθολογικές αιτίες— να υποστεί υστερικές διαταραχές. Αυτή η στερεή ψυχοσύνθεση της γυναίκας είναι κι ο λόγος, που επιτρέπει στην οικογένεια μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας να της φέρεται με τον τρόπο που είδαμε στην αρχή της θεωρίας για το γάμο.

Η γυναίκα είναι μία ξεχωριστή δομή κι ως εκ τούτου ο άρχων πατέρας μπορεί με την εξουσία που του δίνει η κοινωνία να τη δώσει όπου θέλει. Αυτήν την ενέργεια ο πατέρας δεν μπορεί να την κάνει σε καμία περίπτωση, όσον αφορά το γιο-άντρα. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο γιος είναι προσκολλημένος στη δομή, είναι προσκολλημένος στη μητέρα και κατά συνέπεια η οποιαδήποτε αυθαιρεσία του πατέρα θα τον φέρει σ’ άμεση σύγκρουση με τη γυναίκα του. Όταν στην κοινωνία της Βαβυλώνας κυριαρχεί το φαινόμενο της μοιχείας, η σύγκρουση μεταξύ των συζύγων είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να συμβεί. Σύγκρουση γυναίκας κι άντρα μέσα στα πλαίσια του γάμου σημαίνει εκ των προτέρων νίκη της γυναίκας. Αυτό θα το δούμε σ’ άλλο σημείο, όπως και τις σχέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ μητέρας και γιου.

Σ’ αυτό το σημείο μας ενδιαφέρει η γυναίκα ως κόρη, ως γυναίκα, που έχει δομή ικανή ν’ αποκολλήσει τον άντρα από την οικογένεια. Η πατριαρχική κοινωνία, εκμεταλλεύεται αυτά τα χαρακτηριστικά της γυναίκας και μ’ αυτόν τον τρόπο διατηρεί τα δικά της. Τι γίνεται όμως, όταν αυτή η δομή δεν ελέγχεται από τον πατέρα; Τι γίνεται όταν υπάρχει περίπτωση άρνησης αυτής της δομής να μετακινηθεί με τον τρόπο που επιθυμεί η εξουσία; Σ’ αυτό το σημείο έχουμε μία σύγκρουση, που, αν δεν ελεγχθεί από την αρχή, καταλήγει σε μία επανάσταση.

Η γυναίκα μπορεί να υπάρξει και με την οικογένειά της και χωρίς αυτήν. Αν δει κάποιος τα στατιστικά στοιχεία, που αφορούν έρευνες, που έχουν ως αντικείμενο τις οικογένειες των διαφόρων κοινωνιών, θα διαπιστώσει κάτι, που θα τον παραξενέψει. Η συντριπτική πλειοψηφία των εφήβων, που εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, είναι γυναίκες. Οι άντρες ακόμα και μία άσχημη οικογένεια, δεν την εγκαταλείπουν. Αυτό επιβεβαιώνει τη θεωρία για την ισχύ της γυναίκας, αλλά και για τη δομή. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να επιβιώνει και όχι μόνον αυτή η ίδια, αλλά κι οι άνθρωποι-Θεοί που γεννά. Ο άντρας μόνος του δύσκολα επιβιώνει κι αυτό λόγω της ρευστότητας, που τον διακρίνει. Η επιβίωση είναι η πιο δύσκολη υπόθεση κι απαιτεί θυσίες υπεράνθρωπες που ο άντρας δεν μπορεί και δε θέλει να τις πραγματοποιήσει. Η επιβίωση και η έννοιά της δεν αναφέρονται μόνο στο καιρό της Δημιουργίας, αναφέρονται σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις κοινωνίες. Όσο δύσκολο ήταν για μία γυναίκα να επιβιώσει μέσα στην αφιλόξενη φύση, έχοντας πάντα και το ενδεχόμενο να μεγαλώνει τα παιδιά της, τόσο δύσκολο είναι να επιβιώσει και μέσα σε μία πατριαρχική κοινωνία, που αντιμετωπίζει τη γυναίκα, που είναι ελεύθερη, ως απειλή την οποία πρέπει να εξοντώσει.

Αναφέραμε παραπάνω την έννοια της “θυσίας” κι αυτό είναι που χαρακτηρίζει τη γυναίκα. Για να τ’ αντιληφθεί κάποιος αυτό, πρέπει να σκεφτεί ορισμένα πράγματα για την κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία στηρίζεται στη μοιχεία κι αυτή είναι η Κόλαση, που καίει μέρα-νύχτα τους ανθρώπους. Ο μοιχός επιθυμεί ό,τι βρίσκεται γύρω του κι αυτό, γιατί του λείπει η δομή μέσα στην οποία θα ενταχθεί, για να γίνει “σάρκα μία”. Η κοινωνία όμως είναι σκληρή και δεν προσφέρει την πολυτέλεια της αυτοδιάθεσης. Το μόνο που μένει, κι αυτό είναι επιθυμητό από την ίδια την εξουσία, είναι η πορνεία. Ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία της Βαβυλώνας είναι διαρκώς πεινασμένος σεξουαλικά. Η πορνεία δίνει τη διέξοδο στον άνθρωπο και χρησιμοποιείται ως αποσβεστήρας όλων των τάσεων. Αν δεν υπήρχε η πορνεία, θα ερχόταν στιγμή που οι ίδιοι οι άντρες, που κρατούν την εξουσία, θα τα διέλυαν όλα. Η πορνεία, για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης την αξία της στο αυθεντικό μοντέλο της Βαβυλώνας, ελεγχόταν και προστατευόταν από το ίδιο το κράτος. Η πορνεία όμως απαιτεί την ύπαρξη πορνών κι αυτό είναι κάτι, που έπρεπε να λυθεί άμεσα. Δεν υπάρχει οικογένεια, που είναι διατεθειμένη να παραδώσει την κόρη της σε καμία περίπτωση σ’ ένα πορνείο, για να σωθεί το σύστημα. Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί μ’ άλλο τρόπο. Ο τρόπος είναι απλός, εφόσον το σύστημα όλες τις παραπάνω γυναίκες, που βρήκαν τη δύναμη να ξεφύγουν από την εξουσία, δεν τις επανεντάσσει στο δυναμικό του.

Αυτό σημαίνει ότι όλες όσες φεύγουν από τα σπίτια τους, γίνονται πόρνες; Όχι βέβαια, αλλά συμβαίνουν ορισμένα άλλα πράγματα. Θυσίες όπως αυτές που κάνει μία γυναίκα, είναι αδύνατο να τις πραγματοποιήσει ένας άντρας. Αν η γυναίκα σκεπτόταν όπως ο άντρας, τότε αυτόματα μόνη της θα γινόταν πόρνη. Η γυναίκα προτιμά να δουλεύει σαν το δούλο μέρα-νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά πόρνη δε γίνεται. Η γυναίκα σκέφτεται πάντα τα παιδιά που έχει ή αυτά που θα γεννήσει και άποψή της είναι ότι η ομορφιά της κι ο πλούτος της είναι η αξιοπρέπειά της και η τιμή της. Η γυναίκα θέλει πάντα να κάνει τα παιδιά της τέλεια κι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αξιοπρέπεια. Η κοινωνία σε μία τέτοια γυναίκα, αλλά και σ’ όλες τις γυναίκες, σ’ όλες τις εποχές φέρεται άδικα όσον αφορά την αμοιβή της εργασίας της. Με δεδομένο όμως ότι στην κοινωνία κυριαρχεί η σεξουαλική πείνα των αντρών, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τη δύναμη της γυναίκας. Δέχεται να πληρώνεται ελάχιστα σε σχέση με τον άντρα για την ίδια εργασία, την ώρα που ως πόρνη θα έβγαζε λεφτά, που δεν μπορεί να βγάλει κανένας άντρας με την εργασία του, όποια κι αν είναι αυτή.

Τι γίνεται όμως; Γιατί υπάρχουν πόρνες; Αν πραγματικά αυτή είναι η γυναίκα και η δύναμή της, πώς υπάρχουν πόρνες; Πάλι, και αυτή είναι η τραγωδία, πρόκειται για θυσία των γυναικών. Στην πατριαρχική κοινωνία η κοπέλα, που φεύγει από το σπίτι της, κακοπέφτει. Η υποκρισία και η προστυχιά της κοινωνίας συνεχώς τη διαβάλλουν και την απομονώνουν. Οι άντρες που δέχονται να έρθουν σ’ επαφή με μία γυναίκα, που έφυγε από το σπίτι της, δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προκύψει. Είναι τ’ αποβράσματα μίας άθλιας κοινωνίας κι επιπλέον είναι αδίστακτοι. Επειδή είναι άντρες και σκέφτονται πονηρά, παρασέρνουν τη γυναίκα στον έρωτα και μετά την εκμεταλλεύονται. Αυτή η εκμετάλλευση οφείλεται στο γεγονός ότι μέσα στο μυαλό του άντρα έρωτας και σεξ δεν ταυτίζονται πάντα… κατά συνέπεια μπορεί αυτός να παίξει με τα αισθήματά της και να την ξεγελάσει. Η γυναίκα εξαιτίας της έλλειψης γνώσης κι εμπειρίας, δεν μπορεί να ελέγξει τα όσα συμβαίνουν και παρασύρεται. Για έναν άντρα είναι πολύ εύκολο να ξεγελάσει μία γυναίκα σε κανονικές συνθήκες σ’ ό,τι αφορά την ειλικρίνεια των αισθημάτων του, πόσο μάλλον μία πικραμένη κι απογοητευμένη από τη ζωή. Το δέλεαρ του κέρδους από την πορνεία είναι μεγάλο κι έτσι αυτός ο άθλιος αργά ή γρήγορα θα ζητήσει από τη γυναίκα να καλύψει τις ανάγκες τους, επειδή αυτός συνήθως είναι και τεμπέλης και πολυέξοδος. Η γυναίκα καταφεύγει στην πορνεία, γιατί η απειλή της εγκατάλειψής της από τον άντρα είναι άμεση. Αυτό που την στηρίζει είναι η ελπίδα που πάντα είναι μάταια.

Πάλι η γυναίκα ακολουθεί το δρόμο της θυσίας και πάλι η κοινωνία δείχνει το σκληρό κι απάνθρωπο πρόσωπό της. Δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μη γνωρίζει πόσο βασανισμένες και πόσο δυστυχισμένες είναι οι πόρνες και δεν υπάρχει άθλιος, υποκριτής, ψεύτης και κλέφτης, που να μη τις κατηγορεί. Η κατηγορία δεν έχει σχέση μ’ αυτό που η έννοια περιγράφει. Η κατηγορία έχει σχέση με την άρνηση αυτών των ηλιθίων να βοηθήσουν τη γυναίκα να ξεφύγει από την πορνεία. Η ετικέτα μπαίνει μία φορά και δε βγαίνει ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι, που αγάπησαν πραγματικά γυναίκες που υπήρξαν πόρνες, αλλά η κατηγορία των αθλίων δεν τους άφησε ποτέ να τις τραβήξουν από το βούρκο. Ο Θεός όμως είναι Αγνός και Δίκαιος. Η πορνεία είναι αμαρτία και τιμωρείται. Αν η πόρνη του πορνείου μέσα στη δυστυχία της τιμωρείται μία φορά, η πόρνη που κοιμάται με το νόμιμο σύζυγό της, χίλιες. Η πόρνη κάποτε μπορεί να βρει τη λύτρωσή της και η πορνεία της ως πράξη κρατά λίγα λεπτά, η άλλη όμως πόρνη τιμωρείται για πάντα κι ώσπου να πεθάνει.

Στην κοινωνία της Βαβυλώνας αυτές οι γυναίκες αποτελούν ένα δυναμικό, το οποίο είναι απαραίτητο για τη σταθερότητα του συστήματος και θα δούμε γιατί ακριβώς. Κάποιος θα μπορούσε σ’ αυτό το σημείο ν’ αναρωτηθεί και δικαία, γιατί όλα αυτά, που περιγράφονται κι αφορούν παλαιότερες και πιο σκληρές κοινωνίες, είναι απαραίτητο να υπάρχουν και στη σημερινή εποχή. Η γυναίκα σήμερα έχει στο ενεργητικό της πολλές κατακτήσεις, έχει δώσει και δίνει ακόμα αγώνα για τη θέση της στην κοινωνία. Έχει εξασφαλίσει τις ίδιες σχεδόν συνθήκες με τον άντρα όσον αφορά την εργασία της, τα πολιτικά και κοινωνικά της δικαιώματα. Μπορεί αυτή η γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα άβουλο ον που περιγράψαμε πιο πριν; Μπορεί η σημερινή γυναίκα να συγκριθεί με τη γυναίκα του Ευαγγελίου; Θεωρητικά βέβαια όχι, αλλά πρακτικά θα πρέπει να το διερευνήσουμε.

Αναμφισβήτητα η κοινωνία μας έχει τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας του βήματος τέσσερα κι αυτή η κοινωνία μέσα της περιέχει όλες τις μορφές των κοινωνιών. Είναι μία κοινωνία σύνθετη, στην οποία ναι μεν δόθηκαν οι γνώσεις στους ανθρώπους κατά την διάρκεια των αιώνων μέσα από μία διαρκή πάλη, αλλά αυτές οι γνώσεις —αν παρατηρήσει κάποιος τον κόσμο γύρω του— δεν πρόσφεραν και πολλά πράγματα. Όταν περιγράφαμε το βήμα τέσσερα, αναφέραμε ότι είναι ανίκητο κι αυτό, γιατί καταφέρνει πάντα να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του μ’ ελάχιστες φθορές, εφόσον έχει την ιδιότητα να οικειοποιείται την κάθε νέα γνώση. Οι κοινωνικοί αγώνες, που αφορούν τις κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, εξελίχθηκαν παράλληλα με τους αγώνες για ισότητα των γυναικών με τους κυρίαρχους άντρες. Αν πιστεύει κάποιος ότι οι ταξικοί αγώνες δικαιώθηκαν κι ο κόσμος ξέφυγε από τη φτώχεια, τότε μπορεί να πιστεύει ότι κι οι αγώνες των γυναικών δικαιώθηκαν. Τα προβλήματα σ’ αυτήν την κοινωνία, όχι μόνο δε λύνονται, αλλά αντίθετα κάθε προβληματισμός και κάθε αγώνας έχει την τάση να τα περιπλέκει. Οι γυναίκες πράγματι κατόρθωσαν πολλά πράγματα. Έχουν πολλά δικαιώματα και σχεδόν ίσες ευκαιρίες.

Εδώ είναι και το λεπτό σημείο. Το ζητούμενο για τις γυναίκες δεν είναι ν’ αποκτήσουν ούτε δικαιώματα ούτε ευκαιρίες. Το σύστημα τις αποπροσανατολίζει και τις εκμεταλλεύεται. Τις φέρνει σ’ αντιπαράθεση με τους άντρες και ξεχνούν πώς το ζητούμενο είναι η ευτυχία και όχι τα τυπικά δικαιώματα. Αν αυτά τα δικαιώματα έλυναν αυτόματα τις όποιες ανησυχίες των ανθρώπων, θα έλυναν κατ’ αρχήν τα προβλήματα των αντρών. Οι γυναίκες επιδιώκουν ισότητα με τους άντρες και δε βλέπουν ότι οι άντρες με τα διεκδικούμενα απ’ αυτές δικαιώματα υποφέρουν από το σύστημα. Το πρόβλημα σε μία κοινωνία, όπως η κοινωνία που ζούμε, δεν είναι η ισότητα των δικαιωμάτων μεταξύ των δύο φύλων αλλά το δικαίωμα να ζήσει κάποιος όμορφα και πλουσιοπάροχα, εφόσον δουλεύει και παράγει έργο. Οι γυναίκες βλέπουν το αντρικό πρόσωπο, που κρατά την εξουσία και νομίζουν λανθασμένα ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο φύλο αυτού που την κρατά. Δεν μπορούν να δουν ότι το πρόβλημα είναι η εξουσία.

Όλοι οι αγώνες των ανθρώπων για κοινωνική δικαιοσύνη —στην πλειοψηφία τους αντρικοί— στρέφονται ενάντια στην εξουσία. Αν οι άντρες είχαν εξασφαλίσει τη λύση του συνόλου των προβλημάτων τους με την κατοχή και μόνον της εξουσίας, τότε η προσοχή τους θα ήταν στραμμένη προς το μέρος των γυναικών, που διεκδικούν αυτήν την εξουσία. Είναι όμως έτσι; Η πατριαρχική κοινωνία είναι πράγματι σκληρή κι απάνθρωπη. Ισοπεδώνει τη γυναίκα και την εξομοιώνει με δούλο. Πόσο όμως ο άντρας σ’ αυτήν την κοινωνία είναι ελεύθερος και άρα ευτυχισμένος; Το σύστημα πράγματι ισοπέδωσε τη γυναίκα, αλλά τι επιδίωξε μέσω αυτού; Έδωσε μία εξουσία στον άντρα πάνω στη γυναίκα που από τα δεδομένα δεν είναι λογικό να τη θέλει και τον υπέταξε. Ποιος λογικός άντρας, που είναι ερωτευμένος, θα επιδίωκε την εξουσία πάνω στη γυναίκα που αγαπά ανταλλάσσοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ελευθερία που επιθυμεί μέσα στην κοινωνία; Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ταπείνωσή της είναι η αναγκαία συνθήκη για τη δουλεία των αντρών μέσα στο σύστημα που αυτοί υποτίθεται εξουσιάζουν. Το σύστημα θέλει, αποκλειστικά και μόνο, να διατηρήσει την εξουσία πάνω στους ανθρώπους και δε μάχεται ως φορέας των αντρών τις γυναίκες. Απλά χωρίς αυτήν την κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει. Ο φεμινισμός όχι μόνο δε βοήθησε τις γυναίκες, αλλά κι υπέσκαψε τις ελπίδες τους.

Απαραίτητο στοιχείο για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η κατανόησή του. Δεν μπορεί να λύσει κάποιος ένα πρόβλημα, όταν δεν μπορεί να το ξεχωρίσει ανάμεσα σ’ άλλα, των οποίων η λύση δεν ενδιαφέρει. Η κοινωνία αυτής της μορφής έχει την τάση να περιπλέκει τα προβλήματα κι αυτό, γιατί στηρίζεται στη σχετική γνώση κι αυτή είναι που πολλαπλασιάζει τα δεδομένα. Φαινομενικά η κοινωνία είναι πιο προηγμένη και πιο δίκαιη απ’ αυτήν της Βαβυλώνας. Ποιος άνθρωπος όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι δίκαιη ή το πιο βασικό ότι η ζωή μέσα σ’ αυτήν είναι πιο εύκολη; Η ζωή σήμερα είναι πιο δύσκολη από ποτέ, γιατί όσο πιο πολλά τα ερεθίσματα, τόσο πιο πολλές οι επιθυμίες. Στην κοινωνία της Βαβυλώνας οι άνθρωποι είχαν δυσκολίες ακόμα και στην επιβίωση τους, αλλά είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα, που τους διατηρούσε κοντά στη Λύτρωση. Είχαν ορατότητα. Γνώριζαν ποιος ευθύνεται για την κατάντια τους, γνώριζαν ποιος τους σκοτώνει και ποιος τους κλέβει. Στη Γαλλική Επανάσταση δεν υπήρχε ενδοιασμός για το γενικό ξεσήκωμα. Οι εχθροί ήταν γνωστοί. Στη σημερινή κοινωνία όμως, ποιοι είναι οι εχθροί; Αν τα προβλήματα λύνονται μ’ επανάσταση και βία, ο κόσμος θα είχε επαναστατήσει με την εκτεταμένη διασπορά της γνώσης. Βία στη βία της εξουσίας. Ποια είναι όμως η εξουσία και πού βρίσκεται; Ο κόσμος ζητάει δημοκρατία και την έχει, ζητά δικαιώματα και τα έχει. Λύνονται όμως τα προβλήματα; Όπως έχουν παγιδευτεί οι άντρες, ζητώντας όλα τα παραπάνω, με τον ίδιο τρόπο έχουν παγιδευτεί κι οι γυναίκες.

Ο φεμινισμός δε βοηθά τη γυναίκα, γιατί απλούστατα δε σέβεται τη φύση της. Ο Δημιουργός έχει δώσει σε κάθε φύλο διαφορετικά χαρακτηριστικά κι αυτό δεν αλλάζει με καμία φιλοσοφία. Όταν ο άνθρωπος δε σέβεται τα χαρακτηριστικά του φύλου, δε σέβεται το Δημιουργό και κατά συνέπεια βρίσκεται σε λάθος δρόμο. Ο φεμινισμός δε σέβεται σε καμία περίπτωση την ίδια τη γυναίκα. Ίσες ευκαιρίες κι ίσα δικαιώματα με τον άντρα σε μία κοινωνία που δε σέβεται τίποτε, δεν αποφέρει σε καμία περίπτωση όφελος. Ο κόσμος στον οποίο ζητά να μπει η γυναίκα με ίσα δικαιώματα, είναι καθαρά αντρικός. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο επιθυμία της γυναίκας είναι ν’ ανταγωνιστεί το πιο έξυπνο, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, ον. Ο κόσμος είναι εξαιρετικά περίπλοκος για τον άντρα και τον καταστρέφει. Πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να επιδιώκουν να μπουν μέσα σ’ αυτόν; Το χειρότερο έγκλημα εναντίον της γυναίκας είναι η άποψη περί ανταγωνισμού με τον άντρα, μέσα στο λαβύρινθο που ο ίδιος έφτιαξε κι ο ίδιος παγιδεύεται.

Η γυναίκα σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξυπνάδα και την ευστροφία του άντρα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν εξυπνότερες γυναίκες από άντρες. Απλά η σχετική εξυπνάδα δεν είναι το ζητούμενο. Ο κόσμος αυτός δεν είναι φτιαγμένος από τους σχετικά έξυπνους άντρες, αλλά από τους απόλυτα έξυπνους άντρες. Όταν η γυναίκα θέλει να τον νικήσει, πρέπει να νικήσει την απόλυτη ευφυΐα και όχι τη σχετική. Οι γυναίκες είναι πανίσχυρα όντα κι αυτό συμβαίνει, γιατί πέρα από την επιδίωξη για την προσωπική τους ευτυχία έχουν να φέρουν σε πέρας ίσως την πιο σημαντική αποστολή που υπάρχει. Αν κάποιος άντρας δήλωνε ότι θα μπορούσε να ήταν πιο πιστός στα παιδιά του από τη φυσική μητέρα, θα φαινόταν τουλάχιστον γελοίος. Αυτό δείχνει τη δύναμη των φυσικών χαρακτηριστικών του κάθε φύλου κι αυτό αποδεικνύει, πόσο γελοίο είναι ν’ ανταγωνίζεται η γυναίκα τον άντρα σε χώρους, που, ενώ υποτίθεται είναι δικοί του, εκεί ακριβώς είναι δυστυχισμένος.

Ο φεμινισμός πρόσθεσε στη δυστυχία των γυναικών και τη μιζέρια. Είναι μιζέρια ν’ αρνείται κάποιος τη φύση του κι αντί να ζητά ευτυχία, να ζητά ανταγωνισμό. Είναι μιζέρια μία γυναίκα να μην αφήνεται στον έρωτα, που πυρπολεί το νου και την καρδιά της και να ζητά συνθήκες ισότητας. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να υποδύεται τον άντρα, να κοιμάται με τον έναν και με τον άλλο παριστάνοντας την απελευθερωμένη και να μην έχει έναν άντρα να την αγκαλιάζει και να χάνεται μέσα του. Είναι μιζέρια για μία γυναίκα να ζητά και ν’ απαιτεί απόλυτο καταμερισμό των καθηκόντων μέσα στο σπίτι την ίδια ώρα που ο άντρας ως πνευματώδες ον δε ζητά ανταλλάγματα ούτε ως δάσκαλος ούτε ως γελωτοποιός.

Η γυναίκα έχει την εντύπωση ότι όλοι αυτοί οι αγώνες που πραγματοποίησε, εξασθένισαν το πατριαρχικό σύστημα. Αγνοεί ότι το σύστημα ισχυροποίησε τη θέση του. Έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι η αυτοδιάθεση, έχει ξεχάσει ότι το ζητούμενο είναι να μη γίνει πόρνη. Νομίζει ότι με το να γίνει γιατρός ή μηχανικός, βελτιώνει τη θέση της. Αγνοεί ότι αυτά είναι απλά επαγγέλματα που, αδιάφορο αν αμείβονται καλύτερα από ορισμένα άλλα, δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από άποψη ελευθερίας.

Πώς όμως ισχυροποιείται το σύστημα από τα επιτεύγματα της γυναίκας; Λέγεται εύκολα αυτό, είναι όμως έτσι; Ο νέος ρόλος της γυναίκας ποιους εξυπηρετεί; Έθνη ολόκληρα εμπιστεύονται στις ημέρες μας το μέλλον τους στα χέρια γυναικών. Αν εμείς υποστηρίζουμε ότι επιδίωξη του συστήματος είναι η εξουσία του άντρα πάνω στη γυναίκα, τι ακριβώς προσφέρουν οι γυναίκες, που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους, στις ομόφυλές τους; Τίποτε απολύτως δεν προσφέρουν οι γυναίκες, που έχουν εξουσία, στις γυναίκες από πλευράς ελευθερίας. Το μόνο που έχουν κατορθώσει αυτές οι γυναίκες, είναι να μεταλλαχθούν σε άντρες και για τους άντρες δεν υπάρχει διαφορά —εφόσον ακολουθούν την εξουσία αδιαφορώντας για το πρόσωπο, που την ασκεί πάντα εφήμερα— για τις γυναίκες όμως είναι σκοτάδι, αποπροσανατολισμός και θλίψη. Όταν ένας άνθρωπος μπει στο σύστημα, ανεξάρτητα από το φύλο, είναι υποχρεωμένος να ταυτιστεί μ’ αυτό.

Όταν μία γυναίκα ταυτίζεται μ’ αυτό σ’ όλη της τη ζωή υπακούοντας οικειοθελώς ως άντρας, δεν μπορεί, ούτε και θα της επιτρεπόταν ποτέ, να το καταστρέψει. Μία γυναίκα όμως στην κορυφή της εξουσίας είναι η τελική και μεγαλύτερη απογοήτευση για τη βάση. Όλες οι γυναίκες, που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, στήριξαν τις προσπάθειες της, βλέπουν ότι έχουν να κάνουν πλέον μ’ έναν υπηρέτη του συστήματος και όχι με μία γυναίκα που θα παλέψει γι’ αυτές. Η πατριαρχική κοινωνία δε νικιέται με την κατάληψη της κορυφής της πυραμίδας από μία γυναίκα. Και το σύνολο της εξουσίας να μεταβιβαστεί από τη μία μέρα στην άλλη στις γυναίκες, πάλι πατριαρχική θα παραμείνει και μάλιστα ισχυρότερη από ποτέ. Πλανώνται οικτρά οι γυναίκες, αν νομίζουν ότι με καλύτερη αντιπροσώπευση στα ανώτερα κι ανώτατα όργανα της εξουσίας, θα εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες γι’ αυτές και για τα παιδιά που φέρνουν στον κόσμο. Η πατριαρχική κοινωνία έχει μία βασική φιλοσοφία και μόνο με κατάρρευση αυτής της φιλοσοφίας γκρεμίζεται και η ίδια. Η γυναίκα μηχανικός δεν κτίζει με διαφορετικά υλικά μία γέφυρα, επειδή είναι διαφορετική από τον άντρα. Όταν πρέπει η γυναίκα εξουσία να προστατεύσει την πυραμίδα εξουσία, δεν μπορεί να κάνει τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό που θα έκανε ο άντρας.

Η γυναίκα μεταλλάσσεται μέσα στο σύστημα κι αυτή η μετάλλαξη τής δίνει χαρακτηριστικά άντρα. Η ένταξη μέσα στο σύστημα είτε πρόκειται γι’ άντρα είτε πρόκειται για γυναίκα, οδηγεί σε μετάλλαξη. Αυτό που πρέπει ν’ αναζητήσουμε είναι η κατάσταση στην οποία οδηγούνται τα δύο φύλα, που προφανώς με διαφορετική αφετηρία θα έχουν κοινό τερματισμό. Ο άντρας χάνει ορισμένα χαρακτηριστικά του κι αναπτύσσει άλλα και το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τη γυναίκα. Για τον άντρα θα μιλήσουμε σ’ άλλο σημείο.. αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι να βρούμε τι όφελος έχει το σύστημα από τη γυναίκα. Ξεκινάμε από τα φυσικά χαρακτηριστικά της γυναίκας και γνωρίζουμε ορισμένα από τα δεδομένα. Έχοντας δομή, διατηρεί σε μεγαλύτερη πιστότητα τα χαρακτηριστικά που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο από ότι ο άντρας, που σημαίνει ότι ως χαρακτήρας είναι γενικά πιο τίμια, πιο πιστή και πιο δίκαιη, όταν φέρει εξουσία. Από πλευράς εξυπνάδας, πιο αργή απ’ ό,τι ένας άντρας, αλλά πιο πολύτιμη ως συνεργάτης, εφόσον οι φιλοδοξίες της δεν είναι όπως του άντρα ανεξέλεγκτες κι αυθαίρετες. Είναι πιο συνεπής κι όταν είναι συνεργάτης, είναι ακίνδυνη, γιατί δε ραδιουργεί και δεν εποφθαλμιά τη δόξα των άλλων, όπως συνήθως οι βιαστικοί άντρες, αλλά περιμένει την ανταμοιβή της. Όλα τα παραπάνω έχουν να κάνουν με την αυθεντική γυναίκα, που δεν αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά της κι είναι ευπρόσδεκτη από τους άντρες στο σύστημα, επειδή την εκμεταλλεύονται. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν ως αποτέλεσμα, εφόσον όλοι έχουν φιλοδοξίες και κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν, όταν δεν έχει όφελος, οι γυναίκες αυτές να μένουν στάσιμες, όσον αφορά την εξέλιξή τους. Μένουν γυναίκες κι είναι εύκολα θύματα για τους άντρες ανταγωνιστές να τις παρακάμψουν.

Μέχρι αυτό το σημείο τίποτε δε συμβαίνει. Συμβαίνει όμως, όταν σκεφτεί κάποιος ότι γι’ ανώτερες θέσεις, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παιδεία. Η παιδεία όμως είναι κοινή και γι’ άντρες και για γυναίκες. Τα ίδια σχολεία βγάζουνε και την ίδια ύλη γνωρίζουνε. Τα πάντα οφείλονται στην παιδεία. Όλη η δύναμη του συστήματος στηρίζεται στην ελεγχόμενη γνώση, που περνά μέσω του συστήματος της παιδείας στον άνθρωπο. Το σύστημα προσπαθεί μέσα από την παιδεία, να δώσει στον άνθρωπο τα χαρακτηριστικά που είναι επιθυμητά σ’ αυτό. Όμως η γνώση που δίνεται, είναι προϊόν της πατριαρχικής κοινωνίας και δημιουργήθηκε με δεδομένο ότι αυτοί που την παίρνουν είναι άντρες. Βασικός στόχος αυτής της παιδείας είναι να περάσουν μέσα στα κύτταρα του άντρα την έννοια της “πίστης”. Πίστη στη θρησκεία, πίστη στην πατρίδα, πίστη στην οικογένεια. Όλα αυτά έχουν ως στόχο, ο ρευστός άντρας ν’ αρχίσει ν’ αναπτύσσει σταθερή δομή. Αυτό δεν είναι αναγκαίο στην περίπτωση της γυναίκας, εφόσον αυτή έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά από τη φύση της. Άτακτοι μαθητές είναι πάντα οι άντρες, ενώ συνεπείς, τακτικές κι υπάκουες πάντα οι γυναίκες.

Αμέσως επόμενος στόχος είναι να περάσει μέσα στον άνθρωπο η έννοια του “ανταγωνισμού” και η αναζήτηση της επιτυχίας, χωρίς να υπολογίζονται οι θυσίες που αυτή κοστίζει. Για τον άντρα αυτός ο ανταγωνισμός είναι μία φυσική του τάση, ενώ για τη γυναίκα πέρα από τη φύση της. Αν για να μπει ο άντρας στο σύστημα πρέπει ν’ αλλάζει χαρακτηριστικά, παίρνοντας αυτά της δομής, η γυναίκα πρέπει να χαλαρώσει τη δομή της. Εφόσον το ζητούμενο είναι η επιτυχία και η κοινωνική καταξίωση, είναι αναγκαίο να γίνει ανταγωνιστική και να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς της όσον αφορά την έννοια της “θυσίας”. Αυτή η γυναίκα είναι, που μπαίνει στο σύστημα και μεταλλάσσεται σε άντρα.

Στη μελέτη της γυναίκας αναφέραμε κάτι, που μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά είναι αληθινό. Αν η γυναίκα ήταν όμοια με τον άντρα, θα γινόταν στην πρώτη δυσκολία πόρνη. Όταν το σύστημα μεταμορφώνει τη γυναίκα και της δίνει χαρακτηριστικά άντρα κι επιπλέον της δίνει μία διαφορετική φιλοσοφία πάνω στο θέμα της θυσίας, τότε αυτή η γυναίκα είναι έτοιμη σε κάθε στιγμή για πορνεία. Είναι η όμορφη, φιλόδοξη συμφοιτήτριά μας στο πανεπιστήμιο, που κατά σύμπτωση θυμάται ότι έχει απορίες συστηματικά έξω από τις ώρες παράδοσης κι ως εκ τούτου πρέπει να πάει στα γραφεία. Είναι η όμορφη γραμματέας μίας μεγάλης εταιρείας, που ένα μήνα αργότερα, αν μπει κάποιος ξανά στο γραφείο της, θ’ απουσιάζει, γιατί είχε τα απαιτούμενα “προσόντα” γραμματέως ανώτερου ιεραρχικά προϊσταμένου. Είναι η όμορφη συνδικαλίστρια, που μπορεί να υστερεί σε θεωρητική κατάρτιση, αλλά είναι απαραίτητος ο αυθορμητισμός της για το κίνημα, σύμφωνα με τον ηγέτη του, που κατά σύμπτωση γνωρίζει λεπτομέρειες του σώματός της, που σε ώρα συμβουλίου τουλάχιστον δε διακρίνονται. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί σε μία πατριαρχική κοινωνία απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία της είναι η ύπαρξη πορνείας. Η κοινωνία μας είναι σύνθετη κι αυτό σημαίνει ότι και η πορνεία —εφόσον την ακολουθεί— παίρνει σύνθετη μορφή. Στη σύνθετη κοινωνία μας οι πόρνες των πορνείων προέρχονται από τη λειτουργία του συστήματος με τη μορφή της Βαβυλώνας, ενώ όλες οι υπόλοιπες είναι δημιουργήματα της οποιασδήποτε παιδείας κι έχουν ως στόχο την επιτυχία, ό,τι κι αν αυτή κοστίσει σε θυσία.

Μετά την ανάγνωση των παραπάνω, θα υπέθετε κάποιος ότι μπερδέψαμε το θέμα κι εκεί που μιλούσαμε για το γάμο, καταλήξαμε κάπου αλλού. Αυτό δε συμβαίνει, γιατί όλος αυτός ο προβληματισμός ήταν απαραίτητος, για ν’ αποδείξουμε πως αλλάζει χαρακτηριστικά ο άντρας αν κι ερωτευμένος μετά το γάμο. Η δημιουργία οικογένειας, μέσω του νόμιμου γάμου στη σύγχρονη κοινωνία, είναι η πιο δύσκολη και σκληρή πάλη που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος. Μέσα σ’ έναν κόσμο ρευστό, που παρασέρνει και κατόπιν συνθλίβει τους ανθρώπους, η προσπάθεια δημιουργίας μίας σταθερής δομής, όπως η οικογένεια είναι το σπουδαιότερο προσωπικό επίτευγμα. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι ή ένας διπλός άνθρωπος, είναι ό,τι πιο τέλειο υπάρχει κι αυτό λόγω της θείας επέμβασης. Θα μπορούσε κάποιος να τους παρομοιάσει με δύο τέλειους χορευτές, που χορεύουν το τέλειο χορό τους μέσα σε μία κοινωνία βρώμικη κι εχθρική, αδιαφορώντας για τα όσα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτή. Οι δύο χορευτές νομιμοποιούν τη σχέση τους μέσα από το γάμο και το λογικό είναι να συνεχίσουν το μεθυστικό χορό τους και μέσα σ’ αυτόν. Λογικό όμως δεν υπάρχει σε μία κοινωνία, όπως αυτή στην οποία ζούμε, γιατί αν υπήρχε, θα βλέπαμε και τ’ αποτελέσματα αυτής της λογικής.

Ο άντρας είναι ρευστός κι αυτή η ρευστότητα τον κάνει επικίνδυνο μέσα σε μία κοινωνία, όπως είναι η οικογένεια που η κοινή αντίληψη τη θέλει άκαμπτη και με απόλυτα προσδιορισμένους τους ρόλους των μελών της. Ο Χριστός έχει απόλυτη γνώση του τι ακριβώς συμβαίνει με τον άντρα κι αυτό είναι που κάνει τέλεια την άποψή Του για τη μοιχεία. Σύμφωνα μ’ αυτό, η μοιχεία ξεκινά από την απλή επιθυμία. Ο άντρας έχει από το Δημιουργό του την τάση να επιθυμεί. Χωρίς αυτήν την τάση δε θα μπορούσε ν’ αποκολληθεί από την οικογένεια του. Σε μία κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων η τάση είναι αυτή, που κατευθύνει τον άντρα προς τη γυναίκα, που μπορεί να γίνει “σάρκα μία” μ’ αυτόν. Ο άντρας πολιορκεί τη δομή της γυναίκας κι έπειτα την κατακτά. Οι γυναίκες, όπως είδαμε μέσα από το Λόγο, είναι στατικές και η τάση της επιθυμίας του άντρα, τον κάνει να περιφέρεται ανάμεσα σ’ αυτές. Ο άντρας περιφέρεται διαρκώς όσο είναι ελεύθερος ανάμεσα στις γυναίκες και μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε συνεχείς κρούσεις. Σύμφωνα με τις δυνατότητες του κάθε άντρα, μπορεί να υπάρχει το φαινόμενο της πολιορκίας σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Οι γυναίκες είναι συνεχώς σε κατάσταση άμυνας κι όπλο τους είναι η άρνηση. Η φύση του άντρα τον κάνει να φέρεται παράλογα κι αυτό, γιατί, ενώ το ζητούμενο εν γνώση του είναι ο έρωτας, αυτός κυνηγά την υπερβολή. Αν είχε ο άντρας δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές όμορφες γυναίκες, όποια ήθελε ή ακόμα και το σύνολο, δεν υπάρχει πάνω στον πλανήτη άντρας που να μη διάλεγε το σύνολο. Η φύση του άντρα είναι η υπερβολή, ενώ αντίθετα της γυναίκας το μέτρο.

Μέσα από διαδοχικές καταστάσεις αρνήσεων, αλλά και κατακτήσεων, ο άντρας βρίσκει επιτέλους τη γυναίκα με την οποία μπορεί να γίνει “σάρκα μία”. Η καινούρια κατάσταση που ζει είναι τέλεια, αλλά αυτή η τελειότητα δεν μπορεί να νικήσει τη φύση. Ο ερωτευμένος άντρας έπαψε να επιθυμεί; Χάνει τα χαρακτηριστικά του; Όχι βέβαια, αλλά έχουμε σ’ αυτήν την περίπτωση ένα άλλο φαινόμενο. Ο άντρας από τη στιγμή που ερωτεύεται, αυτόματα φοβάται. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με τη γυναίκα, που, όταν είναι ελεύθερη να δράσει, είναι επικίνδυνη για έναν άντρα που δεν αρκείται στην απλή επιθυμία και προχωρά παραπέρα. Η γυναίκα αυτή, είναι η ευτυχία για τον άντρα κι αυτή η γνώση τον αναγκάζει ν’ αλλάζει παντελώς τη συμπεριφορά του.. το τέλειο είναι ότι αυτή η αλλαγή γίνεται οικειοθελώς. Η φύση του εκτονώνεται μέσα στην ίδια της δομή της γυναίκας. Αντί να περιφέρεται ανάμεσα στις γυναίκες, περιφέρεται ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της ίδιας γυναίκας.

Η γυναίκα έχει μία σταθερότητα, που της στερεί τη φαντασία. Στις συναλλαγές της ξέρει να κάνει πρόσθεση, όταν πρέπει να προσθέσει κι αφαίρεση, όταν πρέπει ν’ αφαιρέσει. Ο άντρας είναι εξαιρετικά ευφυής κι αυτό δεν είναι πάντα ευεργετικό, αλλά μπορεί ν’ αποδειχθεί και τραγικό. Ο άντρας είναι σε θέση να παγιδευτεί και μόνος του. Είναι δυνατό να κάνει αφαίρεση έχοντας στο νου του, μακροπρόθεσμα, απ’ αυτήν την αφαίρεση να προκύψει πολλαπλασιασμός. Είναι ρευστό ον κι αυτό του δίνει τη δυνατότητα να κινείται στο χρόνο. Η γυναίκα όμως δεν είναι έτσι κι είναι λόγω αποστολής καρφωμένη στο παρόν. Περπατά στέρεα στο έδαφος και ξέρει σε κάθε στιγμή τι ακριβώς έχει και τι ακριβώς θέλει. Δεν αφήνει τη φαντασία να την παρασύρει, γιατί η φαντασία έχει σημείο αναφοράς το μέλλον κι αυτό είναι κάτι το ξένο για τη γυναίκα. Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί μόνον έτσι εξηγείται ο διαρκής έλεγχος στον οποίο αναγκαστικά υπόκειται ο άντρας απ’ αυτή. Αν η γυναίκα είχε τα χαρακτηριστικά του άντρα, τότε ο ένας θα κορόιδευε τον άλλο, δημιουργώντας φανταστικές συνθήκες κι ως εκ τούτου δε θα γίνονταν ποτέ “σάρκα μία”.

Ένα παράδειγμα θα βοηθούσε στην κατανόηση των παραπάνω. Έχουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι κι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συμπεριφορά του άντρα. Ο άντρας επιθυμεί συνεχώς και δεν παύει ως το θάνατό του. Όταν όμως είναι ερωτευμένος, δε θυσιάζει τον έρωτα για κάτι περιστασιακό. Υποθέτουμε ότι η γυναίκα τον συλλαμβάνει να βγαίνει κρυφά με κάποια άλλη. Το βέβαιο είναι ότι θα του κάνει τη ζωή δύσκολη και τυχόν επανασύνδεση θα γίνει με κάποιους όρους.. σε περίπτωση παραβίασης οι γυναίκες βρίσκουν πάντα τη δύναμη και δίνουν τέλος. Αν η γυναίκα σκεφτόταν ως άντρας, η παραπάνω περίπτωση θα ήταν εύκολη για έναν άντρα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί τα πάντα και μάλιστα θα εύρισκε κι επιχειρήματα. Θα μπορούσε να πει ότι εκμεταλλεύεται την άλλη, για να μπορέσει να κάνει κάποιες κοινωνικές επαφές, που θα ήταν υπέρ του μέλλοντος και των δύο. Ένας άντρας αυτά τα πιστεύει, γιατί τα σκέφτεται, η γυναίκα όμως όχι.

Μία γυναίκα ξέρει πάντα τι έχει και τι θέλει. Όταν μοιράζεται τον άντρα της για ένα υποτιθέμενο κέρδος, αμέσως αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άντρα. Όταν η γυναίκα αντιλαμβάνεται ότι ο άντρας δεν είναι δικός της, παύει να σκέφτεται το μέλλον, εφόσον δεν υπάρχει παρόν. Ο κόσμος της γυναίκας είναι απλός και πανίσχυρος. Όσο ερωτευμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να την παρασύρει ο άντρας. Μπορεί κάποιος σε φυσιολογικές συνθήκες να πείσει τη γυναίκα του να γίνει πόρνη, εφόσον είναι μία δουλειά προσοδοφόρα; Μπορεί κάποιος να πείσει τη γυναίκα του να γεννήσει παιδί, για να το πουλήσουν, εφόσον έχει τη δυνατότητα να γεννά όσα θέλει; Μέσα σ’ αυτήν τη δομή περιφέρεται ο άντρας όταν είναι ερωτευμένος κι είναι ευτυχισμένος.

Όμως όταν ο γάμος είναι αυτός που ακολουθεί, αλλάζουν μερικά βασικά δεδομένα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο άντρας άλλαξε τα χαρακτηριστικά του, εξαφανίζεται. Ο φόβος που είχε ο άντρας μήπως χάσει τη γυναίκα του, αρχίζει και χάνεται μέσα στα πλαίσια του γάμου. Η πίστη του, εκτός του έρωτα, κρατούσαν τη γυναίκα κοντά του κι από την επόμενη ημέρα του γάμου, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, η κοινωνία του εξασφαλίζει τη ζωντανή ιδιοκτησία του. Ο άντρας βλέπει πλέον —εφόσον είναι πονηρός— ότι μπορεί να ξεφεύγει μέσα από τη δομή της γυναίκας του, χωρίς να υπάρχουν σοβαρές επιπτώσεις. Στην αρχή δειλά αρχίζει να κάνει δοκιμές, ώστε να μπορέσει να εκτιμήσει την κατάσταση στο σύνολό της. Οι δοκιμές αυτές έχουν στην αρχή να κάνουν με τη συνέπεια και κατόπιν, ανάλογα με τις συνθήκες, προχωρά. Η γυναίκα όλα αυτά τ’ αντιλαμβάνεται, αλλά μέσα στο πλαίσιο του γάμου, δεν μπορεί ν’ αντιδράσει. Οι χορευτές χωρίστηκαν πλέον, εφόσον ο γάμος επιτρέπει στον άντρα ν’ αποκολληθεί χωρίς συνέπειες κι αναγκάζει τη γυναίκα να συνεχίζει μόνη της ένα χορό, που υποτίθεται είναι ο τέλειος χορός του έρωτα. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, παύει να υφίσταται ο έρωτας και η μοιχεία εγκαθίσταται στην οικογένεια. Ο άντρας που είναι πλέον ανεξέλεγκτος και πράττει όπως επιθυμεί, στην οικογένεια έχει πάρει τη μορφή της εξουσίας και του οικονομικού πόρου.

Παράλληλα μ’ αυτό το πρόβλημα, που έχει να κάνει με τη φύση του άντρα, συνυπάρχει κι αυτό της φτώχειας και της ανέχειας. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω στη Γη έζησαν και ζουν κάτω από συνθήκες φτώχειας. Πολλοί απ’ αυτούς βλέπουν το ζήτημα του γάμου σαν μία πρώτης τάξης ευκαιρία για οικονομική αποκατάσταση. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας, οι γάμοι είχαν πάντα μέσα τους την οικονομική συναλλαγή και μ’ αυτόν τον τρόπο οι άμεσα ευνοούμενοι ήταν αυτοί, που διέθεταν την οικονομική ισχύ. Η σημερινή κοινωνία υποτίθεται ότι έχει ξεπεράσει όλα αυτά τ’ άσχημα χαρακτηριστικά και φαινομενικά δίνει άλλη διάσταση στο γάμο, εφόσον οι γυναίκες τώρα πια έχουν δικαιώματα. Οι γυναίκες έχουν βέβαια δικαιώματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να νικήσουν την παραπάνω κατάσταση. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά κι επιπλέον υπεισέρχεται ο παράγοντας φτώχεια, τότε τα πράγματα παίρνουν τραγική μορφή. Η γυναίκα, η ερωτευμένη, αγωνίστηκε και νίκησε για χάρη του έρωτα όλες τις “καλοπροαίρετες” συμβουλές, αλλά κι επεμβάσεις. Ακολούθησε τον άντρα που επιθυμούσε παρ’ όλη τη φτώχεια του. Όταν ο άντρας είναι φτωχός και ζητά, σύμφωνα με τα δεδομένα που ισχύουν στη σημερινή κοινωνία, μία γυναίκα από την οικογένειά της, πάντα υπάρχουν παρασκηνιακές αντιδράσεις. Οι υπάρχουσες οικογένειες ποτέ δεν υπολογίζουν σοβαρά τον έρωτα κι αντιδρούν πάντα, όταν η φτώχεια είναι η προσφερόμενη κατάσταση.

Παρ’ όλα αυτά η γυναίκα ακολούθησε τον έρωτά της και ζει μία κατάσταση, όπως η παραπάνω. Θυσιάστηκε για να δει τον άντρα της —αργά αλλά σταθερά— να γίνεται μοιχός, να την έχει εγκλωβίσει μέσα σε τέσσερις τοίχους —συνήθως με παιδιά από την αρχή του γάμου— και ν’ αδιαφορεί παντελώς για το τι σκέφτεται και πώς αισθάνεται. Αν αυτή η γυναίκα μετά από χρόνια συμβουλέψει την κόρη της για το πώς πρέπει να φέρεται όσον αφορά τους άντρες, τι περιμένουμε να της πει; Ν’ ακολουθήσει τον έρωτά της και να μην ακούσει κανένα; Να μη συμβιβαστεί σε καμία περίπτωση; Ή το πιο πιθανό να της δείξει την ίδια της τη ζωή, που κυλά μέσα στη μιζέρια και την αδιαφορία και, που είναι προϊόν έρωτα; Δε θα συμβουλέψει αυτή η γυναίκα την κόρη της να βρει κάποιον ν’ αποκατασταθεί, τουλάχιστον οικονομικώς; Δε θα της περιγράψει πόσο όμοιοι είναι οι άντρες μετά το γάμο; Δε θ’ αποτυπώσει στην ψυχή της την άποψη ότι έτσι κι αλλιώς όλοι οι γάμοι είναι ίδιοι και ότι πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον κάποια οικονομική άνεση για τον εαυτό της και τα παιδιά της;

Η πορνεία στη σύγχρονη εποχή είναι ένα σύνθετο φαινόμενο.. ανάμεσα στις πόρνες που απαιτούνται για τη λειτουργία της κοινωνίας είναι κι οι γυναίκες, που είναι προϊόντα κάποιας παιδείας. Παιδεία είναι και η άποψη της μητέρας. Παιδεία είναι ό,τι μπορεί ν’ αντλήσει κάποιος απ’ οποιαδήποτε πηγή κι είναι έτοιμη γνώση που τη χρησιμοποιεί. Αν αυτή η κόρη ακούσει τη μητέρα της, τι διαφορετικό θα κάνει από μία πόρνη; Ο Ίδιος ο Θεός θα της μιλά κι αυτή θα προσπαθεί να καταλάβει τι μάρκα είναι τα παπούτσια του. Ο Ίδιος ο Θεός θα την αγαπάει κι αυτή θα προτιμά τον άντρα, που έχει καλό αυτοκίνητο, καλό σπίτι και καλό όνομα. Δεν υπάρχει άντρας σ’ αυτόν τον κόσμο, που να μη έχει διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια, αυτήν την πορνεία των γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι παντού. Μας περιτριγυρίζουν και μας βασανίζουν με την πορνεία τους. Η εξωτερική ομορφιά είναι δώρο από το Θεό κι αντιληπτή απ’ όλους. Οι όμορφες γυναίκες αρέσουν σ’ όλους τους άντρες, άσχετα αν ο έρωτας δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την πορνεία είναι η ομορφιά της γυναίκας. Η ομορφιά είναι το ζητούμενο κι αυτό είναι, που πληρώνεται είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Όταν μία γυναίκα είναι όμορφη και η παιδεία τής υποδεικνύει την εξασφάλισή της, εύκολα αντιλαμβανόμαστε χωρίς ιδιαίτερο κόπο την πορεία της. Έχετε δει ποτέ το γιο μίας πλούσιας οικογένειας να συνοδεύει ή να παντρεύεται μία μέτρια εμφανισιακά κοπέλα, ανεξάρτητα από τη δική του εμφάνιση; Έχετε προσέξει μήπως, πώς είναι στην όψη οι γυναίκες που κάθονται στη θέση του συνοδηγού υπερπολυτελών αυτοκινήτων; Ποιος άντρας δεν έχει πληγωθεί, όταν μία όμορφη κοπέλα που γνώρισε αυτός κι οι φίλοι του, δε βρίσκει, όπως όλες άλλωστε, πιο συμπαθή και πιο ενδιαφέρον το φίλο, που τυχαίνει να είναι κι ο πλουσιότερος της παρέας; Όταν συμβαίνουν όλα αυτά στη ζωή ενός άντρα, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, γιατί ο άντρας αυτός θέλει να γίνει πλούσιος και διάσημος.

Η κοινωνία υπενθυμίζει πάντοτε ότι τα πάντα έχουν την τιμή τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο όλα αγοράζονται ακόμα κι αυτή η ομορφιά. Όταν ο άντρας, αυτό το υπερκινητικό ον, βρίσκει παντού την άρνηση λόγω της φτώχειας του, τι περιμένουμε να κάνει; Ακόμα και στην περίπτωση που ερωτεύεται, βλέπει πάντα τι συμβαίνει και πληγώνεται, άσχετα αν ο ίδιος δεν είναι πια μέσα στον ανταγωνισμό. Η σύνθετη φύση του τον κρατά συνεχώς σε υπερδιέγερση κι αυτό τον κάνει δυστυχισμένο. Αν δεν υπήρχε πορνεία σ’ αυτόν το κόσμο, ο ίδιος αυτός άντρας δε θα ήταν δυστυχισμένος. Δε θα έβλεπε τον πλούσιο φίλο του ν’ αλλάζει συνεχώς γυναίκες, στην πλειοψηφία τους όμορφες κι επιθυμητές. (Μάρκ. 9.47-9.49) “και εάν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζη σε, έκβαλε αυτόν.. καλόν σοί εστί μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή δύο οφθαλμούς έχοντα βληθήναι εις τη γέενναν του πυρός, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται.” (Καί εάν τό μάτι σου σέ σκανδαλίζη, βγάλε το… είναι καλύτερα να μπής μονόφθαλμος εις τήν βασιλείαν τού Θεού παρά νά έχης δύο μάτια καί νά ριφθής εις τήν γέενναν, όπου τό σκουλήκι τους δέν πεθαίνει καί η φωτιά δέν σβήνει.).

Ο άντρας βλέπει κι αυτό είναι που τον πληγώνει. Δεν έχει σημασία, αν είναι ερωτευμένος ή όχι. Σ’ αυτήν την κοινωνία, μόνον τυφλός μπορεί κάποιος να είναι ήρεμος. Η ομορφιά είναι πάντα επιθυμητή και σ’ έναν κόσμο που αγοράζεται, όλοι θέλουν να φτάσουν σε θέση στην οποία να μπορούν να το κάνουν. Ο ερωτευμένος άντρας που παντρεύεται, δεν παύει ποτέ να βλέπει. Ο γάμος του εξαφανίζει το φόβο. Σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: είτε αυτός ο άντρας να είναι πλούσιος είτε φτωχός. Αν είναι πλούσιος η πορνεία συνεχώς τον περιβάλλει και τον βάζει σε πειρασμό. Η όμορφη γραμματέας δεν έχει ενδοιασμούς, αν αυτός είναι ή δεν είναι παντρεμένος. Πάντα όμορφη, περιποιημένη και λίγο απρόσεκτη, όταν κάθεται, όταν σκύβει ή όταν περπατά. Τι μπορεί να κάνει ο άντρας; Η φύση του τον ωθεί προς τη δομή. Ο άντρας είναι μία φωτιά, που όταν έχει την ευκαιρία, πυρπολεί το χώρο γύρω του. Αν η γυναίκα του μέσα στα πλαίσια του γάμου είχε περιθώρια αντίδρασης, θα έσωζε τον έρωτα. Αν υπήρχαν όμως αυτά τα περιθώρια, δε θα υπήρχε και η πορνεία και η γυναίκα θα ήταν πιο ήσυχη. Στα ελεύθερα ερωτευμένα ζευγάρια δεν υπάρχει το φαινόμενο της απιστίας. Η απιστία εμφανίζεται μόνο μετά το γάμο. Ο θεσμός του γάμου είναι αυτός που τη δημιουργεί, αφού χαλάει τη δυναμική, που υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι “σάρκα μία”.

Στην αντίθετη πλευρά, ο φτωχός άντρας βρίσκεται κι αυτός στην ίδια ακριβώς κατάσταση με μία τεράστια διαφορά. Επιθυμεί κι αυτός έχοντας συναίσθηση της ελευθερίας που του εξασφαλίζει ο γάμος, αλλά αυτός μόνο βλέπει την πορνεία κι αυτό τον κάνει να θυμώνει. Δεν έχει σημασία, αν έμενε πιστός ή όχι στον έρωτά του, σημασία έχει ότι, όπως ο κάθε άνθρωπος, θέλει κι αυτός να είναι επιθυμητός. Η πορνεία όμως είναι σκληρή κι ανελέητη κι αυτό τον κάνει να θυμώνει, αφού αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος. Αν όλα αυτά αφορούν τους ερωτευμένους άντρες, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος τι συμβαίνει με τους άντρες, που παντρεύτηκαν, επειδή έπρεπε να παντρευτούν και η γυναίκα τους είναι πολύ μακριά από το γούστο τους.

Όλα αυτά τ’ αναφέρουμε, γιατί η θεωρία υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύστημα εξουσίας, επιθυμεί με κάθε θυσία να μπει η μοιχεία μέσα στην οικογένεια. Αν κατορθώσει αυτό, που είναι εύκολο με την τεράστια πορνεία που υπάρχει και βάλει σε πειρασμό τους άντρες, τότε αρχίζει και λειτουργεί άψογα. Αυτό συμβαίνει λόγω της άπειρης πρώτης ύλης, με τα τέλεια χαρακτηριστικά. Η ύλη αυτή είναι οι άντρες, που είναι παντρεμένοι και τα χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέραμε παραπάνω. Από τον καιρό της Βαβυλώνας, όταν ο άνθρωπος έχτισε για πρώτη φορά τον κοινωνικό ιστό, που περιέχει μέσα του την εξουσία, αγωνίζεται για την εξασφάλιση της πορνείας. Οι πλούσιοι που γεύονται την πορνεία, είναι απαραίτητοι για να υπάρχουν ως ζωντανά παραδείγματα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αγωνίζονται ν’ αποκτήσουν κάποτε στην κοινωνία τον πλούτο και την ισχύ, που θα τους δώσει τη δυνατότητα να γευτούν αυτήν την πορνεία. Όταν ο άντρας αισθάνεται μειωμένος κι ασήμαντος, τότε αρχίζει και γίνεται επικίνδυνος. Είναι σε θέση να κάνει τα πάντα, για να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Στίβει το μυαλό του μέρα και νύχτα, για να μπορέσει να σκεφθεί κάτι που θα βελτιώσει την κατάστασή του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο της άθλιας κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να επιτευχθεί το Μυστικό Σχέδιο του Θεού. Η κοινωνία στην οποία ζούμε, αλλά κι αυτή στην οποία έζησαν όλοι οι άνθρωποι από τον καιρό της Βαβυλώνας, προετοιμάζει τους ανθρώπους για την είσοδό τους στον κάτω κόσμο.

Η πρώτη ύλη είναι οι παραπάνω άντρες και, για να μη διαταράσσεται αυτή η κατάσταση, η εξουσία λαμβάνει μέριμνα. Αιώνες τώρα η εξουσία είτε “ελέω πνευματικών δικαιωμάτων” είτε μέσω ψευδοδημοκρατικών διαδικασιών, επηρεάζει τον κόσμο και προβάλλει ως τέλειους ανθρώπους αυτούς, που είναι παντρεμένοι κι οικογενειάρχες. Διαμορφώνει μία άποψη στον κόσμο ότι ο ικανός άντρας είναι μόνον αυτός, που είναι καλός οικογενειάρχης και πάντα σύμφωνα με τη λογική της Βαβυλώνας. Ένας οικογενειάρχης πολιτικός δεν είναι καλός, αν δεν ασκεί εξουσία πρώτα στην ίδια του την οικογένεια. Ένας γιος με φιλοσοφία ενάντια στην εξουσία και την καταπίεση, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να του προκύψει. Εξουσία και καταπίεση πρώτα πάνω στην ίδια του την οικογένεια και μετά ακολουθεί μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά συμβαίνουν και μπορεί άνετα κάποιος να τα διαπιστώσει. Ο άνθρωπος όμως έχει κοντή μνήμη κι ελάχιστη κρίση, όταν θίγονται τα συμφέροντά του. Όλοι υποτίθεται, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο δούλο του συστήματος, αγωνίζονται για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής απ’ όλες τις απόψεις. Χαίρονται, όταν μιλούν για τις κατακτήσεις των ανθρώπων, άσχετα αν αυτές κατακτήθηκαν απ’ άλλους νικώντας ανθρώπους όμοιους μ’ αυτούς, που σήμερα μιλούν για δημοκρατία.

Όλοι αυτοί εκτιμούν ότι παράγοντας της ευτυχίας είναι πάντα η οικογένεια μέσω του νόμιμου γάμου, αλλά κανένας δεν μας εξηγεί, γιατί ο αυταρχισμός άλλων κοινωνιών υποστήριζε με τόση θέρμη το γάμο. Υπήρχαν σκοτεινές κι απάνθρωπες κοινωνίες, που τους ανθρώπους που δεν παντρεύονταν, τους κυνηγούσαν και μέσω νόμων. Γιατί το σύστημα, που τόσο ενδιαφέρεται για εμάς, κυνηγούσε τους ανθρώπους για τις επιλογές τους; Γιατί κυνηγά ακόμα και τώρα τους ασήμαντους μ’ αυτό που λέγεται κοινωνική κριτική ή κουτσομπολιό και τους σημαντικούς με την άρνηση να τους επιτρέψει ν’ ακολουθήσουν τις φιλοδοξίες τους; Γιατί πρέπει ο πολιτικός να είναι παντρεμένος, για να θεωρείται άξιος κι έντιμος; Σε μία κοινωνία, που αναζητά την ελευθερία, πιο άξιος δεν είναι ένας άνθρωπος, που τουλάχιστον νίκησε μία ανεπιθύμητη γι’ αυτόν κατάσταση; Όλα αυτά τα περιγράφουμε, γιατί είναι πανάρχαια και σύγχρονα προβλήματα κι οριοθετούν ορισμένες φάσεις στη ζωή του ανθρώπου.

Πρώτη ύλη, για να σταθεί το σύστημα, είναι οι παντρεμένοι άντρες, που για λόγους πολύ φυσικούς αισθάνονται μειωμένοι και μ’ αυτό ως δεδομένο, σκύβουν το κεφάλι κι αναζητούν την κοινωνική τους καταξίωση, που θα είναι ταυτόχρονα και μία αυτοεπιβεβαίωση. Η κοινωνία, τους άντρες έξω από το πλαίσιο του γάμου τους θεωρεί ανεπιθύμητους κι ως εκ τούτου τους πολεμά. Γιατί όμως μπορεί ένας άγαμος άνθρωπος ν’ απειλεί την κοινωνία, συνεπώς και την εξουσία; Τι μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος ν’ απειλήσει; Για ν’ αντιληφθούμε τα παραπάνω, πρέπει να ξαναθυμηθούμε τα δεδομένα μας. Ο άντρας είναι πολύ έξυπνο ον κι αυτό ισχύει από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Η κοινωνία στηρίζει τη δύναμή της στην πορνεία των γυναικών, που είναι άμεσο αποτέλεσμα της φιλοσοφίας του γάμου και της φτώχειας. Το σύστημα επιθυμεί να βάλει μέσα στην οικογένεια, μέσα στο δεσμό των ανθρώπων τη μοιχεία, για να υπάρξει εξουσία. Όταν συμβεί αυτό, αρχίζει να χτίζει τη δομή της κοινωνίας. Άμεση συνέπεια όμως αυτού είναι η γυναίκα, που ισοπεδώνεται στην οικογένεια, να είναι επιρρεπής σ’ αυτό που ονομάζουμε όλοι μοιχεία ως πράξη.

Οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι συνήθως νέοι, ωραίοι κι, εφόσον φλερτάρουν, αναπτύσσουν χαρακτηριστικά, που γοητεύουν τις γυναίκες. Είναι πνευματώδεις, ευγενικοί και δίνουν αξία στην παραμελημένη γυναίκα. Όμως, όταν η εξουσία επιθυμεί τη γυναίκα άβουλο ον και τον άντρα έξω από την οικογένεια ν’ αγωνίζεται για πνευματικά δικαιώματα κι εξουσία, αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Η ύπαρξή τους και μόνον, αν υπάρχει έρωτας πριν από το γάμο, ανατρέπει την όλη στρατηγική των αντρών. Οι ερωτευμένοι άντρες αρχίζουν σιγά-σιγά να ξεφεύγουν κι αυτό γίνεται μόλις διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Αν αυτοί οι ελεύθεροι βρίσκονται στο περιβάλλον ενός ερωτευμένου, που παντρεύτηκε, αυτός φοβάται και δεν ακολουθεί την επιθυμητή πορεία.

Δεύτερη περίπτωση είναι αυτή της άμεσης αγοράς της γυναίκας. Είναι η περίπτωση στην οποία ο γαμπρός είναι πλούσιος και η γυναίκα ούτε καν ρωτήθηκε. Ο πλούσιος αγοράζει όμως ό,τι καλύτερο υπάρχει διαθέσιμο. Οι παραπάνω νέοι, κι αυτοί με τη σειρά τους, διαλέγουν κι όπως είναι φυσικό διαλέγουν ό,τι καλύτερο σε σχέση με την ομορφιά. Η όμορφη γυναίκα ενός πλούσιου μοιχού, είναι η καλύτερη λεία γι’ αυτούς. Όμως ο πλούσιος έχει αγοράσει τη γυναίκα κι γι’ αυτό απαιτεί προστασία από την κοινωνία που υπηρετεί ως δούλος. Σ’ αυτήν την κοινωνία ο πλούσιος αποτελεί πρότυπο και πρέπει να προστατευτεί, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να παρασυρθούν. Πλούσιος μ’ όμορφη γυναίκα είναι καλό πρότυπο. Πλούσιος όμως μ’ όμορφη γυναίκα, που προσφέρει τον έρωτα της σ’ έναν ελεύθερο φτωχό, είναι ό,τι χειρότερο.

Το πρότυπο το χρησιμοποιεί η κοινωνία για να κατευθύνει τους φτωχούς. Εδώ πρότυπο γίνεται ο νέος κι ελεύθερος, που απολαμβάνει τον έρωτα μίας όμορφης γυναίκας, χωρίς να πραγματοποιήσει καμία θυσία. Πρότυπο δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση ένας άνθρωπος νέος, έξυπνος και φτωχός. Η πορνεία είναι επιθυμητή από την κοινωνία, μόνο για να παρασέρνει τους ανθρώπους. Πρότυπο πρέπει να είναι ένας πλούσιος αυτοδημιούργητος ή όχι, που τα έχει όλα, όταν είναι σχεδόν γέρος. Η κοινωνία της εξουσίας πρέπει να προστατεύσει τους εκλεκτούς της απ’ αυτούς τους νέους κι άχρηστους γι’ αυτήν ανθρώπους. Πώς το κάνει; Το κύριο όπλο της είναι η κοινωνική κριτική, που τρομάζει τις γυναίκες κι ειδικά αυτές που έχουν παιδιά. Ο άντρας μπορεί να περιφέρεται από πορνείο σε πορνείο όλη την ημέρα και κανένας δε λέει τίποτε. Μπορεί να κυνηγά γυναίκες, που εργάζονται γι’ αυτόν, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και κανένας πάλι δε θα πει τίποτε. Αν τολμήσει όμως η γυναίκα να κινηθεί, όπως είναι και δικαίωμά της, εφόσον είναι άνθρωπος και όχι ζώο, αφού κι αυτή θέλει να ζήσει, τότε πέφτει όλη η υποκρισία της κοινωνίας πάνω της. Στα χρόνια του Χριστού με τους λίθους, στα χρόνια τα δικά μας με τα ψεύτικα λόγια. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, γιατί δεν αρκεί μόνο να φοβάται η γυναίκα σύζυγος, αλλά και να μη φοβάται ο άντρας σύζυγος.

Βασικός παράγοντας για τη δημιουργία της κοινωνίας τύπου Βαβυλώνας είναι η δημιουργία συνθηκών σεξουαλικής πείνας όσον αφορά τους άντρες. Η εξουσία εκμεταλλεύεται αυτήν την πείνα, αναβαθμίζει την αξία της πορνείας και στη συνέχεια λειτουργεί με τρόπο άψογο. Πώς όμως μπορεί όλους αυτούς τους ελεύθερους κι επικίνδυνους γι’ αυτήν ανθρώπους, να τους αναγκάσει σε σεξουαλική πείνα; Οι άνθρωποι αυτοί εκτός από τις παντρεμένες γυναίκες, απειλούν και τις ελεύθερες. Ένας τέτοιος άνθρωπος, αν και φτωχός, μπορεί να γίνει “σάρκα μία” με μία όμορφη κοπέλα και να στερήσει τη δυνατότητα από έναν πλούσιο να κάνει μία καλή αγορά, που είναι και το ζητούμενο στη δημιουργία προτύπων. Όχι μόνον αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, όσον αφορά τις γυναίκες μέσα στο γάμο, αλλά απειλούν και την πατριαρχική εξουσία, που θέλει να έχει έλεγχο πάνω στην κόρη-προϊόν. Αν ο κάθε νέος γινόταν “σάρκα μία” με τη νέα που ήθελε, με δεδομένο την ισχύ της δομής της γυναίκας, τίποτε δε θα μπορούσε να τους σταματήσει. Σ’ αυτό το σημείο το πρόβλημα είναι μεγάλο και η αντιμετώπισή του η πιο σοβαρή υπόθεση. Αν το σύστημα έχει βρει λύση, τότε αυτή η λύση πρέπει να έχει γεννηθεί απευθείας στη Βαβυλώνα και να ισχύει ακριβώς η ίδια μέχρι και σήμερα. Η λύση αυτή δεν πρέπει να επιτρέπει σε καμία περίπτωση αμφισβήτηση κι επιπλέον να καλύπτεται με τέτοιον τρόπο, ώστε ενδεχόμενη αμφισβήτησή της να δίνει στο σύστημα τη δυνατότητα να επιχειρηματολογεί και μάλιστα σοβαρά.

Σε κάποιο σημείο της θεωρίας αναφέραμε ότι, αν κάποιος πολιτικός επιχειρηματολογήσει για μερικά θέματα, που είναι πολύ σοβαρά κι αφορούν την κοινωνία της Βαβυλώνας, θα κινηθούν ορισμένοι φορείς κάποιας εξουσίας και θα τον εξοντώσουν. Υπάρχουν μερικά θέματα, που για όποιον ασκεί εξουσία και μόνον η αναφορά τους θεωρείται ταμπού. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, ποιες απαγορεύσεις συνδέουν με τη Βαβυλώνα; Δε μιλάμε για φόνους ή κλοπές ή αξιόποινες πράξεις, που παραβιάζουν και τις Εντολές του Θεού, αλλά κι αυτό που αναφέρει ο Χριστός ως “χρυσό κανόνα”. Έχει αναρωτηθεί κάποιος, γιατί η κοινωνία της Βαβυλώνας τότε και η σύγχρονη κοινωνία σήμερα δείχνουν τόση μεγάλη ευαισθησία στο θέμα των αμβλώσεων; Δεν υπάρχει σήμερα μεγάλο δυτικό κράτος με ισχυρή δομή κι εξουσία, που να νομιμοποιεί τις αμβλώσεις. Γιατί άραγε; Αυτοί, που εξουσιάζουν αυτά τα κράτη, δε δίστασαν να εξοντώσουν εκατομμύρια ζωντανών ανθρώπων, “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού. Ηγέτες μεγάλων χωρών καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, που σημαίνει ότι ξεπέρασαν κι αυτά ακόμα τα αισχρά όρια της εξουσίας. Όλα αυτά λίγα χρόνια πριν και όχι στην πραγματική εποχή της Βαβυλώνας. Ούτε ένας όμως απ’ αυτούς τους ηγέτες δε νομιμοποίησε τις αμβλώσεις. Στέλνει κάποιος εκατομμύρια ανθρώπων στα κρεματόρια και δείχνει τέτοια ευαισθησία για ένα γονιμοποιημένο ωάριο; Σκοτώνει όποιον βρίσκεται μπροστά του κι ονομάζεται ήρωας και δεν έχει δικαίωμα μία γυναίκα να κάνει άμβλωση; Περίεργο δεν είναι; Ρίχνει βόμβες σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό, γυναίκες και παιδιά και δε νομιμοποιεί τις αμβλώσεις; “Φόνος”, φωνάζουν κι ωρύονται οι ιερείς όλων των ιερατείων του κόσμου και κοντά τους οι πολιτικοί μας ηγέτες. Ευαισθησία για το φόνο ενός αγέννητου ανθρώπου κι αναισθησία για εκατομμύρια φόνους ανθρώπων, που έχουν γεννηθεί; Τι φοβούνται; Γιατί δεν το κάνουν; Χιλιάδες κατακτήσεις όσον αφορά τα δικαιώματα των ανθρώπων μας χωρίζουν από τη Βαβυλώνα κι όμως, σ’ αυτό το θέμα δεν υπάρχει η παραμικρή διαφορά. Φοβούνται τις αμβλώσεις αυτοί που έχουν την εξουσία, γιατί, αν τις νομιμοποιήσουν, θα πάνε στα σπίτια τους όλοι οι ψεύτες, οι κλέφτες κι οι υποκριτές την επόμενη ακριβώς μέρα. Πράγματι για το Θεό, αλλά και για την ίδια τη μητέρα, που πραγματοποιεί την άμβλωση, αυτό είναι αδικία.

Πράγματι στερείται η δυνατότητα από έναν άνθρωπο να γεννηθεί. Όμως όλα αυτά ισχύουν για το Θεό και μόνο για την ίδια τη γυναίκα, που γνωρίζει τον πόνο που αυτή η πράξη δημιουργεί. Όταν η γυναίκα έχει φτιαχτεί ειδικά από το Θεό για να γεννά ανθρώπους, που όταν ωριμάσουν οι συνθήκες θα γίνουν Θεοί-άνθρωποι, σημαίνει ότι ως μητέρα είναι όμοιά Του. Ο Θεός της έδωσε χαρακτηριστικά όμοια με τα δικά Του, τα θεϊκά, εφόσον κι Αυτός γεννά κι έτσι γυναίκα-μητέρα και Θεός σ’ αυτό το θέμα ταυτίζονται. Όμως οι υποκριτές γιατί ωρύονται; Γιατί επικαλούνται το Θεό; Απλούστατα, γιατί, αν νομιμοποιηθούν οι αμβλώσεις κι επειδή οι άνθρωποι στο σύνολο τους συμφωνούν ότι πρόκειται γι’ αδικία, τότε πρέπει να συμβούν ορισμένα πράγματα.

Για ν’ αποφύγουμε αυτήν την κατάσταση, που είναι απαράδεκτη, είναι απαραίτητο να ενημερώσουμε τον κόσμο. Πρέπει να ενημερωθεί η νεολαία για τον έρωτα, για την προφύλαξη, για ν’ αποφευχθεί μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Όμως το σύστημα τρέμει και μόνο στην ιδέα ότι πρέπει να ενημερώσει τους νέους και πολύ περισσότερο τις νέες πάνω στο θέμα του σεξ. Αιώνες τώρα το θέμα αυτό είναι ταμπού για όλον τον κόσμο και πολύ περισσότερο για τις νέες κοπέλες. Το σύστημα δε θέλει να ενημερώσει, γιατί απλούστατα επιθυμεί την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Την επιθυμεί, γιατί μία ελεύθερη και τις περισσότερες φορές φτωχιά κοπέλα —οι πλούσιοι σ’ όλες τις κοινωνίες βρίσκουν λύσεις— που στερείται της δυνατότητας άμβλωσης, γίνεται αντικείμενο των χειρότερων σχολιασμών. Σύσσωμη η κοινωνία πέφτει πάνω της να την κατασπαράξει κι αυτή και την οικογένεια της. Η πόρνη, που ονομάζεται κοινωνία, χύνει όλο της το φαρμάκι σε μία νέα κοπέλα, που ακολούθησε απλά τη φύση της και το Δημιουργό. Δεν εγκλημάτησε, ούτε επόρνευσε. Έγινε “σάρκα μία” μ’ αυτόν που ήθελε. Δε γνώριζε τίποτε για τον έρωτα, επειδή αυτός θεωρείται πάντα σκοτεινό θέμα. Δεν προφυλάχθηκε, γιατί δε γνώριζε κι αυτό, γιατί δεν επιτρέπεται να γνωρίζει.

Η πατριαρχική κοινωνία χρειάζεται ανθρώπους-θύματα, για να κρίνει και μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβιώνει και η ίδια. Τη γυναίκα-θύμα την κατακρίνει, όχι επειδή θέλει να τιμωρήσει αυτήν την ίδια αλλά, επειδή θέλει να τρομάζει τις υπόλοιπες. Αν κατορθώσει αυτό, που αιώνες τώρα καταφέρνει, στερεί από τους νέους τη δυνατότητα να γευτούν τον έρωτα και στη συνέχεια να γίνουν “σάρκα μία” μέσω αυτού. Στερεί τη δυνατότητα από τους νέους να επιλέγουν το σύντροφο τους ελεύθερα. Η κοινωνία αυτή φοβόταν πάντα τις γυναίκες και μία γυναίκα, που γεύεται τον έρωτα είναι επικίνδυνη. Δεν μπορεί ο πατέρας της ν’ αποφασίζει γι’ αυτήν αυθαίρετα. Αν όμως δε συμβεί αυτό, καταρρέει η πορνεία που επιθυμεί το σύστημα. Αν ο πλούσιος κι ο φτωχός διεκδικούν —όπως συμβαίνει στον έρωτα— με τις ίδιες πιθανότητες την ομορφιά, καταρρέει το επιθυμητό πρότυπο. Αν αυτό συμβεί σε μεγάλη κλίμακα και οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι, οι δυσκολίες λόγω φτώχειας ν’ απολαύσουν τον έρωτά τους αργά ή γρήγορα, θα τους οδηγήσουν να στραφούν εναντίον του συστήματος. Θα πιάσουν από το λαιμό τους κλέφτες και θα τους σκίσουν στα δύο. Όλη αυτή η αντιμετώπιση του σαρκικού έρωτα, όσον αφορά τους νέους, από μέρους του συστήματος, οδηγεί στην επιθυμητή κατάσταση, που είναι αυτή της σεξουαλικής πείνας.

Οι νέοι άνθρωποι πραγματικά για αιώνες υπέφεραν απ’ αυτήν την άθλια κατάσταση. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι ίδια σ’ αυτό το σημείο, αλλά η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί αισθητά. Αν κάποτε η αυστηρότητα επέβαλε στις νέες να μην ακολουθούν τον έρωτά τους, σήμερα συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι νέες οι ίδιες, εξαιτίας της παιδείας που τους δίνεται, διαχειρίζονται τους εαυτούς τους με γνώμονα το συμφέρον και όχι τα αισθήματα. Μία όμορφη γυναίκα γνωρίζει από πολύ νωρίς πόση μεγάλη αξία έχει η ομορφιά της κι επενδύει σ’ αυτή. Γνωρίζει ότι έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των άλλων και προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο. Σ’ αυτήν την άθλια κοινωνία στην οποία ζούμε δεν υπάρχει πόρτα που να μην ανοίγει στην ομορφιά, επομένως και στην πορνεία. Οι γυναίκες πράγματι αγωνίστηκαν για τη θέση τους στην κοινωνία, αλλά αγωνίστηκαν σαν τυφλά όντα. Έκαναν αυτό ακριβώς που τους επέβαλε η κοινωνία και σήμερα βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση από τον καιρό της Δημιουργίας.

Η καταπίεση ακόμα και με τη μορφή της ωμής βίας, κάποτε νικιέται. Έρχεται κάποια στιγμή, που η επανάσταση του καθενός από εμάς είναι ανάγκη και όχι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη να μπορεί ν’ αναπνέει κάποιος, γιατί μόνον έτσι υπάρχει ζωή. Επομένως, αν μας στερούν την αναπνοή, αγωνιζόμαστε ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας συνειδητά, εφόσον δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε. Η τραγικότητα της κατάστασης φαίνεται σ’ αυτό το σημείο. Οι άνθρωποι αναπνέουν και χαίρονται γι’ αυτό. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι αυτό που αναπνέουν είναι μολυσμένος αέρας και τίποτε άλλο. Δεν εξηγείται μία τόσο θλιβερή κι άρρωστη κατάσταση, όταν θεωρητικά όλοι οι άνθρωποι, είτε άντρες είτε γυναίκες απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους. Η καταπίεση, όπως βλέπουμε μέσω των ιστορικών στοιχείων, κάποτε νικιέται, όμως αυτό που είναι ανίκητο είναι το σκοτάδι. Σκοτάδι είναι να μη μπορεί ο άνθρωπος να ξεχωρίσει από τα δεδομένα, αυτά που επιθυμεί. Σκοτάδι είναι ν’ αποφασίζει συνειδητά αυτό, που, αν του το επέβαλλαν, θα τον έκανε να επαναστατήσει.

Οι γυναίκες για αιώνες αγωνίζονταν για μία θέση στον Ήλιο, που σημαίνει αυτοδιάθεση και σήμερα με τα υποτιθέμενα δικαιώματα που απολαμβάνουν, κάνουν αυτόβουλα αυτό, που τις εξομοιώνει με τους δούλους. Αντί να διαλέγει ο άρχων-πατέρας το σύντροφό τους, με βάση εξωερωτικά κριτήρια, διαλέγουν αυτές οι ίδιες. Αντί να τις ωθούν εξωγενείς παράγοντες, επομένως ορατοί προς την πορνεία, ωθούνται συνειδητά από μόνες τους. Η αυστηρή στάση του πατέρα μπορεί σήμερα να μη μετράει όσο άλλοτε αλλά αυτό το υποκαθιστά η συνειδητή σκέψη για την επιτυχία. Σ’ έναν κόσμο στον οποίο τα πάντα αγοράζονται και τα πάντα πωλούνται, η γυναίκα αγωνίστηκε να μην είναι αντικείμενο αγοραπωλησιών και τα κατάφερε. Δεν είναι πια προϊόν, αλλά ένας σύγχρονος πωλητής. Γνωρίζει την αξία της και αυτοπροωθείται. Το σύστημα μ’ αυτόν τον τρόπο έμεινε ανέγγιχτο. Το ζητούμενο είναι η ύπαρξη πορνείας και όχι αυτή καθ’ αυτή η διαχείριση των πορνών. Στην περίπτωση των γυναικών φτάσαμε στην τραγική αυτοδιαχείριση, που είναι και η πιο σκοτεινή κι ανίκητη κατάσταση. Ο καταπιεστής δεν είναι πλέον ορατός ούτε μισητός, αφού είναι η ίδια η γυναίκα. Μέσω της παιδείας η κοινωνία πέρασε έναν άντρα μέσα στο μυαλό της γυναίκας κι αυτός είναι υπαίτιος της όλης κατάστασης. Ρευστοποιήθηκε η αρχική δομή της γυναίκας και η πορνεία ήταν το άμεσο αποτέλεσμα. Μ’ αυτήν τη λογική θα φτάσουμε σε σημείο, οι ίδιες οι γυναίκες να κάνουνε πορείες κατά των αμβλώσεων, γιατί όταν αυτοϋποβάλλονται σε θυσίες, φυσικό είναι να ζητούν το μέγιστο κέρδος. Όταν μία γυναίκα συνειδητά καλλιεργεί χαρακτηριστικά, που κάποτε της επιβαλλόταν με τη βία, φυσικό είναι να θέλει την αναβάθμιση της αξίας της έναντι άλλων γυναικών, που πραγματοποιούν λιγότερες θυσίες.

Παλαιότερα δεν έστελναν τις γυναίκες στα σχολεία, γιατί η επαφή τους με τη γνώση, τις καθιστούσε επικίνδυνες για την κοινωνία και τις πρακτικές της. Στην εποχή μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ωθούν τη γυναίκα με κάθε τρόπο στο σύστημα της παιδείας βάζοντάς της μέσα στο μυαλό έννοιες όπως “καριέρα”, “ισότητα”, ώστε η ίδια από μόνη της ν’ αυτοπεριορίζεται. Κάποτε τρόμαζε την κοπέλα ένας αυστηρός πατέρας, στις μέρες μας την τρομάζει η ιδέα ότι, αν ακολουθήσει τον έρωτα, θυσιάζει μία λαμπρή καριέρα. Όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία και αφορούν τις γυναίκες κι έχουν να κάνουν με αποφάσεις άλλων ή των ιδίων προσωπικά, είναι όσα επιθυμεί το σύστημα, εφόσον το ζητούμενο είναι η σεξουαλική πείνα των αντρών. Όταν ο άντρας φλέγεται απ’ αυτήν την ανάγκη, που είναι το πιο φυσικό πράγμα, τότε γίνεται κι αυτός —αν κι ελεύθερος— μέλος του συνόλου των αντρών, που αποτελούν και την επιθυμητή πρώτη ύλη για την ύπαρξη του συστήματος.

Για να μη θεωρηθεί το παραπάνω αυθαίρετο και προσωπική άποψη του γράφοντος, θα επικαλεστούμε τη μαρτυρία κάποιου, που έχει προσωπική εμπειρία και θεωρείται αξιόπιστος από το σύστημα. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Παύλο. (Κορινθ. Α’ 7.8-7.10) “Λέγω δέ τοις αγάμοις και ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστίν εάν μείνωσιν ως καγώ. ει δε ουκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν. κρείσσον γαρ έστι γαμήσαι ή πυρούσθαι.” (Εις τούς αγάμους καί εις τάς χήρας λέγω, ότι είναι καλόν γι’ αυτούς, εάν μείνουν όπως είμαι καί εγώ. Αλλ’ εάν δέν μπορούν νά μείνουν εγκρατείς, άς παντρευθούν.. είναι καλύτερα να παντρεύεται κανείς παρά νά καίεται από τήν επιθυμίαν.). “Πυρούσθαι” λέει ο Παύλος.. γιατί να μην τον πιστέψουμε; Αφού μιλά από προσωπική εμπειρία. Έναν πόνο ή μία ανάγκη δεν μπορεί κάποιος να την περιγράψει, αν δε γνωρίζει. Ο Παύλος θα μας απασχολήσει σ’ άλλο σημείο περισσότερο, αφού πρέπει να βρεθεί και να καταλογιστεί η όποια ευθύνη του για τα όσα συμβαίνουν.

Εδώ μας ενδιαφέρει ότι ο άντρας σε περίπτωση που δεν είναι “σάρκα μία” κι επομένως δεν απολαμβάνει τον έρωτα, όχι απλά δεν είναι άνετος, αλλά φλέγεται στην κυριολεξία. Με την ύπαρξη της πορνείας, επειδή το σύστημα δίνει τη δυνατότητα ν’ αποφύγουν αυτήν την κατάσταση οι εκλεκτοί του και στερεί την ίδια δυνατότητα από τους μη εκλεκτούς, παρασέρνει τους άντρες. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Όλοι οι άντρες-δούλοι του στο σύνολό τους. Ουδείς εξαιρείται. Οι πλούσιοι αγωνίζονται μέρα και νύχτα, για να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους και οι φτωχοί με τους ίδιους ρυθμούς, για να τ’ αποκτήσουν. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, όλοι εντάσσονται στο μεγάλο θυσιαστήριο, που ονομάζεται ζωή. Η ζωή δίνεται ως δώρο στους ανθρώπους από το Θεό για να τη ζήσουν κι αυτοί το αρνούνται. Όταν η άρνηση είναι η φιλοσοφία της ζωής, τότε η ζωή γίνεται η ίδια η Κόλαση. Αρνείται ο άνθρωπος όσο είναι νέος να ζήσει και υποβάλλει τον εαυτό του σε υπέρμετρες θυσίες κι όταν γεράσει, αρνείται να πεθάνει. Η κοινωνία της εξουσίας σήμερα βρίσκεται στο υψηλότερο ποιοτικά σημείο της. Αυτό, γιατί, ενώ υπάρχουν συνθήκες φαινομενικής ελευθερίας, ο άνθρωπος που ζει μέσα σ’ αυτή είναι εντελώς ανελεύθερος.

Η επιτυχία του συστήματος είναι ότι μπήκε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και για ό,τι συμβαίνει είναι υπεύθυνος ο καθένας από μόνος του. Έτσι δικαιώνεται κι ο Λόγος του Χριστού, όταν λέει: (Ματθ. 10.28-10.29) “και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι.. φοβηθήτε δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχήν και σώμα απολέσαι εν γεέννη.” (Μή φοβάσθε εκείνους πού σκοτώνουν τό σώμα, αλλά δέν μπορούν νά σκοτώσουν τήν ψυχήν. Νά φοβάσθε μάλλον εκείνον, πού μπορεί νά κάνη καί ψυχήν καί σώμα να χαθούν εις τήν γέενναν.). Το σύστημα σήμερα έχει καταφέρει αυτό που μας περιγράφει ο Χριστός. Έχει εξαφανίσει τους ορατούς εχθρούς. Οι εχθροί του ανθρώπου στην εποχή μας δεν είναι εύκολο ν’ αναγνωριστούν κι αυτό συμβαίνει, εξαιτίας της σύνθετης μορφής της κοινωνίας. Στην εποχή μας δε χρειάζεται να υπάρχει κάποιος για να μετατρέψει τον άντρα σε δούλο μ’ απειλή της ζωής του, εφόσον γίνεται μόνος του και με τεράστια θέληση. Στην εποχή μας δε χρειάζεται εξουσία για να μετατρέψει τη γυναίκα σε πόρνη, εφόσον κι αυτή τα καταφέρνει πολύ καλά από μόνη της.

Όλες οι παραπάνω συνθήκες δείχνουν τη θέληση της κοινωνίας να προστατεύσει την πορνεία, που τη συντηρεί. Ο γάμος σ’ αυτήν την κοινωνία είναι η βασικότερη φροντίδα της εξουσίας. Η τεράστια ευφυΐα, που διακρίνει το πατριαρχικό σύστημα, φαίνεται σ’ αυτήν εδώ τη λεπτομέρεια, που παγιδεύει και τους πιο έξυπνους άντρες, πόσο μάλλον τις γυναίκες, που για αιώνες στερούνταν μαζί με τ’ άλλα και την επαφή με τη γνώση. Η τραγική ειρωνεία για τις γυναίκες είναι ότι, ενώ ο γάμος είναι η δύναμη του συστήματος, εν τούτοις ο θεσμός αυτός είναι πανίσχυρος, όχι λόγω της θέλησης των αντρών, αλλά των γυναικών. Οι γυναίκες στήριζαν χιλιάδες χρόνια αυτόν το θεσμό κι εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Εύκολα θα έλεγε κάποιος ότι οι γυναίκες είναι κουτές και στηρίζουν ένα θεσμό που τις βασανίζει και τις ισοπεδώνει. Ισχύει όμως αυτό; Αντίθετα απ’ ότι φαίνεται, αυτή η θέληση δεν έχει να κάνει με την κουταμάρα αλλά με την πονηριά. Οι γυναίκες είναι πονηρές κι αυτό, λόγω χαρακτηριστικών που τους έχουν δοθεί από το Δημιουργό.

Η πονηριά δεν έχει καμία σχέση με την ευφυΐα. Η πονηριά είναι στοιχείο που διακρίνει τη γυναίκα κι αυτή είναι η άμυνά της στην ευφυΐα του άντρα. Η γυναίκα ζει πάντα στο παρόν, γιατί αναλαμβάνει υποχρεώσεις. Οι άνθρωποι που γεννά έχουν ανάγκες, που επείγουν και καμία στρατηγική μακροπρόθεσμη δεν τις καλύπτει. Αν μετακινηθεί η γυναίκα στο χρόνο, το ισχνό σήμερα είναι ικανό να σκοτώσει τα παιδιά της. Ο άντρας αντίθετα μπορεί και μετακινείται. Σχεδιάζει και προγραμματίζει καταστάσεις, που αφορούν το μέλλον κι εκεί ζει. Όμως οι ανάγκες της μετακίνησης της κοινωνίας από τη μία κατάσταση σε μία άλλη, υποχρεωτικά απειλούν και τη στατικότητα της γυναίκας. Η πονηριά είναι η άμυνα σ’ αυτήν τη διαρκή κίνηση του άντρα, που τείνει πάντα ν’ ανατρέψει το παρόν. Το παρόν σε κάθε ανατροπή του απαιτεί θυσίες κι αυτές οι θυσίες είναι, σε μέγιστο βαθμό, θυσίες ανθρώπων.

Όταν η μητέρα βλέπει μία κατάσταση που δεν την αντιλαμβάνεται στο βαθμό που την αντιλαμβάνεται ο άντρας, θέτει σ’ εφαρμογή την πονηριά της και μ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί το στοιχείο, που δίνει την απαιτούμενη αδράνεια το σύστημα. Η πονηριά της υποδεικνύει ως ασφαλές το περιβάλλον στο οποίο ζει και γνωρίζει για την ανάπτυξη των παιδιών της. Το μητρικό της ένστικτο είναι ανίκητο κι είναι από τα δεδομένα της Δημιουργίας. Εφόσον συμβαίνει αυτό, τότε πέφτει σε δεύτερη μοίρα ο έρωτας, που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για τη Θέωσή της. Η σκληρή στάση της κοινωνίας στο θέμα του γάμου, ενώ έχει ως βασικό θύμα αυτήν την ίδια, δεν την κάμπτει.

Η “θυσία” ως έννοια δεν αγγίζει τη γυναίκα, εφόσον είναι και μητέρα. Η προσωπική της ζωή περνά σε δεύτερη μοίρα, όταν πρόκειται για το μέλλον των παιδιών της. Η ζωή των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη Γη δεν ήταν ποτέ εύκολη κι αυτή είναι η ρίζα όλων των κακών. Η γυναίκα εκτελεί και μοιχεία και πορνεία, σύμφωνα με τη γενική άποψη του Χριστού, χωρίς να λογαριάζει προσωπικό κόστος. Μπορεί να σταθεί μ’ αξιοπρέπεια και για όλη της τη ζωή δίπλα σ’ έναν άντρα, που από την άποψη του έρωτα μπορεί να της είναι από αδιάφορος έως απεχθής, με μόνο αντάλλαγμα υλικά αγαθά, που βοηθούν τη ζωή των παιδιών της. Επειδή βλέπει την άπειρη πορνεία, που περιβάλλει τους άντρες από την εποχή της Βαβυλώνας, κυρίαρχο συναίσθημα της είναι ο φόβος. Η γυναίκα φοβάται. Φοβάται πάντα μία πιθανή εγκατάλειψη από μέρους του άντρα. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει περισσότερο με το μέλλον των παιδιών της, παρά με το μέλλον αυτής της ίδιας. Η γυναίκα μπορεί κι αγωνίζεται σ’ όλες τις συνθήκες, απλά σ’ αυτήν την περίπτωση γνωρίζει την αντιμετώπιση της κοινωνίας, που θα στερήσει από τα παιδιά της ένα καλύτερο μέλλον.

Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι η γυναίκα στηρίζει το γάμο για ν’ αποφύγει μία εγκατάλειψη από τον άντρα της —λόγω της εκτεταμένης πορνείας— κι αγνοεί ότι ο γάμος είναι η γενεσιουργός αιτία της πορνείας. Στηρίζει ένα θεσμό, για ν’ αποφύγει μία κατάσταση, που είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης του θεσμού. Μ’ αυτήν τη φιλοσοφία η γυναίκα είναι εύκολο θύμα του άντρα, που ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την κοινωνική του θέση, επωφελείται της πορνείας ή αγωνίζεται να επωφεληθεί. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα η γυναίκα εγκλωβίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους και παίρνει ό,τι της δίνουν και όχι αυτό που δικαιούται. Η ζωντανή πλέον ιδιοκτησία αναλαμβάνει με χαμηλότατο κόστος το ρόλο της ερωμένης, της οικιακής βοηθού και της τροφού των παιδιών. Ο άντρας αποκολλάται, εφόσον υπήρξε κολλημένος σ’ αυτήν κι αυτό το κενό το αντικαθιστά μ’ εξουσία. Αυτό είναι και το τέλος του έρωτα, αν υπήρξε ποτέ. Από εδώ και πέρα ο άντρας είναι ο πρωταγωνιστής στην κοινωνία και η γυναίκα δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά. Η γυναίκα δρα πλέον μέσα στα πλαίσια της οικογένειας και θα δούμε σ’ άλλο σημείο, πόσο θετική ή αρνητική είναι η δράση αυτή από μία γυναίκα, που δεν είναι “σάρκα μία” με τον άντρα και υποτάσσεται στην εξουσία του. Η αμέσως επόμενη μέρα από το σημαντικότερο σταθμό του κάθε ανθρώπου, που είναι ο γάμος, φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους μ’ εντελώς διαφορετικά δεδομένα.

Θα μελετήσουμε την περίπτωση, στην οποία προϋπήρξε του γάμου ο έρωτας, ώστε να καλύπτουμε και την περίπτωση που δεν υπήρξε. Ο ρευστός άντρας ο οποίος πάντα επιθυμεί, βρίσκεται πλέον στην κοινωνία ως άτομο, ενώ μερικά πράγματα, που απορροφούσαν τη σκέψη του κι απαιτούσαν θυσίες, διασφαλίζονται από την κοινωνία. Εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αλλά έχει πια την υπεροχή. Δεν ελέγχεται για την ασυνέπεια ή την έλλειψη ευαισθησίας, που πριν το γάμο θα του κόστιζαν βαρύτατα. Δεν απειλείται, αν απαιτείται η παρουσία του, όταν αυτός είναι απών. Πολλοί σοφοί σ’ όλες τις εποχές διατύπωσαν την άποψη τους για το γάμο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον βελτιώσει, αφού δεν επιδέχεται βελτίωση.

Ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα ή το άλλο εξίσου σημαντικό ότι η φτώχεια είναι που σκοτώνει τον έρωτα, είναι απόψεις, που υπάρχουν παγιωμένες στο μυαλό πολλών ανθρώπων. Ως θεσμό εξετάσαμε το γάμο αρκετά ικανοποιητικά, για ν’ αντιληφθεί κάποιος τα προβλήματα και όχι για ν’ αποκτήσει γνώση του συνόλου των πιθανών αιτιών, που επιδρούν αρνητικά στον έρωτα. Η φτώχεια είναι αυτή, που θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το σημείο. Δύο άνθρωποι ερωτευμένοι και γνώστες της οικονομικής τους κατάστασης πέφτουν θύματα της φτώχειας που υποτίθεται γνωρίζουν. Αυτό συμβαίνει, γιατί απαιτείται μεγάλος κόπος και θυσία, για να κατακτηθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση ευτυχίας. Από τη στιγμή που δύο άνθρωποι ενώνουν τις τύχες τους μέσα στα πλαίσια του γάμου, αρχίζουν υποχρεώσεις τεράστιες και δυσβάσταχτες. Ένα σπίτι, όπου θα στεγαστεί ο έρωτας, είναι πανάκριβη υπόθεση. Απαιτούνται ατελείωτες ώρες εργασίας και θυσίας για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν ο γάμος ως θεσμός προσφέρει, όπως είπαμε, ευκαιρία για τον άντρα ν’ αποκοπεί από τη γυναίκα του, οι τεράστιες οικονομικές δυσκολίες αναγκάζουν την ίδια γυναίκα να τον απομακρύνει. Η γυναίκα θυσιάζει τις ώρες που θα ήθελε ν’ απολαμβάνει με τον άντρα της, ωθώντας τον προς τη χωρίς όριο εργασία. Τον σπρώχνει στο καθημερινό άγχος του ανταγωνισμού, για να φέρει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά στο σπίτι, ώστε να δημιουργηθεί μία κατάσταση πιο άνετη και πιο ανθρώπινη. Όμως η χωρίς μέτρο εργασία έχει κόστος, που εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται. Το χαρούμενο κι ευφυές ον, ο ερωτευμένος άντρας, γυρνά σπίτι πάντα κουρασμένος κι αγχωμένος. Κουβαλά τα προβλήματα της δουλειάς μέσα στο σπίτι του κι αυτό δημιουργεί κλίμα έντασης. Γίνεται ευερέθιστος κι αυτό τον κάνει ν’ αλλάζει τα χαρακτηριστικά του. Είναι πολύ κουρασμένος για να παίξει με τα παιδιά του και οι υποχρεώσεις στη δουλειά εξαντλούν την υπομονή του, που όμως είναι απαραίτητη για να συνυπάρξει σ’ ένα σπίτι με άλλους ανθρώπους.. άσχετα αν η γυναίκα του είναι ο έρωτάς του και τα παιδιά του η ζωή του. Απαιτείται τεράστια υπομονή να γυρίσει κάποιος σπίτι του κατακουρασμένος κι αντί της επιθυμητής ησυχίας να έχει ν’ αντιμετωπίσει το πανδαιμόνιο που προκαλούν —όπως είναι φυσικό— τα παιδιά. Όταν η υπομονή εξαντληθεί, τότε πια μπαίνει στο σπίτι η εξουσία. Δεν επιθυμεί πλέον, αλλά απαιτεί. Ένα χαμόγελο από τη γυναίκα του, έστω κι ερωτικό, δεν είναι αρκετό για ν’ ανεχθεί την προχειρότητα του φαγητού. Είναι κατακουρασμένος κι έχει απαιτήσεις. Είναι αγχωμένος κι αγνοεί αυτό που του λέει η γυναίκα του και στο οποίο κάποτε έδινε σημασία. Οι νύχτες γίνονται μονότονες και το μόνο που αλλάζει είναι ο χρόνος.

Όμως ο άντρας, ο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” του Θεού, έχει ένα χαρακτηριστικό το οποίο δε μεταβάλλεται σε καμία περίπτωση. Είναι θνητός και δεν αντέχει στη σπατάλη του χρόνου. Τα χαρακτηριστικά του πνεύματός του είναι όμοια με του Θεού. Μπορεί και σκέφτεται περίπλοκα, έχει δυνατότητα σύνθεσης κι ανάλυσης κι όλα αυτά τον κάνουν να φέρεται ως Θεός. Ο Βενιαμίν των Θεών είναι καθ’ όλα ένας Θεός, αλλά δεν το γνωρίζει. Εκτελεί στρατηγικές, ταξιδεύει στο χρόνο, μπορεί με τη γνώση της ιστορίας να χωρέσει στο μυαλό του το σύνολο του παρελθόντος και με την ευφυΐα του να προβλέψει με κάποια ασφάλεια το μέλλον. Έχει τη δυνατότητα δημιουργίας και μέσω αυτής τη δυνατότητα επέμβασης στα όσα πρόκειται να συμβούν. Όμως όλα αυτά, δεν μπορούν να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη φύση του. Είναι θνητός, γιατί έτσι τον έφτιαξε ο Δημιουργός. Η ζωή που δίνεται στον κάθε άνθρωπο, για να ζήσει, είναι υπεραρκετή, εφόσον είναι δώρο του Θεού κι ο Θεός ως Δημιουργός του γνωρίζει τις ανάγκες του ανθρώπου καλύτερα απ’ αυτόν. Μ’ αυτήν τη λογική, αν ακολουθήσει κάποιος τις Εντολές του Θεού, ζει αυτό που περιγράφουν οι Γραφές ως Αιώνιο Ζωή. Οι Εντολές που δόθηκαν από το Θεό είναι τέλειες, αλλά είναι πολύ επικίνδυνες. Εφόσον υπάρχει Μυστικό Σχέδιο και με δεδομένο ότι ο άνθρωπος ακόμα και σήμερα δεν έχει απολαύσει την Αιώνιο Ζωή, οι Εντολές μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει κατανοητές. Δεν έγιναν βέβαια κατανοητές, γιατί οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να πιστέψουν, επιβεβαιώνοντας τον Ησαία: (Ιωάν. 12.40-12.41) “τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς.” (Ετύφλωσε τά μάτια τους καί επώρωσε τήν καρδιά τους διά νά μή ιδούν μέ τά μάτια καί καταλάβουν μέ τήν καρδιά καί επιστρέψουν καί εγώ τούς θεραπεύσω.), αλλά και γιατί κάποιοι έχουν όφελος απ’ όλη αυτήν την κατάσταση. Ο Θεός όμως αγαπά τον άνθρωπο και δεν απαίτησε από κανένα να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τις Γραφές. Έτσι του έδωσε την ευκαιρία ν’ αγγίξει τη Θέωση πράττοντας κατά συνείδηση, εκμεταλλευόμενος τα χαρακτηριστικά που του έδωσε ο Ίδιος ο Δημιουργός. Ο άνθρωπος σπαταλά χρόνο υπερπολύτιμο κι αυτό τον κάνει τραγικά θνητό. Σκέφτεται ως Θεός, δουλεύει σκληρά σκύβοντας το κεφάλι, αλλά αυτό που τον περιμένει είναι το τέλος.

Ο άντρας που μελετούσαμε πιο πάνω είδαμε ότι αναγκάστηκε από τις συνθήκες να δουλέψει σκληρά για ν’ ανεβάσει το επίπεδο ζωής του. Αυτό αναγκαστικά τον έθεσε στην ουσία έξω από τη σάρκα της γυναίκας του κι έξω από την οικογένεια γενικότερα. Η κοινωνία είναι φτιαγμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άντρας αυτός από τη στιγμή που αποφασίζει ν’ αγωνιστεί μέσα σ’ αυτή, να παρασέρνεται στο θάνατο. Αυτό γίνεται μ’ απλό τρόπο: ο νέος άνθρωπος σκέφτεται ότι, για ν’ απολαύσει τη ζωή του, απαιτείται κάποια εργασία, που ν’ αμείβεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Όσο πιο μεγάλη η αμοιβή, τόσο πιο εύκολη γίνεται η ζωή. Το σύστημα όμως είναι πονηρό και ξέρει να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Μοιράζει υπεραξία με τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργεί ανάλογες συνθήκες μ’ αυτές ενός κεκλιμένου επιπέδου. Στην αρχή η υπεραξία είναι μικρή αλλά αρκετή, ώστε να προσελκύει τους ανθρώπους κι όσο περνούν τα χρόνια που υπηρετεί ο άνθρωπος το σύστημα, τόσο αυξάνει.

Η πονηριά του συστήματος φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο μοιράζει την υπεραξία κι είναι ακλόνητη. Ο κάθε άνθρωπος έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία δε μεταβάλλονται εύκολα και μία μεταβολή τους, αν υπάρχει, είναι εντελώς ασήμαντη. Ο ευφυής είναι πάντα ευφυής κι ο κουτός πάντα κουτός. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος με την πάροδο του χρόνου να μεταπηδήσει από τη μία κατάσταση στην άλλη. Έτσι, αν το σύστημα πλήρωνε υπεραξία στην ευφυΐα, θα έπρεπε τα παιδιά θαύματα να έπαιρναν τους υψηλότερους μισθούς, από τη στιγμή που εκδηλώνουν τις δυνατότητες τους μέχρι και το θάνατό τους. Το σύστημα όμως δεν αναζητά την ευφυΐα, απλά την εκμεταλλεύεται. Το σύστημα θέλει δούλους να το υπηρετούν. Όσο πιο πολύ υπηρετούν, τόσο μεγαλύτερη και η αμοιβή. Όμως από το σύνολο των ανθρώπων είναι δύσκολο να ξεχωρίσει το σύστημα αυτούς, που του χρειάζονται. Δεν μπορεί να βγάλει αγγελία, που να λέει ότι ζητούνται δούλοι. Αυτό που εκμεταλλεύεται είναι η ίδια του η δομή, που έχει το σχήμα της πυραμίδας. Η βάση της πυραμίδας είναι τεράστια και μέσα σ’ αυτή γεννιέται κι υπάρχει το σύνολο των ανθρώπων. Ο σημερινός άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται, ζει μέσα στην κοινωνία. Δεν έχει καμία σημασία, αν είναι πλούσιος ή φτωχός, σημασία έχει ότι είναι υποχρεωμένος να ζει μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια. Το σύνολο των ανθρώπων, που ζουν σ’ αυτήν τη βάση, έχει και το μέγιστο δυνατό βαθμό ελευθερίας.

Η πατριαρχική πυραμίδα στη βάση είναι πολύ αδύνατη, γιατί σ’ αυτό το επίπεδο βρίσκεται και η μέγιστη δύναμη της ανθρωπότητας. Εκεί υπάρχουν οι φτωχοί στο σύνολό τους, που αναζητούν την ομορφιά της ζωής κι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή ν’ ακολουθήσουν μία φωνή, που θα τους λυτρώσει. Στη βάση αυτή βρίσκονται και οι θανάσιμοι εχθροί του συστήματος, που είναι πάντα οι νέοι. Ένας νέος, ανεξάρτητα από το οικονομικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η οικογένειά του, είναι πάντα ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν τον έρωτα, την ισότητα και την κοινωνική αδικία. Αυτό, το καθόλου αυθαίρετο, προκύπτει μέσα από το Ευαγγέλιο. Ο Χριστός περιτριγυριζόταν γενικά από φτωχούς ανθρώπους, που ήλπιζαν σε μία ανώτερη βοήθεια, για να μπορέσουν κάποτε να ζήσουν κι αυτοί ως άνθρωποι. Οι πλούσιοι της κοινωνίας των Ιουδαίων δεν πλησίασαν ποτέ το Χριστό. Ο μόνος πραγματικά πλούσιος άνθρωπος, που ζήτησε από το Χριστό τη βοήθεια Του, ήταν ένας νέος. (Ματθ. 19.22).

Οι νέοι είναι ευαίσθητοι σε θέματα, που αφορούν τη ζωή και την ευτυχία κι αυτή η ευαισθησία ώθησε εκείνον το νέο στην αναζήτηση της γνώσης. Μόνον ένας ευαίσθητος άνθρωπος, που έχει την οικονομική άνεση, μπορεί ν’ αντιληφθεί ότι δεν αρκεί μόνον αυτή. Σε μία κοινωνία στην οποία τα πάντα αγοράζονται —ακόμα και η ευτυχία— μόνον ένας πλούσιος νέος καταλαβαίνει το κενό του πλούτου. Σ’ αυτήν την τεράστια βάση της πυραμίδας βρίσκονται οι νέοι στο σύνολό τους. Οι νέοι εκείνη τη στιγμή παίρνουν αποφάσεις, που αφορούν το μέλλον τους κι αυτό τους ωθεί προς το Θεό, για να κάνουν την καλύτερη δυνατή επιλογή. Το σύστημα φοβάται το τεράστιο δυναμικό αυτών των ανθρώπων, που αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία. Φοβάται έναν αμέτρητο αριθμό ανθρώπων, που ζουν συστηματικά στη φτώχεια κι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τη δύναμή τους σ’ οποιονδήποτε μπορεί να τους λυτρώσει.

Η φροντίδα της εξουσίας είναι να μπορέσει όλους αυτούς τους ανθρώπους να τους στρέψει προς μία κατεύθυνση και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους ελέγχει. Για να το επιτύχει αυτό, χρειάζονται απαραίτητα δύο στοιχεία. Ένα στοιχείο είναι μία φαινομενική διέξοδος από τη φτώχεια κι ένα άλλο στοιχείο, είναι να υπάρχει πάντα η σταθερά, που διατηρεί αυτήν τη διέξοδο. Ο κόσμος με τα χιλιάδες προβλήματα που τον απασχολούν, είναι σαν ένας τεράστιος λέβητας, που βράζει κι είναι πάντα έτοιμος να εκραγεί. Η διέξοδος που αναφέραμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία βαλβίδα ασφαλείας. Όμως το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι αυτή η βαλβίδα, που υπάρχει έστω και για λίγους, δεν οδηγεί στη ζωή, ώστε να υπάρχουν έστω και λίγοι, που θα σωθούν βάζοντας με την ύπαρξή τους και μόνον τα θεμέλια της Σωτηρίας και των υπολοίπων, αλλά κατευθείαν στο θάνατο.

Βασικό μέλημα της κοινωνίας, είναι η ύπαρξη του γάμου και η ύπαρξη της πορνείας. Αυτά τα δύο στοιχεία λειτουργούν υπέρ του συστήματος, γιατί προετοιμάζουν τους ανθρώπους για τεράστιες θυσίες. Αυτό γίνεται για τους λόγους που θα δούμε. Στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας και κατ’ επέκταση στην κοινωνία στην οποία ζούμε, ο γάμος είναι ο σημαντικότερος σταθμός στη ζωή των ανθρώπων. Αν η βάση της πυραμίδας αφηνόταν ελεύθερη, χωρίς να υπάρχει ο θεσμός του γάμου, ο καθένας θα έβρισκε το σύντροφό του και θ’ αναζητούσε την ήρεμη ζωή, έστω και μέσα στη φτώχεια. Οι νέοι, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί με την ευαισθησία, που τους διακρίνει, αλλά και με το συναίσθημα του έρωτα, θα έμπαιναν μέσα σε μία δυναμική όπως αυτή της “σάρκας μίας”, που δε διακρίνει τον πλούτο. Ένας πλούσιος θα γινόταν “σάρκα μία” με μία φτωχή και με τον ίδιο τρόπο ένας φτωχός με μία πλούσια. Όμως αυτό το πολύ φυσικό γι’ ανθρώπους, που είναι νέοι και γνωρίζουν τον έρωτα, είναι ο θανάσιμος εχθρός του συστήματος.

Το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη διαφορά του δυναμικού που του προσφέρει ο “πλούτος” ως έννοια. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Οι μεν πλούσιοι ν’ αγωνίζονται μέχρι θανάτου, για να διατηρήσουν ή και ν’ αυξήσουν το πλεονέκτημα του πλούτου, οι δε φτωχοί ν’ αγωνίζονται κι αυτοί μέχρι θανάτου, για να τ’ αποκτήσουν. Αν ο κάθε άνθρωπος διάλεγε τη σύντροφο ή το σύντροφό του αποκλειστικά μέσω του έρωτα, μέσα σ’ ελάχιστες γενιές ο πλούτος, που ξεχωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς, θα είχε εξανεμιστεί κι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την ομογενοποίηση της κοινωνίας. Η σοβαρότητα που διέπει το γάμο ως απόφαση, και η αντιμετώπισή του από πλευράς κοινωνίας, τον κάνουν άκρως επικίνδυνο για τους ανθρώπους. Όταν η εμπειρία από την υπάρχουσα κατάσταση διδάσκει ότι, όπως και να έχει το πράγμα, η φθορά είναι ανίκητη κι ο έρωτας τρωτός, τότε η πονηριά αρχίζει και μπαίνει μέσα στο μυαλό του ανθρώπου. Ο άντρας που είναι και το θήραμα του συστήματος, αρχίζει και σκέφτεται πονηρά… δεν ντρέπεται να κάνει πράγματα, που είναι οφθαλμοφανή κι είναι αδύνατο να περάσουν απαρατήρητα. Ο γάμος στην κοινωνία τύπου Βαβυλώνας είναι μία καθαρά εμπορική πράξη. Στις εμπορικές πράξεις το ζητούμενο είναι το κέρδος κι αυτό συμβαίνει με το γάμο. Ο πονηρός φτωχός νέος επιθυμεί να παντρευτεί μία πλούσια κι ο πονηρός πλούσιος νέος επιθυμεί να παντρευτεί επίσης μία πλούσια, για να γίνει πλουσιότερος.

Όλα αυτά προέρχονται από την παιδεία που παίρνει ο άνθρωπος, είτε μέσω της εκπαίδευσης είτε μέσω του οικογενειακού περιβάλλοντος. Σ’ αυτό το σημείο θ’ αναρωτηθεί κάποιος και δίκαια: “είναι δυνατό μέσα από την εκπαίδευση να προκύψει κάτι τέτοιο; Είναι δυνατό μαθαίνοντας ο νέος τη σοφία των ανθρώπων, να γίνει καιροσκόπος και όχι ολοκληρωμένος άνθρωπος;”. Ακριβώς εδώ είναι η ειρωνεία της εκπαίδευσης. Μαθαίνει στον άνθρωπο όμορφα πράγματα κι εμπλουτίζει τις ιδέες του. Από την άλλη μεριά όμως τον κάνει να θαυμάζει μεγάλους ιστορικούς άντρες. Έχοντας μεγάλες ιδέες, αλλά κι ανθρώπινα πρότυπα, ένας άντρας είναι ό,τι καλύτερο για το σύστημα. Πιστεύει στις γνώσεις του, πιστεύει στην αξία του κι είναι έτοιμος ν’ αγωνιστεί. Ένα τέτοιο άτομο είναι έτοιμο για κάθε είδους θυσία. Το πρώτο πράγμα που θυσιάζει ο άνθρωπος αυτός, που είναι φιλόδοξος και νέος, είναι ο έρωτας. Η γυναίκα στον έρωτα έχει απαιτήσεις κι αυτό απορροφά τη δυναμικότητα του άντρα, που απαιτείται για να προχωρήσει. Μόνος του ο άντρας έχει τεράστιες δυνατότητες κι αυτές είναι που τον παρασέρνουν.

Όμως σ’ αυτήν την κοινωνία αυτό που μετράει πραγματικά είναι το χρήμα. Χωρίς αυτό είναι αδύνατο να μπορεί κάποιος να τρέφει φιλοδοξίες. Το χρήμα φέρνει γνωριμίες, το χρήμα δημιουργεί διασυνδέσεις και το χρήμα είναι, που ανοίγει όλες τις πόρτες. Ένας άντρας, έχοντας αυτό ως δεδομένο, αλλά και την ισχύουσα κοινή αντίληψη για τη φθορά του γάμου, δεν είναι δύσκολο ν’ αποφασίσει. Επιδεικνύει τα προσόντα του κι είναι οικειοθελώς έτοιμος προς πώληση. Όπως ακριβώς για να εξασφαλισθεί η υψηλή τιμή πώλησης ενός αυτοκινήτου, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο όπου αναγράφονται όλα τα χαρακτηριστικά του και οι δυνατότητές του. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν εφόσον εξασφαλίσει τον πλούτο μέσω του γάμου, είναι έτοιμος πλέον να γίνει διάσημος πολιτικός, γιατρός ή δικηγόρος. Αυτός είναι που θυσιάστηκε για τις φιλοδοξίες του κι αυτές, είναι γέννημα της ανώτερης παιδείας. Όλοι οι άνθρωποι όμως δεν έχουν αυτήν την παιδεία, επομένως δεν καλυπτόμαστε.

Πάλι πρωταγωνιστεί η φτώχεια κι αυτή είναι, που δείχνει το δρόμο. Ο πονηρός νέος βλέπει τον πατέρα του ν’ αγωνίζεται μέρα νύχτα για ένα πιάτο φαί, χωρίς να έχει καταφέρει τίποτε στη ζωή του ούτε γι’ αυτόν τον ίδιο, πόσο μάλλον για τα παιδιά του. Ένας πετυχημένος γάμος είναι το καλύτερο διαβατήριο, για να ξεφύγει κάποιος από τη φτώχεια, χωρίς κόπο και προπάντων νέος. Ο ίδιος ο πατέρας και η ίδια η μητέρα συμβουλεύουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή σεβόμενοι τουλάχιστον κάποια προσχήματα, το παιδί τους να κάνει μία έξυπνη εμπορική πράξη μέσω του γάμου. Όλα αυτά συμβαίνουν από την πλευρά του άντρα στην κοινωνία της Βαβυλώνας και από την πλευρά του νέου και της νέας στη σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία.

Σ’ αυτό το σημείο θα έλεγε κάποιος ότι, αν συμβαίνει αυτό, τότε το σύστημα απειλείται, εφόσον ο φτωχός θέλει πλούσια και η φτωχή πλούσιο. Αυτό που θα επιτύγχανε ο έρωτας και θα ήταν η καταστροφή, πώς συμβαίνει συνειδητά από τους ανθρώπους κι αποτελεί τη βάση του συστήματος; Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του τι θέλω και του τι μπορώ. Όλοι θέλουν πλούτο, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Οι πλούσιοι είναι λίγοι και οι φτωχοί άπειροι. Οι άνθρωποι δεν ντρέπονται να κάνουν ούτε αυτά, που αποκλείεται να περάσουν απαρατήρητα και άρα ασχολίαστα κι αυτό έχει νόημα εδώ: μία καλλονή ίδια με την Αφροδίτη παντρεμένη μ’ έναν άσχημο κακόψυχο μεσήλικα κι ένας όμορφος Άδωνις με μία γυναίκα, που στην εμφάνιση και την ψυχή είναι όμοια με τον παραπάνω κύριο. Το ποιος ακριβώς από τα μέλη του ζεύγους έχει τα πλούτη, δε θα πρέπει να διευκρινιστεί. Όλα αυτά συμβαίνουν στη βάση της πυραμίδας κι αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, που είναι ενταγμένοι στην κοινωνία κι έχουν κάνει το γάμο μία οικονομική πράξη.

Σε άλλο μέρος αναφέραμε τους ελεύθερους, από πλευράς γάμου, ανθρώπους κι είδαμε ότι αποτελούν εχθρούς του συστήματος, ενώ οι παντρεμένοι την πρώτη ύλη από την οποία αντλεί στοιχεία. Το σύστημα φοβάται την αταξία κι επιδιώκει να προσανατολίζει κατά βούληση τον κόσμο. Η άπειρη βάση μας τώρα πια, με το θεσμό του γάμου, έχει ορισμένα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά; Ακριβώς μετά το γάμο, που λαμβάνεται ως εμπορική πράξη, έχουμε κερδισμένους και χαμένους. Κερδισμένοι είναι αυτοί, που πέτυχαν ν’ αποκτήσουν μέσω του γάμου τον πλούτο και χαμένοι αυτοί, που επιδίωξαν αλλά δεν το κατάφεραν ή το κατάφεραν σε μικρότερο βαθμό. Το σύστημα επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη δύο μεγάλων μερίδων στην κοινωνία: τους βολεμένους κι αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Βολεμένος είναι κι ένας βλαξ, που νομίζει ότι κάτι έκανε, επειδή πήρε ένα σπίτι προίκα, για να βάλει το φτωχό απ’ όλες τις απόψεις κεφάλι του. Βολεμένος είναι κι αυτός, που δεν είχε καν δουλειά κι ο γάμος τού την εξασφάλισε. Όλοι αυτοί, οι δήθεν βολεμένοι, είναι, που επιθυμούν τη διατήρηση της κατάστασης όπως έχει κι είναι ενάντιοι σε κάθε αλλαγή. Είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί. Εφόσον μέσα στο σύστημα κατόρθωσαν να επιτύχουν αυτό που το μικρό τους το μυαλό θεωρεί επίτευγμα, κάθε αμφισβήτηση του συστήματος τους φέρνει στο ίδιο στρατόπεδο με την εξουσία.

Από την αχανή έδρα της πυραμίδας, όπου το άπειρον των απόψεων είναι το φυσιολογικό, φτάνουμε στο επιθυμητό για το σύστημα περιβάλλον. Δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις: η μία άποψη είναι η διατήρηση του συστήματος ως έχει και η άλλη η ανατροπή του. Ο πλούτος και η εξουσία φυσικά στην πλευρά που το προστατεύει και η γνώση και το πνεύμα στην άλλη πλευρά, που όμως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι συμπαγής. Οι άνθρωποι του πνεύματος και της ελευθερίας, ποτέ σχεδόν δεν έχουν κοινή μεταξύ τους άποψη. Η άλλη πλευρά, όταν διαπνέεται από πνεύμα ελευθερίας, τότε δεν μπορεί από τα δεδομένα να είναι συμπαγής, εφόσον αυτό προϋποθέτει ή την ύπαρξη εξουσίας ή την κοινή άποψη, πράγμα από τα δεδομένα αδύνατον, αφού η κοινωνία του βήματος 4 λειτουργεί με σχετική γνώση, που σημαίνει ότι η διαφορά των απόψεων είναι σίγουρη. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν την ενεργή κοινωνία, μέσα στην οποία ζούμε και προσπαθούμε να βρούμε την ευτυχία. Όλοι αυτοί βρίσκονται μέσα στη μεγάλη δεξαμενή, που βράζει και η βαλβίδα ασφαλείας δεν επιτρέπει την έκρηξη της. Η φτώχεια που ζει η ανθρωπότητα, είναι αυτή, που δημιουργεί τις εντάσεις κι αυτή, που δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Όμως η ύπαρξη αυτών των δύο μεγάλων κατηγοριών δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα να επιβιώνει.

Οι μεγάλες αυτές κατηγορίες διαβιώνουν κι οι δύο μέσα σε συνθήκες φτώχειας. Η διαφορά τους όμως βρίσκεται στο φορέα στον οποίο έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Οι συντηρητικοί πιστεύουν στο σύστημα κι απ’ αυτό περιμένουν τη Λύτρωση. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, το σύστημα τούς μαθαίνει να μισούν τους ανθρώπους του άλλου χώρου, με το επιχείρημα ότι αυτοί φταίνε, επειδή το σύστημα δεν είναι αρκετά δυνατό, ώστε να κάνει τις κινήσεις, που απαιτούνται και να έρθει η Λύτρωση ως φυσικό αποτέλεσμα. Ενώ οι άνθρωποι πρέπει να μισούν και ν’ αγωνίζονται εναντίον αυτών που τους κλέβουν και τους εκμεταλλεύονται, μισούν άλλους ανθρώπους που κι αυτοί αγωνίζονται για να επιβιώσουν, έχοντας όμως άλλες ιδέες. Αντί να μισεί κάποιος τον κλέφτη, μισεί αυτόν που έχει άλλη άποψη, αντί οι πολλοί να μισούν τους λίγους, που τους εκμεταλλεύονται, μισούν οι μισοί πολλοί τους άλλους μισούς πολλούς κι αυτό είναι το επιθυμητό για τους κλέφτες, αφού μπορούν να κλέβουν άφοβα κι απερίσπαστα.

Ο άντρας που εξετάζουμε, μετά το νόμιμο γάμο κι ανάλογα πάντα με την ψυχοσύνθεσή του βλέπει, κρίνει κι αποφασίζει σε ποια από τις δύο πλευρές της μεγάλης αυτής βάσης θα τοποθετηθεί. Μιλάμε για την ψυχοσύνθεση, γιατί ο άνθρωπος ανάλογα με τις ευαισθησίες του μετά το γάμο αντιλαμβάνεται αν και κατά πόσο είναι απ’ αυτούς που θεωρήσαμε ικανοποιημένους. Μπορεί κάποιος, μέσω του γάμου, να έχει τη δυνατότητα ν’ απολαύσει άπειρα υλικά αγαθά κι, ενώ για την κοινή λογική είναι ανάμεσα σ’ αυτούς, που είναι θεωρητικά ικανοποιημένοι, αυτός αντιλαμβάνεται διαφορετικά την κατάσταση και βλέπει την προσωπική του φθορά ως το μεγαλύτερο πρόβλημα. Αυτό το λέμε, γιατί δεν υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου όσον αφορά τα υλικά αγαθά μία σταθερά, ώστε σε περίπτωση κάλυψής της να μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι πέτυχε ως προς αυτήν την ανάγκη και από εκεί και πέρα να μπορέσει ν’ αγωνιστεί για να βελτιώσει τη ζωή του, όσον αφορά τις βαθύτερες και σημαντικότερες εσωτερικές ανάγκες. Ο κάθε άνθρωπος είναι πλασμένος διαφορετικά από το Δημιουργό κι αυτό δείχνει την αγάπη του Δημιουργού προς τον καθένα ξεχωριστά και επιτρέπει επίσης τη δημιουργία μίας κοινωνίας δίκαιης κι ανθρώπινης.

Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το σημείο, είναι ότι από τη στιγμή του γάμου και μετά αρχίζει ένας δύσκολος αγώνας για την επιβίωση.. η ύπαρξη των παιδιών και μόνο δημιουργεί συνθήκες, που σπρώχνουν τον άνθρωπο στην αναζήτηση οικονομικών πόρων, πολλαπλάσιων απ’ αυτούς, που απαιτούνται για την ατομική του συντήρηση. Το πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσει κάποιος μία οικογένεια, το γνωρίζει ο καθένας, που ζει στην υπάρχουσα κοινωνία και προσπαθεί ως μισθωτός, ν’ αντεπεξέλθει στις άπειρες ανάγκες που έχει η οικογένεια. Η νέα μας σταθερά σ’ αυτήν τη φάση είναι η δημιουργία —την αμέσως επόμενη ημέρα του γάμου— υποχρεώσεων, που είναι δυσβάσταχτες. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν είναι μόνον υλικές, αλλά και ηθικές κι αυτή ακριβώς είναι η αιτία, για την οποία ο πλούτος από μόνος του, δεν μπορεί να διαχωρίσει τις δύο πλευρές των ανθρώπων στη βάση της πυραμίδας. Ο έγγαμος βίος κι ό,τι συνεπάγεται η μοιχεία, έναν ελεύθερο άνθρωπο τον βυθίζει στο σκοτάδι και το άγχος. Αυτοί οι ελεύθεροι άνθρωποι, που δεν έχουν το πρόβλημα της επιβίωσης και θεωρητικά πρέπει να βρίσκονται στην πλευρά της τάξης και της εξουσίας, είναι εχθροί του συστήματος και θα δούμε πώς τους αντιμετωπίζει. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι λίγοι και δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο, που μας ενδιαφέρει άμεσα.

Οι άνθρωποι θεωρητικά διαλέγουν πάντα πλευρά κι αυτό, γιατί, όπως εύκολα διαπιστώνει κάποιος, δεν υπάρχει κατάσταση που να μην εκμεταλλεύεται το σύστημα. Το πρόβλημα, που βασανίζει τον άνθρωπο σ’ όλες τις μορφές της κοινωνίας, είναι η φτώχεια και λίγοι είναι οι άνθρωποι, που μέσα σ’ αυτού του είδους τις κοινωνίες, μπορούν να την ανεχθούν. Όταν οι άνθρωποι βιώνουν καταστάσεις φτώχειας, εύκολο είναι ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο είναι να μπορέσει κάποιος ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του γάμου και της οικογένειας. Οι ελεύθεροι από πλευράς γάμου άνθρωποι, οι χαμογελαστοί, έξυπνοι άντρες, δουλεύοντας, αν και φτωχοί, μπορούν εύκολα, αν όχι πλήρως, πάντως να καλύψουν τις ανάγκες τους. Ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο της ζωής τους, είναι επικίνδυνοι για το σύστημα. Δεν έχουν ανάγκη κανέναν, αφού όσο και να υποτιμάται η δουλειά τους, μπορούν ν’ αντεπεξέρχονται κι επιπλέον είναι στη φάση της αναζήτησης του έρωτα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τολμήσει οτιδήποτε. Δεν έχει υποχρεώσεις, που τρέχουν και τον κρατούν δέσμιο τους. Είναι νέος, δυνατός και δε φοβάται ούτε τη ζωή ούτε τη δουλειά. Αυτός είναι ο εργάτης ενός εργοστασίου, που δε φοβάται να κοιτάξει ή να επιδιώξει την περιπέτεια με την όμορφη γυναίκα του αφεντικού του. Είναι ο υπάλληλος, που αποκαλύπτει, όπου μπορεί, τις ανομίες των προϊσταμένων του.

Αυτός ο ίδιος άνθρωπος από τη στιγμή που παντρεύεται, αλλάζει παντελώς χαρακτηριστικά. Η δουλειά είναι πλέον πολύτιμη και οι υποχρεώσεις δυσβάσταχτες. Η αυθαιρεσία του έρωτα και το θάρρος της γνώμης είναι πράγματα που πρέπει να ξεχάσει, γιατί κοστίζουν αρκετά. Ποιος άντρας θα επέστρεφε σπίτι του με το χαρτί της απόλυσης και θα δεχόταν συγχαρητήρια από τη γυναίκα του για το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει; Ποιος άντρας, που συντηρεί οικογένεια, σε μία διένεξη εν ώρα εργασίας θα έπαιρνε το μέρος ενός εργάτη και όχι του αφεντικού του; Ο ίδιος άντρας θα είχε το θάρρος να καταγγείλει τη συμπεριφορά του εργοδότη του, που παρενοχλεί σεξουαλικά τις εργάτριες; Ένας ελεύθερος άντρας θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος σε μία τέτοια υπόθεση. Ένας νεαρός εργάτης δεν απολαμβάνει καμία ιδιαίτερη μεταχείριση και γνωρίζει ότι, όπου και να πάει να δουλέψει, είναι το ίδιο, επομένως δε χάνει και πολλά πράγματα. Απ’ αυτά τα παραδείγματα αλλαγής συμπεριφοράς του ίδιου ανθρώπου, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος τι επιδιώκει το σύστημα μέσω του γάμου.

Η οικογένεια έχει τεράστιες απαιτήσεις κι α&upsilo